Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Όταν οι δημοσιογράφοι επιμετρούν τις ποινές…


Δεν ξέρω ποιος έχει την πατρότητα της ρήσης, σύμφωνα με την οποία «όταν τα γεγονότα διαφωνούν με τους δημοσιογράφους, τότε αλλοίμονο στα γεγονότα», αλλά μου ήρθε πολλές φορές κατά νου τις τελευταίες ώρες παρακολουθώντας τις αντιδράσεις αρκετών εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης απέναντι στις αποφάσεις για τη μεταχείριση που είχαν από τις ανακριτικές αρχές οι κατηγορούμενοι χρυσαυγίτες.
Με περισσή ευκολία –αυτό δα δεν είναι και πρωτόγνωρο- διάφοροι σχολιαστές από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και το (φρούτο νέας εσοδείας που λέγεται) twitter, εκτόξευαν μύδρους επειδή οι εξελίξεις δεν επιβεβαίωναν τις προαναγγελίες που οι ίδιοι είχαν σπεύσει να κάνουν έπειτα από τις εντυπωσιακές είν΄ αλήθεια επιχειρήσεις των διωκτικών αρχών να συλλάβουν τον ηγετικό πυρήνα της ναζιστικής οργάνωσης και να τον οδηγήσουν ενώπιον της Δικαιοσύνης.
Με νοοτροπία σαν και αυτή που πολύ εύστοχα στηλίτευσε ο τραγουδοποιός Γιάννης Αγγελάκας, ο οποίος όταν ένα μέρος από το κοινό πρόσφατης συναυλίας του άρχισε να φωνάζει το σύνθημα «φασίστες, κουφάλες, έρχονται κρεμάλες», δεν δίστασε να αντιταχθεί, λέγοντας τους το μνημειώδες «ας σκοτώσουμε όλοι πρώτα τον φασίστα που κρύβουμε μέσα μας», είχαν προεξοφλήσει ακόμη και τις πτέρυγες των φυλακών στις οποίες θα κρατούνταν οι κατηγορούμενοι.
Έτσι, η απόφαση των δύο ανακριτών και των δύο εισαγγελέων να αποδώσουν το βαρύ κατηγορητήριο περί εγκληματικής οργάνωσης με βάση τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, κρίνοντας ότι κάποιοι πρέπει να προφυλακιστούν και κάποιοι άλλοι να αφεθούν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους, προκάλεσε τη μήνη των λεγόμενων διαμορφωτών της κοινής γνώμης, οι οποίοι παρασυρμένοι από το πάθος τους –ίδιον, κατά τεκμήριο, των πολύξερων ημιμαθών- αμφισβητούσαν το δικαίωμα των λειτουργών της Δικαιοσύνης να αντιμετωπίζουν τον κάθε κατηγορούμενο όχι γι΄ αυτό που είναι αλλά γι΄ αυτά που έκανε.
Αναγνωρίζω τον αντίλογο που λέει ότι «και οι κρίνοντες κρίνονται», αλλά αυτό δε νομίζω ότι δικαιολογεί ισχυρισμούς του τύπου «μα πως αφέθηκε ελεύθερος ο Κασιδιάρης, αφού αμέσως μετά προπηλάκισε δημοσιογράφους;». Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να έχει πάει κανείς στη Νομική για να αντιληφθεί ότι οι προφυλακίσεις των κατηγορουμένων γίνονται χωρίς οι ανακριτές και οι εισαγγελείς να λαμβάνουν υπόψη τους τη συμπεριφορά που θα έχουν έναντι των δημοσιογράφων μόλις απομακρυνθούν από τα ανακριτικά γραφεία.  
Με δεδομένες τις συνταρακτικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών και τα όσα ήρθαν στο φως για την εγκληματική δράση του νεοναζιστικού μορφώματος, χάρις, αναμφισβήτητα, και στη δημοσιογραφική έρευνα, μπορεί να αντιλέξει κανείς ότι ενδεχομένως να αποτελεί δευτερεύον ζήτημα ο υπερβολικός και αυθαίρετος τρόπος με τον οποίο σχολιάστηκαν οι συγκεκριμένες αποφάσεις από μια μερίδα των δημοσιογράφων.
Ο λόγος που με κάνει να καταπιαστώ με το ζήτημα είναι επειδή έχω την πεποίθηση ότι μεγάλη συμβολή στη γενικότερη θεσμική κατάπτωση με την οποία είμαστε αντιμέτωποι έχει η γενικευμένη σύγχυση ρόλων που συνέχει την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα στην οποία οι νταήδες ναζιστές υποδύονται τους τιμωρούς, οι τυπικοί πολιτικοί έχουν μετατραπεί σε σχολιαστές που γεμίζουν εκπομπές ή περνούν το χρόνο τους στο twitter, και οι δημοσιογράφοι είναι έτοιμοι να αναλάβουν να επιμετρούν τις ποινές, υποκαθιστώντας, εκτός από τους πολιτικούς που συχνά τους παραχωρούν οι ίδιοι το γήπεδο, και τους δικαστές.
Είναι ακριβώς αυτή η σύγχυση των ρόλων που, κατά την αντίληψή μου, γεννά τα φαινόμενα του εκφασισμού της κοινωνίας μας και απετέλεσε, αν θέλετε, το πλέον κατάλληλο υπόστρωμα για να ανδρωθεί η περιθωριακή Χρυσή Αυγή και να βρει ευρύτερο ακροατήριο ένας εσμός ανθρώπων του υπόκοσμου που παριστάνει τον πολιτικό σχηματισμό, ευτελίζοντας κάθε έννοια πολιτικής με την εγκληματική του δράση.

Και ίσως ο μοναδικός τρόπος που μπορεί να μας απαλλάξει από αυτή τη φαιά πανούκλα είναι να ξαναεφεύρουμε τα στοιχειώδη που είναι οι κυβερνώντες να κυβερνούν, οι δικαστές να δικάζουν και οι δημοσιογράφοι να καταγράφουν και να σχολιάζουν την επικαιρότητα.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 3.10.2013) 

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Όταν η κυβέρνηση θέλει, το Κράτος μπορεί!

