Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

«Ανάδελφοι» καβγατζήδες



            Θα είχε ενδιαφέρον, καθώς συμπληρώνονται το επόμενο διάστημα δύο μήνες από την εκλογή της νέας κυβέρνησης, να έπαιρνε κάποιος κυβερνητικός αξιωματούχος -ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, κατά προτίμηση, ή έστω ένας από εκείνους που είναι στον περίγυρο του Μεγάρου Μαξίμου- την πρωτοβουλία να κάνει  έναν πρώτο απολογισμό των πεπραγμένων της νέας εξουσίας.
            Το διάστημα που παρήλθε, αναμφίβολα, δεν αρκεί για να βγουν τελεσίδικα συμπεράσματα για μια συγκυβέρνηση που, ανεξάρτητα του τι θα γίνει στην πορεία, εξελέγη για μια ολόκληρη τετραετία και, ως εκ τούτου, έχει στη διάθεσή της μεγάλο απόθεμα πολιτικού κεφαλαίου. Το ερώτημα, όμως, είναι -και γι΄ αυτό έχει σημασία ο αρχικός απολογισμός- πως διατίθεται το πολιτικό κεφάλαιο και ποια αποτελέσματα φέρνει η διαχείρις;h του όχι τόσο γι΄ αυτή καθεαυτή την κυβέρνηση όσο για την ίδια χώρα.
            Ξεφεύγοντας από την εσωτερική μιζέρια που αποπνέουν οι υποκριτικές κόντρες για τα βουλευτικά αυτοκίνητα ή η αναπαραγωγή του μοντέλου της επέλασης των αποτυχημένων πολιτευτών στο δύσμοιρο δημόσιο -μέχρι τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου θέλουν, λέει, να ξηλώσουν για να βάλουν  “ημέτερο του κυρίου υπουργού”!...-, σημαντικότερο, ίσως, είναι να σταθούμε στην ασυγχώρητη ζημιά που μέρα με τη μέρα καταγράφει η χώρα στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων.
            Στο Eurogroup δεν έχουμε καταφέρει μέχρι στιγμής να αποσπάσουμε έναν σύμμαχο. Και όσο και αν είναι βολική η θεωρία για το “έθνος ανάδελφον” που επιτρέπει στους συμμετέχοντες από τη δική μας πλευρά να ισχυρίζονται ότι όλοι οι υπόλοιποι -και οι ομοεθνείς Κύπριοι, βεβαίως- είναι υποταγμένοι στη βούληση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ας μας απαντήσει κάποιος γιατί συμβαίνει αυτό.
            Τα περί έλλειψης σεβασμού στη νωπή ψήφο του ελληνικού λαού μπορεί να ακούγονται εύηχα σε ένα μέρος του εσωτερικού ακροατηρίου, δεν είναι, όμως, μονοδιάστατα, επειδή συμβαίνει και οι 18 ομόλογοι του Γιάν(ν)η Βαρουφάκη να είναι κι εκείνοι εκλεγμένοι. Και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις, στις οποίες ανήκει και ο κ. Σόιμπλε, εκπροσωπώντας κυβερνήσεις με ευρύτερη πολιτική βάση από τον αταίριαστο -και χωρίς την παραμικρή προγραμματική δέσμευση- “γάμο” ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝ.ΕΛ.
            Θα μπορούσε να παραθέσει κανείς πάμπολλα παραλειπόμενα από τον πρόσφατο βίο και την πολιτεία του κ. Βαρουφάκη και τους καβγάδες του όχι μόνον με τον κ. Σόιμπλε ή τον Γερούν Ντάισελμπλουμ, αλλά και με τα περισσότερα μέσα ξένα ενημέρωσης τα οποία τον φιλοξένησαν και -κατά έναν παράδοξο τρόπο- επικρίθηκαν στη συνέχεια τα περισσότερα για παραποίηση είτε των λεγομένων του είτε της τόσο καλά για τον ίδιο φιλοτεχνημένης εικόνας του.
