Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Στας δυσμάς του βίου τους…



            Φανταστείτε λίγο το σκηνικό στο Μέγαρο Μαξίμου: Ο Αλέξης Τσίπρας κάθεται στην κορυφή του τραπεζιού συσκέψεων του πρωθυπουργικού γραφείου και ζητάει από τους συνεργάτες του να του προτείνουν πρόσωπα για τον ανασχηματισμό τη κυβέρνησης με τον οποίο θέλει να σηματοδοτήσει το «ιστορικό» πέρασμα από τη μνημονιακή στη μεταμνημονιακή Ελλάδα.
            «Την Κατερίνα Νοτοπούλου, πρόεδρε!», αναφωνεί πρώτος ο πιο θαρραλέος από τους συνεργάτες. «Είναι νέα, όμορφη και αριστερή», επιχειρηματολογεί. Ο Τσίπρας, όμως, δείχνει να μην πείθεται. Το ύφος του μαρτυρά ότι επιθυμεί κάτι πιο εντυπωσιακό. «Το βρήκα. Υπάρχει και άλλη Κατερίνα που μπορούμε να υπουργοποιήσουμε», πετάγεταινα πειάλλος πρωθυπουργικός συνεργάτης. «Δεν είναι τόσο νέα, αλλά η επιλογή της θα κάνει πάταγο…», εξηγεί ο ίδιος, προκαλώντας ενθουσιασμό στους παρευρισκόμενους μόλις τους «αποκάλυψε» ότι εννοούσε την… Κατερίνα Παπακώστα.
            Κάπως έτσι το γαϊτανάκι με τις φαεινές ιδέες του πρωθυπουργικού επιτελείου φαίνεται να έφθασε στην ανάσυρση της «χιλιοτραγουδισμένης» Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου, στην ανακάλυψη της «ξεχωριστής οντότητας» που ακούει στο όνομα Μυρσίνη Ζορμπά, στην επανάκαμψη στο κυβερνητικό σχήμα της«πολυθρύλητης» Μαρίνας Χρυσοβελώνη και στην αναβάθμιση του χαρισματικούηγέτη Φώτη Κουβέλη. Μία προς μία και όλες μαζί «χρυσές εφεδρείες» της ελληνικής πολιτικής ζωής που αναλαμβάνουν το τιτάνιο έργο της  επιστροφής της χώρας στην κανονικότητα και της οικονομίας της στην απογειωτική ανάκαμψη.
            Ας μην παραπονούμεθα, όμως. Ο ίδιος, άλλωστε, ο κ. Τσίπραςμάς είχε προϊδεάσει για τις προθέσεις του με το περιβόητο διάγγελμα, με το οποίο κήρυξε την έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια. «Η Ιθάκη είναι μόνον η αρχή», είχε –εν είδει… απειλής- ισχυριστεί. Τη συνέχεια τη βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Με έναν ανασχηματισμό παραλυτικών ισορροπιών, χωρίς κανένα απολύτως έρμα και δίχως την παραμικρή συνοχή που χαρακτηρίζουν το πολυπληθές συνονθύλευμα του οποίου ηγείται. Και το οποίο φαντάζει παντελώς ανίκανο να υπηρετήσει οποιοδήποτε αφήγημα: μεταμνημονιακό, αριστερό, σοσιαλδημοκρατικό ή ο,τι άλλο μπορεί να βγάζει νόημα.
            Γι΄ αυτό και ο δικαιολογημένος χλευασμόςμε τον οποίο υποδέχθηκετο πανελλήνιο –μια περιήγηση στα αμήχανα φιλοκυβερνητικά μέσα είναι αρκετή- τις ανούσιες αλλαγές που ανακοίνωσε ο κ. Τσίπρας. Η πολυήμερη προετοιμασία που υποτίθεται ότι έκαναν στο Μέγαρο Μαξίμου δεν είχε άλλο αποτέλεσμα παρά μόνον την αύξηση του αριθμού των μελών του υπουργικού συμβουλίου, αφού ο πρωθυπουργός δείχνει πλέον «όμηρος» των λεπτών ισορροπιών που τον κρατούν στην εξουσία και αιχμάλωτος των επιλογών του σφιχταγκαλιάσματός του με τον Πάνο Καμμένο.
Είναι προφανές ότι δεν διαθέτει πλέον την ισχύ ή την εξουσία ούτε καν για να επιχειρήσει να ανακατέψει την εσωκομματική τράπουλα. Δεν μπορεί να μετακινήσει του βαρώνους του κόμματος του. Ούτε καταφέρνει να προσελκύσει κάποια σοβαρή προσωπικότητα από άλλον πολιτικό χώρο ή και εξωκομματικούς για να στελεχώσει την κυβέρνησή του. Μοιραία, λοιπόν, υποτάσσεται στην ανάγκη να αποφύγει την ανατροπή του από τον κ. Καμμένο ή οιονδήποτε άλλον. Και βολεύεται με τα περιτρίμματα που επιστρατεύει από τα αζήτητα της πολιτικής.
Η κατάληξη την οποία προοιωνίζεται ότι θα έχει αυτός ο χωρίς προηγούμενο αμοραλιστικός γάμος συμφέροντος ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ του κ. Τσίπρα και στους ΑΝΕΛ του κ. Καμμένου δεν πρέπει να εκπλήσσει. Και σίγουρα δεν εκπλήσσει όσους δεν γοητεύθηκαν από τις βερμπαλιστικές αρλούμπες των προηγούμενων χρόνων για «αριστερά πρόσημα» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια που ήταν σαφές ότι δεν τα πίστευαν ούτε εκείνοι που τα εκστόμιζαν.
Για να πούμε, όμως, και του στραβού το δίκιο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο κ. Τσίπρας δεν πρωτοτυπεί ιδιαιτέρως. Όλες οι κυβερνήσεις του πρόσφατου και του απώτερου παρελθόντος όταν βρίσκονται «στας δυσμάς του βίου τους», λίγο ως πολύ, με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρονται. «Ξύνουν τον πάτο του βαρελιού», επιστρατεύοντας όποιο απολειφάδι της πολιτικής θα μπορούσε να τους δώσει θεωρητικές ελπίδες για μακροημέρευση στην εξουσία.
Παρότι, όμως, αυξάνουν σε αριθμό ρεκόρ τα υπουργικά οφίτσια που μοιράζουν, όπως έκανε τώρα ο κ. Τσίπρας, σπάζοντας κάθε προηγούμενη επίδοση τουλάχιστον της μνημονιακής περιόδου, το αποτέλεσμα είναι το ακριβώς αντίθετο του αναμενομένου. Αντί να βελτιωθεί το κλίμα και να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος στόχος της ανάκαμψης, δυσχεραίνεται η ατμόσφαιρα και επιταχύνεται η πορεία προς την πτώση.
Το έργο το έχουμε δει να επαναλαμβάνεται πολλές φορές στο παρελθόν από πιο νουνεχείς πολιτικούς. Σκεφτείτε τι αναμένεται τώρα που έχουμε να κάνουμε με έναν ετερόκλητο θίασο του οποίου τα μέλη, με ελάχιστες εξαιρέσεις,διακρίνονται για τις φαντασιώσεις, τις ψευδαισθήσεις και τις ομολογημένες αυταπάτες τους. Αλίμονό μας!