Είναι πολλά αυτά που μπορεί να επισημάνει κανείς, επιχειρώντας να σχολιάσει την πυκνότητα των τελευταίων γεγονότων που κατατείνουν στην εξάρθρωση της εγκληματικής Χρυσής Αυγής και στην απαλλαγή της πολιτικής ζωής από ένα επικίνδυνο καρκίνωμα που δυναμίτιζε την κοινωνική ομαλότητα και γελοιοποιούσε τους θεσμούς της οργανωμένης Πολιτείας.
Το αστείο θέαμα με τις χυδαίες επιθέσεις κατά των μέσων ενημέρωσης που εξαπολύουν οι σιδηροδέσμιοι χρυσαυγίτες, επιστρατεύοντας «επιχειρήματα» που αποκαλύπτουν τον υπόκοσμο από τον οποίο απέδρασαν για να εισβάλουν στο Κοινοβούλιο, δεν μπορεί να κρύψει τον σκοταδισμό, τα δολοφονικά ένστικτα και το δηλητηριώδες υπόβαθρο της φαιάς πανούκλας, η οποία για μεγάλο διάστημα είχε αφεθεί να εξαπλώνεται ανεξέλεγκτη μολύνοντας το κοινωνικό σώμα και σκορπώντας τον φόβο σε γειτονιές, πλατείες, νοσοκομεία και σχολεία.
Επανειλημμένα από τούτη εδώ τη στήλη είχαμε εγκαλέσει, όπως και άλλοι άλλωστε, την κυβέρνηση για την αβελτηρία που επεδείκνυε στην επείγουσα ανάγκη να παταχθεί το φαινόμενο του πολιτικού και κοινωνικού χουλιγκανισμού, της αυτοδικίας, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας που επεκτεινόταν χάρις στην αδικαιολόγητη ανοχή που εύρισκε, επειδή ορισμένοι στο κυβερνητικό στρατόπεδο θεωρούσαν ότι οι πολίτες που έτειναν ευήκοα ώτα στα μισαλλόδοξα κηρύγματα της ναζιστικής συμμορίας δεν ήταν παρά «παραπλανημένοι συντηρητικοί ψηφοφόροι που θα μπορούσαν να “επαναπατριστούν”».
Έπρεπε να γίνουν τα έκτροπα του Μελιγαλά, στα οποία η αρρωστημένη οργή των χιτλερικής έμπνευσης «Ταγμάτων Εφόδου» δεν στράφηκε κατά ανήμπορων μεταναστών, αλλά στοχοποίησε τους οπαδούς και τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, για να αρχίσει να αφυπνίζεται η κυβέρνηση. Και, δυστυχώς, χρειάστηκε να ακολουθήσει το στυγερό έγκλημα της Αμφιάλης και η ισχυρή διεθνής κατακραυγή που έφθασε μέχρι του σημείου να τίθεται εν αμφιβόλω η δυνατότητα της χώρας να αναλάβει την ευρωπαϊκή Προεδρία, για να σημάνει ο απαιτούμενος συναγερμός και να κινητοποιηθούν οι μηχανισμοί προστασίας του Πολιτεύματος και της κοινωνικής ομαλότητας.
Δεν είναι διόλου υπερβολή να πει κανείς ότι η θρασύδειλη δράκα των εγκλείστων της ΓΑΔΑ ήταν μια μεγάλη απειλή για την ίδια τη Δημοκρατία, αφού ποτέ τους δεν έκρυψαν όχι μόνον τα ναζιστικά «πιστεύω» και τα δολοφονικά αισθήματα που τους διακατέχουν, αλλά και το γεγονός ότι είναι διαπρύσιοι θιασώτες των απολυταρχικών καθεστώτων που γνώρισε ο τόπος μας την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά και του χουντικού πραξικοπήματος του 1967. Ομολογούσαν, εξάλλου, δημοσίως τη δυσανεξία τους για τους δημοκρατικούς θεσμούς, παρόλο που εξάντλησαν στο έπακρο όλα τα «προνόμια» που τους εξασφάλιζε η συμμετοχή στο Κοινοβούλιο.
Και αυτό, αν θέλετε, είναι ένας από τους λόγους που κάνει ακόμη πιο ανιστόρητη την περιβόητη, πλέον, θεωρία των δύο άκρων, καθώς δεν νομίζω ότι μπορεί να αντέξει στη λογική επιχειρηματολογία ότι κάποιο από τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα έχει στόχο να καταλύσει την αστική Δημοκρατία και να καταλάβει την κυβερνητική εξουσία με πραξικοπηματικό τρόπο.
Όπως και να έχει, όμως, θεωρώ ότι τούτη την ώρα δεν υπάρχει χώρος για να εκφρασθούν μόνον μεμψιμοιρίες για όσα δεν έγιναν. Και, πολύ περισσότερο, δεν υπάρχει έδαφος για στηθούν ανούσιοι καβγάδες, ούτε περιθώρια για να αναπτυχθούν υστερόβουλες σκέψεις και κοντόθωρες επιδιώξεις περί  του ποιος μπορεί να κερδοσκοπήσει πολιτικά περισσότερο από τις τελευταίες καταιγιστικές εξελίξεις.
Το μείζον στην προκειμένη περίπτωση είναι, κατά την εκτίμησή μου, ότι το ελληνικό κράτος, το οποίο, μάλλον δικαιολογημένα, είχε τη φήμη του παράλυτου, επιτέλους λειτούργησε. Γιατί, κακά τα ψέματα, ποιος θα μπορούσε να φανταστεί μέχρι πρότινος Έλληνες αστυνομικούς να φορούν χειροπέδες σε εν ενεργεία βουλευτές ή ότι θα γινόταν έφοδος σε αστυνομικά τμήματα για να ερευνηθεί η δράση θυλάκων της Χρυσής Αυγής; Και να μην παραλείψουμε, πρωτίστως, την εντυπωσιακή ταχύτητα της Δικαιοσύνης. 
Τα αδιανόητα αυτά περιστατικά, τα είδαμε να εκτυλίσσονται μπροστά μας για ένα και μοναδικό λόγο: επειδή για πρώτη φορά υπήρξε ουσιαστική πολιτική βούληση από την κυβέρνηση να κινητοποιήσει τους μηχανισμούς του Κράτους, να τερματίσει την ανομία και να επιβάλει τη νομιμότητα. Αν, λοιπόν, υπάρχει ένα συμπέρασμα από όλη αυτή την υπόθεση είναι ότι όταν η κυβέρνηση θέλει, το Κράτος μπορεί!

