Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Βαράτε βιολιτζήδες!



           Η διεκδίκηση της εξουσίας υπήρξε ανέκαθεν ένας αδυσώπητος αγώνας που συχνά γίνεται χωρίς την τήρηση ακόμη και των πιο στοιχειωδών κανόνων του παιχνιδιού. Αρκετές φορές, ωστόσο, οι άνθρωποι που τη διεκδικούν χάνουν το μέτρο. Και τυφλωμένοι μάλλον από το πάθος για το αντικείμενο του πόθου τους χρησιμοποιούν τόσο αθέμιτα μέσα για να κατακτήσουν που σε κάποιες περιπτώσεις αντί να τους φέρνουν πιο κοντά στο στόχο που θέτουν, τους απομακρύνουν.
Με τούτες τις σκέψεις να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου, καθώς παρακολουθώ τα τεκταινόμενα περί την προεδρική εκλογή, δεν μπορώ, με τα όσα κωμικοτραγικά διαδραματίζονται γύρω μας, να μην αναρωτηθώ αν οι πρωταγωνιστές της κεντρικής πολιτικής σκηνής έχουν αίσθηση των πραγμάτων και των καταστάσεων που καλούνται να διαχειριστούν.
Πόσο, για παράδειγμα, ανταποκρίνεται στο πραγματικό διακύβευμα αυτής τη εκλογής το άκρως επικίνδυνο παιχνίδι με την οικονομική σαποσταθεροποίηση της χώρας που παίζεται -αν όχι συντονισμένα, σίγουρα ανεμπόδιστα- τις τελευταίες μέρες από όσους εμφανίζονται να κόπτονται για τη διαφύλαξη της σταθερότητας;
Ποιος, αλήθεια, είναι εκείνος που πιστεύει ότι ακόμη και αν κλείσουν τα ΑΤΜ, όπως διάφοροι ανεύθυνα υπαινίσσονται ή και διαδίδουν, οι πανικόβλητοι καταθέτες, που ενδεχομένως αγνοούν ότι οι καταθέσεις τους τουλάχιστον μέχρι το ύψος των 100 χιλιάδων ευρώ είναι ασφαλισμένες, θα στρέψουν την οργή τους μόνον κατά όσων δεν ψηφίσουν τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας και όχι εναντίον όσων άφησαν τα πράγματα να φθάσουν ως εκεί;
Είναι, άραγε, τόσο δύσκολο να συνειδητοποιήσουν ότι αν επέλθει το απευκταίο Grexit, οι πρώτοι που θα την πληρώσουν είναι όσοι ικανοποιούνται να αποτελούν «οικεία πρόσωπα» του κ. Γιούνκερ και αδιαφορούν για την συνεννόηση στο εσωτερικό της χώρας, επιμένοντας στο αλαζονικό «πάρτα όλα»;  
Γιατί, κακά τα ψέματα, με τη φορά που έχουν πάρει τα πράγματα είναι πολύ πιθανό το περιβόητο πλέον bankrun, που υποτίθεται ότι μας απειλεί, επειδή η χώρα, αντί να εκλέξει Πρόεδρο, θα πάει σε εκλογές, να λειτουργήσει, εν τέλει, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία και να επιπέσει επί των κεφαλών των ίδιων των ψευδοπροφητών της επερχόμενης καταστροφής.
