Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Από την απραξία στους… «γιαλαντζί Σαρκοζί»


Στις αρχές του 2011, το ελληνικό Κοινοβούλιο ψήφισε, με σχετικά σύντομες διαδικασίες, έναν ακόμη νόμο και συγκεκριμένα τον ν. 3907, με τον οποίο εναρμονίστηκε το ελληνικό δίκαιο με τις προβλέψεις ευρωπαϊκής οδηγίας του 2008 που καθιέρωσε «κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη – μέλη της ΕΕ για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών».
Ήταν η περίοδος που το οξύ μεταναστευτικό πρόβλημα, που αντιμετωπίζει εδώ και δύο δεκαετίες η χώρα μας, όπως και όλος ο ευρωπαϊκός νότος που συνορεύει με την Ασία και την Αφρική, βρισκόταν σε έξαρση, τόσο στις πύλες εξόδου προς την Ευρώπη, δηλαδή στα λιμάνια της Πάτρας και της Ηγουμενίτσας, όσο και στο κέντρο της Αθήνας, με τις συγκρούσεις ακραίων ομάδων στον Άγιο Παντελεήμονα, αλλά και τις προκλητικές πρωτοβουλίες μεταφοράς μεταναστών χωρίς νόμιμα έγγραφα σε χώρους πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
Με αφορμή την κατάσταση στην Ηγουμενίτσα και σε συνεννόηση με την παράταξή μου, προκάλεσα, στις 9 Φεβρουαρίου 2011, συζήτηση στο νεοσύστατο, τότε, Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου, υποβάλλοντας πολύ συγκεκριμένες προτάσεις, μια από τις οποίες ήταν ότι «η Περιφέρεια Ηπείρου, μέσω κυρίως της Κοινωνικής Επιτροπής, αλλά όχι μόνον, πρέπει να προετοιμαστεί άμεσα και να πιέσει προς κάθε κατεύθυνση για την έγκαιρη ενεργοποίηση του νόμου που ψηφίστηκε τις προηγούμενες εβδομάδες από τη Βουλή».
Εξήγησα, απευθυνόμενος στο Συμβούλιο, ότι «ο νόμος αυτός, μεταξύ άλλων, προβλέπει τη δημιουργία Περιφερειακών Επιτροπών Ασύλου, μια από τις οποίες θα λειτουργήσει εδώ στην έδρα μας, όπως και Κέντρων Υποδοχής, για τα οποία θα πρέπει να έχει άποψη η Περιφέρεια και να υποδείξει –εφόσον θεωρηθεί αναγκαίο- άμεσα κατάλληλους χώρους», τονίζοντας, καταληκτικά, πως «αν θέλουμε να δικαιώσουμε το ρόλο μας, το μόνο που δεν μπορούμε να κάνουμε είναι να μένουμε θεατές των εξελίξεων».
Όπως ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί, παρακολουθώντας την τρέχουσα ειδησεογραφία, σχεδόν δεκαπέντε μήνες δεν έγινε απολύτως τίποτε. Με αποτέλεσμα ένας ακόμη νόμος του ελληνικού κράτους να παραμένει, μέχρι σήμερα, στα χαρτιά, αφού -για να είμαι δίκαιος- δεν είναι μόνον η Περιφέρεια Ηπείρου που δεν προετοιμάστηκε και μόλις την περασμένη εβδομάδα αποδέχθηκε την περυσινή πρόταση μας. Είναι το αρμόδιο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη που δεν προώθησε την εφαρμογή της νομοθεσίας που το ίδιο ψήφισε και δεν οργάνωσε τις υπηρεσίες που προβλέπονται τόσο για την παροχή ασύλου σε όσους το δικαιούνται, όσο και για την κράτηση και την επαναπροώθηση όσων εισέρχονται στην Ελλάδα για οικονομικούς και μόνον λόγους.
Όλως αιφνιδίως, τις δύο τελευταίες εβδομάδες, το τεράστιο αυτό ζήτημα, επανήλθε στο προσκήνιο, με την απαίτηση του αρμόδιου υπουργού Μιχάλη Χρυσοχοΐδη να υποδειχτούν άμεσα χώροι στην ηπειρωτική Ελλάδα για την λειτουργία κέντρων κράτησης – φιλοξενίας όσων αλλοδαπών βρίσκονται παράνομα στη χώρα και οι οποίοι, στην πλειονότητά τους, βιώνουν απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, περιφερόμενοι στους δρόμους πόλεων και χωριών, αναζητώντας τροφή σε κάδους απορριμμάτων και στέγη σε άθλιες τρώγλες.
