Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Προαναγγελία παράδοσης ή power game;



Για όσους στοιχειωδώς παρακολουθούσαν τις δηλώσεις που έκανε το τελευταίο διάστημα ο Ευάγγελος Βενιζέλος, η εξέλιξη με την επίσπευση της προεδρικής εκλογής δεν αποτέλεσε «κεραυνό εν αιθρία». Και ας διέψευδε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, όποιον τον ρωτούσε, δημόσια ή κατ΄ ιδίαν, αν είχε στο μυαλό του τη φυγή προς τις εκλογές όταν επανειλημμένως έλεγε ότι η όποια συμφωνία με τους πιστωτές θα τεθεί στην κρίση του ελληνικού λαού.
Εξίσου σαφές ήταν για όσους είχαν γνώση των τεκταινομένων στο πρωθυπουργικό μέγαρο ότι «κάτι ετοίμαζε» ο Αντώνης Σαμαράς, όταν συχνά, τελευταία, έλεγε σε συνομιλητές του «περνάω τις χειρότερες μέρες της ζωής μου», χωρίς να κρύβει την κούραση που τον βάρυνε, ακόμη και όταν κατευόδωνε τους επισκέπτες του γραφείου του με το αισιόδοξο μήνυμα «εγώ θα το γυρίσω το παιχνίδι».
Αυτές οι δύο εικόνες εξηγούν, ως ένα βαθμό, το υψηλό ρίσκο που ανέλαβαν ο Αντώνης Σαμαράς και ο Ευάγγελος Βενιζέλος με την απόφασή τους να ορίσουν την προεδρική εκλογή πριν από την όποια συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές της χώρας, μια απόφαση που είναι ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες.
Κάποιοι έσπευσαν να πουν ότι η πρωτοβουλία που πήραν δεν είναι παρά ένα παιχνίδι εκβιασμού προς τους βουλευτές που δεν θέλουν εκλογές για να πειθαναγκαστούν να ψηφίσουν Πρόεδρο ώστε να αποφευχθούν οι πρόωρες κάλπες και να μην πάνε σπίτι τους ή στις δουλειές του (όποιοι έχουν τέτοιες…) ενάμιση χρόνο νωρίτερα.
Άλλοι πάλι μίλησαν για μια καλοστημένη «παγίδα» προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του, τα οποία, μέχρι πρότινος, υποστήριζαν ότι η κυβέρνηση και τα μέτρα θα πάρει και εκλογές θα υποχρεωθεί να προκηρύξει, προεξοφλώντας ότι οι δύο κυβερνητικοί εταίροι θα συνέχιζαν να κάνουν τη «βρώμικη δουλειά» και αφού θα έβγαζαν το κάρο από τη λάσπη, λοιδωρούμενοι από τους «ατσαλάκωτους» θα τους παρέδιδαν και το όχημα της εξουσίας.
Τι από τα δύο είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα; Πρόκειται, όντως, για μια ουσιαστική προαναγγελία παράδοσης της διακυβέρνησης στην αξιωματική αντιπολίτευση, μαζί με την καυτή «πατάτα» της επαναδιαπραγμάτευσης της όποιας συμφωνίας συνομολογηθεί ως τις 18 Οκτωβρίου με τους εταίρους και πιστωτές; Ή, απλώς, είμαστε μάρτυρες ενός πολύ σκληρού power game στο οποίο αποφάσισαν να παίξουν, ίσως και εκ του ασφαλούς, δύο έμπειροι πολιτικοί, οι οποίοι ξέρουν με ποιους αναμετρώνται;
Από την τροπή που θα πάρουν τα πράγματα το επόμενο εικοσαήμερο θα φανούν οι πραγματικές προθέσεις των κυρίων Σαμαρά και Βενιζέλου, ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης. Αν, πραγματικά, παλέψουν για να ανατρέψουν τους  αριθμητικούς συσχετισμούς που είναι εις βάρος τους, αφού, κακά τα ψέματα, η περίφημη «προεδρική πλειοψηφία», υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν υπάρχει, τότε θα δείξουν ότι δεν έχουν στόχο να παραδώσουν την εξουσία για να αποφύγουν τα δύσκολα που έχουν μπροστά τους.
Η γκάμα των κινήσεων που μπορούν να κάνουν για να ανατρέψουν τα δυσμενή δεδομένα είναι μεγάλη. Από το να ανοίξουν το κλειστό σύστημα εξουσίας που έχει εγκαθιδρυθεί στο Μέγαρο Μαξίμου, μέχρι να κάνουν τη μεγάλη υπέρβαση και να καλέσουν σε διάλογο για το πρόσωπο του υποψήφιου Προέδρου –και όχι μόνον- τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Και κυρίως εκείνους των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Πάνο Καμμένο και της Δημοκρατικής Αριστεράς Φώτη Κουβέλη, οι οποίοι δεν ευνοούνται από τις κάλπες «εξπρές» που θα στηθούν εφόσον η παρούσα Βουλή δεν εκλέξει τον επόμενο Ανώτατο Άρχοντα.
Αντιθέτως, αν συνεχίσουν να μένουν απαθείς στις εκκλήσεις που ήδη έγιναν από πολλές πλευρές για συναινετικά ανοίγματα είτε προς την κατεύθυνση μιας συμφωνίας για τον χρόνο των εκλογών, είτε προς τον σχηματισμό, εφόσον υπάρχουν οι απαραίτητες δυνάμεις, μιας κυβέρνησης ειδικού σκοπού με ευρύτερη στήριξη, θα φανεί ξεκάθαρα ότι αποφάσισαν να παραδώσουν την εξουσία στον ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πραγματικότητα, θα πρόκειται για μια πράξη… αντεκδίκησης απέναντι στον τρόπο που πολιτεύθηκε ως τώρα η αξιωματική αντιπολίτευση και έχοντας, ενδεχομένως, κατά νου ότι θα πάρουν πολύ σύντομα την ρεβάνς μπροστά στα αδιέξοδα που θα σωρεύσει στη νέα εξουσία η σύγκρουση της εύκολης υποσχεσιολογίας με την αδυσώπητη πραγματικότητα.
Μπορεί μια τέτοια στάση να μοιάζει δικαιολογημένη, κυρίως από την πλευρά του κ. Βενιζέλου, αλλά δεν νομίζω ότι είναι… δίκαιη. Στο βαθμό, φυσικά, που υπάρχει δικαιοσύνη στην Πολιτική.