Αλλά και από την άλλη, τι νόημα μπορεί να έχουν οι ιδεοληπτικές πομφόλυγες που εξαπολύονται κατά των «αγορών»; Υπάρχει εχέφρων άνθρωπος που πιστεύει ότι τα διεθνή τραπεζικά ιδρύματα, οι ευρωπαϊκές χώρες, τα επενδυτικά κεφάλαια και όποιοι άλλοι θεσμοί του καπιταλιστικού κόσμου έχουν τοποθετήσει ή σκοπεύουν να τοποθετήσουν τα χρήματά τους στην Ελλάδα, θα τρομοκρατηθούν από μια κυβερνητική αλλαγή και θα χορεύουν πεντοζάλη ή όποιον άλλο σκοπό θα βαράει η λύρα και ο ζουρνάς του κ. Τσίπρα;
Έχω την ειλικρινή απορία να μάθω ποια επικοινωνιακή στρατηγική υπηρετούν τέτοιοι ανυπόστατοι ισχυρισμοί. Και, πολύ περισσότερο, πως συνδέονται αυτές του είδους οι ανευθυνότητες με την προσπάθεια που κατέβαλε όλο το προηγούμενο διάστημα ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ για να αποδείξει ότι έχει κάνει στροφή στον ρεαλισμό και στη σοβαρότητα, αφήνοντας να φανεί ότι έχει απομακρυνθεί από την εποχή που ισχυριζόταν ότι θα περιέφερε ανά τας οδούς και τας ρίμας την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Είναι δυνατόν ένα κόμμα που υποτίθεται, βασίμως, ότι βρίσκεται μια ανάσα από την εξουσία, να καταφεύγει σε φραστικές ακρότητες αυτού του είδους ή, ακόμη χειρότερα, όπως εκείνες που εκστομίζουν άλλα στελέχη του τα οποία απειλούν να καθήσουν στο σκαμνί του Ειδικού Δικαστηρίου όλο το πολιτικό προσωπικό της τελευταίας πενταετίας; Τι είναι εκείνο που τους κάνει να παραβλέπουν ότι με κάποιους εξ αυτών ίσως υποχρεωθούν αύριο να συγκυβερνήσουν; Σε ποιο κοινό, αλήθεια, απευθύνονται και ποιους πιστεύουν ότι μπορεί να πείσουν να αλλάξουν την ψήφο τους με τέτοια επιχειρηματολογία;
Εν κατακλείδι, είτε εκλεγεί Πρόεδρος, όπως θέλει η κυβέρνηση (ή έστω ένας μέρος της), είτε πάμε σε εκλογές, όπως επιθυμεί η αντιπολίτευση (ή, επίσης, ένα μέρος της), το μόνο βέβαιο είναι ότι η χώρα θα συνεχίσει να πορεύεται με το «βαράτε βιολιτζήδες» και ό,τι βγεί…

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Προαναγγελία παράδοσης ή power game;



Για όσους στοιχειωδώς παρακολουθούσαν τις δηλώσεις που έκανε το τελευταίο διάστημα ο Ευάγγελος Βενιζέλος, η εξέλιξη με την επίσπευση της προεδρικής εκλογής δεν αποτέλεσε «κεραυνό εν αιθρία». Και ας διέψευδε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, όποιον τον ρωτούσε, δημόσια ή κατ΄ ιδίαν, αν είχε στο μυαλό του τη φυγή προς τις εκλογές όταν επανειλημμένως έλεγε ότι η όποια συμφωνία με τους πιστωτές θα τεθεί στην κρίση του ελληνικού λαού.
Εξίσου σαφές ήταν για όσους είχαν γνώση των τεκταινομένων στο πρωθυπουργικό μέγαρο ότι «κάτι ετοίμαζε» ο Αντώνης Σαμαράς, όταν συχνά, τελευταία, έλεγε σε συνομιλητές του «περνάω τις χειρότερες μέρες της ζωής μου», χωρίς να κρύβει την κούραση που τον βάρυνε, ακόμη και όταν κατευόδωνε τους επισκέπτες του γραφείου του με το αισιόδοξο μήνυμα «εγώ θα το γυρίσω το παιχνίδι».
Αυτές οι δύο εικόνες εξηγούν, ως ένα βαθμό, το υψηλό ρίσκο που ανέλαβαν ο Αντώνης Σαμαράς και ο Ευάγγελος Βενιζέλος με την απόφασή τους να ορίσουν την προεδρική εκλογή πριν από την όποια συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές της χώρας, μια απόφαση που είναι ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες.
Κάποιοι έσπευσαν να πουν ότι η πρωτοβουλία που πήραν δεν είναι παρά ένα παιχνίδι εκβιασμού προς τους βουλευτές που δεν θέλουν εκλογές για να πειθαναγκαστούν να ψηφίσουν Πρόεδρο ώστε να αποφευχθούν οι πρόωρες κάλπες και να μην πάνε σπίτι τους ή στις δουλειές του (όποιοι έχουν τέτοιες…) ενάμιση χρόνο νωρίτερα.