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

Τον Τσίπρα και αν τον «πλένεις»…



«Η Ιθάκη είναι μόνον η αρχή», ήταν η καταληκτική φράση στο διαβόητο «διάγγελμα» του Αλέξη Τσίπρα το οποίο θα περάσει στην Ιστορία ως απαράμιλλο μνημείο πόλωσης και διχασμού από έναν πολιτικό που δεν μπορεί να ξεπεράσει τις συνθήκες που τον έφεραν στην διακυβέρνηση μαζί με μια δράκα αμοραλιστών τους οποίους ο ελληνικός λαός επί δεκαετίες νωρίτερα κατέτασσε μονίμως στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.
Δικαίως, λοιπόν, δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι υποστήριξαν ότι αυτός ο… κούφιος δήθεν συμβολισμός στον οποίο κατέφυγε ο κ. Τσίπρας είχε περισσότερο χαρακτήρα… απειλής για τα όσα μας επιφυλάσσει η συνέχεια της παραμονής του ίδιου και της ομάδας που τον περιστοιχίζει στην άσκηση της διακυβέρνηση.
Άλλωστε, η μισαλλοδοξία, η εχθροπάθεια και η δαιμονοποίησηαπό την οποία διαπνεόταν από την αρχή ως το τέλος του το σχεδόν 8λεπτο πρωθυπουργικό μήνυμα που διαβάστηκε με φόντο τα ήρεμα νερά του Ιονίου ήταν μάλλον πιο τρομακτικά από τα ίδια τα επίμονα ψέματα και τους θρασείς ισχυρισμούς τουότι «δεν θα διαπράξουμε την ύβρη να αγνοήσουμε τα διδάγματα της Ελλάδας των μνημονίων».
Στεκόμενος απέναντι στον τηλεϋποβολέα (το autocue, για τους μυημένους με τα τηλεοπτικά), μιλούσε ως να βρισκόμαστε ακόμη στις αρχές του 2015,όταν ο ίδιος διέθετε ακόμη την… αντιμνημονιακή παρθενία. Εκτόξευε, χωρίς αιδώ, πολεμικές κραυγές όχι μόνον συλλήβδην κατά των προκατόχων του αλλά και κατά των συνοδοιπόρων του οι οποίοι τον εγκατέλειψαν για να μην τον ακολουθήσουν στην εξευτελιστικές κωλοτούμπες που έκανε τη μια μετά την άλλη. 
«Δεν θα αφήσουμε τη λήθη να μας παρασύρει.Δεν θα γίνουμε λωτοφάγοι.Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τις αιτίες και τα πρόσωπα που οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια», ισχυριζόταν. Και με ανυπέρβλητη θρασύτητα διέγραφε μονοκονδυλιά τις μοναδικές αυταπάτες τις απίστευτες φαντασιώσεις και τις χωρίς προηγούμενο ψευδαισθήσεις που στοίχισαν πανάκριβα τον ελληνικό λαό.
Στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές, όπως προσπάθησε να μας πείσει ο κ. Τσίπρας ότι είναι η λήξη του τρίτου κατά σειράν ευρωπαϊκού προγράμματος για τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας, οι ηγέτες –διεθνείς και εγχώριοι- επιλέγουν την ενότητα και τη συμφιλίωση των πολιτικών δυνάμεων που αποτελούν προωθητικό παράγοντα προς την κατεύθυνση της οικονομικής ανάκαμψης.
Αυτή, για παράδειγμα, υπήρξε η επιλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή όταν έλαβε τη μεγάλη απόφαση, κόντρα στην οξεία αντίδραση της τότε αντιπολίτευσης, να προχωρήσει την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Έτσι πορεύτηκεστη συνέχεια ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά και ο Κώστας Σημίτης που έβαλε τη χώρα στην ευρωζώνη σε πείσμα των αντιπάλων του που μιλούσαν για «τραβεστί οικονομία» και τον κατηγορούσαν για «δημιουργική λογιστική». Αν η Ελλάδα δεν ήταν στην Ευρωζώνη, ας μη σκεφτόμαστε καλύτερα ποια θα ήταν η τύχη της σήμερα….
Με τη βεβαιότητα ότι έκαναν το σωστό, οι πολιτικοί που έχουν περάσει στο πάνθεον των ηγετών, δεν ανάλωναν τον χρόνο τουςυβρίζονταςόσους τους ασκούσαν την κριτική. Και αυτή είναι η τεράστια διαφορά τους από τον κ. Τσίπρα, ο οποίος ξέρει ότι όλα όσα ισχυρίζεται δεν αντέχουν στην κοινή λογική. Γι΄ αυτό και καταφεύγει στην επίθεση κατά πάντων. Το κάνει, αφενός, διότι δεν ανέχεται την κριτική, αλλά κυρίως, επειδή, όπως έχει αποδείξει πολλές φορές, ξέρει ότι το «αφήγημά» του δεν έχει συνοχή και ειρμό.
Γι΄ αυτό και είναι ειλικρινά απορίας άξιον πως αισθάνθηκαν όλοι όσοι φιλοτεχνούν τελευταία το πορτρέτο του δήθεν «σοσιαλδημοκράτη Τσίπρα που λογικεύτηκε» και του τάχατες «κεντρώου ΣΥΡΙΖΑ που άφησε πίσω τις ριζοσπαστικές ακρότητες». Θεωρούν ότι έχει λογική η απόπειρα στοχοποίησης προσώπων όπως ο Λουκάς Παπαδήμος και ο Γιάννης Στουρνάρας που συνιστούσε ο ισχυρισμός ότι τα προηγούμενα χρόνια«η δημοκρατία ευτελίστηκε», επειδή «τραπεζίτες έγιναν πρωθυπουργοί και υπουργοί έγιναν τραπεζίτες»;
Συνάδουν με το ευρωπαϊκό δημοκρατικό κεκτημένο βερμπαλιστικές ακρότητες όπως οι παρακάτω: «Δεν θα ξεχάσουμε τίποτα από όσα ζήσαμε, γιατί δεν είναι απλά η ύλη για τους ιστορικούς του μέλλοντος.Αλλά είναι τα εφόδια μιας χώρας που γράφει τη νέα σελίδα της ιστορίας της, σε χρόνο ενεστώτα.Φτάσαμε στον προορισμό μας, βγήκαμε από τα μνημόνια, αλλά δεν τελειώσαμε εδώ.Νέες μάχες είναι τώρα μπροστά μας.Οι σύγχρονοι μνηστήρες είναι εδώ και στέκονται ακόμα απέναντι»;
Ας μην υπάρχουν, λοιπόν, αυταπάτες. Ο κ. Τσίπρας ήρθε στην εξουσία εκμεταλλευόμενος στο έπακρο το διχαστικό κλίμα που επικράτησε στην ελληνική κοινωνία όταν ξεκίνησε η κρίση που έκανε αναπόφευκτο το Μνημόνιο, δηλαδή το πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας με τη χορήγηση φθηνού δανεισμού από τους εταίρους της χώρας. Αν δεν είχε υπάρξει το Μνημόνιο, θα ήταν αιωνίως στο περιθώριο, όπως είναι σχεδόν παντού οι ομοϊδεάτες του.
Παρότι έχει γίνει προ πολλού ο μνημονιακός πρωθυπουργός με τη μεγαλύτερη κυβερνητική θητεία, δεν μπορεί να λειτουργήσει εκτός πόλωσης και σε συνθήκες κανονικότητας. Δεν έχει καμία δυσκολία να αυτοαποθεώνεται για τη δική του μοναδική μνημονιακήπροσήλωση, ούτε να κατηγορεί εκείνους που μας έβαλαν στα Μνημόνια επειδή δεν τα τήρησαν με ευλάβεια. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση μιλά με μισαλλόδοξο πάθος και διάθεση εξόντωσης όποιου –προσώπου ή θεσμού- δεν υποτάσσεται στη βούλησή του.
Αυτός ήταν. Και ο ίδιος και απαράλλακτος παραμένει, όπωςαπέδειξε τόσο όταν καθύβριζε όσους τον Αύγουστο του 2015 τον συνέδραμαν στην ψήφιση του τρίτου και βαρύτερου Μνημονίου, όσο και με το «διάγγελμα» της Ιθάκης. Παραμένει σταθερά ανεπίδεκτος μαθήσεως στα μαθήματα της συναίνεσης και της τήρησης των κανόνων του δημοκρατικού παιχνιδιού τους οποίους είναι δύσκολο να αποδεχτεί ένας πολιτικός που γαλουχήθηκε με το πνεύμα του «καταληψία» και είναι εκείνο από το οποίο εξακολουθεί να διακατέχεται.
Με άλλα λόγια, φαντάζει ότι είναι μάταιος κόπος να περιμένει κανείς να αλλάξει τώρα και να γίνει νουνεχής άνθρωπος της συνεννόησης και της καταλλαγής. Γι΄ αυτό και, παραφράζοντας μια γνωστή παροιμία, εύκολα μπορεί να αντιτείνει κανείς σε όσους βλέπουν «κανονικοποίηση» της σημερινής εξουσίας ότι «τον Τσίπρα και αν τον “πλένεις”…».

Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

Γιατί ο Τσίπρας παραχαράσσει τη μνημονιακή «Οδύσσεια»



Ό,τι και αν φαντασιώνονται διάφοροι ΣΥΡΙΖΑίοι αξιωματούχοι, δεν νομίζω να υπάρχει εχέφρων πολίτης αυτής της χώρας που να μην ευαρεστείται επειδή, έστω και με τόσο μεγάλη καθυστέρηση, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για το τυπικό τέλος των προγραμμάτων διάσωσης της ελληνικής οικονομίας. Ου μην αλλά και της ελληνικής κοινωνίας η οποία, αν τα πράγματα κυλούσαν διαφορετικά, είναι πλέον ή βέβαιο ότι θα πλήρωνε ακόμη βαρύτερο τίμημα από το ήδη βαρύ που ήδη κατέβαλε στη διάρκεια της δεκαετούς μνημονιακής «Οδύσσειας».
Καθώς, όμως, ο μεγάλος αυτός κύκλος δείχνει να κλείνει, αφού τέταρτο χρηματοδοτικό πρόγραμμα δεν πρόκειται να μας δοθεί, το ζητούμενο δεν είναι –ή μάλλον δεν θα έπρεπε να είναι- αν θα στηθούν ή όχι πανηγύρια για να γιορτάσουμε κάτι για το οποίο μόνον μελαγχολικά συναισθήματα προκαλούνται στο συλλογικό κοινωνικό υποσυνείδητο, αφού, εκτός όλων των άλλων, υπάρχουν «ουρές» με επερχόμενα νέα επώδυνα μέτρα.  
Το μεγάλο ζητούμενο, αντιθέτως, είναι –ή θα έπρεπε να είναι- η αναζήτηση για το τι αφήνει πίσω του αυτός ο δεκαετής κύκλος της κρίσης. Με άλλα λόγια, το «ορόσημο» της 21ης Αυγούστου 2018 θα ήταν πιο χρήσιμο να αποτελέσει αφορμή όχι για τελετές και παρελάσεις, αλλά για αναστοχασμό των δεδομένων που μας οδήγησαν στα Μνημόνια και για αποτίμηση των λόγων που μας κράτησαν καθηλωμένους σε αυτά επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα.
Με ευθύνη πρωτίστως των κυβερνώντων, δυστυχώς, δεν διαφαίνεται καμία απολύτως τέτοια πρόθεση. Με τις ίδιες αυταπάτες, φαντασιώσεις και ψευδαισθήσεις που οδηγηθήκαμε στην κρίση, η οποία έφερε τα Μνημόνια, κινούμαστε και προς την υποτιθέμενη πορεία εξόδου. Άλλωστε, ακόμη και στην μάλλον αυτονόητη αλληλουχία των γεγονότων –η κρίση έφερε το Μνημόνιο ή το Μνημόνιο την κρίση;- δεν έχουμε καταφέρει να συνεννοηθούμε οι πολιτικές δυνάμεις και οι πολίτες σε αυτή τη χώρα.
Μια σημαντική μερίδα συμπατριωτών μας, που δεν αποκλείεται να αποτελεί και πλειονότητα, θεωρεί ακόμη και σήμερα ότι η ένταξη στα Μνημόνια δεν ήταν παρά «προϊόν συνωμοσίας από τις δυνάμεις του κακού» που η σύνθεσή τους ποικίλλει ανάλογα με τις δοξασίες ενός εκάστου: ορισμένοι αρκούνται στην απλοϊκή προσέγγιση ότι «συνεννοήθηκε ο Γιώργος Παπανδρέου με το ΔΝΤ», άλλοι που διαθέτουν πιο οργιώδη φαντασία εμπλέκουν περισσότερους «δράκους» στο συνωμοσιολογικό παραμύθι που κυκλοφορεί σε δεκάδες εκδοχές.
Μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας να μην είναι ο πρώτος διδάξας τη «δαιμονοποίηση» της πραγματικότητας, καθώς υπήρχαν πριν από αυτόν και άλλοι που επεδίωξαν και -ως ένα βαθμό έκαναν- καριέρα ως «αντιμνημονιακοί», ωστόσο ο νυν πρωθυπουργός είναι εκείνος που χρεώνεται πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο το γεγονός ότι επί των ημερών του τερματίστηκε ο αμοραλιστικός λαϊκισμός εξαιτίας του οποίου η ελληνική κοινωνία εμποδίζεται να βγάλει σωστά συμπεράσματα ώστε να της γίνουν μαθήματα τα δεινά μνημονιακά παθήματα.
Όσες και όποιες δικαιολογίες και αν είχε παλαιότερα ο κ. Τσίπρας, όταν επικαλούνταν τις αυταπάτες που προέρχονταν από την απειρία του, η επιμονή του στις παραπλανητικές περιγραφές της κατάστασης στην οποία βρίσκει τη χώρα η λήξη του τρίτου και βαρύτερου (ολοδικού του) προγράμματος είναι απολύτως αναντίστοιχη με την πραγματικότητα αλλά και με τις προσδοκίες που έχει πλέον η κοινή γνώμη.
Κακά τα ψέματα, δεν χρειάζεται να είναι κάποιος -κατά τους χαρακτηρισμούς του συρμού- «φιλοΣΥΡΙΖΑ» ή «αντιΣΥΡΙΖΑ» για να παραδεχθεί ότι η Ελλάδα του σήμερα είναι φτωχότερη και πιο αδύναμη από ότι ήταν στο πρόσφατο παρελθόν. Είναι φτωχότερη και πιο αδύναμη όχι μόνον από την Ελλάδα του 2004, όταν έφτασε στο απώγειο της αμέριμνης ευημερίας, ή του 2008, όταν ξεκίνησε η ύφεση, αλλά και από την Ελλάδα του 2010, που άκουσε το… παρηγορητικό «kalo kouragio» του Όλι Ρεν, και του 2015 που επέλεξε να πειραματιστεί με τον ανεκδιήγητο Για(ν)νη Βαρουφάκη.
Το μεγαλύτερο δυστύχημα, όμως, είναι ότι η Ελλάδα έγινε φτωχότερη και πιο αδύναμη όχι μόνον οικονομικά. Έγινε φτωχότερη και πιο αδύναμη σε όλους τους τομείς. Οι θεσμοί της είναι σε μεγαλύτερη κρίση και το πελατειακό κράτος, που όλοι έδειχναν ως μια από τις βασικές πηγές των δεινών, αντί να συρρικνώνεται διευρύνεται. Οι νέοι και εν γένει οι δημιουργικές δυνάμεις του τόπου «παίρνουν των ομματιών τους» και αφήνουν το πεδίο ελεύθερο σε όσους βολεύονται με ρουσφέτια και ψιλοεπιδόματα.        
Γι΄ αυτό και θα περίμενε κανείς από έναν υπεύθυνο πρωθυπουργό, αντί να αναζητεί συμβολισμούς προς άγρα πρόσκαιρων επικοινωνιακών εντυπώσεων, να έβγαινε σε αυτή την συγκυρία και να έλεγε όλη την αλήθεια τόσο για την περίοδο πριν από το Μνημόνιο, όσο και για τα όσα έγιναν -ή θα μπορούσαν να αποφευχθούν- στη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων, όπως και για τις πραγματικές –θετικές και αρνητικές- προοπτικές που διανοίγονται μπροστά μας.
Δεν πρόκειται, ωστόσο, να κάνει κάτι τέτοιο ο κ. Τσίπρας. Και δεν θα το κάνει για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, διότι δεν έχει μάθει να το κάνει, όπως έδειξαν οι προσωπικοί του χειρισμοί κατά την πρόσφατη τραγωδία στο Μάτι, όταν, αντί να καρατομήσει την ίδια νύχτα τους υπαίτιους για την εκατόμβη των θυμάτων που παραπλάνησαν και τον ίδιο, επέλεξε να τους καλύψει με επικοινωνιακά τερτίπια. Και δεύτερον, διότι οι κόλακες που τον περιστοιχίζουν –όπως συνήθως συμβαίνει σε όλες τις αυλές των ηγεμόνων- φαίνεται ότι τον έχουν πείσει ότι «δεν χάνεις εσύ από τον Μητσοτάκη».
Όπως και να έχει, δεν θα είναι ο πρώτος που θα πέσει θύμα αυτής της αυταπάτης. Πόσω μάλλον που μιλάμε για τον πρωθυπουργό που έκανε υπουργό Οικονομικών τον Βαρουφάκη επειδή τον θεωρούσε «asset»!