Η ανακίνηση του ζητήματος έφερε επίσης στο τηλεοπτικό προσκήνιο αρκετούς από τους πολιτικούς κερδοσκόπους που εμφανίζονται ως «γιαλαντζί» Σαρκοζί, ενώ συνοδεύτηκε και από διαφόρων ειδών ενστάσεις. Κάποιες βάσιμες και υπαρκτές. Οι περισσότερες, όμως, απολύτως προσχηματικές, που ακολουθούν την πεπατημένη δεκαετιών σε αυτή τη χώρα, με τα γνωστά αποτελέσματα της εκτεταμένης ανομίας και ατιμωρησίας, της παγιωμένης αδράνειας και απραξίας, που συναντά κανείς σε όλους τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας.
Ορισμένοι, για παράδειγμα, μίλησαν για επικοινωνιακούς χειρισμούς που εντάσσονται στην προεκλογική στρατηγική των κομμάτων και καθοδηγούνται από την δημοσκοπική άνοδο των ακροδεξιών ομάδων, οι οποίες κάνουν επίδειξη δύναμης στις περιοχές που υπάρχουν πολλοί μετανάστες, οι οποίοι συχνά πέφτουν -αδιάκριτα, μάλιστα, μεταξύ όσων διαμένουν φιλήσυχα και νόμιμα στην Ελλάδα και όσων δεν διαθέτουν τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα- θύματα ρατσιστικών, ακόμη και δολοφονικών επιθέσεων.
Άλλοι, την ίδια ώρα, προέβαλαν την ανθρωπιστική πλευρά του ζητήματος, απορρίπτοντας a priori τη λογική των «στρατοπέδων», που βεβαίως ηχεί άσχημα στα αυτιά κάθε προοδευτικού πολίτη. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η άρνηση δεν συνοδεύεται από εναλλακτική πρόταση που θα κάνει την Ελλάδα να πάψει να είναι το «ξέφραγο αμπέλι», όπου όποιος θέλει μπαίνει, βρίσκει προσωρινό καταφύγιο και παραμένει εσαεί εδώ μέχρι να μπορέσει να βρει, με κάθε τίμημα, διέξοδο προς την υπόλοιπη Ευρώπη.
Δεν έλειψαν, τέλος, κι εκείνοι που, αμφισβητώντας την αποτελεσματικότητα του ελληνικού κράτους, επεχείρησαν να  «τζογάρουν» με τα φοβικά σύνδρομα των πολιτών που ζουν κοντά σε περιοχές που σχεδιάζεται να γίνουν κέντρα φύλαξης, τα οποία, όπως και τα σκουπίδια, τα… θέλουμε όλοι «στην αυλή του γείτονα». Αποσιωπούν το προφανές ότι οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι απείρως μικρότεροι από μετανάστες που έχουν εξασφαλισμένη τροφή, στέγη και περίθαλψη, σε σχέση με τους περιφερόμενους ανέστιους και πεινασμένους που μπορούν να κάνουν ο,τιδήποτε για να επιβιώσουν σε μια χώρα που βρίσκεται σε βαθιά οικονομική κρίση.
Σε κάθε περίπτωση, εκείνο  που, κατά την άποψή μου, –και έτσι τοποθετήθηκα στο Περιφερειακό Συμβούλιο, «καλωσορίζοντας» την πλειοψηφία στο πεδίο της κοινής λογικής- απαιτείται να γίνει είναι να αποφευχθούν αφενός η εμπλοκή του θέματος στις συμπληγάδες της προεκλογικής περιόδου, που θα τροφοδοτήσει τους κάθε λογής «γιαλαντζί» Σαρκοζί, και αφετέρου η προχειρότητα που θα δώσει έδαφος στις δυνάμεις της παραλυτικής αδράνειας. Οργανωμένη δράση, λοιπόν, με συγκροτημένα βήματα και χωρίς άλλες καθυστερήσεις.

 *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Ο... τροχονόμος και τα προεκλογικά επιχειρήματα

Ορισμένοι συμπολίτες μας, όταν βλέπουν τροχονόμο σε ένα σημείο με μεγάλη κίνηση οχημάτων, σπεύδουν να βγάλουν το εύκολο συμπέρασμα ότι για το μποτιλιάρισμα και την επακόλουθη καθυστέρηση, ευθύνεται η παρουσία του οργάνου που ρυθμίζει την κυκλοφορία. Πρόκειται για κλασσική περίπτωση σύγχυσης ανάμεσα στο αίτιο και στο αιτιατό, που μαρτυρά αδυναμία αντίληψης του γεγονότος ότι, αν δεν υπήρξε πρόβλημα, δεν θα χρειαζόταν η παρουσία του τροχονόμου, αφού η κίνηση θα διεξαγόταν ομαλά.
