Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

Σταυροκοπήματα και αυταπάτες



 «Εγώ κάνω τον σταυρό μου που το πιάσαμε αυτό το πλεόνασμα», ισχυρίστηκε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας το βράδυ της Τρίτης στην τηλεοπτική συνέντευξη του στην οποία εμφανίστηκε ως (ολίγον) θρησκευόμενος. Είπε ότι κάνει το σταυρό του με την ίδια ευκολία που παριστάνει τον μεγάλο διαπραγματευτή. Ή τον περιπλανώμενο Οδυσσέα ο οποίος χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία μπορεί να πετιέται και σε άλλο έπος για να περάσει τις… Συμπληγάδες.
«Διότι αν δεν είχαμε αυτό το πλεόνασμα, τώρα θα ήμασταν μπαλάκι του πινγκ-πονγκ ανάμεσα στον κύριο Σόιμπλε και στην κυρία Λαγκάρντ», συμπλήρωσε, μιλώντας στον Αντένα. Αν και προτίμησε αυτή τη φορά έναν παραλληλισμό από τον αθλητισμό, δεν απέφυγε και πάλι το στομφώδες ύφος που δημιουργούσε την εντύπωση πως εκείνο που θα τον ικανοποιούσε θα ήταν οι χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες στους ναούς όλης της επικρατείας.
Μπορεί, τελικά, προς απογοήτευση του κ. Τσίπρα να μην ήχησαν οι καμπάνες των εκκλησιών, αλλά είναι βέβαιο ότι εκατομμύρια Ελλήνων σταυροκοπήθηκαν όταν τον άκουσαν με δήθεν... ιερή οργή να υποστηρίζει ότι το περιβόητο υπερπλεόνασμα προέκυψε επειδή «σκουπίσαμε τη ρεμούλα, τη μίζα, τη διαπλοκή, το λαθρεμπόριο, σκουπίσαμε την παραοικονομία…», όπως ανέφερε επί λέξει.
Μεταξύ εκείνων που σίγουρα έκαναν τον σταυρό τους πρέπει να είναι η (γνωστή μου) γιαγιά Δήμητρα η οποία πριν από λίγο καιρό είδε με έκπληξη να της έχουν παρακρατήσει στην τράπεζα χρήματα για μια παλαιά κλήση από τροχαία παράβαση του παιδιού της που συνέβαινε να είναι συνδικαιούχος στον τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο μπαίνει η γλίσχρα σύνταξή της.
Μαζί με τη γιαγιά Δήμητρα, είναι εκατομμύρια οι Έλληνες που είδαν τους λογαριασμούς τους να αδειάζουν απροειδοποίητα για να μπορέσει ο πρωθυπουργός να ικανοποιήσει  τον κ. Σόιμπλε, ο οποίος πλέον είναι «ένας πολύ σοβαρός και σεβαστός πολιτικός» που μετέχει «σε μια συμμαχική κυβέρνηση» της οποίας ηγείται μια καγκελάριος που -παρότι ο κ. Τσίπρας της φώναζε «Go back κυρία Merkel»- έχει «συναίσθηση της ευθύνης και θα έλεγα –τολμώ να το πω- ότι παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στο κεντροδεξιό κόμμα, είναι ανοιχτόμυαλη».
Είναι πρόσφατα τα επίσημα στοιχεία που δόθηκαν από την Ανεξάρτητη Αρχή Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) και δείχνουν ότι «τα τμήματα δικαστικού και νομικής υποστήριξης των εφοριών και των ελεγκτικών κέντρων επέβαλαν πέρυσι συνολικά 1.602.835 μέτρα αναγκαστικής είσπραξης, με κατασχέσεις, πλειστηριασμούς, υποθήκες και ποινικές διώξεις για απλήρωτους φόρους να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη».
Οι κατασχέσεις στα χέρια τρίτων -από καταθέσεις, μισθούς και συντάξεις, όπως η κλήση του παιδιού της γιαγιάς Δήμητρας, καθώς και από ενοίκια- κατέγραψαν στη διάρκεια του 2016 αύξηση κατά 128,6%: από 670.728 που ήταν το 2015 ανήλθαν σε 1.533.451. Και η… απειλή που εκτοξεύεται είναι ότι με τον ίδιο ρυθμό θα συνεχιστούν για το 2017, καθώς όπως αναφέρεται σε σχετικά δημοσιεύματα, «προγραμματίζονται αυτοματοποιημένες διαδικασίες με στόχο τις μέγιστες δυνατές εισπράξεις».
