Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Η ανασφάλεια του Ασφαλιστικού

«Θα προλάβω;». Το αγωνιώδες αυτό ερώτημα που ταλανίζει αυτές τις μέρες πολλούς ασφαλισμένους που βρίσκονται κοντά στην ηλικία των πενήντα ετών και μπορούν, αλλά δεν θέλουν, να βγουν σε πρόωρη σύνταξη, δείχνει νομίζω το μέτρο της ανασφάλειας που προκαλεί στους πολίτες η παντελής έλλειψη κυβερνητικού μπούσουλα, ιδιαίτερα στον πολύπαθο δημόσιο τομέα.
Τα τρομοκρατικά σενάρια που, μέσω «διαρροών» από κυβερνητικές πηγές, είδαν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες εβδομάδες από όλα τα μέσα ενημέρωσης και ήθελαν να αυξάνονται, έως και κατά 15 χρόνια, τα όρια ηλικίας για όσους έχουν κατοχυρώσει δικαίωμα πρόωρης σύνταξης, πανικόβαλαν πολύ κόσμο.   
Χιλιάδες υποψήφιοι συνταξιούχοι, κυρίως γυναίκες με ανήλικα παιδιά, αμφιταλαντεύονται αν πρέπει να αφήσουν τη δουλειά τους σε μια παραγωγική περίοδο της ζωής τους και να προτιμήσουν τη συνταξιοδότηση, επιβαρύνοντας το ήδη προβληματικό Ασφαλιστικό σύστημα της χώρας που παράγει διαρκώς ελλείμματα αφού η Ελλάδα μετατρέπεται, μέρα με τη μέρα, σε χώρα συνταξιούχων και ανέργων.
Η εναλλακτική επιλογή που θεωρητικά έχουν όσοι δεν βιαστούν να φύγουν με τη γλίσχρα πρόωρη σύνταξη είναι να μείνουν και να συνεχίσουν την εργασία τους μέχρι να συμπληρώσουν τα νέα όρια ηλικίας. Με τη διαφορά, όμως, ότι μένοντας κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι με την διαθεσιμότητα, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην απόλυσή τους και να τους αφήσει χωρίς κανένα απολύτως εισόδημα.
Η κυβέρνηση και η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, αφού άφησαν επί μέρες να κυκλοφορούν διάφορες φήμες για επικείμενες δυσμενείς αλλαγές που θα επέφερε το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, επέλεξε την παραμονή της κατάθεσής του στη Βουλή, να βγει ο υπουργός Γιάννης Βρούτσης σε ένα τηλεοπτικό πρωινάδικο για να διαβεβαιώσει ότι δεν προτίθεται να αυξήσει τα όρια ηλικίας.
Η στάση του συγκεκριμένου υπουργού, όπως και αρκετών άλλων συναδέλφων του στο κυβερνητικό σχήμα, είναι, το ηπιότερο που μπορεί κανείς, ακατανόητη. Για ποιον λόγο, αλήθεια, χρειάστηκε να αναστατωθούν τόσοι άνθρωποι για να λάβει, επιτέλους, θέση σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα; Και έπρεπε αυτό να γίνει με την εμφάνισή του σε μια τηλεοπτική εκπομπή και όχι με την επίσημη ανακοίνωση των προθέσεων του από ένα άλλο πιο επίσημο βήμα;
Η ζημιά, στο μεταξύ, έχει γίνει. Άνθρωποι που ήθελαν να συνεχίσουν να εργάζονται έσπευσαν να υποβάλλουν αιτήσεις για πρόωρη συνταξιοδότηση τόσο επειδή καθυστέρησαν οι διαψεύσεις όσο και επειδή από αρκετούς δεν γίνονται πιστευτές οι διαβεβαιώσεις του κ. Βρούτση, που μπορούν, όπως λένε, να αλλάξουν τον επόμενο μήνα, υπό την πίεση της τρόικας ή την αλλαγή των δεδομένων στο Ασφαλιστικό που αντιμετωπίζει πρόβλημα πόρων εξαιτίας και των πάμπολλων πρόωρων συνταξιοδοτήσεων.
Δεν ξέρω, ειλικρινά, σε ποιον περίκλειστο κόσμο ζουν κυβερνητικά στελέχη, όπως ο υπουργός Εργασίας, ο οποίος, μάλιστα, κατά το παρελθόν υπήρξε και συνδικαλιστής στο χώρο του δημοσίου, αλλά έχω την αίσθηση ότι έχουν χάσει κάθε επαφή με την κοινωνία και πορεύονται σε ένα δικό τους… σύμπαν που μοιάζει ασύμβατο με την καθημερινή πραγματικότητα των κανονικών ανθρώπων.
Μόνον, έτσι, εξηγείται η συμπεριφορά τους και η αδιαφορία τους για την ανασφάλεια που προκαλούν στους πολίτες και κατ΄ επέκταση στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 28.10.2013)

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Η αυτοεκπληρούμενη προφητεία της δραματοποίησης