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

«…Ημείς άδομεν»

          Μάθαμε, άραγε, τίποτε από την πολύχρονη κρίση;
Το ερώτημα, που προέρχεται από την παλαιότερη επωδό που ήθελε να γίνεται «η κρίση ευκαιρία», όπως τουλάχιστον υποστήριζαν ορισμένοι που τα πρώτα χρόνια ήλπιζαν σε μια γρήγορη έξοδο από τον ασφυκτικό μνημονιακό κορσέ, επανέρχεται μάλλον με μεγαλύτερη ένταση τώρα που, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, πλησιάζουμε προς το τέλος του βίαιου οικονομικού προγράμματος που μας επιβλήθηκε πριν από τεσσεράμισι χρόνια.
          Στρέφοντας, ωστόσο, κανείς το βλέμμα γύρω του, το πιθανότερο είναι ότι, σε γενικές γραμμές, θα δει να αναπαράγονται τα ίδια φαινόμενα και να ζουν και να βασιλεύουν οι ίδιες νοοτροπίες που επικρατούσαν πριν από την κρίση.
Αν εξαιρέσει, άλλωστε, κάποιος τη βίαιη φτωχοποίηση που υπέστησαν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού από τις επώδυνες περικοπές των εισοδημάτων και την απότομη αύξηση της φορολογίας, η κατάσταση, σε γενικές γραμμές, ελάχιστα έχει αλλάξει στους περισσότερους τομείς: στη δημόσια διοίκηση, στις επιχειρήσεις, στην καθημερινή συμπεριφορά των περισσότερων συμπολιτών μας.
Οι αντιφάσεις, η προχειρότητα, η άρνηση της πραγματικότητας και η μετάθεση ολόκληρης της ευθύνης στους… «άλλους» (εγχώριους ή ξένους) για ό,τι (μας) συμβαίνει, φαίνεται να αποτελούν τον γενικό κανόνα που χαρακτηρίζει τις συμπεριφορές τις οποίες εξακολουθεί να έχει το μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού σώματος, ου μην αλλά και του πολιτικού συστήματος, που, στο τέλος της γραφής, δεν είναι παρά αντανάκλαση των κοινωνικών τάσεων και του τρόπου που αυτές εκφράζονται και μέσα από τα μέσα ενημέρωσης.
Πάρτε για παράδειγμα τις τρέχουσες, ατέρμονες, όπως προδιαγράφονται, διαπραγματεύσεις με την τρόικα και τον απολύτως αποκαρδιωτικό τρόπο με τον οποίο τις χειρίζονται οι πολιτικές δυνάμεις.            
          Έχουμε από τη μια την κυβέρνηση να αδυνατεί να διαγνώσει, ως όφειλε, έπειτα από την εμπειρία των προηγούμενων χρόνων, τις διαθέσεις της πλευράς των δανειστών και εταίρων, με αποτέλεσμα να βολοδέρνει, μήνες τώρα, κινούμενη ανάμεσα στις «μονομερείς ενέργειες» και στην παρακλητική προσπάθεια να… συγκινηθούν οι τροϊκανοί και να επιστρέψουν στην Αθήνα (όπου δεν τους θέλαμε…). Και τους ζητάμε να το κάνουν, χωρίς να επιμείνουν στη λήψη νέων μέτρων, ούτε καν στην εφαρμογή παλαιότερων, επειδή αυτά οδηγούν σε κυβερνητική αποσταθεροποίηση.
          Κακά τα ψέματα, οι απανωτές διαπραγματευτικές γκάφες που έγιναν από τον περασμένο Αύγουστο ως τώρα, δεν μπορούν να καλυφθούν με δικαιολογίες, όπως η κοντόθωρη αναλγησία που επιδεικνύει η πλευρά των δανειστών ή η εκ των ένδον υπονόμευση από την έλλειψη ενιαίου εθνικού μετώπου που (μπορεί να) κάνει πιο αδιάλλακτους τους τροϊκανούς και, ενδεχομένως, τροφοδοτεί την επιθυμία τους να «δέσουν χειροπόδαρα» την Ελλάδα, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές και, πολύ περισσότερο, τις πολιτικές συνέπειες από τη διαιώνιση της δημοσιονομικής λιτότητας.
          Έχουμε, όμως, από την άλλη τις ακόμη μεγαλύτερες αντιφάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τα στελέχη της οποίας δυσκολεύονται να αποδεχθούν το αυτονόητο: ότι, δηλαδή, αν οι ευρωπαίοι εταίροι πιέζουν σήμερα τούτη την κυβέρνηση, που υποτίθεται ότι είναι φιλική τους, γιατί, άραγε, μπορεί να γίνουν πιο διαλλακτικοί με την επόμενη η οποία θα τους απειλεί με πολύ περισσότερες «μονομερείς ενέργειες». Ενέργειες, μάλιστα, που μπορεί να φθάσουν ως «μια Παρασκευή απόγευμα» που, όπως είπε ο Παναγιώτης Κουρουμπλής, θα συγκληθεί η Βουλή για να ανακοινωθεί στα άλλα κράτη μέλη της ευρωζώνης η απόφαση να μην τους επιστραφούν τα δανεικά με τα οποία στέκεται όρθια η Ελλάδα την τελευταία τετραετία.
          Μου έκανε, προσωπικά, ιδιαίτερη εντύπωση η τοποθέτηση ενός άλλου επιφανούς στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ που είναι από τους ανθρώπους που επηρεάζουν άμεσα τον Αλέξη Τσίπρα, του Νίκου Παπά, ο οποίος στην ίδια συνέντευξή του υποστήριζε από την μια ότι η κυβέρνηση είναι «σε συνεννόηση με την τρόικα και θα πάρει, εν τέλει, όποια μέτρα της ζητηθούν», την ίδια ώρα που, θέλοντας να εκφράσει την «απόλυτη πεποίθησή» του, όπως ακριβώς είπε, ότι δεν θα εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πρόσθετε τα εξής εκπληκτικά: «και το ξέρουν αυτό και εκτός της χώρας και εξηγεί κάποιες συμπεριφορές».
          Το πώς γίνεται η κυβέρνηση να κάνει «σικέ» παιχνίδι με τους εκπροσώπους των δανειστών για να πάρει τα σκληρότατα μέτρα που ζητούν εκείνοι, ενώ οι «εκτός της χώρας» έχουν προεξοφλήσει την, μέσω της προεδρικής εκλογής, ανατροπή της κυβέρνησης, είναι μια απορία που ίσως μπορεί να τη λύσει κανείς μόνον σε ευφάνταστα σενάρια πολιτικών θρίλερ με μεγάλες δόσεις ίντριγκας και συνωμοσίας.  