Τα στοιχεία, ωστόσο, που κυκλοφόρησαν τις προηγούμενες ημέρες και κάνουν λόγο για «1.000 κατασχέσεις την ημέρα από την αρχή του χρόνου», μάλλον επιβράδυνση παρά επιτάχυνση του ρυθμού είσπραξης αποτυπώνουν. Και η εξήγηση γι΄ αυτό είναι απλή: πόσες απλήρωτες κλήσεις από το παρελθόν θα βρεθούν για να κατασχεθούν στους λογαριασμούς των γιαγιάδων;
Όπως και να έχει, εξάλλου, ακόμη και αν δεχθούμε τον πρωθυπουργικό ισχυρισμό ότι το πλεόνασμα προήλθε από το «σκούπισμα στις ρεμούλες και στις μίζες» αποκλείεται να ξαναβρεθεί άλλοι ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες που να είναι αναμεμειγμένοι σε τέτοιες υποθέσεις και –το σημαντικότερο- να εξακολουθούν να έχουν χρήματα στους λογαριασμούς τους. Ποιος ξεχνά, άλλωστε, ότι και το διαβόητο «Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης» με τις δαπάνες των 12 δισ. ευρώ που απαιτούσε θα χρηματοδοτούνταν από τη πάταξη της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου και τις εισπράξεις από τη λίστα Λαγκάρντ; 
Με τη χώρα, μάλιστα, να είναι ακόμη σε ύφεση και την ανάπτυξη που προβλέπεται για τα επόμενα χρόνια να είναι μάλλον καχεκτική, όσους σταυρούς και αν κάνει ο κ. Τσίπρας το πιο πιθανό είναι ότι θα τον ακούσουμε να ξαναλέει ότι «είμαι ίσως ο πρώτος πολιτικός που είχα την ευθύνη να βγω και να πω ότι είχα αυταπάτες την προηγούμενη περίοδο, ότι η Ευρώπη αυτή μπορεί να αλλάξει χωρίς συμμαχίες, χωρίς δουλειά μεγάλη».
Είναι όντως ο πρώτος πολιτικός που είπε απλώς ένα «πέσαμε σε τοίχο» και πήγε παρακάτω. Θεώρησε προφανώς ότι, επειδή, όπως κάνουν οι περισσότεροι θεομπαίχτες, έμαθε να σταυροκοπιέται, μπορεί να βαφτίζει αυταπάτες τα σκέτα ψέματα –«μας ζητούσαν 42 φορές περισσότερα μέτρα»- και να λαμβάνει, έτσι, άφεση αμαρτιών. Ως πότε άραγε;

Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

Είναι ικανοί να... ονοματοδοτήσουν το Μνημόνιο με τον νικητή του Survivor



Είναι, αναμφισβήτητα, στη… φύση των κυβερνήσεων να στήνουν παράτες, να οργανώνουν φιέστες και να κόβουν κορδέλες εγκαινίων για έργα που μόλις άρχισαν ή που μόλις παραδόθηκαν. Από τον «πειρασμό» αυτό, στη χώρα μας τουλάχιστον, δεν έχει ξεφύγει καμία κυβέρνηση: είτε ήταν λαοπρόβλητη είτε δικτατορική, είτε βρισκόταν στα «πάνω» της είτε είχε μπει στη φάση της αποδρομής. 
Από την εποχή που στα «Επίκαιρα», τα οποία μεταδίδονταν στις κινηματογραφικές αίθουσες, δεν έλειπαν ποτέ σκηνές με το… εμβληματικό μυστρί του Παττακού έως την περίοδο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 που οι νεόκοποι, τότε, κυβερνώντες εγκαινίαζαν σχεδόν κάθε μέρα και ένα καινούργιο έργο, μικρή σημασία δινόταν ποιος το εμπνεύστηκε, ποιος το σχεδίασε, ποιος το ξεκίνησε και ποιος το ολοκλήρωσε.
Ο άτυπος, ωστόσο, κανόνας, που ίσχυε σχεδόν αδιαλείπτως επί πολλές δεκαετίες, επέβαλε η τελετή των εγκαινίων να συνοδεύεται με την οριστική παράδοση του έργου στη χρήση των πολιτών. Άλλωστε, ακόμη και στη δημοφιλέστατη ταινία του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου με τον τίτλο «Υπάρχει και φιλότιμο» (που γυρίστηκε το πολιτικά ταραγμένο 1965), ο… θρυλικός πρωταγωνιστής της Ανδρέας Μαυρογιαλούρος ταξίδευε προς την εκλογική του περιφέρεια με μιλήσει για το προσφάτως αποπερατωθέν νέο μαιευτήριο της περιοχής.
Οι σημερινοί κυβερνώντες, όμως, φαίνεται ότι δεν διαθέτουν ούτε ίχνος από το φιλότιμο του κινηματογραφικού Μαυρογιαλούρου που έπλασε ο Αλέκος Σακελάριος. Γι΄ αυτό και δεν περιορίζονται μόνον στην οικειοποίηση έργων τα οποία άλλοι σχεδίασαν, προώθησαν και για διάφορους λόγους δεν κατάφεραν να αποπερατώσουν. Πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα, οργανώνοντας φιέστες για έργα τα οποία δεν έχουν ολοκληρωθεί και στην πραγματικότητα, παρά τα «πανωπροίκια» που έδωσαν στους εργολάβους τους οποίους κάποτε επέκριναν, τα χρονοδιαγράμματα παράδοσής τους δεν έχουν τηρηθεί.
