Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Τα διάτρητα οχυρά του βερμπαλισμού



Ακούγοντας τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να κλείνει την ομιλία του στη Βουλή υποστηρίζοντας ότι «η διακυβέρνηση της χώρας, η προοπτική της, η συζήτηση και οι ιδεολογικές μας αντιπαραθέσεις για το μέλλον δεν μπορεί να εξαντλούνται στη διαπραγμάτευση», σού έδινε την αίσθηση ότι ετοιμαζόταν να προβεί σε κάποιες σημαντικές ανακοινώσεις που θα άλλαζαν την εικόνα της κυβερνητικής ανυπαρξίας που με περισσή ευκολία μπορεί να διαπιστώσει κανείς είτε κατοικεί σε αυτή τη χώρα είτε είναι απλός επισκέπτης της.
Η συνέχεια, υπήρξε, δυστυχώς, άκρως απογοητευτική, παρόλο που ο κ. Τσίπρας ξεκίνησε αποκρούοντας την πεποίθηση που, όπως είπε, έχουν κάποιοι -μάλλον στο ίδιο του το κόμμα -ότι «ο ρόλος μιας κυβέρνησης της Αριστεράς περιορίζεται στη διαπραγμάτευση και στη σύγκρουση με τους έξω». Και αμέσως μετά πρόσθεσε ότι ο ίδιος δεν πιστεύει πως «για όλα τα δεινά της χώρας μας ευθύνονται οι έξω» και ότι «υπάρχουν εγγενείς αδυναμίες στην οικονομία, στο πολιτικό σύστημα και σημαντικές διαχωριστικές γραμμές για τις οποίες θα άξιζε να συγκρουστούμε».
Οι γενικόλογες, μάλιστα, αναφορές που ακολούθησαν δεν άφηναν κανένα περιθώριο αισιοδοξίας, αφού η προαναγγελθείσα σύγκρουση συρρικνώθηκε σε χιλιοειπωμένες γενικότητες. Πολύ περισσότερο δε που αίφνης ξέχασε τα περί «κυβέρνησης της Αριστεράς» για να υποστηρίξει ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τους ΑΝΕΛ αναλάβαμε τη διακυβέρνηση του τόπου, υποσχόμενοι να αλλάξουμε τη χώρα». Και, όπως με μεγάλη δόση βερμπαλισμού, πρόσθεσε, «για να αντιπαρατεθούμε και να αποτελειώσουμε τη διαφθορά και τη διαπλοκή εντός της χώρας».
«Από αύριο και παράλληλα με τη διαπραγμάτευση ρίχνουμε το βάρος της κυβερνητικής πολιτικής σε τέσσερις μεγάλους άξονες με στόχο την προοδευτική ανασυγκρότηση της χώρας», συμπλήρωσε ο κ. Τσίπρας. Μόνον, όμως, που φαίνεται ότι κάπου εκεί τα έμπλεξε -πιθανότατα όχι μόνον με την αρίθμηση- και έμεινε ουσιαστικά μόνον σε έναν άξονα που ήταν το ξεκίνημα της δημόσιας διαβούλευσης για το νομοσχέδιο «που βάζει τέλος, επιτέλους, στην ασυδοσία της διαπλοκής και θεσπίζει καθεστώς διαφάνειας στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο».
