Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Ο τζίρος της τρόικας

Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στους Financial Times ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας είχε πει ότι «όταν έρχονται οι δανειστές μας στην Ελλάδα πέφτει ο τζίρος των καταστημάτων καθώς ο κόσμος νιώθει φόβο όποτε καταφθάνει  η τρόικα».
Δεν ξέρω αν υπάρχουν αξιόπιστες έρευνες που να επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό του κ. Στουρνάρα, ή αν πρόκειται για ένα βολικό άλλοθι για να δικαιολογηθεί η βαθιά ύφεση στην οποία εξακολουθεί να παραμένει η ελληνική οικονομία τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες που ο ίδιος έχει την ευθύνη της άσκησης της οικονομικής πολιτικής.
Θα είχε, πάντως, αξία αυτές τις μέρες που οι ελεγκτές της τρόικας κατέφθασαν και πάλι στα μέρη μας, να έβγαιναν στους δρόμους και στις πλατείες οι ερευνητές της ΕΛΣΤΑΤ για να μετρήσουν τις πραγματικές επιπτώσεις από τον φόβο που προκαλούν στον κόσμο οι τροϊκανοί και να τις συγκρίνουν με εκείνες που προκαλούνται από τα συνεχή «μπρος –πίσω» της κυβέρνησης.
Χωρίς να αμφισβητώ την ψυχολογική επίδραση που έχει στο εν γένει οικονομικό κλίμα και ειδικά στη λειτουργία της αγοράς η διαρκής ανασφάλεια που βιώνουμε για το αν και πότε θα λάβουμε την επόμενη δόση και ποια μέτρα θα θεωρηθούν κάθε φορά ως προαπαιτούμενα για την εκταμίευσή της, έχω την αίσθηση ότι είναι η αμφιθυμία της κυβέρνησης εκείνη που εντείνει περισσότερο την οικονομική αβεβαιότητα.
Γιατί, άραγε, από τις αρχές Δεκεμβρίου, που οι εκπρόσωποι των δανειστών μας εγκατέλειψαν την Αθήνα με την ιταμή δικαιολογία ότι θα πάνε πρώτα για σκι, χρειάστηκε να φθάσουμε στο τέλος Φεβρουαρίου για να καθοριστεί η ατζέντα της ελληνικής πλευράς απέναντι στις απαιτήσεις της τρόικας για απαρέγκλιτη εφαρμογή της περίφημης «εργαλειοθήκης» του ΟΟΣΑ;
Ποιος εμπόδισε όλο αυτό το διάστημα την κυβέρνηση να νομοθετήσει όσα από τα διαρθρωτικά μέτρα περιέχονται στην έκθεση του διεθνούς οργανισμού θεωρεί ότι μπορούν να γίνουν αποδεκτά από τη δική μας πλευρά, απορρίπτοντας την ίδια ώρα εκείνα που πιστεύει ότι είναι απαράδεκτα και βλαπτικά για την ελληνική κοινωνία;
Αν όντως η πλειονότητα των προτάσεων του ΟΟΣΑ, έστω το 80%, όπως λένε κυβερνητικοί παράγοντες, ευνοούν την ελληνική οικονομία, ποιος είναι ο λόγος για την καθυστέρηση που «έπαιξε» η κυβέρνηση, οδηγούμενη, εν τέλει, σε αποφάσεις που θα ληφθούν με το πιστόλι στον κρόταφο στέλνοντας στους Έλληνες πολίτες το μήνυμα ότι μας επιβάλλονται μέτρα που είναι εις βάρος μας;
Ας μην παραπονούνται, λοιπόν, ο κ. Στουρνάρας και οι άλλοι κυβερνητικοί ιθύνοντες για την πτώση του τζίρου που επιφέρει στην ελληνική αγορά η έλευση της τρόικας στη χώρα μας. Γιατί, αν μη τι άλλο, το μόνο σίγουρο είναι ότι τα παράπονά τους δεν πρόκειται να συγκινήσουν τον κ. Τόμσεν και την παρέα του, αφού δεν είναι εκείνοι που θα πληρώσουν τον «λογαριασμό».
Καλώς ή κακώς, οι παχυλές απολαβές των ελεγκτών της τρόικας και των τόσων άλλων εμπειρογνωμόνων της αλλοδαπής που επιστρατεύονται κάθε τρεις και λίγο για να μας επιβάλουν τα διάφορα –παραδεκτά και μη- μέτρα δεν εξαρτώνται από τον μειωμένο τζίρο των ελληνικών καταστημάτων.
Τον βαρύ λογαριασμό τον πληρώνουν με την φρενήρη άνοδο της ανεργίας οι Έλληνες πολίτες, οι οποίοι είναι πολύ πιθανόν ότι μόλις βρουν την ευκαιρία –στις επικείμενες εκλογές, για παράδειγμα- θα τον στείλουν στην κυβέρνηση.


(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 24.2.2014)

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Η αξεπέραστη κρίση της πολιτικής