Υπό αυτή την έννοια, η κυβέρνηση, με τη συντονισμένη πρωτοβουλία που ανέλαβε και τη δράση που δρομολόγησε, έβαλε πολύ ψηλά τον πήχη των προσδοκιών. Και, τουλάχιστον, σε πρώτη φάση τον ξεπέρασε. Αρκεί να συνεχίσει έτσι και να κινηθεί αναλόγως και σε πολλούς άλλους τομείς στους οποίους εντοπίζονται εξίσου ή ακόμη μεγαλύτερες απειλές για την κοινωνική και την οικονομική σταθερότητα: από την πάταξη της φοροδιαφυγής και την αντιμετώπιση της μαύρης εργασίας έως την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και την ταχύτερη απονομή της Δικαιοσύνης.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 30.9.2013)

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Γερμανικά μαθήματα και ελληνικοί εμφύλιοι



Στη διάρκεια της πρόσφατης μακράς προεκλογικής περιόδου οι Γερμανοί πολιτικοί που διεκδίκησαν την ψήφο των συμπολιτών τους συγκρούστηκαν συχνά μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας, μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις, ασυνήθιστη, για τα δικά τους πολιτικά ήθη, σφοδρότητα.
Ακούστηκαν εκατέρωθεν βαριές εκφράσεις για «ψεύτες», «καταστροφείς» και τα τοιαύτα που αντηλλάγησαν κυρίως ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα. Ξεθάφτηκαν, επίσης, παλιές ξεχασμένες ιστορίες, όπως η προ τριακονταετίας υποστήριξη από τον επικεφαλής των «Πράσινων» προς τις παιδοφιλικές σχέσεις, ενώ ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών δεν δίστασε να δείξει το… μεσαίο του δάκτυλο στους επικριτές του.
Δεν έλειψαν ούτε τα καραγκιοζιλίκια, όπως του εκπροσώπου των αρνητών του ευρώ, των αποκαλούμενων «Εναλλακτικών», που εμφανίστηκε στην τηλεόραση ζωσμένος με μια τρύπια ελληνική σημαία. Ενώ ο «γνωστός μας» απερχόμενος αντικαγκελάριος Φίλιπ Ρέσλερ επιστράτευσε ως και την… «κόκκινη» απειλή –τη συγκυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών με την Αριστερά- σε μια απέλπιδα να αποτρέψει τον μοιραίο καταποντισμό του κόμματός του, των Ελεύθερων Δημοκρατών, που έμειναν για πρώτη φορά εκτός Βουλής.
Όλα αυτά, όμως, ίσχυσαν μέχρι το απόγευμα της Κυριακής που έκλεισαν οι κάλπες. Το ίδιο βράδυ τα πάντα είχαν ξεχαστεί και η εικόνα που είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν οι Γερμανοί πολίτες από τους τηλεοπτικούς δέκτες ήταν απίστευτη, τουλάχιστον για τα δικά μας πολιτικά ήθη.
Πριν καν οριστικοποιηθούν τα εκλογικά αποτελέσματα και ενώ είχαν υπόψη τους κατά βάση τα ευρήματα από τις δημοσκοπήσεις εξόδου (τα λεγόμενα exit polls), που κανείς φυσικά δεν αμφισβήτησε, οι επικεφαλής των τεσσάρων κομμάτων βρέθηκαν στο ίδιο τηλεοπτικό στούντιο και αντάλλαξαν σχόλια και εκτιμήσεις για την ετυμηγορία των Γερμανών πολιτών.
Η νικήτρια των εκλογών καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, ο βασικός της αντίπαλος, υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών Πέερ Στάινμπρουκ κάθισαν δίπλα – δίπλα με τους ομολόγους τους από τα μικρότερα κόμματα, τους Πράσινους και την ριζοσπαστική Αριστερά, και αφού έριξαν «νερό και αλάτι» στα πικρά λόγια που είχαν ανταλλάξει προεκλογικά, χωρίς αλαζονεία ή κόμπλεξ, ούτε και οπορτουνιστικές ιδεολογικές εκπτώσεις, συζήτησαν για την επόμενη μέρα στη χώρας τους και στην Ευρώπη.
Δεν ξέρω πόσο σοφότεροι έγιναν οι Γερμανοί πολίτες από τη συζήτηση, αφού τόσο η Μέρκελ, όσο και οι συνομιλητές της, στο κρίσιμο ζήτημα για το ποια κυβέρνηση μπορεί να προκύψει από το γεγονός ότι δεν υπήρξε μονοκομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, επικαλέστηκαν το αυτονόητο επιχείρημα ότι έπρεπε να συνεδριάσουν τα κομματικά τους όργανα για να λάβουν αποφάσεις.
