Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Η ελληνική υφεσιακή παραδοξότητα



            «Νέα υφεσιακά μέτρα δεν θα δεχθούμε…», είναι η κυβερνητική επωδός που συνοδεύει τις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις με τους εταίρους και αφορούν ουσιαστικά την εξασφάλιση της δανειοδότησης της ελληνικής οικονομίας την οποία, υποτίθεται ότι, δεν… θέλαμε και γι΄ αυτό οι ιθύνοντες του οικονομικού επιτελείου διεκήρυσσαν την άρνηση να δεχθούν τις «τοξικές» δόσεις της δανειακής σύμβασης και συνυπέγραφαν την επιστροφή των 11,5 δισ. του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που προοριζόταν για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών.
            Δεν έχουν, φυσικά, άδικο να αποκηρύσσουν την ύφεση, η οποία είναι αποδεδειγμένο και εμπειρικά διαπιστωμένο από την προηγούμενη εξαετία ότι πλήττει περισσότερο τους οικονομικά αδύνατους. Με τη διαφορά, όμως, ότι οι νέοι κυβερνώντες με τις πράξεις τους, αλλά, κυρίως, με τις παραλείψεις τους, κατάφεραν να προκαλέσουν εκείνο που, υποτίθεται ότι, ήθελαν να αποφύγουν: την επιστροφή της ύφεσης, η οποία, πλέον, κάνει παντού εμφανή τα σημάδια της.
            Δεν χρειάζεται να περιμένει κάποιος τις επίσημες στατιστικές καταγραφές και τις αναλύσεις των στοιχείων για την οικονομική δραστηριότητα ώστε να πειστεί ότι η σταθεροποίηση και η ελαφρά τάση ανάκαμψης που καταγράφηκε την προηγούμενη χρονιά έχει ήδη αναστραφεί. Μια απλή, άλλωστε, βόλτα στην πασχαλινή αγορά είναι ικανή να πείσει και τον πλέον «άπιστο Θωμά» για τη βαριά ατμόσφαιρα που επικρατεί στην πραγματική οικονομία.     
            Είναι, ειλικρινά, να απορεί κανείς πως δεν αντιλαμβάνονται στην κυβέρνηση ότι ισχυρότερο υφεσιακό μέτρο δεν μπορεί να υπάρξει από την αδράνεια και την απραξία στην οποία έχει καταδικαστεί τους τελευταίους μήνες η ελληνική οικονομία, αρχικά με την προεκλογική αβεβαιότητα και εν συνεχεία με τη μετεκλογική παράλυση που είναι διάχυτη παντού.
            Τους σχεδόν δυόμιση μήνες που είναι στα πράγματα η νέα κυβέρνηση έχει βρεθεί χρόνος για να ασχοληθούν τα στελέχη της με τόσα άλλα πράγματα που θα μπορούσαν να περιμένουν λίγο ακόμη. Όπως, για παράδειγμα, η… αποσυμφόρηση των φυλακών ή η κατάργηση των Προτύπων σχολείων και η… επανεγγραφή στα Πανεπιστήμια των «αιώνιων» φοιτητών.
Το ίδιο διάστημα, αντιθέτως, αν εξαιρεθούν οι… εργώδεις προσπάθειες του… ακάματου υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης να επαναφέρει στο δημόσιο όσους ο ίδιος και το δικηγορικό του γραφείο είχαν αναλάβει να υπερασπιστούν τα προηγούμενα χρόνια, δεν βρέθηκε χρόνος ούτε να συζητηθεί, ούτε πολύ περισσότερο να νομοθετηθεί, ένα, έστω, μέτρο που να οδηγεί στη δημιουργία θέσεων εργασίας, που είναι η μόνη μέθοδος για την καταπολέμηση της ύφεσης.
