Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

Η «Αναθεωρητική» του κ. Τσίπρα



            Όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από το μοιραίο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου τόσο πληθαίνουν οι πληροφορίες και η γενικότερη αίσθηση ότι ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αυτοπαγιδεύτηκε σε μια πρωτοβουλία που ο ίδιος αδυνατούσε να διαχειριστεί το –κατά τα άλλα, «επιτυχές»- αποτέλεσμα της.
Κόντρα στο ρεύμα όσων τον εμφάνιζαν ανίκανο να λάβει μεγάλες ανατρεπτικές αποφάσεις, λόγω ιδεοληπτικής προσήλωσης ή, κατ΄ άλλους, ιδεολογικής συνέπειας, ήμουν εξ εκείνων οι οποίοι ανέμεναν ήδη από τις παραμονές των εκλογών ότι ο κ. Τσίπρας αργά ή γρήγορα θα έδινε το παρών στο ραντεβού με τον ρεαλισμό που οι νουνεχείς από το περιβάλλον του προετοίμαζαν.
Δεν σας κρύβω ότι διατήρησα την πίστη μου αυτή και μετά την προκήρυξη του αλλοπρόσαλλου δημοψηφίσματος. Παρακολουθώντας τον να προσέρχεται στην κατάμεστη Πλατεία Συντάγματος την Παρασκευή πριν από τις δημοψηφισματικές κάλπες ήλπιζα μέσα μου να γνώριζε και κυρίως να συναισθανόταν τις ιστορικές αναλογίες μιας κορυφαίας στιγμής του συλλογικού μας παρελθόντος που είχε γραφεί στον ίδιο ακριβώς χώρο πριν από σχεδόν 105 χρόνια.
Στη μεγαλειώδη λαϊκή συγκέντρωση που είχαν ετοιμάσει οι Αθηναίοι τον Σεπτέμβριο του 1910 για να υποδεχτούν τον Ελευθέριο Βενιζέλο, το πλήθος διέκοψε τον άρτι αφιχθέντα στην Παλαιά Ελλάδα Κρητικό πολιτικό, οποίος μιλούσε αναπτύσσοντας το πρόγραμμα της εθνικής ανόρθωσης, για να του απαιτήσει αλλαγή του τότε καθεστώτος της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας.
«Συντακτική, θέλουμε, Συντακτική!», κραύγασαν αρκετοί από το συγκεντρωμένους μόλις άκουσαν την εξαγγελία του Βενιζέλου για σύγκληση Αναθεωρητικής Βουλής, η οποία θα τροποποιούσε το ισχύον Σύνταγμα χωρίς να αλλοιώσει το χαρακτήρα του Πολιτεύματος, όπως, αντιθέτως, προνοούσε το αίτημα για Συντακτική.
«Επαναλαμβάνω, Αναθεωρητική Βουλή!», επανήλθε ο Βενιζέλος. Και όταν και πάλι ακούστηκαν από το ακροατήριο νέες φωνές για «Συντακτική», εκείνος με μια κοφτή φράση τούς αποστόμωσε: «Είπα Αναθεωρητική».    
Όσο και να κινδυνεύω να κατηγορηθώ από κάποιους για «ιερόσυλες» συγκρίσεις, δεν μπορώ να κρύψω την κρυφή ελπίδα που είχα να ακούσω εκείνο το βράδυ τον κ. Τσίπρα να αναπτύσσει στους συγκεντρωμένους του Συντάγματος, που παραληρούσαν με το «Όχι» σε μια συμφωνία που δεν υπήρχε στο τραπέζι, και τις αρετές του «Ναι», οι οποίες αρκετές φορές υπερέχουν σε γενναιότητα από την ευκολία μιας οποιασδήποτε αρνητικής θέσης.
Φεύ, όμως! Δεν το έκανε. Ακολουθώντας την πεπατημένη, είπε στους συγκεντρωμένους ό,τι ακριβώς ήθελαν να ακούσουν, φροντίζοντας επιμελώς όχι μόνον να μην τους στενοχωρήσει αλλά ούτε καν να τους προβληματίσει ή να τους προειδοποιήσει για όσα ήταν βέβαιο σε κάθε εχέφρονα και μη εθελοτυφλούντα ότι επέρχονταν, καθώς είχε ήδη επέλθει το κλείσιμο των τραπεζών.