Αν η αδειοδότηση των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, έστω και χωρίς τον προβληματικό τρόπο που περιγράφεται στο κυβερνητικό νομοσχέδιο, είναι στοιχείο της «προοδευτικής ανασυγκρότησης της χώρας», είναι σαφές ότι στο κυβερνητικό επιτελείο πρέπει να έχει χαθεί η αίσθηση πολλών εννοιών. Γιατί μπορεί όντως να αποτελεί «ευρωπαϊκή πρωτοτυπία» η επί εικοσιπενταετία χορήγηση προσωρινών αδειών στους καναλάρχες, αλλά ποιός, αλήθεια, θα θεωρήσει, οψέποτε δοθούν οριστικές άδειες, ότι λύθηκαν τα μεγάλα προβλήματα υπανάπτυξης -όχι μόνον οικονομικής, αλλά και κοινωνικής, πολιτικής και θεσμικής- με τα οποία είναι αντιμέτωπη η χώρα;
Πιστεύει κανείς ότι εφόσον δοθεί, κατά την πρωθυπουργική εξαγγελία, η δυνατότητα στην ΕΡΤ να γίνει πάροχος ψηφιακού σήματος απέναντι στο σημερινό μονοπώλιο της DIGEA, θα γεμίσουν τα δημόσια ταμεία με χρήμα, όπως άφησε να διαφανεί ο κ. Τσίπρας; Όχι, τίποτε άλλο, αλλά αυτές τις «μπαρούφες» έβαζαν και στα σημειώματα που έδιναν στους εκπροσώπους των εταίρων και δανειστών κατά την υποτιθέμενη σκληρή διαπραγμάτευση που έκαναν τους τελευταίους μήνες και όταν οι τροϊκανοί τούς τα γυρνούσαν πίσω υποστήριζαν ότι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον παρατεινόταν η εκκρεμότητα με τη διαπραγμάτευση μέχρι που φθάσαμε στο απονενοημένο διάβημα του δημοψηφίσματος.
Το πιο μεγάλο δυστύχημα, όμως, είναι ότι, παρά τις τραγικές συνέπειες που είχε για τη χώρα ο τρόπος που διαπραγματεύτηκε ο κ. Τσίπρας και την υποχρέωση που ένοιωσε να αναγνωρίσει γενικώς και αορίστως ότι «κάναμε κι εμείς λάθη»,  η ομιλία του στη Βουλή πιστοποίησε ότι τα «παθήματα» που αντιμετώπισε δεν φαίνεται να του έχουν γίνει «μαθήματα».
Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι ενώ παραδέχθηκε ότι στο πλαίσιο του δύσκολου συμβιβασμού που επεχείρησε «αγγίξαμε τα όρια της ελληνικής οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος», εκείνος εμφανίστηκε να είναι ικανοποιημένος; Γιατί; Επειδή, λέει, «αναδείξαμε ταυτόχρονα και τα όρια της σημερινής Ευρώπης, τα όριά της και τις ανοχές της απέναντι στη δημοκρατική επιλογή των λαών της, τα όρια της σημερινής Ευρώπης, όπου ηγεμονεύουν δυνάμεις συντηρητικές και που είναι αποφασισμένες να θυσιάσουν κάθε αναφορά στις ιδρυτικές της αξίες, προκειμένου να την κρατήσουν πιστά προσηλωμένη στο σκληρό δόγμα της λιτότητας».
Κάποιου είδους παρανόηση θα έχει γίνει, προφανώς από τον κ. Τσίπρα και τους λογογράφους του, γιατί δεν ξέρω κανέναν Έλληνα που να τον εξουσιοδότησε να πάει στην Ευρώπη για να αποδείξει ότι έχουν το πάνω χέρι οι συντηρητικές δυνάμεις. Αυτό το ξέραμε και από τις προηγούμενες διαπραγματεύσεις και όφειλε να το ξέρει και ο κ. Τσίπρας όταν προεκλογικά αλλά και μετεκλογικά εμφανιζόταν βέβαιος ότι «δεν υπάρχει περίπτωση να μη συμφωνήσουν μαζί μας».
Να, όμως, που δεν συμφώνησαν και το αποτέλεσμα, πλέον, που καλείται να διαχειριστεί ο κ. Τσίπρας είναι τα όσα συμφώνησε τις πρώτες ώρες της 13ης Ιουλίου στις Βρυξέλλες και, παρότι ισχυρίζεται ότι δεν αναγνωρίζει την «ιδιοκτησία» του προγράμματα, για την οποία υπέγραψε ρητώς και κατηγορηματικώς, καλείται τώρα και για όσο κρατά την πρωθυπουργική καρέκλα να εφαρμόσει.
Οι υπεκφυγές του τύπου «οι συντηρητικές δυνάμεις πέτυχαν μια πύρρειο νίκη απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση, απέναντι στον ελληνικό λαό, απέναντι στην Ελλάδα» και πως τάχατες σε αντιστάθμισμα «έχασαν κάτι εξαιρετικά πολύτιμο που είναι η αίσθηση της ηγεμονίας τους στην ευρωπαϊκή και στην παγκόσμια κοινή γνώμη», με συγχωρείτε, αλλά αισθάνομαι ότι απευθύνονται σε αφελείς.