Με αυτά, πάντως, και με άλλα πολλά, έχω την αίσθηση ότι τα παθήματα της κρίσης διόλου μας έγιναν μαθήματα. Αντιθέτως, μάλλον αρειμάνιοι, πορευόμαστε κατά τη γνωστή παράφραση της Αισώπειας ρήσης σύμφωνα με την οποία «των οικιών ημών εμπιπραμένων ημείς άδομεν»…

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Οι εκπλήξεις του ΔΝΤ

            Αν πιστέψουμε –και γιατί να μην την πιστέψουμε;- τη Bank of America/Merill Lynch, που οργάνωσε μια από τις συναντήσεις τις οποίες είχαν στο Σίτυ του Λονδίνου τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για να παρουσιάσουν το πρόγραμμά τους, ο καθηγητής και βουλευτής Γιώργος Σταθάκης δήλωσε «έκπληκτος από την σκληρή στάση της τρόικας στις τελευταίες διαπραγματεύσεις».
            Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον αν αυτή η διαπίστωση δεν γινόταν μόνο σε κλειστές συσκέψεις στο εξωτερικό, αλλά ακουγόταν και στο εσωτερικό της χώρας μας για να αντιληφθούν όλοι όσοι εξακολουθούν να αρνούνται να παραδεχθούν την πραγματικότητα που διαμορφώνεται από τις πιέσεις τις οποίες δέχονται εκείνοι που σηκώσουν το βάρος της διαπραγμάτευσης.
            Συνδυάζοντας, μάλιστα, τη διαπίστωση του κ. Σταθάκη με τις ακριτομυθίες του υπουργού Οικονομικών -και επίσης καθηγητή- Γκίκα Χαρδούβελη που ήρθαν άθελά του στο φως της δημοσιότητας και αφορούσαν την αδιαφορία για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα με την οποία ήρθε αντιμέτωπη στο Παρίσι η ελληνική διαπραγματευτική αντιπροσωπεία, μπορεί κανείς να σχηματίσει γνώμη για όσα πραγματικά διακυβεύονται σε αυτές τις διαπραγματεύσεις.
            Είναι περισσότερο από προφανές ότι για τους δανειστές της Ελλάδας, εταίρους και μη, είναι αδιάφορο ποιος είναι ή δεν είναι στην εξουσία και οι επιδιώξεις τους δεν έχουν να κάνουν με τίποτε λιγότερο από το πώς θα εξασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα και μόνον αυτά. Μας δάνεισαν χρήματα μόνον και μόνον επειδή προσδοκούσαν ότι θα τα πάρουν πίσω και φυσικά προσδοκούν και επιμένουν να τα πάρουν εντόκως.
            Υπό αυτή την έννοια είναι τουλάχιστον αστείο να πιστεύει κανείς ότι θα κάνουν χάρη στη σημερινή κυβέρνηση ή θα τρομάξουν από την όποια αυριανή, επειδή εμείς εδώ για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης βαυκαλιζόμαστε να πιστεύουμε το αντίθετο και να ανταλλάσσουμε αλληλοκατηγορίες για «μερκελιστές» ή τριτοκοσμικούς».
            Δεν είναι μόνον η ιστορία που διδάσκει ότι σχεδόν ποτέ οι δανειστές –από την εποχή ακόμη των δανείων της ελληνικής Ανεξαρτησίας που πληρώθηκαν πολλές δεκαετίες αργότερα- δεν παραιτούνται από τις απαιτήσεις τους, ανεξάρτητα από το καθεστώς που ασκεί τη διακυβέρνηση της χώρας. Είναι, αν θέλετε, και η πρόσφατη διδακτική εμπειρία που δείχνει ότι οι εταίροι της Ελλάδας απαιτούν ικανοποίηση των συμφωνιών που έχει συναφθεί.
            Ποιος ξεχνά, αλήθεια, την αντιμετώπιση που είχε ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς από την Άνγκελα Μέρκελ όταν τον περασμένο Σεπτέμβριο πήγε στο Βερολίνο για να της ανακοινώσει ότι σκοπεύει να διώξει πρόωρα το ΔΝΤ;  Η Γερμανίδα καγκελάριος απέφυγε –δημοσίως τουλάχιστον- να σχολιάσει το… μεγαλοφυές ελληνικό σχέδιο. Αλλά για όσους δυσκολεύθηκαν να ερμηνεύσουν τη στάση της ήρθε 48 ώρες αργότερα να μας την εξηγήσει επαρκώς μια έκθεση γερμανικής τράπεζας που έλεγε ότι η Ελλάδα αδυνατεί να βγει μόνη της στις αγορές.
            Η επίμαχη έκθεση, που πέρασε σχετικά απαρατήρητη όταν εκδόθηκε, ήταν εκείνη που ουσιαστικά έδωσε το έναυσμα για όσα ακολούθησαν τις αμέσως επόμενες ημέρες στις λεγόμενες «αγορές» με την εκτίναξη της διαφοράς επιτοκίων των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου τα οποία έκτοτε διατηρούνται στα ύψη.
Έχει ενδιαφέρον, μάλιστα, να επισημάνει κανείς ότι η εκτίναξη των επιτοκίων ξεκίνησε τις μέρες που η κυβέρνηση έπαιρνε με άνεση ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, γεγονός που διαψεύδει όσους έσπευσαν να αποδώσουν την αντίδραση των αγορών αποκλειστικά και μόνον στην πολιτική αβεβαιότητα και στην ασάφεια σχετικά με την προεδρική εκλογή και το ενδεχόμενο να στηθούν πρόωρες βουλευτικές κάλπες.
           Όπως απέδειξε η συνέχεια και αργά μάλλον αντιλήφθηκαν στην κυβέρνηση, αν δεν είχε υπάρξει το κυβερνητικό σάλπισμα περί της πρόωρης έξωσης του ΔΝΤ ίσως οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα να είχαν κλείσει νωρίτερα και ενδεχομένως οι πιέσεις που βρήκαν απέναντι τους οι Έλληνες διαπραγματευτές στο Παρίσι να μην ήταν τόσο σκληρές.
           Κακά τα ψέματα, η άλλη πλευρά, η πλευρά δηλαδή των δανειστών και εταίρων της Ελλάδας, ανεξάρτητα από τις δικές τους ευθύνες, αμφισβητεί την ικανότητα της κυβέρνησης να προωθήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει. Γι΄ αυτό και, προεξάρχοντος του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που κάνει όλο το «παιχνίδι», είναι αποφασισμένοι να επιβάλουν τη συνέχιση της εποπτικής παρουσίας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
            Ενδεχομένως, μάλιστα αν το είχαν αντιληφθεί νωρίτερα οι κυβερνώντες μπορεί και να γλιτώναμε και ορισμένα επιπλέον μέτρα που εν είδει «παράπλευρων απωλειών» θα χρειαστεί να πάρουμε για να τερματιστούν οι παρατεταμένες σκληρές διαπραγματεύσεις με την τρόικα, που εκπλήσσουν ακόμη και τον κ. Σταθάκη.