Χωρίς, άλλωστε, να χρειαστεί να καταφύγει κανείς στην όχι κατ΄ ανάγκη αξιόπιστη μαρτυρία του αποπεμφθέντος υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη για το βαρύ κλίμα που συνάντησε ο ίδιος στο Μαξίμου μετά την οριστικοποίηση του αποτελέσματος, μπορεί εύκολα να συγκρίνει τα όσα ελέχθησαν από την Πλατεία Συντάγματος πριν το άνοιγμα της κάλπης με εκείνα που ακούστηκαν τη νύχτα της Κυριακής όταν έγινε γνωστό το θριαμβευτικό για τον κ. Τσίπρα 61,3% που έλαβε το «Όχι» που εκείνος κάλεσε τους πολίτες να ψηφίσουν. 
Με τον κόσμο ακόμη να χορεύει στο Σύνταγμα, ο κ. Τσίπρας προετοίμασε τη μεγάλη στροφή που τον υποχρέωνε να κάνει η ανάγκη να μετατραπεί το στείρο και διχαστικό «Όχι» σε ένα δημιουργικό και ελπιδοφόρο «Ναι» στον συμβιβασμό και στη συνεννόηση με εταίρους που, εκτός των άλλων, ήταν και οι μοναδικοί διαθέσιμοι σε όλο το υπαρκτό Σύμπαν να μας δανείσουν για να καταφέρουμε στοιχειωδώς να επιβιώσουμε.
Αλλοίμονο, όμως, και πάλι! Ο κ. Τσίπρας πήγε να διαπραγματευτεί «σέρνοντας τα πόδια του». Δεν έδειξε ούτε μια στιγμή να πιστεύει σε αυτό που πήγε να κάνει. Όπως, εξάλλου, ακόμη και αυτή η γλώσσα του σώματος μαρτυρούσε, από κοινού ίσως με τον… έρπη που τον κατέτρεχε.
Το χειρότερο όλων, πάντως, είναι ότι και μετά τη συμφωνία που συνομολόγησε, στο όνομα μιας επικαλούμενης δήθεν «ειλικρίνειας», επιμένει να δυσφημεί ο ίδιος το αποτέλεσμα της υποτιθέμενης σκληρής –και που να μην ήταν δηλαδή…- διαπραγμάτευσης που έκανε, εμφανίζοντάς το κείμενο που δέχθηκε ως προϊόν εκβιασμού τον οποίο υπέστη από ανομολόγητες δυνάμεις.
Είναι προφανές -και από τις τελευταίες εμφανίσεις του στη Βουλή, έπειτα από κάθε μια εκ των οποίων αυξάνεται ο αριθμός των βουλευτών του που διαφοροποιούνται- ότι ο κ. Τσίπρας δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών που καλώς ή κακώς τον έχουν μετατρέψει σε κεντρικό πρωταγωνιστή του δράματος της γενικευμένης –οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής- χρεοκοπίας που βιώνουμε. 
Ευχόμενος να διαψευστώ, με λύπη διαπιστώνω ότι το έλλειμμα ηγεσίας που τον χαρακτηρίζει εξακολουθεί να τον εμποδίζει να εκστομίσει το δικό του «Είπα Αναθεωρητική!» και να καθοδηγήσει το στελεχιακό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να καθοδηγείται από αυτό προς το ναρκοπέδιο της οικονομικής καταστροφής. Ένα ναρκοπέδιο που ο ίδιος το βλέπει, το ομολογεί, το φωνάζει, αλλά, δυστυχώς, δεν φαίνεται να διαθέτει το θάρρος για να το διασχίσει.

Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Γίνεται «Ναι» ένα τόσο πολυσυλλεκτικό «Όχι»;



Με το σαρωτικό «Όχι» που βροντοφώναξε μέσα από την κάλπη του δημοψηφίσματος της Κυριακής, ο ελληνικός λαός έδωσε στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα περισσότερα ίσως και από όσα εκείνος του ζήτησε.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι σχεδόν κανείς –και προφανώς ούτε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας- δεν προέβλεψε το συντριπτικό αποτέλεσμα της κάλπης.