            Ο ένας μετά τον άλλο διάφοροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, όπως και βουλευτές της συγκυβέρνησης, δραματοποιούν, το τελευταίο διάστημα, τις σχέσεις της χώρας με την τρόικα, σαλπίζοντας πολεμικές ιαχές για επερχόμενη ρήξη και σύγκρουση με τους εταίρους και δανειστές εφόσον οι τελευταίοι επιμείνουν στην επιβολή νέων οικονομικών μέτρων.
            Οι περισσότεροι εμφανίζονται αρνητές των λεγόμενων οριζόντιων μέτρων που θα οδηγούν σε νέες περικοπές μισθών και κύριων συντάξεων, αφήνοντας, όμως, ανοιχτό το ενδεχόμενο να αποδεχθούν μόνον τις αποκαλούμενες διαρθρωτικές –ή και στοχευμένες- παρεμβάσεις, έναν όρο αρκετά… ευρύχωρο που μπορεί, εν τέλει, να περιλάβει τα πάντα.
            Όταν, όμως, καλλιεργείται από την επίσημη κυβερνητική πλευρά κλίμα αντιπαράθεσης, στη δυναμική που, μοιραία, δημιουργείται δεν χάνουν την ευκαιρία να πάρουν ακόμη πιο σκληρές θέσεις τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως και οι βουλευτές της συμπολίτευσης που και στο παρελθόν ήταν αντίθετοι σε κάθε τι που αντιστρατεύεται το γνωστό πειρασμό των «παροχών», από τον οποίο, εξάλλου, δεν έχει απαλλαγεί η ίδια η κυβερνητική ηγεσία που έσπευσε να διανείμει το πρωτογενές πλεόνασμα πριν καν αυτό επιτευχθεί.
            Δεν ξέρω αν είναι η επίδραση που ασκεί στους πολιτικούς μας ταγούς η επικείμενη εθνική επέτειος του «Όχι», αναρωτιέμαι, όμως, μήπως όλα αυτά δεν είναι παρά για εσωτερική κατανάλωση, αφού οι θεωρούμενες ως «κατοχικές δυνάμεις» είναι εδώ επειδή εμείς τις καλέσαμε. Πως αλλιώς, άλλωστε, μπορεί να εκλάβει κανείς τις «διαρροές» για προετοιμασία κυβερνητικής αντίστασης, αλλά και τους «λεονταρισμούς» που ακούστηκαν δημοσίως από υπουργικά χείλη, περί πιθανής πρόωρης προσφυγής στις κάλπες εφόσον οι πιστωτές μας συνεχίσουν τις πιέσεις;
Στην κρίσιμη αυτή περίοδο που η ελληνική οικονομία πασχίζει να ξαναστηθεί στα πόδια της και κατά την οποία διαμορφώνονται λεπτές ισορροπίες στο ευρωπαϊκό επίπεδο και στις σχέσεις μεταξύ των εταίρων και πιστωτών μας, είναι απορίας άξιον ποιος διανοήθηκε να εισηγηθεί την αποστολή ενός τόσο «αυτιστικού» μηνύματος που εντείνει την εικόνα της αστάθειας.
Είναι γνωστό ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεν ευνοούν την προκήρυξη εκλογών και το έδειξαν τον περασμένο Ιούνιο όταν, με αφορμή την κυβερνητική κρίση που προκάλεσε το λουκέτο στην ΕΡΤ, παρενέβησαν και απέτρεψαν τις προετοιμασίες που ορισμένοι θερμοκέφαλοι του κυβερνητικού επιτελείου είχαν ξεκινήσει να κάνουν, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις που μπορεί να είχε μια τέτοια πρωτοβουλία.
Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι τι ευνοούν ή όχι οι εταίροι μας, αλλά τι πραγματικά συμφέρει τη χώρα μας. Και είναι βέβαιο ότι σε αυτή τη φάση, το μόνο που δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χειμαζόμενης πλειονότητας των Ελλήνων πολιτών –που δεν προκρίνουν ως λύση της πρόωρες κάλπες- είναι η αστάθεια που μοιραία επιφέρουν τα εκλογικά σενάρια, ακόμη και όταν οι ίδιοι εκείνοι που τα διακινούν δεν τα πολυπιστεύουν και, μάλλον, δεν τα εννοούν.
Η Ελλάδα, δυστυχώς, δεν είναι ούτε Γερμανία, ούτε Βέλγιο, ούτε Λουξεμβούργο, ούτε καν Ιταλία, δεν ανήκει, δηλαδή, στις χώρες που διαθέτουν την πολυτέλεια να συζητούν επί εβδομάδες και μήνες για τον σχηματισμό κυβέρνησης, χωρίς αυτό να επηρεάζει την καθημερινότητα των πολιτών τους και, πολύ περισσότερο, να οδηγεί στην πλήρη παραλυσία, εφόσον, όπως συμβαίνει εδώ, δεν υπάρξει, έστω και για λίγο, κυβερνητική σταθερότητα.
Βλέποντας το πόσο καθυστερούν αυτονόητες αποφάσεις για τη συλλογή των φόρων ή την πάταξη της γραφειοκρατίας και την αξιολόγηση των δομών του δημοσίου, ενώ υπάρχει κυβέρνηση που έχει πάνω από το κεφάλι της τη δαμόκλειο σπάθη των πιστωτών, μπορεί εύκολα να φανταστεί ο καθένας τι θα συμβεί όταν οδηγηθούμε στις κάλπες με όλες τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου να φορούν τον αντιμνημονιακό μανδύα.   
Υπό αυτή την έννοια μόνον κακές υπηρεσίες προσφέρουν στους εαυτούς τους, αλλά και στη χώρα, όλοι όσοι αφήνουν να εννοηθεί ότι η πίεση των εταίρων μας μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, δραματοποιώντας τις διαπραγματεύσεις που είναι υποχρεωμένοι να κάνουν, ενόψει κρίσιμων αποφάσεων που πρέπει να ληφθούν το επόμενο διάστημα για τον προϋπολογισμό του επόμενου χρόνου και την βιωσιμότητα του χρέους.
Ο κίνδυνος να λειτουργήσει, εν τέλει, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία η δραματοποίηση που γίνεται, μάλλον για επικοινωνιακούς λόγους, είναι μεγάλος. Και οι επιπτώσεις του πρέπει να σταθμιστούν καλύτερα από όσους αναλαμβάνουν τέτοια ρίσκα.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 22.10.2013)

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

Το μνημόνιο στη χώρα του «χύμα στο κύμα»


