Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

Η προβιά του πολιτικού που «δεν ξέρει να χάνει»


Ο…. σοσιαλδημοκρατικός οίστρος με τον οποίο φαίνεται να επέστρεψε ο Αλέξης Τσίπρας από το πρόσφατο ταξίδι του στο Βερολίνο, όπου πήγε για να μιλήσει για το «καθαρό μυαλό» του στους άλλοτε… επάρατους SPDέδες, τους οποίους όλα τα προηγούμενα χρόνια καταχέριαζε από τις συγκεντρώσεις των Die Linke, διήρκεσε όσο και η πρωτολογία του στη συζήτηση στη Βουλή για τη συνταγματική αναθεώρηση.  
Μόλις αντελήφθη ότι όχι μόνον δεν του πήγαινε η «προβιά» του συναινετικού που αίφνης φόρεσε και κυρίως μόλις έγινε σαφές ότι κανέναν δεν κατάφερε να ξεγελάσει με αυτή τη μεταμόρφωσή του, αποκαλύφθηκε βγάζοντας από μέσα του τον καταπιεσμένο αριστερό που, όπως θα έλεγε κι ο ίδιος, «δεν ξέρει να χάνει».
Μπορεί η φράση αυτή να του αποδίδεται για τον υποψήφιο δήμαρχο Αθηναίων που θέλει –αλλά δεν μπορεί ακόμη- να βρει για λογαριασμό του ΣΥΡΙΖΑ, στην πραγματικότητα, όμως, είναι αποκαλυπτική της νοοτροπίας ενός αμοραλιστή πολιτικού που δεν μπορεί να τηρήσει ούτε τους στοιχειώδεις κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού.
Και το έδειξε όταν, προκειμένου να αποποιηθεί τον πρόσκαιρα συναινετικό εαυτό του, δεν δίστασε να κάνει -με την ανοχή του Προέδρου της Βουλής- λάστιχο τον Κανονισμό των κοινοβουλευτικών διαδικασιών ώστε να έχει τον τελευταίο λόγο και να λοιδορεί τους αντιπάλους του στερώντας τους το δικαίωμα της ανταπάντησης.
Έτσι, αφού σε συνεννόηση με το Προεδρείο έστησε το παιχνίδι για να παγιδεύσει τους άλλους αρχηγούς, ξεκίνησε με μελίρρυτες αναφορές που δεν πίστευε κανείς ότι εκστόμιζε ο πολιτικός που χρόνια τώρα πολιτεύεται με το δόγμα «ή εμείς ή αυτοί, ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», «ξεμπερδεύουμε με το παλιό» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια.   
«Είναι ώρα το ελληνικό Κοινοβούλιο να πάρει ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες, να υπερβεί μικροπολιτικές σκοπιμότητες και τακτικισμούς, για να δώσει απαντήσεις που δεν αφορούν στο σήμερα, αλλά στο αύριο», είπε ο πολιτικός που έχει ανεβάσει τη μικροπολιτική σκοπιμότητα σε ανυπέρβλητα ύψη.
«Να αρθεί στο ύψος των προσδοκιών και των απαιτήσεων των πολιτών και να αναζητήσει συναινέσεις εκεί όπου αυτές είναι εφικτό να αναζητηθούν», συμπλήρωσε ο αρχηγός ο οποίος έχει μετατρέψει σε καθημερινή πραγματικότητα τον διχασμό και τη μισαλλοδοξία, όπως μαρτυρούν τα υβριστικά non paper που εκδίδονται σωρηδόν από το πρωθυπουργικό γραφείο όταν δεν προλαβαίνει να υβρίσει μέσα από τα social media το alter ego του που ακούει στο όνομα Παύλος Πολάκης.
Ανομολόγητος στόχος του ήταν να… πιάσει στον ύπνο τους άλλους αρχηγούς οι οποίοι, αν έπεφταν στην παγίδα το και ακολουθούσαν σε αυτό τον σκοπό, θα τον έβλεπαν να τους την «πέφτει» στη δευτερολογία που σκόπευε να κάνει μόνον εκείνος, αποκλείοντας όλους τους άλλους. Ναι, όσο και αν μοιάζει τόσο απίστευτα μικροπρεπές, αυτό ήταν το σχέδιο του… μεγάλου ηγέτη που τον έχει πείσει ο περίγυρος του ότι «έχει το πάνω χέρι» στη Βουλή.
Η εποχή, ωστόσο, που ο κ. Τσίπρας μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει με το θράσος του παλαιού καταληψία φαίνεται ότι έχει παρέλθει, μάλλον ανεπιστρεπτί. Γιατί τα κόμματα της αντιπολίτευσης και πρωτίστως η ΝΔ διαμήνυσαν στο προεδρείο της Βουλής ότι δεν θα ανεχτούν το… στήσιμο που επιχειρήθηκε και διεκδίκησαν κι εκείνοι το δικαίωμα στον αντίλογο που ήθελε να τους στερήσει ο κ. Τσίπρας.
Γι΄ αυτό και ήδη από τις πρωτολογίες τους, ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ούτε η Φώφη Γεννηματά, του χαρίστηκαν. Τον αντιμετώπισαν στα ίσα, δείχνοντάς του ότι δεν εμπιστεύονται τίποτε από όλα όσα λέει. Και τον υποχρέωσαν να πετάξει τη μάσκα του συναινετικού στη δευτερολογία και να αποκαλυφθεί με τις προκάτ επιθέσεις που είχε στις σημειώσεις του.
Διότι προκάτ ήταν ο χαρακτηρισμός «πρόεδρος του Εδεσσαϊκού» που απέδωσε στον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας. Προκάτ ήταν και η… απειλή που εκτόξευσε κατά της προέδρου του Κινήματος Αλλαγής ότι «αν συνεχίσετε έτσι, θα είναι ο ελληνικός λαός που θα σας δώσει απόφαση για μόνιμη έξωση από το πολιτικό στερέωμα».
Όπως στη ζωή, έτσι και στην πολιτική, εκείνο που ανυψώνει τους ανθρώπους και τους καθιστά άξιους δεν είναι αποκλειστικά και μόνον οι νίκες. Είναι και οι ήττες. Και πρωτίστως η διαχείρισή τους. Να ξέρει, δηλαδή, κανείς να χάνει. Και να χάνει με αξιοπρέπεια. Αργά ή γρήγορα –μάλλον το δεύτερο- θα χάσει και ο κ. Τσίπρας. Όπως έχασαν κάποια στιγμή και άλλοι πολύ πιο σπουδαίοι πολιτικοί από εκείνον.
Τότε ίσως αντιληφθεί και το ουσιαστικό και βαθύ νόημα της φράσης «η Ιστορία δεν γράφεται από τους περιστασιακούς ένοικους της εκτελεστικής εξουσίας» την οποία χρησιμοποίησε ο Κώστας Σημίτης για να αποκρούσει την εις βάρος του συκοφαντία που ενορχήστρωσαν οι διάφοροι «Ρασπούτιν» που είχαν θρονιαστεί πίσω από τον κ. Τσίπρα.
Φράση την οποία ο σημερινός πρωθυπουργός προσπάθησε να διαστρέψει, πιθανότατα επειδή η οίηση της εξουσίας που τον διακατέχει δεν του επιτρέπει να αντιληφθεί ότι τα αξιώματα έρχονται και παρέρχονται. Και ότι μόνον η αξιοπρέπεια και η αποτελεσματικότητα είναι εκείνα που μένουν στην Ιστορία.