            Δεν είναι, όμως, μόνον οι -ανάμεικτοι με άκομψο “γλείψιμο” προς τον Σόιμπλε και την Άνγκελα Μέρκελ- επικοινωνιακοί ακτιβισμοί του κ. Βαρουφάκη που δημιουργούν προβλήματα στη διεθνή εικόνα της Ελλάδας και την φέρνουν σε σύγκρουση ακόμη και από πρόσωπα, όπως ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ή ο Μάρτιν Σουλτς, στα οποία ακόμη και η σημερινή κυβέρνηση είχε επενδύσει για να προωθήσει τις θέσεις και τις απόψεις της. Είναι και πολλά άλλα ακατανόητα που εκστομίζονται από ελληνικά υπουργικά χείλη και αφήνουν άφωνους πολλούς σε όλη την Ευρώπη: από τις θεωρίες συνωμοσίας περί σχεδίων ανατροπής της κυβέρνησης ως τους γελοίους παλληκαρισμούς για άνοιγμα των συνόρων.                  
            Υπάρχει, αλήθεια, εχέφρων συμπατριώτης μας που να πιστέψει ότι οιοσδήποτε Ευρωπαίος ή άλλος παράγων μπορεί να τρομάξει από τις... καρατζαφερικού τύπου απειλές Ελλήνων υπουργών ότι θα ανοίξουν τα σύνορα για να πλημυρίσει η Ευρώπη με τζιχαντιστές; Τι νόημα, άραγε, έχουν τέτοιοι ισχυρισμοί και πόσο μπορεί να ενισχύσει τη διαπραγματευτική ισχύ της χώρας μας η τυχόν κατάσχεση του Ινστιτούτου Γκαίτε για να αποζημιωθούν τάχατες τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας έπειτα από 70 χρόνια;
            Συμπεριφορές αυτού του είδους μαρτυρούν -αν μη τι άλλο- παντελή άγνοια βασικών κανόνων λειτουργίας όχι μόνον του σκληρού διπλωματικού παιχνιδιού, αλλά και κρίσιμων ζητημάτων για την καθημερινότητα μεγάλης μερίδας των πολιτών που άπτονται της συμμετοχής της χώρας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
            Η αναστολή, επί παραδείγματι, της Συνθήκης Σένγκεν θα ευνοήσει ή θα πλήξει την Ελλάδα, η οποία σε μια τέτοια περίπτωση θα πάψει να θεωρείται ευρωπαϊκή χώρα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επικοινωνία της με τον έξω κόσμο, τον τουρισμό και τόσα άλλα; Οι λεονταρισμοί, επίσης, για κατασχέσεις γερμανικών περιουσιών, χωρίς να έχουμε δικαιωθεί από κανένα διεθνές δικαστήριο που έχει αρμοδιότητα να επιλύει τέτοιες διαφορές, σε τι μας ωφελεί;
            Η σκληρή διελκυστίνδα που -καλώς ή κακώς- έχει ανοίξει η κυβέρνηση με τους Ευρωπαίους εταίρους είναι βέβαιο ότι στο τέλος θα λήξει με συμβιβασμό, έναν συμβιβασμό που θα είναι λιγότερο επώδυνος όσο περισσότερους φίλους και συμμάχους έχει καταφέρει να πάρει η κάθε πλευρά με το μέρος της.
            Ας το έχει αυτό κατά νου ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας τόσο ενόψει της επικείμενης Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής, στην οποία θα συμμετάσχει, όσο και στην κατ΄ ιδίαν συνάντηση που θα έχει τη Δευτέρα με την κυρία Μέρκελ στο Βερολίνο. Καλό θα είναι, και στη μια και στην άλλη περίπτωση να μετρήσει, πριν πάρει το αεροπλάνο για να πάει, συμμάχους και φίλους. Γιατί αν πάει ως “ανάδελφος”, “ανάδελφος” θα φύγει...