            Την ώρα που η ΔΗΜΑΡ υπερψήφιζε* –και σωστά, αφού, καλώς ή κακώς, επρόκειτο για συμμόρφωση με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας- τη διάταξη για την κατάργηση της δυνατότητας των νομίμων μεταναστών να ψηφίζουν στις δημοτικές εκλογές, η εκλεγμένη με το ΠΑΣΟΚ ευρωβουλευτής κυρία Μαριλένα Κοππά, επικαλούνταν τη συγκεκριμένη –αναγκαστική, κατ΄ άλλα- νομοθετική πρωτοβουλία ως δικαιολογία για την αποχώρησή της από κόμμα που την ανέδειξε και την απόφασή της να συμπορευθεί με το κόμμα του κ. Φώτη Κουβέλη.
            Η υπόθεση αυτή δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία αν δεν ήταν ένα από τα πάμπολλα παραδείγματα που μαρτυρούν τον προσχηματικό τρόπο με τον οποίο (εξακολουθεί να) διεξάγεται η πολιτική στη χώρα μας και δεν έδειχνε πόσο μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών και της χώρας κινείται το λεγόμενο πολιτικό προσωπικό, το οποίο μάλλον δεν διδάχθηκε τίποτε από την γενικευμένη κρίση που βιώνουμε και αντανακλάται στην δικαιολογημένη απαξία με την οποία αντιμετωπίζονται οι «επαγγελματίες» πολιτικοί.
            Από τον τρόπο που εξακολουθούν να δίνονται τα χρίσματα για τους εκλεκτούς των κομμάτων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση έως τη σπουδή της κυβέρνησης να διανείμει –προτού καν αυτό επικυρωθεί- το πρωτογενές πλεόνασμα με κριτήρια που ικανοποιούν μάλλον ψηφοθηρικές επιδιώξεις, είναι μακρύς ο κατάλογος με τα φαινόμενα πολιτικής αναξιοπιστίας που καταδεικνύουν ότι τα παθήματα του παρελθόντος που οδήγησαν στην κρίση δεν έγιναν μαθήματα.
Ο πολιτικός αμοραλισμός που συνιστούν οι μετακινήσεις πολιτικών στελεχών που χάνουν τα οφίτσια που είχαν ή προσδοκούσαν να έχουν, η παρεοκρατία που ζει και βασιλεύει, καταργώντας στην πράξη κάθε έννοια ιδεολογικής συνέπειας και προσήλωσης σε αρχές και αξίες, όπως και η εμμονή στην υιοθέτηση αιτημάτων με όρους «πελατειακής» ικανοποίησης, αποτελούν απτά δείγματα ότι ο δρόμος για να ξεπεραστεί η σημερινή κρίση είναι ακόμη πολύ μακρύς.
Όσο οι πολιτικοί θα αλλάζουν κόμματα επειδή, δήθεν, δεν συμμετέχουν στην πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση οι ελάχιστοι αλλοδαποί που συμμετείχαν στις προηγούμενες εκλογές και όχι γιατί αυξήθηκαν σε αυτή την τετραετία κατά ένα εκατομμύριο οι άνεργοι και ανάμεσα τους είναι σίγουρα αρκετοί από τους μετανάστες ψηφοφόρους των τελευταίων δημαρχιακών αρχαιρεσιών, όσο θα σχεδιάζεται η διανομή του πλεονάσματος σε ομάδες πληθυσμού που θέλει να προσεταιρισθεί ή να μη χάσει το κυβερνών κόμμα, αποκλείοντας από αυτό εκείνους που απώλεσαν το 100% του εισοδήματος τους και είναι όσοι έχασαν τη δουλειά τους και την ελπίδα να την ξαναβρούν, η κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής δεν μπορεί να ξεπεραστεί.
Η βασικότερη αιτία, άλλωστε, για τα όσα βιώνουμε σήμερα που, σχεδόν κατά γενική ομολογία, δεν είναι άλλη από την έλλειψη σεβασμού σε κανόνες και θεσμούς σε όλα τα επίπεδα, από τον τρόπο λειτουργίας της κυβέρνησης και των συμπολιτευόμενων ή αντιπολιτευόμενων κομμάτων ως τις διαδικασίες απονομής της Δικαιοσύνης και την συνδικαλιστική δράση, δεν φαίνεται, δυστυχώς, να αναιρείται.
Γι΄ αυτό προφανώς και αν εξαιρέσει κανείς τους λίγους φανατικούς της μιας ή της άλλης πλευράς, ο πήχης των προσδοκιών της κοινωνίας, με ή χωρίς πρωτογενή πλεονάσματα και ανεξαρτήτως του αν θα έχουμε ή όχι «αλλαγή φρουράς» το επόμενο διάστημα στην κυβερνητική εξουσία, παραμένει πολύ χαμηλά.  
             
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 19.2.2013)
*Υ.Γ.: Εκ των υστέρων η ΔΗΜΑΡ ανακοίνωσε ότι έδωσε αρνητική ψήφο στη διάταξη, αλλά αυτό σε τίποτε δεν αναιρεί τις επισημάνσεις της ανάρτησης.

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Κάλπη – «πάρτα όλα» ή ρώσικη ρουλέτα;