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

Ανιστόρητες… ιστορικότητες και άλλες ιστορίες θεομπαιξίας



Μόνον παντελώς ανιστόρητοι τύποι θα μπορούσαν να κάνουν τόσο προκλητική κατάχρηση της έννοιας της ιστορικότητας. Όποιο πυροτέχνημα και να εξαπολύσουν, όποιον επικοινωνιακό αντιπερισπασμό και αν επιστρατεύσουν, σπεύδουν, πριν καν ανακοινώσουν το περιεχόμενό του, να τον βαφτίσουν «ιστορική συμφωνία».
Από πού να ξεκινήσει κάποιος; Από την διαβόητη 17ωρη «υπερήφανη διαπραγμάτευση» του 2015 που κατέληξε στην «ιστορική συμφωνία» του τρίτου και βαρύτερου Μνημονίου που ήταν στον αντίποδα από εκείνο που είχε κληθεί να ψηφίσει ο ελληνικός λαός και παρέδωσε ενέχυρο στους δανειστές όλη τη δημόσια περιουσία;
Και που να σταματήσει κανείς; Στην «ιστορική» φιέστα της γραβάτας στο Ζάπειο για να γιορταστεί η «καθαρή έξοδος» που ακόμη δεν βρέθηκε; Ή στην «ιστορική» Συμφωνία των Πρεσπών την οποία σαν καλά και υπάκουα  παιδιά υπέγραψαν, προσμένοντας ανταλλάγματα και αγνοώντας προκλητικά τη βούληση της πλειονότητας των Ελλήνων;
Γι΄ αυτό και μάλλον δεν πρέπει να προκάλεσε ιδιαίτερη έκπληξη όταν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, προτού καν διαβάσει το κοινό ανακοινωθέν που είχε λίγο πριν συνομολογήσει με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, έσπευσε να προσδώσει… ιστορικές διαστάσεις σε μια αμφιβόλου σημασίας συμφωνία με την Εκκλησία, με την οποία όχι μόνον δεν επέρχεται ο πολυθρύλητος διαχωρισμός από το Κράτος, αλλά οι μεταξύ τους σχέσεις μάλλον διαπλέκονται έτι περαιτέρω.
Κι, όμως, ο κ. Τσίπρας με τον μοναδικό βερμπαλισμό που τον χαρακτηρίζει, ξεκίνησε τις δηλώσεις του από το Μέγαρο Μαξίμου, ισχυριζόμενος τα εξής: «Σήμερα είμαι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσω ότι μετά από έναν πολυετή αλλά και ειλικρινή διάλογο με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και την Εκκλησία της Ελλάδας βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πλαίσιο, θα έλεγα, Συμφωνίας. Αλλά, μία Συμφωνία την οποία θα μου επιτρέψετε να χαρακτηρίσω ιστορικού χαρακτήρα…».
Η συνέχεια, βέβαια, των δηλώσεων του κάθε άλλο παρά επίγνωση ιστορικότητας μαρτυρούσε. Και, όπως αποδείχθηκε, εξάλλου, την επομένη από τις διευκρινήσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου όλα όσα είπε ο κ. Τσίπρας δεν ήταν παρά ένα πρόχειρο περιτύλιγμα για να δικαιολογηθούν προεκλογικού χαρακτήρα εξαγγελίες περί νέων προσλήψεων στο Δημόσιο.
Με άλλα λόγια, το σκηνικό που στήθηκε στο πρωθυπουργικό γραφείο ήταν μόνο και μόνο για να ανακοινωθεί πομπωδώς ότι «οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών». Ενώ αμέσως μετά γνωστοποιήθηκε ότι «το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου».
Δεν πέρασαν, άλλωστε, λίγες ώρες και αυτό το οποίο αρκετοί, εν είδει πλάκας, υποστήριζαν στο Διαδίκτυο, ότι, δηλαδή, όλο αυτό έγινε για να… ανοίξουν θέσεις στο Δημόσιο, αποδείχθηκε ότι μόνον πλάκα δεν ήταν. «Πράγματι με τη συμφωνία αυτή απελευθερώνονται 10.000 θέσεις δημοσίων υπαλλήλων», πανηγύρισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος που αποφάσισε να κάνει εκτάκτως «ενημέρωση» των πολιτικών συντακτών για να προπαγανδίσει την «ιστορική πρωτοβουλία».
Και ως να ανακοίνωνε κέρδη από λαχειοφόρο κλήρωση, ο κ. Τζανακόπουλος συμπλήρωνε: «Διότι, ξέρετε ότι οι κληρικοί αν και δεν είναι ακριβώς δημόσιοι υπάλληλοι, είναι οιονεί δημόσιοι υπάλληλοι, καταμετρώνται στο δυναμικό των δημοσίων υπαλλήλων. Και ακριβώς, επειδή έχουμε καταφέρει να καταλήξουμε σε μια συμφωνία με τους θεσμούς, πριν από τη λήξη του μνημονίου που προβλέπει το ένα προς ένα στο δημόσιο, αυτό μας δίνει τη δυνατότητα στα επόμενα χρόνια να συμπληρώσουμε αυτές τις θέσεις με προσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων…».
Μιλάμε για τεράστια διαπραγματευτική επιτυχία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, οι οποίοι θεωρούν ότι θα μπερδέψουν τους… κουτόφραγκους τους «τροϊκανούς», οι οποίοι, αφού θα δουν ότι οι ιερωμένοι δεν θα πληρώνονται από την Αρχή Πληρωμών, θα χάσουν το… μέτρημα και θα αφήσουν την παρέα του Δημήτρη Τζανακόπουλου και της Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου να προσλάβουν όσους περισσότερους μπορέσουν.
Το ότι για να προσληφθούν όλοι αυτοί στις 10.000 θέσεις που «απελευθερώνονται», θα κληθούν οι ήδη υπέρμετρα φορολογούμενοι Έλληνες πολίτες να επιβαρυνθούν με επιπλέον τουλάχιστον 200 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, είναι κάτι που μάλλον ούτε που…. πέρασε από το μυαλό του Αλέξη Τσίπρα και του Δημήτρη Τζανακόπουλου. Το θέμα τους είναι οι προσδοκίες που θα πουλήσουν σε μια εποχή υψηλής ανεργίας, μπας και «τσιμπήσουν» κάποιοι και τους ψηφίσουν στις επόμενες εκλογές που φαίνεται ότι είναι το μόνο τους μέλημα.
Δεν είναι άλλωστε, παράδοξο που από τη μια καλούσαν τα κόμματα να συμφωνήσουν μαζί τους, από την άλλη απέδιδαν εξαλλοσύνη σε όποιον έθετε ερωτήματα για ένα πυροτέχνημα που ήταν σαφές ότι στήθηκε στο πόδι μήπως και καλυφθεί μια ακόμη αριστοτεχνική κωλοτούμπα από τους πιο διάσημους… θεομπαίχτες που έχει γνωρίσει τούτος ο τόπος.
Μιλάμε για τους θεομπαίχτες οι οποίοι μέχρι πρόσφατα διατυμπάνιζαν θέσεις για χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας και τώρα κάνουν το κάθετι για ακόμη μεγαλύτερο σφιχταγκάλιασμα. Με αποκορύφωμα την κοινή εταιρία για τη διαχείριση της αμφισβητούμενης εκκλησιαστικής περιουσίας που ναι μεν συστάθηκε επί της προηγούμενης κυβέρνησης και μένει εδώ και πέντε χρόνια στα χαρτιά, κυρίως απειδή την πολέμησε ο ΣΥΡΙΖΑ, πλην, όμως, τώρα οι νυν κυβερνώντες την εμφανίζουν ως δήθεν καινούργια –«ιστορική», πάντα- πρωτοβουλία.
«Η ελληνική κυβέρνηση (sic!) καλεί όλες τις πολιτικές δυνάμεις να υποστηρίξουν αυτή την ιστορική πρωτοβουλία που διευθετεί μια από τις πιο περίπλοκες νομικές και πραγματικές εκκρεμότητες, ίσως την πιο περίπλοκη, στην ιστορία του ελληνικού κράτους», είπε αυτολεξεί o εκπρόσωπος της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Και με τη γνωστή θρασύτατη αμετροέπεια που διακρίνει όλες τις κυβερνητικές διακηρύξεις, συμπλήρωσε αμέσως μετά: «Γι αυτόν ακριβώς το λόγο είναι απολύτως εκτός λογικής και πλήρως πολιτικά ανεύθυνο, να οδηγούνται κάποιες πολιτικές δυνάμεις σε διαστρεβλώσεις και εξαλλοσύνες, που δεν συνάδουν με τη βαρύτητα, τη σοβαρότητα και την ιστορικότητα της συμφωνίας αυτής».
Τι του λες μετά από αυτό; Μάλλον τίποτε περισσότερο από ένα «ουαί υμίν γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές»!