Ποιος εχέφρων άνθρωπος, αλήθεια, πιστεύει ότι στις προτεραιότητες της ελληνικής Βουλής είναι, σε αυτή τη φάση, να συστήσει «κολοβή» Εξεταστική για το πως οδηγηθήκαμε στο Μνημόνιο ή, ακόμη χειρότερα, να συγκροτήσει (με πρόσωπα αμφιβόλου, τουλάχιστον για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, επιστημοσύνης) Επιτροπή για τη διαγραφή του δημοσίου χρέους;  
Σκέφθηκε, άραγε, κανείς, πόσο πιο φιλολαϊκό θα ήταν -και, πρωτίστως, πιο αποτελεσματικό για χιλιάδες νέους- αν η Πρόεδρος της Βουλής ηγείτο –παραλλήλως, έστω, με την πρωτοβουλία για τη διαγραφή του χρέους- μιας καμπάνιας κατά της ανεργίας και υπέρ της δημιουργίας θέσεων εργασίας; 
Σε μια περίοδο που η υπόλοιπη Ευρώπη εκμεταλλεύεται τη μοναδική, ίσως, θετική οικονομική συγκυρία που δημιουργούν τα αντιυφεσιακά μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια που επικρατούν παγκοσμίως, η υποχώρηση στις διεθνείς τιμές των καυσίμων και η υποτίμηση του ευρώ, η Ελλάδα κινείται -μόνη αυτή!- προς την αντίθετη κατεύθυνση της επώδυνης οικονομικής αιμορραγίας που προκαλεί η συνεχιζόμενη απώλεια θέσεων εργασίας.
Υπάρχει εξήγηση γι΄ αυτό το παράδοξο; Ή θα το φορτώσουμε κι αυτό στους… ξένους, με ή χωρίς Εξεταστική Επιτροπή;

Δευτέρα 6 Απριλίου 2015

Οι φούσκες που σκάνε



            Την περασμένη Πέμπτη, 2 Απριλίου, για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, με ένα άτυπο ενημερωτικό σημείωμα (non paper, κατά την έκφραση του συρμού) το κυβερνητικό επιτελείο γνωστοποίησε ότι τη μεταπροσεχή Τρίτη 14 του μηνός «ο υπουργός Οικονομικών Γ. Βαρουφάκης και ο υπουργός Επικρατείας αρμόδιος για την καταπολέμηση της διαφθοράς Π. Νικολούδης θα συναντηθούν με αντιπροσωπεία του υπουργείου Οικονομικών της Ελβετίας, με επικεφαλής τον υφυπουργό για διεθνή Οικονομικά θέματα Dr. Jacques de Watteville».
            Δεν τη λες άσχημη ως πρωτοβουλία. Τουναντίον, με τόσα και τόσα που έχουμε ακούσει για το ευπρόσιτο ελβετικό «Ελ Ντοράντο», αισθάνεσαι ίσως και μια εθνική ανάταση. Και, αν είσαι και large τύπος, απευθύνεις και ένα «μπράβο» στην κυβέρνηση για την έγκαιρη ενημέρωση που παρέχει στους πολίτες της. Πόσω μάλλον που αμέσως μετά οι συντάκτες του non paper θύμιζαν, αυτολεξεί παρακαλώ, ότι «είχε προηγηθεί συνάντηση (26/03/2015) με τον υπουργό Επικρατείας Νίκο Παππά, προκειμένου να υπάρξει επανεκκίνηση και εντονότερη συνεργασία των φορολογικών αρχών των δύο χωρών στο μέλλον».
            Ακολουθούσε, εν συνεχεία, το σημαντικότερο, το οποίο μπορεί και να αποτελούσε τη δικαιολογία για την έκδοση του περί ου ο λόγος σημειώματος: «Οι ελβετικές αρχές», αναφερόταν, «είχαν εκφράσει τότε την απορία τους για την απουσία ενδιαφέροντος από τις ελληνικές αρχές κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα για εκκρεμείς υποθέσεις Ελλήνων πολιτών κι επιχειρήσεων στην Ελβετία. Όπως αναφέρθηκε στη συνάντηση, μόνο δεκαπέντε αιτήματα συλλογής και διαβίβασης στοιχείων φορολογικού ενδιαφέροντος πραγματοποιήθηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση».
