Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Στοιχήματα, βερίκοκα και (υπουργικοί) χαρακτήρες



Υποστηρίζουν ορισμένοι ότι η παρούσα γενικευμένη κρίση που διέρχεται η χώρα θα μπορούσε, ίσως, να αποτελέσει την ευκαιρία για ένα γενικό «ξεσκαρτάρισμα», ένα, αν θέλετε, ολόπλευρο ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το κακό παρελθόν, που, κατά τη γνωστή επωδό, «μας έφερε εδώ που είμαστε».
Θέλω ειλικρινά να ενστερνιστώ αυτή τη θετική και αισιόδοξη προσέγγιση. Και γι΄ αυτό αναζητώ κάθε ψήγμα αλλαγής που μπορεί να συμβαίνει γύρω μου και να εκφράζει διάθεση για σύγκρουση με κατεστημένες νοοτροπίες και με μικρά ή μεγαλύτερα συμφέροντα από εκείνα που όλοι -κυρίως όταν αφορούν τους… άλλους- αναγνωρίζουμε ότι μας κρατούν δέσμιους στη σημερινή δυσμενή –οικονομική και όχι μόνο- πραγματικότητα.
Τα σπάνια, ωστόσο, δείγματα ουσιωδών αλλαγών, που με δυσκολία μπορεί να ανακαλύψει κανείς, όχι μόνον δεν συγκροτούν μια κρίσιμη μάζα ανατροπής του μίζερου παρόντος, τέτοια που να σε κάνουν να αισιοδοξείς για το μέλλον, αλλά, ώρες – ώρες, έχω την εντύπωση ότι, σε ορισμένους τομείς, οδηγούμαστε σε ένα ξεστράτισμα που μπορεί να αποδειχθεί στην πράξη πιο επικίνδυνο και από τη μακάρια αταραξία του παρελθόντος.
Πάρτε για παράδειγμα τις… στοιχηματικές προκλήσεις που σχεδόν σε καθημερινή βάση απευθύνει ενώπιον των τηλεοπτικών φακών ο υπουργός Υγείας, προκειμένου να γίνει πιστευτός για τις προθέσεις του να μην απολυθούν δημόσιοι υπάλληλοι στον τομέα ευθύνης του. Μόνον, όμως, που οι υποτιθέμενες προθέσεις του ρέκτη υπουργού αυτοϋπονομεύονται από τους αποκαλυπτικά μισαλλόδοξους λεονταρισμούς του τύπου «έπρεπε να είχατε απολυθεί για να καταλάβετε τι εστί βερίκοκο», τους οποίους, κατόπιν επιχειρεί να δικαιολογήσει με τον -ακόμη πιο- απίστευτο ισχυρισμό «αυτός είναι ο χαρακτήρας μου, δεν μπορώ να αλλάξω».
Στην προκειμένη περίπτωση, αλλά και σε πολλές άλλες ανάλογες,  δεν είναι μόνον το αμετροεπές και το πολιτικά αντιαισθητικό του πράγματος που καθιστά επικίνδυνες τις καταστάσεις αυτού του είδους. Είναι, πολύ περισσότερο, που με τη συχνή επανάληψη φαίνεται να αποδεχόμαστε και να συνηθίζουμε το φαινόμενο του τηλεκαβγατζή πολιτικού, αντιμετωπίζοντας ως κάτι σύνηθες και –γιατί όχι;- φυσιολογικό.
Φοβούμαι ότι, με την ίδια παθητικότητα που παλαιότερα ατενίζαμε τον «ρουσφετάκια» πολιτικό, θεωρώντας στο συλλογικό υποσυνείδητο ότι η εξυπηρέτηση της πολιτικής πελατείας (μπορεί να) ήταν μέρος της δουλειάς του, στεκόμαστε τώρα απέναντι στον επικοινωνιολάγνο πολιτικό αξιωματούχο, ο οποίος, εξαρτημένος από την ανάγκη να εξασφαλίσει περισσότερες προσκλήσεις για τα τηλεοπτικά «πρωινάδικα», δεν έχει πρόβλημα να ξεφουρνίσει την πιο προκλητική ατάκα ή να καλέσει τις κάμερες για να στήσει ενώπιον τους έναν καβγά, επικαλούμενος –αν είναι δυνατόν!- τον χαρακτήρα του.
Με συγχωρείτε, αλλά αν ένας υπουργός ή οιοσδήποτε άλλος διαθέτει δημόσιο αξίωμα ομολογεί ότι δεν μπορεί να αλλάξει χαρακτήρα και, αναλογιζόμενος τον θεσμικό του ρόλο, δεν περιορίζει, έστω, την εξάρτηση του από τη λαγνεία της κάμερας, ειλικρινά δεν μπορώ να βρω τον λόγο για τον οποίο ο εν λόγω αξιωματούχος είναι δυνατόν να πείσει οποιονδήποτε πολίτη να αλλάξει ό,τιδήποτε από την (κακή) συμπεριφορά του.
Μεταρρυθμίσεις στην Υγεία, στη Δημόσια Διοίκηση ή όπου αλλού, που να επιβληθούν μέσα από τηλεκαβγάδες δεν μπορώ να φανταστώ και δεν ξέρω να έχουν πουθενά στην υφήλιο, αλλά ίσως ο Αντώνης Σαμαράς με τον Ευάγγελο Βενιζέλο που έχουν την πρώτη ευθύνη να… ξέρουν κάτι περισσότερο…  

