Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Πλεόνασμα έχουμε. Από σχέδιο μάς βρίσκεται κάτι;

Περίσσευε η αισιοδοξία που απέπνεε το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά. Ο λογογράφος φαίνεται να είχε μεγάλα κέφια και έριξε αρκετές δόσεις αισιοφροσύνης και οπτιμισμού στο κείμενο. Επιστράτευσε τα κλασσικά ευοίωνα επιχειρήματα ότι «αφήσαμε τα δυσκολότερα πίσω μας», χωρίς να παραλείψει και το στερεότυπο για «το φως στην άκρη του τούνελ», που «τώρα απλώς αρχίζει να αχνοφαίνεται», ενώ έψεξε και τους… «μεμψίμοιρους», χωρίς πάντως, να τους δώσει και ιδιαίτερη σημασία.
Μέρες γιορτής, όπως είναι αυτές, δεν είναι παράδοξο ένας κυβερνήτης να στέλνει θετικά μηνύματα στους πολίτες. Πολύ περισσότερο όταν η πλειονότητα των πολιτών, στους οποίους απευθυνόταν το πρωθυπουργικό μήνυμα, μέσα στις δυσκολίες και στις ανατροπές που έφεραν στη ζωή τους τα έξι χρόνια της ύφεσης, έχουν ανάγκη από κάτι να κρατηθούν. Χρειάζονται μια ελπίδα ότι οι θυσίες στις οποίες υποβάλλονται δεν είναι μάταιες και κάπου οδηγούν.
Βλέποντας στην τηλεόραση τον κ. Σαμαρά να κάνει ουσιαστικά τον απολογισμό της 18μηνης θητείας του και να επαναλαμβάνει για πολλοστή φορά το τελευταίο διάστημα ως τον απόλυτο άθλο της διακυβέρνησής του την επίτευξη του περίφημου, πλέον, πρωτογενούς πλεονάσματος, το τέλος του πρωθυπουργικού μηνύματος με άφησε, προσωπικά, με ένα μεγάλο έλλειμμα, το οποίο δεν μπόρεσα να το προσδιορίσω εξαρχής.
Διαβάζοντας ξανά και ξανά τις χίλιες λέξεις που είχε διαβάσει και ο πρωθυπουργός από το «auto cue», νομίζω ότι βρήκα το λόγο. Από το ιδιαιτέρως αισιόδοξο αυτό μήνυμα απουσίαζε παντελώς μια κρίσιμη λέξη, η λέξη «σχέδιο». Δεν ξέρω αν απλώς διέλαθε της προσοχής του λογογράφου ή αν η συγκριμένη παράλειψη μαρτυρά εκείνο ακριβώς που λείπει από την διακυβέρνηση της χώρας.
Δεν πάει, εξάλλου, πολύς καιρός που ο υπουργός των Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας παραδεχόταν –κυνικά, κατά ορισμένους, αλλά σίγουρα με επίγνωση που δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν - ότι «το μνημόνιο που έχουμε, παρ’ όλες τις αδυναμίες του, είναι ίσως το μοναδικό κείμενο πολιτικής που έθεσε συγκεκριμένους στόχους, δεσμευτικούς για το σύνολο του ελληνικού κράτους, είτε μας αρέσει είτε όχι».
Πέρασαν έκτοτε περισσότεροι από τρεις μήνες και η ομολογία του κ. Στουρνάρα όχι μόνον δεν έχει αναιρεθεί, αλλά μάλλον επιβεβαιώνεται κάθε μέρα που περνά. Υπάρχει, βεβαίως, σε εκκρεμότητα το νέο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για την περίοδο 2014-2017, το οποίο αναμένει την έγκριση της τρόικας. Χωρίς να έχει δει τη δημοσιότητα ακόμη, η αίσθηση που δημιουργείται είναι ότι και αυτό θα κινείται στη λογική των προηγούμενων -τροϊκανής έμπνευσης- σχεδίων που δίνουν έμφαση στην δημοσιονομική προσαρμογή –ξέρετε περικοπές δαπανών και όποιος… αντέξει- και αδιαφορούν για την ανάγκη να αποκτήσει η Ελλάδα ένα νέο παραγωγικό μοντέλο στους τομείς της οικονομίας της που διαθέτει ή μπορεί να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα.
Από τα πιο μεγάλα ζητήματα ως τα πιο μικρά, η έλλειψη συγκροτημένου σχεδίου αποτελεί, δυστυχώς, τον κανόνα. Γιατί μη μου πει κανένας ότι κατάλαβε σε πιο σχέδιο εντάχθηκε το καλοκαιριάτικο «μαύρο» στην ΕΡΤ, με αποτέλεσμα έξι μήνες μετά να ξεκινά η ελληνική Προεδρία χωρίς μια Δημόσια Τηλεόραση που να βλέπεται και με τους ιθύνοντες να έχουν καταπατήσει όλες τις δεσμεύσεις τους;
Δε νομίζω, επίσης, να αντιλήφθηκε κανείς σε πιο σχεδιασμό αναδιάρθρωσης του δημοσίου ήταν ενταγμένη η διάλυση της Δημοτικής Αστυνομίας ή η απόλυση των σχολικών φυλάκων όταν στο δημόσιο παραμένουν άχρηστοι οργανισμοί και δεν έχει γίνει ακόμη καμιά ουσιαστική αξιολόγηση δομών και στελεχών της διοίκησης;
Για να μην αναφερθούμε στα ακόμη πιο απογοητευτικά προγράμματα για την ανεργία, όπως η περίφημη Κοινωνική Εργασία (τι ωραία, αλήθεια, λέξη;), που κατάντησαν να είναι μηχανισμοί διανομής επιδομάτων, χωρίς σχεδόν την παραμικρή συμβολή στην εξεύρεση μιας αξιοπρεπούς θέσης εργασίας για τους επιδοτούμενους ανέργους.
Γι΄ αυτό, καλό και… άγιο είναι το πλεόνασμα που έφεραν κατά βάση οι οριζόντιες περικοπές μισθών συντάξεων και παροχών, αλλά δεν αποτελεί δα και την… πανάκεια. Πολύ περισσότερο που ο κοινωνικός πόνος που προκάλεσε η επίτευξή του δεν απαλύνεται με αισιόδοξες νότες στα πρωθυπουργικά μηνύματα.
Χρειάζεται πολύ περισσότερα. Και πριν από όλα απαιτεί, έστω και τώρα, ένα στρατηγικό σχέδιο για την πορεία εξόδου της χώρας από το μνημονιακό τούνελ, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με την παρούσα κυβέρνηση ή άλλη, δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει μέσα στο 2014.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 31.12.2013)