Τόσο η Ολυμπία Οδός που εν χορδαίς και οργάνοις εγκαινίασε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας όσο και η Ιόνια Οδός στην οποία ο υπουργός Υποδομών Χρήστος Σπίρτζης φωτογραφήθηκε ουκ ολίγες φορές να κόβει κορδέλες, έχουν ημιτελή τμήματα τα οποία με βάση τις εξαγγελίες έπρεπε να ήταν έτοιμα για να δοθούν στην κυκλοφορία από τον περασμένο μήνα. Ενώ το πιθανότερο είναι ότι ορισμένα εξ αυτών δεν πρόκειται να αποπερατωθούν ούτε το καλοκαίρι με την έναρξη της τουριστικής περιόδου.
Στον αντίλογο που μπορεί ευλόγως να προτάξει κάποιος: «Και τί πειράζουν οι λίγοι μήνες;», η απάντηση είναι προφανής: «Και τί θα πείραζε αν δεν γίνονταν τώρα τα εγκαίνια και τα ανέβαλλαν έως ότου ολοκληρωθούν τα έργα;». Πόσω μάλλον όταν οι σημερινοί κυβερνώντες, οι οποίοι υποτίθεται ότι είναι σε αντιπαράθεση με το «παλαιό πολιτικό σύστημα», όπως ανέφερε η πρόσφατη απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, δεν άλλαξαν τίποτε ουσιαστικό στις συμβάσεις παραχώρησης τις οποίες ως αντιπολίτευση είχαν πολεμήσει με πάθος και τις είχαν καταψηφίσει με αστειότητες περί αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η μόνη εξήγηση για τα τωρινά πανηγύρια που στήνουν μπορεί να είναι  ότι φιλοδοξούν να τους αναγνωριστεί ως μεγάλη προσφορά οι ονοματοδοσίες στις οποίες επιδίδονται και που φαίνεται να αποτελούν το μεγαλύτερο και ενδεχομένως το μοναδικό επίτευγμα που έχουν να παρουσιάσουν στους 26 μήνες που κυβερνούν.
Πέτυχαν να… καθαγιάσουν την τρόικα, την οποία θα έδιωχναν, μετονομάζοντάς την σε «θεσμούς». Βάφτισαν «σκληρή διαπραγμάτευση» την καθυστερημένη αποδοχή όλων των όρων που υπαγορεύουν οι δανειστές. Έστησαν χορούς στο Σύνταγμα για το «όχι» στο δημοψήφισμα που έγινε το ίδιο βράδυ «ναι».
Πανηγύρισαν εκατοντάδες φορές, παρόλο που μέχρι στιγμής έχουν, κατά δική τους ομολογία, πέσει έξω σε όλες τις εκτιμήσεις που προεκλογικά και μετεκλογικά έχουν κάνει για την τροπή των πραγμάτων τόσο εντός της χώρας όσο και εκτός, φαντασιωνόμενοι διαρκώς ότι «αλλάζουν την Ευρώπη».
Περηφανεύονται για τα έργα και τα ημέρες της αλλοπρόσαλλης διακυβέρνησής τους, παρόλο που δεν τήρησαν σχεδόν καμία προεκλογική υπόσχεση: από τους φόρους και τα διόδια που θα καταργούσαν έως τον κατώτατο μισθό που θα αύξαναν, τους διορισμούς ημετέρων που θα εξαφάνιζαν και το καθεστώς της ασυλίας των ισχυρών που θα τερμάτιζαν.
Αντ΄ αυτών, εκτίναξαν τους φόρους, πολλαπλασίασαν τα διόδια, διόρισαν στρατιές ημετέρων και προσπαθούν με νύχια και με δόντια –τρανό παράδειγμα η Εξεταστική για την Υγεία- να εξασφαλίσουν το απυρόβλητο για τους εαυτούς τους στο όνομα δήθεν της διαφάνειας και της καταπολέμησης της διαπλοκής και των σκανδάλων.
Και ενώ δεν βρίσκουν λέξη πλέον να πουν κατά των εργολάβων με τους οποίους έχουν συμμαχήσει πλήρως, δεν έχουν την παραμικρή δυσκολία να διεκδικήσουν δάφνες για τη μεγάλη… προσφορά στο έθνος και στους πολίτες που συνιστά η φαεινή ιδέα που είχαν να δοθούν τα ονόματα του Ανδρέα Παπανδρέου, του Κωστή Στεφανόπουλου και του Νίκου Τεμπονέρα σε κάποια από τα τούνελ της Ολυμπίας Οδού.        