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 27.8.2013)

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Ενιαία Κεντροαριστερά; «Νά ‘χαμε να λέγαμε…»



Δεν ξέρω αν είναι που ισχύει το στερεότυπο ότι «δεν υπάρχουν ειδήσεις τον Αύγουστο…» που δίνει χώρο σε έντυπα και διαδικτυακούς τόπους στις συζητήσεις για την ενιαία Κεντροαριστερά, αλλά πολύ φοβάμαι ότι το αποτέλεσμα των φιλότιμων (;) προσπαθειών που γίνονται από ορισμένους να δώσουν σάρκα και οστά σε ένα τέτοιο εγχείρημα δεν οδηγεί παρά στο «σε κουβέντα να βρισκόμαστε…».
Όλα αυτά που λέγονται και γράφονται είχαν, ενδεχομένως, κάποιο νόημα μέχρι τα μέσα του προπερασμένου μήνα που οι δύο βασικοί σχηματισμοί του ενδιαμέσου χώρου, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, βρίσκονταν στην ίδια βάρκα και, θεωρητικώς τουλάχιστον, είχαν κοινό συμφέρον να εξετάσουν τις δυνατότητες για συμπόρευση, όποια μορφή και αν έπαιρνε αυτή.
Από τη στιγμή, όμως, που με αφορμή τα γνωστά γεγονότα της ΕΡΤ, ο μεν Φώτης Κουβέλης άδραξε την ευκαιρία για να αποδράσει από το κυβερνητικό «μαντρί», ο δε  Ευάγγελος Βενιζέλος, την ίδια στιγμή, δεν άφησε να πάει χαμένη η δική του ευκαιρία να στρογγυλοκαθίσει και πάλι στις κυβερνητικές καρέκλες,  η κουβέντα για κοινή πορεία νομίζω ότι έχασε πλέον κάθε νόημα.
Χωρίς να έχει σημασία ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο, ποιος έκανε το σωστό για τη χώρα και ποιος το λάθος για τον εαυτό του, ποιος περιέπαιξε ποιον ή ποιος παρέσυρε τον άλλο, το μόνο βέβαιο είναι ότι οι δρόμοι των δύο πολιτικών σχηματισμών χώρισαν και θα μείνουν χωριστοί για όσο ο ένας, καλώς ή καλώς, συμμετέχει στις κυβερνητικές ευθύνες και ο άλλος ασκεί, περισσότερο ή λιγότερο υπεύθυνη, αντιπολίτευση.
Θα αποτελούσε, άλλωστε, παγκόσμια πρωτοτυπία να συμβεί αυτό που ορισμένοι προτείνουν να κατέβουν, δηλαδή, τα δύο κόμματα –όντας το ένα στη συμπολίτευση και το άλλο στην αντιπολίτευση- με κοινά ψηφοδέλτια στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, είτε αυτή αφορά τυχόν πρόωρες εθνικές εκλογές είτε τις προγραμματισμένες για τον προσεχή Μάιο ευρωεκλογές.
Ακόμα – ακόμα και η συμπόρευση στις επικείμενες τοπικές εκλογές (δημοτικές και περιφερειακές) υπονομεύεται από το γεγονός ότι δεν μπορούν να δοθούν χρίσματα και να καταρτισθούν κοινοί συνδυασμοί με στελέχη από τους δύο χώρους που οι μεν θα θέλουν να στείλουν μήνυμα ανατροπής της κυβερνητικής πολιτικής και οι δε θα επιδιώκουν την εμπέδωση της πολιτικής σταθερότητας.
Γι΄ αυτό και έχω την αίσθηση ότι η κίνηση των πέντε δημάρχων (Καμίνης, Μπουτάρης, Σκοτεινιώτης, Φίλιος και Δημαράς), ακόμη και αν  δεν υπακούει σε προεκλογικές σκοπιμότητες των εμπνευστών της, δύσκολα θα αποκτήσει τον χαρακτήρα του καταλύτη που θα επιθυμούσαν να έχει πολλοί από όσους έχουν πραγματικό ενδιαφέρον να βρεθεί κοινός βηματισμός από τις κατακερματισμένες δυνάμεις του ενδιάμεσου χώρου ανάμεσα στη ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά και στον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα.
Δεν χρειάζεται κανείς να ανατρέξει στις ιστορικές αναλογίες της δεκαετίας του ‘50 ή και του ’70 για να διαπιστώσει τους λόγους για τους οποίους ο χώρος της Κεντροαριστεράς είναι, σε αυτή τη φάση, καταδικασμένος σε ρόλο πολιτικού κομπάρσου. Ο πρώτος και κύριος λόγος είναι ότι διαθέτει πολλούς φιλόδοξους αρχηγούς, οι οποίοι με τη… συχνότητα που εμφανίζονται θα γίνουν σε λίγο περισσότεροι από τους οπαδούς, αλλά κανέναν πραγματικό ηγέτη.
Οι χειρισμοί, εξάλλου, και οι εκατέρωθεν επιλογές που έγιναν στη διάρκεια της πρόσφατης κυβερνητικής κρίσης (κατά την οποία, εφόσον το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ είχαν ειλικρινή βούληση για μελλοντική συμπόρευση, μπορούσαν να επιβάλλουν να αλλάξουν πολλά στην τρέχουσα κυβερνητική λειτουργία) απέδειξαν ότι και από τους δύο χώρους απουσιάζει το πνεύμα, η κουλτούρα της συνεργατικότητας που αντιβαίνει στην παραδοσιακή λογική του «ο καθείς και το μαγαζάκι του».
Μοιραία, λοιπόν, χωρίς ηγέτη και χωρίς διάθεση για συνεργασία, η αναβίωση των συζητήσεων για ενιαία Κεντροαριστερά θα είναι μάταιος χαμένος κόπος. Ή, κατά το κοινώς λεγόμενο, «νά ‘χαμε να λέγαμε…».