Πέμπτη 2 Αυγούστου 2018

Όταν τελειώνει η «ρέντα» ενός 44χρονου



Κακώς εκπλήσσονται, όσοι εκπλήσσονται, με τον ισχυρισμό περί της ηλικίας του πρωθυπουργού που προέβαλε ο στενός του συνεργάτης Χριστόφορος Βερναρδάκης για να υπερασπιστεί το… ακαταλόγιστο που (πρέπει να) έχει ο Αλέξης Τσίπρας για την εθνική τραγωδία στην οποία οδήγησαν οι ασυγχώρητες αστοχίες και τα εγκληματικά λάθη όσων είχαν την ευθύνη να αναχαιτίσουν την καταστροφική πυρκαγιά στο Μάτι και να περιορίσουν τις συνέπειες από την ανεξέλεγκτη επέκτασή της.
            «Να μην βάλλεται ένας άνθρωπος, ο οποίος είναι 44 ετών και έχει φορτωθεί όχι μόνο τις πολεοδομικές, χωροταξικές αδυναμίες της πολιτικής προστασίας, τις αδυναμίες πυρόσβεσης, αλλά και το οικονομικό έγκλημα που έχει συντελεστεί απέναντι στη χώρα, αλλά και το έγκλημα στο κοινωνικό κράτος», μας προέτρεψε ο ρέκτης υπουργός Επικρατείας δικαιολογώντας έτσι και τον ρόλο του υπεύθυνου για την στρατηγική της κυβέρνησης.
            Τα όσα είπε δημόσια ο κ. Βερναρδάκης είναι αποκαλυπτικά για τις νοοτροπίες που επικρατούν στον πρωθυπουργικό περίγυρο και για τις απόψεις που ενστερνίζονται όσοι συμβουλεύουν τον κ. Τσίπρα. Εξηγούν, ταυτόχρονα, πολλές από τις αποφάσεις που παίρνονται στον στενό πυρήνα του Μεγάρου Μαξίμου και που όλοι εμείς οι «απέξω» αδυνατούμε να αντιληφθούμε.
            Τίθεται, για παράδειγμα, αυτές τις μέρες από πολλές πλευρές –καλοπροαίρετα και μη- το ερώτημα: Είναι δυνατόν να ήξεραν για νεκρούς στη σύσκεψη, υπό τον πρωθυπουργό, που έγινε στο Συντονιστικό της Πυροσβεστικής τη νύκτα της «Μαύρης Δευτέρας» και να προσπάθησαν να τους κρύψουν; Η απάντηση είναι, δυστυχώς, καταφατική. Ναι, ήξεραν. Και, ναι, προσπάθησαν να το αποκρύψουν.
Καλοπροαίρετοι και μη, δικαίως επανέρχονται με το επόμενο ερώτημα που ευλόγως ακολουθεί είναι: Μα, γιατί να το κάνουν; Κρύβονται οι νεκροί; Η απάντηση είναι προφανής: Όχι, δεν κρύβονται. Μόνον, όμως, που πρόκειται για μια απάντηση που υπακούει στην κοινή λογική. Και η κοινή λογική είναι είδος εν ανεπαρκεία στον τρόπο που ασκούν την πολιτική οι νυν κυβερνώντες.
Μπορούν, για παράδειγμα, άνθρωποι που εμφορούνται από κοινή λογική να διατείνονται ότι αν πουν «όχι» στους ξένους, εκείνοι «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν»; Μπορούν να καλούν τους πολίτες σε δημοψήφισμα και αφού παίρνουν το αποτέλεσμα το οποίο ζητούν, να κάνουν αμέσως μετά το ακριβώς αντίθετο;
Επί σειρά ετών, και πάντως από την περίοδο που ήταν στην αντιπολίτευση, τα πρόσωπα τα οποία έχουν την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας επιδίδονται σε μια μάλλον συστηματική εξαπάτηση των πολιτών. Δεν υπάρχει τομέας της δημόσιας ζωής στον οποίο να μην είναι ανακόλουθοι με τις τερατώδεις υποσχέσεις που έδιναν ή που τα «έργα» τους να μην αναιρούν τα λόγια τους.
Τι να θυμηθεί και τι να ξεχάσει κανείς; Τα Μνημόνια που καταργούνται με ένα νόμο και ένα άρθρο; Τους αντιμνημονιακούς που μαζεύουν καλύτερα τα σκουπίδια; Τις αγορές που θα χορεύουν; Τις… σκοτεινές δυνάμεις που ήθελαν να εξαγοράσουν βουλευτές των ΑΝΕΛ; Τα παιδάκια που λιποθυμούσαν στα σχολεία; Τις ντιρεκτίβες του Ινστιτούτου Φλωρεντίας για να κλείσουν τα ενοχλητικά κανάλια; Τις περιβόητες «λίστες» με τους θησαυρούς στο εξωτερικό από τις οποίες θα είχαμε εισπράξεις μεγαλύτερες και από τη φαντασία του Σώρρα;