Με τη φόρα, μάλιστα, που έχουν πάρει και τη μανία τους στα «βαφτίσια», δεν αποκλείεται να ονοματοδοτήσουν ακόμη και τα… Μνημόνια για να τα κάνουν πιο… εύηχα. Ποιος θα εκπλαγεί, για παράδειγμα, εάν ο… ευφάνταστος Ευκλείδης Τσακαλώτος δώσει στο ένα, το τρίτο που βιώνουμε τώρα, το όνομα της ποθητής του Σκάρλετ Γιόχανσον και επιφυλάξει για το επόμενο, το τέταρτο που «ψήνεται», το όνομα του νικητή που θα αναδειχθεί από το… Survivor;

Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Να έμαθε ο Τσίπρας στον Τουσκ πώς «παίζονται οι κουμπάρες»;



«Παιχνίδι χωρίς ειδικούς κανόνες, στο οποίο τα παιδιά παριστάνουν τις νοικοκυρές», είναι η ερμηνεία που δίνει το «Βικιλεξικό» στην έκφραση «παίζουμε τις κουμπάρες» την οποία χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στις δηλώσεις που έκανε ενώπιον του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, μετά τη συνάντηση που είχαν στο Μέγαρο Μαξίμου.
Χρειάστηκε να καταφύγω στο λεξικό, καθότι, αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που την άκουγα, πρέπει να ομολογήσω δεν γνώριζα σε ποιο ακριβώς παιχνίδι αντιστοιχεί η συγκεκριμένη έκφραση. Η αλήθεια, μάλιστα, είναι ότι μετά τη διαδικτυακή αναζήτηση που έκανα, αλλά και τις σχετικές ερωτήσεις που υπέβαλα στον περίγυρο μου, δεν μπορώ να πω ότι διαφωτίστηκα επαρκώς για το πως παίζεται.
«Ρώτησε τον Τσίπρα, αυτός θα ξέρει…», ήταν η πιο συχνή απάντηση που έλαβα στα ερωτήματά μου. Ενώ ορισμένοι από εκείνους στους οποίους αποτάθηκα, με μάλλον κακεντρεχή διάθεση, με… προέτρεπαν να καταφύγω στη μετάφραση με την οποία αποδίδεται η πρωθυπουργική έκφραση στα αγγλικά ή στα πολωνικά που είναι η μητρική γλώσσα του Ντ. Τουσκ. Επειδή και το ένα και το άλλο –να ρωτήσω, δηλαδή, τον πρωθυπουργό και να βρω την πολωνική μετάφραση- δεν ήταν εύκολη υπόθεση, προτίμησα να διαβάσω ξανά και ξανά τα όσα ειπώθηκαν στις κοινές δηλώσεις των δύο πολιτικών ανδρών.
«Διαρκώς έχουμε καλά νέα, αλλά στο παρά πέντε βλέπουμε κάποιους να προσπαθούν να μεταφέρουν τα “γκολπόστ”, να μεταφέρουν τον στόχο λίγο παραπέρα. Και επειδή εδώ δεν παίζουμε ένα παιχνίδι, όπως παίζαμε όταν ήμασταν μικροί, που παίζαμε τις “κουμπάρες”, εδώ παίζουμε με το μέλλον ενός ολόκληρου λαού, αυτό πρέπει να σταματήσει», είπε ο Έλληνας πρωθυπουργός.
Σε άλλη αποστροφή του λόγου του, μάλιστα, ο ίδιος ζήτησε επιτακτικά «να τελειώσει εδώ αυτή η ατέρμονη και ατελείωτη διαπραγμάτευση», δικαιώνοντας όλους όσοι ασκούν κριτική για τις καθυστερήσεις στο κλείσιμο της αξιολόγησης με το επιχείρημα ότι πλήττεται βαρύτατα η ελληνική οικονομία. Διότι, όπως συμπλήρωσε ο άνθρωπος που μέχρι πρότινος χαρακτήριζε «χρήσιμο ηλίθιο» και «υπερασπιστή του ΔΝΤ και του Σόιμπλε» όποιον ψέλλιζε κάτι ανάλογο, «κάθε μέρα που περνάει επιβαρύνει την ελληνική οικονομία και δημιουργεί ζημιές, θα έλεγα, καταστρέφοντας όλα όσα με τόσο μεγάλο κόπο ο ελληνικός λαός έχει καταφέρει και αυτό το δικαίωμα δεν το έχει κανείς».
Θέλοντας, εξάλλου, να αποκτήσει ακόμη πιο δραματική διάσταση ο λόγος του, εμφανίστηκε να δίνει τελεσίγραφο στον συνομιλητή του, ζητώντας σύγκληση της Συνόδου των κρατών-μελών του ευρώ: «Είχα την υποχρέωση να θέσω στον Πρόεδρο τις ανησυχίες μου ότι εάν, παρά τις προβλέψεις, αυτή η συμφωνία δεν επιτευχθεί την ερχόμενη Παρασκευή στο πλαίσιο αυτού του άτυπου οργάνου, του άτυπου οικονομικού διευθυντηρίου της Ευρώπης, του Eurogroup, θα πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες σε ένα ανώτερο επίπεδο, ώστε να έχουμε θετική εξέλιξη», είπε.