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 7.8.2013)

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Το "ανάχωμα" του Αρχιεπισκόπου



Το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι τόσο παλαιό όσο και το ελληνικό κράτος, από την ίδρυση του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ελέγχουν ενορίες, μητροπόλεις και μονές υπήρξαν αντικείμενο σκληρής διελκυστίνδας ανάμεσα στην Ιεραρχία και στους εκπροσώπους της Πολιτείας.
Εξίσου παλαιές είναι και οι κατά καιρούς συζητήσεις για την αξιοποίηση της «ιερής» περιουσίας που κάθε φορά που άνοιγαν, όξυναν τα πολιτικά πάθη και προκαλούσαν συνθήκες διχασμού στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας.
Βλέπετε η εντύπωση που, καλώς ή κακώς, επικρατούσε και αναμφίβολα εξακολουθεί να επικρατεί μεταξύ της πλειονότητας των πολιτών είναι ότι «η Εκκλησία είναι ζάμπλουτη», ενώ η συνεισφορά της σε έργα φιλανθρωπίας και εν γένει στην έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης υπήρξε δυσανάλογα μικρότερη από εκείνη που αντιστοιχεί στο ύψος της περιουσίας που κατέχει. Στην εδραίωση της εντύπωσης, ή μάλλον της πεποίθησης, αυτής συνέβαλαν και τα κατά καιρούς «σκάνδαλα» (εντός ή εκτός εισαγωγικών) με πρωταγωνιστές ρασοφόρους που έχουν δει το φως της δημοσιότητας.
Έτσι, όταν τον Οκτώβριο του 2009, ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος διατύπωσε για πρώτη φορά την πρόταση να τεθεί η περιουσία της Εκκλησίας στη διάθεση της Πολιτείας, δεν ήταν λίγοι όσοι αμφισβήτησαν τις προθέσεις του ίδιου και της Ιεραρχίας. Και ίσως γι΄ αυτό σχεδόν οι πάντες είχαν ξεχάσει την αρχιεπισκοπική πρόταση μέχρι που ανακοινώθηκε, μόλις αυτές τις μέρες, η κατάθεση τροπολογίας για την ίδρυση κοινής εταιρίας του Δημοσίου και της Εκκλησίας για να αξιοποιηθεί, σε πρώτη φάση, η περιουσία που ανήκει στην Αρχιεπισκοπή.
«Κάλιο αργά, παρά ποτέ», θα πουν όσοι έχουν εικόνα από τις ατέρμονες αντιπαραθέσεις του παρελθόντος, ενώ αρκετοί θα χαρακτηρίσουν ημιτελές το βήμα που γίνεται, αφού η σύμπραξη που επιχειρείται αφορά μόνον ένα μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας και δεν είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο οι πάμπολλες ανά την Ελλάδα μητροπόλεις αλλά και τα ποικιλώνυμα θρησκευτικά ιδρύματα που διαθέτουν αξιόλογα περιουσιακά στοιχεία.
Όπως και να έχει, ωστόσο, το πρώτο αυτό βήμα που γίνεται είναι άξιο επαίνου, πολύ περισσότερο που προβλέπεται τα έσοδα τα οποία θα προκύπτουν από την αξιοποίηση, θα κατευθύνονται, όπως τουλάχιστον ανακοινώθηκε, «από μεν την Αρχιεπισκοπή στη στήριξη και την επέκταση του κοινωνικού και φιλανθρωπικού της έργου, από το δε το Δημόσιο στη διεύρυνση των κοινωνικών υποδομών του και στην αρωγή των πλέον ευπαθών και αδύναμων συμπολιτών μας».
Η προσωπικότητα, εξάλλου, του σημερινού Αρχιεπισκόπου και ο μετριοπαθής τρόπος με τον οποίο ασκεί τα καθήκοντά του, αποτελούν την καλύτερη εγγύηση ότι το σχέδιο της αξιοποίησης θα εκπληρώσει τις προσδοκίες που μοιραία δημιουργεί σε τούτη τη δύσκολη συγκυρία της γενικευμένης κρίσης με την οποία βρισκόμαστε όλοι αντιμέτωποι.
Γιατί είναι αλήθεια και πρέπει να λέγεται ότι μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και χωρίς επικοινωνιακές φανφάρες, χιλιάδες συνάνθρωποι μας βρίσκουν καθημερινά αρωγή, μέσα κυρίως από τα ενοριακά συσσίτια, χωρίς μισαλλόδοξους διαχωρισμούς και κατ΄ εφαρμογήν της απόλυτα χριστιανικής ρήσης του Αποστόλου Παύλου «ουκ ένι Ιουδαίος, ουδέ Έλλην…».
Το μεγάλο κενό που δυστυχώς αφήνει η δραματική υποχώρηση του κράτους πρόνοιας κάποιος πρέπει να το καλύψει. Και για όσο η ίδια η Πολιτεία, αδυνατεί να ανταποκριθεί στο ρόλο της, όπως αδυνατούν και άλλες κοινωνικές συλλογικότητες, καλύτερο υποκατάστατο από την Εκκλησία δεν νομίζω ότι μπορεί να βρεθεί.
Σε κάθε περίπτωση, η ενίσχυση της φιλανθρωπικής δράσης της Εκκλησίας, όπως προωθείται από τον κ. Ιερώνυμο και τους συνεργάτες του, αποτελεί το καλύτερο «ανάχωμα» στην επέλαση των δυνάμεων του σκοταδιστικού μίσους και του διχασμού, οι οποίες εκμεταλλευόμενες την ανέχεια δεν διστάζουν να προσβάλουν παντοιοτρόπως την ανθρώπινη υπόσταση όσων υποτίθεται ότι θέλουν να ανακουφίσουν, οργανώνοντας δήθεν διανομές τροφίμων σε κεντρικές πλατείες και σε «ζωντανή» τηλεοπτική κάλυψη.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 2.8.2013)