            Κάτι τέτοια ακούν οι Έλληνες και αφιονίζονται με όσους τους κυβέρνησαν τα προηγούμενα χρόνια. Είναι δυνατόν, σου λέει -απολύτως δικαιολογημένα- ο άλλος, να απορούν (!) οι Ελβετοί για την αδράνεια μας; Πάνω, όμως, που ετοιμάζεσαι να πει «ευτυχώς που ήρθε μια νέα... αμόλυντη κυβέρνηση που δεν θέλει δανεικά από τους εταίρους γιατί διόρισε κοτζάμ υπουργό για την καταπολέμηση της διαφθοράς που θα πάει στην Ελβετία, μαζί με τον «ουάου» Βαρουφάκη και θα επιστρέψουν με τον πακτωλό στο χέρι», έρχεται ο κ. Νικολούδης και μέσα σε ελάχιστα λεπτά της ώρας χαλάει φαντασιώσεις χρόνων και χρόνων.
            Δεν θα είχε -κατά το γνωστό κλισέ- στεγνώσει, αν ήταν γραμμένο σε χαρτί, το... μελάνι του non paper, όταν, λίγες ώρες μετά την κυκλοφορία του, εμφανίστηκε στη Βουλή, για να απαντήσει σε ερώτηση του χρυσαυγίτη Η. Κασιδιάρη για τη λίστα Λαγκάρντ, ο υπουργός Επικρατείας, ο οποίος για περισσότερο από 15 χρόνια ασχολείτο ως εισαγγελικός λειτουργός, από διάφορα πόστα, με την καταπολέμηση της διαφθοράς και ειδικότερα με το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, φθάνοντας μέχρι τη θέση του επικεφαλής της ανεξάρτητης αρχής για την αντιμετώπισή του, θέση την οποία κατείχε μέχρι τη μέρα που η νέα κυβέρνηση του έδωσε υπουργικό θώκο.
«Ο έλεγχος της λίστας Λαγκάρντ είναι, καταρχήν, εξαιρετικά δύσκολος, δεδομένου ότι η Ελβετία θεωρεί ότι με παράνομο τρόπο έφυγαν αυτά τα στοιχεία από τη συγκεκριμένη τράπεζα και αρνείται να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία», είπε αυτολεξεί ο τέως εισαγγελέας και νυν κυβερνητικός αξιωματούχος που –προς τιμήν μου- ουδόλως επηρεάστηκε από το απροκάλυπτο –μάρτυς μου τα πρακτικά της Βουλής…- γλείψιμο που του είχε ρίξει νωρίτερα ο προφυλακισμένος ακόμη χρυσαυγίτης.
Δεν περιορίστηκε, μάλιστα, σε αυτή τη γενικόλογη διαπίστωση ο κ. Νικολούδης, αλλά θέλησε να γίνει σαφέστερος προσθέτοντας: «Ακούστε, το να επιχειρήσει κάποιος φορολογικό έλεγχο στηριζόμενος μόνο στη λίστα Λαγκάρντ ή βλέποντας τη κεχωρισμένα και μεμονωμένα –ή τη λίστα Λαγκάρντ ή τη λίστα Λουξεμβούργου ή οποιαδήποτε άλλη θέλετε, τη λίστα Νικολούδη, που είπανε κάποια φορά, που περιλαμβάνει τα εμβάσματα που έφυγαν από εδώ και πήγαν στο εξωτερικό– είναι, λοιπόν, περίπου βέβαιο ότι θα καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Γιατί έχεις μόνο το δέντρο και δεν βλέπεις το δάσος».
«Ο σωστός τρόπος αντιμετώπισης και αξιοποίησης αυτής της λίστας είναι μαζί με άλλα στοιχεία να τη συνεκτιμήσεις», συνέχισε ο πολύπειρος σε θέματα αντιμετώπισης της διαφθοράς υπουργός. «Να βρω, για παράδειγμα, αν ο Χ ελεγχόμενος έχει πόσα σε μία ελληνική τράπεζα, πόσα σε άλλη ελληνική τράπεζα, πόσα χρηματιστήριο κλπ., μαζί να βρω αν συναντάται και στη λίστα Λαγκάρντ, που σημαίνει ότι έστελνε χρήματα έξω, και αυτή η συνολική εικόνα είναι η μόνη εικόνα που μπορεί να αντιπαραβληθεί με το τι δήλωνε όλα τα προηγούμενα χρόνια και να σου δώσει τη διαφορά. Αν κοιτάξεις μόνο την εικόνα, δεν είναι απλώς άτοπο, είναι λάθος».