«Ξένισε» πολλούς ο ισχυρισμός που διατύπωσε, προ ημερών, από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας ότι «το μνημόνιο που έχουμε, παρ’ όλες τις αδυναμίες του, είναι ίσως το μοναδικό κείμενο πολιτικής που έθεσε συγκεκριμένους στόχους, δεσμευτικούς για το σύνολο του ελληνικού κράτους, είτε μας αρέσει είτε όχι».
Η άποψη του κ. Στουρνάρα είναι όντως μια πολιτικά επιλήψιμη θέση, κυρίως επειδή εκφράζεται από τον κατ΄  εξοχήν υπεύθυνο για την ασκούμενη οικονομική πολιτική τον τελευταίο ενάμισι χρόνο, κατά τον οποίο η χώρα μπορεί να πέτυχε αυτό που η κυβέρνηση θέλει να αποκαλεί δημοσιονομικό «άθλο», το περίφημο πρωτογενές πλεόνασμα, πλην όμως, αυτός ο «άθλος» συνοδεύτηκε από έναν τεράστιο κοινωνικό πόνο που αποτυπώνεται στην περαιτέρω συρρίκνωση του εθνικού προϊόντος και στην ακόμη μεγαλύτερη εκτίναξη της ανεργίας που σημειώθηκε επί της υπουργίας του.
Πέραν, όμως, του αν δικαιούται ή όχι ο συγκεκριμένος υπουργός να την εκφράζει, ποιος, ειλικρινά, μπορεί να αρνηθεί ότι ο ισχυρισμός του κ. Στουρνάρα, έστω και αν τον εκλάβουμε και ως αυτοκριτική, περιλαμβάνει μια μεγάλη –«μαύρη»- αλήθεια που είναι η παντελής έλλειψη ενός έστω στοιχειώδους στρατηγικού σχεδίου για την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, ικανού να απαλύνει τις δυσμενείς μνημονιακές συνέπειες; 
Το μνημόνιο, καλώς ή κακώς, μας επέβαλε μια σειρά στόχους και δεσμεύσεις -δημοσιονομικής, κυρίως, κατεύθυνσης- που, με πολλά λάθη και περισσότερες αστοχίες, έβαλαν την ελληνική οικονομία στις ράγες που νόμιζαν οι πιστωτές μας ότι οδηγούσαν αποτελεσματικότερα στο στόχο της δημοσιονομικής εξυγίανσης και, ουσιαστικά, στην εξασφάλιση των συμφερόντων τους, με την επιστροφή του συνόλου ή έστω ενός μέρους των δανεικών που μας έδιναν στο παρελθόν και εκείνων που συνέχισαν και συνεχίζουν να μας δίνουν.
Σε όλα αυτά, εμείς, αλήθεια, τι ακριβώς αντιτάξαμε; Με ποιο σχέδιο και με ποιους στόχους καθήσαμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από την άνοιξη του 2010 που μας φορέθηκε ο ζουρλομανδύας του μνημονίου; Ποια δέσμη ουσιαστικών εναλλακτικών προτάσεων προβάλαμε στις ασφυκτικές μνημονιακές νόρμες για την εσωτερική υποτίμηση;
Στην αρχή είχαμε ως δήθεν εναλλακτική το περιβόητο «όπλο στο τραπέζι», με το οποίο υποτίθεται ότι θα απειλούσαμε τους εταίρους μας, εκβιάζοντας την αλληλεγγύη τους, μέχρι που αποδείχθηκε «νεροπίστολο» στο οποίο δεν έδινε κανένας σημασία. Και, υπό τις ευχές για «kalo kouragio», υπογράψαμε χωρίς να ξέρουμε και οι ίδιοι τι υπογράψαμε.
Μετά εφηύραμε τα περίφημα «ισοδύναμα» των πολλαπλών «Ζαππείων» που αποδείχθηκε στην πράξη ότι δεν ήταν παρά μια δική μας αυταπάτη, την οποία κανείς δεν την πήρε στα σοβαρά, γι΄ αυτό και γρήγορα τα σκέπασε η λήθη που έφερε ένα απλό «ουδείς αναμάρτητος».
Όταν ο κόμπος έφθασε και χρειάστηκε να συγκροτήσουμε την τρικομματική συγκυβέρνηση για να πείσουμε τους εταίρους μας ότι δεν έπρεπε να δρομολογηθεί το «Grexit», που ήταν προ των πυλών, συντάξαμε στο «τσάπρα πάτρα» μια δήθεν προγραμματική συμφωνία που δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα αφόρητα γενικόλογο «ευχολόγιο» το οποίο, από την επομένη της συνομολόγησής του, οι ίδιοι οι συντάκτες του αναγνώριζαν ότι έχρηζε «επικαιροποίησης».
Το κυβερνητικό σχήμα άλλαξε μετά το «μαύρο» που «έτσι, χωρίς πρόγραμμα» έπεσε στη δημόσια ραδιοτηλεόραση, αλλά η νέα προγραμματική συμφωνία που υποτίθεται ότι θα σηματοδοτούσε μια νέα αρχή, ακόμη δεν έχει συνομολογηθεί. Και στην περίπτωση, πάντως, που… δώσει ο Κύριος και, επιτέλους, συνομολογηθεί τις επόμενες μέρες ή εβδομάδες, μάλλον θα έχει την ίδια τύχη με την προηγούμενη, αφού δεν προηγήθηκε καμία σοβαρή προετοιμασία που να πείθει ότι κάτι άλλαξε. 
Πως, άλλωστε, να πειστεί κανείς ότι κάτι μπορεί να αλλάξει με όλα αυτά που βλέπει να συμβαίνουν γύρω μας και μαρτυρούν την παντελή έλλειψη αναπτυξιακού σχεδίου στη χειμαζόμενη από την ύφεση ελληνική οικονομία;
Τα χρήματα του ΕΣΠΑ, για παράδειγμα, εξακολουθούν να κατασπαταλώνται σε προγράμματα χωρίς καμία αναπτυξιακή προοπτική, όπως η λεγόμενη κοινωνική εργασία που έχει μετατραπεί σε μηχανισμό διανομής επιδομάτων. Θέλετε και το ακόμη χειρότερο; Σε μια εποχή που η χώρα δοκιμάζεται από επενδυτική άπνοια, εξακολουθεί να μην έχει τεθεί σε εφαρμογή ο νόμος για τα αναπτυξιακά κίνητρα επειδή δεν έχουν εκδοθεί, έξι μήνες μετά την ψήφισή του από τη Βουλή, οι εφαρμοστικές αποφάσεις και τα διατάγματα που προβλέπονται.