            Η χρονική σύμπτωση των αυτοδιοικητικών εκλογών με τις ευρωεκλογές αποτελεί μια χρυσή ευκαιρία για να «αποκομματικοποιηθούν» οι δήμοι και οι περιφέρειες και να δοθεί ο λόγος στους πολίτες για να επιλέξουν τους καλύτερους που θα υπηρετήσουν τις ανάγκες της καθημερινότητας τους.
            Χωρίς να παραβλέπει κανείς τα «πολιτικά» χαρακτηριστικά που αναμφισβήτητα έχουν (και) οι επιλογές για την Αυτοδιοίκηση, το γεγονός ότι με την διπλή κάλπη, το εκλογικό σώμα έχει την ταυτόχρονη δυνατότητα να εκφράσει -στην ευρωκάλπη- τη βούλησή του για τη γενική πολιτική κατάσταση, αλλά, ταυτόχρονα, να προκρίνει τα πρόσωπα που θεωρεί καταλληλότερα για να διαχειριστούν τις τοπικές υποθέσεις κάθε περιοχής, συνιστά μια ευτυχή συγκυρία που, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να ανατρέψει την παραδοσιακή κομματοκρατία και το πελατειοκρατικό καθεστώς που την εξέθρεψε και ως ένα βαθμό τη συντηρεί.
            Η στάση, ωστόσο, που τηρούν τα κόμματα και κυρίως τα δύο μεγαλύτερα εξ αυτών, ενόψει της διπλής αναμέτρησης του Μαΐου, αποπνέει μια παρωχημένη νοοτροπία έλλειψης σεβασμού στους πολίτες, μια νοοτροπία που δεν λαμβάνει, μάλιστα, υπόψη της και τη μακρά θετική παράδοση που υπάρχει στη χώρα μας και είχε καταγραφεί στο παρελθόν όταν, για παράδειγμα, σε πολλές δεξιοκρατούμενες πόλεις, οι κάτοικοι επέλεγαν «κόκκινους» δημάρχους  επειδή ήταν διεκδικητικοί, έδειχναν ενδιαφέρον για όσα απασχολούσαν τους συμπολίτες τους και αποτέλεσαν «πρότυπα» για τους διαδόχους τους.
            Εφόσον αυτό συνέβαινε στις δεκαετίες του 60 και του 70 που η Τοπική Αυτοδιοίκηση είχε ελάχιστες αρμοδιότητες, γιατί, άραγε, να μη συμβαίνει σήμερα που, παρά τη μνημονιακή επέλαση, οι αυτοδιοικητικοί φορείς έχουν πολλαπλάσια μέσα και πόρους για να ασκήσουν πολιτική και να επηρεάσουν την τοπική καθημερινότητα και την αναπτυξιακή προοπτική της περιοχής τους.   
            Κόντρα, όμως, σε όλα αυτά, αλλά και στις διακηρύξεις για ακηδεμόνευτη Τοπική Αυτοδιοίκηση, οι κομματικές γραφειοκρατίες επιμένουν να θέλουν να ελέγξουν τα πάντα και να επιβάλουν επιλογές προσώπων που τους φέρνουν σε αντίθεση με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, η οποία ασφυκτιά μεν από την οικονομική δυσπραγία, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι εξ αυτού θα αποδεχθεί την ποδηγέτηση που επιχειρείται και θα ακολουθήσει τις σχιζοφρενικές επιλογές του μεγαλύτερου κυβερνητικού κόμματος που, ενώ υποστηρίζει ότι τα πολιτικά συμπεράσματα θα βγουν από τις ευρωεκλογές, επιστρατεύει βουλευτές για το Δήμο της Αθήνας και την Περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας, ή της αξιωματικής αντιπολίτευσης που θέλει να συγκροτήσει αντιμνημονιακό μέτωπο από την πρωτεύουσα ως την τελευταία εσχατιά της χώρας.
            Αναρωτιέμαι, για παράδειγμα, τι εμποδίζει έναν οπαδό του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και από αυτούς που θέλουν να… σχίσουν το μνημόνιο στο Σύνταγμα, να ψηφίσει αντιμνημονιακά στην ευρωκάλπη και να στηρίξει τον νυν δήμαρχο της Αθήνας Γιώργο Καμίνη που έδωσε δείγματα γραφής της προοδευτικής του κατεύθυνσης. Ή, για ποιο λόγο ένας συντηρητικός πολίτης της Θεσσαλονίκης να μην επιλέξει τον Γιάννη Μπούταρη, τώρα που ακόμη και ο μητροπολίτης Άνθιμος επείσθη ότι δεν… κινδυνεύουν τα «ιερά και τα όσια» της φυλής από τη δημαρχιακή του θητεία.
            Ομοίως, τι μπορεί να χωρίσει την υποψήφια του ΣΥΡΙΖΑ Όλγα Γεροβασίλη από έναν κεντροαριστερό πολίτη που δεν βολεύεται από την… αληπασάδικη νοοτροπία που αναβιώνει στην πατρίδα μου, την Ήπειρο, η οποία φιγουράρει στην πρώτη θέση της ανεργίας και στην τελευταία της ανάπτυξης. Ή γιατί ένας, ανεξαρτήτως χρώματος, Κρητικός να μην επιβραβεύσει τη γνώση και την προσπάθεια του περιφερειάρχη Σταύρου Αρναουτάκη.
            Κάνοντας μια προβολή στο βράδυ της 25ης Μαΐου, μπορεί, άραγε, κάποιος να απαντήσει στο ερώτημα αν ένα ενδεχόμενο προβάδισμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις ευρωεκλογές, συνοδευθεί από την αποτυχία της πλειονότητας των βουλευτών του που –εκόντες άκοντες- χρίστηκαν υποψήφιοι περιφερειάρχες, θα δίνει έρεισμα στους ισχυρισμούς για δυσαρμονία της σύνθεσης της Βουλής με τη λαϊκή ετυμηγορία.  Όπως και αντιστοίχως, να διαγνώσει τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην πολιτική σταθερότητα μια ενδεχόμενη συντριβή των κεντρικών στελεχών της Νέας Δημοκρατίας που επέβαλαν το Μαξίμου και η Συγγρού.   
Υπό αυτή την έννοια, το παιχνίδι «πάρτα όλα» που επέλεξαν να παίξουν στη διπλή κάλπη του Μαΐου η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να αποδειχθεί, εν τέλει, μια επικίνδυνη ρώσικη ρουλέτα από την οποία δεν είναι βέβαιο κανείς πότε και από πού θα επέλθει η εκπυρσοκρότηση.
Σε κάθε περίπτωση, η πορεία προς την διπλή κάλπη θα έχει αρκετό ενδιαφέρον και τα αποτελέσματά της πολύ μεγαλύτερο.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 13.2.2014)

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Τα καλά και συμφέροντα δι΄ ημάς…

Την απορία του εξέφραζε στο μέσον της παρελθούσας εβδομάδας ο Πρόεδρος της Βουλής Ευάγγελος Μεϊμαράκης σε ομήγυρη, κοινώς «πηγαδάκι», συναδέλφων του βουλευτών και δημοσιογράφων, επειδή, όπως έλεγε, δύο προτάσεις του που έχει διατυπώσει εδώ και πάνω μια μιάμιση δεκαετία και με τις οποίες, κατά την έκφρασή του, «όλοι συμφωνούν», δεν υλοποιούνται.

Η μια από τις προτάσεις του κ. Μεϊμαράκη ήταν  να υπάρχει ασυμβίβαστο διεκδίκησης αξιωμάτων στην αυτοδιοίκηση από εν ενεργεία βουλευτές, ώστε όποιο από τα μέλη της Βουλής θέλει να εκλεγεί δήμαρχος ή περιφερειάρχης να είναι υποχρεωμένος να υποβάλει την παραίτησή του από το Κοινοβούλιο, όπως, άλλωστε, συμβαίνει με όσους κάνουν την αντίστροφη πορεία.