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Γιατί οι Κύπριοι διαψεύδουν τους "μυαλοπώληδες" των Αθηνών

                Όταν την περασμένη άνοιξη η Κύπρος οδηγούνταν στο δικό της Μνημόνιο έπειτα από τη σκληρή και πρωτόγνωρη απόφαση του Eurogroup να «κουρέψει» τις καταθέσεις και ουσιαστικά να διαλύσει το κυπριακό τραπεζικό σύστημα, οι κραυγές και οι οιμωγές για την επερχόμενη καταστροφή της Μεγαλονήσου που ακούστηκαν στην Αθήνα ήταν μεγαλύτερες από εκείνες που ακούστηκαν στη Λευκωσία.
Υποτίθεται ότι εμείς οι «Ελλαδίτες», όπως μας αποκαλούν οι Κύπριοι αδελφοί, ξέραμε καλύτερα, αφού είχαμε ήδη τριετή μνημονιακή εμπειρία. Και γι΄ αυτό διάφοροι «μυαλοπώληδες» εξ Αθηνών, δεν αρκέστηκαν στις νουθεσίες, αλλά ταξίδεψαν στην κυπριακή πρωτεύουσα για να πείσουν τους Κυπρίους να πουν ένα ηρωικό «όχι», απορρίπτοντας το αναμφισβήτητα σκληρό πρόγραμμα διάσωσης που τους προτάθηκε και αρνούμενοι να δεχθούν την τρόικα.
Εννιά μήνες μετά και σε πείσμα όλων όσοι προειδοποιούσαν για τη νέα «Κατοχή» του νησιού, όπως καταδεικνύεται από πολύ πρόσφατη δημοσκόπηση, οι Κύπριοι αξιολογούν, σε ποσοστό 63%, ως θετικούς τους χειρισμούς που έκανε η κυβέρνηση τους από τον Μάρτιο μέχρι σήμερα, ενώ το 59% θεωρούν ότι η προσήλωση στο Μνημόνιο θα φέρει αποτελέσματα και το 61% πιστεύει δεν θα χρειαστεί η υπογραφή νέου Μνημονίου.
Οι απαντήσεις αυτές των Κυπρίων δεν προκαλούν έκπληξη σε όσους έχουν μια στοιχειώδη, έστω, εικόνα για τις αισιόδοξες προοπτικές της κυπριακής οικονομίας που αποτυπώνονται σε όλες τις τελευταίες εκθέσεις και δείχνουν ότι η προβλεπόμενη ύφεση, τόσο τη χρονιά που φεύγει όσο και την επόμενη, θα είναι τελικά μικρότερη από την προϋπολογισθείσα, ενώ η χώρα θα καταγράψει ήδη από τον φετινό χρόνο πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό της.
Τα επίσημα στοιχεία, αλλά και η θετική προαίρεση των Κυπρίων, δείχνουν ότι η Μεγαλόνησος είναι πολύ πιθανό να απαλλαγεί από τον ασφυκτικό μνημονιακό κορσέ συντομότερα από όσο μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο στην Ελλάδα που παραμένει παγιδευμένη στην ύφεση για έκτη χρονιά και το περίφημο φως στο βάθος του τούνελ αργεί να φανεί. Γιατί άραγε;
Είναι αλήθεια ότι η κυπριακή οικονομία, λόγω μεγέθους και όχι μόνον, δεν συγκρίνεται με την ελληνική, όπως και ότι τα προβλήματα που οδήγησαν στην ανάγκη για εφαρμογή σχεδίου διάσωσης ήταν διαφορετικά, αφού στη Λευκωσία ο «ασθενής» ήταν το υπερτροφικό τραπεζικό σύστημα και στην Αθήνα τα τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα και ο δυσθεώρητος κρατικός δανεισμός.
Κατά την άποψη πολλών, όμως, όπως και του γράφοντος, δεν είναι αυτές οι διαφορές που δίνουν στην Κύπρο «προβάδισμα» εξόδου από το μνημόνιο. Είναι, νομίζω, πολύ περισσότερο οι νοοτροπίες που επικρατούν στις κοινωνίες των δύο χωρών, όπως και στις ελίτ που τις καθοδηγούν.
Χωρίς, άλλωστε, να λείπουν και από τη Μεγαλόνησο οι δυνάμεις του εθνολαϊκισμού που ζητούσαν την απόρριψη του σχεδίου διάσωσης και την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, φαίνεται ότι τον κυρίαρχο τόνο έδωσαν και δίνουν οι δυνάμεις της λογικής και της υπευθυνότητας, που ήξεραν τι θα πει πραγματική Κατοχή -την βιώνουν, εξάλλου, και άρα δεν χρειάζεται ούτε να την φαντασιώνονται, ούτε να την κατασκευάζουν.
Επιπλέον, στο συλλογικό υποσυνείδητο των Κυπρίων έχει ιστορικά καταγραφεί το αίσθημα της εθνικής αναδημιουργίας που ήταν εκείνο που τους οδήγησε από την καταστροφική τουρκική εισβολή του 1974 στο οικονομικό θαύμα που οικοδόμησαν μέσα σε τρεις δεκαετίες, πετυχαίνοντας την ένταξη της χώρας τους στην ευρωζώνη με πραγματικά οικονομικά στοιχεία και χωρίς τη «δημιουργική» λογιστική που άλλοι –ονόματα δεν λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε…-επιστράτευσαν.   
Τα πράγματα δεν είναι, βεβαίως, ρόδινα στην Κύπρο, που βιώνει, όπως οι περισσότερες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, μεγάλα προβλήματα με την ανεργία. Η αισιοδοξία των πολιτών της είναι το πρώτο και καθοριστικό βήμα για να ξεπεράσει την κρίση. Και να δείτε που θα την ξεπεράσει πολύ πριν από μας.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 23.12.2013)