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Συνταγματική αναθεώρηση τώρα; Όχι, ευχαριστώ!



Με τόσο αμοραλισμό και ιδεοληψία που έχει διοχετευθεί στο κοινωνικό σώμα την τελευταία τετραετία και με τέτοια εξαπάτηση και κοροϊδία που υφίστανται όλο αυτό το διάστημα οι πολίτες είναι προφανές ότι δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται η κυβέρνηση τη μείζονα θεσμική διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης.
Μια κατ΄ εξοχήν συναινετική διαδικασία, αφού για να αλλάξει το Σύνταγμα απαιτούνται συμπτώσεις και συγκλίσεις από ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις και μάλιστα σε δύο διαφορετικές κοινοβουλευτικές περιόδους, έρχεται στο προσκήνιο με το γνωστό μοντέλο της διχόνοιας που ακολουθείται σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου.
Η εκκίνηση έγινε με φιέστα η οποία στήθηκε προ διετίας στο προαύλιο της Βουλής για να ακολουθήσει «τουρνέ» των κυβερνητικών προτάσεων ανά την ελληνική επικράτεια που είναι αμφίβολο αν συγκίνησαν έστω και έναν απλό πολίτη, πέραν των εξ επαγγέλματος και επ΄ αμοιβή εμπλεκομένων σε αυτή τη διαδικασία.  
Το ζήτημα επανέρχεται τώρα στη Βουλή, εκεί που από την αρχή έπρεπε να μείνει, ακολουθώντας όλες τις προβλεπόμενες διαδικασίες διαβούλευσης. Και το πιο αποκαρδιωτικό είναι ότι επανέρχεται μέσα στο ίδιο διχαστικό μοτίβο. Ένα μοτίβο που μόνον εθελοτυφλούντες δεν βλέπουν σε αυτό τη σταθερή και επίμονη επιδίωξη του Μεγάρου Μαξίμου να εκτεθεί η αντιπολίτευση και να βρεθεί ο κοινός τόπος για να καταστεί εφικτή η αναθεώρηση και να προχωρήσουν οι συνταγματικές αλλαγές που η κοινωνία θεωρεί ώριμες.
Παρότι είναι σαφές ότι η κυβέρνηση βρίσκεται πλέον σε προφανή δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση, όπως όριζε η παλαιά συνταγματική πρόνοια που έδινε το δικαίωμα στον ανώτατο άρχοντα να διαλύει τη Βουλή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι διατεθειμένος να αλλάξει ούτε τη στρατηγική ούτε την τακτική που ακολουθεί τόσα χρόνια. Γι΄ αυτό και ως την τελευταία ώρα που θα υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την εξουσία θα επιμένει να κατασκευάζει αιτίες για αντιπαράθεση και να αναζητεί αφορμές για σύγκρουση.
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος εκστόμισε τον πιο βαρύγδουπο βερμπαλισμό που έχει ακουστεί ποτέ σε προγραμματικές δηλώσεις κυβέρνησης, λέγοντας «είμαστε κάθε λέξη από το Σύνταγμα αυτής της χώρας και αυτό θα υπηρετήσουμε μέχρι τέλους», έχει εργαλειοποιήσει όσο κανένας άλλος προκάτοχός του τον καταστατικό χάρτη της ελληνικής Πολιτείας. Φθάνοντας, μάλιστα, μέχρι του σημείου να τον χρησιμοποιεί ως… φόβητρο κατά των αντιπάλων του.
Δεν είναι τυχαία, άλλωστε, η αστεία κριτική την οποία ασκούν οι κυβερνώντες προς την αντιπολίτευση, εκτοξεύοντας τάχατες απειλές για την αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών που υποτίθεται ότι φοβίζει τους πολιτικούς αντιπάλους των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Στην πραγματικότητα, όμως, αν υπάρχει κάποιος που πρέπει να φοβάται από την αλλαγή του περιώνυμου άρθρου 86 του Συντάγματος δεν είναι ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τη Φώφη Γεννηματά, ούτε κανένα άλλο στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που σε τίποτε δεν τους αφορά το θέμα, τουλάχιστον όσο δεν έχουν την ευθύνη για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Οι μόνοι που πρέπει να φοβούνται είναι οι σημερινοί υπουργοί οι οποίοι μπορεί να ελπίζουν ότι θα προστατευθούν και δεν θα διωχθούν από την επόμενη Βουλή με βάση την ισχύουσα  νομοθεσία περί ποινικής ευθύνης των μελών του υπουργικού συμβουλίου, επειδή τα τυχόν αδικήματά τους, π.χ. για τα τέρατα και σημεία του πρώτου εξαμήνου του 2015, θα θεωρηθούν παραγεγραμμένα.
Όπως και να έχει, όμως, η αναθεώρηση του άρθρου 86, στην οποία όλες οι πολιτικές δυνάμεις δηλώνουν σύμφωνες και που για προπαγανδιστικούς λόγους εμφανίζεται ως πανάκεια για τη διαφάνεια, μόνον τέτοια δεν είναι. Άλλωστε, όταν προέκυψαν στοιχεία η Δικαιοσύνη ουδόλως εμποδίστηκε από το εν λόγω άρθρο είτε να καταδικάσει τον Άκη Τσοχατζόπουλο είτε, μόλις πρόσφατα, να προφυλακίσει τον Γιάννο Παπαντωνίου.
Ούτε παραγραφές ίσχυσαν, ούτε ατιμωρησία εξασφαλίστηκε. Και αυτό καλό είναι να το ξέρουν ορισμένοι από τους σημερινούς υπουργούς που –για να το διατυπώσουμε όσο πιο κομψά γίνεται- επιτρέπουν να χρησιμοποιείται το δημόσιο χρήμα ως να είναι λάφυρο που τους παραδόθηκε μαζί με τη διακυβέρνηση.
Με αυτά και με πολλά άλλα, όπως οι επιστολές που εστάλησαν σε ανύπαρκτους αρχηγούς ανύπαρκτων κομμάτων ή ακόμη και η διατύπωση ψευδεπίγραφων προτάσεων για αναθεώρηση διατάξεων ώστε δήθεν να προστατεύονται δημόσια αγαθά, όπως το νερό και το ηλεκτρικό, που επί των ημερών των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ιδιωτικοποιούνται με επιμονή μεγαλύτερη από κάθε προηγούμενη κυβέρνηση, εύκολα οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα ότι οι συνθήκες δεν είναι ώριμες για να γίνει μια ουσιαστική και απροσχημάτιστη αναθεώρηση που να αντιστοιχεί στις ανάγκες της εποχής.
Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί τον βαρύνοντα λόγο στην αναθεωρητική διαδικασία να τον έχει το κόμμα που απέρχεται από την εξουσία και θέλει να μπλοκάρει ακόμη και αλλαγές με τις οποίες είναι σύμφωνη η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών που έπαθε και έμαθε από τις λαϊκίστικες προσεγγίσεις και τις απατηλές υποσχέσεις των τελευταίων χρόνων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν έχουν άλλη επιλογή από το να απορρίψουν την ΣΥΡΙΖΑϊκής εμπνεύσεως  συνταγματική αναθεώρηση, διακηρύσσοντας σε όλους τους τόνους ότι δεν συναινούν στο διχαστικό πνεύμα που θέλει να αφήσει πίσω της, καθώς θα απέρχεται, η σημερινή εξουσία.     
Η απόρριψη, ωστόσο, δεν είναι υποχρεωτικό να γίνει δια της αποχής. Μπορεί να γίνει εξίσου αν όχι ακόμη πιο αποτελεσματικά και δια της συμμετοχής. Ο ρόλος των υπεύθυνων πολιτικών δυνάμεων, που ενδιαφέρονται ειλικρινά για το αύριο της χώρας, είναι να μπουν στη συζήτηση, με τον επιπλέον στόχο να αποκαλύψουν τα προσχήματα. Και όταν έρθει, αν έρθει, η ώρα της ψηφοφορίας μπορούν να αποφασίσουν την αποχή για να εμποδίσουν μια «κολοβή» αναθεώρηση που θα μεταθέτει για σχεδόν μια δεκαετία τις ώριμες αλλαγές.
            Έτσι θα αφήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ να πορευτεί απερίσπαστος στον… δρόμο της προόδου που έχει επιλέξει με τους παλαιούς και νέους του συμμάχους: τον Πάνο Καμμένο, τον Νίκο Νικολόπουλο, την Κατερίνα Παπακώστα και άλλους «πρόθυμους» που τυχόν θα βρεθούν.