Είμαι βέβαιος, ωστόσο, ότι η πλειονότητα των Γερμανών θα ένοιωθε πολύ περήφανη για το επίπεδο αντιπαράθεσης της πολιτικής τους ελίτ, ιδίως αν είχαν τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις για να τη συγκρίνουν με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, η οποία πρωταγωνίστησε στη γερμανική προεκλογική περίοδο και πολλοί πιθανολογούν ότι μπορεί να είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που θα επηρεάσουν τις διαβουλεύσεις για τη μετεκλογική συνεργασία.
Αναφέρομαι, όπως εύκολα αντιλαμβάνεστε, στην Ελλάδα και στα δικά μας πολιτικά ήθη που κινούνται στον αντίποδα από αυτό που γίνεται στην Γερμανία και στις περισσότερες πολιτισμένες χώρες της υφηλίου, στις οποίες οι άνθρωποι, τα στελέχη που ανήκουν σε μια παράταξη είναι αντίπαλοι και όχι εχθροί με όσους είναι ενταγμένοι σε ένα άλλο κόμμα. Και γι΄ αυτό μπορεί, ακόμη και όταν διαφωνούν, να συζητούν πολιτισμένα και χωρίς εμφυλιοπολεμικές διαθέσεις.
Μπορεί, αλήθεια, να φανταστεί κάποιος έπειτα από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση στη χώρα μας να βρεθούν στο ίδιο στούντιο και να συζητούν μεταξύ τους για τις μετεκλογικές εξελίξεις ο Αντώνης Σαμαράς, ο Αλέξης Τσίπρας, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Πάνος Καμμένος, ο Φώτης Κουβέλης ο Δημήτρης Κουτσούμπας και δεν ξέρω ποιος άλλος θα είναι τότε επικεφαλής κόμματος στην επόμενη ελληνική Βουλή;
Το ερώτημα είναι, προφανώς, ρητορικό, για να μην πω ότι ηχεί ως ειρωνεία, αν αναλογιστεί κανείς όχι το παρελθόν, αλλά το παρόν, την τρέχουσα επικαιρότητα που παρά το συγκλονισμό από τη δολοφονική φασιστική βία και τη φραστική καταδίκη της από όλο το πολιτικό φάσμα, η εγχώρια πολιτική ελίτ αδυνατεί να καθίσει γύρω από το ίδιο τραπέζι για να ανταλλάξει απόψεις για το τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα, που, όπως από όλους αναγνωρίζεται, είναι η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής.
Είναι πιθανό και θεμιτό ότι σε μια τέτοια σύσκεψη δεν θα συμφωνήσουν όλοι σε όλα. Και ίσως να διαφωνήσουν στα αίτια που τροφοδότησαν το φαινόμενο, ενδεχομένως και στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Αφ΄ εαυτού του, όμως, το γεγονός ότι θα βρεθούν δίπλα δίπλα, θα αποτελέσει έναν υψηλό συμβολισμό ενότητας και θα στείλει ένα ηχηρό μήνυμα τόσο σε όσους τείνουν ευήκοα ώτα στους θιασώτες του Χίτλερ όσο και στους μηχανισμούς του κράτους που ανέχονται τις έκνομες ενέργειες τους.
Δυστυχώς, όμως, τέτοια βούληση δεν διαφαίνεται και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο οι ηγεσίες των κομμάτων αδυνατούν να συνεννοηθούν στα πλέον στοιχειώδη, αγόμενες από τις διχαστικές νοοτροπίες του παρελθόντος και χωρίς διάθεση να διδαχθούν από τα λάθη τους ή από το παράδειγμα της συμπεριφοράς που ακολουθούν οι ηγεσίες άλλων χωρών, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές τους προτιμήσεις.
Με αυτά και με αυτά, μόνο τυχαίο δεν μπορεί να είναι ότι η Γερμανία, η οποία βίωσε μεγαλύτερους και εντονότερους διχασμούς (ήττες στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και εδαφικό διαμελισμό που διήρκεσε μέχρι πρότινος), καταφέρνει να ηγείται της Ευρώπης την ώρα που εμείς παραμένουμε ουραγοί, κολλημένοι στην προ πολλών δεκαετιών εμφύλια διαμάχη…