Eίναι ατελείωτος κατάλογος με τους ανούσιους βερμπαλισμούς, τις μπούρδες και τις σαχλαμάρες, που βαφτίζονταν «ευφυείς πολιτικές κινήσεις». Η καταγραφή τους θα χρειαζόταν, δίχως υπερβολή, τόμους ολόκληρους για να αποτυπωθεί στην ολότητά τους. Διότι και άλλοι πολιτικοί έχουν, αναμφίβολα, δώσει ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, πλην, όμως, τόσες ψευδαισθήσεις, αυταπάτες, φαντασιώσεις και ωμά ψέματα δεν έχει γνωρίσει η πολιτική ζωή όχι μόνον στη χώρα μας αλλά στον πλανήτη ολόκληρο.
Κατά έναν παράδοξο τρόπο, ωστόσο, αρκετοί συνέλληνες έδειχναν μαγεμένοι από το ψέμα και εμφανίζονταν εθισμένοι στην εξαπάτηση την οποία υφίσταντο μπροστά στα μάτια τους. Όσο πιο υπερβολικές υποσχέσεις έδιναν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ –τα πετρέλαια που θα μας ξεχρέωναν δια μας, οι αγωγοί με τα ρούβλια ή οι γερμανικές επανορθώσεις που θα μας έκαναν πλούσιους, αρκεί να τις ζητούσε κάποιος από τη Μέρκελ-, τόσο περισσότεροι πείθονταν ότι τα πράγματα ήταν εύκολα. Ότι δεν χρειαζόταν καμία προσπάθεια, ούτε αλλαγές ή μεταρρυθμίσεις, όπως ζητούσαν οι ξένοι και τα εγχώρια… «μίσθαρνα όργανά» τους.
Ακριβώς αυτές, όμως, οι θέσεις, οι απόψεις και, κυρίως, οι νοοτροπίες που οδήγησαν στην εκλογική εκτίναξη των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ενείχαν και τον σπόρο της καταστροφής τους. Ήταν, με άλλα λόγια, η «αχίλλειος πτέρνα», που άργησε μεν να αποκαλυφθεί, αλλά όταν ήρθε η ώρα της αποκάλυψης, το αποτέλεσμα δεν μπορούσε παρά να είναι… θανατηφόρο.
Ο συνδυασμός κυνικότητας και αλαζονείας που μέχρι πρότινος φαινόταν να τους περιβάλει με τον μανδύα του άτρωτου, μετατρέπεται πλέον σε απόλυτο μειονέκτημα. Και ίσως να μη χρειαζόταν η εκτατόμβη των θυμάτων για να γίνει κοινό κτήμα και στους πλέον «άπιστους Θωμάδες» που δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι εξαρχής είχαμε να κάνουμε με ένα άτακτο σώμα ανίκανων πολιτικάντηδων οι οποίοι δεν είχαν και δεν απέκτησαν ποτέ καμία εμπειρία διοίκησης. 
Εκείνο που περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο καθίσταται σαφές μετά τα τελευταία δραματικά γεγονότα είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας και οι συνεργάτες του αποτελούν θύματα του ίδιου του εαυτού τους. Θύματα της ευκολίας με την οποία ανέλαβαν την εξουσία. Είναι όπως οι νεόπλουτοι και κυρίως όσοι εξ αυτών πλούτισαν κερδίζοντας στο λαχείο που έχουν εμπεδωμένη αντίληψη ότι η εύνοια της τύχης -η «ρέντα», κατά το κοινώς λεγόμενο- θα είναι παντοτινή. Και γι΄ αυτό πιστεύουν ότι δεν χρειάζεται να κάνουν κάτι για να διαφυλάξουν τα κεκτημένα, παρά να συνεχίσουν να ρισκάρουν.
Επειδή, όμως, η τύχη δεν είναι αιώνια, υπάρχει ένα σημείο καμπής κατά το οποίο ακόμη και οι… 44χρονοι πρωθυπουργοί έρχονται αντιμέτωποι με την αμείλικτη πραγματικότητα. Εκεί βρισκόμαστε τώρα. Στη φάση που ο κ. Τσίπρας, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του… αιώνιο νικητή, δεν μπορεί να αντιληφθεί πόσο σωτήριο θα ήταν αν άλλαζε τακτική και έλεγε από την αρχή όλη την αλήθεια για όσα δραματικά συνέβησαν στην Ανατολική Αττική. Στη φάση που δεν καταλαβαίνει πόσο λάθος να είναι να υποτάσσονται τα πάντα στους επικοινωνιακούς ελιγμούς, όπως τον έπεισαν οι… Βερναρδάκηκες που τον ανακήρυξαν σε… εξπέρ παγκόσμιας εμβέλειας.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο –με τη δική του ή όχι συναίνεση, λίγη σημασία έχει- έγινε η άθλια απόπειρα συγκάλυψη της πραγματικότητας στο Μάτι. Το έχουν κάνει –επιτυχώς, είναι η αλήθεια- εκατοντάδες φορές ως τώρα. Μόνον που δεν μπορεί να το κάνουν για πάντα. Και, πάντως, όχι με άλλοθι τη «ρέντα». Ούτε, φυσικά, την ηλικία.    

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2018

Δεν είναι βιδωμένοι στις καρέκλες, είναι κολλημένοι!