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Μνημόσυνα με ξένα κόλλυβα και άλλα προεκλογικά «φούμαρα»



Μόνο σε μια χώρα, η οποία έχει λύσει όλα τα προβλήματά της ή απλώς κυβερνάται από αργόσχολους, θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν τελετές και παράτες που στήνονται άνευ λόγου και αιτίας, όπως αυτές που παρακολουθούμε τις τελευταίες μέρεςμε τον περιβόητο «Φάκελο της Κύπρου» και αφήνουν έκθαμβους όσους, τουλάχιστον, εξ ημών έχουμε μια σχετική (επί)γνωση των πραγμάτων.
Μέχρι φωτογραφίες –με δικά μας προφανώς έξοδα- μοίρασε το Μέγαρο Μαξίμου για να εορταστεί το… κοσμοϊστορικό γεγονός που δεν ήταν άλλο «από τη συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο της Βουλής για την παράδοση των εκδόσεων Φάκελος Κύπρου», όπως μας πληροφορεί η ανακοίνωση που συνοδεύει τα ενσταντανέ με τους τέσσερις τόμους που είναι απλωμένοι πάνω στο τραπέζι του πρωθυπουργικού γραφείου και δείχνουν τον Αλέξη Τσίπρα να παρακολουθεί βλοσυρά τον Νίκο Βούτση.
Προσωπικά δεν μπορώ να κρύψω την πολύ μεγάλη περιέργεια που με διακατέχει για να μάθω τι ακριβώς έλεγαν οι δυο τους. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να πληροφορηθώ αν ήταν επίσημη «γραμμή» ή προϊόν απλής αδαοσύνης τα όσα διέδιδαν εκ των προτέρων κάποια αμειβόμενα από το κυβερνητικό «Πρυτανείο» τρολ του διαδικτύου.
«Ακόμα και τον Φάκελο της Κύπρου, αυτή η κυβέρνηση τον φέρνει στο φως... Αύριο το μεσημέρι, μετά από δεκαετίες σιωπής, ο Πρόεδρος της Βουλής θα παραδώσει στον Πρωθυπουργό τους πρώτους τέσσερις τόμους από 600 σελίδες, του Φακέλου της Κύπρου», έγραψε αυτολεξεί εις εξ αυτών στην πανηγυρική ανάρτησή του, η οποία συνέχιζε ως εξής: «Μετά την παράδοση στον ΠτΔ, στον ΠΘ, τους πολιτικούς αρχηγούς κ.ά., θα αναρτηθούν σε κοινή θέα. Συνολικά θα είναι 30 τόμοι και δεν θα λείπει ούτε μια λέξη από όλο το υλικό που είχε μαζευτεί από το 1986, από την εξεταστική επιτροπή, πλην όμως δεν υπήρξε ποτέ πόρισμα της Βουλής...».
Η αλήθεια, όμως, είναι εντελώς διαφορετική. Τόσο διαφορετική που δεν δικαιολογεί κανέναν πανηγυρισμό. Διότι, όποιος προστρέξει στην ιστοσελίδα της Βουλής, όπου ξεκίνησαν οι αναρτήσεις, θα αντιληφθεί ότι όλα αυτά δεν είναι παρά fakenews. Ή, αλλιώς, ένα προπέτασμα καπνού με το οποίο επιχειρείται να μυθοποιηθεί έτι περαιτέρω μια πολύ απλή υπόθεση όπως είναι το –κατά τα άλλα σοβαρό- έργο της προ τριακονταετίας διερεύνησης των τραγικών γεγονότων της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.
Στον πρώτο κιόλας τόμο, άλλωστε, βρίσκει κανείς τα –κατά τους προπαγανδιστές ανύπαρκτα- πορίσματα της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων και της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κύπρου, τα οποία ήταν από την πρώτη στιγμή δημοσιευμένα και προσβάσιμα στους πάντες.
Αυτό που στην πραγματικότητα θα γίνει τώρα δεν είναι τίποτε περισσότερο από τη δημοσιοποίηση ολόκληρων των καταθέσεων που έδωσαν οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές της τραγωδίας οι οποίοι παρέλασαν από την Εξεταστική Επιτροπή που άρχισε να λειτουργεί το καλοκαίρι του 1986 και ολοκλήρωσε τις εργασίες της σχεδόν τρία χρόνια αργότερα με ένα πόρισμα στο οποίο κάθε κόμμα είχε καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα.