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

«Είναι που δεν έχουν όρεξη για δουλειά…»

Παρακολουθώντας τον τρόπο που συμπεριφέρονται αρκετοί από τους κυβερνώντες, αλλά και ευρύτερα από το υφιστάμενο πολιτικό προσωπικό, μου έρχεται στο νου μια ρήση, την οποία, εν είδει παροιμίας, χρησιμοποιούσε ο αείμνηστος παππούς μου σε τέτοιες περιστάσεις. «Δεν είναι, παιδί μου, που δεν δουλεύουν, είναι που δεν έχουν όρεξη για δουλειά», έλεγε.
Είναι, όντως, εντυπωσιακό να βλέπει κανείς πόσο… ανόρεκτα κάνουν τη δουλειά που έχουν αναλάβει αρκετοί από τους κυβερνώντες, οι οποίοι στις περισσότερες των περιπτώσεων κρύβονται πίσω από την τρόικα. Ό,τι κάνουν, ομολογούν ότι γίνεται επειδή «το απαιτεί η τρόικα». Και για ό,τι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κάνουν ισχυρίζονται ότι δεν γίνεται διότι «δεν το επιτρέπει η τρόικα».
Θέλω, ωστόσο, να αποφύγω τον πειρασμό να θέσω το ερώτημα «και τότε, ρε φίλε, εσύ γιατί παριστάνεις τον υπουργό;», το οποίο μου έρχεται στα χείλη κάθε φορά που ακούω να διατυπώνονται ισχυρισμοί αυτού του τύπου, επειδή δεν είναι στις προθέσεις μου να υπερασπιστώ τους ιδεοληπτικούς παραλογισμούς που συχνά ενέχουν οι επιβολές των τροϊκανών. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να είναι το μόνιμο άλλοθι για την απραξία.  
Γιατί, κακά τα ψέματα, ο στρεβλός τρόπος με τον οποίο επιχειρείται να εφαρμοστεί η αναγκαία αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα, επειδή οι εκπρόσωποι των δανειστών μας θέλουν «εδώ και τώρα ανθρωποθυσίες», είναι η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι ότι, έπειτα από τόσον καιρό που γίνεται συζήτηση για τις επιβεβλημένες αλλαγές, δεν έγινε σε κανένα υπουργείο και σε καμία υπηρεσία ένα, έστω υποτυπώδες, βήμα προς την περιβόητη αξιολόγηση, έτσι ώστε να υπάρχει ένας στοιχειώδης πειστικός αντίλογος απέναντι στις τροϊκανές εμμονές.
Πέραν αυτού, από απλά μέτρα για τη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών που δεν έχουν οικονομικό κόστος ως την μάχη για την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, η οποία εξακολουθεί να ζει και να βασιλεύει κάνοντας τη ζωή όλων μας δυσκολότερη, ο κατάλογος με τις πρωτοβουλίες που μπορεί να αναληφθούν από τους έχοντες θέσεις ευθύνης, χωρίς να απαιτείται η άδεια της τρόικας είναι μακρύς.         
Ποιος και γιατί, για παράδειγμα, έχει αφήσει εδώ και κάμποσους μήνες «ακέφαλα» αρκετά νοσοκομεία; Είναι, άραγε, και αυτό «προαπαιτούμενο» για τη δόση; Ή μήπως επανεξετάζεται ο κατάλογος με τους υποψηφίους, επειδή, πλέον, η «μοιρασιά» δεν θα είναι τρικομματική, αλλά δικομματική; (Και με την ευκαιρία στη θέση του «4-2-1», που ξέραμε, τώρα ποιο σύστημα κατανομής των θέσεων ισχύει;).
Ο καθένας μας είναι σε θέση να παραθέσει πολλά ακόμη που μπορεί να γίνουν και δεν γίνονται λόγω της γενικής παραλυσίας που, δυστυχώς, επικρατεί σχεδόν από άκρου εις άκρον της ελληνικής επικρατείας και οφείλεται αφενός στην αβεβαιότητα και στην απαισιοδοξία που έχει καταλάβει τους πάντες και αφετέρου στην απουσία ενός σχεδίου ανασυγκρότησης της χώρας που να ξεπερνάει τη σημερινή δυσμενή μνημονιακή πραγματικότητα και να περιγράφει τη μεταμνημονιακή Ελλάδα.
Αναμφίβολα, ένα τέτοιο σχέδιο ανασυγκρότησης ή μια «νέα αφήγηση», όπως συνηθίζεται να λέγεται τελευταία, συνιστά συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ για να υπερβούμε τη σημερινή γενικευμένη καταθλιπτική παραλυσία και να δημιουργηθεί στην ελληνική κοινωνία ατμόσφαιρα βεβαιότητας και αισιοδοξίας.
Και καθώς υπάρχει μπροστά μας η προοπτική της λαϊκής ετυμηγορίας, που αν δεν εκφραστεί με πρόωρες βουλευτικές κάλπες το φθινόπωρο, θα έρθει, σίγουρα, η ώρα της τον ερχόμενο Μάιο με την –τουλάχιστον- διπλή αναμέτρηση για την τοπική αυτοδιοίκηση και την Ευρωβουλή, είναι, νομίζω, βέβαιο ότι η πολιτική δύναμη –μεμονωμένη ή συμμαχική- που θα παρουσιάσει την καλύτερη και πιο πειστική «αφήγηση» θα κόψει πρώτη το νήμα.
Με λίγα λόγια, έχω εδραία την πεποίθηση πως νικητής των επόμενων εκλογών θα είναι εκείνος που θα πείσει ότι έχει σχέδιο για τη χώρα και κυρίως όρεξη για να δουλέψει και να το εφαρμόσει χωρίς προσχηματικά άλλοθι και υπεκφυγές.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 29.7.2013)