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Οι φόροι και ο… θάνατος

            Διαβάζοντας ότι στο συζητούμενο νομοσχέδιο για τη φορολογία, το οποίο επιτέλους βρήκε το δρόμο για τη Βουλή, περιλαμβάνεται ρύθμιση με την οποία την ερχόμενη χρονιά θα υπάρχει σταθερή ημερομηνία υποβολής  των φορολογικών δηλώσεων και καταβολής των δόσεων της φορολογίας που προκύπτει από αυτές, δεν σας κρύβω ότι αιφνιδιάστηκα.
            Σκέφθηκα, αφελώς όπως αποδείχθηκε, πως κάτι αλλάζει σε αυτή τη χώρα και η κυβέρνηση δεν νομοθετεί πλέον ούτε πορεύεται με γνώμονα τις εκλογικές ανάγκες της πλειοψηφίας, αφού το 2014, το οποίο είναι -ούτως ή άλλως- εκλογική χρονιά, για πρώτη ίσως φορά θα είχαμε την καθιέρωση ενός απλού κανόνα που με βάση τα ισχύοντα όλων των προηγούμενων ετών ισοδυναμούσε με… επαναστατική αλλαγή.
            Είχα, βλέπετε, υπόψη μου ότι από πριν από τρεις δεκαετίες τα έντυπα των φορολογικών δηλώσεων, που υποβαλλόταν ακόμη χειρόγραφες, αποστελλόταν στους υπόχρεους τον πρώτο μήνα του νέου χρόνου και είχαν προεκτυπωμένη καταληκτική ημερομηνία υποβολής την 25η Φεβρουαρίου.
            Με το πέρασμα των ετών, όμως, και καθώς οι εκλογικές χρονιές στη χώρα μας συμβαίνουν χρόνο παρά χρόνο, οι ημερομηνίες πήγαιναν όλο και πιο πίσω, για να μην δυσαρεστηθούν οι φορολογούμενοι, στους οποίους αρκετές φορές στελνόταν πρώτα τα εκκαθαριστικά που ήταν πιστωτικά και είχαν επιστροφή φόρου, ενώ καθυστερούσαν τα χρεωστικά που ταχυδρομούνταν μετά την… απομάκρυνση από την κάλπη.
Κάπως έτσι, με τις συνεχείς παρατάσεις, φθάσαμε φέτος στο αδιανόητο -και μάλλον παγκοσμίως πρωτότυπο- φαινόμενο οι φορολογικές δηλώσεις να υποβάλλονται χωρίς συνέπειες για τους εκπρόθεσμους μέχρι τον Νοέμβριο, ενώ ταυτόχρονα μεγάλη μερίδα των φορολογούμενων καλούνταν, υπό την πίεση της τρόικας, την ίδια περίοδο να πληρώσει φορολογικές υποχρεώσεις προηγουμένων ετών που, για λόγους αβελτηρίας και σκοπιμότητας, οι φορολογικές αρχές είχαν αμελήσει να βεβαιώσουν στην ώρα τους.
Το αποτέλεσμα ήταν να τιναχθούν στον αέρα πολλοί οικογενειακοί προϋπολογισμοί στους οποίους επέπεσε το βαρύ φορολογικό φορτίο και το δημόσιο να σωρεύει ληξιπρόθεσμες οφειλές ακόμη και από όσους εξακολουθούν να διαθέτουν φορολογική συνείδηση σε αυτή τη χώρα όπου κυρίαρχη αντίληψη είναι, δυστυχώς, η λαϊκίστικη προσέγγιση που συχνά εκπέμπεται από τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά πρωινάδικα με την επωδό «το κράτος όπου μπορώ θα το κλέβω»…  
   Υπό αυτή την έννοια, η ρύθμιση να υποβάλλονται πλέον οι φορολογικές δηλώσεις σε σταθερό χρόνο, ανεξάρτητο από τον εκλογικό κύκλο, ήταν ένας -μάλλον ευχάριστος- αιφνιδιασμός για εκείνους που θέλουν ένα σταθερό περιβάλλον βεβαιότητας και συνέπειας που να επιτρέπει στοιχειώδη προγραμματισμό. Φεύ, όμως!
Η κυβέρνηση, ενστερνιζόμενη αντιρρήσεις βουλευτών, έσπευσε να υπαναχωρήσει και η αλλαγή μετατέθηκε για του… χρόνου, χωρίς φυσικά να αποκλείεται πως, εφόσον συμβεί να είναι εκλογική χρονιά και το 2015, να μετατεθεί για το 2016 και πάει λέγοντας.
Εδώ που τα λέμε δεν μπορεί να περιμένει κανείς τίποτε περισσότερο από ένα πολιτικό σύστημα που δεν κατάφερε ενάμισι χρόνο τώρα να σχεδιάσει έναν δίκαιο φόρο ακινήτων και χρειάστηκε η επιμονή των πιστωτών της χώρας για να υιοθετηθεί το συζητούμενο στη Βουλή σχέδιο ώστε να μην παραταθεί το οριζόντιο «χαράτσι», όπως μάλλον προτιμούσαν αρκετοί από τους βουλευτές που δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν την ιδιαίτερη πελατείας τους, αδιαφορώντας για το συλλογικό δημόσιο συμφέρον. 
Ξέρω ότι είναι απολύτως αντιδημοφιλές, σε μια χώρα που η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή έχει αναδειχθεί σε εθνικό σπορ, να υπερασπίζεσαι την αυτονόητη αλήθεια ότι η φορολογία είναι το μόνο μέσο αναδιανομής των εισοδημάτων υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικά ομάδων που διαθέτει το κράτος, όπως και ότι η διαιώνιση του φορολογικού χάους τους μόνους που ευνοεί είναι εκείνους τους ισχυρούς που θα βρίσκουν πάντοτε «παράθυρα» να μην εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους.
Σε σοβαρές χώρες, όπως, π.χ. η Αμερική στο συλλογικό υποσυνείδητο έχει περάσει η ρήση ότι «σε αυτή τη ζωή από δύο πράγματα δεν μπορείς να γλιτώσεις: από τους φόρους και το θάνατο». Εδώ, εμείς προτιμούμε μόνον τον δεύτερο, δηλαδή τον… θάνατο και δη τον αργό οικονομικό θάνατο στον οποίο μας οδηγεί ένα πολιτικό σύστημα που δεν θέλει να δει την αλήθεια κατάματα και να την αντιμετωπίσει.  