Είχα, ας μου επιτραπεί η περιαυτολογία, την τύχη να παρακολουθήσω ως νεαρός συντάκτης από κοντά τις εργασίες εκείνης της Επιτροπής και να συνομιλήσω για λίγο ή περισσότερο με αρκετούς από όσους κλήθηκαν ως μάρτυρες, όπως και με πολλούς από τους βουλευτές που ήταν μέλη της Επιτροπής. Μπορώ εξ ου να διαβεβαιώσω ότι η πλειονότητα των τελευταίων είχαν δείξει –σε αντίθεση με συναδέλφους τους που μετείχαν σε μεταγενέστερες αντίστοιχες κοινοβουλευτικές διαδικασίες- ιδιαίτερη προσήλωση στο καθήκον να αναζητήσουν την αλήθεια.
Είναι βαθιά χαραγμένοι στη μνήμη μου οι ομηρικοί καβγάδες των δημοσιογράφων που καλύπταμε τις εργασίες με τον προεδρεύοντα της Εξεταστικής, αείμνηστο Χρήστο Μπασαγιάννη, ο οποίος κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να τηρήσει απόρρητες τις καταθέσεις, σε πείσμα της δικής μας επαγγελματικής υποχρέωσης να δημοσιεύσουμε ό,τι περισσότερο μπορούσαμε από το περιεχόμενό τους. 
Ωστόσο, από τη μια, ο χρόνος που είχε ήδη παρέλθει από τα γεγονότα του 1974, και, από την άλλη, τα στόματα των μαρτύρων που δεν άνοιγαν παρά μόνον για να καλύψει ο καθείς τον εαυτό του –ενώ κεντρικά πρόσωπα όπως οι Γεώργιος Παπαδόπουλος, Δημήτριος Ιωαννίδης και Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος παρέμειναν απόλυτα σιωπηλά- δεν άφησαν πολλά περιθώρια για αποκαλύψεις που να αλλάζουν όσα ήταν γνωστά ως τότε για τα δραματικά γεγονότα που άνοιξαν τον δρόμο στον συνεχιζόμενο έως τις μέρες μας «Αττίλα».
Όπως και να έχει, όμως, το υλικό που συγκεντρώθηκε τότε έχει αναμφισβήτητη αξία. Μόνον που είναι αξία η οποία αφορά τους ιστορικούς και άλλους ειδικούς επιστήμονες που θα θελήσουν να ερευνήσουν περαιτέρω τα καθοριστικά γεγονότα εκείνης της περιόδου που οι δραματικές συνέπειες τους είναι ακόμη παρούσες τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα. Διότι, κατά τα λοιπά, ουδείς πολίτης είναι σε θέση να βγάλει άκρη και να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα διαβάζοντας τις χιλιάδες σελίδες των καταθέσεων που θα έρθουν στο φως σε βάθος χρόνου.
Γι΄ αυτό και είναι προφανές ότι οι κυβερνώντες έσπευσαν να δώσουν τώρα στη δημοσιότητα τους τέσσερις πρώτους τόμους αποκλειστικά και μόνον για προπαγανδιστικούς λόγους, όπως αυτοί που αναδύονται από τις προαναφερθείσες αναρτήσεις των κυβερνητικών προπαγανδιστικών μηχανισμών.
Με άλλα λόγια, οι τελετές και οι παράτες για τον «Φάκελο της Κύπρου» που στήθηκαν ήδη, όπως και εκείνες που είναι βέβαιο ότι θα στηθούν προσεχώς, δεν είναι παρά ένα… μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα το οποίο επιχειρείται να ενταχθεί στις προεκλογικές ανάγκες του κυβερνώντος κόμματος και υπηρετεί τη διαρκή απόπειρα καθορισμού εκ των άνω της λεγόμενης επικοινωνιακής ατζέντας.
Να μην συζητούμε, δηλαδή, για το υπουργικό συμβούλιο που θυμίζει καφενέ με τις συζητήσεις που γίνονται στις συνεδριάσεις του για τα κονδύλια του… Σόρος. Ούτε να απασχολούμαστε με τις ανατριχιαστικές προχειρότητες με τις οποίες ασκείται στις μέρες μας η εξωτερική πολιτική.
Αλλά, αντιθέτως, να έχουμε να λέμε πότε για τον Φάκελο της Κύπρου, πότε για τις γερμανικές επανορθώσεις και το κατοχικό δάνειο. Και, γενικώς, να είμαστε προσανατολισμένοι σε ό,τι άλλο μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτρέπει την ενασχόληση με τα ουσιώδη προβλήματα της χώρας: τη γήρανση του πληθυσμού, τους νέους που παίρνουν των ομματιών τους και φεύγουν ή την ανάπτυξη που δεν έρχεται.
Ας οπλιστούμε, λοιπόν, με υπομονή. Διότι στη μακρά, όπως όλα προοιωνίζονται, προεκλογική περίοδο που έχουμε μπροστά μας, μέλλει να δούμε, να ακούσουμε και να κληθούμε να ασχοληθούμε με πολλά τέτοια «φούμαρα». Αυτό ξέρουν, αυτό κάνουν!

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

Ξέφρενος «καβαλάρης» σε κατήφορο δίχως πάτο!