Όπως, προφανώς μόνον αφελείς πρέπει να έχουν ως αποδέκτες ισχυρισμοί πως τάχατες «η παρουσία της Αριστεράς στην κυβέρνηση δεν είναι επιδίωξη αξιώματος», αλλά «οχυρό μάχης για τα συμφέροντα του λαού μας, για την προστασία των αδικημένων, για τις μεγάλες ταξικές συγκρούσεις εντός της χώρας με τα οργανωμένα συμφέροντα».
Όλα αυτά μπορεί -έστω και ως συλλογική φαντασίωση- να ίσχυαν πριν από έξι μήνες. Δεν ισχύουν, όμως, πλέον. Γιατί η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ έχει πια παρελθόν. Ένα παρελθόν που βοά τόσο πολύ και σε τόσο πολλά επίπεδα που ίσως να μην αργήσει η ώρα που να... εξαγνιστούν πλήρως οι προηγούμενοι. Δεν ήταν, άλλωστε, μόνον ο Αλέξης Τσίπρας που έδειχνε να αντιδρά σαν πληγωμένο θηρίο στη κοινοβουλευτική αντιπαράθεση της Τετάρτης.
Ήταν και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος που νόμιζες ότι μαζί με το υπουργείο παρέλαβε και ένα μέρος από την ανεξάντλητη αλαζονεία του Γιάνη Βαρουφάκη. Παρά ταύτα και οι δύο έμοιαζαν τόσο ανοχύρωτα εκτεθειμένοι στα διάτρητα οχυρά του βερμπαλισμού τους.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015

Μετρημένες οι μέρες της νέας κυβέρνησης



Σπεύδουν ορισμένοι να προεξοφλήσουν τις επερχόμενες εξελίξεις που θεωρούν ότι θα κινηθούν ευθύγραμμα και δεν θα επηρεαστούν από όσα δραματικά επισυνέβησαν το τελευταίο -πυκνό σε γεγονότα- δεκαπενθήμερο, όπως και όσα προοιωνίζονται οι αποφάσεις που ελήφθησαν ή θα φέρουν αστάθμητοι παράγοντες που ενδεχομένως ούτε να τους υποψιαστούμε μπορούμε στην παρούσα, πολύπλοκη από κάθε άποψη, περίοδο που διανύουμε.
Στην πολιτική τίποτε δεν είναι τελεσίδικο, όπως καλά γνωρίζουν ακόμη και όσοι δεν ενστερνίζονται την άποψη του Βρετανού πρωθυπουργού της μεταπολεμικής περιόδου Χάρολντ Γουίλσον ότι «μια εβδομάδα στην πολιτική είναι ένα μεγάλο χρονικό διάστημα», άποψη που εκφράστηκε σε μια εποχή που αναμφίβολα ο κόσμος κινούνταν πολύ πιο αργά και οι άνθρωποι ούτε που μπορούσαν να διανοηθούν ότι οι συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου μιας μικρομεσαίας χώρας του πλανήτη, όπως είναι η Ελλάδα, θα αποτελούσε παγκόσμιο θέαμα σε απευθείας μετάδοση.
Μας χωρίζουν μόλις δύο εβδομάδες από το διαβόητο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου και το πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται γύρω μας σε τίποτε δεν θυμίζει τη διθυραμβική ατμόσφαιρα που προκάλεσε το αποτέλεσμα του σε ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης που πίστεψε, επειδή έτσι ήθελε ή έτσι τον έπεισαν, ότι με την επικράτηση του «Όχι» θα λυνόταν δια μιας όλα τα μεγάλα προβλήματα που ταλανίζουν τη χώρα, θα εξαφανιζόταν τα μνημόνια και θα άνοιγαν οι ουρανοί για να… βρέξουν χρήματα.