Άλλοι πάλι μίλησαν για μια καλοστημένη «παγίδα» προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του, τα οποία, μέχρι πρότινος, υποστήριζαν ότι η κυβέρνηση και τα μέτρα θα πάρει και εκλογές θα υποχρεωθεί να προκηρύξει, προεξοφλώντας ότι οι δύο κυβερνητικοί εταίροι θα συνέχιζαν να κάνουν τη «βρώμικη δουλειά» και αφού θα έβγαζαν το κάρο από τη λάσπη, λοιδωρούμενοι από τους «ατσαλάκωτους» θα τους παρέδιδαν και το όχημα της εξουσίας.
Τι από τα δύο είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα; Πρόκειται, όντως, για μια ουσιαστική προαναγγελία παράδοσης της διακυβέρνησης στην αξιωματική αντιπολίτευση, μαζί με την καυτή «πατάτα» της επαναδιαπραγμάτευσης της όποιας συμφωνίας συνομολογηθεί ως τις 18 Οκτωβρίου με τους εταίρους και πιστωτές; Ή, απλώς, είμαστε μάρτυρες ενός πολύ σκληρού power game στο οποίο αποφάσισαν να παίξουν, ίσως και εκ του ασφαλούς, δύο έμπειροι πολιτικοί, οι οποίοι ξέρουν με ποιους αναμετρώνται;
Από την τροπή που θα πάρουν τα πράγματα το επόμενο εικοσαήμερο θα φανούν οι πραγματικές προθέσεις των κυρίων Σαμαρά και Βενιζέλου, ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης. Αν, πραγματικά, παλέψουν για να ανατρέψουν τους  αριθμητικούς συσχετισμούς που είναι εις βάρος τους, αφού, κακά τα ψέματα, η περίφημη «προεδρική πλειοψηφία», υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν υπάρχει, τότε θα δείξουν ότι δεν έχουν στόχο να παραδώσουν την εξουσία για να αποφύγουν τα δύσκολα που έχουν μπροστά τους.
Η γκάμα των κινήσεων που μπορούν να κάνουν για να ανατρέψουν τα δυσμενή δεδομένα είναι μεγάλη. Από το να ανοίξουν το κλειστό σύστημα εξουσίας που έχει εγκαθιδρυθεί στο Μέγαρο Μαξίμου, μέχρι να κάνουν τη μεγάλη υπέρβαση και να καλέσουν σε διάλογο για το πρόσωπο του υποψήφιου Προέδρου –και όχι μόνον- τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Και κυρίως εκείνους των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Πάνο Καμμένο και της Δημοκρατικής Αριστεράς Φώτη Κουβέλη, οι οποίοι δεν ευνοούνται από τις κάλπες «εξπρές» που θα στηθούν εφόσον η παρούσα Βουλή δεν εκλέξει τον επόμενο Ανώτατο Άρχοντα.
Αντιθέτως, αν συνεχίσουν να μένουν απαθείς στις εκκλήσεις που ήδη έγιναν από πολλές πλευρές για συναινετικά ανοίγματα είτε προς την κατεύθυνση μιας συμφωνίας για τον χρόνο των εκλογών, είτε προς τον σχηματισμό, εφόσον υπάρχουν οι απαραίτητες δυνάμεις, μιας κυβέρνησης ειδικού σκοπού με ευρύτερη στήριξη, θα φανεί ξεκάθαρα ότι αποφάσισαν να παραδώσουν την εξουσία στον ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πραγματικότητα, θα πρόκειται για μια πράξη… αντεκδίκησης απέναντι στον τρόπο που πολιτεύθηκε ως τώρα η αξιωματική αντιπολίτευση και έχοντας, ενδεχομένως, κατά νου ότι θα πάρουν πολύ σύντομα την ρεβάνς μπροστά στα αδιέξοδα που θα σωρεύσει στη νέα εξουσία η σύγκρουση της εύκολης υποσχεσιολογίας με την αδυσώπητη πραγματικότητα.
Μπορεί μια τέτοια στάση να μοιάζει δικαιολογημένη, κυρίως από την πλευρά του κ. Βενιζέλου, αλλά δεν νομίζω ότι είναι… δίκαιη. Στο βαθμό, φυσικά, που υπάρχει δικαιοσύνη στην Πολιτική.