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Καραμανλής – Παπανδρέου: Σιωπή ή ρεβάνς;



            Όταν ερωτάται για την κρίση και τους υπαιτίους που οδήγησαν σε αυτή, η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων, αν και παραμένει βαθειά διχασμένη, σε δύο ονόματα πολιτικών επικεντρώνεται: σε εκείνο του Κώστα Καραμανλή, που κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του κορυφώθηκε ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός και ξεκίνησε η ύφεση, καθώς και σε εκείνο του Γιώργου Παπανδρέου, επί των ημερών της διακυβέρνησης του οποίου η χώρα αποκλείστηκε από τις αγορές και εκούσα-άκουσα οδηγήθηκε στο Μνημόνιο.
            Ανεξάρτητα από την άποψη που μπορεί ο καθένας να έχει για το ποιος από τους δύο συνεχιστές των δύο ισχυρότερων πολιτικών «δυναστειών» της μεταπολεμικής Ελλάδας φταίει περισσότερο ή λιγότερο για την κρίση, σε μια διαπίστωση δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει: ότι ακολούθησαν και ακολουθούν εντελώς διαφορετικούς δρόμους για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, όπως και για να προασπίσουν την υστεροφημία τους και την ενδεχόμενη μύχια βούληση για να επανακάμψουν στο προσκήνιο, όπως λογικά συμπεραίνεται από το γεγονός ότι διατηρούν τις βουλευτικές έδρες τους.
            Ο Κώστας Καραμανλής έχει επιλέξει την απόλυτη σιωπή. Επί πέντε χρόνια ούτε στη Βουλή, ούτε πουθενά αλλού δεν έχει ανοίξει το στόμα του για να υπερασπιστεί τη διακυβέρνησή του, παρά τις κατά καιρούς βολές που δέχεται. Στήριξε και στηρίζει την παράταξή του, συμμετέχει στις επετειακές και άλλες εκδηλώσεις της και αποφεύγει να δημιουργεί προβλήματα στον διάδοχό του Αντώνη Σαμαρά, ακόμη και όταν ο τελευταίος είχε ανοιχτά στραφεί κατά παλαιών συνεργατών του.
Ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος επηρεάζει μεγάλο αριθμό βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, υπερψήφισε, αν και θα μπορούσε να τα ανατρέψει με ένα νεύμα, όλα ανεξαιρέτως τα νομοθετήματα της κυβέρνησης που συμμετέχει το κόμμα του, φθάνοντας μέχρι του σημείου να πει –και ο ίδιος- «ναι» ακόμη και στον κρατικό προϋπολογισμό για το 2013 που κατατέθηκε επί υπουργίας Γιάννη Στουρνάρα και συνιστούσε έναν ηχηρά επιβεβαιωτικό κόλαφο για τα τρομακτικά ελλείμματα που παρέδωσε η κυβέρνησή του.
Ο Γιώργος Παπανδρέου, από την άλλη, δείχνει να ακολουθεί μια εντελώς διαφορετική τακτική, παρότι κι αυτός τα τρία χρόνια που παρήλθαν από την παράδοση της πρωθυπουργίας στον Λουκά Παπαδήμο, δεν έχει μιλήσει ούτε μια φορά στο ελληνικό Κοινοβούλιο, του οποίου παραμένει μέλος. Μιλάει, ωστόσο, αλλού, σε ξένα πανεπιστήμια, σε παρουσιάσεις βιβλίων και μέσω ανακοινώσεων που εκδίδονται επ΄ ονόματί του, όπως οι τελευταίες που ακολούθησαν τη συνάντηση με τον διάδοχό του Ευάγγελο Βενιζέλο με τις οποίες ζητεί έκτακτο συνέδριο και αλλαγή ηγεσίας στο κόμμα του.
Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν συμμετέχει στις εκδηλώσεις του κόμματός του, το οποίο, εξάλλου, κατηγορεί ότι δεν προωθεί τη… «συμμετοχή», δικαιολογούμενος, συνήθως, ότι έχει σοβαρές απασχολήσεις στο εξωτερικό. Οργανώνει δικές του εκδηλώσεις, στις οποίες οι άνθρωποί του γιουχάρουν τον διάδοχό του κι ο ίδιος επικαλείται «τα γυρίσματα του καιρού». Καταψηφίζει, χωρίς να εξηγήσει το «γιατί», κυβερνητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, παρόλο που όταν ήταν εν τη «βασιλεία» του δεν ανεχόταν διαφοροποιήσεις και έφθασε ως τη διαγραφή, για ελάσσονος σημασίας διαφωνία, του προκατόχου του Κώστα Σημίτη.
Όπως για τον βαθμό ευθύνης ενός εκάστου εκ των δύο βασικών πρωταγωνιστών της κρίσης, που τα «νωπά» ακόμη γεγονότα της περιόδου 2004-2010, δεν επιτρέπουν τελεσίδικες ετυμηγορίες, σε όσους τουλάχιστον δεν αναζητούν έναν και μόνον «αποδιοπομπαίο τράγο», έτσι, αν ακόμη όχι περισσότερο, δεν είναι εύκολο να καταλήξει κανείς ποιος από τους δύο πρωθυπουργούς δικαιώνεται για τα μετέπειτα: εκείνος που απλώς σιωπά ή ο άλλος που θέλει να πάρει την… εκδικητική ρεβάνς;        
Έχω, ωστόσο, την αίσθηση ότι είναι προφανείς κάποιες διαπιστώσεις για τα αποτελέσματα που έχουν η πορεία που ο καθένας από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς χάραξε και ακολουθεί, είτε η πορεία αυτή αποτελεί προϊόν προσωπικής ιδιοσυγκρασίας και μόνον, είτε οφείλεται στην «ποιότητα» των ανθρώπων που τους περιτριγυρίζουν και τους επηρεάζουν.  
Το βέβαιο είναι ότι ο «σιωπηλός» Κώστας Καραμανλής εξακολουθεί να απολαμβάνει τον σεβασμό και την εκτίμηση όχι μόνον των πολυπληθών οπαδών, μελών και στελεχών που έχουν παραμείνει στο κόμμα που ίδρυσε ο θείος του και ηγήθηκε ο ίδιος, αλλά και ευρύτερων δυνάμεων της Κεντροδεξιάς –και όχι μόνον- παράταξης, σε βαθμό που να συζητείται -στα σοβαρά!- ακόμη και ως ένας από τους επικρατέστερους που πριν ή μετά τις εκλογές θα αναρριχηθούν στην Προεδρία της Δημοκρατίας.
Το ακριβώς αντίθετο μάλλον συμβαίνει με τον «θορυβώδη» Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος, κακά τα ψέματα, ακόμη και αν ξανάπαιρνε το «δαχτυλίδι» για να επιστρέψει στο αποδεκατισμένο κόμμα που ίδρυσε ο πατέρας του, μάλλον δεν θα εύρισκε οπαδούς, μέλη ή στελέχη για να ηγηθεί. Οι περισσότεροι φίλοι του, άλλωστε, έχουν, ακολουθώντας, ίσως, το δικό του παράδειγμα, εγκαταλείψει το σκάφος και έχουν ανοίξει πλώρη για άλλες πολιτείες. Ενώ οι λίγοι που έχουν απομείνει πίσω για να… «μαζέψουν τα ασυμμάζευτα», μάλλον δεν έχουν διάθεση να ακούν αδιαμαρτύρητα εγκλήσεις για (ψευδεπίγραφη) «συμμετοχή», με τις οποίες επιχειρείται να αποκρυβεί το αίσθημα της εκδικητικής όσο και (αυτο)καταστροφικής ρεβάνς.