Στο διάστημα που μεσολάβησε, το ελληνικό Κοινοβούλιο παρέσχε κατ΄ αρχήν στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα την εξουσιοδότηση να ανατρέψει το δημοψηφισματικό «Όχι» και να κάνει αυτό που εξ αρχής είχε υποχρέωση, δηλαδή να αναλάβει τις ευθύνες του και να καταλήξει σε συμβιβασμό με τους εταίρους και δανειστές της χώρας για την παραμονή σε ευρωπαϊκή τροχιά.
Ακολούθησε η «ιστορική» Δευτέρα 12 Ιουλίου κατά την οποία ο κ. Τσίπρας έκανε, επιτέλους, εκείνο που αρνιόταν επί σχεδόν πέντε μήνες, αγόμενος και φερόμενος από απίθανους τύπους που είχε επιλέξει για συνεργάτες του, με προεξάρχοντα τον αποπεμφθέντα υπουργό Οικονομικών. Άφησε πίσω του τα παιχνίδια και έδωσε τα χέρια με τους εταίρους της χώρας, τους μοναδικούς, άλλωστε, διαθέσιμους, έστω και αν είναι με το αζημίωτο, να μας δανείσουν για να μην κάνουμε στάση πληρωμών όχι μόνο προς το εξωτερικό αλλά κυρίως προς τα εσωτερικό.
Η συνέχεια δόθηκε με την οριακή ψηφοφορία της 15ης Ιουλίου επί του πρώτου κύματος των προαπαιτούμενων για να ανοίξει ο δρόμος για το νέο πρόγραμμα που θα συνοδεύει τη δανεική σύμβαση που αιτηθήκαμε, κατά την οποίο επιβεβαιώθηκε επαυξημένο το ρήγμα στο στελεχιακό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ με τη διαφοροποίηση πλειάδας κυβερνητικών βουλευτών.
 Διαφοροποίηση που δεν αποκλείεται να διευρυνθεί στην επερχόμενη νέα σκληρή δοκιμασία που συνιστά το δεύτερο κύμα μέτρων το οποίο θίγει κοινωνικές ομάδες με ισχυρή επιρροή, όπως οι αγρότες, οι θεμιστοπόλοι (δικηγόροι και δικαστές) και άλλοι.
Η απροθυμία, εξάλλου, στελεχών του μεγαλύτερου κόμματος της συμπολίτευσης να συμμετάσχουν στο κυβερνητικό σχήμα που ήταν μάλλον ένας από τους παράγοντες που υποχρέωσαν τον κ. Τσίπρα να καταφύγει σε τόσο αποκαρδιωτικές -ακόμη και για τους πιο φανατικούς υποστηρικτές του- επιλογές συγκρότησης του υπουργικού του συμβουλίου, συνιστά μάλλον την πιο απτή απόδειξη ότι το πολιτικό αποθεματικό που μέχρι πρότινος διέθετε ο αρχηγός –για πόσο άραγε ακόμα;- του ΣΥΡΙΖΑ βαίνει μειούμενο με επιταχυνόμενους ρυθμούς.
Γι΄ αυτό και παρά την προσπάθεια που καταβάλει ο επικοινωνιακός μηχανισμός της κυβέρνησης να εμφανίσει εικόνα παγιωμένης πρωθυπουργικής υπεροχής, οι μέρες και οι εβδομάδες που θα ακολουθήσουν μέχρι την οριστική υπογραφή του νέου προγράμματος δεν θα είναι ανέφελες για τον κ. Τσίπρα και όσους γύρω του σχεδιάζουν έναν γρήγορο εκλογικό γύρο που θα ξαναφέρει στο Μαξίμου την ίδια ομάδα που κινεί τώρα τα νήματα.
Θα αποδειχθεί, πιθανότατα, ότι «πλανώνται πλάνην  οικτρά» αν θεωρούν ότι οι πρόωρες κάλπες θα γίνουν σε ανάλογο με το σημερινό κλίμα, όπως αυτό διαμορφώνεται από τη θετική ψήφο που δίνουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης στα μέτρα που εισηγείται η κυβέρνηση, καλύπτοντας, έτσι, τις απώλειες που παρουσιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς τα στελέχη του καταφεύγουν στην παγκόσμια παραδοξότητα που συνιστά ο ισχυρισμός του τέως υπουργού Παναγιώτη Λαφαζάνη σύμφωνα με τον οποίο «καταψηφίζουμε το μνημόνιο και στηρίζουμε την κυβέρνηση».