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 16.12.2013)

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Ζητείται Έλληνας… Ρέντσι

«Από πλευράς προσέλευσης πήγαμε πάρα πολύ καλά. Δεν σας κρύβω, όμως, ότι ήταν πολλά τα άσπρα μαλλιά. Από αυτή την άποψη, θέλει πολλή δουλειά. Να πείσουμε ότι αυτή η κίνηση είναι όντως η πιο νεανική που υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα», σχολίασε ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, που ήταν ένας από τους συμμετέχοντες στην εκδήλωση της περασμένης Δευτέρας που οργάνωσε η πρωτοβουλία των «58» για την ενοποίηση της Κεντροαριστεράς.

Ο καθηγητής Αλιβιζάτος είναι 64 ετών και η δική του ηλικία μάλλον αποτελούσε τον μέσο όρο όσων βρέθηκαν εκείνο το βράδυ στο θέατρο Ακροπόλ, όπου κυριαρχούσαν οι… «ασπρομάλληδες». Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης διάγει το 77ο έτος και ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων Παπανδρέου Παρασκευάς Αυγερινός είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερος του, για να αναφερθούμε σε δύο από τους πλέον επιφανείς πολιτικούς της «παλαιάς φρουράς» που η παρουσία τους σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως.

Ο επίσης παρών στην εκδήλωση πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος μπορεί να κλείνει… μόλις τα 57 του στην αρχή του νέου χρόνου, αλλά η έντονη παρουσία του στα πολιτικά πράγματα την τελευταία 25ετία τον καθιστά δυσανάλογα μεγαλύτερο από τη βιολογική του ηλικία, χαρακτηριστικό που βαραίνει και πολλούς ακόμη πολιτικούς της γενιάς του αλλά και της αμέσως προηγουμένης, όπως ο -απών από την περί ης ο λόγος σύναξη- 65χρονος πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Φώτης Κουβέλης.

Το ίδιο βράδυ στη γειτονική μας Ιταλία ο Ματέο Ρέντσι, άρτι εκλεγείς στην ηγεσία του μεγαλύτερου κόμματος της ιταλικής Κεντροαριστεράς, του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως λέγεται τώρα το μετεξελιγμένο -πάλαι ποτέ- Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα του Παλμίρο Τολιάτι και του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, παρουσίαζε τη νέα 12μελή γραμματεία του κόμματός του που απαρτίζεται από πέντε άνδρες και επτά γυναίκες με μέσο όρο ηλικίας τα 35 έτη.

Μόλις στα 38 του και έχοντας στο ενεργητικό του μια πετυχημένη θητεία δημάρχου στη Φλωρεντία, ο Ματέο Ρέντσι κινητοποίησε την περασμένη Κυριακή δυόμισι εκατομμύρια Ιταλούς, οι οποίοι πήγαν στις εσωκομματικές κάλπες που έστησε το Δημοκρατικό Κόμμα και τον ανέδειξαν πανηγυρικά στην ηγεσία της Κεντροαριστεράς, παρά τις επιφυλάξεις που διατηρούσε απέναντι του ο παραδοσιακός μηχανισμός του κόμματός του.

Σε μια γερασμένη, όσο και η Ελλάδα, χώρα, στην οποία ο νυν πρόεδρος της Δημοκρατίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο έχει την ηλικία του Παρασκευά Αυγερινού και ο μέχρι πριν από ένα χρόνο πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι, που είναι συνομήλικος του Κώστα Σημίτη, δεν λέει να το βάλει κάτω, ο Ρέντσι με μια επιθετική προεκλογική καμπάνια επέμεινε στο ανανεωτικό εγχείρημα που σηματοδοτούσε η υποψηφιότητά του και βγήκε νικητής, παρότι πριν από περίπου ένα χρόνο είχε χάσει στην κούρσα των προκριματικών εκλογών για την πρωθυπουργία από τον «γκρίζο» Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι.