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

«…Ημείς άδομεν»

          Μάθαμε, άραγε, τίποτε από την πολύχρονη κρίση;
Το ερώτημα, που προέρχεται από την παλαιότερη επωδό που ήθελε να γίνεται «η κρίση ευκαιρία», όπως τουλάχιστον υποστήριζαν ορισμένοι που τα πρώτα χρόνια ήλπιζαν σε μια γρήγορη έξοδο από τον ασφυκτικό μνημονιακό κορσέ, επανέρχεται μάλλον με μεγαλύτερη ένταση τώρα που, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, πλησιάζουμε προς το τέλος του βίαιου οικονομικού προγράμματος που μας επιβλήθηκε πριν από τεσσεράμισι χρόνια.
          Στρέφοντας, ωστόσο, κανείς το βλέμμα γύρω του, το πιθανότερο είναι ότι, σε γενικές γραμμές, θα δει να αναπαράγονται τα ίδια φαινόμενα και να ζουν και να βασιλεύουν οι ίδιες νοοτροπίες που επικρατούσαν πριν από την κρίση.
Αν εξαιρέσει, άλλωστε, κάποιος τη βίαιη φτωχοποίηση που υπέστησαν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού από τις επώδυνες περικοπές των εισοδημάτων και την απότομη αύξηση της φορολογίας, η κατάσταση, σε γενικές γραμμές, ελάχιστα έχει αλλάξει στους περισσότερους τομείς: στη δημόσια διοίκηση, στις επιχειρήσεις, στην καθημερινή συμπεριφορά των περισσότερων συμπολιτών μας.
Οι αντιφάσεις, η προχειρότητα, η άρνηση της πραγματικότητας και η μετάθεση ολόκληρης της ευθύνης στους… «άλλους» (εγχώριους ή ξένους) για ό,τι (μας) συμβαίνει, φαίνεται να αποτελούν τον γενικό κανόνα που χαρακτηρίζει τις συμπεριφορές τις οποίες εξακολουθεί να έχει το μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού σώματος, ου μην αλλά και του πολιτικού συστήματος, που, στο τέλος της γραφής, δεν είναι παρά αντανάκλαση των κοινωνικών τάσεων και του τρόπου που αυτές εκφράζονται και μέσα από τα μέσα ενημέρωσης.
Πάρτε για παράδειγμα τις τρέχουσες, ατέρμονες, όπως προδιαγράφονται, διαπραγματεύσεις με την τρόικα και τον απολύτως αποκαρδιωτικό τρόπο με τον οποίο τις χειρίζονται οι πολιτικές δυνάμεις.            
          Έχουμε από τη μια την κυβέρνηση να αδυνατεί να διαγνώσει, ως όφειλε, έπειτα από την εμπειρία των προηγούμενων χρόνων, τις διαθέσεις της πλευράς των δανειστών και εταίρων, με αποτέλεσμα να βολοδέρνει, μήνες τώρα, κινούμενη ανάμεσα στις «μονομερείς ενέργειες» και στην παρακλητική προσπάθεια να… συγκινηθούν οι τροϊκανοί και να επιστρέψουν στην Αθήνα (όπου δεν τους θέλαμε…). Και τους ζητάμε να το κάνουν, χωρίς να επιμείνουν στη λήψη νέων μέτρων, ούτε καν στην εφαρμογή παλαιότερων, επειδή αυτά οδηγούν σε κυβερνητική αποσταθεροποίηση.
          Κακά τα ψέματα, οι απανωτές διαπραγματευτικές γκάφες που έγιναν από τον περασμένο Αύγουστο ως τώρα, δεν μπορούν να καλυφθούν με δικαιολογίες, όπως η κοντόθωρη αναλγησία που επιδεικνύει η πλευρά των δανειστών ή η εκ των ένδον υπονόμευση από την έλλειψη ενιαίου εθνικού μετώπου που (μπορεί να) κάνει πιο αδιάλλακτους τους τροϊκανούς και, ενδεχομένως, τροφοδοτεί την επιθυμία τους να «δέσουν χειροπόδαρα» την Ελλάδα, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές και, πολύ περισσότερο, τις πολιτικές συνέπειες από τη διαιώνιση της δημοσιονομικής λιτότητας.