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Στις ουρές της εφορίας η Ελλάδα αναστενάζει

            Περιμένοντας στην ουρά της εφορίας κατακαλόκαιρο μου ήρθε στο νου η εποχή που οι φορολογικές δηλώσεις αποστέλλονταν στην αρχή του χρόνου και είχαν προεκτυπωμένη την καταληκτική ημερομηνία υποβολής τους που, συνήθως, ήταν η 25η Φεβρουαρίου.
            Τότε, προ τριακονταετίας, παρόλο δεν υπήρχαν ούτε ηλεκτρονικά συστήματα, ούτε κλειδάριθμοι και όλα γινόταν χειρόγραφα, η ταλαιπωρία ήταν μάλλον μικρότερη από τη σημερινή, ενώ οι δηλώσεις υποβάλλονταν τις πιο πολλές φορές χωρίς παράταση (ιδίως όταν δεν ήταν προεκλογική χρονιά…) και οι χρεωστικοί φόροι πληρώνονταν με προγραμματισμένες δόσεις, στις οποίες ο φορολογούμενος είχε επαρκή χρόνο για να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή του.
Το γιατί έπειτα από τόσα χρόνια και με τόσες τεχνολογικές προόδους που έχουν πλέον στη διάθεσή τους το κράτος, οι επιχειρήσεις αλλά και η πλειονότητα των μεμονωμένων φορολογουμένων, χρειάζεται να φθάσουμε στον Αύγουστο για να υποβληθούν οι δηλώσεις είναι μια από τις ελληνικές παραδοξότητες που νομίζω ότι απαιτείται να συνεργαστούν πολλοί ειδικοί από εντελώς διαφορετικά επιστημονικά πεδία για να βρεθεί, να βρεθεί, μια εξήγηση.         
            Δεν είναι στις προθέσεις μου να εξιδανικεύσω το παρελθόν και λαμβάνω υπόψη μου τον αντίλογο για τον περιορισμένο αριθμό όσων υπέβαλαν δήλωση παλαιότερα, για την αδυναμία ουσιαστικού ελέγχου, όπως για την διευκόλυνση στη φοροδιαφυγή και στη φοροαποφυγή που επέτρεπαν τα συστήματα που τότε εφαρμόζονταν.
            Ωστόσο, έπειτα από μια δεκαετία εφαρμογής του Taxisnet και της ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων, δεν μπορεί να ισχυριστεί βάσιμα κανείς ότι έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος στον περιορισμό της φοροδιαφυγής ή της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, αφού, όπως έδειξαν τα πρόσφατα στοιχεία οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι ήταν εκείνοι που έβαλαν βαθύτερα το χέρι στην τσέπη τους για την αύξηση των εσόδων του κράτους από την άμεση φορολογία.
Η αδικία γίνεται ακόμη πιο ασυγχώρητη όταν συνοδεύεται από την περιττή και αδικαιολόγητη γραφειοκρατία που εξακολουθεί να επικρατεί και έχει ως αποτέλεσμα να σχηματίζονται ατελείωτες ουρές μέσα και έξω από τις εφορίες, όπως, επί παραδείγματι, αυτές που συναντά κανείς στην ΔΟΥ Κατοίκων Εξωτερικών, στην οποία όποιος δεν πάει να στηθεί για να πάρει χαρτί προτεραιότητας πριν καν ανοίξει η εφορία δεν πρόκειται να εξυπηρετηθεί μέσα στην ίδια μέρα.