Η δεύτερη πρόταση του προέδρου της Βουλής ήταν να εφαρμοστεί σταυρός προτίμησης και στις ευρωεκλογές, ώστε να πάψει ο διορισμός των ευρωβουλευτών που επί της ουσίας γίνεται από τις κομματικές ηγεσίες, οι οποίες, κατά τεκμήριο, επιλέγουν πρόσωπα χωρίς λαϊκή απήχηση από τον κύκλο των «κολλητών» τους, με αποτέλεσμα οι πολίτες να αδιαφορούν για το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών.

Δεν πέρασαν παρά λίγα εικοσιτετράωρα και οι δύο κυβερνητικοί εταίροι, ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς και ο αντιπρόεδρος Ευάγγελος Βενιζέλος, συναντήθηκαν και, ερήμην –ως συνήθως- των κομμάτων τους, συμφώνησαν να αποδεχθούν τη δεύτερη από τις προτάσεις του κ. Μεϊμαράκη. Να αλλάξουν, δηλαδή, τον εκλογικό νόμο των ευρωεκλογών, εφαρμόζοντας για πρώτη φορά σταυρό προτίμησης στην εκλογή των ευρωβουλευτών, η οποία από το 1981, οπότε ψηφίσαμε για πρώτη φορά εκπροσώπους στο Ευρωκοινοβούλιο με νόμο που εισήγαγε η κυβέρνηση Γεωργίου Ράλλη, γίνεται ανελλιπώς με λίστα.

Είναι βέβαιο ότι οι αρχηγοί των δύο κυβερνητικών κομμάτων έχουν τη δύναμη να επιβάλουν στα μέλη των κοινοβουλευτικών ομάδων τους, αυτό το πισωγύρισμα, αφού μια τέτοια αλλαγή δεν θίγει εκείνους που θα την ψηφίσουν. Αντιθέτως, την άλλη πρόταση για την καθιέρωση κωλύματος στους εν ενεργεία βουλευτές που θέλουν να το έχουν δίπορτο και να κατεβαίνουν στις αυτοδιοικητικές εκλογές χωρίς να θυσιάζουν την έδρα που κατέχουν, οι κύριοι Σαμαράς και Βενιζέλος την άφησαν στην άκρη, προφανώς επειδή δεν θα συναντούσε την απαραίτητη πλειοψηφία, καθώς βουλευτές από τα περισσότερα κόμματα είναι ή δηλώνουν έτοιμοι –και με τις αρχηγικές ευλογίες- να δοκιμάσουν την τύχη τους στη διεκδίκηση τοπικών αξιωμάτων. 

Βλέπετε, όσο ευχάριστα και αν ηχούν οι εξαγγελίες για  εξυγίανση του πολιτικού συστήματος, τόσο δυσκολότερη καθίσταται η εφαρμογή τους, κυρίως όταν το συλλογικό συμφέρον υποτάσσεται στην ατομική –η κομματική- επιδίωξη. Και, προπαντός, όταν η κομματοκρατία και το πελατειακό κράτος είναι μεν κατακριτέα φαινόμενα από μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας μας, δυστυχώς, όμως, όχι τόσο γι΄ αυτά που έκανε (παροχές και ρουσφέτια) όσο γι΄ αυτά (τα ίδια) που δεν μπορεί πλέον να κάνει… 

Το δίλημμα λίστα ή σταυρός για την εκλογή προσώπων από το ευρύ εκλογικό σώμα, είναι μια πολύ παλαιά ιστορία που σηκώνει πολλή συζήτηση. Γι΄ αυτό και η σπουδή των δύο κυβερνητικών εταίρων να προχωρήσουν τρεις μήνες πριν από τις ευρωκάλπες του Μαΐου σε μια τέτοια βεβιασμένη αλλαγή είναι αρκούντως προβληματική και δικαιώνει όσους ενίστανται ότι υπακούει στο κοντόθωρο και συγκυριακό κομματικό συμφέρον εκείνων που την προωθούν.

Σε χώρες στις οποίες λειτουργούν οι συλλογικοί θεσμοί και τα κόμματα είναι δημοκρατικά οργανωμένα, αυτού του είδους τα διλήμματα τα έχουν λύσει προ πολλού, καθιερώνοντας διαδικασίες προκριματικών εκλογών που διεξάγονται για την επιλογή των υποψηφίων, οι οποίοι, μαζί με το πρόγραμμα του κόμματός τους, τίθενται στην κρίση των πολιτών – ψηφοφόρων.

Στην Ελλάδα, όμως, που η έννοια της συλλογικότητας αποτελεί είδος εν ανεπαρκεία και το σύνολο των κομμάτων λειτουργούν χωρίς στοιχειώδεις κανόνες δημοκρατικής οργάνωσης, δρώντας ως κλαμπ μηχανισμών και παρεών, η διεξαγωγή αδιάβλητων εσωκομματικών διαδικασιών επιλογής προσώπων μοιάζει άθλος ακατόρθωτος. Από τις παλαιές ιστορίες για εσωκομματικά εκλομαγειρέματα στη ΝΔ ή για τα εκατοντάδες χιλιάδες μέλη μιας χρήσης του ΠΑΣΟΚ ως την πρόσφατη επιλογή των υποψήφιων περιφερειαρχών του ΣΥΡΙΖΑ, είναι πάμπολλα τα παραδείγματα που μαρτυρούν το γενικευμένο θεσμικό έλλειμμα και την παντοκρατορία του αρχηγισμού που διατρέχει οριζόντια το πολιτικό μας σύστημα.