«Ξεκινάμε μια νέα πορεία. Η γενιά που ήταν στο γυμνάσιο όταν έπεσε το τείχος του Βερολίνου, αναλαμβάνει το πηδάλιο», είπε ο μεταρρυθμιστής δήμαρχος της Φλωρεντίας στις πρώτες δηλώσεις μετά την εκλογή του στη θέση του γενικού γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος με ποσοστό 69%, για να συμπληρώσει: «Θα ζητήσουμε τη βοήθεια των γηραιότερων, αλλά η ευθύνη, τώρα, είναι δική μας».

Επιστρέφοντας στα δικά μας, δεν μπορεί παρά να νοιώσει κανείς απογοήτευση αναλογιζόμενος ότι τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στο ευρύτερο πολιτικό στερέωμα μοιάζουν να είναι στα πράγματα όχι μόνον από την πτώση του τείχους στην πάλαι ποτέ διαιρεμένη γερμανική πρωτεύουσα, αλλά ίσως και από την ίδια την ανοικοδόμησή του, στην οποία το δυναμικό ορισμένων, τουλάχιστον, εγχώριων πολιτικών δυνάμεων ευχαρίστως, αν ήταν στο χέρι τους, θα συνέβαλαν να… ξανακτιστεί.

Γιατί, βλέπετε, το ζήτημα της ποιότητας του πολιτικού προσωπικού, δεν είναι μόνον ηλικιακό, είναι μάλλον πολύ περισσότερο θέμα νοοτροπιών που μοιάζουν εμπεδωμένες στις ηγετικές ομάδες των παλαιών αλλά και των νεοπαγών κομμάτων της ελληνικής πολιτικής που, παρά την κρίση, παραμένουν προσκολλημένα στο παρελθόν. Και δεν θέλουν να αλλάξουν σε τίποτε, καθοδηγώντας, μάλιστα, την ελληνική κοινωνία προς την ίδια κατεύθυνση και αναπαράγοντας το ίδιο μοντέλο που οδήγησε στη χρεωκοπία και στην απαξίωση της πολιτικής.

Υπό αυτή την έννοια, η επικράτηση του Ματέο Ρέντσι δεν είναι μόνον σημαντική επειδή ο ίδιος είναι 38άρης και πλαισιώνεται από συνομηλίκους του. Είναι πολύ περισσότερο για τα μηνύματα που εξέπεμψε κατά του πολιτικού κατεστημένου της χώρας και της γραφειοκρατίας που δεν διακρίνει τους ανθρώπους που κρύβονται πίσω από τους αριθμούς. Και πάνω από όλα για το ευδιάκριτο δείγμα γραφής που είχε να επιδείξει, ασκώντας την εξουσία στο Δήμο του με πρωτοβουλίες πέρα από τα καθιερωμένα, που έφθασαν μέχρι τη μείωση του προσωπικού τους στο μισό. Αυτά ήταν που τον έφεραν στην κορυφή της ιταλικής πολιτικής σκηνής και τον καθιστούν κεντρικό πρωταγωνιστή στις πολιτικές εξελίξεις που αργά ή γρήγορα θα υπάρξουν στην, επίσης χειμαζόμενη από την κρίση, γειτονική χώρα.

«Ο κόσμος είναι κουρασμένος και απογοητευμένος. Δεν έχει πίστη. Εγώ πιστεύω στην αλλαγή, και γι' αυτό κάνω πολιτική, επειδή εξακολουθώ να πιστεύω ότι όλα μπορούν να αλλάξουν», είπε ο Ματέο Ρέντσι. Και είμαι βέβαιος ότι πολλοί Έλληνες θα ήθελαν να ακούσουν το ίδιο από τον μελλοντικό ηγέτη της χώρας τους. Αρκεί να τους έπειθε ότι τα εννοεί και να έχει, έστω, προσπαθήσει να τα κάνει πράξη στον προγενέστερο βίο του.

(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 12.12.2013)