          Έχουμε, όμως, από την άλλη τις ακόμη μεγαλύτερες αντιφάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τα στελέχη της οποίας δυσκολεύονται να αποδεχθούν το αυτονόητο: ότι, δηλαδή, αν οι ευρωπαίοι εταίροι πιέζουν σήμερα τούτη την κυβέρνηση, που υποτίθεται ότι είναι φιλική τους, γιατί, άραγε, μπορεί να γίνουν πιο διαλλακτικοί με την επόμενη η οποία θα τους απειλεί με πολύ περισσότερες «μονομερείς ενέργειες». Ενέργειες, μάλιστα, που μπορεί να φθάσουν ως «μια Παρασκευή απόγευμα» που, όπως είπε ο Παναγιώτης Κουρουμπλής, θα συγκληθεί η Βουλή για να ανακοινωθεί στα άλλα κράτη μέλη της ευρωζώνης η απόφαση να μην τους επιστραφούν τα δανεικά με τα οποία στέκεται όρθια η Ελλάδα την τελευταία τετραετία.
          Μου έκανε, προσωπικά, ιδιαίτερη εντύπωση η τοποθέτηση ενός άλλου επιφανούς στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ που είναι από τους ανθρώπους που επηρεάζουν άμεσα τον Αλέξη Τσίπρα, του Νίκου Παπά, ο οποίος στην ίδια συνέντευξή του υποστήριζε από την μια ότι η κυβέρνηση είναι «σε συνεννόηση με την τρόικα και θα πάρει, εν τέλει, όποια μέτρα της ζητηθούν», την ίδια ώρα που, θέλοντας να εκφράσει την «απόλυτη πεποίθησή» του, όπως ακριβώς είπε, ότι δεν θα εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πρόσθετε τα εξής εκπληκτικά: «και το ξέρουν αυτό και εκτός της χώρας και εξηγεί κάποιες συμπεριφορές».
          Το πώς γίνεται η κυβέρνηση να κάνει «σικέ» παιχνίδι με τους εκπροσώπους των δανειστών για να πάρει τα σκληρότατα μέτρα που ζητούν εκείνοι, ενώ οι «εκτός της χώρας» έχουν προεξοφλήσει την, μέσω της προεδρικής εκλογής, ανατροπή της κυβέρνησης, είναι μια απορία που ίσως μπορεί να τη λύσει κανείς μόνον σε ευφάνταστα σενάρια πολιτικών θρίλερ με μεγάλες δόσεις ίντριγκας και συνωμοσίας.  

Με αυτά, πάντως, και με άλλα πολλά, έχω την αίσθηση ότι τα παθήματα της κρίσης διόλου μας έγιναν μαθήματα. Αντιθέτως, μάλλον αρειμάνιοι, πορευόμαστε κατά τη γνωστή παράφραση της Αισώπειας ρήσης σύμφωνα με την οποία «των οικιών ημών εμπιπραμένων ημείς άδομεν»…

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Οι εκπλήξεις του ΔΝΤ

            Αν πιστέψουμε –και γιατί να μην την πιστέψουμε;- τη Bank of America/Merill Lynch, που οργάνωσε μια από τις συναντήσεις τις οποίες είχαν στο Σίτυ του Λονδίνου τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για να παρουσιάσουν το πρόγραμμά τους, ο καθηγητής και βουλευτής Γιώργος Σταθάκης δήλωσε «έκπληκτος από την σκληρή στάση της τρόικας στις τελευταίες διαπραγματεύσεις».
            Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον αν αυτή η διαπίστωση δεν γινόταν μόνο σε κλειστές συσκέψεις στο εξωτερικό, αλλά ακουγόταν και στο εσωτερικό της χώρας μας για να αντιληφθούν όλοι όσοι εξακολουθούν να αρνούνται να παραδεχθούν την πραγματικότητα που διαμορφώνεται από τις πιέσεις τις οποίες δέχονται εκείνοι που σηκώσουν το βάρος της διαπραγμάτευσης.
            Συνδυάζοντας, μάλιστα, τη διαπίστωση του κ. Σταθάκη με τις ακριτομυθίες του υπουργού Οικονομικών -και επίσης καθηγητή- Γκίκα Χαρδούβελη που ήρθαν άθελά του στο φως της δημοσιότητας και αφορούσαν την αδιαφορία για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα με την οποία ήρθε αντιμέτωπη στο Παρίσι η ελληνική διαπραγματευτική αντιπροσωπεία, μπορεί κανείς να σχηματίσει γνώμη για όσα πραγματικά διακυβεύονται σε αυτές τις διαπραγματεύσεις.