«Αν όχι τώρα, πότε; Αν όχι εμείς, ποιοι;», ήταν ένα από τα αλήστου μνήμης συνθήματα που επιστράτευσε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 για να δείξει την αποφασιστικότητα με την οποία ήθελαν τα στελέχη του να διεκδικήσουν την εξουσία, την οποία, εν τέλει, κατέκτησαν. Και την κατέκτησαν μάλλον ευκολότερα από ό,τι και οι ίδιοι υπολόγιζαν, ίσως διότι οι προκάτοχοί τους στα αξιώματα ήταν εξοικειωμένοι με την εναλλαγή στις καρέκλες.
Η ευκολία, μάλιστα, με την οποία τους παραδόθηκεη πολυπόθητη, όπως δείχνει και το συγκεκριμένο σύνθημα, εξουσία πρέπει να είναι η βασική αιτία της άμετρης αλαζονείας με την οποία πολιτεύονται έκτοτε οι σημερινοί κυβερνώντες. Κάνουν και λένε τα πάντα, αλλά και τα αντίθετά τους, χωρίς να ενδιαφέρονται για τις συνέπειες ούτε των πράξεων ούτε των παραλείψεων τους.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, κυρίως από όσους άλλαξαν στρατόπεδο, εγκαταλείποντας τον ΣΥΡΙΖΑ και τα θέλγητρα της καρέκλας, δεν δείχνουν το παραμικρό ίχνος ευθιξίας –τσίπας, κατά το κοινώς λεγόμενο- όταν «συλλαμβάνονται» είτε να παρεκτρέπονται, παραβιάζοντας κανόνες, νόμους, αρχές ή αξίες, είτε να είναι παντελώς ανακόλουθοι με όσα υποστήριζαν στο πρόσφατο ή στο απώτερο παρελθόν.
Τα γεγονότα που συνθέτουν την τραγωδία με τις πυρκαγιές στην Ανατολική Αττική ήρθαν να επιβεβαιώσουν όλα όσα καταμαρτυρούν στους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τα τρία τελευταία χρόνια οι επικριτές της σημερινής κυβέρνησης για την απαράμιλλη λαγνεία με την οποία έχουν προσκολληθεί στην εξουσία. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι δεν ορρωδούν προ ουδενός.
Είναι, στην πραγματικότητα, διατεθειμένοι να πουν και να κάνουν ο,τιδήποτε για να αποφύγουν την ανάληψη των εγκληματικών ευθυνών με τις οποίες βαρύνονται. Επιχειρούν να κρύψουν την ανικανότητά τους πίσω από αστείες δικαιολογίες για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που δεν έχουν καμία σχέση με τις μοναδικές αστοχίες που έλαβαν χώρα στη Ραφήνα, στον Μαραθώνα και στο Μάτι όταν ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά.
Καθυβρίζουν ξεδιάντροπα τα μέσα ενημέρωσης που επιμένουν να παρουσιάζουν τα γεγονότα όπως είναι και όχι όπως τα επιθυμεί η κυβερνητική προπαγάνδα. Και δεν αντιμετωπίζουν καμία δυσκολία στο να καταφύγουν σε γελοίους ισχυρισμούς για υποτιθέμενες «ασύμμετρες απειλές» που στο παρελθόν οι ίδιοι καυτηρίαζαν με αυστηρότητα, ψέγοντας όσους τις επικαλούνται.
Αποτελούν, αναμφίβολα, «case study» τα όσα περιέλαμβανε η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ όταν μετά τις φονικές πυρκαγιές που είχαν εκδηλωθεί το 2007 στην Ηλεία η τότε κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή είχε επικαλεστεί τα ίδια που επικαλέστηκε ο Αλέξης Τσίπρας το πρώτο βράδυ μετά το ξέσπασμα  της πύρινης λαίλαπας στην Ανατολική Αττική.  
«Την ώρα που εκατοντάδες συμπολίτες μας δίνουν μάχη για τη ζωή τους αβοήθητοι, καλό θα ήταν οι κυβερνητικοί παράγοντες αντί να σχεδιάζουν την επικοινωνιακή άμυνα της κυβέρνησης ανακαλύπτοντας “ασύμμετρες απειλές” και αόρατους εχθρούς, να ασχολούνται με την αντιμετώπιση της καταστροφής», είχε υποστηρίξει το νυν κυβερνών κόμμα.
Και με καυστικό, ου μην αλλά και… προφητικό, τρόπο είχε συμπληρώσει: «Η μόνη προφανής ασυμμετρία αυτή τη στιγμή είναι η ανικανότητα της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τον εφιάλτη από τη μια και οι εξαιρετικές της επιδόσεις σε επικοινωνιακά ευρήματα από την άλλη».
Τούτων δοθέντων, είναι μάλλον αυταπάτη να περιμένει κανείς ότι θα μπορούσε να εκφραστεί, όπως συνήθως συμβαίνει σε άλλες χώρες, ευθιξία ώστε να αναληφθούν πολιτικές ευθύνες και να υποβληθούν παραιτήσεις, για την εκατόμβη ων ζωών που χάθηκαν τόσο άδικα στις πρόσφατες πυρκαγιές.
«Αν ψάχνετε άνθρωπο βιδωμένο στην καρέκλα, δεν θα τον βρείτε σε μένα», υποστήριξε σε μια συνέντευξή του ο υπουργός Νίκος Τόσκας που είναι ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές στο φιάσκο του συντονισμού των δυνάμεων πυρόσβεσης που κατέληξε στην πολύνεκρη τραγωδία.
Φοβούμενος, όμως, μήπως εκληφθεί η φράση του ως υπαινιγμός παραίτησης έσπευσε να… καλύψει τα νώτα του. «Είμαι υποχρεωμένος να παλέψω σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές, να σβήσουν και οι υπόλοιπες φωτιές», συνέχισε για να καταλήξει: «Αυτή η κυβέρνηση παλεύει σαν σύνολο για να αντιμετωπίσει τις δύσκολες καταστάσεις. Βιδωμένος στην καρέκλα δεν είναι κανένας μας, ούτε εγώ».
Έχει, μάλλον, δίκιο ο κ. Τόσκας, ο… ξεχωριστός αυτός πολιτικός που σύμφωνα με το επίσημο βιογραφικό του, που είναι ανηρτημένο στον ιστότοπο τη Βουλής, «συμμετείχε σε αντιστασιακή ομάδα πριν την είσοδό του στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1971» (sic!) και την ίδια χρονιά –με τη Χούντα ακόμη στην εξουσία- τον δέχθηκαν στις τάξεις των αξιωματικών του Στρατού στον οποίο έκανε ο ίδιος καριέρα.
Ούτε ο ίδιος, ούτε οι άλλοι συνάδελφοί μου στην κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι βιδωμένοι στις καρέκλες. Δεν είναι βιδωμένοι, γιατί αν ήταν θα μπορούσε να τους… ξεβιδώσει κάποιος. Είναι κολλημένοι, έτσι ώστε να μην μπορεί να τους αποσπάσει κανείς. Και εκεί θα μείνουν όσο τα καταφέρουν.
Ως τότε θα αγνοούν τα θύματα, τα αποκαΐδια και τις στάχτες που προκαλούν η παροιμιώδης ανικανότηταπου τους χαρακτηρίζει και συνοδεύεται από την πρωτοφανήστα παγκόσμια πολιτικά χρονικά δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων έλλειψη ευθιξίας.

Τρίτη 24 Ιουλίου 2018

Ασύμμετρη ανικανότητα!