(Δημοσιεύθηκε στο www.ptortothema.gr στις 24.9.2013)

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Οι "Πηγάδες" του μίσους και οι συντηρητικοί ψηφοφόροι

Ένα φιλοκυβερνητικό ιστολόγιο  μετά τα έκτροπα της περασμένης Κυριακής στη διάρκεια των εκδηλώσεων στην Πηγάδα του Μελιγαλά, φιλοξένησε ένα κείμενο με το οποίο απευθυνόταν στους συντηρητικούς ψηφοφόρους για να τους επισημάνει ότι η επίθεση από τους νταήδες της Χρυσής Αυγής κατά του νεοδημοκράτη δημάρχου της περιοχής και οι προπηλακισμοί των συγγενών των θυμάτων, αποτελούσε μια ακόμη τρανή απόδειξη ότι το νεοναζιστικό μόρφωμα δεν κάνει διακρίσεις στα θύματά του.
Τις επόμενες ώρες κάτω από τη συγκεκριμένη ανάρτηση υπήρξε ένας ορυμαγδός δημοσιευμένων σχολίων, τα περισσότερα από τα οποία ξεχείλιζαν από μια χολερική χυδαιότητα, έναν πρωτόγονο αντικομμουνισμό, μια ισοπεδωτική παραχάραξη ιστορικών γεγονότων με ακραίες συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις και απαξιωτικά εικονοκλαστικές αναφορές σε εμβληματικές προσωπικότητες της Δεξιάς παράταξης.
Ήταν ένα απροκάλυπτο αντιδημοκρατικό και ρατσιστικό κρεσέντο, που προσωπικά με ανατρίχιασε αν και δεν μπορώ να πω ότι με εξέπληξε, καθώς όμοιο του -και πολλές φορές ακόμη χειρότερο- συναντά κανείς κάθε φορά που δημοσιεύεται στο διαδίκτυο ένα κείμενο που με οποιονδήποτε τρόπο επικρίνει τη δράση των χρυσαυγιτών.
Είναι παρατηρημένο ότι  ο παραμικρός αρνητικός σχολιασμός για τους νεοναζί ακολουθείται από έναν θορυβώδη χορό φαντασμάτων του παρελθόντος που, καλυμμένοι πίσω από την ανωνυμία του μέσου, αντιδρούν με καταιγισμό σχολίων, μέσω των οποίων προωθούν την ιδεολογία του μίσους από την οποία εμφορούνται, στρέφονται κατά των θεσμών και δεν διστάζουν να επαινούν τις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας: τη δικτατορία του Μεταξά, τις ακρότητες του Εμφυλίου, τη χούντα των συνταγματαρχών.
Δεν ξέρω και πάντως δεν  μπορώ να αποδείξω αν όλος αυτός  ο μισαλλόδοξος «διαδικτυακός ακτιβισμός» των χρυσαυγιτών είναι προϊόν της λειτουργίας ενός κέντρου που ενεργοποιείται και δρα υπό συντονισμένη καθοδήγηση, παρότι με υποψιάζει η ομοιομορφία των «επιχειρημάτων» που περιστρέφεται γύρω από ένα κατασκευασμένο, κατά τη δική μου προαίρεση, «αξίωμα», σύμφωνα με το οποίο «όποιος πολεμάει τη Χρυσή Αυγή, τις προσφέρει υπηρεσίες, καθώς την ενισχύει, “ηρωοποιώντας” τα στελέχη της».
Έχω την αίσθηση ότι το ψευδές αυτό «αξίωμα» έχει επηρεάσει την κυβέρνηση, στελέχη της οποίας έχουν υιοθετήσει τον ισχυρισμό ότι πέρυσι το καλοκαίρι και ανάμεσα στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις η Χρυσή Αυγή εκτοξεύθηκε δημοσκοπικά όταν ο Ηλίας Κασιδιάρης χαστούκισε τη Λιάνα Κανέλλη στο τηλεοπτικό στούντιο. Με αποτέλεσμα να έχει χαραχθεί μια απολύτως λάθος τακτική «ήπιας αντιμετώπισης» της Χρυσής Αυγής για να μην ενοχλούνται, όπως πιστεύουν, συντηρητικοί ψηφοφόροι, οι οποίοι τείνουν ευήκοον ους προς τους χρυσαυγίτες που «γίνονται συμπαθείς όταν όλοι είναι εναντίον τους».
Όσοι, όμως, επιστρατεύουν το πιο πάνω επιχείρημα παραγνωρίζουν δύο σημαντικές παραμέτρους: Πρώτον, η Χρυσή Αυγή είχε δείξει τη δημοσκοπική δυναμική πολύ πριν από το επίμαχο χαστούκι και απέκτησε σημαντική παρουσία παρά την σχεδόν απόλυτη αγνόηση της από τα συμβατικά μέσα ενημέρωσης. Και δεύτερον –και μάλλον σημαντικότερο-, η μετεκλογική συνέχεια με την ανοχή που επιδεικνύεται απέναντι στις επανειλημμένες προκλήσεις των στελεχών της –από την ένοπλες απειλές κατά του δημάρχου Αθηναίων έως τις εκπυρσοκροτήσεις όπλων βουλευτών και τις απειλές κατά αξιωματικών της ΕΛΑΣ- όχι μόνον δεν οδήγησαν σε ανάσχεση του φαινομένου της δημοκοπικής ανόδου της Χρυσής Αυγής, αλλά συνέβη μάλλον το ακριβώς αντίθετο.
Ας μην υπάρχουν αυταπάτες. Η  Χρυσή Αυγή, το ομολογεί άλλωστε  η ίδια, αν και μερικές φορές προσπαθεί να συγκαλύψει το ναζιστικό της χαρακτήρα, δεν είναι ένα ακόμη κόμμα που κινείται στον ακροδεξιό χώρο και λειτουργεί ως δεξαμενή δυσαρεστημένων ψηφοφόρων, όπως ήταν στο παρελθόν η Εθνική Παράταξη των Σπύρου Θεοτόκη και Στέφανου Στεφανόπουλου ή ο ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη. Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Είναι μια «Πηγάδα» μίσους εναντίον ο,τιδήποτε αντιστρατεύεται τα συμφέροντα του ηγετικού της πυρήνα, ο οποίος είναι αρκετά βολεμένος και απολαμβάνει όλα τα προνόμια που του εξασφαλίζει το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα για να το υπονομεύει, μοιράζοντας μικρά χαρτζιλίκια σε κακόμοιρούς ψευτονταήδες που δεν διστάζουν να γίνουν και φονιάδες.
Απεδείχθη, νομίζω, στην πράξη και πολύ πριν από την τελευταία αποτρόπαιη δολοφονία του Κερατσινίου ότι το «κανάκεμα», οι ανοιχτές δίαυλοι που υποστηρίζουν ορισμένοι ότι πρέπει να τηρηθούν αν όχι με την ίδια τη Χρυσή Αυγή, πάντως, με τους παραδοσιακούς δεξιούς ψηφοφόρους που έχουν κατευθυνθεί προς αυτήν, δεν αποδίδει. Και το πιθανότερο είναι ότι μάλλον οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς η επιλογή του συγκεκριμένου ναζιστικού μορφώματος τείνει να θεωρείται ως μια «κανονική» επιλογή ψήφου διαμαρτυρίας από πολίτες με συντηρητικά ανακλαστικά, οι οποίοι μόλις φτιάξουν τα πράγματα μπορεί να «επαναπατριστούν» στη Νέα Δημοκρατία.
Ειλικρινά, δεν μπορώ να φανταστώ πως ελπίζεται ότι μπορεί να επιστρέψει στη ΝΔ ένας συντηρητικός ψηφοφόρος που… γοητεύθηκε από φορείς απόψεων ότι «ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ένας αστράτευτος που πρόδωσε την Κύπρο και νομιμοποίησε τον Καπετάν Γιώτη που έσφαζε με κονσερβοκούτια». Η απελπισία που πολλοί συμπολίτες μας νοιώθουν από την κρίση, δεν μπορεί να είναι το άλλοθι για να αφήνονται βορά σε μια εγκληματική συμμορία, η οποία θέλει να ισοπεδώσει όλες τις ανθρώπινες αξίες και πραγματικό στόχο έχει να μετατρέψει τη χώρα σε έναν απέραντο στρατώνα, στον οποίο οι Μιχαλοιάκοι, οι Κασιδιάρηδες και οι Παναγιώταροι θα δίνουν συνθήματα εξολόθρευσης οποιουδήποτε δεν στοιχίζεται στις γραμμές με τις μαύρες μπλούζες.