Και για όποιον βιαστεί να καταφύγει στην εύκολη συνομωσιολογία για τον ρόλο των ΜΜΕ και των δημοσκόπων στη διαμόρφωση του αποτελέσματος, το τελευταίο προεκλογικό φύλλο της «Αυγής» που μιλούσε για αναμέτρηση που «κρίνεται στο νήμα» δίνει ίσως την καλύτερη απάντηση.
Δίνονται ήδη και θα εξακολουθήσουν να δίνονται, εντός και εκτός Ελλάδας, πολλές και ποικίλες ερμηνείες για τους λόγους για τους οποίους τόσο πολλοί πολίτες ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του κ. Τσίπρα να καταψηφίσουν μια πρόταση για συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές που δεν ήταν καν στο τραπέζι και πάντως η πλειονότητα ήταν αδύνατο να ξέρει τις λεπτομέρειες που τη συνείχαν.
Η έκβαση του δημοψηφίσματος είναι εξίσου δυσερμήνευτη για όποιον με ψυχραιμία μπορεί να αναγνωρίσει ότι η απόσταση που χώριζε την πρόταση την δανειστών από εκείνη που η ίδια η ελληνική κυβέρνηση είχε υποβάλει δεν ήταν τόσο μεγάλη που να δικαιολογεί το πάθος με το οποίο κινητοποιήθηκαν οι Έλληνες εκλογείς.
Κακά, όμως, τα ψέματα, το «Όχι» που είπαν οι ψηφοφόροι της παρελθούσας Κυριακής δεν ήταν ένα, ενιαίο και συμπαγές «Όχι». Ήταν, αντιθέτως, ένα «Όχι» πολυσυλλεκτικό. Ένα «Όχι» που είχε πόνο και έβγαζε απόγνωση για τα πάμπολλα θύματα της παρατεινόμενης κρίσης.
Υπήρξε ένα «Όχι» που μιλούσε για ρήξη, αλλά προεξοφλούσε συμβιβασμό. Ένα «Όχι» που ήταν συγχρόνως βαθιά αντιευρωπαϊκό και απλόχερα φιλοευρωπαϊκό. Ένα «Όχι» που προσπαθούσε να κρύψει την πίστη στην απόδοση της καλλιέργειας των «λεφτόδεντρων», αλλά αποκάλυπτε την ελπίδα για «σεισάχθεια» προς κάθε μορφής δανειολήπτες.
Ήταν ακόμη ένα «Όχι» που βγήκε από το στόμα ανθρώπων οι οποίοι συνειδητά ή μη θέλουν την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Όπως και ένα ξενοφοβικό «Όχι», το οποίο στρεφόταν γενικώς και αορίστως κατά των ξένων που μας δάνειζαν και τώρα δεν μας δανείζουν πια.
Όμως, ήταν και ένα «Όχι» το οποίο ήθελε να καταδικάσει το χρεωκοπημένο παλαιό πολιτικό συστήματος (εξαιρουμένου, για άγνωστους λόγους, του… Πάνου Καμμένου!), όχι τόσο γι΄ αυτά που έκανε, αλλά περισσότερο για αυτά που σταμάτησε να κάνει. Αλλά και ένα «Όχι» προς το δαιμονοποιημένο –για προφανείς σκοπιμότητες- μηντιακό σύστημα. Και, βεβαίως, πολλά, πολλά άλλα «Όχι».
Στην πραγματικότητα, ο κ. Τσίπρας κατασκεύασε ένα «Όχι» που θύμιζε το τέρας του Φρανκενστάιν με το οποίο βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος ο ίδιος ο δημιουργός του.
Διότι, μαζί με τον τεράστιο προσωπικό θρίαμβο του, ο πρωθυπουργός επωμίστηκε και ένα πολύ βαρύ φορτίο το οποίο καλείται να διαχειριστεί. Είναι το φορτίο να συνενώσει όλα αυτά τα επιμέρους -και εν πολλοίς αντιφατικά- «Όχι». Και να τα μετατρέψει σε ένα μεγάλο «Ναι».