Κάπως έτσι θεωρώ ότι έχουν τα πράγματα με την προπαγανδιστική τακτική που ακολουθούν αρκετοί από τους αντιμνημονιακούς κήνσορες, τόσο τους πρώιμους, προερχόμενους από το χώρο της ΝΔ, και τώρα «μεταμεληθέντες», όσο και τους διαχρονικούς αρνητές της υπαρκτής ελληνικής οικονομικής πραγματικότητας.  Και οι μεν και οι δε, επιχειρώντας να συνδέουν την υπογραφή του μνημονίου και την έλευση της τρόικας στην Ελλάδα με την δεινή οικονομική κρίση που βιώνουμε, οδηγούνται στο πρόχειρο συμπέρασμα ότι η τελευταία είναι το αποτέλεσμα και όχι το αίτιο για την εδώ παρουσία των εκπροσώπων των δανειστών.
 Δεν θέλει, νομίζω, μεγάλη φιλοσοφία για να αντιληφθεί κανείς πόσο απολύτως λανθασμένο είναι ένα τέτοιο συμπέρασμα. Αρκεί να ρίξει μια ματιά στα οικονομικά στοιχεία, όπως αυτά διαμορφώθηκαν, τουλάχιστον, κατά την τελευταία δεκαετία. Την περίοδο αυτή, η Ελλάδα βρέθηκε να έχει καταρρίψει, ταυτοχρόνως, όλα τα ευρωπαϊκά, αν όχι και παγκόσμια,  ρεκόρ στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, στην εκτίναξη του δημοσίου χρέους και –κυρίως- στο έλλειμμα του εμπορικού της ισοζυγίου. Και άλλες χώρες είχαν προβλήματα, αλλά καμία δεν τα είχε όλα μαζί και σε αυτή την έκταση.
Με αφορμή την Εξεταστική Επιτροπή για τα στατιστικά στοιχεία του ελλείμματος που έχει συγκροτηθεί στη Βουλή, χωρίς τη συμμετοχή της ΝΔ, παρακολουθώ με ενδιαφέρον τις «φιλότιμες» προσπάθειες που καταβάλουν για να υπερασπιστούν τη θητεία τους στελέχη της «γαλάζιας» διακυβέρνησης, όπως ο τελευταίος υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών της Γιάννης Παπαθανασίου. Και, κυρίως, την εμμονή τους να αποποιούνται των ευθυνών τους για το γεγονός ότι, παρά τον υπερβολικό δανεισμό στον οποίο κατέφυγαν και τις συνακόλουθα υψηλές δημόσιες δαπάνες, η ελληνική οικονομία είχε ήδη εισέλθει, από το 2008, στη φάση της ύφεσης.
Κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν, πως με αυτό το δεδομένο, μοιραία, στη συνέχεια, από το 2009 και έπειτα, η ύφεση εκτινάχθηκε, αφού τα δανεικά των προηγούμενων χρόνων δεν πήγαν σε παραγωγικές επενδύσεις, που θα ενίσχυαν την αναγκαία εξωστρέφεια της οικονομίας, αλλά σπαταλήθηκαν σε προεκλογικές παροχές, όπως –ποιος ξεχνά αλήθεια;-  τα μέτρα για την ενθάρρυνση, μέσω επιδότησης (!), της αγοράς εισαγόμενων κλιματιστικών και μεγάλου κυβισμού αυτοκίνητων, τα οποία τώρα βγαίνουν μαζικά «στο σφυρί».
Με τέτοια οικονομική πολιτική, όμως, δε μπορούσε παρά οι στρόφιγγες του δανεισμού κάποια στιγμή να έκλειναν, αφού οι δανειστές, αργά ή γρήγορα, θα αντιλαμβανόταν ότι οι πιθανότητες να πάρουν τα χρήματά τους πίσω μειωνόταν. Όπως και έγινε, αφού η χώρα, ακόμη και αν δεν ήταν ήδη σε ύφεση, που σήμαινε απώλεια θέσεων εργασίας, αλλά και εισοδημάτων, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα χωρίς νέα δανεικά, όταν μόνον το 2009 το δημοσιονομικό έλλειμμα, δηλαδή η απόκλιση εισπράξεων και πληρωμών του δημοσίου, ήταν πάνω από 32 δισ. ευρώ.  