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

Μοιρολόγια, ροζ συννεφάκια και στο βάθος η... κάλπη

Η πενθήμερη συζήτηση επί του Προϋπολογισμού που ολοκληρώθηκε τα μεσάνυχτα του Σαββάτου κάθε άλλο παρά δικαίωσε ένα από τα κλασσικά στερεότυπα που συνοδεύουν την κοινοβουλευτική αυτή διαδικασία η οποία, υποτίθεται ότι, αφορά, κατά τη γνωστή επωδό, την έγκριση του «κορυφαίου νομοθετήματος της χρονιάς».
Δεν ήταν μόνο το αμήχανο κλισέ για τα «άδεια έδρανα», στο οποίο παγίως καταφεύγουμε οι δημοσιογράφοι όταν παρακολουθούμε τέτοιες ανιαρές συζητήσεις, που αποτύπωνε τη διαφοροποίηση της φετινής κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης για το κυβερνητικό σχέδιο της οικονομικής πολιτικής που θα εφαρμοστεί την επόμενη χρονιά. 
Ούτε, βεβαίως, έκαναν τη διαφορά οι προβλέψιμες, στη συντριπτική τους πλειονότητα, βερμπαλιστικές τοποθετήσεις των ομιλητών που εναλλάσσονταν στο βήμα της Βουλής, με τους μεν αντιπολιτευόμενους να συμπεριφέρονται ως… μοιρολογίστρες και τους δε κυβερνητικούς να πασχίζουν να βρουν θετικές αποχρώσεις και νότες αισιοδοξίας.
Λίγο ως πολύ αυτού του είδους οι συζητήσεις σχεδόν πάντα -και με εξαίρεση την «ώρα των αρχηγών»- διεξάγονται με παρόντες ελάχιστους βουλευτές στην αίθουσα. Όπως πάγια είναι και η τακτική των βουλευτών της συμπολίτευσης να αναζητούν επιχειρήματα για να εκθειάσουν υπαρκτά ή ανύπαρκτα κυβερνητικά επιτεύγματα, την ίδια ώρα που οι αγορητές της αντιπολίτευσης επιστρατεύουν τα μελανότερα των χρωμάτων για να περιγράψουν την πραγματικότητα.
Οι συνήθειες αυτές του παρελθόντος, ήταν, δυστυχώς, παρούσες και στη συζήτηση των προηγουμένων ημερών, αποδεικνύοντας σε όσους την παρακολούθησαν ότι δεν είναι εύκολο να ξεπεραστούν νοοτροπίες βαθιές εμπεδωμένες και συνυφασμένες με το λεγόμενο «πολιτικό παιχνίδι» και τους (παλαιούς) κανόνες που αυτό εξακολουθεί να παίζεται.
Με τη χώρα να βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι, καθώς καλείται να κάνει το αποφασιστικό βήμα προς την έξοδο από την εξαετή κρίση, αλλά και με τον ίδιο τον συζητούμενο Προϋπολογισμό να είναι «στον αέρα», αφού δεν έχει τύχει της έγκρισης των εταίρων μας, που αποτελεί ανειλημμένη υποχρέωση η οποία δεν σχετίζεται με το Μνημόνιο, θα περίμενε κανείς περισσότερη διάθεση συνεννόησης από τους πολιτικούς ταγούς και λιγότερη προσπάθεια να αποδείξουν ο ένας πόσο πιο... καταστροφικός είναι ο άλλος.
Η στόχευση, ωστόσο, των δύο αντιμαχόμενων πλευρών ήταν σαφές ότι δεν αφορούσε τον Προϋπολογισμό και τις δυσκολίες της εφαρμογής του. Γι’ αυτό και η αντιπαράθεση δεν έγινε ούτε για τα κονδύλια που περιέχει ούτε για τις οικονομικές εκτιμήσεις που ενσωματώνει. 
Πέρα από τους μάλλον προφανείς ένθεν κακείθεν βερμπαλισμούς, τα μοιρολόγια ή τα ροζ συννεφάκια, με τα οποία διάνθιζαν οι περισσότεροι τις ομιλίες τους, εκείνο που όλοι είχαν κατά νου ήταν οι επερχόμενες κάλπες του προσεχούς Μαΐου, είτε αυτές είναι διπλές (τοπικές και ευρωβουλευτικές), όπως επιμένει η κυβέρνηση, είτε τριπλές (και βουλευτικές, δηλαδή, ταυτόχρονα), όπως επιδιώκει η αντιπολίτευση.
Γι' αυτό και αν κάτι έκανε διαφορετική τη φετινή συζήτηση του Προϋπολογισμού ήταν η αίσθηση ότι αξιοποιήθηκε ως αφορμή για να κηρυχθεί η μακρά προεκλογική περίοδος που διανοίγεται μπροστά μας και στη διάρκεια της οποίας θα δούμε και θα ακούσουμε πολλά.
Όσο για το προφανές ερώτημα «και τι λέει η τρόικα για όλα αυτά;», που μπορεί να περάσει από το μυαλό κανενός, η απάντηση είναι πολύ… απλή: Τρόικα δεν… υπάρχει. Δεν ακούσατε, άλλωστε, τον Ευάγγελο Βενιζέλο να λέει στον Αλέξη Τσίπρα ότι δεν θα τη βρει για να την διώξει; Εκτός και αν ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ζητήσει να γυρίσει πίσω για να κάνει, όπως είπε και η Αλέκα Παπαρήγα, «κομφετί» μπροστά της το Μνημόνιο...

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 8.12.2013)

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Η αυτοϋπονόμευση των «επαγγελματιών» της πολιτικής