            Είναι περισσότερο από προφανές ότι για τους δανειστές της Ελλάδας, εταίρους και μη, είναι αδιάφορο ποιος είναι ή δεν είναι στην εξουσία και οι επιδιώξεις τους δεν έχουν να κάνουν με τίποτε λιγότερο από το πώς θα εξασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα και μόνον αυτά. Μας δάνεισαν χρήματα μόνον και μόνον επειδή προσδοκούσαν ότι θα τα πάρουν πίσω και φυσικά προσδοκούν και επιμένουν να τα πάρουν εντόκως.
            Υπό αυτή την έννοια είναι τουλάχιστον αστείο να πιστεύει κανείς ότι θα κάνουν χάρη στη σημερινή κυβέρνηση ή θα τρομάξουν από την όποια αυριανή, επειδή εμείς εδώ για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης βαυκαλιζόμαστε να πιστεύουμε το αντίθετο και να ανταλλάσσουμε αλληλοκατηγορίες για «μερκελιστές» ή τριτοκοσμικούς».
            Δεν είναι μόνον η ιστορία που διδάσκει ότι σχεδόν ποτέ οι δανειστές –από την εποχή ακόμη των δανείων της ελληνικής Ανεξαρτησίας που πληρώθηκαν πολλές δεκαετίες αργότερα- δεν παραιτούνται από τις απαιτήσεις τους, ανεξάρτητα από το καθεστώς που ασκεί τη διακυβέρνηση της χώρας. Είναι, αν θέλετε, και η πρόσφατη διδακτική εμπειρία που δείχνει ότι οι εταίροι της Ελλάδας απαιτούν ικανοποίηση των συμφωνιών που έχει συναφθεί.
            Ποιος ξεχνά, αλήθεια, την αντιμετώπιση που είχε ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς από την Άνγκελα Μέρκελ όταν τον περασμένο Σεπτέμβριο πήγε στο Βερολίνο για να της ανακοινώσει ότι σκοπεύει να διώξει πρόωρα το ΔΝΤ;  Η Γερμανίδα καγκελάριος απέφυγε –δημοσίως τουλάχιστον- να σχολιάσει το… μεγαλοφυές ελληνικό σχέδιο. Αλλά για όσους δυσκολεύθηκαν να ερμηνεύσουν τη στάση της ήρθε 48 ώρες αργότερα να μας την εξηγήσει επαρκώς μια έκθεση γερμανικής τράπεζας που έλεγε ότι η Ελλάδα αδυνατεί να βγει μόνη της στις αγορές.
            Η επίμαχη έκθεση, που πέρασε σχετικά απαρατήρητη όταν εκδόθηκε, ήταν εκείνη που ουσιαστικά έδωσε το έναυσμα για όσα ακολούθησαν τις αμέσως επόμενες ημέρες στις λεγόμενες «αγορές» με την εκτίναξη της διαφοράς επιτοκίων των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου τα οποία έκτοτε διατηρούνται στα ύψη.
Έχει ενδιαφέρον, μάλιστα, να επισημάνει κανείς ότι η εκτίναξη των επιτοκίων ξεκίνησε τις μέρες που η κυβέρνηση έπαιρνε με άνεση ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, γεγονός που διαψεύδει όσους έσπευσαν να αποδώσουν την αντίδραση των αγορών αποκλειστικά και μόνον στην πολιτική αβεβαιότητα και στην ασάφεια σχετικά με την προεδρική εκλογή και το ενδεχόμενο να στηθούν πρόωρες βουλευτικές κάλπες.
           Όπως απέδειξε η συνέχεια και αργά μάλλον αντιλήφθηκαν στην κυβέρνηση, αν δεν είχε υπάρξει το κυβερνητικό σάλπισμα περί της πρόωρης έξωσης του ΔΝΤ ίσως οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα να είχαν κλείσει νωρίτερα και ενδεχομένως οι πιέσεις που βρήκαν απέναντι τους οι Έλληνες διαπραγματευτές στο Παρίσι να μην ήταν τόσο σκληρές.