            Η απώλεια μιας ολόκληρης εργάσιμης ημέρας για τη διεκπεραίωση μιας συναλλαγής που, αν δεν έχεις την ατυχία να φθάσεις στο γκισέ σε ώρα που έχει «έχει πέσει» το σύστημα, διαρκεί σχεδόν ένα λεπτό, όπως η παραλαβή του κλειδάριθμου, για τον οποίο έχεις ήδη υποβάλλει ηλεκτρονική αίτηση, είναι ένα εξωφρενικό κόστος που πληρώνουν οι πολίτες επειδή κανείς δεν φρόντισε τις μέρες αιχμής να αυξήσει τις θυρίδες εξυπηρέτησης ή, τέλος πάντως, να τις στελεχώσει με υπαλλήλους που έχουν στοιχειώδη γνώση του αντικειμένου που καλούνται να φέρουν εις πέρας.
            Θα είχε, νομίζω, ενδιαφέρον εάν οι σχεδιαστές αυτών των συστημάτων και γενικά όλοι όσοι λαμβάνουν τις αποφάσεις υποχρεώνονταν να σταθούν μια μέρα σε μια τέτοια ατελείωτη ουρά και να υποστούν αυτή την αφάνταστη ταλαιπωρία. Μόνον, έτσι, θα μπορούσαν, ίσως, να αντιληφθούν τις συνέπειες των σχεδιασμών και των αποφάσεων τους.
            Ιδιαιτέρως διδακτική, επίσης, θα ήταν μια τέτοια εμπειρία και για τους κυβερνώντες, οι οποίοι, αφουγκραζόμενοι τους ταλαιπωρημένους φορολογούμενους, που υπομένουν καταστάσεις για τις οποίες δεν φέρουν καμία ευθύνη, θα καταλάβαιναν γιατί όλο και περισσότεροι πολίτες χάνουν την ελπίδα τους για την ανάκαμψη της χώρας και στρέφονται προς τις λεγόμενες αντισυστημικές επιλογές.
            Βλέπετε, το… «και κερατάς και δαρμένος», κατά πως λέει και το γνωστό ανέκδοτο, δεν είναι εύκολο να το ανέχεται κανείς…
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 25 Ιουλίου 2013)

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Το ιδεολογικό πρόσημο της οικονομίας


            «Βρε, πως αλλάζουν οι καιροί…», μπορεί να αναφωνήσει κανείς παρακολουθώντας τα όσα διημείφθησαν κατά την παρουσία του Αμερικανού υπουργού Τζακ Λιου στην ελληνική πρωτεύουσα και συγκρίνοντάς τα με την ατμόσφαιρα που επικράτησε τρία εικοσιτετράωρα νωρίτερα με την αντίστοιχη επίσκεψη του Γερμανού ομολόγου του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Ποιος, αλήθεια, θα περίμενε πριν από λίγα χρόνια ότι θα παρέλυε η Αθήνα από την επίσκεψη ενός Ευρωπαίου αξιωματούχου, ο οποίος δεν τόλμησε να κυκλοφορήσει στην πόλη, και θα υποδεχόμαστε, εν χορδαίς και οργάνοις, έναν υπερατλαντικό επισκέπτη, ο οποίος –τηρουμένων των αναλογιών- κυκλοφόρησε άνετα παντού;

Δεν είναι ανεξήγητο, βεβαίως, αυτό το κοντράστ, ούτε η εναλλαγή στο ρόλο του «μισητού» προσώπου. Οι δύο υψηλοί επισκέπτες της χώρας μας εκφράζουν δύο εντελώς διαφορετικές οικονομικές συνταγές, που, χωρίς υπερβολή, προέρχονται από δύο διαφορετικούς κόσμους.