            Εν ολίγοις, με την τοποθέτηση του κ. Νικολούδη κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος το παραμύθι ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν ζητούσαν στοιχεία, τα οποία τάχατες ήταν διατεθειμένοι να δώσουν οι Ελβετοί. Άλλωστε, αν κάποιος ήταν αρμόδιος να ζητήσει τέτοια στοιχεία, αυτός δεν ήταν άλλος από τον επικεφαλής της αρμόδιας αρχής για το ξέπλυμα χρήματος, δηλαδή ο κ. Νικολούδης, ο οποίος μόνον για αβελτηρία δεν μπορεί να επικριθεί, αν κρίνουμε και από την απόφαση υπουργοποίησής του. Κατέρρευσε επίσης και η εξαπάτηση των πολιτών ότι δήθεν δεν έχει λυθεί το οικονομικό πρόβλημα της χώρας επειδή δεν διερευνήθηκε η λίστα Λαγκάρντ. Και μαζί κονιορτοποιήθηκαν από τον καθ΄ ύλην αρμόδιο οι… ψεκασμένες γελοιότητες ότι την έρευνα εμπόδιζε η εμπλοκή συγγενικών προσώπων ή συνεργατών πρώην πρωθυπουργών.
            Αργότερα ή γρηγορότερα, να είστε σίγουροι ότι κάποια στιγμή θα σκάσουν και άλλες προσφιλέστατες «φούσκες» με τις οποίες απατεώνες της πολιτικής παραπλανούν τους Έλληνες πολίτες: Από τις –υποτιθέμενες- υπέρογκες εισπράξεις («ήμουνα νιος και γέρασα», ακούγοντας γι΄ αυτές)  που θα προέλθουν από την πάταξη της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου καυσίμων έως τις αυταπάτες ότι θα αλλάξει δια μιας η μοίρα του τόπου με την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων (ναι, αυτών που έσπευσε να παραχωρεί κατά... 70% στους Αμερικανούς ο γαλαντόμος υπουργός Αμύνης που πρόλαβε και βρήκε και λεφτά για απευθείας αναθέσεις οπλικών συστημάτων…). Και από τα κέρδη που θα αποκομίσουμε (εκεί που κανείς άλλος δεν τα κατάφερε) με την επιτροπή λογιστικού  ελέγχου του δημοσίου χρέους έως τις γερμανικές επανορθώσεις που τις διεκδικούμε… σθεναρά όταν είμαστε μεταξύ μας αλλά λέμε ότι είναι «πρωτίστως ηθικό» ζήτημα όταν μιλάμε σε διεθνές ακροατήριο...

Παρασκευή 3 Απριλίου 2015

Ποιός…. τρολλάρει ποιον στην κυβέρνηση;



«Αντέχει τούτος ο παλιότοπος…», ήταν η προσφιλής επωδός ενός  –μακαρίτη πλέον- πολιτικού της δεκαετίας του 80, ο οποίος ήταν γνωστός μεταξύ των συναδέλφων του για την σκωπτικά θυμόσοφη διάθεση με την οποία αντιμετώπιζε πρόσωπα και καταστάσεις.
Ο μπάρμπα – Τάσος (ας αποκαλύψουμε μόνον το μικρό του όνομα και ας αφήσουμε το επώνυμο του για τον ιστορικό του μέλλοντος) κατέφευγε στη συγκεκριμένη επωδό κάθε φορά που γινόταν λόγος για κάποια πολιτική παραδοξότητα ή ένα κοινοβουλευτικό συμβάν που έκανε εντύπωση ή προκαλούσε συζητήσεις οι οποίες τις περισσότερες φορές έμεναν στο επίπεδο του «κουτσομπολιού», καθώς οι παρεκτροπές εκείνης της εποχής μοιάζουν, συγκριτικά με όσα διαδραματίζονται στις μέρες μας, με… αθώα πταισματάκια.