Αν ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας λαμβάνει υπόψη του τον τρόπο φορολόγησης των βουλευτών, τότε μάλλον έχει δίκιο όταν λέει ότι στην Ελλάδα… δεν υπάρχει υπερφορολόγηση. Όπως δίκιο φαίνεται να έχουν και όσοι υποστηρίζουν ότι το πολιτικό σύστημα και οι άνθρωποι που το απαρτίζουν είναι ένα από τα βαρίδια που δεν επιτρέπουν την έξοδο της χώρας από την κρίση.
Πως αλλιώς, άλλωστε, μπορεί να εξηγηθεί ο συνδικαλιστικός ακτιβισμός με τον οποίο επιφανείς εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου αντιδρούν κάθε φορά που ανοίγει η συζήτηση για τα «κεκτημένα» που έχουν αποκτήσει την περίοδο της αμέριμνης ευημερίας και τη σκληρή μάχη που δίνουν για τη διατήρησή τους οι ίδιοι που ομοθύμως διατυμπανίζουν την ανάγκη για δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών.
Η παρελκυστική υπεκφυγή που συνιστά η πρόταση για την καθιέρωση βιβλίου εσόδων – εξόδων για τους βουλευτές, προκειμένου να αποφύγουν την κατάργηση του ειδικού φορολογικού καθεστώτος που έχουν εξασφαλίσει για τους εαυτούς τους, είναι νομίζω ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά της αδυναμίας του πολιτικού κόσμου να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και, λειτουργώντας με γνώμονα τη δύναμη του παραδείγματος, να προασπίσει τον ίδιο το θεσμό του κοινοβουλευτισμού.
Η…. φαεινή ιδέα για την αλλαγή του τρόπου φορολόγησης των βουλευτών δεν είναι καινούργια και δεν είναι η πρώτη φορά που πέφτει στο τραπέζι. Λανσαρίστηκε για πρώτη φορά το 1998 όταν και πάλι τότε είχε τεθεί ζήτημα κατάργησης του αφορολόγητου της βουλευτικής αποζημίωσης, η οποία άρχισε έκτοτε να φορολογείται μερικώς, αφού, όμως, στο μεταξύ το ύψος της είχε εκτιναχθεί προς τα πάνω.
Νουνεχείς άνθρωποι που ήταν τότε στα πράγματα αντιλήφθηκαν τον προβληματικό –και μάλλον προσβλητικό- χαρακτήρα που θα είχε το μέτρο της καθιέρωσης βιβλίων εσόδων - εξόδων και το απέρριψαν ασυζητητί, με το βάσιμο επιχείρημα ότι η ιδιότητα του βουλευτή δεν είναι ελεύθερο επάγγελμα για να τύχει αυτού του είδους τη φορολογική αντιμετώπιση.
Με όσα έχουν επισυμβεί την παρελθούσα δεκαπενταετία και ιδίως την τελευταία μνημονιακή τετραετία, θα περίμενε, λοιπόν, κανείς ότι στο άκουσμα και μόνον της πρότασης, οι ίδιοι οι σημερινοί βουλευτές, η πλειονότητα των οποίων είναι «γεννήματα» της κρίσης, θα ξεσηκωνόταν, διαμαρτυρόμενοι για τον προσβλητικό χαρακτήρα της πρότασης να μετατραπούν σε «επαγγελματίες».
Δυστυχώς, όμως, όχι μόνον δεν υπήρξε κύμα διαμαρτυρίας από τους ίδιους τους βουλευτές, αλλά η πρόταση υιοθετήθηκε και από έμπειρους πολιτικούς, μεταξύ αυτών και ο πρόεδρος της Βουλής Ευάγγελος Μεϊμαράκης, που μάλλον αγνοούν τον αντίκτυπο που θα είχε τυχόν καθιέρωση ενός τέτοιου μέτρου που θα αποτελούσε παγκόσμια πρωτοτυπία.
Με ποια λογική, αλήθεια, θα μπορούσε να δοθεί στους βουλευτές δικαίωμα να καταγράφουν τις δαπάνες τους και να τις αφαιρούν από τα έσοδά τους; Ποιες από τις δαπάνες θα αναγνωρίζονται ως «επαγγελματικές» και ποιες ως προσωπικές ή οικογενειακές; Και πως θα φορολογούνται εν τέλει;  Επί των… κερδών, όπως οι επιχειρήσεις; Θα δημοσιεύουν, άραγε, και ισολογισμούς με αποτελέσματα χρήσης;
Το γεγονός ότι οι βουλευτές έχουν έξοδα δεν μπορεί να αποτελέσει βάσιμο επιχείρημα. Γιατί το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών (που έχουν ακόμη εισοδήματα). Και εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι αν αναγνωριζόταν σε όλους μας η δυνατότητα να καταγράφουμε τις δαπάνες μας και να τις αφαιρούμε από τα έσοδα, τότε, πιθανότατα, κανείς δεν έπρεπε να πληρώνει φόρο, αφού σπανίζουν οι Έλληνες που καταφέρνουν σήμερα να καλύψουν τα έξοδα τους με τα τρέχοντα εισοδήματα.
Αποφεύγοντας τον πειρασμό του λαϊκισμού που συνήθως συνοδεύει τις συζητήσεις για τα οικονομικά των βουλευτών, δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι με τέτοιες «συντεχνιακές» νοοτροπίες το ίδιο το πολιτικό σύστημα αυτοϋπονομεύεται, στέλνοντας λάθος μηνύματα στη χειμαζόμενη ελληνική κοινωνία και ρίχνοντας νερό στο μύλο όσων αποστρέφονται τον κοινοβουλευτισμό.
Το αντιλαμβάνονται, άραγε, εκεί στην Πλατεία Συντάγματος;

(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 27.11.2013) 