            «Ο Τσίπρας είναι καβάλα!». Τσιμπιόταν για να διαπιστώσει ότι ήταν ξύπνιος και δεν βρισκόταν στο μέσον ενός ονείρου ο δημοσιογράφος ο οποίος άκουγε τη συγκεκριμένη ατάκα να βγαίνει από τα στόματα κυβερνητικών στελεχών που βρισκόταν το περασμένο σαββατοκύριακο στους διαδρόμους έξω από τις κλειστές πόρτες της συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ.
Ήταν εκεί που με το ελεγχόμενο σταγονόμετρο έβγαιναν προς τα έξω τα όσα είχαν ειπωθεί από απίθανους πολιτικούς… πρωτάνθρωπους που δεν αρκούνται με την κυβέρνηση που νέμονται εδώ σχεδόν και τέσσερα χρόνια, αλλά θέλουν και την (απόλυτη) εξουσία, την οποία προκειμένου να την κατακτήσουν δεν θα διστάσουν να κλείσουν στις φυλακές τους πολιτικούς τους αντιπάλους.
Εκεί που οι, σύμφωνα με τον υπουργό Άμυνας, «φουκαράδες» βουλευτές και υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας διαβάσει λάθος τα μηνύματα του «καβαλάρη», ξιφουλκούσαν κατά του Πάνου Καμμένου, θεωρώντας ότι έτσι εξυπηρετούν τις ορέξεις του αρχηγού και του προσφέρουν υπηρεσίες. Χαρακτήριζαν «καρικατούρα του Σαλβίνι» τον συγκυβερνήτη τους αρχηγό των ΑΝΕΛ στον οποίο έδειχναν την έξοδο από την κυβέρνηση.   
            Δυο μέρες αργότερα ο ίδιος δημοσιογράφος κάγχαζε ακούγοντας τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημήτρη Τζανακόπουλο να μεταφέρει τα όσα είχε πει ο… καβαλάρης Τσίπρας στα μέλη του υπουργικού συμβουλίου που πράγμα σπάνιο- είχε συνεδριάσει κεκλεισμένων θυρών για να νουθετήσει ο πρωθυπουργός τα μέλη της κυβέρνησής του, ζητώντας τους, με άλλα λόγια, να μη τον ρίξουν επειδή έτσι θα έκαναν το… χατίρι της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς.
            Ο καγχασμός του έγινε γέλιο ικανοποίησης όταν στη συνέχεια άρχισαν να βγαίνουν στη δημοσιότητα όλα όσα είχαν διαμειφθεί στη συνεδρίαση του σπαρασσόμενου υπουργικού συμβουλίου, τα μέλη του οποίου –με πρώτο και καλύτερο τον «Έλληνα Σαλβίνι» που την προηγούμενη μέρα είχε… ταΐσει με το δικό του μενού τον «καβαλάρη» στη Λέσχη Αξιωματικών- αντάλλασσαν καταγγελίες για διασπάθιση του δημόσιου χρήματος από το οποίο προέρχονται τα διαβόητα «μυστικά κονδύλια» του ΥΠΕΞ.       
Μέσα σε ένα 48ωρο, δηλαδή, ο δημοσιογράφος της ιστορίας μας είχε ζήσει το απόλυτο κοντράστ ανάμεσα στην εικονική πραγματικότητα στην οποία ζουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και στην αληθινή πραγματικότητα που συνιστούν οι κρυφές και φανερές κόντρες των κυβερνώντων, οι ίντριγκες και οι αλληλοεκβιασμοί του πιο αλλοπρόσαλλου κυβερνητικού συνονθυλεύματος που έχει εμφανιστεί στα πολιτικά χρονικά του πολιτισμένου κόσμου.
Η συνέχεια μάλλον δεν τον ξένισε. Ούτε η παραίτηση του Νίκου Κοτζιά αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη για όλους όσοι παρακολουθούσαν με ψύχραιμο μάτι τις ενδοκυβερνητικές διεργασίες. Ούτε πολύ περισσότερο πείστηκε κανείς από τον τρόπο με τον οποίο προσπάθησε να «επενδύσει» ο… διώκτης της Δεξιάς Αλέξης Τσίπρας την επιλογή του να θυσιάσει τον προερχόμενο από την Αριστερά υπουργό Εξωτερικών  για να εξευμενίσει τον προερχόμενο από την Δεξιά υπουργό Άμυνας.
Ήταν, άλλωστε, για πολλά γέλια τα «επιχειρήματα» τα οποία επιστράτευσε για να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του. Θαυμάστε τα, αυτολεξεί: «Αποφάσισα εγώ ο ίδιος να αναλάβω το υπουργείο των Εξωτερικών το επόμενο διάστημα και την ευθύνη του, δίνοντας ταυτόχρονα και ένα μήνυμα ότι η επιλογή μου αυτή είναι επιλογή που σηματοδοτεί την αποφασιστικότητά μου να κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου και να διασφαλίσω την επιτυχή ολοκλήρωση της ιστορικής Συμφωνίας των Πρεσπών που αναβαθμίζει τον διεθνή ρόλο της χώρας», υποστήριξε.
Και συνέχισε: «Η απόφαση να αποδεχτώ την παραίτηση Κοτζιά, αλλά και η απόφασή μου να αναλάβω εγώ ο ίδιος το υπουργείο των Εξωτερικών το επόμενο διάστημα είναι όμως και μία απόφαση με πολλαπλά μηνύματα, τόσο προς το εξωτερικό όσο και προς το εσωτερικό και προς την κυβέρνησή μου θα έλεγα».
Για να καταλήξει: «Σηματοδοτεί την απόφασή μου να μην ανεχτώ, από εδώ και στο εξής καμία, διγλωσσία από οποιονδήποτε και καμία προσωπική στρατηγική στην εθνική γραμμή της χώρας και ταυτόχρονα να μην ανεχτώ από κανέναν, συνειδητά ή ασυνείδητα, εν προκειμένω ασυνείδητα, να διαταράξει την ομαλή πορεία της χώρας προς την έξοδο από την κρίση, την οριστική έξοδο από τα μνημόνια που ταλαιπώρησαν τον ελληνικό λαό τα τελευταία οκτώ χρόνια».
Όσο και αν ψάξει κανείς δεν πρόκειται να βρει δήλωση άλλου πρωθυπουργού που να στέλνει μηνύματα στη δική του κυβέρνηση. Και, ακόμη χειρότερα, δεν πρόκειται να βρει άλλον πολιτικό ηγέτη που αποφασίζει να στηλιτεύσει τη διγλωσσία αποπέμποντας εκείνον- δηλαδή τον Κοτζιά- με τον οποίο συμφωνεί και διατηρώντας στη θέση του εκείνον –δηλαδή τον Καμμένο- ο οποίος διαφωνεί μαζί του και θεωρητικώς απειλεί να τον ανατρέψει εφόσον διασφαλίσει «την επιτυχή ολοκλήρωση της ιστορικής Συμφωνίας των Πρεσπών που αναβαθμίζει τον διεθνή ρόλο της χώρας»…
Όπως αντιλαμβάνεται ο καθένας ο κατήφορος στον οποίο έχει οδηγήσει τη χώρα ο «καβαλάρης» Τσίπρας δεν έχει βρει ακόμη πάτο. Κι εκείνος δεν είναι διατεθειμένος να σταματήσει τον ξέφρενο καλπασμό του προς τις ψευδαισθήσεις, τις φαντασιώσεις και τις αυταπάτες του. 