Υπό αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, στη χώρα που κυρίαρχη νοοτροπία είναι το «χύμα στο κύμα», από το οποίο βολεύονται ορισμένοι, το μνημόνιο, όντως, συνιστά «το μοναδικό κείμενο πολιτικής που έθεσε συγκεκριμένους δεσμευτικούς στόχους για το σύνολο του ελληνικού κράτους». Αμφιβάλει κανείς;  

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 17.10.3013) 

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

Χάθηκε το μέτρο στη χώρα που το γέννησε


Μπαίνουμε αισίως στην τέταρτη εβδομάδα που η επικαιρότητα μονοπωλείται σχεδόν από την επιχείρηση εξάρθρωσης της Χρυσής Αυγής, ένα αναμφισβήτητα σοβαρότατο ζήτημα που δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό την ένταση της συζήτησης που επιτέλους άνοιξε για ένα ιδιαιτέρως επικίνδυνο καρκίνωμα που αναπτύχθηκε στο ασθενικό σώμα της ελληνικής κοινωνίας.
Ο τρόπος, ωστόσο, με τον οποίο διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος, για ένα τόσο πολύπτυχο φαινόμενο, οι εύκολες ερμηνείες που επιχειρούνται από σημαντικά μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου και, πολύ περισσότερο, των μέσων ενημέρωσης, δημιουργεί ανακλαστικά «επικοινωνιακής κόπωσης» που, εν τέλει, αντί για την απομυθοποίηση της εγκληματικής ομάδας που, χωρίς αμφιβολία, συνιστά ο ηγετικός πυρήνας του νεοναζιστικού μορφώματος, μπορεί, εν τέλει να οδηγήσει στην περαιτέρω «μυθοποίηση» τους.
Γιατί, κακά τα ψέματα, όσο υπερβολική ήταν η αγνόηση του φαινομένου από τα μέσα ενημέρωσης και η ασυλία που παρείχε στους νταήδες χρυσαυγίτες η επίσημη Πολιτεία την τελευταία, τουλάχιστον, τριετία, όταν με την υποψηφιότητα Μιχαλολιάκου για το Δήμο της Αθήνας, το 2010, έκαναν αισθητή την παρουσία τους στο πολιτικό προσκήνιο, εξίσου υπερβολικά είναι τα μονοθεματικά δελτία ειδήσεων του τελευταίου εικοσαημέρου που αγνοούν επιδεικτικά άλλες σημαντικές εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις που επηρεάζουν την καθημερινότητά μας.
«Δεν υπάρχει άλλο θέμα για να ασχοληθείτε εσείς οι δημοσιογράφοι; Φτάνει πια!», με εγκάλεσαν τις τελευταίες ημέρες αρκετοί καλοπροαίρετοι συμπολίτες μας. Δεν έλειψαν, ωστόσο, και οι -μάλλον περισσότεροι- κακοπροαίρετοι που έσπευδαν να συμπληρώσουν: «Επίτηδες το κάνετε, γιατί θέλετε να καλύψετε την κυβέρνηση και αυτά που περνάει στη Βουλή» (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, υπολειτουργούσε τις τελευταίες ημέρες).
Είναι και αυτά, προφανώς, σημεία των καιρών μας, των καιρών της καθολικής καχυποψίας των πάντων για τους πάντες, των καιρών του ακραίου ανορθολογισμού και της άκρατης συνωμοσιολογίας που βιώνουμε, των καιρών, αν θέλετε, που έδωσαν υπόσταση στο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής και επέτρεψαν σε μια δράκα περιθωριακών, οι οποίοι για δύο και πλέον δεκαετίες κινούνταν στο χώρο του υποκόσμου, να φορέσουν τον μανδύα του πολιτικού κόμματος και να μπουν στο ελληνικό Κοινοβούλιο για να το ευτελίσουν εκ των ένδον.
Υπό αυτή την έννοια, η άνδρωση της Χρυσή Αυγής, όπως και η αξιοσημείωτη δημοσκοπική αντοχή της, παρά τις τελευταίες καταιγιστικές αποκαλύψεις, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια ακόμη νεοελληνική παραδοξότητα, που δεν μπορεί να εξηγηθεί με κλασσικά ερμηνευτικά σχήματα και εύκολες θεωρήσεις για τις επιπτώσεις από τη λαθρομετανάστευση, το μνημόνιο, την ανεργία ή την απαξίωση του πολιτικού συστήματος εξαιτίας των σκανδάλων διαφθοράς.
Είναι, άραγε, τυχαίο ότι δεν αναζήτησαν λύσεις για το μέλλον τους στους ναζιστές και στον δικό τους υπόκοσμο ούτε η Ιταλία που βίωσε ηχηρά κρούσματα πολιτικής διαφθοράς και δοκιμάζεται από την λαθρομετανάστευση, ούτε η Ισπανία που έχει για μεγαλύτερο διάστημα ποσοστά ανεργίας ανάλογα με τα δικά μας, ούτε η Πορτογαλία στην οποία επίσης φορέθηκε ένας εξίσου ασφυκτικός μνημονιακός κορσές;      
Έχω την αίσθηση ότι εκείνο που μας διαφοροποιεί από τις άλλες χειμαζόμενες οικονομικά χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου είναι «Η λογική της παράνοιας», όπως προσφυώς έχει χαρακτηρίσει στο ομότιτλο βιβλίο του ο διανοητής Στέλιος Ράμφος, τη σχεδόν γενικευμένη άρνηση της ελληνικής κοινωνίας να αναλάβει τις ευθύνες της για όλα όσα μας συμβαίνουν.
Δεν βρίσκω, ειλικρινά, άλλον τρόπο να εξηγήσω ούτε την απόλυτη υπερβολή μέσα στην οποία ζούμε και συνοψίζεται ίσως καλύτερα από το γεγονός ότι σε μια χώρα που αδυνατεί να σχεδιάσει στοιχειωδώς την κοινωνική της οργάνωση, όπως καταδεικνύουν εναργώς τα εκτεταμένα φαινόμενα ανομίας, που συναντά κανείς στην καθημερινότητά του, ένα μεγάλο μέρος των πολιτών της φαντασιώνεται και «ανακαλύπτει» παντού σκοτεινούς σχεδιασμούς που κάνουν πάντα κάποιοι «άλλοι», οι οποίοι εναλλάσσονται κατά περίπτωση: η «μνημονιακή» κυβέρνηση, οι… συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, η «δαιμονική» τρόικα, οι «απαίσιοι» Γερμανοί, οι «ρουφιάνοι» δημοσιογράφοι, οι Αμερικανοί, οι Εβραίοι, οι Ελοχίμ και ό,τι άλλο βάλει ο νους του καθενός.