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

Σπάταλος επικοινωνιακός ακτιβισμός



            Στην εγχώρια δημοσιότητα που δικαιολογημένα κατακλύζεται το τελευταίο από τις (υποτιθέμενες) διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους εταίρους, που κάνουν αρκετούς στο εξωτερικό να δυσανασχετούν, πλην όμως προκαλούν... ρίγη ενθουσιασμού στους -γνωστούς για το... ανοιχτό και εξωστρεφές πνεύμα- Έλληνες ιεράρχες, κατάφερε και βρήκε λίγο χώρο η “ιστορία” του επιχειρηματικού εγχειρήματος ενός συμπατριώτη μας, ο οποίος αποφάσισε να αναβιώσει μια πασίγνωστη κατά το παρελθόν ελληνική εταιρική επωνυμία ηλεκτρικών συσκευών.
            Από μια πρώτη άποψη πρόκειται για μια πολύ αξιέπαινη προσπάθεια. Γιατί ποιος, αλήθεια, δεν θα ενθουσιαζόταν διαβάζοντας ή ακούγοντας ότι σε καιρούς κρίσης ένα εμβληματικό ελληνικό brand name επανέρχεται για να ανταγωνιστεί τα εισαγόμενα προϊόντα, που το είχαν εξοβελίσει παλαιότερα από την εγχώρια αγορά, και -γιατί όχι- να κατακτήσει και τις αγορές των γειτονικών χωρών;
            Σε μια δεύτερη, όμως, ανάγνωση της συγκεκριμένης επιχειρηματικής ιστορίας -που τα ονόματα δεν έχουν σημασία, γιατί στόχος τούτου του σημειώματος δεν είναι η διαφήμιση ή η δυσφήμιση της κατά τα λοιπά φιλόδοξης εταιρικής απόπειρας- προκύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο ενθουσιώδη όσο τουλάχιστον φαίνονται εκ πρώτης.
            Ο επιχειρηματίας ο οποίος ανέλαβε το ρίσκο του εγχειρήματος, δεν κρύβει ότι τα προϊόντα που παράγει η επιχείρησή του και απευθύνονται στους Έλληνες καταναλωτές, κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου στην Πολωνία. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, οι ηλεκτρικές συσκευές που διεκδικούν την προτίμησή μας, το μόνο ελληνικό που διαθέτουν είναι η... νοσταλγική επωνυμία.
            Ο λόγος που συμβαίνει αυτό, που υποχρεώνεται δηλαδή μια ελληνική επιχείρηση να εισάγει έτοιμα τα προϊόντα της από εργοστάσιο του εξωτερικού έχει να κάνει με το κόστος παραγωγής, το οποίο βεβαίως επηρεάζεται από αρκετούς παράγοντες, ένας από τους οποίους -αλλά προφανώς όχι ο μοναδικός- είναι και το ύψος του μισθού των εργαζομένων. 
            Σε μια από τις συνεντεύξεις του ο ιδιοκτήτης της εταιρίας υποστήριξε ότι αν οι ίδιες συσκευές κατασκευαζόταν στην Ελλάδα, η λιανική τιμή πώλησής τους θα ήταν διπλάσια από εκείνη στην οποία διατίθενται στην ελληνική αγορά οι συσκευές που παράγονται στο πολωνικό εργοστάσιο. Και άρα, το κόστος παραγωγής προϊόντων του ίδιου σήματος στην Ελλάδα είναι απαγορευτικό.
            Η περίπτωση του συγκεκριμένου επιχειρηματικού εγχειρήματος δεν είναι, φυσικά, η μόνη, αφού πάμπολλες εταιρίες παράγουν τα “ελληνικά” προϊόντα τους εκτός Ελλάδος και χωρίς την παραμικρή εγχώρια προστιθέμενη αξία. Αποτελεί, ωστόσο, την επιτομή της βαθιάς και γι΄ αυτό αξεπέραστης κρίσης που διατρέχει την ελληνική οικονομία και εκφράζεται με το διπλό έλλειμμα -το εμπορικό και το δημοσιονομικό- καθώς και με την υψηλή ανεργία.
            Είναι ακριβώς τα χρόνια προβλήματα του ασθενικού παραγωγικού μοντέλου που μας οδήγησαν στο Μνημόνιο και που παρά την παρά την πενταετή μνημονιακή μέγγενη όχι μόνον δεν περιορίστηκαν αλλά επιτάθηκαν. Σε πείσμα, μάλιστα, όσων υπολόγιζαν ότι η βίαιη εσωτερική υποτίμηση που μας επιβλήθηκε θα οδηγούσε στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας με μόνο απτό και ουσιώδες μέτρο τον (εύκολο στην εφαρμογή) περιορισμό των εισοδημάτων και κατά βάση εκείνων της μισθωτής εργασίας.    