Ο οικονομικός εγκέφαλος της δεξιάς κυβέρνησης του Βερολίνου ήταν και παραμένει ένας εμμονικός κήρυκας της λιτότητας που θέλει να επιβάλει την τιμωρητική πειθαρχία στους σπάταλους νοτιοευρωπαίους, οι οποίοι μόνον με την έμπρακτη μεταμέλεια μπορεί να έχουν το έλεος του για να μπορέσουν να σωθούν από την… ασωτεία που επέδειξαν.

Αντιθέτως, ο άνθρωπος στον οποίο ανέθεσε τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ ο φιλελεύθερος πρόεδρος Ομπάμα, προσπαθεί με όλα τα μέσα να πείσει για τον τερματισμό της καταστροφικής λιτότητας και να πιέσει τους ομολόγους του στον υπόλοιπο πλανήτη για τη δημιουργία θέσεων εργασίας που, ιστορικά, αποτελεί το μόνο ουσιώδες αντίδοτο για να καταπολεμηθεί η ύφεση και να δημιουργηθούν συνθήκες ανάπτυξης και ευημερίας.

Κακά τα ψέματα, το ζήτημα που αναδεικνύουν αυτές οι αντιτιθέμενες προσεγγίσεις είναι απολύτως ιδεολογικό. Και ας μην έχει κανείς αμφιβολία ότι αν στη Γερμανία κυβερνούσαν οι σοσιαλδημοκράτες και στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν πάρει το πάνω χέρι οι Ρεπουμπλικάνοι, οι όροι θα ήταν, πιθανότατα, αντεστραμμένοι. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα προγράμματα που αναμετρήθηκαν στις περυσινές προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ ή στην αντιπαράθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Γερμανία ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου.

Μπορεί στην ισοπεδωμένη μνημονιακή Ελλάδα, που αγωνίζεται ακόμη να απαλλαγεί από την πελατειακή λογική του παρελθόντος η οποία εξακολουθεί να την κρατά καθηλωμένη, να έχει επικρατήσει ένας απόλυτος ιδεολογικός «αχταρμάς», σε βαθμό που να δυσκολεύεται κανείς να αναγνωρίσει ποιος είναι συντηρητικός και ποιος φιλελεύθερος ή να ξεχωρίσει τον νεοφιλελεύθερο από τον προοδευτικό, στο διεθνές πεδίο τα ζητήματα αυτά είναι, λίγο ως πολύ, λυμένα και ξεκάθαρα.

Παρά τους ισχυρισμούς των φανατικών οπαδών του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου για το «τέλος της ιστορίας», η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και οι διαφορετικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν για το ξεπέρασμά της στην Αμερική του Ομπάμα και στην Ευρώπη της Μέρκελ έδειξε ότι υπάρχουν περισσότεροι του ενός δρόμοι.

Γι΄ αυτό και η αμερικανική οικονομία, παρότι έχει μεγάλα συσσωρευμένα χρέη, προτάσσοντας την ανάπτυξη, έχει εδώ και καιρό αρχίσει να δημιουργεί θέσεις εργασίας. Την ίδια περίοδο η Ευρώπη βολοδέρνει στο φαύλο κύκλο της ύφεσης, παρακολουθώντας σχεδόν άπραγη την εκτόξευση της ανεργίας, επειδή είχε και έχει ως μονοδιάστατο στόχο τον περιορισμό των ελλειμμάτων και την τιθάσευση του χρέους.

Τι δείχνουν όλα αυτά; Μάλλον κάτι αυτονόητο: ότι η οικονομία δεν υπήρξε ποτέ «ουδέτερο» ζήτημα και η εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής είχε πάντοτε -και θα εξακολουθήσει, μάλλον, στους αιώνες των αιώνων- να έχει ιδεολογικό πρόσημο.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 22.7.2013)

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Για το φιάσκο της «Δωδώνης» ποιος θα πληρώσει;