Φοβούμαι, εν ολίγοις, ότι στη χώρα που γέννησε το μέτρο και την αρμονία, οι έννοιες αυτές αποτελούν εδώ και καιρό αγαθά σε πλήρη ανεπάρκεια.  Και όσο αυτό θα εξακολουθήσει να συμβαίνει, θα βολοδέρνουμε, ως κοινωνία, κινούμενοι από την απόλυτη ανοχή απέναντι στην Χρυσή Αυγή ως την ακραία ενασχόληση μαζί της, παίζοντας, δυστυχώς, και στις δύο περιπτώσεις στο δικό της γήπεδο και με τους δικούς της κανόνες.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 10.10.2013)

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Όταν οι δημοσιογράφοι επιμετρούν τις ποινές…


Δεν ξέρω ποιος έχει την πατρότητα της ρήσης, σύμφωνα με την οποία «όταν τα γεγονότα διαφωνούν με τους δημοσιογράφους, τότε αλλοίμονο στα γεγονότα», αλλά μου ήρθε πολλές φορές κατά νου τις τελευταίες ώρες παρακολουθώντας τις αντιδράσεις αρκετών εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης απέναντι στις αποφάσεις για τη μεταχείριση που είχαν από τις ανακριτικές αρχές οι κατηγορούμενοι χρυσαυγίτες.
Με περισσή ευκολία –αυτό δα δεν είναι και πρωτόγνωρο- διάφοροι σχολιαστές από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και το (φρούτο νέας εσοδείας που λέγεται) twitter, εκτόξευαν μύδρους επειδή οι εξελίξεις δεν επιβεβαίωναν τις προαναγγελίες που οι ίδιοι είχαν σπεύσει να κάνουν έπειτα από τις εντυπωσιακές είν΄ αλήθεια επιχειρήσεις των διωκτικών αρχών να συλλάβουν τον ηγετικό πυρήνα της ναζιστικής οργάνωσης και να τον οδηγήσουν ενώπιον της Δικαιοσύνης.
Με νοοτροπία σαν και αυτή που πολύ εύστοχα στηλίτευσε ο τραγουδοποιός Γιάννης Αγγελάκας, ο οποίος όταν ένα μέρος από το κοινό πρόσφατης συναυλίας του άρχισε να φωνάζει το σύνθημα «φασίστες, κουφάλες, έρχονται κρεμάλες», δεν δίστασε να αντιταχθεί, λέγοντας τους το μνημειώδες «ας σκοτώσουμε όλοι πρώτα τον φασίστα που κρύβουμε μέσα μας», είχαν προεξοφλήσει ακόμη και τις πτέρυγες των φυλακών στις οποίες θα κρατούνταν οι κατηγορούμενοι.
Έτσι, η απόφαση των δύο ανακριτών και των δύο εισαγγελέων να αποδώσουν το βαρύ κατηγορητήριο περί εγκληματικής οργάνωσης με βάση τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, κρίνοντας ότι κάποιοι πρέπει να προφυλακιστούν και κάποιοι άλλοι να αφεθούν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους, προκάλεσε τη μήνη των λεγόμενων διαμορφωτών της κοινής γνώμης, οι οποίοι παρασυρμένοι από το πάθος τους –ίδιον, κατά τεκμήριο, των πολύξερων ημιμαθών- αμφισβητούσαν το δικαίωμα των λειτουργών της Δικαιοσύνης να αντιμετωπίζουν τον κάθε κατηγορούμενο όχι γι΄ αυτό που είναι αλλά γι΄ αυτά που έκανε.
Αναγνωρίζω τον αντίλογο που λέει ότι «και οι κρίνοντες κρίνονται», αλλά αυτό δε νομίζω ότι δικαιολογεί ισχυρισμούς του τύπου «μα πως αφέθηκε ελεύθερος ο Κασιδιάρης, αφού αμέσως μετά προπηλάκισε δημοσιογράφους;». Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να έχει πάει κανείς στη Νομική για να αντιληφθεί ότι οι προφυλακίσεις των κατηγορουμένων γίνονται χωρίς οι ανακριτές και οι εισαγγελείς να λαμβάνουν υπόψη τους τη συμπεριφορά που θα έχουν έναντι των δημοσιογράφων μόλις απομακρυνθούν από τα ανακριτικά γραφεία.  
Με δεδομένες τις συνταρακτικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών και τα όσα ήρθαν στο φως για την εγκληματική δράση του νεοναζιστικού μορφώματος, χάρις, αναμφισβήτητα, και στη δημοσιογραφική έρευνα, μπορεί να αντιλέξει κανείς ότι ενδεχομένως να αποτελεί δευτερεύον ζήτημα ο υπερβολικός και αυθαίρετος τρόπος με τον οποίο σχολιάστηκαν οι συγκεκριμένες αποφάσεις από μια μερίδα των δημοσιογράφων.
Ο λόγος που με κάνει να καταπιαστώ με το ζήτημα είναι επειδή έχω την πεποίθηση ότι μεγάλη συμβολή στη γενικότερη θεσμική κατάπτωση με την οποία είμαστε αντιμέτωποι έχει η γενικευμένη σύγχυση ρόλων που συνέχει την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα στην οποία οι νταήδες ναζιστές υποδύονται τους τιμωρούς, οι τυπικοί πολιτικοί έχουν μετατραπεί σε σχολιαστές που γεμίζουν εκπομπές ή περνούν το χρόνο τους στο twitter, και οι δημοσιογράφοι είναι έτοιμοι να αναλάβουν να επιμετρούν τις ποινές, υποκαθιστώντας, εκτός από τους πολιτικούς που συχνά τους παραχωρούν οι ίδιοι το γήπεδο, και τους δικαστές.
Είναι ακριβώς αυτή η σύγχυση των ρόλων που, κατά την αντίληψή μου, γεννά τα φαινόμενα του εκφασισμού της κοινωνίας μας και απετέλεσε, αν θέλετε, το πλέον κατάλληλο υπόστρωμα για να ανδρωθεί η περιθωριακή Χρυσή Αυγή και να βρει ευρύτερο ακροατήριο ένας εσμός ανθρώπων του υπόκοσμου που παριστάνει τον πολιτικό σχηματισμό, ευτελίζοντας κάθε έννοια πολιτικής με την εγκληματική του δράση.