             Στην παρούσα φάση, αν έχει κάποια αξία μια τέτοια συζήτηση είναι για να καταδείξει τον εντελώς λάθος τρόπο με τον οποίο γίνονταν και, δυστυχώς, εξακολουθούν να γίνονται οι διαβουλεύσεις, οι διαπραγματεύσεις, ακόμη και οι συγκρούσεις των ελληνικών κυβερνήσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους της χώρας.
            Η νέα κυβέρνηση, αντί να διδαχθεί από τα εγκληματικά λάθη των προκατόχων της, που αρνούνταν πεισματικά να κάνουν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο και επιδίδονταν σε μικροδιευθετήσεις, όπως η μεταφορά της Δημοτικής Αστυνομία στην ΕΛ.ΑΣ. ή η χωρίς δημοσιονομικό όφελος της προκοπής πεισματική επιμονή στην απόλυση των καθαριστριών του υπουργείου Οικονομικών, καταφεύγει σε έναν ακόμη πιο σπάταλο επικοινωνιακό ακτιβισμό, επιτείνοντας τα ουσιαστικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.
            Αντί να αξιοποιήσει τη νεανική ορμή που την διακρίνει και το θετικό ευρωπαϊκό momentum για να απαιτήσει -σε αληθινή συμμαχία με τις χώρες του Νότου- τη χρηματοδότηση ενός γενναίου προγράμματος ενίσχυσης των επενδύσεων και καταπολέμησης της ανεργίας, η κυβέρνηση σπαταλάει κρίσιμο χρόνο και διαπραγματευτική ισχύ για ένα “πουκάμισο αδειανό”, όπως στην πραγματικότητα είναι οι “ευφημισμοί”, οι “ασάφειες” και οι “μετονομασίες”, για τις οποίες, εξάλλου, ελάχιστοι Έλληνες ενδιαφέρονται.
            Μπορεί να είναι μια κυβέρνηση μόλις σαρανταπέντε ημερών και δικαιολογημένα τα στελέχη της να υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί κανείς να έχει απαίτηση να κάνουν όσα δεν έκαναν οι προηγούμενοι, πλην, όμως, τα περισσότερα από όσα γίνονται από την επομένη των εκλογών, μαρτυρούν παντελή έλλειψη προετοιμασίας για τη διακυβέρνηση που δεν μπορεί να καλυφθεί από τους επικοινωνιακούς ακτιβισμούς.
            Με εξαίρεση, άλλωστε, τον τομέα της επικοινωνίας, στον οποίο η νέα κυβέρνηση παίρνει άριστα, αφού, βοηθούσης και της -παραδόξως;- θετικής προαίρεσης των μέσων ενημέρωσης, έχει επικρατήσει πλήρως των αντιπάλων της, σχεδόν παντού αλλού -από το Μεταναστευτικό και την Παιδεία έως τα δημόσια οικονομικά ή τις σχέσεις με εχθρούς και φίλους- η χώρα μοιάζει να πορεύεται χωρίς πυξίδα και προσανατολισμό.

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Συνωμοσίες παντού, για γέλια ή για κλάματα!



            Δεν ξέρω τι ακριβώς, αλλά κάτι πολύ σοβαρό πρέπει να τρέχει με την κυβέρνηση και τα στελέχη της.
Δεν εξηγείται αλλιώς ότι βλέπουν παντού συνωμοσίες και συνωμότες που καταγγέλλονται ότι υποβλέπουν και υπονομεύουν τις επιτυχίες της αριστεροδεξιάς συγκυβέρνησης, ακόμη και όταν απλά μερικοί δεν εννοούν να συμμεριστούν τους ευφημισμούς, τις μετονομασίες και τις περιβόητες πια δημιουργικές ασάφειες, που έχουν μεταβληθεί σε ακρογωνιαίο λίθο της κυβερνητικής πολιτικής που ασκείται σχεδόν σε όλους τους τομείς.