Από την άλλη, ωστόσο, μια μικρή επισκόπηση να κάνει κανείς στην τρέχουσα κοινοβουλευτική σύνθεση, πείθεται για την όλο και χαμηλότερη ποιότητα πολιτικού προσωπικού που στέλνει ο σταυρός προτίμησης στο Κοινοβούλιο, με αποτέλεσμα οι «αναγνωρίσιμοι» που πήραν το εκλογικό προβάδισμα, χάρις στις τηλεοπτικές τους εμφανίσεις, να μην έχουν πρόβλημα να αλλάξουν κόμμα ή και άποψη όταν εκείνα που τους έφεραν στη Βουλή δεν τους εξασφαλίζουν την επανεκλογή τους.

Η λίστα των ευρωεκλογών έστειλε τα τελευταία 33 χρόνια στο Στρασβούργο και στις Βρυξέλλες μια πλειάδα «κολλητών» που πήγαν εκεί –κατ΄ απονομήν- μόνον και μόνο για «βόλεμα». Στα ίδια έδρανα, όμως, θήτευσαν και αξιόλογες προσωπικότητες, από τον πανεπιστημιακό και άλλους χώρους, που με το σταυρό δεν θα είχαν καμία τύχη.


Αν το βράδυ της 25ης Μαΐου πληροφορηθούμε ότι για την επόμενη πενταετία στο Ευρωκοινοβούλιο θα μας εκπροσωπεί ένα μείγμα παιδιών του κομματικού σωλήνα και αναγνωρίσιμων τηλεαστέρων, ας μην εκπλαγούμε. Θα το έχουμε, εξάλλου, διαγνώσει από τη σύνθεση των ψηφοδελτίων, αλλά και από τους προεκλογικούς καβγάδες, από τους οποίους είναι μάλλον βέβαιο ότι θα μείνουν μακριά οι πλέον σοβαροί άνθρωποι, αφήνοντας όλο το γήπεδο σε όλους εκείνους που –πέρα από κόμματα και… χρώματα- κρατούν τη χώρα καθηλωμένη στη σημερινή πολιτική της υπανάπτυξη, προκρίνοντας πάντα τα «καλά και συμφέροντα» δι΄ ημάς και ποτέ δι΄ αλλήλους.

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Συντονιστή θέλει η Κεφαλονιά και όχι την… Πενέλοπε Κρουζ

Πριν από έξι δεκαετίες, όταν στην καθημαγμένη μετεμφυλιακή Ελλάδα του 1953 ο Εγκέλαδος χτύπησε την Κεφαλονιά και τα γειτονικά νησιά της Ιθάκης και της Ζακύνθου, προκαλώντας τεράστιες ζημιές και εκατοντάδες θύματα, ο τότε πρωθυπουργός Στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, λίγες μέρες μετά τις καταστροφικές δονήσεις, όρισε έναν έμπειρο συνεργάτη του, τον πρώην δήμαρχο Μεσολογγίου Χρήστο Ευαγγελάτο, στη θέση του υφυπουργού «αποκαταστάσεως σεισμοπλήκτων Νήσων παρά τω Υπουργείω Συντονισμού».

Ο υφυπουργός, όπως και οι διάδοχοί του που ακολούθησαν την επόμενη τριετία, πηγαινοερχόταν στα ερειπωμένα νησιά και συντόνιζε την ανοικοδόμησή τους, για την οποία βρέθηκαν στην Κεφαλονιά, στην  Ιθάκη και στη Ζάκυνθο –με… πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, βεβαίως- αρκετοί μάστορες και εργάτες από φτωχά μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπως η Ήπειρος και η Αιτωλοακαρνανία, που, σε συνεργασία με τους ντόπιους, έκτισαν σχεδόν τα πάντα –κρατικές υποδομές και ιδιωτικά κτίρια- εξ αρχής.

Κάτι παρόμοιο έκανε αρκετά χρόνια αργότερα και ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1986 στην Καλαμάτα διόρισε υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου τον τοπικό βουλευτή Θανάση Φιλιππόπουλο, παρά το γεγονός ότι η πληγείσα πόλη είχε στο τιμόνι της έναν από τους πλέον αποτελεσματικούς δημάρχους στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, τον κ. Σταύρο Μπένο, του οποίου το «άστρο» έλαμψε τότε πανελληνίως. 

Και στις δύο περιπτώσεις το μεγάλο ζητούμενο ήταν ο συντονισμός των προσπαθειών του κρατικού μηχανισμού, αρχικά για την αρωγή στους σεισμοπαθείς κατοίκους και κατόπιν για την αποκατάσταση των καταστροφών. Με δεδομένες τις οικονομικές -και όχι μόνο- συνθήκες της εποχής, και στη μια και στην άλλη περίπτωση τα αποτελέσματα υπήρξαν μάλλον επιτυχή, αν κρίνει τουλάχιστον κανείς από το γεγονός ότι η Καλαμάτα γιάτρεψε σχετικά γρήγορα τις πληγές της και η Κεφαλονιά άντεξε τόσα χρόνια μετά στις τελευταίες ισχυρές δονήσεις χάρις στις υποδομές που –και με τη συμβολή βοήθειας από το εξωτερικό- απέκτησε το νησί μετά τους σεισμούς του 1953.

Η κυβέρνηση, στην πρόσφατη δοκιμασία της Κεφαλονιάς, έδειξε καλά ανακλαστικά και η κινητοποίηση των υπηρεσιών ήταν μάλλον αρκετά γρήγορη για τα δεδομένα του παραλυμένου δημόσιου τομέα στη χώρα μας. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός πήγε και διανυκτέρευσε στο νησί, δίνοντας, αν μη τι άλλο, κουράγιο στους κατοίκους. Ενώ ακολούθησαν πολλά «πηγαινέλα» υπουργών και άλλων –σχετικών και άσχετων- κρατικών αξιωματούχων που δεν έδιναν, ωστόσο, την εντύπωση ότι ήταν αποτέλεσμα προγραμματισμού.