Οι αποστάσεις που μάλλον εσκεμμένα τηρεί η αντιπολίτευση από τον φόβο μήπως ο κ. Τσίπρας δεν αντέξει και επιχειρήσει… ηρωική έξοδο από του Μαξίμου προτού να υπογράψει το νέο πρόγραμμα δεν θα διαρκέσουν για πολύ ακόμη. Η πρωθυπουργική επιλογή, άλλωστε, να πορευθεί ως επικεφαλής κυβέρνησης μειοψηφίας, δίνει έρεισμα στην εκτίμηση όσων από το στελεχιακό δυναμικό της αντιπολίτευσης υποστηρίζουν ότι «το κόστος μιας –υποτίθεται- ανανεωμένης κυβέρνησης με πρόσωπα όπως ο Χαϊκάλης, ο Πολάκης ή ο Βερναρδάκης μπορεί, εν τέλει, να αποδειχθεί εξίσου βαρύ με το τίμημα που πληρώνει η χώρα από τα έργα και τις ημέρες της Βαλαβάνη και, πολύ περισσότερο, του Βαρουφάκη».
Το μόνο βέβαιο στην από κάθε άποψη αβέβαιη περίοδο που ζούμε είναι ότι τα «υλικά» που απαρτίζουν την κυβέρνηση που σχημάτισε ο κ. Τσίπρας, την καθιστούν εξ ορισμού θνησιγενή.
Γι΄ αυτό και –ας μου επιτραπεί η πρόβλεψη ότι- οι μέρες αυτής της κυβέρνησης θα είναι μετρημένες. Και πολύ γρήγορα θα χρειαστεί να δώσει τη θέση της σε μιαν άλλη κυβέρνηση, που θα είναι είτε «υπηρεσιακή» για να πάει τη χώρα στις εκλογές είτε «οικουμενική» για να δώσει τη μάχη για την έξοδο από την κρίση.

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

Η «Αναθεωρητική» του κ. Τσίπρα



            Όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από το μοιραίο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου τόσο πληθαίνουν οι πληροφορίες και η γενικότερη αίσθηση ότι ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αυτοπαγιδεύτηκε σε μια πρωτοβουλία που ο ίδιος αδυνατούσε να διαχειριστεί το –κατά τα άλλα, «επιτυχές»- αποτέλεσμα της.
Κόντρα στο ρεύμα όσων τον εμφάνιζαν ανίκανο να λάβει μεγάλες ανατρεπτικές αποφάσεις, λόγω ιδεοληπτικής προσήλωσης ή, κατ΄ άλλους, ιδεολογικής συνέπειας, ήμουν εξ εκείνων οι οποίοι ανέμεναν ήδη από τις παραμονές των εκλογών ότι ο κ. Τσίπρας αργά ή γρήγορα θα έδινε το παρών στο ραντεβού με τον ρεαλισμό που οι νουνεχείς από το περιβάλλον του προετοίμαζαν.
Δεν σας κρύβω ότι διατήρησα την πίστη μου αυτή και μετά την προκήρυξη του αλλοπρόσαλλου δημοψηφίσματος. Παρακολουθώντας τον να προσέρχεται στην κατάμεστη Πλατεία Συντάγματος την Παρασκευή πριν από τις δημοψηφισματικές κάλπες ήλπιζα μέσα μου να γνώριζε και κυρίως να συναισθανόταν τις ιστορικές αναλογίες μιας κορυφαίας στιγμής του συλλογικού μας παρελθόντος που είχε γραφεί στον ίδιο ακριβώς χώρο πριν από σχεδόν 105 χρόνια.
Στη μεγαλειώδη λαϊκή συγκέντρωση που είχαν ετοιμάσει οι Αθηναίοι τον Σεπτέμβριο του 1910 για να υποδεχτούν τον Ελευθέριο Βενιζέλο, το πλήθος διέκοψε τον άρτι αφιχθέντα στην Παλαιά Ελλάδα Κρητικό πολιτικό, οποίος μιλούσε αναπτύσσοντας το πρόγραμμα της εθνικής ανόρθωσης, για να του απαιτήσει αλλαγή του τότε καθεστώτος της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας.