Με τόσο υψηλούς τόνους, θα περίμενε κανείς από τον Ευρωπαίο αξιωματούχο που βρισκόταν στο απέναντι πόντιουμ να επιδείξει ανάλογη ανησυχία. Δεν είναι, άλλωστε, και το πλέον σύνηθες να στέλνεται ένα τέτοιο τελεσίγραφο. Παραδόξως, όμως, ο πολύπειρος Πολωνός, ο οποίος πρόσφατα αντιμετώπισε την απαίτηση των λαϊκιστών που έχουν τη διακυβέρνηση της χώρας του να μην ανανεωθεί η θητεία του στην προεδρία της ΕΕ, με αποτέλεσμα να είναι οι συμπατριώτες του οι μόνοι από τους 27 που τον καταψήφισαν, αντέδρασε με απόλυτη ψυχραιμία.
Επιστράτευσε ορισμένες μάλλον «παρηγορητικές» διατυπώσεις, όπως το «κάθε ημέρα φτάνουμε πιο κοντά σε μια συμφωνία» ή το «ελπίζω ότι θα είμαστε σε θέση να καταλήξουμε σε μια συμφωνία την Παρασκευή στο Eurogroup». Αλλά ως εκεί. Γιατί κατά τα λοιπά δεν έδειξε να… τρομάζει από την ένταση των λόγων του Αλέξη Τσίπρα ούτε να συμμερίζεται θέσεις, απόψεις και εκτιμήσεις για τα κινούμενα «γκολπόστ» ή το παιχνίδι με τις «κουμπάρες».
«Θέλω να υπογραμμίσω ότι η ευθύνη επίτευξης της συμφωνίας αυτής είναι κάτι το οποίο μοιραζόμαστε όλοι όσοι συμμετέχουμε σε αυτή τη διαδικασία», είπε ο Ντ. Τουσκ. Και με την ίδια ψυχραιμία ξέκοψε τη συζήτηση για σύγκληση έκτακτης Συνόδου, αρνούμενος, όπως με διπλωματικό τρόπο σχολίασε, να απαντήσει επί υποθετικών αρνητικών σεναρίων. «Εγώ θα κάνω τη δουλειά μου, ξέρω τις υποχρεώσεις μου, ξέρω τα εργαλεία που έχω στη διάθεσή μου. Όμως, αυτή τη στιγμή, αυτό που θέλω να κάνω μαζί με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα είναι να υποστηρίξω τους συναδέλφους μας να φτάσουν σε μια συμφωνία την Παρασκευή», κατέληξε.
Η συγκεκριμένη κατάληξη μού δημιούργησε την υποψία ότι πιθανότατα ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε εξηγήσει στον Πολωνό πολιτικό πως παίζεται το παιχνίδι με τις «κουμπάρες» στην εκδοχή της… σκληρής διαπραγμάτευσης. Δεν ερμηνεύεται αλλιώς ότι, αφενός, δεν είχε καμία απορία για το παιχνίδι και, αφετέρου, επέδειξε τόσο ψύχραιμη απάθεια ακούγοντας το… δραματικό –ή μήπως δραματοποιημένο;- αφήγημα του συνομιλητή του. Σε μια δεύτερη απόδοση, άλλωστε, το «παίζουμε τις κουμπάρες» έχει, πάλι κατά το «Βικιλεξικό», την έννοια του «κοροϊδευόμαστε, αντιμετωπίζουμε ένα θέμα ειρωνικά».

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

«Μπλοκάκι» ή εκδρομικός σάκος;



Η πρόσφατη τηλεοπτική εμφάνιση του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη ήρθε να υπογραμμίσει με τον πλέον εμφαντικό τρόπο την αέναη διαπάλη ανάμεσα στις δύο Ελλάδες: την Ελλάδα της σοβαρότητας, των τεκμηριωμένων θέσεων και της εστίασης στο αποτέλεσμα, που  αντιπαλεύει με την Ελλάδα της μπουρδολογίας, των μεγαλόστομων διακηρύξεων και της επιδίωξης των πρόσκαιρων επικοινωνιακών εντυπώσεων. 
Η εικόνα του πρώην πρωθυπουργού (στον Σκάι) να επιχειρηματολογεί, παραθέτοντας πίνακες με στοιχεία σχεδόν για κάθε τι το οποίο έλεγε, υπήρξε εντυπωσιακή, κυρίως αν επιχειρήσει να την αντιπαραβάλει κανείς με το θέαμα που εμφανίζουν αρκετοί από εκείνους οι οποίοι στελέχωσαν τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν την οκταετία Σημίτη με τα γνωστά αποτελέσματα και της μιας και της άλλης περιόδου.