Το «Ναι» στο ευρωπαϊκό μέλλον της Ελλάδας που ο ίδιος προδιέγραψε με την επινίκια ομιλία την εκφώνησε το βράδυ της Κυριακής, αλλά και τις πρωτοβουλίες που ανέλαβε αμέσως μετά.
Άλλωστε, εκείνο που περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο προέχει σε αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι στο οποίο βρίσκεται η χώρα, είναι, όπως ακριβώς το είπε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, η διαφύλαξη της εθνικής ενότητας, καθώς και η αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής και της οικονομικής σταθερότητας.
Η πρωτοβουλία που πήρε για να συναντηθούν οι πολιτικοί αρχηγοί ήταν η καλύτερη δυνατή νέα αρχή που μπορούσε να γίνει την επομένη του διχαστικού δημοψηφίσματος που έφερε στην επιφάνεια εμφυλιοπολεμικά ένστικτα που «απελευθερώθηκαν» και από τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, με ευθύνη και του κ. Τσίπρα που τα πυροδότησε με τη ρητορική που χρησιμοποίησε στην σύντομη, ευτυχώς, πορεία προς τις κάλπες του δημοψηφίσματος.
Αρκεί η διακηρυχθείσα νέα αρχή –που συνοδεύτηκε από την αποπομπή του Γιάνη Βαρουφάκη- να έχει και τη συνέχεια που προοιωνίζεται. Να μην αποδειχθεί απλά και μόνο ένα ώριμο τέκνο της ανάγκης μπροστά στην απαίτηση των ξένων να έχει η υπό διαμόρφωση συμφωνία τις υπογραφές όλων των πολιτικών δυνάμεων. Αλλά να αποτελέσει το έναυσμα για να αποφασίσουν οι πολιτικές δυνάμεις να πορευθούν αφήνοντας πίσω τα ψέματα και τις υπεκφυγές του παρελθόντος.
Αν το πετύχουν, η Ιστορία θα το πιστώσει σε όλους τους. Και πρωτίστως στον κ. Τσίπρα που θα έχει πετύχει έναν χωρίς προηγούμενο άθλο να μετατρέψει τόσα πολλά αρνητικά «Όχι» σε ένα θετικό «Ναι».

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Στο «κόκκινο» η αγωνία των Ελλήνων για την επόμενη ημέρα



Στο ξημέρωμα της Δευτέρας, 29 Ιουνίου, μόνον η ανατολή του ήλιου βρίσκει την αντιστοίχησή της στην προφητεία του προεκλογικού σποτ του ΣΥΡΙΖΑ για την αυγή της Δευτέρας, 26 Ιανουαρίου.
Πέντε μήνες μετά, ο,τιδήποτε άλλο ξόρκιζε η προπαγάνδα της ομάδας, η οποία απολύτως απαράσκευη ανέλαβε τις τύχες της χώρας τον περασμένο Ιανουάριο, το βρίσκει πλέον μπροστά της, με τη μορφή, ίσως, της αυτοεκπληρούμενης προφητείας.
Τα ΑΤΜ που δεν βγάζουν, πλέον, χρήματα, ακόμη και για όσους διαθέτουν τραπεζικές καταθέσεις, διαψεύδουν τις προβλέψεις για την «κανονικότητα» που έκαναν τα προεκλογικά σποτ του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα των Ελλήνων δεν περιορίζονται στις συνήθεις ανησυχίες, αλλά προσεγγίζουν επίπεδα απλησίαστα εδώ και πολλές δεκαετίες και αφορούν κολοσσιαίας σημασίας ζητήματα, όπως η ευρωπαϊκή κατεύθυνση της χώρας, που θεωρούνταν, μέχρι πρότινος, δεδομένη και εξασφαλισμένη.
Οι κλειστές τράπεζες, μια απαραίτητη κίνηση στην οποία κατέφυγε η κυβέρνηση για να διασώσει, αφενός, το απειλούμενο με ολοσχερή κατάρρευση τραπεζικό σύστημα και, αφετέρου, τις εναπομείνασες καταθέσεις των πολιτών, δίνουν το μέτρο της δραματικής επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών στη χώρα ως επιστέγασμα των επί μήνες άκαρπων διαπραγματεύσεων που επισφραγίστηκε με την άφρονα πρωτοβουλία για το δημοψήφισμα.