«Συντακτική, θέλουμε, Συντακτική!», κραύγασαν αρκετοί από το συγκεντρωμένους μόλις άκουσαν την εξαγγελία του Βενιζέλου για σύγκληση Αναθεωρητικής Βουλής, η οποία θα τροποποιούσε το ισχύον Σύνταγμα χωρίς να αλλοιώσει το χαρακτήρα του Πολιτεύματος, όπως, αντιθέτως, προνοούσε το αίτημα για Συντακτική.
«Επαναλαμβάνω, Αναθεωρητική Βουλή!», επανήλθε ο Βενιζέλος. Και όταν και πάλι ακούστηκαν από το ακροατήριο νέες φωνές για «Συντακτική», εκείνος με μια κοφτή φράση τούς αποστόμωσε: «Είπα Αναθεωρητική».    
Όσο και να κινδυνεύω να κατηγορηθώ από κάποιους για «ιερόσυλες» συγκρίσεις, δεν μπορώ να κρύψω την κρυφή ελπίδα που είχα να ακούσω εκείνο το βράδυ τον κ. Τσίπρα να αναπτύσσει στους συγκεντρωμένους του Συντάγματος, που παραληρούσαν με το «Όχι» σε μια συμφωνία που δεν υπήρχε στο τραπέζι, και τις αρετές του «Ναι», οι οποίες αρκετές φορές υπερέχουν σε γενναιότητα από την ευκολία μιας οποιασδήποτε αρνητικής θέσης.
Φεύ, όμως! Δεν το έκανε. Ακολουθώντας την πεπατημένη, είπε στους συγκεντρωμένους ό,τι ακριβώς ήθελαν να ακούσουν, φροντίζοντας επιμελώς όχι μόνον να μην τους στενοχωρήσει αλλά ούτε καν να τους προβληματίσει ή να τους προειδοποιήσει για όσα ήταν βέβαιο σε κάθε εχέφρονα και μη εθελοτυφλούντα ότι επέρχονταν, καθώς είχε ήδη επέλθει το κλείσιμο των τραπεζών.
Χωρίς, άλλωστε, να χρειαστεί να καταφύγει κανείς στην όχι κατ΄ ανάγκη αξιόπιστη μαρτυρία του αποπεμφθέντος υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη για το βαρύ κλίμα που συνάντησε ο ίδιος στο Μαξίμου μετά την οριστικοποίηση του αποτελέσματος, μπορεί εύκολα να συγκρίνει τα όσα ελέχθησαν από την Πλατεία Συντάγματος πριν το άνοιγμα της κάλπης με εκείνα που ακούστηκαν τη νύχτα της Κυριακής όταν έγινε γνωστό το θριαμβευτικό για τον κ. Τσίπρα 61,3% που έλαβε το «Όχι» που εκείνος κάλεσε τους πολίτες να ψηφίσουν. 
Με τον κόσμο ακόμη να χορεύει στο Σύνταγμα, ο κ. Τσίπρας προετοίμασε τη μεγάλη στροφή που τον υποχρέωνε να κάνει η ανάγκη να μετατραπεί το στείρο και διχαστικό «Όχι» σε ένα δημιουργικό και ελπιδοφόρο «Ναι» στον συμβιβασμό και στη συνεννόηση με εταίρους που, εκτός των άλλων, ήταν και οι μοναδικοί διαθέσιμοι σε όλο το υπαρκτό Σύμπαν να μας δανείσουν για να καταφέρουμε στοιχειωδώς να επιβιώσουμε.
Αλλοίμονο, όμως, και πάλι! Ο κ. Τσίπρας πήγε να διαπραγματευτεί «σέρνοντας τα πόδια του». Δεν έδειξε ούτε μια στιγμή να πιστεύει σε αυτό που πήγε να κάνει. Όπως, εξάλλου, ακόμη και αυτή η γλώσσα του σώματος μαρτυρούσε, από κοινού ίσως με τον… έρπη που τον κατέτρεχε.