            Τρία παραδείγματα των τελευταίων ημερών είναι άκρως χαρακτηριστικά. Η αρχή έγινε με τους βαρείς υπαινιγμούς κατά των κυβερνήσεων της Ισπανίας και της Πορτογαλίας που διατύπωσε ο πρωθυπουργός, υποστηρίζοντας από το βήμα της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι άλλοτε εν δυνάμει σύμμαχοι που θα μας ακολουθούσαν στη «μεγάλη επανάσταση του Ευρωπαϊκού Νότου» κατά των Βόρειων μερκελιστών μετατράπηκαν αίφνης σε πρωταγωνιστές της παγίδας που ετοιμαζόταν να στηθεί εις βάρος της Ελλάδα στις συνεδριάσεις του Eurogroup.
Η συνωμοσιολογία, όμως, δεν περιορίστηκε στους καταχθόνιους εχθρούς από το εξωτερικό που δεν εννοούν να καταλάβουν ότι εμείς δεν θέλουμε να ακούμε για «Μνημόνιο» και «τρόικα». Γνώρισε νέες ακόμη μεγαλύτερες δόξες με την αποκάλυψη εσωτερικών εχθρών.
            Τη σκυτάλη από τον πρωθυπουργό πήρε ένας στενός του συνεργάτης, ο Γενικός Γραμματέας Συντονισμού (σ.σ.: ναι, υπάρχει και τέτοια θέση!) του Κυβερνητικού Έργου -παλαιός δημοσκόπος και διδάσκων σε ελληνικό πανεπιστήμιο!- που ακούει στο όνομα Χριστόφορος Βερναρδάκης, ο οποίος ανέβασε στον λογαριασμό του στα social media άρθρο, του οποίου ο συντάκτης κατήγγειλε (…σκοτεινές –τι άλλο;- δυνάμεις) που (αυτολεξεί…) «ενορχηστρώνουν πιστωτικό γεγονός για να κάνουν πρωθυπουργό τον… Στουρνάρα»….
Όντως, καλά καταλάβατε, αναφερόταν στον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, o οποίος μερικές ώρες αργότερα, στην Κύπρο όπου βρισκόταν με τους Ευρωπαίους ομολόγους του, δεχόταν τηλεφώνημα από τον προϊστάμενο του κ. Βερναρδάκη, τον κ. Τσίπρα, που, κατά την επίσημη ενημέρωση από το Μαξίμου, «εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι ο κ. Στουρνάρας θα συμβάλλει τα μέγιστα για την πλήρη αποκατάσταση, και με όλα τα “εργαλεία”, της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας».
            Εκείνος, όμως, που… τερμάτισε όλες τις επιδόσεις των κυβερνητικών συνωμοτικών… αποκαλυπτηρίων πρέπει να ήταν ο –και καθηγητής της εγκληματολογίας, παρακαλώ!- υπουργός Προστασίας του Πολίτη (ή όπως αλλιώς, τέλος πάντων, τον λένε, γιατί με τις μετονομασίες έχουμε χάσει τα αυγά και τα πασχάλια…).
Ο καθηγητής, λοιπόν, Γιάννης –και ουχί «Τζίμης»- Πανούσης, είτε λόγω επαγγέλματος, είτε λόγω της νέας ιδιότητας ως πολιτικός προϊστάμενος της ΕΛ.ΑΣ., υπήρξε πιο… αποκαλυπτικός, φέρνοντας στο φως της δημοσιότητας μια ακόμη μεγαλύτερη… πλεκτάνη που (υποτίθεται ότι) είχε στηθεί εις βάρος του. Σε αυτήν είχε βυσσοδομήσει το πιο αμαρτωλό τρίγωνο που θα μπορούσε να συλλάβει ο νους ενός ευφάνταστου σεναριογράφου με αριστερές προσλαμβάνουσες: άνθρωποι από τα («μνημονιακά», βεβαίως, παρόλο που το «Μνημόνιο τελείωσε»…) μέσα ενημέρωσης, αξιωματικοί της Αστυνομίας και ένας εκπρόσωπος του αστικού συστήματος, ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς. Όλοι αυτοί... συνωμότησαν για να κατασκευάσουν –άκουσον, άκουσον- μέσα στο Αρχηγείο της Αστυνομίας εγκύκλιο με τις –μάλλον πραγματικές!- κυβερνητικές θέσεις για τη μεταναστευτική πολιτική.