Και ίσως ο μοναδικός τρόπος που μπορεί να μας απαλλάξει από αυτή τη φαιά πανούκλα είναι να ξαναεφεύρουμε τα στοιχειώδη που είναι οι κυβερνώντες να κυβερνούν, οι δικαστές να δικάζουν και οι δημοσιογράφοι να καταγράφουν και να σχολιάζουν την επικαιρότητα.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 3.10.2013) 

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Όταν η κυβέρνηση θέλει, το Κράτος μπορεί!

Είναι πολλά αυτά που μπορεί να επισημάνει κανείς, επιχειρώντας να σχολιάσει την πυκνότητα των τελευταίων γεγονότων που κατατείνουν στην εξάρθρωση της εγκληματικής Χρυσής Αυγής και στην απαλλαγή της πολιτικής ζωής από ένα επικίνδυνο καρκίνωμα που δυναμίτιζε την κοινωνική ομαλότητα και γελοιοποιούσε τους θεσμούς της οργανωμένης Πολιτείας.
Το αστείο θέαμα με τις χυδαίες επιθέσεις κατά των μέσων ενημέρωσης που εξαπολύουν οι σιδηροδέσμιοι χρυσαυγίτες, επιστρατεύοντας «επιχειρήματα» που αποκαλύπτουν τον υπόκοσμο από τον οποίο απέδρασαν για να εισβάλουν στο Κοινοβούλιο, δεν μπορεί να κρύψει τον σκοταδισμό, τα δολοφονικά ένστικτα και το δηλητηριώδες υπόβαθρο της φαιάς πανούκλας, η οποία για μεγάλο διάστημα είχε αφεθεί να εξαπλώνεται ανεξέλεγκτη μολύνοντας το κοινωνικό σώμα και σκορπώντας τον φόβο σε γειτονιές, πλατείες, νοσοκομεία και σχολεία.
Επανειλημμένα από τούτη εδώ τη στήλη είχαμε εγκαλέσει, όπως και άλλοι άλλωστε, την κυβέρνηση για την αβελτηρία που επεδείκνυε στην επείγουσα ανάγκη να παταχθεί το φαινόμενο του πολιτικού και κοινωνικού χουλιγκανισμού, της αυτοδικίας, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας που επεκτεινόταν χάρις στην αδικαιολόγητη ανοχή που εύρισκε, επειδή ορισμένοι στο κυβερνητικό στρατόπεδο θεωρούσαν ότι οι πολίτες που έτειναν ευήκοα ώτα στα μισαλλόδοξα κηρύγματα της ναζιστικής συμμορίας δεν ήταν παρά «παραπλανημένοι συντηρητικοί ψηφοφόροι που θα μπορούσαν να “επαναπατριστούν”».
Έπρεπε να γίνουν τα έκτροπα του Μελιγαλά, στα οποία η αρρωστημένη οργή των χιτλερικής έμπνευσης «Ταγμάτων Εφόδου» δεν στράφηκε κατά ανήμπορων μεταναστών, αλλά στοχοποίησε τους οπαδούς και τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, για να αρχίσει να αφυπνίζεται η κυβέρνηση. Και, δυστυχώς, χρειάστηκε να ακολουθήσει το στυγερό έγκλημα της Αμφιάλης και η ισχυρή διεθνής κατακραυγή που έφθασε μέχρι του σημείου να τίθεται εν αμφιβόλω η δυνατότητα της χώρας να αναλάβει την ευρωπαϊκή Προεδρία, για να σημάνει ο απαιτούμενος συναγερμός και να κινητοποιηθούν οι μηχανισμοί προστασίας του Πολιτεύματος και της κοινωνικής ομαλότητας.
Δεν είναι διόλου υπερβολή να πει κανείς ότι η θρασύδειλη δράκα των εγκλείστων της ΓΑΔΑ ήταν μια μεγάλη απειλή για την ίδια τη Δημοκρατία, αφού ποτέ τους δεν έκρυψαν όχι μόνον τα ναζιστικά «πιστεύω» και τα δολοφονικά αισθήματα που τους διακατέχουν, αλλά και το γεγονός ότι είναι διαπρύσιοι θιασώτες των απολυταρχικών καθεστώτων που γνώρισε ο τόπος μας την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά και του χουντικού πραξικοπήματος του 1967. Ομολογούσαν, εξάλλου, δημοσίως τη δυσανεξία τους για τους δημοκρατικούς θεσμούς, παρόλο που εξάντλησαν στο έπακρο όλα τα «προνόμια» που τους εξασφάλιζε η συμμετοχή στο Κοινοβούλιο.
Και αυτό, αν θέλετε, είναι ένας από τους λόγους που κάνει ακόμη πιο ανιστόρητη την περιβόητη, πλέον, θεωρία των δύο άκρων, καθώς δεν νομίζω ότι μπορεί να αντέξει στη λογική επιχειρηματολογία ότι κάποιο από τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα έχει στόχο να καταλύσει την αστική Δημοκρατία και να καταλάβει την κυβερνητική εξουσία με πραξικοπηματικό τρόπο.
Όπως και να έχει, όμως, θεωρώ ότι τούτη την ώρα δεν υπάρχει χώρος για να εκφρασθούν μόνον μεμψιμοιρίες για όσα δεν έγιναν. Και, πολύ περισσότερο, δεν υπάρχει έδαφος για στηθούν ανούσιοι καβγάδες, ούτε περιθώρια για να αναπτυχθούν υστερόβουλες σκέψεις και κοντόθωρες επιδιώξεις περί  του ποιος μπορεί να κερδοσκοπήσει πολιτικά περισσότερο από τις τελευταίες καταιγιστικές εξελίξεις.
Το μείζον στην προκειμένη περίπτωση είναι, κατά την εκτίμησή μου, ότι το ελληνικό κράτος, το οποίο, μάλλον δικαιολογημένα, είχε τη φήμη του παράλυτου, επιτέλους λειτούργησε. Γιατί, κακά τα ψέματα, ποιος θα μπορούσε να φανταστεί μέχρι πρότινος Έλληνες αστυνομικούς να φορούν χειροπέδες σε εν ενεργεία βουλευτές ή ότι θα γινόταν έφοδος σε αστυνομικά τμήματα για να ερευνηθεί η δράση θυλάκων της Χρυσής Αυγής; Και να μην παραλείψουμε, πρωτίστως, την εντυπωσιακή ταχύτητα της Δικαιοσύνης. 
Τα αδιανόητα αυτά περιστατικά, τα είδαμε να εκτυλίσσονται μπροστά μας για ένα και μοναδικό λόγο: επειδή για πρώτη φορά υπήρξε ουσιαστική πολιτική βούληση από την κυβέρνηση να κινητοποιήσει τους μηχανισμούς του Κράτους, να τερματίσει την ανομία και να επιβάλει τη νομιμότητα. Αν, λοιπόν, υπάρχει ένα συμπέρασμα από όλη αυτή την υπόθεση είναι ότι όταν η κυβέρνηση θέλει, το Κράτος μπορεί!