Το χειρότερο όλων, πάντως, είναι ότι και μετά τη συμφωνία που συνομολόγησε, στο όνομα μιας επικαλούμενης δήθεν «ειλικρίνειας», επιμένει να δυσφημεί ο ίδιος το αποτέλεσμα της υποτιθέμενης σκληρής –και που να μην ήταν δηλαδή…- διαπραγμάτευσης που έκανε, εμφανίζοντάς το κείμενο που δέχθηκε ως προϊόν εκβιασμού τον οποίο υπέστη από ανομολόγητες δυνάμεις.
Είναι προφανές -και από τις τελευταίες εμφανίσεις του στη Βουλή, έπειτα από κάθε μια εκ των οποίων αυξάνεται ο αριθμός των βουλευτών του που διαφοροποιούνται- ότι ο κ. Τσίπρας δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών που καλώς ή κακώς τον έχουν μετατρέψει σε κεντρικό πρωταγωνιστή του δράματος της γενικευμένης –οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής- χρεοκοπίας που βιώνουμε. 
Ευχόμενος να διαψευστώ, με λύπη διαπιστώνω ότι το έλλειμμα ηγεσίας που τον χαρακτηρίζει εξακολουθεί να τον εμποδίζει να εκστομίσει το δικό του «Είπα Αναθεωρητική!» και να καθοδηγήσει το στελεχιακό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να καθοδηγείται από αυτό προς το ναρκοπέδιο της οικονομικής καταστροφής. Ένα ναρκοπέδιο που ο ίδιος το βλέπει, το ομολογεί, το φωνάζει, αλλά, δυστυχώς, δεν φαίνεται να διαθέτει το θάρρος για να το διασχίσει.

Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Γίνεται «Ναι» ένα τόσο πολυσυλλεκτικό «Όχι»;



Με το σαρωτικό «Όχι» που βροντοφώναξε μέσα από την κάλπη του δημοψηφίσματος της Κυριακής, ο ελληνικός λαός έδωσε στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα περισσότερα ίσως και από όσα εκείνος του ζήτησε.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι σχεδόν κανείς –και προφανώς ούτε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας- δεν προέβλεψε το συντριπτικό αποτέλεσμα της κάλπης.
Και για όποιον βιαστεί να καταφύγει στην εύκολη συνομωσιολογία για τον ρόλο των ΜΜΕ και των δημοσκόπων στη διαμόρφωση του αποτελέσματος, το τελευταίο προεκλογικό φύλλο της «Αυγής» που μιλούσε για αναμέτρηση που «κρίνεται στο νήμα» δίνει ίσως την καλύτερη απάντηση.
Δίνονται ήδη και θα εξακολουθήσουν να δίνονται, εντός και εκτός Ελλάδας, πολλές και ποικίλες ερμηνείες για τους λόγους για τους οποίους τόσο πολλοί πολίτες ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του κ. Τσίπρα να καταψηφίσουν μια πρόταση για συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές που δεν ήταν καν στο τραπέζι και πάντως η πλειονότητα ήταν αδύνατο να ξέρει τις λεπτομέρειες που τη συνείχαν.
Η έκβαση του δημοψηφίσματος είναι εξίσου δυσερμήνευτη για όποιον με ψυχραιμία μπορεί να αναγνωρίσει ότι η απόσταση που χώριζε την πρόταση την δανειστών από εκείνη που η ίδια η ελληνική κυβέρνηση είχε υποβάλει δεν ήταν τόσο μεγάλη που να δικαιολογεί το πάθος με το οποίο κινητοποιήθηκαν οι Έλληνες εκλογείς.
Κακά, όμως, τα ψέματα, το «Όχι» που είπαν οι ψηφοφόροι της παρελθούσας Κυριακής δεν ήταν ένα, ενιαίο και συμπαγές «Όχι». Ήταν, αντιθέτως, ένα «Όχι» πολυσυλλεκτικό. Ένα «Όχι» που είχε πόνο και έβγαζε απόγνωση για τα πάμπολλα θύματα της παρατεινόμενης κρίσης.