Έτσι, όσο περνούν οι μέρες, η αρχική καλή εικόνα που εκπέμφθηκε από το νησί, αρχίζει μάλλον να θολώνει, ίσως και επειδή η σεισμική ακολουθία, όπως λένε και οι ειδικοί, αλλά και οι καιρικές συνθήκες δεν είναι σύμμαχοι των σεισμοπαθών που βλέπουν τον Γολγοθά τους να μοιάζει ατελείωτος. Η μεγάλη αναστάτωση, εξάλλου, που προκάλεσαν οι ασύστατες φημολογίες –φαινόμενο, πάντως, αρκετά σύνηθες σε τέτοιες καταστάσεις- για επικείμενο πιο καταστροφικό σεισμό, είναι ενδεικτική της άσχημης ατμόσφαιρας που δημιουργείται, προφανώς επειδή ο πληθυσμός δεν εμπιστεύεται τις αρχές. Και αυτό, μάλλον, δεν αλλάζει όσες φορές και αν επαναληφθεί η κακόηχη επωδός «με εντολή του πρωθυπουργού….».

Φαίνεται, επίσης, ότι η Κεφαλονιά δεν ευτύχησε να έχει στην τοπική της εξουσία πρόσωπα με κύρος και με επίγνωση της πραγματικότητας. Αλλιώς δεν εξηγείται πως οι άρχοντες της, με πρώτο τον παλαιό θεατρώνη που είναι δήμαρχος του νησιού, ως πρώτο μέλημά τους είχαν να ζητήσουν τη συνδρομή της Πενέλοπε Κρουζ, της ηθοποιού η οποία πρωταγωνίστησε στην ταινία «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» που γυρίστηκε πριν από μερικά χρόνια στο νησί. Με στόχο, όπως είπαν, να βοηθήσει για να μην πληγεί ο… τουρισμός του νησιού.

Όταν οι κάτοικοι της Κεφαλονιάς κοιμούνται στα αυτοκίνητα, επειδή δεν έχουν φθάσει ακόμη οι σκηνές, όταν δεν έχουν λυθεί ακόμη βασικά πρακτικά ζητήματα που έχουν να κάνουν με τον επισιτισμό των σεισμοπλήκτων ή με τη διάνοιξη των οδικών αρτηριών και τον έλεγχο της επικινδυνότητας των κτιρίων, είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς πως μπορεί οι τοπικοί άρχοντες να βρήκαν χρόνο για να ασχοληθούν με την πρόσκληση της Ισπανίδας πρωταγωνίστριας.

Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που λείπει σε αυτή τη φάση από τη σεισμόπληκτη Κεφαλονιά δεν είναι ούτε τα χρήματα –δόξα τω Θεώ, η Ελλάδα του σήμερα, παρά τη δεινή οικονομική κρίση που την ταλανίζει, μπορεί, με τη συμβολή και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να επωμιστεί το όχι και τόσο ευκαταφρόνητο κόστος της ανοικοδόμησης του νησιού-, ούτε η αλληλεγγύη των ξένων που εκφράστηκε το 1953 όταν η χώρα δεν διέθετε στοιχειώδη μέσα για την ανακούφιση του πληθυσμού της.

Εκείνο που περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο απαιτείται τώρα είναι η οργάνωση και ο συντονισμός της δράσης της Πολιτείας που θα πείσει τους Κεφαλονίτες να μείνουν στο νησί τους που συνεχίζει να κουνιέται. Και μόλις δώσουν το σήμα οι σεισμολόγοι και οι άλλοι ειδικοί επιστήμονες να ξεκινήσουν την ανοικοδόμησή του.

Γι΄ αυτό και ο ορισμός ενός συντονιστή –υπουργού ή όποιου άλλου- που θα εγκατασταθεί στο νησί, αποτελεί συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ για να έχουν αποτέλεσμα οι προσπάθειες που γίνονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, την Πολιτική Προστασία, τον Στρατό, την Εκκλησία και –γιατί όχι;- τις εθελοντικές οργανώσεις που μπορεί και πρέπει να δραστηριοποιηθούν στην περιοχή. 


Και όταν με το καλό το νησί σταθεί στα πόδια του και είναι σε θέση να δεχθεί και πάλι τουρίστες, ας καλέσει την Πενέλοπε Κρουζ ο δήμαρχος κ. Αλέξανδρος Παρίσης για να φωτογραφηθούν και να γίνει θέμα στα διεθνή μέσα ενημέρωσης η ταχύτητα ανοικοδόμησης της Κεφαλονιάς.

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Κάνε κι εσύ ένα κόμμα, μπορείς…