Την ίδια ώρα, οι μεγάλες ουρές στα βενζινάδικα από ανησυχούντες καταναλωτές, ακόμη και αν είναι αδικαιολόγητες, αφού πρόβλημα επάρκειας καυσίμων δεν προβλέπεται να δημιουργηθεί, αποτυπώνει τον πανικό που σκόρπισαν οι αλλοπρόσαλλες κυβερνητικές αποφάσεις, όπως και την έλλειψη εμπιστοσύνης στις πρωθυπουργικές εκκλήσεις για νηφαλιότητα και ψυχραιμία.
Η χωρίς συστολή επιθετική ρητορεία περί οικονομικού πολέμου που δέχεται η χώρα, όπως διατείνονται κυβερνητικοί αξιωματούχοι, ου μην αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ενισχύει το αρνητικό κλίμα και εμποδίζει την επικράτηση ατμόσφαιρας καταλλαγής που αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για να αποφευχθούν ακόμη πιο ακραίες καταστάσεις όπως το άδειασμα των ραφιών σε σούπερ μάρκετ, εν γένει καταστήματα τροφίμων, ακόμη και φαρμακεία, όπως προμήνυε το παρελθόν Σαββατοκύριακο.
Το ανησυχητικό είναι ότι, παρά τα τόσα αρνητικά προμηνύματα που εξέπεμψε η κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας, αλλά όσα έφθασαν από τον διεθνή περίγυρο, στο πολιτικό πεδίο οι έχοντες την ευθύνη της διακυβέρνησης του τόπου συνέχισαν να συμπεριφέρονται κατά την πεπατημένη και ως να μην άλλαξε τίποτε από την περασμένη Παρασκευή που ελήφθη η απροσδόκητη απόφαση για το δημοψήφισμα.
Το επίπεδο της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης ήταν απογοητευτικό και οι κάθε λογής ταγοί του τόπου μοιάζουν μοιραίοι και άβουλοι μπροστά στους τεράστιους κινδύνους με τους οποίους βρίσκεται αντιμέτωπη η χώρα. Την ίδια στιγμή που στο Βερολίνο, η καγκελάριος Μέρκελ καλεί σε διαβούλευση τους αρχηγούς των γερμανικών κομμάτων, στην Αθήνα οι εγχώριες δυνάμεις αδυνατούν όχι μόνον να βρουν κοινή γλώσσα αλλά ακόμη και να καθήσουν στο ίδιο τραπέζι.
Δεν είναι τυχαίο ότι την απόφαση για το δημοψήφισμα στους πολιτικούς αρχηγούς της αντιπολίτευσης, όπως αναφέρουν ασφαλείς πληροφορίες, δεν την ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, αλλά ο υπουργός Εσωτερικών Νίκος Βούτσης. Όταν ο «πάγος» στις σχέσεις του νυν πρωθυπουργού με τον προκάτοχό του δεν έσπασε ούτε σε αυτή την οριακή στιγμή, πώς μπορεί κανείς να επιβεβαιωθούν οι ελπίδες όσων προσδοκούν σε μια πιθανολογούμενη επόμενη ευρωπαϊκή Σύνοδο, η Ελλάδα να εκπροσωπηθεί από ένα αρραγές διακομματικό μέτωπο;  
Αν πριν από τη δύση του ήλιου που ανέτειλε τούτη τη Δευτέρα δεν τρέξουν εξελίξεις που να ανατρέψουν τη ζοφερή ατμόσφαιρα που μας πολιορκεί από παντού, η αυριανή μέρα, η 30ή Ιουνίου 2015, δεν θα είναι απλά η ημερομηνία που λήγει το τρέχον πρόγραμμα οικονομικής στήριξης της Ελλάδας από τους εταίρους και δανειστές της.