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

Στο βασίλειο της απόλυτης υποκρισίας


            Τα συνήθως λαλίστατα υπόγεια του Μαξίμου, που βγάζουν non paper ακόμη και για «ψύλλου πήδημα», φροντίζουν να μην χάνουν την παραμικρή ευκαιρία για να επιβεβαιώνουν τη φήμη που τους θέλει «να διυλίζουν τον κώνωπα και να καταπίνουν την κάμηλο», υποτάσσοντας την πραγματικότητα στις αυταπάτες, στις ψευδαισθήσεις και στις φαντασιώσεις τους.
Σε μια μέρα, για παράδειγμα, που η πολιτική ζωή στροβιλιζόταν από τις πιρουέτες του Πάνου Καμμένου που πήγε στην Αμερική για να μοιράσει βάσεις –«Βόλο, Λάρισα, Καρδίτσα…» κατά πως λέει το λαϊκό άσμα- και για να ασκήσει τη δική του βαλκανική πολιτική, το πρωθυπουργικό γραφείο επέλεξε να επιτεθεί στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος συνάντησε τους επικεφαλής των διπλωματικών αντιπροσωπειών των χωρών μελών της Ε.Ε. και, ανάμεσα στα άλλα, τους είπε ότι δεν θα ψηφίσει τη συμφωνία των Πρεσπών.
Σε μια μάλλον καφενειακού επιπέδου αντίδραση, το γραφείο Τύπου του Μεγάρου Μαξίμου έδωσε στη δημοσιότητα ένα ακόμη non paper –αλήθεια, γιατί όχι επίσημη ανακοίνωση;- στο οποίο ανέφερε τα εξής: «Θα περίμενε κανείς από τον κ. Μητσοτάκη, αντί να πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες στους πρέσβεις της ΕΕ, να τους εξηγήσει γιατί στο εσωτερικό διαφωνεί με τη συμφωνία των Πρεσπών και στο εξωτερικό στέλνει την κα Σπυράκη σε μυστικές αποστολές να λέει τα αντίθετα».
Ειλικρινά, δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοθαυμάσει σε αυτό το θρασύτατο κείμενο. Το μέγεθος του ψεύδους, που σε πείσμα των κατηγορηματικών διαψεύσεων, οι οποίες έγιναν στην Αθήνα και στα Σκόπια, επαναλαμβάνεται ως αυταπόδεικτο και επιβεβαιωμένο γεγονός; Ή την παραπλανητική αξιοποίηση που επιχειρείται, καθώς δεν ξεκαθαρίζουν τι ακριβώς καταμαρτυρούν στη ΝΔ και στην εκπρόσωπό της που υποτίθεται ότι είχε μυστικές επαφές με τον αγαπημένο της κυβέρνησης Τσίπρα πρωθυπουργό της γείτονος Ζόραν Ζάεφ;
Όπως και να έχει, δεν αυτό ούτε το πρώτο ούτε το μόνο περιστατικό που κακοποιείται βάναυσα η κοινή λογική και αποθεώνονται η κακότεχνη υποκρισία και η άκομψη προπαγάνδα. Για περισσότερο από τριάμισι χρόνια τώρα -όσα, δηλαδή, βρίσκονται στην εξουσία οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ- είναι σα ζούμε μέσα σε ένα απέραντο βασίλειο υποκρισίας. Σχεδόν τίποτε από όσα συμβαίνουν στην πολιτική ζωή του τόπου δεν υπακούει στους κανόνες της ειλικρίνειας και της αυθεντικότητας.
Από που να ξεκινήσει κανείς; Κέρδισαν δεύτερη ευκαιρία στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 με το σύνθημα «ξεμπερδεύουμε με το παλιό» και έκτοτε δεν έχουν αφήσει στέλεχος –αυτοδιοικητικό ή άλλο- του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ που να μην έχουν αποπειραθεί να το εκμαυλίσουν. Συναλλάσσονται ξεδιάντροπα με τη Χρυσή Αυγή, καθυστερώντας προκλητικά την πρόοδο της δίκης των ηγετικών της στελεχών και κατηγορούν τους αντιπάλους τους για «ακροδεξιά στροφή». Παριστάνουν τους άμωμους και είναι βουτηγμένοι μέχρι τα αυτιά στη διαπλοκή και στη διαφθορά μετατρέποντας σε λάφυρα «ημετέρων» ακόμη και τα κονδύλια για το Μεταναστευτικό.
Να συνεχίσουμε; Επιμένουν ιδεοληπτικά στα ανοικτά σύνορα, υποτίθεται για να διευκολυνθούν οι πρόσφυγες, αλλά η τάχατες αριστερή ευαισθησία τους δεν θίγεται ούτε από τους δουλέμπορους που θησαυρίζουν με τα κοντραμπάντο, ούτε, πολύ περισσότερο, με τις απάνθρωπες συνθήκες στη Μόρια, στη Σάμο και στα Διαβατά. Εξεγείρονται δήθεν επειδή μια ΕΛΜΕ υιοθετεί τον όρο «λαθρομετανάστης», αλλά θεωρούν συνδικαλιστικό δικαίωμα την άρνηση μιας άλλης ΕΛΜΕ σε δωρεά επειδή ίσως οι μαθητές μολυνθούν από το μικρόβιο της επιχειρηματικότητας. Ευαγγελίζονται τάχατες τον χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας και αναμειγνύονται με απαράδεκτο τρόπο στα εσωτερικά των θρησκευτικών ηγεσιών ευελπιστώντας σε ωφελήματα από το παγκάρι της ψηφοθηρίας. 
Να θυμηθούμε κι άλλα; Ξεπουλούν τα πάντα και την ίδια ώρα ορκίζονται πίστη στην προστασία της δημόσιας περιουσίας. Χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τις υποτιθέμενες εξαγορές και αποστασίες βουλευτών και την ίδια ώρα επαίρονται ότι η κυβέρνησή τους δεν πέφτει επειδή θα βρεθούν, όπως ακριβώς το 1965, πρόθυμοι βουλευτές της αντιπολίτευσης που θα εγκαταλείψουν τα κόμματά τους για να τους κρατήσουν στην εξουσία. Έχουν διασύρει κάθε έννοια αξιοκρατίας και κουνούν το δάκτυλο στους προηγούμενους που οδήγησαν τη χώρα στα Μνημόνια επειδή έκαναν όσα αυτοί τώρα αναπαράγουν: ρουσφέτια, κομματοκρατία, νεποτισμό και οικογενειοκρατία.
Δεν αρκούν αυτά; Πανηγυρίζουν μόλις γίνει γνωστή μια θετική έκθεση ενός ξένου επενδυτικού οίκου ή ακόμη και του ΔΝΤ, αλλά εξαπολύουν μύδρους κατά των κερδοσκόπων και ολοφύρονται για πολιτικό σορτάρισμα της αντιπολίτευσης μόλις τα πράγματα δεν πηγαίνουν σύμφωνα με τις υπερφίαλες επιθυμίες τους. Επικαλούνται ανύπαρκτες μετρήσεις, δημιουργώντας τεχνητό κλίμα περί ανάκαμψης του ΣΥΡΙΖΑ και βελτίωσης των επιδόσεων του Τσίπρα, αλλά, κατά τα λοιπά, θεωρούν στημένες όλες τις δημοσκοπήσεις. Στήνουν σκευωρίες κατά των πολιτικών τους αντιπάλων αλλά παριστάνουν ότι ενοχλούνται από τα fake news και εμφανίζονται ως δήθεν διώκτες τους, ενώ πρόκειται για εμμονικούς διακινητές.
Δεν έχουν, δυστυχώς, τέλος τα φαινόμενα της άμετρης υποκρισίας από την πιο εθελόδουλη κυβέρνηση από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους η οποία έχει το θράσος να διεκδικεί την επιβράβευση των ξένων και να φαντασιώνεται βραβεία Νόμπελ. Ας μη ξεχνάμε, άλλωστε, ότι έχουμε να κάνουμε με μια κυβέρνηση της οποίας στελέχη έχουν ακόμη τις «οικονομίες» τους εκτός της χώρας και παρά ταύτα πηγαίνουν σε roadshows στην Ευρώπη και στην Ασία για να πείσουν επενδυτές –αυτούς που όταν ήταν στην αντιπολίτευση προειδοποιούσαν ότι στην Ελλάδα θα χάσουν τα λεφτά τους- να έρθουν εδώ και να επενδύσουν.
Και ο κατήφορος, προφανώς, δεν έχει πάτο. Τουλάχιστον έως τις επόμενες εκλογές.