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Η πολιτική ως παρεοκρατία

Τον καθηγητή  Γιάννη Πανάρετο, παρότι δεν τον γνωρίζω προσωπικά, τον σέβομαι και τον υπολήπτομαι, καθώς τον συνοδεύσει επί χρόνια η φήμη ενός καλού επιστήμονα στον τομέα της Στατιστικής, ενώ και τις τρεις φορές που θήτευσε στο υπουργείο Παιδείας, τις δύο ως γενικός γραμματέας και την τρίτη ως υφυπουργός, άφησε καλές εντυπώσεις και δούλεψε, όπως λένε όσοι έχουν γνώση του χώρου, αθόρυβα και αποτελεσματικά.
Το ίδιο αθόρυβη είναι και η εικοσιπενταετής θητεία του ως (ισόβιο) μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής. Και ίσως να μη γινόταν ευρύτερα γνωστός σε κύκλους πέραν των φοιτητών του αν δεν είχε οριστεί το 2009 από τον τότε πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, του οποίου είναι στενός φίλος εδώ και δεκαετίες, πολιτικός υπεύθυνος για την ανοικτή διακυβέρνηση και τη διαβούλευση της κυβέρνησης.
Αν και κατασυκοφαντημένο από τους θιασώτες της κομματοκρατίας, το αποκαλούμενο «opengov» υπήρξε μια πρωτοποριακή πρωτοβουλία για τα ελληνικά δεδομένα που, αν είχε οργανωθεί καλύτερα και δεν υπονομευόταν εκ των έσω, θα μπορούσε να προσφέρει πολλά στη βελτίωση της κατάστασης που επικρατεί στον πολύπαθο δημόσιο τομέα, στον οποίο, όπως έδειξαν και οι πρόσφατες τοποθετήσεις διευθυντικών στελεχών σε νοσοκομεία και άλλους οργανισμούς, οι διευθυντικές θέσεις εξακολουθούν να διανέμονται ως «λάφυρο» στους αποτυχημένους πολιτευτές που «αγωνίσθηκαν» για το κόμμα που είναι στην εξουσία.
Έκανα αυτόν τον σχετικά μακρύ πρόλογο για να δικαιολογήσω τη μεγάλη έκπληξη που ένοιωσα διαβάζοντας το περασμένο Σάββατο την άκρως εντυπωσιακή –για μένα- παρέμβαση του κ. Πανάρετου, ο οποίος σε ανάρτηση στο tweeter έγραψε: «Αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να κυβερνήσει προοδευτικά πρέπει να πείσει για τις προθέσεις του τους παπανδρεϊκούς και όχι να φλερτάρει με την (sic!) ΑΝΕΛ».
Η έκπληξή μου δεν προήλθε από την γενικότερη θεώρηση της πολιτικής προσέγγισης του κ. Πανάρετου, ο οποίος ως πολίτης έχει προφανώς αναφαίρετο και απεριόριστο δικαίωμα να τρέφει συμπάθεια προς έναν πολιτικό χώρο και να εκδηλώνει αντιπάθεια προς έναν άλλο. Εκείνο που με ξένισε ήταν ότι προσδιοριζόταν και μιλούσε στο όνομα των «παπανδρεϊκών».
Τι είναι, αλήθεια, οι «παπανδρεϊκοί»; Και τι τους ορίζει ως ξεχωριστή οντότητα, ώστε ένας ακαδημαϊκός δάσκαλος, μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής και πρώην υφυπουργός να νιώσει την ανάγκη να καλέσει ένα κόμμα να εκθέσει τις προθέσεις του απέναντι τους για να κριθεί αν μπορεί να κυβερνήσει προοδευτικά;
Πρόκειται, άραγε, για μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα που χρήζει ειδικής αντιμετώπισης;  Όπως, για παράδειγμα, οι Ρομά, τα άτομα με ειδικές ανάγκες, οι τρίτεκνοι, οι ανέστιοι ή οι υπερχρεωμένοι από τη μνημονιακή λαίλαπα;  Και σε ποιους ακριβώς αναφέρεται ο κ. Πανάρετος; Στους ψηφοφόρους του κ. Παπανδρέου ή σε όσους εκείνος έδωσε θέσεις και οφίτσια όταν είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας;   
Καταλαβαίνω τι σημαίνει να δηλώνει κανείς –ειλικρινώς ή όχι, είναι ζήτημα προς κρίση- αριστερός, δεξιός, συντηρητικός, προοδευτικός, κεντρώος, σοσιαλδημοκράτης, σοσιαλιστής, αναρχικός, μαρξιστής, κομμουνιστής, φιλελεύθερος, φασίστας ή να χρησιμοποιεί έναν από τους τόσους άλλους προσδιορισμούς που έχουν καθιερωθεί από την Πολιτική Επιστήμη και την –εγχώρια ή διεθνή- πολιτική πρακτική.  
Δεν αντιλαμβάνομαι, όμως, τι σημαίνει να είναι κάποιος σήμερα «παπανδρεϊκός». Όπως φυσικά δεν μπορώ να αντιληφθώ τι σήμαινε στο παρελθόν να είναι κάποιος «ζαχαριαδικός», «καραμανλικός», «μητσοτακικός», «αβερωφικός» «γεννηματικός», «σημιτικός» ή τώρα να προσδιορίζεται ως «σαμαρικός», «βενιζελικός», «τσιπρικός», και ούτω καθεξής.
Όχι, δεν αιθεροβατώ. Ξέρω ότι υπήρχαν και υπάρχουν -ελπίζω λιγότεροι- πολίτες που προσδιορίζονται πολιτικά με τέτοιους όρους, δίνοντας, έτσι, την ευκαιρία σε ορισμένους να κάνουν μεγάλες καριέρες (και –γιατί όχι;- και πλούτη) ως αρχηγοί και αρχηγίσκοι που με τη σειρά τους δίνουν οντότητα πολιτικού στελέχους και απονέμουν αξιώματα σε πρόσωπα που αναλαμβάνουν στο πλευρό τους ρόλους ακόλουθων και ετερόφωτων δορυφόρων.
Έχω, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση και γι’   αυτό δυσανασχετώ ότι οι διαχωρισμοί αυτού του είδους υπήρξαν ανέκαθεν μια από τις μεγάλες παθογένειες του αμοραλιστικού ελληνικού πολιτικού συστήματος, το οποίο, υπό αυτές τις συνθήκες, συγκροτείται στη λογική της παρεοκρατίας.
Και η παρεοκρατία δεν αποτελεί παρά την άλλη όψη του νομίσματος της πελατειακής σχέσης με τους πολίτες και του εκμαυλισμού των συνειδήσεων, που όσο αναπτύσσεται και υπάρχει, μοιραία, θέτει εκ ποδών κάθε απόπειρα για άσκηση της πολιτική με αρχές και αξίες.
 (Δημοσιεύθηκε στο www.prototema.gr στις 21.11.2013)