Οι ισχυρισμοί πως δήθεν η κυβέρνηση που ανέλαβε τις τύχες της χώρας τον Οκτώβριο του 2009, «φούσκωσε» το έλλειμμα, τάχατες «για να πάμε στο μνημόνιο», δεν νομίζω ότι αντέχουν στην κοινή λογική. Ξέρετε εσείς καμία κυβέρνηση που να μη θέλει να μοιράζει λεφτά και να γίνεται ευχάριστη; Και, δυστυχώς, από αυτό το «αμάρτημα» δεν ξέφυγε ούτε η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, η οποία, ας μην ξεχνάμε, δύο μήνες μετά την έλευση στην εξουσία, μοίρασε –το μισό από το νομοθετικά θεσπισμένο, γιατί μετά προσγειώθηκε ανώμαλα στην πραγματικότητα- επίδομα αλληλεγγύης, αδιακρίτως και χωρίς κανένα έλεγχο κριτηρίων.
Επιστρατεύθηκε, πρόσφατα, μέχρι και ο ανεκδιήγητος πρώην επικεφαλής της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, που είχε γίνει διεθνώς περίγελως με τη «φαεινή ιδέα» που είχε συλλάβει, εισηγούμενος, επί της υπουργίας του Γιώργου Αλογοσκούφη, να αυξηθεί το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), με συνυπολογισμό σε αυτό και των εσόδων από τη φοροδιαφυγή των εκδιδόμενων γυναικών (!), προκειμένου να στηριχθεί η απάτη με τα πλαστά στατιστικά στοιχεία, που ορισμένοι θέλουν να μας πείσουν ότι θα μπορούσε να διαιωνισθεί.     
Μόνον ως αστειότητες μπορούν, εξάλλου, να αντιμετωπιστούν οι ισχυρισμοί ότι δεν υπήρξε πρόνοια να επαναληφθεί το προηγούμενο του «εμπροσθοβαρούς» δανεισμού που έκανε η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, για να αποφευχθεί η προσφυγή στο ΔΝΤ. Ακόμη και αν είχε γίνει κάτι τέτοιο, αυτό που θα συνέβαινε θα ήταν η παράταση λίγων μηνών, αν όχι λίγων εβδομάδων και η περαιτέρω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, λόγω της συνεχιζόμενης αμεριμνησίας.
Το γεγονός ότι, παρά την πρόσφατη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, το περίφημο PSI, μέσω του οποίου διεγράφησαν περισσότερα από 100 δισ. ευρώ, εξακολουθούμε και είμαστε μια από τις πλέον υπερδανεισμένες χώρες στην Ευρώπη, αρκεί, νομίζω, για να αντιληφθεί ο οποιοσδήποτε διαθέτει κοινή λογική ότι το μόνο που δεν χρειαζόταν η Ελλάδα στο τέλος του 2009 και στις αρχές του 2010 , ήταν ο επιπλέον δανεισμός.
Υπό άλλες συνθήκες, όλα αυτά μπορεί, ίσως, να είχαν μόνον ιστορική αξία και να μην μας απασχολούσαν στην παρούσα συγκυρία που το ζητούμενο είναι να ανασκουμπωθούμε και να δώσουμε τη μάχη για να ξεφύγουμε από την παγίδα της ύφεσης. Τα θέτω, όμως, με τούτο το σημείωμα, επειδή πιθανολογώ ότι θα βρεθούν στο επίκεντρο της προεκλογικής περιόδου που διανύουμε και πιστεύω ότι χρειάζεται να αποκρουστεί, ως επικίνδυνη, η επιχειρηματολογία που συγχέει, είτε σκόπιμα, είτε αθέλητα, τις αιτίες με τα αποτελέσματα.
 *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Τα μηνύματα της εσωκομματικής κάλπης

Οι χιλιάδες -πικραμένοι, στην πλειονότητά τους- πολίτες που συμμετείχαν στην εσωκομματική διαδικασία του ΠΑΣΟΚ, την περασμένη Κυριακή, απέδειξαν στην πράξη τις βαθιές ρίζες που διαθέτει στην ελληνική κοινωνία η μεγάλη δημοκρατική παράταξη, η οποία έδειξε τη δύναμή της και διέψευσε, για μια ακόμη φορά, όσους την είχαν «ξεγραμμένη».