           Κακά τα ψέματα, η άλλη πλευρά, η πλευρά δηλαδή των δανειστών και εταίρων της Ελλάδας, ανεξάρτητα από τις δικές τους ευθύνες, αμφισβητεί την ικανότητα της κυβέρνησης να προωθήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει. Γι΄ αυτό και, προεξάρχοντος του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που κάνει όλο το «παιχνίδι», είναι αποφασισμένοι να επιβάλουν τη συνέχιση της εποπτικής παρουσίας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
            Ενδεχομένως, μάλιστα αν το είχαν αντιληφθεί νωρίτερα οι κυβερνώντες μπορεί και να γλιτώναμε και ορισμένα επιπλέον μέτρα που εν είδει «παράπλευρων απωλειών» θα χρειαστεί να πάρουμε για να τερματιστούν οι παρατεταμένες σκληρές διαπραγματεύσεις με την τρόικα, που εκπλήσσουν ακόμη και τον κ. Σταθάκη.

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Καραμανλής – Παπανδρέου: Σιωπή ή ρεβάνς;



            Όταν ερωτάται για την κρίση και τους υπαιτίους που οδήγησαν σε αυτή, η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων, αν και παραμένει βαθειά διχασμένη, σε δύο ονόματα πολιτικών επικεντρώνεται: σε εκείνο του Κώστα Καραμανλή, που κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του κορυφώθηκε ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός και ξεκίνησε η ύφεση, καθώς και σε εκείνο του Γιώργου Παπανδρέου, επί των ημερών της διακυβέρνησης του οποίου η χώρα αποκλείστηκε από τις αγορές και εκούσα-άκουσα οδηγήθηκε στο Μνημόνιο.
            Ανεξάρτητα από την άποψη που μπορεί ο καθένας να έχει για το ποιος από τους δύο συνεχιστές των δύο ισχυρότερων πολιτικών «δυναστειών» της μεταπολεμικής Ελλάδας φταίει περισσότερο ή λιγότερο για την κρίση, σε μια διαπίστωση δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει: ότι ακολούθησαν και ακολουθούν εντελώς διαφορετικούς δρόμους για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, όπως και για να προασπίσουν την υστεροφημία τους και την ενδεχόμενη μύχια βούληση για να επανακάμψουν στο προσκήνιο, όπως λογικά συμπεραίνεται από το γεγονός ότι διατηρούν τις βουλευτικές έδρες τους.
            Ο Κώστας Καραμανλής έχει επιλέξει την απόλυτη σιωπή. Επί πέντε χρόνια ούτε στη Βουλή, ούτε πουθενά αλλού δεν έχει ανοίξει το στόμα του για να υπερασπιστεί τη διακυβέρνησή του, παρά τις κατά καιρούς βολές που δέχεται. Στήριξε και στηρίζει την παράταξή του, συμμετέχει στις επετειακές και άλλες εκδηλώσεις της και αποφεύγει να δημιουργεί προβλήματα στον διάδοχό του Αντώνη Σαμαρά, ακόμη και όταν ο τελευταίος είχε ανοιχτά στραφεί κατά παλαιών συνεργατών του.
Ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος επηρεάζει μεγάλο αριθμό βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, υπερψήφισε, αν και θα μπορούσε να τα ανατρέψει με ένα νεύμα, όλα ανεξαιρέτως τα νομοθετήματα της κυβέρνησης που συμμετέχει το κόμμα του, φθάνοντας μέχρι του σημείου να πει –και ο ίδιος- «ναι» ακόμη και στον κρατικό προϋπολογισμό για το 2013 που κατατέθηκε επί υπουργίας Γιάννη Στουρνάρα και συνιστούσε έναν ηχηρά επιβεβαιωτικό κόλαφο για τα τρομακτικά ελλείμματα που παρέδωσε η κυβέρνησή του.
Ο Γιώργος Παπανδρέου, από την άλλη, δείχνει να ακολουθεί μια εντελώς διαφορετική τακτική, παρότι κι αυτός τα τρία χρόνια που παρήλθαν από την παράδοση της πρωθυπουργίας στον Λουκά Παπαδήμο, δεν έχει μιλήσει ούτε μια φορά στο ελληνικό Κοινοβούλιο, του οποίου παραμένει μέλος. Μιλάει, ωστόσο, αλλού, σε ξένα πανεπιστήμια, σε παρουσιάσεις βιβλίων και μέσω ανακοινώσεων που εκδίδονται επ΄ ονόματί του, όπως οι τελευταίες που ακολούθησαν τη συνάντηση με τον διάδοχό του Ευάγγελο Βενιζέλο με τις οποίες ζητεί έκτακτο συνέδριο και αλλαγή ηγεσίας στο κόμμα του.
Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν συμμετέχει στις εκδηλώσεις του κόμματός του, το οποίο, εξάλλου, κατηγορεί ότι δεν προωθεί τη… «συμμετοχή», δικαιολογούμενος, συνήθως, ότι έχει σοβαρές απασχολήσεις στο εξωτερικό. Οργανώνει δικές του εκδηλώσεις, στις οποίες οι άνθρωποί του γιουχάρουν τον διάδοχό του κι ο ίδιος επικαλείται «τα γυρίσματα του καιρού». Καταψηφίζει, χωρίς να εξηγήσει το «γιατί», κυβερνητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, παρόλο που όταν ήταν εν τη «βασιλεία» του δεν ανεχόταν διαφοροποιήσεις και έφθασε ως τη διαγραφή, για ελάσσονος σημασίας διαφωνία, του προκατόχου του Κώστα Σημίτη.
Όπως για τον βαθμό ευθύνης ενός εκάστου εκ των δύο βασικών πρωταγωνιστών της κρίσης, που τα «νωπά» ακόμη γεγονότα της περιόδου 2004-2010, δεν επιτρέπουν τελεσίδικες ετυμηγορίες, σε όσους τουλάχιστον δεν αναζητούν έναν και μόνον «αποδιοπομπαίο τράγο», έτσι, αν ακόμη όχι περισσότερο, δεν είναι εύκολο να καταλήξει κανείς ποιος από τους δύο πρωθυπουργούς δικαιώνεται για τα μετέπειτα: εκείνος που απλώς σιωπά ή ο άλλος που θέλει να πάρει την… εκδικητική ρεβάνς;        
Έχω, ωστόσο, την αίσθηση ότι είναι προφανείς κάποιες διαπιστώσεις για τα αποτελέσματα που έχουν η πορεία που ο καθένας από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς χάραξε και ακολουθεί, είτε η πορεία αυτή αποτελεί προϊόν προσωπικής ιδιοσυγκρασίας και μόνον, είτε οφείλεται στην «ποιότητα» των ανθρώπων που τους περιτριγυρίζουν και τους επηρεάζουν.  
Το βέβαιο είναι ότι ο «σιωπηλός» Κώστας Καραμανλής εξακολουθεί να απολαμβάνει τον σεβασμό και την εκτίμηση όχι μόνον των πολυπληθών οπαδών, μελών και στελεχών που έχουν παραμείνει στο κόμμα που ίδρυσε ο θείος του και ηγήθηκε ο ίδιος, αλλά και ευρύτερων δυνάμεων της Κεντροδεξιάς –και όχι μόνον- παράταξης, σε βαθμό που να συζητείται -στα σοβαρά!- ακόμη και ως ένας από τους επικρατέστερους που πριν ή μετά τις εκλογές θα αναρριχηθούν στην Προεδρία της Δημοκρατίας.
Το ακριβώς αντίθετο μάλλον συμβαίνει με τον «θορυβώδη» Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος, κακά τα ψέματα, ακόμη και αν ξανάπαιρνε το «δαχτυλίδι» για να επιστρέψει στο αποδεκατισμένο κόμμα που ίδρυσε ο πατέρας του, μάλλον δεν θα εύρισκε οπαδούς, μέλη ή στελέχη για να ηγηθεί. Οι περισσότεροι φίλοι του, άλλωστε, έχουν, ακολουθώντας, ίσως, το δικό του παράδειγμα, εγκαταλείψει το σκάφος και έχουν ανοίξει πλώρη για άλλες πολιτείες. Ενώ οι λίγοι που έχουν απομείνει πίσω για να… «μαζέψουν τα ασυμμάζευτα», μάλλον δεν έχουν διάθεση να ακούν αδιαμαρτύρητα εγκλήσεις για (ψευδεπίγραφη) «συμμετοχή», με τις οποίες επιχειρείται να αποκρυβεί το αίσθημα της εκδικητικής όσο και (αυτο)καταστροφικής ρεβάνς.