Τι να πρωτοθυμηθεί κάποιος; Τον υπουργό Οικονομικών της διάδοχης κυβέρνησης ο οποίος άφησε άναυδη τη νυν γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ όταν, κατά τον ισχυρισμό της τελευταίας, κάνοντας λογαριασμούς πάνω στη… χαρτοπετσέτα από το τραπέζι που της παρέθετε, προσπάθησε να την πείσει ότι είχε καταφέρει να σώσει από την παγκόσμια κρίση την ελληνική οικονομία που μερικούς μήνες αργότερα χρεοκόπησε;
Αλλά δεν είναι μόνο η… σημειολογία των λογαριασμών της χαρτοπετσέτας που μπορεί να θεωρηθεί και μεμονωμένο περιστατικό. Είναι, πολύ περισσότερο, το «σύνδρομο του… εκδρομικού σάκου» που φαίνεται να βαρύνει τους περισσότερους ιθύνοντες της ελληνικής οικονομίας κατά την μνημονιακή περίοδο. Το θέαμα της προσέλευσης στις συνεδριάσεις του Ecofin ή του Eurogroup με εκδρομικό σάκο πλάτης αντί για χαρτοφύλακα είναι αποκλειστικά ελληνική πατέντα. Και αποτελεί μάλλον δηλωτικό της νοοτροπίας που διακατέχει όσους ακολουθούν τον συγκεκριμένο ενδυματολογικό κώδικα. 
Με αποκορύφωμα την περίοδο Βαρουφάκη, που η προσέλευση της ελληνικής αντιπροσωπείας περιλάμβανε και την μοναδικότητα των εμφανίσεων στις επίσημες συνεδριάσεις με… τα πουκάμισα έξω από το παντελόνι, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κάποιος για τη σκοπιμότητα τέτοιων επιλογών. Όποια εξήγηση, ωστόσο, και αν δοθεί, το μόνο βέβαιο είναι ότι οι… εκδρομικοί τύποι που μας εκπροσωπούν στις Βρυξέλλες και αλλού αντιπροσωπεύουν την Ελλάδα που δεν αρέσκεται στα στοιχεία, απορρίπτει την αντιπαράθεση που βασίζεται σε αυτά και προτιμά την καταφυγή στην ευκολία αστείων επιχειρημάτων του τύπου «οι άνθρωποι είναι πάνω από τους αριθμούς».
Όλοι αυτοί, όπως και όσοι συμπορεύονται μαζί τους, αντιπροσωπεύουν την Ελλάδα που θεωρούσε και θεωρεί τον Κώστα Σημίτη «λογιστάκο». Την Ελλάδα που λοιδορούσε το περιβόητο «μπλοκάκι» στο οποίο ο πρώην πρωθυπουργός κατέγραφε όλα όσα αφορούσαν τη δουλειά τη δική του και των συνεργατών του: σχεδιασμούς, προτεραιότητες, εκκρεμότητες, εξαγγελίες και ό,τι άλλο έπρεπε να υλοποιηθεί εντός ορισμένου χρονικού ορίου.  
Κακά τα ψέματα, η Ελλάδα του Σημίτη δεν ήταν… επίγειος παράδεισος. Χάρις, όμως, και στο πολυσυζητημένο «μπλοκάκι», υπήρξε, από πολλές απόψεις και κυρίως από τη σκοπιά της γενικής ευημερίας των Ελλήνων, η καλύτερη περίοδος από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους, όπως καταδεικνύουν οι… επάρατοι αριθμοί. Γι’ αυτό, μάλλον μόνον όποιος φοράει παραμορφωτικούς φακούς μπορεί να αρνηθεί ότι η Ελλάδα της περιόδου 1996-2004 ήταν μια χώρα που προσέγγιζε την ευρωπαϊκή κανονικότητα.
Ήταν, αναμφισβήτητα, η πλέον αισιόδοξη εποχή που βίωσε η χώρα, η οποία, με τα καλά της και τα στραβά της, έβαζε υψηλούς στόχους, πάσχιζε γι΄ αυτούς και τις περισσότερες φορές τούς πετύχαινε. Όση, για παράδειγμα, προπαγανδιστική διαστρέβλωση και αν ασκηθεί από τους αρνητές των αριθμών, η Ολυμπιάδα του 2004 δεν πρόκειται να πάψει να είναι το πιο περίπλοκο εγχείρημα που έφερε εις πέρας η μικρή Ελλάδα. Αν μάλιστα είχαν αξιοποιηθεί καταλλήλως από τους επόμενους τα έργα, τα οποία μαζί με τις συνοδευτικές υποδομές κόστισαν, σύμφωνα με επίσημη μελέτη, περίπου 10 δισ. ευρώ, οι Αγώνες όχι μόνον δεν θα συνέβαλαν στην χρεοκοπία, που εξελίχθηκε πέντε χρόνια μετά, αλλά θα μπορούσαν να την είχαν αποτρέψει.