Ένας αστικός μύθος που, εν είδει ανεκδότου, κυκλοφορούσε τις προηγούμενες δεκαετίες ήθελε σε μια από τις «φυλές» της Αριστεράς και συγκεκριμένα τους αποκαλούμενους «τροτσκιστές» να ισχύει το εξής φαινόμενο: μόλις γίνονταν τρία τα μέλη μιας οργάνωσης διασπώνταν για να δημιουργήσουν ένα ακόμη νέο σχήμα.
Η παροδοξότητα αυτή που συντηρούσε επί δεκαετίες -και εν πολλοίς συντηρεί ακόμη- την πολυδιάσπαση και τον κατακερματισμό της Αριστεράς, φαίνεται να λαμβάνει, πλέον, πανδημικές διαστάσεις, αφού ανάλογες τάσεις δημιουργίας όλο και περισσότερων κομματικών σχηματισμών παρατηρούνται τόσο στο Κέντρο όσο και στη Δεξιά, τους χώρους που κατά το παρελθόν κυριαρχούσαν τα παραδοσιακά κυβερνητικά κόμματα και δεν άφηναν, παρά σπανίως και κατ΄ εξαίρεση, ζωτικό χώρο για να επιβιώσουν άλλα μικρότερα σχήματα.
Φιλοδοξίες –θεμιτές και μη-υπήρξαν πάντοτε, αλλά επί πολλές δεκαετίες έμοιαζε αξεπέραστη η περίφημη έκφραση του Ευάγγελου Αβέρωφ για «τα πρόβατα που τα τρώει ο λύκος όταν μένουν έξω από το (κομματικό) μαντρί». Έτσι, ακόμη και κάποια από τα ελάχιστα κόμματα που, ως αποσχίσεις από τους μεγάλους κομματικούς σχηματισμούς, κατάφεραν να επιβιώσουν προσωρινά, παίρνοντας το «εισιτήριο» για το Κοινοβούλιο, όπως η Εθνική Παράταξη το 1977, η ΔΗΑΝΑ το 1989, η Πολιτική Άνοιξη το 1993,το ΔΗΚΚΙ το 1996 και ο ΛΑΟΣ το 2007, στην επόμενη ή στη μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση, έμεναν εκτός Βουλής και αργά ή γρήγορα εξαφανίζονταν από τον πολιτικό χάρτη.
Η βαθιά κρίση, ωστόσο, του πολιτικού συστήματος που προκάλεσε η έλευση της μνημονιακής εποχής και η συνακόλουθη κατάρρευση του παραδοσιακού πελατειακοκεντρικού τρόπου συγκρότησης των κομμάτων εξουσίας που οδήγησε στην  υποχώρηση των δυνάμεων της Νέας Δημοκρατίας και στην καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ, άφησαν ελεύθερο πεδίο σε νεοπαγή σχήματα, τα οποία από το ιδεολογικό… πουθενά βρέθηκαν, στις εκλογές του 2012, να διεκδικούν και σε ορισμένες περιπτώσεις να πετυχαίνουν την κοινοβουλευτική τους εκπροσώπηση.
Στην πρώτη από τις δύο απανωτές κάλπες που στήθηκαν προ διετίας, τα κόμματα που κατήλθαν στον εκλογικό στίβο  έφθασαν τα τριάντα, αριθμός που, όπως όλα δείχνουν, θα ξεπεραστεί κατά πολύ στις επικείμενες ευρωεκλογές του Μαΐου, καθώς ο χαρακτήρας της αναμέτρησης και ο περιορισμένος αριθμός των υποψηφίων που απαιτείται για να συγκροτηθεί το ευρωψηφοδέλτιο διευκολύνουν την κάθοδο στην αναμέτρηση σοβαρών και μη σχημάτων, όπως αυτά που «φυτρώνουν» τελευταία σαν τα… μανιτάρια.
Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι σχεδόν δεν περνάει μέρα που να μην ακούσουμε ή να μη διαβάσουμε για τη δημιουργία κάποιου νέου σχήματος, μάλλον δεν θα αποτελέσει έκπληξη ότι σε αυτές τις εκλογές πιθανότατα θα καταρριφθεί κάθε προηγούμενο ρεκόρ, στη χώρα μας, αλλά ίσως και πανευρωπαϊκά, συμμετοχής στις κάλπες κομματικών σχηματισμών που διεκδικούν την ψήφο μας και ορισμένοι εξ αυτών –οι πλέον «ψωνισμένοι»- τη δυνατότητα να μας… σώσουν.
Το εκπληκτικό, πάντως, είναι ότι αρκετά από τα εμφανιζόμενα ως «νέα» σχήματα, δεν είναι παρά ηγετικά μορφώματα, χωρίς κανένα πραγματικό λαϊκό έρεισμα, που στήνονται, στις περισσότερες περιπτώσεις, από πρόσωπα τα οποία διαδραμάτισαν ρόλους κατά το παρελθόν –με θητείες σε υπουργικούς θώκους ή σε άλλα κρατικά αξιώματα- χωρίς να καταφέρουν να αφήσουν κάποιο ουσιώδες αποτύπωμα ή να έχουν να παρουσιάσουν μια στοιχειώδη συμβολή στην επίλυση προβλημάτων.
Θα περίμενε, ίσως, κανείς ότι ορισμένα, έστω, ψήγματα  αυτογνωσίας ή και η αποδοκιμασία που στο παρελθόν έχουν εκφράσει στο πρόσωπό τους οι εκλογείς, θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για αρκετούς εξ αυτών. Όπως θα ανέμενε από πολύ περισσότερους να συναισθανόταν ότι, τουλάχιστον, σε αυτή τη φάση της γενικευμένης κρίσης η χώρα έχει, περισσότερο από ποτέ, ανάγκη την συνένωση των δυνάμεων.
Πλην, όμως, φεύ! Με τα τόσα… «ψώνια» που έστειλε στα κοινοβουλευτικά έδρανα η τελευταία, ιδιαιτέρως οργισμένη, ετυμηγορία των συμπολιτών μας, δυστυχώς έχουν ανοίξει τόσο πολλές… ορέξεις που είναι μάλλον αδύνατον να αποφύγουμε αυτό που μας περιμένει όσο θα πλησιάζουμε προς τις κάλπες του Μαΐου.
Από μια άποψη, βεβαίως, μπορεί αυτή η διαδικασία να αποδειχθεί, εν τέλει, «καθαρτήρια». Υπό την προϋπόθεση, φυσικά, ότι οι Έλληνες πολίτες, που θα έχουν ενώπιον τους τόσες πολλές επιλογές, θα καταφέρουν να διακρίνουν και να κρατήσουν στον αφρό το πραγματικά νέο -ανεξαρτήτως ηλικίας. Και συνάμα θα στείλουν στα εκλογικά «Τάρταρα» τα παλαιά και φθαρμένα υλικά, έστω και αν εμφανίζονται ως αναπαλαιωμένα ή αν έχουν φορέσει τη μάσκα του καινούργιου. Για να δούμε…
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 30.1.2014)

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Φωτιά στις μονταζιέρες!