Το τελευταίο διάστημα, ενθυμούμενος τον μπάρμπα - Τάσο, αναρωτιέμαι συχνά πόσο ακόμη μπορεί να αντέξει τούτος ο (ας το πω κομψά…) τόπος. Διότι εκεί που λες ότι «ως εδώ ήταν, πιάσαμε πάτο, δεν έχει παρακάτω», αίφνης σκάει κάτι άλλο στην επικαιρότητα που σε υποχρεώνει να παραδεχθείς ότι «όχι, δεν τελειώσαμε, έχει κι άλλα σκαλοπάτια στου κακού τη σκάλα…».
Με αυτές τις σκέψεις άκουγα πριν από κάποιες ώρες στο ραδιόφωνο αξιωματούχο του μεγαλύτερου κυβερνώντος κόμματος –για την ακρίβεια τον εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ στο Κοινοβούλιο, βουλευτή Μεσσηνίας Θανάση Πετράκο- να εκστομίζει πράγματα από εκείνα που, αν δεν είσαι ο ίδιος αυτήκοος μάρτυς, αδυνατείς να πιστέψεις ότι ειπώθηκαν στα σοβαρά και με γνώση της γήινης πραγματικότητας. 
«Πρέπει να προβληματιστούμε όλοι μας», ήταν η προτροπή που απηύθυνε ο κ. Πετράκος προς τον καθένα εξ ημών όταν ρωτήθηκε για το κύμα των καταλήψεων στο οποίο έχουν επιδοθεί οι αποκαλούμενοι «αντιεξουσιαστές» που διαμαρτύρονται απαιτώντας να προωθηθούν άμεσα ριζικές αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, καθώς και στη λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος.
«Όπως καταλαβαίνετε, αυτό είναι καλό η ΕΥΠ να το κοιτάξει», συμπλήρωσε ο ΣΥΡΙΖΑίος αξιωματούχος. «Τυχαία είναι όλα αυτά; Δεν ξέρω αν είναι ξένος ή εσωτερικός δάκτυλος, γιατί να είναι ξένος;», διερωτήθηκε ακολούθως για να καταλήξει λέγοντας ότι ο ίδιος προβληματίζεται ιδιαιτέρως και «δεν μπορεί να αποκλείσει τίποτα».
Τί ήταν εκείνο που έκανε τον κ. Πετράκο να μην μπορεί, κατά την έκφρασή του, να αποκλείσει τίποτε; Την απάντηση έδωσε αναφέροντας ότι καταλήψεις από τις ίδιες ομάδες –οι οποίες εισέβαλαν σε πανεπιστημιακούς χώρους και στο προαύλιο του Κοινοβουλίου- έγιναν σε γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και στο «Κόκκινο», τον κομματικό του ραδιοσταθμό. 
Αφού, όμως, αποκλείει την ανάμειξη ξένου δάκτυλου, τότε γιατί, αλήθεια, ζητάει την επέμβαση της ΕΥΠ; Τί, άραγε, μπορεί να κάνει η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών; Να προβεί σε παρακολουθήσεις; Και ποιους να παρακολουθήσει; Τη νεολαία, ίσως, του ΣΥΡΙΖΑ που, με ανακοίνωσή της, εξέπεμψε «απαγορευτικό» στην επέμβαση της Αστυνομίας στους κατειλημμένους πανεπιστημιακούς χώρους; Ή μήπως την πρόεδρο της Βουλής η οποία βρήκε απολύτως φυσιολογική τη διαμαρτυρία εντός του περιβόλου του κοινοβουλευτικού Μεγάρου; 
Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς τι θα συνέβαινε αν ο νυν διοικητής της ΕΥΠ (ο οποίος, ευτυχώς, τυγχάνει να είναι σοβαρός άνθρωπος), έπαιρνε τοις μετρητοίς τις ιδεοληπτικά σχιζοφρενικές προτροπές του κ. Πετράκου. Και τούτες τις κρίσιμες, από πολλές απόψεις, ώρες και μέρες, προσανατόλιζε την υπηρεσία του, αντί για την προάσπιση της εξωτερικής ασφάλειας της χώρας, στην αναζήτηση «εσωτερικού εχθρού», αναβιώνοντας καταστάσεις που όλοι θέλουμε να ελπίζουμε ότι έχουν μπει οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Το δυστύχημα είναι ότι σε βερμπαλισμούς, όπως αυτοί του κ. Πετράκου, περί δήθεν «εσωτερικής υπονόμευσης», καταφεύγουν και αρκετοί άλλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Στο στόχαστρο μπαίνουν κυρίως τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Από κοντά, όμως, ακολουθούν και όσοι δεν δηλώνουν απόλυτη πίστη στα λεγόμενα της κυβερνητικής εξουσίας, όπως εκφράζονται από τα απανωτά non paper που έχουν γίνουν του… συρμού, τείνοντας να υποκαταστήσουν τη δημοσιογραφία που ξέραμε.