Σε αντίθεση με τους μάλλον μετριοπαθείς τόνους που χαρακτήρισαν την κριτική την οποία άσκησε ο πρώην πρωθυπουργός στη συνέντευξή του, οι αντιδράσεις από τους επικριτές του υπήρξαν οξύτατες. Δεν προκαλεί, πάντως, εντύπωση ότι οι περισσότεροι από όσους αντέδρασαν στα λεγόμενά του –τωρινοί αλλά και παλαιότεροι κυβερνώντες, κατά βάση- δεν βρήκαν σοβαρά στοιχεία για να τον αντικρούσουν.
Προτίμησαν, έτσι, να οχυρωθούν πίσω από γενικότητες για τα κρούσματα διαφθοράς και διαπλοκής που σημειώθηκαν επί των ημερών του. Λες και η Ελλάδα πριν ή μετά τη δική του εποχή ήταν το απαύγασμα της διαφάνειας ή ότι μετέπειτα τα έργα δεν τα έπαιρναν και τα παίρνουν οι ίδιοι ακριβώς εργολάβοι. Πόσω μάλλον που ο ίδιος όχι μόνον δεν ενεπλάκη προσωπικά σε σκοτεινές υποθέσεις –παρόλο που κάποιοι αετονύχηδες ενθυλάκωσαν μέχρι τη σύνταξη του καθηγητή που είχε παραχωρήσει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο- αλλά, οπότε υπέπεσαν στην αντίληψή του καταγγελίες ή στοιχεία, υπήρξε άτεγκτος με τον περίγυρό του.
Για να έχουμε, πάντως, ένα μέτρο των πραγμάτων, αρκεί να δει κανείς τη σύνθεση των επικριτών του: η μεγάλη πλειονότητά τους προέρχεται είτε από την κατηγορία εκείνων που επικρότησαν το άρον – άρον κλείσιμο της Βουλής για να παραγραφούν τυχόν αδικήματα που θα μπορούσαν να βαρύνουν πολιτικούς της επόμενης περιόδου είτε από τις τάξεις όσων τους είχαν συνεπάρει… πρωτότυπες ιδέες όπως το «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν» και αποκαλούσαν στην αρχή «asset της κυβέρνησης» και εν συνεχεία «ανόητο» τον «διαπραγματευτή με τα πουκάμισα έξω».
Κατά τα φαινόμενα, δεν είναι τυχαία η συμπόρευση των δύο αυτών κατηγοριών. Τους ενώνει η απέχθεια προς τα στοιχεία που μπορεί να είναι καταγεγραμμένα σε «μπλοκάκια» και να εκθέτουν όσους προσέρχονται σε διαπραγματεύσεις με εκδρομικούς σάκους στην πλάτη.

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Η διαπραγμάτευση του… Καραγκιόζη



Τον πρώτο καιρό ήταν ο Πούτιν που θα (μας) έστελνε τη μπροστάντζα των 6 δισ. ευρώ για τον αγωγό. Και γι΄ αυτό, αγνοώντας το πάθημα του κακόμοιρου υπουργού Οικονομικών της Κύπρου που είχε μείνει επί μέρες αμανάτι στη Μόσχα περιμένοντας λίγα δανεικά για να αποφύγει η Λευκωσία το δικό της Μνημόνιο, διανύσαμε όλο το πρώτο εξάμηνο του 2015 με το πηγαινέλα στη ρωσική πρωτεύουσα των  κυβερνητικών αποστολών υψηλού επιπέδου.
Μετά ήταν ο Ομπάμα, για τον οποίο, αν και ερχόταν στην Ελλάδα ως απερχόμενος Πρόεδρος, φαντασιώνονταν ότι θα είχε στις αποσκευές του τη ρύθμιση του χρέους που θα μας χάριζαν οι Ευρωπαίοι. Εκείνο, δηλαδή, που δεν είχε κάνει ο Αμερικανός Πρόεδρος σε όλη τη διάρκεια της οκταετούς θητείας του, κατά την οποία είχε περιοριστεί σε ανέξοδες παροτρύνσεις για περιορισμό της λιτότητας, κάποιοι πίστεψαν ότι θα μπορούσε να το κάνει ως τέως, επειδή θα γοητευόταν –θυμάστε αλήθεια τις αξέχαστες σκηνές στο Μέγαρο Μαξίμου;- από την προσωπικότητα του Έλληνα πρωθυπουργού.  
Στη συνέχεια ήρθε η σειρά του Τραμπ και η 20ή Ιανουαρίου που ήταν προγραμματισμένο να εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο έγινε το νέο ορόσημο για τους βαθυστόχαστους αναλυτές του Μεγάρου Μαξίμου που πόνταραν ότι μια από τις πρώτες αποφάσεις του νέου Προέδρου των ΗΠΑ θα ήταν η εντολή για απόσυρση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από την Ευρώπη. Μέσα στην παραζάλη της ανοησίας που δέρνει πολλούς από τους ανθρώπους που αποφασίζουν για τις τύχες μας ορισμένοι θεώρησαν και θεωρούν ακόμη ότι θα είναι «λυτρωτικό» να φύγει από το ελληνικό πρόγραμμα ο μόνος σύμμαχος που έχουμε στη μάχη για την ελάφρυνση του χρέους και που δεν είναι άλλος από το ΔΝΤ.   