Ήταν αρχές του 2011, όταν σε μια από τις εκθέσεις – «φετφάδες» που κατά καιρούς συντάσσουν οι τροϊκανοί υπολόγισαν ότι η Ελλάδα για να καταστήσει βιώσιμο το χρέος της και να σωθεί από την χρεοκοπία  θα έπρεπε μέχρι το τέλος του 2015 να φέρει εις πέρας ένα γιγάντιο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων από το οποίο θα εισέπραττε το ασύλληπτο ποσό των 50 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Βρισκόμαστε ήδη στο μέσον αυτής της περιόδου και οι εισπράξεις είναι μέχρι στιγμής μηδενικές, αφού η μια μετά την άλλη οι αποκρατικοποιήσεις που επιχειρούνται οδηγούνται σε φιάσκο, με βασική αιτία την προχειρότητα στο σχεδιασμό, μέσα στην οποία εμφιλοχωρούν η αδιαφάνεια, το σκοτεινό παρασκήνιο και η μεθοδευμένη προώθηση συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων.
Η περίπτωση της γαλακτοβιομηχανίας «Δωδώνη», που είναι η πρώτη και μόνη μέχρι στιγμής ελεγχόμενη από το δημόσιο επιχείρηση που πέρασε σε ιδιωτικά χέρια, είναι άκρως χαρακτηριστική. Και τα καταστροφικά αποτελέσματα της σπουδής να ξεπουληθεί τα βιώνουν πρωτίστως οι κτηνοτρόφοι της Ηπείρου και μαζί τους όλη η οικονομία της φτωχότερης περιφέρειας της Ευρώπης.
Η «Δωδώνη» που ανήκε πλειοψηφικά στην Αγροτική Τράπεζα, η οποία διαχωρίστηκε σε «καλή», η οποία ιδιωτικοποιήθηκε, και «κακή» τράπεζα, η οποία έμεινε στο δημόσιο, βγήκε άρον – άρον στο σφυρί προκειμένου το τελευταίο να έχει κάποιο όφελος από ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο που διέθετε, αφού η γαλακτοβιομηχανία ήταν επί σειρά ετών κερδοφόρα.
Με έναν διαγωνισμό - παρωδία από τον οποίο απεχώρησαν όλοι οι σοβαροί παίκτες από την διεθνή αγορά που είχαν αρχικά εκδηλώσει ενδιαφέρον, ίσως και επειδή στις διαδικασίες του ενεπλάκησαν δυνάμεις και πρόσωπα που δεν είχαν καμία θεσμική αρμοδιότητα, όπως ο «γαλάζιος» περιφερειάρχης που ομολογημένα καλούσε στο γραφείο του υποψήφιους επενδυτές για να κάνει έλεγχο (!) της οικονομικής τους φερεγγυότητας,  η εταιρία κατέληξε σε ένα ρωσικό, όπως λέγεται, fund, το οποίο, όμως, σχετιζόταν με έναν από τους μεγάλους χρεώστες της «Δωδώνης».
Μήνες μετά την ανάληψη της εταιρίας από τους νέους ιδιοκτήτες, που μπήκαν φουριόζοι υποσχόμενοι νέες επενδύσεις, μυστήριο παραμένει αν καταβλήθηκε αυτό καθεαυτό το συμφωνημένο τίμημα εξαγοράς. Αλλά ακόμη και αν καταβλήθηκε, αυτό σε τίποτε δεν αλλάζει τον «Γολγοθά» που βιώνουν οι χειμαζόμενοι κτηνοτρόφοι της Ηπείρου, από το «φέσι» που τους έχει φορέσει η ιδιωτικοποιημένη «Δωδώνη».
Για πρώτη φορά, ενώ έχει τελειώσει η γαλακτοκομική περίοδος, οι παραγωγοί, που είχαν συνηθίσει δεκαετίες τώρα να πληρώνονται στην ώρα τους, παραμένουν επί μήνες απλήρωτοι και το γεγονός αυτό έχει αλυσιδωτές αρνητικές αντιδράσεις στην τοπική οικονομία ολόκληρης της Ηπείρου που μαστίζεται από ένα τα υψηλότερα ανεργίας σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Οι ιθύνοντες της επιχείρησης επικαλούνται προβλήματα ρευστότητας και αδυναμία εξασφάλισης κεφαλαίων κίνησης, πρόβλημα το οποίο, είν΄ αλήθεια, αντιμετωπίζουν και χιλιάδες άλλες ελληνικές επιχειρήσεις που αδυνατούν να έχουν πρόσβαση στο προβληματικό εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Μόνον, όμως, που στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα δεν είναι ακριβώς ίδια. Διότι εδώ μιλάμε για επενδυτές, οι οποίοι υποτίθεται ότι είχαν πρόθεση και κυρίως οικονομικές και διαχειριστικές δυνατότητες που δεν διέθετε η χρεωκοπημένη Αγροτική Τράπεζα για να επεκτείνουν τη δυναμικότητα της επιχείρησης, η οποία, κατά τους αντικρατιστές, δεν απέδιδε τα μέγιστα γιατί –εμμέσως, έστω- ελεγχόταν από το δημόσιο.
Αν ήταν να αγοραστεί μια τέτοια επιχείρηση με δανεικά, που μάλιστα δεν ήταν εξασφαλισμένα, τότε θα μπορούσε ο καθένας να την αγοράσει. Και σε μια τέτοια περίπτωση γίνεται ακόμη πιο εξωφρενικός ο αποκλεισμός από τον διαγωνισμό των συνεταιριστικών ενώσεων που κατέχουν ποσοστό μειοψηφίας στη «Δωδώνη». 
Τα ερωτήματα που μοιραία προκύπτουν από το πελώριο φιάσκο στο οποίο οδηγείται αυτό το εγχείρημα αποκρατικοποίησης είναι πολλά. Ας μείνουμε μόνον σε δύο: Θα πληρώσει κανείς για το αποτυχημένο πείραμα που μετέτρεψε μια κερδοφόρα επιχείρηση σε προβληματική; Θα αναλάβει κάποιος την ευθύνη να ζητήσει το λόγο από τους αγοραστές, απαιτώντας να τηρήσουν τους όρους της συμφωνίας με βάση την οποία ανέλαβαν την επιχείρηση;

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 17.7.2013)