Οι τρεις αυτές μικρές πικρές ιστορίες, βγαλμένες, μάλλον από κακοπαιγμένα πολιτικά θρίλερ, θα ήταν για πολλά, μα πάρα πολλά, γέλια, αν δεν υπήρχε ο κίνδυνος να προκαλέσουν το αμέσως προσεχές διάσημα πολλά κλάματα, καθώς αφορούν σοβαρά θέματα που άπτονται των διεθνών σχέσεων της χώρας και μάλιστα σε μια από τις κρισιμότερες συγκυρίες των τελευταίων ετών και με τα φώτα όλων των μέσων ενημέρωσης του πλανήτη να είναι στραμμένα πάνω μας.
Ειλικρινά, δεν ξέρω τι είναι χειρότερο στην προκειμένη περίπτωση: να τα πιστεύουν όλα αυτά που καταγγέλλουν ή να μην είναι παρά «κούφια» λόγια που τα πετάνε απερίσκεπτα με σκοπό να λειτουργήσουν ως προπέτασμα καπνού ικανό να καλύψει τις κραυγαλέες μετεκλογικές αντιφάσεις ενώπιον των οποίων βρίσκονται;
Δεν μπορώ, στ΄ αλήθεια, να φανταστώ ότι θα μας πάρει κανείς στα σοβαρά στις όντως σκληρές διαβουλεύσεις που γίνονται με τους Ευρωπαίους εταίρους της χώρας, όταν, για λόγους εσωτερικής και μόνον κατανάλωσης, διαταράσσουμε τις σχέσεις μας με κυβερνήσεις χωρών που θα έπρεπε να μαχόμαστε από κοινού.
Δεν μπορώ ακόμη να διανοηθώ ότι με όσα συμβαίνουν γύρω μας υπάρχει υπεύθυνος για τον συντονισμό του κυβερνητικού έργου που έχει λύσει όλα τα θέματα για τα οποία πληρώνεται και βρίσκει χρόνο να ασχολείται με θεωρίες συνωμοσίας για την ανατροπή της κυβέρνησης από τον κεντρικό τραπεζίτη της.
Ούτε, πολύ περισσότερο, μπορώ να κατανοήσω πως μπορεί να παριστάνει κάποιος τον υπουργό, ομολογώντας ένα μήνα και πλέον από την ανάληψη των καθηκόντων ότι δεν ξέρει ούτε ο ίδιος –πόσω μάλλον οι άμοιροι υφιστάμενοι του που κάνουν σκληρές βάρδιες στις εσχατιές της ελληνικής επικράτειας- ποια ακριβώς μεταναστευτική πολιτική ισχύει και τι στην ευχή θα γίνεται εφεξής με όσους μη νόμιμους μετανάστες και πρόσφυγες φθάνουν στα σύνορα της χώρας μας: τους αποτρέπουμε και τους απελαύνουμε ή τους υποδεχόμαστε με καλωσορίσματα;

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015

Άβολες αλήθειες για βολικούς «θησαυρούς»



            Τον γύρο του διαδικτύου, κατά το γνωστό δημοσιογραφικό στερεότυπο, έκανε τις τελευταίες ημέρες μια φωτογραφία που δείχνει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να υπογράφει κάποιο κείμενο, το οποίο, σύμφωνα με τη λεζάντα που πλειάδα αναρτήσεων –σε ιστολόγια, στο facebook και στο twitter- υιοθετούσε, σχετιζόταν με το «κούρεμα» του γερμανικού προπολεμικού εξωτερικού χρέους που επήλθε το 1953 με τη Συμφωνία του Λονδίνου, για την οποία τόσο λόγος έγινε κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο.