Αφού, όμως, διαψεύστηκε και αυτή η αυταπάτη, το κυβερνητικό ρεπερτόριο δεν είχε καμία δυσκολία να αλλάξει αμέσως σκοπό. Όπως αποκάλυψε ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Στέλιος Κούλογλου, εναπέθεσαν τις ελπίδες του στην επικράτηση της Ακροδεξιάς στις πρόσφατες εκλογές στην Ολλανδία, υιοθετώντας ένα απίθανο σκεπτικό που είναι αδύνατο να το χωρέσει ο νους ενός λογικού ανθρώπου. Με εξαίρεση όσους επενδύουν στη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να υπάρχει άλλος με σώας τας φρένας που να έχει πιστέψει ότι η αναταραχή στην Ευρώπη και τα διαλυτικά φαινόμενα στην ευρωζώνη που θα προκαλούσε μια ενδεχόμενη νίκη του Βίλντερς θα ήταν προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων.
Απτόητοι και από την άστοχη αυτή πρόβλεψή τους, οι κυβερνώντες και πάλι δεν το βάζουν κάτω. Ελλείψει άλλου «αφηγήματος», εμφανίζονται, πλέον, αποφασισμένοι να βάλουν όλα τα αυγά τους στο καλάθι των γερμανικών εκλογών. Ποντάρουν -και το δηλώνουν δημοσίως ορισμένοι- στην εκλογική νίκη του σοσιαλδημοκράτη Μάρτιν Σουλτς. Ευελπιστούν ότι έτσι θα απαλλαγούν από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, κάνοντας την μάλλον  αφελή εκτίμηση ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ασκεί προσωπική πολιτική έναντι της Ελλάδας και δεν υπηρετεί απλώς τα συμφέροντα της χώρας του.
Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ότι η τακτική αυτή που θυμίζει την περιώνυμη ρήση του Καραγκιόζη «θα με δείρει, θα κουραστεί, θα ιδρώσει, θα αρρωστήσει και στο τέλος θα πεθάνει», επιχειρείται να εμφανιστεί ως μέρος μιας κάποιας διαπραγματευτικής στρατηγικής που κανείς δεν αντιλαμβάνεται που κατατείνει και τι στόχο έχει. Το αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι καθυστερήσεις έχουν τεράστιο κόστος και μάλιστα διπλό, καθώς από τη μια τρενάρει η πολυπόθητη ανάκαμψη και από την άλλη σε κάθε επόμενο γύρο διαπραγμάτευσης η θέση της ελληνικής πλευράς είναι πιο αδυνατισμένη, δεν φαίνεται να τους απασχολεί.
Δυστυχώς, τα απανωτά παθήματα της τελευταίας διετίας δεν έχουν γίνει μαθήματα, γιατί οι παθόντες αποδεικνύονται ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Είναι, για παράδειγμα, κωμικοτραγικό να τους ακούς να επιχειρηματολογούν υποστηρίζοντας ότι «η ελληνική υπόθεση είναι μέρος ενός γεωστρατηγικού παιχνιδιού» και, την ίδια ώρα, να διαρρέουν οι ίδιοι στα φιλικά τους μέσα ότι λίγο πριν από την αναχώρηση των εκπροσώπων των θεσμών από την Αθήνα, «τηλεφώνησαν από το Μαξίμου στον Επίτροπο Μοσκοβισί για να διαμαρτυρηθούν επειδή οι τρεις Ευρωπαίοι παρακολουθούσαν άφωνοι την Ντέλια Βελκουλέσκου του ΔΝΤ να μιλάει με ιταμό τρόπο στους Έλληνες υπουργούς».
Η συνέχεια που είχε η τηλεφωνική διαμαρτυρία έγινε γνωστή λίγες μέρες μετά, το βράδυ ενός χαμένου χρονικού οροσήμου, όπως ήταν το Eurogroup της 20ής Μαρτίου. Εκόντες άκοντες, οι Έλληνες υπουργοί έμειναν στις Βρυξέλλες, αφού τους διαμηνύθηκε ότι η άλλη πλευρά δεν είναι διατεθειμένη να επιστρέψει στην Αθήνα χωρίς να προηγηθεί συμφωνία. Αλλά και πάλι οι δικοί μας δεν φαίνεται να πτοήθηκαν.
Γιατί δεν πτοούνται; Διότι, όπως έλεγε κι ο σκληρός διαπραγματευτής στο σκετς του Καραγκιόζη, «θα μας δείρουν, θα κουραστούν, θα ιδρώσουν, θα αρρωστήσουν και στο τέλος θα πεθάνουν». Δεν είναι αυτό επιτυχής διαπραγμάτευση;