Γι΄ αυτό και πιστεύω  ότι η κυβέρνηση και η Νέα  Δημοκρατία έχουν χρέος να πάρουν άμεσα όλα εκείνα τα μέτρα που μπορεί να τερματίσουν τον ναζιστικό παροξυσμό που εκτυλίσσεται γύρω μας και τείνει να λάβει ακόμη εκρηκτικότερες διαστάσεις όσο δεν βρίσκει απέναντι του ένα αρραγές ιδεολογικό, θεσμικό, αλλά και ποινικό μέτωπο. Ένα μέτωπο ικανό να αποδείξει ότι υπάρχουν πολύ χειρότερα από τη σημερινή δυσβάσταχτη κρίση, η οποία κάποια στιγμή θα περάσει. Και είναι σίγουρο ότι θα περάσει γρηγορότερα αν απομονωθεί ο πολύπτυχος και εγκληματικός σκοταδισμός που εκφράζει ο ηγετικός πυρήνας της Χρυσής Αυγής.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 20.9.2013)

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Ελπίδες από τους… αφρούς του Φίλιπ Ρέσλερ



Οι… αφροί που έβγαιναν από το στόμα του αντιπροέδρου της γερμανικής κυβέρνησης Φίλιπ Ρέσλερ για το ατυχές αποτέλεσμα που είχε το κόμμα του, οι συγκυβερνώντες με την Άνγκελα Μέρκελ «Ελεύθεροι Δημοκράτες», στη χθεσινή εκλογική αναμέτρηση στη Βαυαρία, το μεγαλύτερο και πλουσιότερο ομόσπονδο κρατίδιο της Γερμανίας, είναι μια από τις πιο ελπιδοφόρες ειδήσεις του τελευταίου διαστήματος για τη χώρα μας και συνολικά την Ευρώπη.
Αν, μάλιστα, οι Γερμανοί ψηφοφόροι που την ερχόμενη Κυριακή θα πάνε στις κάλπες για να εκλέξουν το Ομοσπονδιακό τους Κοινοβούλιο και, ουσιαστικά, για να αποφασίσουν τον κυβερνητικό συνασπισμό που θα αναλάβει τα ηνία της χώρας τους, αλλά –κακά τα ψέματα- και όλης της Ευρώπης, ακολουθήσουν το προμήνυμα των Βαυαρών, τότε πολλά μπορεί να αλλάξουν όχι μόνο στο Βερολίνο αλλά και σε ολόκληρη την ήπειρό μας.
Οι «Ελεύθεροι Δημοκράτες» (FDP) του κ. Ρέσλερ, οι οποίοι με το μόλις 3% που συγκέντρωσαν χθες, μένοντας έξω από το βαυαρικό κοινοβούλιο και στις τελευταίες δημοσκοπήσεις βρίσκονται στο όριο για να εξασφαλίσουν το 5% που θα τους επιτρέψει να εκπροσωπηθούν στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, μόνο κατ΄ όνομα θυμίζουν το «κόμμα του μέτρου» που ήταν το FDP την εποχή που είχε στην ηγεσία του τον Χανς Ντίτριχ Γκένσερ, ο οποίος συγκυβέρνησε τόσο με τους Σοσιαλδημοκράτες του Χέλμουτ Σμιτ όσο και με τους Χριστιανοδημοκράτες του Χέλμουτ Κολ, διατηρώντας επί μια εικοσαετία το πόστο του αντικαγκελάριου και υπουργού Εξωτερικών.
Οι επίγονοι του κ. Γκένσερ έχουν υιοθετήσει ακραίες νεοφιλελεύθερες θέσεις και τα στελέχη του FDP που συμμετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό υπό την κ. Μέρκελ πρωταγωνίστησαν στις επιθέσεις κατά της Ελλάδας, ενώ ήταν από τους πλέον ένθερμους θιασώτες της υπερβολικής λιτότητας που μας επιβλήθηκε οδηγώντας στην καταστροφική ύφεση που βιώνουμε για έκτη συνεχή χρονιά και, ταυτόχρονα, από τους πλέον αυστηρούς αρνητές οποιασδήποτε προοπτικής να βοηθηθεί η Ελλάδα μέσα από ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα που θα φρέναρε την ανεργία και θα περιόριζε τις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης.
Δεν είναι τυχαίες, εξάλλου, οι… αφρώδεις προειδοποιήσεις που απηύθυνε χθες βράδυ ο κ. Ρέσλερ προς τους συμπατριώτες του, μετά την παταγώδη αποτυχία στη Βαυαρία, για το ενδεχόμενο από τις παγγερμανικές κάλπες της ερχόμενης Κυριακής να ανοίξει ο δρόμος για έναν μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό, στον οποίο οι Χριστιανοδημοκράτες της κ. Μέρκελ θα υποχρεωθεί να συγκατοικήσει με τους Σοσιαλδημοκράτες του Πέερ Στάινμπρουκ.
Ως γνήσιος νεοφιλελεύθερος, ο νυν αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας εμφανίζει τον «Grosse Koalition» (μεγάλο συνασπισμό) ως τη μέγιστη «απειλή» για τους Γερμανούς επειδή πιθανολογεί, μάλλον βάσιμα, ότι η εξαφάνιση του κόμματός του και η παρουσία των Σοσιαλδημοκρατών στην κυβέρνηση του Βερολίνου θα αλλοιώσει την οικονομική πολιτική της μονόπλευρης λιτότητας που επιβάλει η γερμανική κυβέρνηση τόσο στο εσωτερικό της όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ωστόσο, αυτό που κατά τον κ. Ρέσλερ συνιστά «απειλή», αποτελεί την πλέον ευοίωνη προοπτική για την Ελλάδα και τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό Νότο, καθώς ο υποψήφιος καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών και πιθανότερος κυβερνητικός εταίρος των Χριστιανοδημοκρατών, εφόσον υποχωρήσει η δύναμη του FDP, έχει αναγνωρίσει -και ως ένα βαθμό έχει δεσμευθεί- ότι για να επέλθει η οικονομική ανάκαμψη στην Ευρώπη, δεν αρκούν οι μεταρρυθμίσεις. Αλλά απαιτείται να συμπληρωθεί η πολιτική αυτή με τη συνομολόγηση ενός «Σχεδίου Μάρσαλ», το οποίο, μέσω ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, θα τονώσει την ανάπτυξη και την απασχόληση, όπως έγινε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη γενναιόδωρη βοήθεια που έλαβαν τότε οι ηττημένοι Γερμανοί.
Χωρίς να τρέφουμε αυταπάτες ότι το σύνολο των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα μας μπορεί να επιλυθούν αυτομάτως και μόνον με την έξωθεν βοήθεια, είναι βέβαιο ότι η ετυμηγορία των Γερμανών ψηφοφόρων δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους, καθώς μας αφορά και θα κρίνει πολλά. Και κυρίως θα καθορίσει την προοπτική να απαλλαγούμε μια ώρα αρχύτερα από τον σφικτό μνημονιακό κορσέ που, εν είδει «ζουρλομανδύα», μας φόρεσε το «τρίο» των Μέρκελ – Σόιμπλε και Ρέσλερ.
Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να παραβλέψει κανείς ότι οι επαφές που θα έχει αυτή την εβδομάδα στις Βρυξέλλες ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, προετοιμάζοντας το έδαφος για τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν το επόμενο διάστημα σχετικά με την κατεύθυνση που θα πάρει το οικονομικό πρόγραμμα, θα κριθούν, είτε το θέλουμε είτε όχι, από το αποτέλεσμα που θα βγάλουν οι γερμανικές κάλπες. Και, αν θέλετε, το ίδιο ακριβώς ισχύει και για όσα εξήγγειλε χθες από τη ΔΕΘ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας.
Ας ελπίσουμε, λοιπόν, το βράδυ της Κυριακής να ξαναδούμε… αφρισμένο τον κ. Ρέσλερ. Σίγουρα θα είναι μια καλή είδηση για την Ελλάδα, μια καλή είδηση για την Ευρώπη…

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 16.9.2013)

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Οι «προφήτες της καταστροφής», το «δόγμα Στάινμπρουκ» και το… 2021