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

Αφού τα αγέννητα μωρά δεν είναι ψηφοφόροι τους!



Πριν από λίγες ημέρες ήταν η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία που σήμανε τον κώδωνα του κινδύνουφέρνοντας στο προσκήνιο αποκαλυπτικά στοιχεία για τη γήρανση του ελληνικού πληθυσμού. Οι γεννήσεις παιδιών το 2017 υποχώρησαν κατά 4,7% σε σχέση με το 2016,  ενώ οι θάνατοι αυξήθηκαν κατά 4,8%. Με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να μειωθεί κατά περισσότερο από 30.000 άτομα, που σημαίνει ότι με αυτούς τους ρυθμούς θα αφανίζεται κάθε χρόνο μια πόλη σαν την Άρτα ή τη Φλώρινα.
Ακολούθησε η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που πιστοποίησε κάτι που όλοι υποψιαζόμαστε: ότι, δηλαδή, η ατελεύτητη οικονομική κρίση που βιώνουμε εδώ και μια δεκαετία δεν συρρικνώνει μόνον την ελληνική οικονομία, αλλά και την ελληνική οικογένεια. Ο δείκτης γονιμότητας από το 1,5 που ήταν το 2008 υποχώρησε στο 1,3 το 2016 και όλα δείχνουν ότι στην καθοδική αυτή πορεία δεν μπαίνει κανένα φρένο.
Θα περίμενε κανείς ότι η δημοσιοποίηση αυτών των τόσο ανησυχητικών για το μέλλον του ελληνικού έθνους στοιχείων να είχε σημάνει συναγερμό στις πολιτικές δυνάμεις του τόπου.Και πρωτίστως στην κυβέρνηση που είναι εκείνη που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον μπορεί να δώσει τον τόνο του επείγοντος χαρακτήρα που έχει η ανάγκη να ληφθούν μέτρα για να περιοριστεί η προϊούσα συρρίκνωση.
Ειδικότερα στην ελληνική περιφέρεια, η κατάσταση είναι παραπάνω από δραματική. Χωριά ολόκληρα και κωμοπόλεις, ιδίως στις μη τουριστικές περιοχές, ερημώνουν μέρα με την ημέρα, καθώς οι γεννήσεις σπανίζουν και οι θάνατοι αυξάνονται ραγδαία ως αποτέλεσμα και της ανασφάλειας που δημιουργεί η εγκατάλειψη των τόπων αυτών από τους νέους άνδρες και τις νέες γυναίκες που αναζητούν τον δικό τους ζωτικό χώρο είτε στις μεγάλες πόλεις είτε στο εξωτερικό.    
Δεν χρειάζεται να διαθέτει κάποιος αυξημένες εθνικές ευαισθησίες ή και ανησυχίες για το μέλλον του Ελληνισμού ώστενα αναγνωρίσει ότιηπληθυσμιακή γήρανση αποτελεί στις μέρες μας το υπ΄ αριθμόν ένα ζήτημα που θα έπρεπε να μας συνεγείρει όλους. Αρκεί ίσως για να κινητοποιηθούμε το κοινωνικό ενδιαφέρον για το «τι τέξεται η επιούσα» για τους νυν και επόμενους απόμαχους της εργασίας στη χώρα μας.
Αν, με άλλα λόγια, δεν ανανεώνεται ο πληθυσμός της Ελλάδος, ποιος θα εργαστεί για να μπορέσουν να ζήσουν οι τωρινοί και οι μελλοντικοί συνταξιούχοι; Ποιος θα πληρώνει φόρους και εισφορές για να εξακολουθήσουν να καταβάλλονται συντάξεις και να υπάρχουν κοινωνικές υπηρεσίες για την αρωγή ολόκληρου του πληθυσμού;
Ορισμένοι ίσως απαντήσουν στα προφανή αυτά ερωτήματα υποδεικνύοντας ως λύση το Μεταναστευτικό ζήτημα και την ενσωμάτωση όλων εκείνων οι οποίοι «πολιορκούν» τη χώρα μας θέλοντας να την καταστήσουνείτε μόνιμο τόπο εγκατάστασης ή προσωρινό σταθμό για τηνμετακίνησή τους προς την κεντρική Ευρώπη.
Αν και δεν υπάρχουν ακόμη επίσημες μελέτες, η εμπειρία που έχουμε αποκομίσει από τις δύο προηγούμενες δεκαετίες κατά τις οποίες η χώρα μας, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, υποδέχθηκε εκατοντάδες χιλιάδες άτομα, δεν είναι και πολύ θετική.
Η συμβολή των μεταναστών στην αύξηση του Εγχώριου Προϊόντος υπήρξε μάλλον μικρή. Και ακόμη μικρότερη ήταν η συνεισφορά τους στην πληρωμή φόρων και εισφορών, λόγω της φύσης των εργασιών που αναλάμβαναν και οι οποίες ήταν κατά βάση σε τομείς της οικονομικής δραστηριότητας που κυριαρχούσε η φοροδιαφυγή. Για να μην μιλήσουμε για τις εκροές από τα εμβάσματα αρκετών εξ αυτών προς τις πατρίδες τους. Όπως άλλωστε, κακά τα ψέματα, έκαναν δεκαετίες ολόκληρες νωρίτερα οι συμπατριώτες μας απόδημοι που συνεισέφεραν σημαντικά στην ελληνική οικονομία. 
Υπό αυτές τις συνθήκες, αναρωτιέται κάθε εχέφρων άνθρωπος γιατί οι σημερινοί κυβερνώντες έχουν ρίξει σχεδόν αποκλειστικά όλο το βάρος των προσπαθειών τους στο πως θα αποφύγουν τον -κατά τα φαινόμενα απολύτως επικοινωνιακό- σκόπελο της μη (περαιτέρω) μείωσης των συντάξεων. Ενώ την ίδια ώρα δεν… δίνουν δεκάρα τσακιστή για να πάνε όλα τα παιδιά σε παιδικούς σταθμούς. Και, πολύ περισσότερο, δεν στίβουν το μυαλό τους για να βρουν κίνητρα που θα βοηθήσουν τα νέα ζευγάρια να ανοίξουν το δικό τους νοικοκυριό και να κάνουν παιδιά τα οποία όταν μπουν στην παραγωγική δραστηριότητα θα συντηρήσουν τους σημερινούς μεσήλικες.
Παρακολουθώντας βεβαίως τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύονται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής, μάλλον δεν πρέπει να εκπλησσόμεθα με αυτή την, εκ πρώτης, αντιφατική συμπεριφορά του μονομερούς ενδιαφέροντος για τους τωρινούς συνταξιούχους. Βλέπετε οι τελευταίοι έχουν δικαίωμα ψήφου και είναι εν δυνάμει ψηφοφόροι τους, όπως και οι 17ρηδες που μπορεί να πιστέψουν ότι ο υπουργός Παιδείας θα τους αφήσει να κοιμούνται περισσότερο και θα τους επιτρέψει να εισαχθούν στα (υποβαθμισμένα, τι σημασία έχει;) Πανεπιστήμια χωρίς εξετάσεις.
Ενώ τα αγέννητα μωρά, δεν είναι… ψηφοφόροι τους. Οπότε ποιος και γιατί να ενδιαφερθεί γι΄ αυτά;