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Γιατί όχι διαπραγματευτής για το χρέος ο Δ. Παπαδημούλης;

            Ο Δημήτρης Παπαδημούλης είναι αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και υψηλόβαθμο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ. Συγκεντρώνει, δηλαδή, στο πρόσωπό του δύο ιδιότητες που -τυπικά τουλάχιστον- δίνουν αυξημένο κύρος στον λόγο του. Υπό αυτή την έννοια, οι παρεμβάσεις που κάνει και οι προτάσεις που διατυπώνει, έστω και αν γίνονται μέσω του twitter, το λογικό είναι να αναμένει κανείς ότι είναι προϊόν συλλογικής επεξεργασίας του πολιτικού φορέα στον οποίο ανήκει.
            Ο κ. Παπαδημούλης, ο οποίος εδώ και καιρό εγκαλεί την κυβέρνηση ότι δεν στέργει σε μια συνάντηση ανάμεσα στον πρωθυπουργό και στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έκανε ένα επιπλέον βήμα, προδιαγράφοντας και την ατζέντα μιας πιθανής τέτοιας επαφής, προτείνοντας να περιλαμβάνει απόπειρα συνεννόησης για τρία καίρια ζητήματα: την εκλογή Προέδρου, την απομείωση (sic) του χρέους και τον ορισμό της ημερομηνίας των επόμενων εκλογών.
            Χωρίς, μάλιστα, να περάσει το περιοριστικό όριο των 140 χαρακτήρων που απαιτεί το twitter, το στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ εμφάνισε την πρότασή του ως «απάντηση» στην τρόικα που δεν «βιάζεται να γυρίσει και απαιτεί», αποφεύγοντας, έτσι, να δώσει αντιπολιτευτικό «χρώμα» στην παρέμβασή του.
            Υπό κανονικές συνθήκες, λοιπόν, η παρέμβαση του κ. Παπαδημούλη θα έπρεπε να προκαλέσει πολιτικό σεισμό, αφού, ανεξαρτήτως προθέσεων, η πρότασή του αποτελεί πανθομολογουμένως την ενδεδειγμένη λύση για τον «γόρδιο δεσμό» της πολιτικής αβεβαιότητας στην οποία είναι προσδεμένη η χώρα.
Αν, όντως, οι βασικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου, όπως εκφράζονται από τον πρωθυπουργό και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατάφερναν να υπερβούν τα μικροπάθη που τους χωρίζουν και δέχονταν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι, πολλά θα μπορούσαν να αλλάξουν στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό περιβάλλον της χώρας.
Δυστυχώς, όμως, αν εξαιρέσει κανείς το κλισέ για πρόταση – «βόμβα» στο οποίο κατέφυγαν κάποιες πρώτες διαδικτυακές αναρτήσεις, η πρόταση του κ. Παπαδημούλη αντιμετωπίστηκε ως «μη γενόμενη» τόσο από την κυβέρνηση, η οποία αυτάρεσκα πορεύεται «στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα», όσο και από την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία αρκείται στη δημοσκοπική υπεροχή που της εξασφαλίζουν οι ατελείωτες κυβερνητικές γκάφες και περιμένει την εκπλήρωση της θεωρίας του «ώριμου φρούτου», αδιαφορώντας αν αυτό μπορεί να αποδειχθεί… σάπιο.
Η ευθύνη, βεβαίως, ανήκει πρωτίστως στην πλευρά της κυβέρνησης και στον κ. Σαμαρά προσωπικά. Εκείνος είναι που θα περίμενε κανείς να σπεύσει να αδράξει την ευκαιρία που του δίνεται από την πρόταση του κ. Παπαδημούλη και να καλέσει τον κ. Τσίπρα αφενός να συμφωνήσουν στο πρόσωπο το οποίο, συναινετικά, όπως επιβάλει το Σύνταγμα, θα είναι ο επόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και αφετέρου να διαπραγματευθούν από κοινού τη συμφωνία για την αναδιάρθρωση του χρέους. Εφόσον, μάλιστα, διευθετηθούν οι δύο αυτές μείζονες εκκρεμότητες ποιος, αλήθεια, θα είχε αντίρρηση κατόπιν να στηθούν και οι κάλπες;
Ο ΣΥΡΙΖΑ, κακά τα ψέματα, έχει κάνει το τελευταίο διάστημα αρκετά αξιοσημείωτα βήματα προς την κατεύθυνση της συναίνεσης. Και ανεξάρτητα αν τα βλήματα αυτά είναι, όπως ορισμένοι ισχυρίζονται, μέρος ενός νέου επικοινωνιακού σχεδιασμού, η κυβέρνηση δεν μπορεί να μένει προσκολλημένη στο βολικό δόγμα της «ανεύθυνης αντιπολίτευσης», το οποίο, άλλωστε, δεν αποδίδει πλέον.
Πριν από δύο βδομάδες ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ αναγνώρισε την ανάγκη της συνεννόησης για τον επόμενο Πρόεδρο. Και έρχεται τώρα ένα σημαίνον στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ζητήσει το ίδιο για το χρέος, χωρίς, μάλιστα, να απαιτεί να γίνει αυτό μετά τις εκλογές.
Γιατί, αλήθεια δεν καλεί ο κ. Σαμαράς τον κ. Παπαδημούλη στο γραφείο του να τον ορίσει επικεφαλής των διαπραγματεύσεων για το χρέος, δεσμευόμενος ότι μόλις επιτύχει την αναδιάρθρωση –ακόμη καλύτερα αν φθάσει στη διαγραφή που επιμένει το κόμμα του- θα προκηρυχθούν και εκλογές;
Αν η πρόταση του κ. Παπαδημούλη είναι «μπλόφα», εκείνος και το κόμμα του θα εκτεθούν. Αν την εννοεί πραγματικά τόσο το καλύτερο για όλους. Ή, λέτε, ότι όλα αυτά να είναι πολύ καλά για να είναι αληθινά σε μια χώρα που η πολιτική συνεννόηση –ακόμη και στο εσωτερικό των ίδιων των κομμάτων…- είναι «είδος εν ανεπαρκεία»;

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Το «δίλημμα του φυλακισμένου» στην προεδρική εκλογή