            Είναι εντυπωσιακό πόσοι άνθρωποι, ανάμεσα τους δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί και αρκετοί άλλοι που θα είχε κανείς τη στοιχειώδη απαίτηση να μην υιοθετούν την κάθε… ψεκασμένη διαδικτυακή θεωρία συνωμοσίας που αναρτά ο πρώτος τυχών, δεν είχαν τη γνώση ή δεν μπήκαν στον κόπο να μάθουν ότι η πρωθυπουργία Καραμανλή δεν συμπίπτει χρονικά με τα επίμαχα γεγονότα. Κατά το εξάμηνο –από τον Φεβρουάριο έως τον Αύγουστο του 1953- που διήρκεσαν στη βρετανική πρωτεύουσα οι συζητήσεις για τη διευθέτηση των γερμανικών χρεών, ο μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν ήταν παρά υπουργός Δημοσίων Έργων και η πρωθυπουργική θητεία του ξεκίνησε δύο και πλέον χρόνια μετά την υπογραφή της Συμφωνίας του Λονδίνου.
            Η πραγματικότητα, βλέπετε, που ήταν ότι εκ μέρους της Ελλάδας η Συμφωνία υπεγρράφη από τον πρεσβευτή μας στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν δικαιολογούσε τη διάσταση της «εθνικής προδοσίας» που, ορισμένοι συγκεκαλυμμένα και άλλοι πιο ανοιχτά, επιχειρούσαν να δώσουν με τις απανωτές αναδημοσιεύσεις της φωτογραφίας με τον Καραμανλή να υπογράφει. Και αυτή η πραγματικότητα ίσως να συνέβαλε επαρκώς στον υπαινιγμό για τις ελληνικές διεκδικήσεις έναντι της Γερμανίας, αφενός για να «κουρέψουν» και το δικό μας χρέος και, αφετέρου, για να μας καταβάλουν πολεμικές επανορθώσεις για τις αναμφισβήτητες θηριωδίες που υπέστημεν την Κατοχή από τα ναζιστικά στρατεύματα.
            Βοηθούντων και αρκετών πολιτικών ταγών, η διεκδίκηση για καταβολή αποζημιώσεων από τη Γερμανία, που αναδύθηκε σε ιδιαιτέρως δημοφιλές ζήτημα την περίοδο της κρίσης, έχει λάβει, για πολλούς συνέλληνες, διαστάσεις εφάμιλλες με το κυνήγι διάφορων θησαυρών που με πάθος αναζητούν σε θάλασσες και σε βουνά λογής χρυσοθήρες. Όσο διπλωματικά θεμιτό είναι να κρατάμε ζεστό το ζήτημα και να το θέτουμε επιτακτικά σε κάθε διμερή επαφή με την γερμανική πλευρά, άλλο τόσο πολιτικά αθέμιτο είναι να προσπαθούν ορισμένοι να πείσουν την εγχώρια κοινή γνώμη ότι είναι αποκλειστικά θέμα ελληνικής βούλησης να συμψηφιστούν πολεμικές επανορθώσεις για να απαλλαγούμε από το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος.
            Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν και για μερικούς άλλους δήθεν «θησαυρούς» που υποτίθεται ότι αναζητεί η νέα συγκυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ για να καλύψει το προφανές δημοσιονομικό κενό και να αποφύγει τα σκληρά μέτρα που επιμένουν οι εταίροι μας να περιλαμβάνει το νέο «Συμβόλαιο» ή όπως αλλιώς ευφημιστικά αποκληθεί το σχήμα που θα διαδεχθεί το επάρατο «Μνημόνιο».
            Εν πρώτοις, είναι ο «θησαυρός» με τις περίφημες «λίστες» («Λαγκάρντ», «Λουξεμβούργου», «Νικολούδη» και… δεν ξέρω εγώ τι άλλο) με όσους έβγαλαν χρήματα στο εξωτερικό. Κυβερνητικοί παράγοντες υπολογίζουν ότι μέσα στους επόμενους μήνες θα καταφέρουν να βάλουν στα δημόσια ταμεία ποσό 2,5 δισ. ευρώ, κάτι, ωστόσο, που αρκετοί αμφισβητούν ότι μπορεί να συμβεί, αφού επί της ουσίας τα ίδια πρόσωπα –ορισμένα μάλιστα και αναβαθμισμένα…- έχουν την ευθύνη των ελέγχων.