Μαζί με το πρόγραμμα θα λήξουν και πολλά άλλα –κεκτημένα του πρόσφατου και απώτερου παρελθόντος- που αφορούν καθοριστικά το παρόν και το μέλλον των σημερινών και των επόμενων γενιών αυτού του τόπου.

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

Κατώτεροι των περιστάσεων!



Μαζί με την υπομονή όλων μας, μου φαίνεται ότι έχει εξαντληθεί και το απόθεμα των δημοσιογραφικών στερεοτύπων στα οποία εδώ και μήνες καταφεύγουμε για να αποτυπώσουμε τα όσα διαμείβονται στις –υποτιθέμενες- διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και στους εκπροσώπους των εταίρων και δανειστών της χώρας.
Από Eurogroup σε Eurogroup, το ένα μετά το άλλο τα χρονικά ορόσημα ξεπερνιούνται χωρίς να βρίσκεται λύση σε μια εκκρεμότητα, η παράταση της οποίας είναι πασιφανές ότι επιδεινώνει –μονομερώς, κατά τα φαινόμενα- τις συνθήκες, καθιστώντας ολοένα και πιο επώδυνο το αποτέλεσμα, όποιο τελικά και αν είναι αυτό.
Ποιος, αλήθεια, αμφιβάλει ότι οι όροι υπό τους οποίους διεξάγονται πλέον οι διαβουλεύσεις θα ήταν πολύ διαφορετικοί αν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και οι συνεργάτες του, που δέχθηκαν όσα δέχθηκαν στις 20 Φεβρουαρίου, είχαν από τότε παρουσιάσει τις κοστολογημένες προτάσεις που μόλις την τελευταία εβδομάδα έβαλαν «στο χαρτί»;
Από την άλλη, υπάρχει κανείς που να αμφισβητεί πως, ακόμη και αν υιοθετηθεί από την κυβερνητική ηγεσία η ακραία και συνάμα αποτρόπαια εκδοχή της ρήξης, την οποία, όπως ορισμένοι διατείνονται, είχαν εξαρχής κατά νου πολλοί στον ΣΥΡΙΖΑ, το επικίνδυνο παιχνίδι της ανεξέλεγκτης σύγκρουσης κρίθηκε ήδη πριν καν παιχθεί.
Και κρίθηκε μέσα από την ασταμάτητη διαρροή των καταθέσεων που εκτοξεύτηκε σε ασύλληπτα ύψη, όπως και από την αχαρακτήριστη απραξία που επιδεικνύουν κυβερνητικά στελέχη και κυρίως όσοι είναι επιφορτισμένοι με τα έσοδα του δημοσίου που καταρρέουν.
Όταν είσαι ανίκανος, ίσως και λόγω προτέρου βίου και συμμετοχής στα περιβόητα κινήματα «δεν πληρώνω», να προασπίσεις το δημόσιο συμφέρον –γιατί αυτό είναι πρωτίστως η συλλογή των φόρων και η είσπραξη των εισφορών-, αναρωτιέμαι πως μπορείς να είσαι έτοιμος για τη μεγάλη ρήξη.
Η οργάνωση διαδηλώσεων και καταλήψεων, που στη φαντασίωση της συντριπτικής πλειονότητας των σημερινών κυβερνώντων αποτελούσε την «πανάκεια» για την επίλυση των κάθε είδους κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων, αποδεικνύεται, εν τοις πράγμασι, ότι δεν συνιστά αποτελεσματική μέθοδο διακυβέρνησης, όπως αφελώς πίστευαν πολλοί από όσους βρέθηκαν τελευταία σε θέσεις εξουσίας.
Σκεφθείτε πόσο περισσότερο ισχύει αυτό όταν τα προβλήματα με τα οποία είναι αντιμέτωπη μια νεοπαγής κυβέρνηση έχουν διεθνή διάσταση. Και, όπως είναι φυσικό, η επίλυσή τους δεν επηρεάζεται επειδή κάποιες μικρές ομάδες της άκρας Αριστεράς βγαίνουν στους δρόμους του Βερολίνου και του Παρισιού.