Οι άνθρωποι, οι οποίοι –κατά τα ψέματα, από τη μέση ηλικία και πάνω οι περισσότεροι- άφησαν τους καναπέδες τους και προσήλθαν στην κάλπη, δεν ήταν ενθουσιασμένοι. Ήταν, αντιθέτως, πολύ προβληματισμένοι. Και στα πρόσωπά τους είχαν ζωγραφισμένη την αγωνία που τους διακατέχει για το μέλλον το δικό τους και των παιδιών τους, για την προοπτική του τόπου τους, για το «αύριο» της πατρίδας. Ανήκαν, ωστόσο, στη «σιωπηλή πλειοψηφία» που είχε ανάγκη να μιλήσει.
Ο νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος σωστά, κατά την άποψή μου, χαρακτήρισε το όλο εγχείρημα ως «άσκηση πολιτικής και οργανωτικής ετοιμότητας», κατά την οποία «οι ίδιοι οι πολίτες μάς είπαν ότι η δημοκρατική προοδευτική  παράταξη βρίσκεται και θα βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής».
Αναμφίβολα, με εξαίρεση αυτή καθεαυτή τη συμμετοχή, μεγάλος νικητής δεν υπήρξε από αυτή τη διαδικασία. Υπήρξαν, ωστόσο, μεγάλοι ηττημένοι. Ηττήθηκαν οι ρηχές αναλύσεις με τα «εσχατολογικά» σενάρια για το «τέλος της ιστορίας», οι «επιδερμικές» προσεγγίσεις για τις πολιτικές μετατοπίσεις και η υπερεκτίμηση των πρόσκαιρων εντυπώσεων από τις «ανατροφοδοτούμενες» δημοσκοπικές –δήθεν- έρευνες.
Το φαινόμενο της, τηρουμένων των αναλογιών, μαζικής συμμετοχής των φίλων της δημοκρατικής παράταξης, σίγουρα δεν επιδέχεται διθυραμβικές ερμηνείες από τη νέα ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, η οποία απαιτείται να μελετήσει σοβαρά τα «μηνύματα» της κάλπης, να λάβει σοβαρά υπόψη της τις οργανωτικές αδυναμίες και την κοινωνική -κυρίως δε την ηλικιακή- διαστρωμάτωση όσων συμμετείχαν, αλλά και εκείνων που απείχαν.
Μεγάλο μέρος των πολιτών που υφίστανται στο πετσί τους τις βαριές συνέπειες της κρίσης, εξακολουθούν να εναποθέτουν τις ελπίδες τους για την οικονομική ανάκαμψη και την αναγκαία επανεκκίνηση της ελληνικής κοινωνίας προς την πρόοδο και την ευημερία στη δημοκρατική παράταξη, που υπήρξε πάντοτε παράγων αλλαγής και, με όλα τα λάθη και τις παραλείψεις των στελεχών της, παραμένει η σταθερά που εμπνέει, που καθοδηγεί και δημιουργεί την ελπίδα για έξοδο από την κρίση. 
«Ο λαός θέλει να ξέρει την αλήθεια. Να υπάρχει ειλικρινής και καθαρή πολιτική γραμμή», διεκήρυξε ο κ. Βενιζέλος, προσθέτοντας: «Ο λαός θέλει ισχυρή προοδευτική διακυβέρνηση, ικανή να διαχειριστεί την κρίση, να διαπραγματεύεται με επιτυχία στην Ευρώπη, να οργανώσει το μέλλον της πατρίδας μέσα από την οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική δικαιοσύνη και την πολιτική σταθερότητα».
Ο νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ανέλαβε, κατά τα λεγόμενά του, την ευθύνη να ηγηθεί «μιας συλλογικής προσπάθειας που δεν αφήνει απ' έξω κανέναν, κανέναν πρόθυμο, έτοιμο και ικανό να βοηθήσει στην ριζική ανανέωση, στην αναγέννηση της παράταξης και στο Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης και Ανόρθωσης της Ελλάδας» που προτίθεται να καταρτίσει με τους συνεργάτες του.
Απαλλαγμένος, πλέον, από τα κυβερνητικά καθήκοντα του, στη διάρκεια των οποίων έφερε σε πέρας το μεγάλο ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους, της νέας δανειακής σύμβασης και του οικονομικού προγράμματος, ο κ. Βενιζέλος έχει μπροστά του το μεγάλο καθήκον να ξανακάνει το ΠΑΣΟΚ αξιόμαχο, να το «θωρακίσει» τόσο οργανωτικά, όσο και προγραμματικά.