«Εκνευρίζονται οι γνωστοί προφήτες της καταστροφής, χάνουν την ψυχραιμία τους, επειδή, ναι, είμαι αισιόδοξος», είπε ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς στην τελευταία ομιλία του στη ΔΕΘ για να προσθέσει: «Αλλά τι νομίζουν; Εγώ δεν βλέπω την ανεργία; Δεν νιώθω τον πόνο; Δεν ξέρω ότι ο κόσμος ζορίζεται και υποφέρει;».
Νωρίτερα είχε αναφερθεί σε «δεκάδες μεγάλες ξένες επιχειρήσεις που έχουν εκφράσει επενδυτικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα τους τελευταίους μήνες», εξηγώντας ότι δέχθηκε ο ίδιος στο Μαξίμου όλους όσοι από τους εκπροσώπους ή τις διοικήσεις τους ζήτησαν να τον δουν. Απαρίθμησε τις περισσότερες από αυτές, ενώ αναφέρθηκε και σε «εξαγορές και επενδύσεις από ξένους ομίλους σε ελληνικές επιχειρήσεις τεχνολογίας που πλησιάζουν τα 700 εκατομμύρια μόνο φέτος».
Αθροίζοντας, ωστόσο, κανείς όλες τις νέες θέσεις εργασίας που εξαγγέλθηκαν μετά τις αρκετές, όντως, συναντήσεις που έχει κάνει ο κ. Σαμαράς με εκπροσώπους ξένων ομίλων και συνυπολογίζοντας ακόμη και τις 10.000 θέσεις που λέει ο ίδιος ότι μπορεί να δημιουργηθούν σε βάθος χρόνου από τη διέλευση του αγωγού φυσικού αερίου TAP, μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο συνολικός αριθμός όσων αμέσως ή εμμέσως θα βρουν απασχόληση τα επόμενα ένα με δύο χρόνια θα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μερικές δεκάδες χιλιάδες.
Αν ληφθεί, όμως, υπόψη ότι η μακρά λίστα με τους ανέργους συμπολίτες μας οδεύει ακάθεκτη προς το 1,4 εκατομμύριο, εκ των οποίων το ένα εκατομμύριο έχει προστεθεί την τελευταία σκληρή μνημονιακή τριετία, εύκολα τίθεται το ερώτημα από πού αντλεί την αισιοδοξία του ο πρωθυπουργός, ο οποίος στην ίδια ομιλία του υποστήριξε ότι «αυτή τη στιγμή, οι πιο συντηρητικοί υπολογισμοί θεωρούν ότι η Ελλάδα θα επιστρέψει στα επίπεδα ευημερίας που ήταν πριν την κρίση γύρω στο 2020».
Για να καταφέρουμε ως το 2020 «να ξεπεράσουμε κάθε προηγούμενο ευημερίας», όπως υποστήριξε ο κ. Σαμαράς ότι «μπορούμε», θα πρέπει καθένα από τα επόμενα επτά χρόνια να δημιουργούνται 140.000 νέες θέσεις εργασίας.
Κάτι τέτοιο, όμως, μόνον ως αδιανόητο μπορεί να θεωρηθεί με δεδομένη την ανάγκη να ακολουθείται ως τότε ιδιαιτέρως σφικτή δημοσιονομική διαχείριση, που σημαίνει πολύ περιορισμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, αφού μόνον έτσι μπορεί να υπάρχουν πλεονάσματα που να καλύπτουν τις τοκοχρεωλυτικές υποχρεώσεις, όσο περιορισμένες και αν είναι αυτές, εξαιτίας ενός πολύ πιθανού έμμεσου «κουρέματος» του χρέους που θα προκύψει από την χρονική μετακύλισή του.
Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να είναι κανείς «προφήτης της καταστροφής» για να αντιληφθεί ότι χωρίς ένα μεγάλο σοκ που μπορεί να δημιουργηθεί από μια γενναία χρηματοδότηση επενδυτικών πρωτοβουλιών στην Ελλάδα αλλά και ευρύτερα στον ευρωπαϊκό Νότο, η παγίδα λιτότητας, στην οποία έχουμε εγκλωβιστεί, θα μας ακολουθεί για πολλά – πολλά χρόνια και πάντως πολύ μετά το 2020.
Σίγουρα δεν είναι λύση τα εύκολα δανεικά που μπορεί να ονειρεύονται κάποιοι ότι μπορεί να μας ξαναδοθούν με σκοπό να μοιραστούν, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, σε πελατειακά επιδόματα, χαριστικές παροχές και –γιατί όχι;- μίζες «κολλητών». Από εκεί, όμως, μέχρι του να πιστεύει κανείς ότι η Ελλάδα μπορεί, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση, να αναπληρώσει σε αντίστοιχο χρόνο τα χαμένο έδαφος της τελευταίας υφεσιακής εξαετίας, πρέπει να είναι πολύ αιθεροβάμων. 
Νομίζω ότι, καλύτερα παντός άλλου, τη λύση που μπορεί να οδηγήσει στην πραγματική διέξοδο προς την ανάκαμψη την περιέγραψε πρόσφατα ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος καγκελάριος Πέερ Στάινμπρουκ, ο οποίος, στην τηλεοπτική αναμέτρησή του με την αντίπαλό του Άνγκελα Μέρκελ, αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα ενός «Σχεδίου Μάρσαλ» με αποδέκτες την Ελλάδα και τις άλλες χώρες του Νότου που θα χρηματοδοτηθεί από ευρωπαϊκούς πόρους.
Αυτό το, ας μας επιτραπεί ο όρος, «δόγμα Στάινμπρουκ» είναι η μόνη ικανή και αναγκαία συνθήκη που μπορεί να ανατρέψει την κατάσταση που τείνει να παγιωθεί στον ευρωπαϊκό Νότο και που αργά ή γρήγορα δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη και την ίδια τη Γερμανία παρά το γεγονός ότι η δική μας κρίση τής εξασφαλίζει μειωμένο κόστος δανεισμού.
Ας ελπίσουμε, λοιπόν, ότι την μεθεπόμενη Κυριακή, οι Γερμανοί ψηφοφόροι θα μας κάνουν τη… χάρη και θα «κοντύνουν» τον σημερινό κυβερνητικό συνασπισμό του Βερολίνου, υποχρεώνοντας τη συντηρητική καγκελάριο να μοιραστεί την εξουσία με τον σοσιαλδημοκράτη ανθυποψήφιό της. Αλλιώς, πολύ δύσκολα βλέπω να εκπληρώνεται η πρωθυπουργική… προφητεία ότι «το 2021 (μπορεί) να γιορτάσουμε όχι απλώς τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και την αναγέννηση της χώρας μας».