Όσο ακραία και αν ήταν τα καιρικά φαινόμενα που ενέσκηψαν στην Αττική και προκάλεσαν την ανείπωτη τραγωδία με τους δεκάδες, μέχρι στιγμής, νεκρούς, ακόμη πιο ακραία είναι η ανικανότητα των ανθρώπων που μας κυβερνούν και στους οποίους ανήκει πρωτίστως η ευθύνη για να συντονίσουν τις προσπάθειες για τον περιορισμό των συνεπειών της πύρινης λαίλαπας τόσο για το φυσικό περιβάλλον όσο και για τις ανθρώπινες ζωές.
Μόνον και μόνον το θέαμα του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα να μπαίνει στο συντονιστικό κέντρο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας στο Χαλάνδρι και να προσπαθεί μπροστά στις κάμερες να επιβεβαιώσει τα σενάρια συνωμοσίας που λίγες ώρες πριν είχε ο ίδιος «ρίξει στην πιάτσα» από το Μόσταρ της Βοσνίας, δείχνει το μέγεθος της απύθμενης ελαφρότητας με την οποία χειρίζονται οι άνθρωποι αυτοί ακόμη και τις πιο σοβαρές υποθέσεις.
Αλλά και όταν από τους πυροσβέστες και τους άλλους ειδικούς σε θέματα πολιτικής προστασίας, «κάηκαν» οι συνωμοσιολογικές θεωρίες που πήγαν να καλλιεργηθούν στο σαθρό έδαφος των δήθεν πολλών ταυτόχρονων εστιών, επιστρατεύθηκε η θεωρία της «ασύμμετρης απειλής» στην οποία καταφεύγουν όλοι όσοι δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν τίποτε απολύτως από όσα προβλέπονται σε αυτές τις καταστάσεις τόσο για την πρόληψη όσο και για την καταστολή.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η «συνδρομή» του πρωθυπουργού στην όλη υπόθεση δεν ήταν παρά η παρουσία του μπροστά στο σόου της ανοικτής στις τηλεοπτικές κάμερες διυπουργικής συνεδρίασης, καθώς και οι δηλώσεις στις οποίες προέβη αμέσως, δηλώσεις οι οποίες δεν είχαν σχέση με την ήδη γνωστή δραματική κατάσταση που είχαν πληροφορηθεί όλοι όσοι παρακολουθούσαν τα καθυβριζόμενα από τους κυβερνώντες μέσα ενημέρωσης τα οποία στην πλειονότητά τους στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων.    
Το ακόμη πιο τραγικό, όμως, είναι ότι, ενώ βοούσε ο τόπος ότι είχε αρχίσει το μακάβριο έργο της περισυλλογής σορών από τα καμμένα, ο κ. Τσίπρας έκανε πως δεν ήξερε τίποτε για το φρικτό αποτέλεσμα που είχε ήδη συντελεστεί. Και, αντ΄ αυτού, επιδιδόταν σε… συστάσεις προς τους πολίτες από τις πληγείσες περιοχές να μην είναι –αν είναι δυνατόν!- παράτολμοι ώστε να προστατεύσουν τις ζωές τους.
Τον είχε ενημερώσει προφανώς ο ανεκδιήγητος αναπληρωτής υπουργός Υγείας που έπαιζε με το κινητό του στη διάρκεια της υποτιθέμενης σύσκεψης και ο οποίος δεν αποκλείεται εκείνη την ώρα να συνέχιζε το μοναδικό έργο που ξέρει και που δεν είναι άλλο από την ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σχολίων κατά των λειτουργών των μέσων ενημέρωσης επειδή προσπαθούσαν να επιβεβαιώσουν από το ΕΚΑΒ τις πληροφορίες που μιλούσαν για απώλειες ανθρώπινων ζωών.
Μετά ταύτα δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση που ο κ. Τσίπρας έφυγε, όπως ακριβώς είχε προσέλθει –«σινάμενος, κουνάμενος», όπως λέει ο λαός μας σε αυτές τις περιπτώσεις- από το Συντονιστικό της Πυροσβεστικής. Και χρειάστηκε να φθάσουμε στις 2 το πρωί για να βγει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και να αρχίσει, σχεδόν τραυλίζοντας, να παραδέχονται τα θύματα που πριν προσπαθούσαν –γιατί άραγε;- να κρύψουν όσο ήταν σε εξέλιξη η… πρωθυπουργικού επιπέδου επικοινωνιακή φιέστα.   
Όσο και αν δεν έχει έρθει ακόμη η ώρα του απολογισμού και του καταλογισμού των ευθυνών για την ανείπωτη τραγωδία, είναι μερικές σκέψεις που σίγουρα παίρνουν από το μυαλό όλων: περισσότερο ασύμμετρο και από τις ακραίες καιρικές συνθήκες ή το βολικό σε αυτές τις περιστάσεις άλλοθι της κλιματικής αλλαγές, είναι το φαινόμενο της πολιτικής ανικανότητας.
Όταν μάλιστα, η ασύμμετρη αυτή πολιτική ανικανότητα, την οποία βιώνουμε σε πολλούς τομείς, συναντάται με την ασύλληπτη συνωμοσιολογία και την δίχως όρια επικοινωνιακή διαχείριση των πάντων, τα αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την τραγωδία.
Διότι, όταν ο πρωθυπουργός μετέχει σε επιτελικές συσκέψεις μπροστά σε κάμερες, προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι «θύμα συνωμοσιών» –κατά την προσφιλή μέθοδο και άλλων προκατόχων του…- και κρύβει την ήδη γνωστή στους πολίτες πραγματικότητα, ποιός θα πάρει πάνω του την υπόθεση του συντονισμού για την ανακούφιση των πολιτών και την απομείωση των συνεπειών της τραγωδίας; 