Επειδή, πάντως, η επικοινωνία δεν μπορεί να καλύπτει συνεχώς και αδιαλείπτως την έλλειψη σχεδίου, στο έργο στο οποίο είμαστε θεατές κυριαρχούν οι σουρεαλιστικές καταστάσεις. Με πρωταγωνιστές κυβερνητικά στελέχη τα οποία, κατά την έκφραση της εποχής, … αλληλοτρολλάρονται ή και… αυτοτρολλάρονται. Τι λέτε; Είχε δίκιο ή άδικο ο μπαρμπα-Τάσος που «επένδυε» στην (ανεξάντλητη) αντοχή του… παλιότοπου;

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Ώρα για αλήθειες



            Ένα πολυνομοσχέδιο με πανσπερμία άσχετων μεταξύ τους διατάξεων, ένα κατεπείγον νομοσχέδιο που ψηφίστηκε άρον – άρον με αποτέλεσμα από την επομένη μέρα να χρειάζεται αλλαγές και μια Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου – «αχταρμάς» για να διορθωθούν ημαρτημένα και να καλυφθούν «τρύπες», είναι τα μοναδικά στοιχεία που συνθέτουν το μέχρι στιγμής νομοθετικό έργο της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ.
            Μοιάζει με απόλυτη ειρωνεία, αλλά αποτελεί απτή πραγματικότητα ότι η συνεισφορά της δίμηνης -«πρώτη φορά Αριστερά» με ολίγη (;) από… Ακροδεξιά- διακυβέρνησης εξαντλείται σε τρία στοιχεία από εκείνα που, τόσο κατά τις προεκλογικές υποσχέσεις όσο και κατά τις μετεκλογικές εξαγγελίες, αποκλειόταν με κάθε κατηγορηματικότητα ότι θα συμβούν μετά τις 25 Ιανουαρίου. Και σα από φάρσα όχι μόνον συνέβησαν, αλλά συνέβησαν μόνον αυτά και τίποτε άλλο.
            Πέρα, όμως, από τους ανέξοδους βερμπαλισμούς του πρόσφατου αλλά και του παλαιότερου παρελθόντος, δεν είναι δα και… προς θάνατον αυτές οι -μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας- θεσμικές παρεκτροπές. Όταν μια χώρα βρίσκεται υπό τις έκτακτες συνθήκες τις οποίες αντιμετωπίζει η Ελλάδα, ιδίως τους τελευταίους μήνες και περισσότερο τούτες τις τελευταίες εβδομάδες που το μαρτύριο της σταγόνας με τη ρευστότητα του δημοσίου και των τραπεζών κορυφώνεται, όλα μπορεί να επιτραπούν.
Αν παραβλέψει κανείς ότι φαινόμενα αυτού του είδους μαρτυρούν παντελή έλλειψη ουσιαστικής προγραμματικής προετοιμασίας, κατά τα λοιπά, και τα πολυνομοσχέδια δικαιολογούνται και τα επείγοντα νομοσχέδια μπορεί να συγχωρεθούν. Ακόμη και οι… επάρατες Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου μπορεί να γίνουν ανεκτές.