            Αντίστοιχες είναι και οι εκτιμήσεις για τα αποτελέσματα από την πάταξη της φοροδιαφυγής από την οποία όλες οι κυβερνήσεις αναμένουν διαχρονικά να αυξήσουν τις εισπράξεις των δημόσιων ταμείων, αλλά σχεδόν ποτέ οι στόχοι δεν επιτυγχάνονται, γιατί κι εδώ ο υποτιθέμενος «θησαυρός» είναι μάλλον μόνο στο μυαλό των επίδοξων χρυσοθήρων. Ο υπερδιπλασιασμός την τελευταία πενταετία  των ανείσπρακτων χρεών προς το δημόσιο –από 32 δισ. σε 70 και πλέον- δεν αλλάζει το «ουκ αν λάβοις…» που διέψευσε τις προσδοκίες όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων που –υπό την πίεση και της αντιπολίτευσης- δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος αυτών των ποσών δεν πρόκειται να εισπραχθεί στον… αιώνα τον άπαντα. Κι αυτό επειδή αφορά πρόστιμα και προσαυξήσεις που οι υπόχρεοι δεν έχουν δυνατότητα εξόφλησης και σε πάμπολλες περιπτώσεις, μάλιστα, έχουν από ετών διακόψει κάθε δραστηριότητα.
            Το δυστύχημα είναι ότι με τον υποτιθέμενο «θησαυρό» των ανείσπρακτων, όπως και με τον αντίστοιχο την πάταξη του λαθρεμπορίου σε καύσιμα και τσιγάρα, έχουμε καταφέρει, ως χώρα, να… παραμυθιάσουμε και τους εταίρους μας. Με αποτέλεσμα σχεδόν σε καθημερινή βάση να βλέπουν το φως στον ξένο Τύπο δημοσιεύματα για ομοεθνείς μας εφοπλιστές που (χωρίς πολλές φορές να έχουν ελληνική υπηκοότητα ή να είναι φορολογικά υπόχρεοι στην Ελλάδα) αγοράζουν σπίτια στο Λονδίνο, όπως και να γίνονται δηλώσεις από Ευρωπαίους πολιτικούς για τους Έλληνες που δεν πληρώνουν τους φόρους τους και που αν πλήρωναν δεν θα είχαν ανάγκη από δανεικά.
            Αν και είμαι εξ εκείνων που θεωρούν ακραία αντικοινωνικά τα δήθεν κινήματα «Δεν Πληρώνω» τα οποία υπέθαλπαν σημερινοί κυβερνώντες, δυσκολεύομαι να συμβιβαστώ με την βολική ευκολία ότι η λύση του οικονομικού προβλήματος μπορεί να έρθει μέσα από κρυμμένους «θησαυρούς» που αφορούν είτε στις γερμανικές αποζημιώσεις και στην εξόρυξη, οψέποτε αυτή γίνει, των ελληνικών υδρογονανθράκων, είτε στην πάταξη φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου και τον έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων προς το εξωτερικό.
            Καλά και… άγια είναι όλα αυτά. Και, παρόλο που προσωπικά αμφιβάλλω, μακάρι για πρώτη φορά να επιτευχθούν οι στόχοι που τίθενται. Αλλά και έτσι, όμως, αν συμβεί, οι εισπράξεις από τους «θησαυρούς» θα είναι μόνον για μια χρονιά και δεν πρόκειται να επαναληφθούν τις επόμενες. Επαναλαμβανόμενα, αντιθέτως, είναι τα οφέλη από τις επενδύσεις και τις συνακόλουθες θέσεις εργασίας, για τις οποίες ουδείς μίλησε προεκλογικά. Και το ίδιο, δυστυχώς, συμβαίνει μετεκλογικά. Ίσως γιατί αυτή η συζήτηση είναι δύσκολη και για τούτο άβολη.