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 9.9.2013)

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Ζαβολιές και χρίσματα για τους «βλαχοδημάρχους»




            Όταν παίζαμε μπάλα στις αλάνες τα πιο ζαβολιάρικα παιδιά σκαρφίζονταν κάθε δυνατό τρόπο για να κερδίσουν στο παιχνίδι. Φρόντιζαν να παίρνουν πάντα την ανηφορική μεριά του γηπέδου, μετακινούσαν τα σημάδια, συνήθως πέτρες, που οριοθετούσαν τις αυτοσχέδιες εστίες, επέμεναν ότι ήταν άουτ τα σουτ της αντίπαλης ομάδας. Η έλλειψη σταθερού πλαισίου –εστιών, εν προκειμένω- διευκόλυνε τις ζαβολιές τους, αν και αυτές δεν αρκούσαν για να τους οδηγήσουν πάντα στη νίκη.
            Θυμήθηκα όλα τούτα με αφορμή τις νέες διαρροές για κυβερνητικούς σχεδιασμούς περί αλλαγής του εκλογικού συστήματος με το οποίο αναδεικνύονται οι δήμαρχοι. Στόχος, λέει, είναι με την καθιέρωση χωριστών ψηφοδελτίων για τους υποψήφιους δημάρχους και για τα μέλη των δημοτικών συμβουλίων, που θα είναι σε ενιαίες αλφαβητικές λίστες, να «αποκομματικοποιηθεί» η εκλογή των τοπικών αρχόντων.
Στις τελευταίες, τουλάχιστον, διαρροές, δεν διευκρινίζεται –δείγμα, προφανώς, της προχειρότητας του όποιου σχεδιασμού- αν υπάρχουν σκέψεις για ταυτόχρονη αλλαγή και στον τρόπο εκλογής των επικεφαλής των Περιφερειών, παρόλο που εκεί λόγω και του μεγέθους του εκλογικού σώματος στο οποίο απευθύνονται οι υποψήφιοι, η αναμέτρηση, έχει, αναμφισβήτητα, περισσότερο πολιτικό – «κομματικό» χαρακτήρα.
Κακά τα ψέματα, τα κίνητρα των εμπνευστών της επιχειρούμενης αλλαγής στον «Καλλικράτη» πριν καν κλείσει τον πρώτο κύκλο του ο σημαντικός αυτός θεσμός, ο οποίος συνιστά τη σημαντικότερη μεταρρυθμιστική προσπάθεια των τελευταίων χρόνων που έγινε χωρίς «έξωθεν» επιβολή, είναι πολύ «ταπεινά». Και στην πραγματικότητα υποκρύπτουν φοβικές σκοπιμότητες για το αποτέλεσμα της διπλής κάλπης του Μαΐου.


Εφόσον, μάλιστα, τελικώς προωθηθούν τα όσα διαρρέονται, το πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι ότι θα μετατραπούν σε «μπούμερανγκ» για τους εμπνευστές τους. Κυρίως, όμως, θα αποτελέσουν τορπίλη στα θεμέλια του ίδιου του αυτοδιοικητικού θεσμού, ο οποίος θα παραμείνει «κομματικοποιημένος». Και επιπλέον μπορεί να οδηγήσει φαινόμενα παράλυσης και έντασης της διαπλοκής αν οι δήμαρχοι –ή και οι περιφερειάρχες- δεν έχουν την πλειοψηφία στα συμβούλια των οποίων θα ηγούνται.
Αν όντως οι κυβερνώντες ενδιαφέρονται για την ουσιαστική αποκομματικοποίηση της αυτοδιοίκησης, υπάρχει πολύ πιο απλή και αποτελεσματική λύση. Μπορούν να αποφασίσουν να μην δώσουν κανένα απολύτως χρίσμα, αφήνοντας να εκδηλωθούν υποψηφιότητες και να συγκροτηθούν ψηφοδέλτια από πρόσωπα με διάθεση για προσφορά που θα κριθούν από τους συμπολίτες τους.
Με δεδομένο, άλλωστε, ότι οι δυνατότητες για την άσκηση των (κλασσικών) πελατειακών σχέσεων (διορισμοί και τα τοιαύτα) έχουν πλέον περιοριστεί σημαντικά, οι ψηφοφόροι δύσκολα –και πάντως δυσκολότερα από το παρελθόν- θα παραπλανηθούν από υποσχέσεις για βολέματα και ρουσφέτια που μπορεί να δοθούν από υποψηφίους με προδιαγραφές… «βλαχοδήμαρχου» (κατά τον μάλλον ατυχή χαρακτηρισμό που χρησιμοποίησε πρόσφατα ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ).
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι ορισμένοι εν ενεργεία δήμαρχοι που έχουν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους και κυρίως έργο να επιδείξουν, όχι μόνον δεν επιζητούν κομματικά χρίσματα, αλλά δηλώνουν έτοιμοι να τα απαρνηθούν ακόμη και αν οι πολιτικοί χώροι από τους οποίους προέρχονται θελήσουν να τους τα προσφέρουν.
Ακόμη και αν τα κόμματα της αντιπολίτευσης δώσουν χρίσματα, ο κυβερνητικός συνασπισμός έχει συμφέρον να αποφύγει έναν τέτοιο «πειρασμό» και να καλέσει τους πολίτες να επιλέξουν τους υποψήφιους που θεωρούν αξιότερους για να ασχοληθούν με τα τοπικά τους προβλήματα.
Το γεγονός, μάλιστα, ότι οι τοπικές εκλογές συμπίπτουν με τις ευρωεκλογές διευκολύνει αυτή την κατεύθυνση, καθώς ο ψηφοφόρος που θέλει να εκφράσει πολιτική αποδοκιμασία ή και επιδοκιμασία έχει διέξοδο στη διπλανή κάλπη, στην οποία ούτως ή άλλως θα κριθούν οι κομματικές δυνάμεις όλων των πολιτικών παρατάξεων.
Σε κάθε περίπτωση, όλοι σε τούτον τον τόπο –δεξιοί, αριστεροί και κεντρώοι- νομίζω ότι συμφωνούμε ότι μια από τις σημαντικότερες γενεσιουργούς αιτίες της σημερινής κρίσης είναι η πολυποίκιλη απουσία σεβασμού στους κανόνες λειτουργίας των θεσμών που προσαρμόζονταν ή καταπατούνταν ανάλογα με τις βουλήσεις αυτών που κάθε φορά είχαν την εξουσία.
Γι΄  αυτό και τυχόν απόπειρα αλλαγών της τελευταίας στιγμής στους κανόνες του παιχνιδιού, με μικροκομματικού χαρακτήρα στοχεύσεις για το ποιοι δήμοι ή περιφέρειες θα ελέγχονται από στελέχη του ενός ή του άλλου κόμματος, θα αποτελέσει πισωγύρισμα στο παρελθόν. (Πολύ χειρότερο, φυσικά, και αρκούντως πιο επικίνδυνο από τις… ζαβολιές στις ποδοσφαιρικές αλάνες του παραλληλισμού με τον οποίο ξεκίνησε τούτο το κείμενο…).      

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 6.9.2013)