Υπό αυτή την έννοια, η κυβέρνηση, με τη συντονισμένη πρωτοβουλία που ανέλαβε και τη δράση που δρομολόγησε, έβαλε πολύ ψηλά τον πήχη των προσδοκιών. Και, τουλάχιστον, σε πρώτη φάση τον ξεπέρασε. Αρκεί να συνεχίσει έτσι και να κινηθεί αναλόγως και σε πολλούς άλλους τομείς στους οποίους εντοπίζονται εξίσου ή ακόμη μεγαλύτερες απειλές για την κοινωνική και την οικονομική σταθερότητα: από την πάταξη της φοροδιαφυγής και την αντιμετώπιση της μαύρης εργασίας έως την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και την ταχύτερη απονομή της Δικαιοσύνης.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 30.9.2013)

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Γερμανικά μαθήματα και ελληνικοί εμφύλιοι



Στη διάρκεια της πρόσφατης μακράς προεκλογικής περιόδου οι Γερμανοί πολιτικοί που διεκδίκησαν την ψήφο των συμπολιτών τους συγκρούστηκαν συχνά μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας, μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις, ασυνήθιστη, για τα δικά τους πολιτικά ήθη, σφοδρότητα.
Ακούστηκαν εκατέρωθεν βαριές εκφράσεις για «ψεύτες», «καταστροφείς» και τα τοιαύτα που αντηλλάγησαν κυρίως ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα. Ξεθάφτηκαν, επίσης, παλιές ξεχασμένες ιστορίες, όπως η προ τριακονταετίας υποστήριξη από τον επικεφαλής των «Πράσινων» προς τις παιδοφιλικές σχέσεις, ενώ ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών δεν δίστασε να δείξει το… μεσαίο του δάκτυλο στους επικριτές του.
Δεν έλειψαν ούτε τα καραγκιοζιλίκια, όπως του εκπροσώπου των αρνητών του ευρώ, των αποκαλούμενων «Εναλλακτικών», που εμφανίστηκε στην τηλεόραση ζωσμένος με μια τρύπια ελληνική σημαία. Ενώ ο «γνωστός μας» απερχόμενος αντικαγκελάριος Φίλιπ Ρέσλερ επιστράτευσε ως και την… «κόκκινη» απειλή –τη συγκυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών με την Αριστερά- σε μια απέλπιδα να αποτρέψει τον μοιραίο καταποντισμό του κόμματός του, των Ελεύθερων Δημοκρατών, που έμειναν για πρώτη φορά εκτός Βουλής.
Όλα αυτά, όμως, ίσχυσαν μέχρι το απόγευμα της Κυριακής που έκλεισαν οι κάλπες. Το ίδιο βράδυ τα πάντα είχαν ξεχαστεί και η εικόνα που είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν οι Γερμανοί πολίτες από τους τηλεοπτικούς δέκτες ήταν απίστευτη, τουλάχιστον για τα δικά μας πολιτικά ήθη.
Πριν καν οριστικοποιηθούν τα εκλογικά αποτελέσματα και ενώ είχαν υπόψη τους κατά βάση τα ευρήματα από τις δημοσκοπήσεις εξόδου (τα λεγόμενα exit polls), που κανείς φυσικά δεν αμφισβήτησε, οι επικεφαλής των τεσσάρων κομμάτων βρέθηκαν στο ίδιο τηλεοπτικό στούντιο και αντάλλαξαν σχόλια και εκτιμήσεις για την ετυμηγορία των Γερμανών πολιτών.
Η νικήτρια των εκλογών καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, ο βασικός της αντίπαλος, υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών Πέερ Στάινμπρουκ κάθισαν δίπλα – δίπλα με τους ομολόγους τους από τα μικρότερα κόμματα, τους Πράσινους και την ριζοσπαστική Αριστερά, και αφού έριξαν «νερό και αλάτι» στα πικρά λόγια που είχαν ανταλλάξει προεκλογικά, χωρίς αλαζονεία ή κόμπλεξ, ούτε και οπορτουνιστικές ιδεολογικές εκπτώσεις, συζήτησαν για την επόμενη μέρα στη χώρας τους και στην Ευρώπη.
Δεν ξέρω πόσο σοφότεροι έγιναν οι Γερμανοί πολίτες από τη συζήτηση, αφού τόσο η Μέρκελ, όσο και οι συνομιλητές της, στο κρίσιμο ζήτημα για το ποια κυβέρνηση μπορεί να προκύψει από το γεγονός ότι δεν υπήρξε μονοκομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, επικαλέστηκαν το αυτονόητο επιχείρημα ότι έπρεπε να συνεδριάσουν τα κομματικά τους όργανα για να λάβουν αποφάσεις.