Ο… ιστορικός του μέλλοντος που θα μπει στον κόπο να μελετήσει τα αρχεία του Κυβερνητικού Εκπροσώπου της τελευταίας περιόδου θα μείνει, νομίζω, έκθαμβος από τα ευρήματα μπροστά στα οποία θα βρεθεί.
Θα ματαιοπονήσει, κατ΄ αρχήν, αναζητώντας να πληροφορηθεί για τις τυχόν συζητήσεις που γίνονται στο Υπουργικό Συμβούλιο και στα άλλα θεσμικά όργανα μιας δικομματικής κυβέρνησης, αφού δεν πρόκειται να βρει καμία απολύτως τέτοια καταγραφή για τον απλούστατο λόγο ότι δεν γίνονται τέτοιες συνεδριάσεις. 
Θα ανακαλύψει, επίσης, ότι η μεγαλύτερη απειλή που βιώνει αυτή την περίοδο η χώρα δεν είναι η ύφεση και η ανεργία, ούτε τα λουκέτα και η καταστροφή του παραγωγικού δυναμικού που συντελείται μέρα τη μέρα, ούτε φυσικά η ασφυξία στην αγορά και η οικονομική –και όχι μόνο- κατάθλιψη που πυροδοτούν οι ατέρμονες διαπραγματεύσεις με την τρόικα.
Ανατρέχοντας κανείς στο αρχείο των ανακοινώσεων του εκπροσώπου της κυβέρνησης, μένει με την εντύπωση ότι τον μοναδικό κίνδυνο για τη χώρα συνιστούν τα φραστικά παραστρατήματα και οι διαφοροποιήσεις γνωστών και άγνωστων στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης που μπαίνουν στον μεγεθυντικό φακό του επικοινωνιακού επιτελείου της κυβέρνησης –και επικουρικά της Νέας Δημοκρατίας, όταν δεν υπάρχει ταύτιση του συγκυβερνώντος ΠΑΣΟΚ- με στόχο να γίνουν κυρίαρχο ζήτημα του δημόσιου διαλόγου.    
Δεν ξέρω ποιοι επικοινωνιακοί φωστήρες κατέστρωσαν αυτό το σχέδιο της προπαγανδιστικής «μονοκαλλιέργειας» στην οποία επιδίδεται ένας ολόκληρος μηχανισμός που έχει στηθεί γι΄ αυτό το σκοπό, αλλά αναρωτιέμαι συχνά αν είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούν ότι το αποτέλεσμα των προσπαθειών τους καταλήγει στο αντίθετο του επιδιωκόμενου.
Μια πλειάδα στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που, υπό κανονικές συνθήκες, η παρουσία τους στη δημόσια ζωή θα περνούσε παντελώς απαρατήρητη, απολαμβάνουν, πλέον, ευρείας αναγνωρισιμότητας και έχουν, μάλλον, εξασφαλισμένη την επανεκλογή τους, επειδή το γαλάζιο επιτελείο, άλλοτε με τη χρήση της γνωστής «μονταζιέρας» και άλλοτε χωρίς τη χρεία της, τους κατέστησε πρωταγωνιστές της επικαιρότητας και κεντρικά τηλεοπτικά πρόσωπα, χάρις σε μια φραστική ακρότητα που, ηθελημένα ή όχι, εκστόμισαν.
Ακόμη χειρότερα, όμως, έχω την αίσθηση ότι είναι τα αποτελέσματα της προσπάθειας που καταβάλλεται από τα ίδια επιτελεία να μπουν στο «κρεβάτι του Προκρούστη» οι δηλώσεις ορισμένων σοβαρών πολιτικών της αξιωματικής αντιπολίτευσης που έχουν επίγνωση της πραγματικότητας και προσπαθούν να καθοδηγήσουν το κόμμα τους προς αυτή την κατεύθυνση.
Άκρως χαρακτηριστικός είναι θεωρώ ο κουρνιαχτός που επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί γύρω από τις θέσεις του καθηγητή Γιώργου Σταθάκη, ο οποίος τις προηγούμενες ημέρες από τη συχνότητα του κομματικού σταθμού της παράταξης του είπε ορισμένες, μάλλον αυταπόδεικτες, αλήθειες, διαλύοντας τις βερμπαλιστικές ψευδαισθήσεις για το περίφημο «επαχθές χρέος» και την υποτιθέμενη διαγραφή του.
Αντί, λοιπόν, η υπεύθυνη στάση του να επικροτηθεί από την κυβέρνηση και να προβληθεί, αν θέλετε, και ως δικαίωση των προσπαθειών που υποτίθεται ότι καταβάλει για να πείσει τους εταίρους της χώρας να αναδιαρθρώσουν το χρέος, το επικοινωνιακό επιτελείο την είδε μόνον ως μια ακόμη αφορμή για να αναδείξει και να εκθέσει τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις στην αξιωματική αντιπολίτευση.
Η αλήθεια είναι ότι αν δεν είχαν πιάσει φωτιά οι κυβερνητικές «μονταζιέρες» για να προβάλλουν τις επίμαχες δηλώσεις του κ. Σταθάκη στον ραδιοσταθμό «Κόκκινο», αυτές μάλλον θα περνούσαν απαρατήρητες, αφού το ακροατήριο του συγκεκριμένου σταθμού δεν είναι και το πολυπληθέστερο που υπάρχει.  
Πιστεύουν, άραγε, στο Μαξίμου και στη Συγγρού ότι με τη διάσταση που οι ίδιοι έδωσαν στο ζήτημα, θα αποκομίσουν επικοινωνιακά οφέλη; Έχουν μήπως την αφελή εντύπωση ότι οι αποκαλούμενοι «νοικοκυραίοι», στους οποίους υποτίθεται ότι στοχεύουν, θα δυσαρεστηθούν επειδή η «Ίσκρα» του κ. Λαφαζάνη θα φιλοξενήσει επικριτικό αντίλογο; 
Την απάντηση, νομίζω, τη δίνουν οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος και πιθανώς όσες θα ακολουθήσουν και θα αποτυπώνουν τις εντυπώσεις που δημιουργεί στην κοινή γνώμη η προπαγανδιστική τακτική που ακολουθείται, δίνοντας την εντύπωση ότι, επειδή δεν έχει να παρουσιάσει η ίδια θετικό απολογισμό, κατατείνει απελπισμένα στο να αποδείξει ότι «οι άλλοι» (μπορεί να) «είναι χειρότεροι». 
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 24.1.2014)