             Ο Βύρων Πολύδωρας είναι ένας από τους πλέον ευρυμαθείς πολιτικούς και, πιθανότατα, γνωρίζει το περίφημο παράδειγμα με το «δίλημμα του φυλακισμένου» από την περιώνυμη Θεωρία Παιγνίων που ξεκίνησε από τα Μαθηματικά αλλά τυγχάνει ευρείας εφαρμογής και στις Θεωρητικές Επιστήμες, μηδέ εξαιρουμένης της Πολιτικής.  
            Αλλά, ακόμη και αν δεν το είχε κατά νου, όταν προ ολίγων ημερών δήλωνε ότι αν βρεθούν οι 179 της προεδρικής πλειοψηφίας, τότε εκείνος θα μπορούσε να ήταν ο 180ος, είναι βέβαιο ότι η πολιτική εμπειρία που τον διακρίνει ήταν εκείνη που κατηύθυνε την αναλυτική του σκέψη προς το «δίλημμα του φυλακισμένου».
            Σπεύδω, για να μην υπάρξουν παρανοήσεις από όσους τυχόν δεν γνωρίζουν τι ακριβώς είναι το «δίλημμα του φυλακισμένου», να διευκρινίσω ότι πρόκειται για μια εφαρμογή -ένα παράδειγμα, αν θέλετε- που εξετάζει τις στρατηγικές επιλογές λογικά σκεπτόμενων «παικτών» που εμπλέκονται σε ανταγωνιστικές καταστάσεις, όπως είναι η εκλογή Προέδρου από την παρούσα Βουλή ή η προκήρυξη πρόωρων εκλογών εξαιτίας της αδυναμίας συγκέντρωσης της απαιτούμενης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
            Στη βασική εκδοχή του, το παράδειγμα αναφέρεται σε δύο άτομα που συλλαμβάνονται ως ύποπτοι διάπραξης εγκλημάτων και οι διωκτικές αρχές που δεν έχουν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για να τους κατηγορήσουν, τους ανακρίνουν χωριστά και χωρίς μεταξύ τους επικοινωνία τους και τους διατυπώνουν την πρόταση ότι όποιος ομολογήσει και ενοχοποιήσει τον συνεργό του θα αφεθεί ελεύθερος, ενώ εκείνον που θα αρνηθεί την ενοχή του τον περιμένει σκληρή τιμωρία (π.χ. 12ετής φυλάκιση).
            Οι δύο κρατούμενοι ξέρουν, επίσης, ότι, αν ομολογήσουν και οι δύο, η ποινή τους θα είναι μειωμένη (π.χ. από 4 χρόνια έκαστος), αφού θα ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι συνεργάστηκαν με τις αρχές. Ενώ αν μείνουν και οι δύο «σιωπηλοί», με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν εναντίον τους, θα πέσουν ακόμη πιο «μαλακά» (π.χ. θα τιμωρηθούν από έναν χρόνο φυλάκιση ο καθένας).
            Υπό αυτές τις συνθήκες, η καλύτερη επιλογή και για τους δύο κρατούμενους είναι να κρατήσουν την ίδια ακριβώς στάση: είτε να μη μιλήσει κανείς τους, κάτι, όμως, που ο ένας δεν ξέρει αν θα το ακολουθήσει και ο άλλος, είτε να μιλήσουν και οι δύο για να αποφύγουν –ο καθένας για λογαριασμό του- τη βαριά ποινή που περιμένει εκείνον που θα εξακολουθεί να δηλώσει «αθώος» ενώ ο συνεργός του θα έχει ομολογήσει. 
            Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα και στην περίπτωση του κ. Πολύδωρα, αλλά και των υπολοίπων 45 βουλευτών από τους ανεξάρτητους, τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμένου και τους ΔΗΜΑΡίτες, που αποτελούν το «μήλον της έριδος» ανάμεσα στη συγκυβέρνηση που, ξεκινώντας από τα 155 υπέρ της προεδρικής εκλογής, θέλει να φθάσει στους 180, και στην αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία, έχοντας σίγουρα τα 99 «όχι» (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Χ.Α.) επιδιώκει να φθάσουν τουλάχιστον στους 121 όσοι επιλέγουν πρόωρες κάλπες.
            Το δίλημμα, λοιπόν, που έχουν ο καθένας από τους ένθεν κακείθεν διεκδικούμενους 46 βουλευτές είναι αν η στάση που, εν τέλει, θα τηρήσουν θα είναι η καλύτερη για τους ίδιους. Διότι, αν κάποιος σπεύσει από τώρα και ταχθεί υπέρ της μιας ή της άλλης κατάστασης, χωρίς, προηγουμένως, να έχει εξασφαλίσει ότι θα είναι με το στρατόπεδο που θα κερδίσει στη διελκυστίνδα, κινδυνεύει να εκτεθεί διπλά: αφενός χάνοντας την όποια διαπραγματευτική δυνατότητα διαθέτει και αφετέρου μένοντας «εκτός νυμφώνος».
            Ισχυρό, εν προκειμένω, είναι το δίλημμα που αντιμετωπίζουν όσοι, χωρίς να έχουν συνδιαλλαγεί με κανέναν, είναι έτοιμοι να μην ψηφίσουν Πρόεδρο, ενώ μέσα τους θα εύχονται να βρεθούν οι 180 για να παραταθεί η θητεία της Βουλής, ούτως ώστε οι ίδιοι να έχουν τον χρόνο για να προετοιμάσουν το έδαφος για τα επόμενα πολιτικά τους βήματα.
            Εξίσου, όμως, ισχυρό, αν όχι ακόμη ισχυρότερο, είναι το δίλημμα όσων κλίνουν προς το να ψηφίσουν Πρόεδρο, αλλά την ίδια ώρα φοβούνται ότι μπορεί να εκτεθούν επειδή άλλοι συνάδελφοί τους δεν θα το κάνουν και, έτσι, δεν θα αποφευχθούν οι εκλογές και δεν θα παραταθεί η κοινοβουλευτική τους παρουσία, ενώ θα τους βαραίνει και η υποψία της συνδιαλλαγής.
            Από τη δύσκολη διλημματική θέση, πάντως, μπορεί να βγάλει αρκετούς η -μάλλον «σοφή»- πρόνοια του Συντάγματος για τις τρεις ψηφοφορίες και με δυνατότητα, μάλιστα, αλλαγής κάθε φορά των υποψηφίων που θα προταθούν από τις κοινοβουλευτικές ομάδες. Κι αυτό επειδή, όπως έχει αποδειχθεί στη μαθηματική Θεωρία των Παιγνίων, στα διαδοχικά «παίγνια» είναι πιο ευχερής η (κατά Nash, από το όνομα του επιστήμονα που επινόησε τη Θεωρία) ισορροπία, ενώ αυξάνεται και η πιθανότητα εξεύρεσης της βέλτιστης λύσης.
            Όσο για το ποια θα αποδειχθεί ως βέλτιστη λύση στην προκείμενη εφαρμογή της συγκεκριμένης Θεωρίας στην Πολιτική, δεν μπορεί παρά να το μάθουμε τον Φεβρουάριο. Και, κατά πάσα πιθανότητα, στην τρίτη κατά σειρά ψηφοφορία που όλοι οι «παίκτες» θα αναπτύξουν τις στρατηγικές τους, προσπαθώντας να μαντέψουν και τις στρατηγικές των άλλων.

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Το… πέταγμα της πεταλούδας στον κήπο του Προεδρικού