Είμαι βέβαιος, ωστόσο, ότι η πλειονότητα των Γερμανών θα ένοιωθε πολύ περήφανη για το επίπεδο αντιπαράθεσης της πολιτικής τους ελίτ, ιδίως αν είχαν τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις για να τη συγκρίνουν με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, η οποία πρωταγωνίστησε στη γερμανική προεκλογική περίοδο και πολλοί πιθανολογούν ότι μπορεί να είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που θα επηρεάσουν τις διαβουλεύσεις για τη μετεκλογική συνεργασία.
Αναφέρομαι, όπως εύκολα αντιλαμβάνεστε, στην Ελλάδα και στα δικά μας πολιτικά ήθη που κινούνται στον αντίποδα από αυτό που γίνεται στην Γερμανία και στις περισσότερες πολιτισμένες χώρες της υφηλίου, στις οποίες οι άνθρωποι, τα στελέχη που ανήκουν σε μια παράταξη είναι αντίπαλοι και όχι εχθροί με όσους είναι ενταγμένοι σε ένα άλλο κόμμα. Και γι΄ αυτό μπορεί, ακόμη και όταν διαφωνούν, να συζητούν πολιτισμένα και χωρίς εμφυλιοπολεμικές διαθέσεις.
Μπορεί, αλήθεια, να φανταστεί κάποιος έπειτα από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση στη χώρα μας να βρεθούν στο ίδιο στούντιο και να συζητούν μεταξύ τους για τις μετεκλογικές εξελίξεις ο Αντώνης Σαμαράς, ο Αλέξης Τσίπρας, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Πάνος Καμμένος, ο Φώτης Κουβέλης ο Δημήτρης Κουτσούμπας και δεν ξέρω ποιος άλλος θα είναι τότε επικεφαλής κόμματος στην επόμενη ελληνική Βουλή;
Το ερώτημα είναι, προφανώς, ρητορικό, για να μην πω ότι ηχεί ως ειρωνεία, αν αναλογιστεί κανείς όχι το παρελθόν, αλλά το παρόν, την τρέχουσα επικαιρότητα που παρά το συγκλονισμό από τη δολοφονική φασιστική βία και τη φραστική καταδίκη της από όλο το πολιτικό φάσμα, η εγχώρια πολιτική ελίτ αδυνατεί να καθίσει γύρω από το ίδιο τραπέζι για να ανταλλάξει απόψεις για το τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα, που, όπως από όλους αναγνωρίζεται, είναι η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής.
Είναι πιθανό και θεμιτό ότι σε μια τέτοια σύσκεψη δεν θα συμφωνήσουν όλοι σε όλα. Και ίσως να διαφωνήσουν στα αίτια που τροφοδότησαν το φαινόμενο, ενδεχομένως και στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Αφ΄ εαυτού του, όμως, το γεγονός ότι θα βρεθούν δίπλα δίπλα, θα αποτελέσει έναν υψηλό συμβολισμό ενότητας και θα στείλει ένα ηχηρό μήνυμα τόσο σε όσους τείνουν ευήκοα ώτα στους θιασώτες του Χίτλερ όσο και στους μηχανισμούς του κράτους που ανέχονται τις έκνομες ενέργειες τους.
Δυστυχώς, όμως, τέτοια βούληση δεν διαφαίνεται και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο οι ηγεσίες των κομμάτων αδυνατούν να συνεννοηθούν στα πλέον στοιχειώδη, αγόμενες από τις διχαστικές νοοτροπίες του παρελθόντος και χωρίς διάθεση να διδαχθούν από τα λάθη τους ή από το παράδειγμα της συμπεριφοράς που ακολουθούν οι ηγεσίες άλλων χωρών, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές τους προτιμήσεις.
Με αυτά και με αυτά, μόνο τυχαίο δεν μπορεί να είναι ότι η Γερμανία, η οποία βίωσε μεγαλύτερους και εντονότερους διχασμούς (ήττες στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και εδαφικό διαμελισμό που διήρκεσε μέχρι πρότινος), καταφέρνει να ηγείται της Ευρώπης την ώρα που εμείς παραμένουμε ουραγοί, κολλημένοι στην προ πολλών δεκαετιών εμφύλια διαμάχη…

(Δημοσιεύθηκε στο www.ptortothema.gr στις 24.9.2013)