Υπήρξε ένα «Όχι» που μιλούσε για ρήξη, αλλά προεξοφλούσε συμβιβασμό. Ένα «Όχι» που ήταν συγχρόνως βαθιά αντιευρωπαϊκό και απλόχερα φιλοευρωπαϊκό. Ένα «Όχι» που προσπαθούσε να κρύψει την πίστη στην απόδοση της καλλιέργειας των «λεφτόδεντρων», αλλά αποκάλυπτε την ελπίδα για «σεισάχθεια» προς κάθε μορφής δανειολήπτες.
Ήταν ακόμη ένα «Όχι» που βγήκε από το στόμα ανθρώπων οι οποίοι συνειδητά ή μη θέλουν την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Όπως και ένα ξενοφοβικό «Όχι», το οποίο στρεφόταν γενικώς και αορίστως κατά των ξένων που μας δάνειζαν και τώρα δεν μας δανείζουν πια.
Όμως, ήταν και ένα «Όχι» το οποίο ήθελε να καταδικάσει το χρεωκοπημένο παλαιό πολιτικό συστήματος (εξαιρουμένου, για άγνωστους λόγους, του… Πάνου Καμμένου!), όχι τόσο γι΄ αυτά που έκανε, αλλά περισσότερο για αυτά που σταμάτησε να κάνει. Αλλά και ένα «Όχι» προς το δαιμονοποιημένο –για προφανείς σκοπιμότητες- μηντιακό σύστημα. Και, βεβαίως, πολλά, πολλά άλλα «Όχι».
Στην πραγματικότητα, ο κ. Τσίπρας κατασκεύασε ένα «Όχι» που θύμιζε το τέρας του Φρανκενστάιν με το οποίο βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος ο ίδιος ο δημιουργός του.
Διότι, μαζί με τον τεράστιο προσωπικό θρίαμβο του, ο πρωθυπουργός επωμίστηκε και ένα πολύ βαρύ φορτίο το οποίο καλείται να διαχειριστεί. Είναι το φορτίο να συνενώσει όλα αυτά τα επιμέρους -και εν πολλοίς αντιφατικά- «Όχι». Και να τα μετατρέψει σε ένα μεγάλο «Ναι».
Το «Ναι» στο ευρωπαϊκό μέλλον της Ελλάδας που ο ίδιος προδιέγραψε με την επινίκια ομιλία την εκφώνησε το βράδυ της Κυριακής, αλλά και τις πρωτοβουλίες που ανέλαβε αμέσως μετά.
Άλλωστε, εκείνο που περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο προέχει σε αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι στο οποίο βρίσκεται η χώρα, είναι, όπως ακριβώς το είπε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, η διαφύλαξη της εθνικής ενότητας, καθώς και η αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής και της οικονομικής σταθερότητας.
Η πρωτοβουλία που πήρε για να συναντηθούν οι πολιτικοί αρχηγοί ήταν η καλύτερη δυνατή νέα αρχή που μπορούσε να γίνει την επομένη του διχαστικού δημοψηφίσματος που έφερε στην επιφάνεια εμφυλιοπολεμικά ένστικτα που «απελευθερώθηκαν» και από τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, με ευθύνη και του κ. Τσίπρα που τα πυροδότησε με τη ρητορική που χρησιμοποίησε στην σύντομη, ευτυχώς, πορεία προς τις κάλπες του δημοψηφίσματος.
Αρκεί η διακηρυχθείσα νέα αρχή –που συνοδεύτηκε από την αποπομπή του Γιάνη Βαρουφάκη- να έχει και τη συνέχεια που προοιωνίζεται. Να μην αποδειχθεί απλά και μόνο ένα ώριμο τέκνο της ανάγκης μπροστά στην απαίτηση των ξένων να έχει η υπό διαμόρφωση συμφωνία τις υπογραφές όλων των πολιτικών δυνάμεων. Αλλά να αποτελέσει το έναυσμα για να αποφασίσουν οι πολιτικές δυνάμεις να πορευθούν αφήνοντας πίσω τα ψέματα και τις υπεκφυγές του παρελθόντος.
Αν το πετύχουν, η Ιστορία θα το πιστώσει σε όλους τους. Και πρωτίστως στον κ. Τσίπρα που θα έχει πετύχει έναν χωρίς προηγούμενο άθλο να μετατρέψει τόσα πολλά αρνητικά «Όχι» σε ένα θετικό «Ναι».