            Αντιθέτως, εκείνο που δεν δικαιολογείται, δεν γίνεται ανεκτό και, πιθανότατα, δεν θα συγχωρεθεί στους σημερινούς κυβερνώντες, είναι η παραπλάνηση που επιχειρείται με τη μεθοδευμένη άρνηση να πάνε προς ψήφιση στη Βουλή την περιβόητη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου την οποία συνομολόγησαν με τους εταίρους και δανειστές της χώρας για να παραταθεί το προηγούμενο πρόγραμμα και να ανοίξει ο δρόμος ώστε να εκταμιευθούν τα χρήματα που είναι απολύτως απαραίτητα για να συνεχίσει να διατηρείται στη ζωή η ελληνική οικονομία.
            Η προσπάθεια να παρακαμφθεί το Κοινοβούλιο με μια ολιγόλεπτη προσχηματική συζήτηση, δεν ανταποκρίνεται στην κρισιμότητα των στιγμών. Και, επίσης, δεν αντιστοιχεί στην απαίτηση για σεβασμό των θεσμών αλλά και της λαϊκής ετυμηγορίας η οποία καταδίκασε τους προηγούμενους και έδωσε την εξουσία στους σημερινούς κυβερνώντες.
            Αν, όντως, είναι πεπεισμένοι ότι έπραξαν και εξακολουθούν να πράττουν το σωστό, αν θεωρούν ότι διαπραγματεύτηκαν και συνεχίζουν να διαπραγματεύονται επ΄ ωφελεία του δημοσίου συμφέροντος, δεν μπορούν να παίζουν «κρυφτούλι» με την ελληνική Βουλή και συνακόλουθα με τον ελληνικό λαό, του οποίου υποτίθεται ότι επιζητούν τη στήριξη σε ευρύτερη κλίμακα από το ποσοστό εκείνων που τους ψήφισαν στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές.
            Πώς, αλήθεια, περιμένουν να πείσουν τους ψηφοφόρους, τους δικούς τους, αλλά και τους άλλους, αν αποφεύγουν τη Βουλή επειδή εκτιμούν ότι δεν μπορούν να πείσουν τους κυβερνητικούς βουλευτές; Και στο τέλος – τέλος για πόσο θα μπορεί να συμβαίνει αυτό; Αργά ή γρήγορα, όλα μαζί ή χωριστά, τα συμφωνημένα με τους εταίρους και δανειστές της χώρας θα πρέπει με κάποιον τρόπο –πολυνομοσχέδιο, κατεπείγον νομοσχέδιο ή Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου- να πάρουν τη μορφή νομοθετικής πρωτοβουλίας και να εγκριθούν από το Κοινοβούλιο.
Τί θα αλλάξει, άραγε, με την καθυστέρηση που παίζουν ή με τις ασάφειες που συντηρούν; Μέχρι στιγμής το μόνο που αλλάζει -και αλλάζει επί τα χείρω- είναι οι ήδη άσχημες συνθήκες της ελληνικής οικονομίας η οποία κινδυνεύει ανά πάσα με ξαφνικό θάνατο ως αποτέλεσμα της σχεδόν απόλυτης πιστωτικής ασφυξίας που μας έχουν επιβάλει οι Ευρωπαίοι εταίροι. Και που, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχίσουν να το κάνουν όσο η ελληνική κυβέρνηση δεν παραδέχεται στο εσωτερικό της χώρας εκείνα που με βούλες και υπογραφές έχει συνομολογήσει στο εξωτερικό. Εκείνα, έστω, που αναγνώρισε δημοσίως ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας όταν βρέθηκε ενώπιος ενωπία με την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ.
Η κολοβή, έστω, συζήτηση που με χίλια βάσανα αποφάσισε η κυβέρνηση να γίνει στη Βουλή μπορεί να αποτελέσει την αρχή για να ειπωθούν τα πράγματα όπως πραγματικά έχουν. Και όχι όπως θα θέλαμε να έχουν ο καθένας από μας και προπάντων οι κυβερνώντες. Τώρα είναι η ώρα να ακουστούν οι αλήθειες. Και να διαλυθούν οι πολύχρονες αυταπάτες. Για το που πραγματικά βρισκόμαστε. Και που πάμε.
Γιατί τα ψέματα δεν είναι μόνον ότι έχουν κοντά ποδάρια. Είναι και που πλέον κοστίζουν ακριβά.