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

Περιοδεύων θίασος σε διεθνή και εγχώρια τουρνέ



Οι δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Άμυνας Πάνου Καμμένου από την έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες ότι η Συμφωνία των Πρεσπών «δεν θα εφαρμοστεί ποτέ» επειδή ο ίδιος θεωρεί ότι «δεν θα περάσει από τη Βουλή της ΠΓΔΜ, ούτε από το δημοψήφισμα στη γειτονική χώρα», υπό άλλες συνθήκες θα προκαλούσαν σάλο. Στη συγκεκριμένη συγκυρία, όμως, δεν ήταν παρά ένα ακόμη επεισόδιο στον μακρόσυρτο πολιτικό τραγέλαφο τον οποίο ζούμε τα τελευταία χρόνια.
Την ώρα που ο επικεφαλής της κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, παρίστατο στη Σύνοδο Κορυφής της Ατλαντικής Συμμαχίας για να υπογραμμίσει την ιδιαίτερη σημασία που δίνει στη συμφωνία που συνομολόγησε με τον ομόλογό του στα Σκόπια Ζόραν Ζάεφ, ο παρακαθήμενος συγκυβερνήτης του δεν είχε καμία δυσκολία να ισχυριστεί τα ακριβώς αντίθετα από όσα εκείνος προωθούσε.
«Μπορεί να μαζεύουν προσκλήσεις και να φωτογραφίζονται, αλλά στο ΝΑΤΟ δεν πρόκειται να μπουν όσο χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδονία», διατεινόταν ο κ. Καμμένος. Και αυτό σε μια στιγμή που δημοσιοποιούνταν το προσχέδιο συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ με το οποίο χαιρετίζεται «η ιστορική συμφωνία μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων στο θέμα του ονόματος». Συμφωνία που όλοι, πλέον, αναγνωρίζουν ότι ανοίγει διάπλατα τον ευρωατλαντικό δρόμο των γειτόνων είτε με το νεοαποκτηθέν όνομα «Βόρεια Μακεδονία» είτε ως FYROM.
Με μια τόσο κακοστημένη παράσταση που έστησαν οι δύο κυβερνητικοί εταίροι για καθαρά μικροκομματικούς λόγους οι οποίοι σχετίζονται με την κατανομή ρόλων –ο καθένας να απευθύνεται στο εναπομείναν δικό του ακροατήριο- είναι απορίας άξιον πως μπορεί να αναμένουν ότι θα τους πάρει στα σοβαρά κάποιος από τους υπόλοιπους ηγέτες που μετέχουν στη Σύνοδο.
Μπροστά σε αυτό το αστείο και συνάμα θλιβερό θέαμα που όμοιο δεν πρέπει να έχει υπάρξει στα παγκόσμια πολιτικά χρονικά, καθώς ποτέ άλλοτε δύο πολιτικοί από την ίδια χώρα και την ίδια κυβέρνηση δεν έχουν εμφανιστεί σε ένα τόσο υψηλού επιπέδου διεθνές forum να υποστηρίζουν ο ένας τα ακριβώς αντίθετα από τον άλλο, δύσκολα θα πειστούν ξένοι αξιωματούχοι, όπως η καγκελάριος Μέρκελ, να ανταποκριθούν στο αίτημα της ελληνικής πλευράς για άσκηση πίεσης προς την Άγκυρα ώστε να απελευθερωθούν οι δύο στρατιωτικοί μας που εξακολουθούν να κρατούνται παράνομα στην Αδριανούπολη.
Πριν από περίπου τρεις μήνες, εξάλλου, ανακοινωνόταν πομπωδώς το αίτημα για μεσολάβηση στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που είχε απευθύνει τηλεφωνικώς ο κ. Τσίπρας στον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, αίτημα το οποίο, παρά τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν, δεν έφερε αποτέλεσμα γιατί ο νέο-Σουλτάνος της Άγκυρας επικαλέστηκε τις απερίσκεπτες υποσχέσεις του Έλληνα πρωθυπουργού για παράδοση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών οι οποίοι κατέφυγαν στη χώρα μας μετά το αμφιλεγόμενο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016.
Μέχρι προχθές, άλλωστε, η κυβέρνηση «κρατούσε μούτρα» στον Τούρκο Πρόεδρο και ο Έλληνας πρωθυπουργός επί σχεδόν τέσσερις μήνες δεν σήκωνε το τηλέφωνο να μιλήσει μαζί του. Και όχι μόνον αυτό. Χρησιμοποίησε το βήμα της γενικής συνέλευσης του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος για να επιτεθεί στην πρώην υπουργό Ντόρα Μπακογιάννη επειδή πήγε στην τελετή ορκωμοσίας του Τούρκου Προέδρου, ισχυριζόμενος ότι «η επίλυση των διαφορών μας με την Τουρκία δεν χρειάζεται κανέναν αυτόκλητο καλοθελητή» και «ούτε συμβάλλει σε τίποτα η παρουσία Ελλήνων πολιτικών σε φιέστες στην Άγκυρα».
Αίφνης, όμως, μια μέρα μετά το υβρεολόγιο κατά της Μπακογιάννη, που κλιμακώθηκε με non paper από τα υπόγεια του Μαξίμου, γινόταν γνωστό ότι επίκεται συνάντηση Τσίπρα - Ερντογάν στις Βρυξέλλες, δείγμα ότι «τα μούτρα» στον Τούρκο ξεχάστηκαν επειδή προφανώς διεφάνη ο κίνδυνος ότι μπορούσε να κλέψει κάποιος άλλος τη δόξα της απελευθέρωσης των δύο Ελλήνων κρατούμενων. Διότι, όπως όλα δείχνουν, το θέμα δεν είναι η απελευθέρωσή τους –αν ήταν θα ζητούσαν από την πρώην υπουργό να κάνει κι εκείνη ό,τι μπορεί- αλλά ποιος θα καρπωθεί το (μικρο-)κομματικό όφελος.
Και ενώ τα πρώτα ονόματα του κυβερνητικού θιάσου έδιναν την αλλοπρόσαλλη παράσταση των Βρυξελλών, με τον έναν να εκθειάζει και τον άλλο να καταδικάζει τη συμφωνία των Πρεσπών, το εγχώριο φιλοθεάμον κοινό δεν… έμενε παραπονεμένο. Την ίδια ώρα ένα άλλο «μπουλούκι», προερχόμενο από τον ίδιο θίασο και εκτελώντας εντολές του θιασάρχη που μετείχε στη διεθνή τουρνέ, ανέβαζε στο θέατρο της Βουλής ένα ακόμη πιο κακοπαιγμένο έργο. Ένα έργο το οποίο αφορούσε εν γένει τις εκλογές που φαίνεται ότι έχουν γίνει ο εφιάλτης των κυβερνώντων.
Για πρώτη φορά στα κοινοβουλευτικά χρονικά -δεν θα αφήσει κανένα ρεκόρ για ρεκόρ που να μην καταρρίψει το συνονθύλευμα που παριστάνει τη κυβέρνηση- υποβλήθηκε τροπολογία με την οποία αναιρείται κεντρική ρύθμιση ενός από τα πιο πολυδιαφημισμένα νομοσχέδια της τελευταίας περιόδου. Διότι αυτό ακριβώς γίνεται με την τροπολογία που επαναφέρει τη χρονική σύμπτωση των ευρωεκλογών με τις αυτοδιοικητικές κάλπες και που το νομοσχέδιο του υπουργού Εσωτερικών Π. Σκουρλέτη στο οποίο ενσωματώνεται όριζε το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή την αποσύνδεση.
Τι έκανε ο κ. Σκουρλέτης που από πρωταγωνιστής βρέθηκε κομπάρσος αποδεχόμενος βουλευτική τροπολογία που τον «άδειαζε»; Ό,τι ακριβώς είχε κάνει όταν ως υπουργός Εργασίας ανακοίνωνε την κατάθεση νομοσχεδίου που ανέβαζε τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ. Και ό,τι έπραξε όταν ως υπουργός Ενέργειας διέψευδε την πώληση μονάδων της ΔΕΗ κάνοντας λόγο για «μπίζνες» χωρίς αυτό να τον εμποδίσει να δώσει αργότερα θετική ψήφο.
Εξάλλου, τόσο ο κ. Σκουρλέτης όσο και οι περισσότεροι που συμμετέχουν στον κυβερνητικό θίασο, ρόλους υποδύονται. Αλλιώς δεν εξηγείται ότι έχουν ξεπεράσει κάθε όριο αμοραλισμού, κάνοντας σχεδόν σε όλα τα θέματα τα ακριβώς αντίθετα από όσα έλεγαν. Είτε παλαιότερα, είτε τώρα.