Είναι άχαρο να υπενθυμίζει κάποιος αυτονόητες αλήθειες όπως τα πιο πάνω ή, ακόμη χειρότερα, το γεγονός ότι από τη στιγμή που, καλώς ή κακώς, εξακολουθούμε να συμμετέχουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία αποταθήκαμε για «διάσωση», το 2010, όταν οι αγορές μας έκλεισαν τις στρόφιγγες του δανεισμού, δεν μπορούμε παρά να παίζουμε με τους κανόνες που έχουν θεσπίσει όλοι όσοι συμμετέχουν στον συγκεκριμένο υπερεθνικό οργανισμό.
Για να το πω κι αλλιώς: Ούτε ο Βαρουφάκης με τον Τσακαλώτο, ούτε ο Τσίπρας με τον Δραγασάκη βρέθηκαν τόσες φορές το τελευταίο διάστημα στις Βρυξέλλες ή σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, επειδή τους… απήγαγαν ο Μέρκελ με τον Σόιμπλε ή ο Γιούνκερ με τον Ολάντ και ζητούν… λύτρα για να τους αφήσουν να επιστρέψουν στην Αθήνα.
Και, όμως, αυτό θα μπορούσε να εικάσει κάποιος αδαής ακούγοντας τις -μάλλον δραματοποιημένες- διαστάσεις που δίνονται στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις, οι οποίες, αν πιστέψουμε τον πρωθυπουργό, που τον επιβεβαιώνουν και πολλοί άλλοι από το εξωτερικό, μόλις την περασμένη εβδομάδα ξεκίνησαν. 
Δεν έχω καμία δυσκολία να αναγνωρίσω το δίκιο που διεκδικούν όσοι ισχυρίζονται ότι μεγάλη συμβολή σε όσα (μας) συμβαίνουν έχει και η έλλειψη αποτελεσματικής ευρωπαϊκής ηγεσίας, με τρανή ίσως απόδειξη την καταφυγή στο ΔΝΤ για να βρεθεί η υποτιθέμενη «τεχνογνωσία» αντιμετώπισης της κρίσης.
Ακόμη, όμως, και έτσι αν είναι, ακόμη και αν όλοι ανεξαιρέτως βγούμε στους δρόμους για να βροντοφωνάξουμε με στεντόρεια φωνή ότι «η σημερινή ευρωπαϊκή ηγεσία είναι κατώτερη των περιστάσεων», έχω την αίσθηση ότι τίποτε δεν θα αλλάξει.
Όσο δεν φέρνουμε τους εταίρους και δανειστές αντιμέτωπους με το δικό μας σχέδιο, πολλοί φοβούμαι ότι θα εξακολουθήσουμε να βιώνουμε με τον ίδιο μαρτυρικό τρόπο την παραλυτική αβεβαιότητα η οποία γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο δυσβάσταχτη, όσο ενισχύεται η αίσθηση ότι οδηγούμαστε στον όλεθρο χωρίς να κάνουμε σχεδόν τίποτε για να αποτρέψουμε το επερχόμενο μοιραίο.
Στο τέλος-τέλος, ίσως να μην έχει και ιδιαίτερη σημασία αν και πως θα καταγράψει η Ιστορία τον προεδρεύοντα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Πολωνό πολιτικό Ντόναλντ Τουσκ, ο οποίος, με την ευκολία ενός ανθρώπου που ανδρώθηκε σε ένα (κομμουνιστικό) καθεστώς που ο ίδιος ήθελε να καταρρεύσει, προφητεύει το «game over» για τη δική μας χώρα.
Αντιθέτως, για όλους εμάς είναι σημαντικό να μην αποδειχθούν κατώτεροι των ξεχωριστών περιστάσεων που βιώνουμε οι δικοί μας κυβερνώντες. Και ειδικά ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος έμελλε να βρίσκεται στην κορυφή της εξουσίας σε αυτή τη σημαντική συγκυρία για την Ελλάδα. Και γι΄ αυτό, το όνομά του είναι απολύτως βέβαιο ότι θα περάσει στην Ιστορία. Το ερώτημα, όμως, είναι πως: Δίπλα στους πολλούς μοιραίους και άβουλους πολιτικούς; Ή πλάι στους λίγους Ηγέτες; Κυριακή, κοντή γιορτή…