            «Θα γίνουν εκλογές;». Το μάλλον αγωνιώδες ερώτημα που δέχθηκα, λίγες μόλις ώρες πριν από τις επισκέψεις των πολιτικών αρχηγών στο Προεδρικό Μέγαρο, μου δημιούργησε μια κάποια έκπληξη, καθώς προερχόταν από έναν συνομιλητή που δεν περίμενα να έχει τέτοιο ενδιαφέρον.
            «Ίσως τον Μάρτιο…», απάντησα. Αλλά δεν απέφυγα τον πειρασμό να εκφράσω τη δική μου απορία: «Και τι σε νοιάζει εσένα αν γίνουν ή δεν γίνουν εκλογές;», ρώτησα με τη σειρά μου τον Σπύρο, ιδιοκτήτη οικογενειακής ταβέρνας που τελευταία τα φέρνει δύσκολα βόλτα, αλλά, από ό,τι ήξερα, ποτέ δεν είχε ιδιαίτερη «πολιτικοποίηση».
            «Για τη δουλειά μου, φυσικά…», μου αντέτεινε για να μου εξηγήσει αμέσως μετά την επίδραση που έχουν οι πολιτικές εξελίξεις σε αυτό που λέμε πραγματική οικονομία με ένα απτό παράδειγμα, που θα μπορούσε να παραπέμπει στο φαινόμενο με το πέταγμα της πεταλούδας του Αμαζονίου που μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα από την περίφημη «θεωρία του χάους».
            Κατά τη διήγησή του, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου, παρότι ήταν ξεκίνημα του μήνα και θεωρητικά ο κόσμος είχε περισσότερα χρήματα, αφού είχαν πληρωθεί μισθοί και συντάξεις, η δουλειά της ταβέρνας ήταν ιδιαιτέρως πεσμένη, γεγονός που, κατά την εξήγηση του, ήταν συνάρτηση της πολιτικής αναστάτωσης που είχε δημιουργηθεί.
Αναφερόταν προφανώς -και χωρίς να έχει πλήρη γνώση των λεπτομερειών, αφού όταν παίζουν τα «δελτία των οκτώ» εκείνος εργάζεται- στη συζήτηση για την ψήφο εμπιστοσύνης που βρισκόταν εκείνο το διάστημα σε εξέλιξη στη Βουλή και στον καβγά που άναψε αμέσως μετά για το αν θα βρεθούν ή όχι οι 180 βουλευτές για την εκλογή του επόμενου Προέδρου.
Το ευτύχημα για εκείνον ήταν ότι προς το τέλος του μήνα, περίοδο που συνήθως ο τζίρος μειώνεται, η κατάσταση στην ταβέρνα του –παραδόξως πως- βελτιώθηκε ελαφρώς, γεγονός που, κατά τη δική του πάντα εξήγηση, οφειλόταν στο ότι, όπως μου είπε με δικά του λόγια, έφυγε από την επικαιρότητα η έντονα αρνητική συζήτηση για τα πολιτικά μελλούμενα.
Μεταφέρω τη μικρή αυτή -απολύτως διδακτική, κατά την προαίρεσή μου- ιστορία ως ένα, αν θέλετε, υστερόγραφο στην, κατά πολλούς, ασύμμετρη αντίδραση που είχαν οι περιβόητες «αγορές» μετά τα όσα απασχόλησαν το προηγούμενο διάστημα τη χώρα μας και περιστρέφονταν γύρω από… γαμήλιους «κουμπαράδες» για την ικανοποίηση των υπόπτων ως «αργυρώνητων» βουλευτών, αλλά και το πρόωρο σάλπισμα εξόδου από την επιτήρηση των δανειστών με το οποίο θεώρησαν καλό να απαντήσουν οι κυβερνητικοί εταίροι.
Αν οι πελάτες των ελληνικών ταβερνών που ξέρουν ή, τέλος πάντων, οφείλουν να ξέρουν, με ποιο πολιτικό σύστημα έχουν να κάνουν, αφού οι ίδιοι το επιλέγουν, αντιδρούν κατ΄ αυτόν τον τρόπο στις ένθεν κακείθεν συμπεριφορές που διακυβεύουν την σταθερότητα της χώρας, γιατί, αλήθεια, να μας εμπιστευθούν οι διαβόητες «αγορές»;
Και ποια δύναμη είναι εκείνη που θα μπορούσε να κάνει ακόμη και τον πιο… φιλεύσπλαχνο (αν υπάρχει τέτοιος…) ξένο επενδυτή να επιλέξει να τοποθετήσει τα χρήματά του σε μια χώρα που η προεκλογική περίοδος ξεκινάει την επομένη των εκλογών; Δεν τα δίνει καλύτερα –ας χρησιμοποιήσει κι η στήλη μια υπερβολή- συνεισφορά σε… φιλανθρωπική οργάνωση;
Είναι, άλλωστε, αρκούντως αποτρεπτικά τα όσα διαμείβονται αυτές τις μέρες με τους πολιτικούς αρχηγούς που επισκέπτονται το Προεδρικό Μέγαρο για να χρησιμοποιήσουν τον θεσμό που –συνταγματικά, τουλάχιστον- συμβολίζει την ενότητα του Έθνους ως ντεκόρ για να δώσουν υποκριτικούς όρκους πίστης σε μια ψευδεπίγραφη συναίνεση που προβάλουν για να καλύψουν την εκατέρωθεν δίψα για εξουσία: των μεν να την κρατήσουν, των δε για να την κατακτήσουν.
Γιατί, κακά τα ψέματα, αν όντως ενδιαφέρονταν για τη χώρα και για το αν έχει δουλειά ώστε να μην απειλείται με λουκέτο ο φίλος μου ο ταβερνιάρης, με τον οποίο ξεκίνησε τούτο το σημείωμα, όπως και ο κάθε άλλος επαγγελματίας ή εργαζόμενος, δεν θα έπαιζαν αυτό το κακόγουστο θέατρο με το «πηγαινέλα» στον Πρόεδρο για επικοινωνιακούς και μόνον λόγους.
Αντιθέτως, αν εννοούσαν τη συναίνεση την οποία επικαλούνται θα κάθονταν, λόγω της κρίσιμης συγκυρίας που όλοι αναγνωρίζουν ότι διέρχεται ο τόπος, στο ίδιο τραπέζι και χωρίς τελεσίγραφα και απειλές, αλλά με υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές, θα συμφωνούσαν σε τρία καθοριστικά για όλους μας ζητήματα: στη συγκρότηση κοινής διαπραγματευτικής ομάδας για τη συνομολόγηση συμφωνίας εξόδου από το Μνημόνιο που να περιλαμβάνει αναδιάρθρωση του χρέους, στη συναινετική εκλογή Προέδρου και, τέλος, στην προσφυγή αμέσως μετά στις κάλπες ώστε να αποφασίσει ο ελληνικός λαός ποιοι και πως μπορεί να διαχειριστούν καλύτερα τις τύχες της μεταμνημονιακής Ελλάδας.