Ο χρόνος που έχει στη διάθεσή του είναι ελάχιστος και αρκετά πιεστικός. Οι εκλογές που θα γίνουν σε λίγες εβδομάδες απαιτούν υπεύθυνη ηγεσία και ένα συνεκτικό και εφαρμόσιμο σχέδιο. Ένα σχέδιο που θα εγγυάται ότι η συνέχιση των αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων, ο αγώνας για την πάταξη της διαφθοράς και η προσπάθεια για την αναδιάρθρωση του δημοσίου, θα συμβαδίζουν με μέτρα και πολιτικές για την ανακοπή της ύφεσης, την καταπολέμηση της ανεργίας και την καθιέρωση ενός «διχτυού» προστασίας των πραγματικά αδυνάτων.
Μόνον αν οι πολίτες πειστούν ότι υπάρχει τέτοιο σχέδιο, θα δικαιωθούν όσοι πίστεψαν στη δυναμική που δημιουργεί η αλλαγή στην ηγεσία της δημοκρατικής παράταξης και θα διατηρήσει το ΠΑΣΟΚ τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολιτικό μας σύστημα.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Κάλπες εκτόνωσης, αλλά και ευθύνης

Με την ανακήρυξη του Ευάγγελου Βενιζέλου ως μοναδικού υποψηφίου για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ και την επικύρωση της ανάδειξής του στην ηγεσία που ακολουθεί, την προσεχή Κυριακή, με το τυπικό στήσιμο της κάλπης στις οργανώσεις του Κινήματος, ανοίγει ο δρόμος για τις βουλευτικές εκλογές, στις οποίες οδηγούμαστε πλησίστιοι.
Υπό άλλες συνθήκες και με δεδομένη τη συνεχιζόμενη μεγάλη ύφεση, που κατατρώει τα σωθικά της ισχνής μας οικονομίας, όπως και την συνακόλουθη τεράστια ανεργία, που αποσυνθέτει τον κοινωνικό ιστό, το μόνο που δεν θα έπρεπε να απασχολεί μια χώρα που βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού και, βαρύτατα τραυματισμένη, διεσώθη την τελευταία στιγμή από την καταστροφή της άτακτης και πλήρους χρεοκοπίας, οι κάλπες θα έμοιαζαν με «αυτοκτονικό ιδεασμό».
Με κορυφαίο, άλλωστε, παράδειγμα τις εκλογές του 1920, όταν, μεσούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, προκηρύχθηκαν εκλογές, στις οποίες ηττήθηκε ο «δημιουργός της Ελλάδος των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων» Ελευθέριος Βενιζέλος, έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι, σε περιόδους μεγάλων κρίσεων, η λαϊκή ετυμηγορία δεν διακρίνεται για τη νηφαλιότητα των αποφάσεων στις οποίες οδηγείται και την ψυχραιμία των επιλογών τις οποίες κάνει.
Παρά ταύτα, εκτός από μάταιο, είναι και πολύ δύσκολο να επιχειρηματολογήσει, πλέον, κανείς πειστικά κατά της διεξαγωγής των επερχόμενων εκλογών από τη στιγμή που αυτές έχουν δρομολογηθεί με τρόπο τέτοιο, μάλιστα, που η καθυστέρησή τους, πλέον, μάλλον επιτείνει, αντί να αμβλύνει, το πολιτικό πρόβλημα που δημιουργείται από την παράταση του βίου της σημερινής Βουλής.
Ο κατακερματισμός των κοινοβουλευτικών ομάδων των κομμάτων, στον οποίο οδήγησαν οι σκληρές αποφάσεις που κλήθηκε να λάβει το Κοινοβούλιο, προκειμένου να καταρτισθεί το νέο οικονομικό πρόγραμμα και να μειωθεί το δημόσιο χρέος με το περιβόητο «κούρεμα» των ομολόγων, είναι το ένα από τα κεντρικά ζητήματα που καθιστούν τις εκλογές αναπόφευκτες, αν όχι και επιβεβλημένες.
Από την άλλη, σε κοινωνικό επίπεδο έχουν δημιουργηθεί τόσο έντονες συνθήκες αμφισβήτησης και απονομιμοποίησης του υφιστάμενου πολιτικού προσωπικού, που επιβάλλουν την ανανέωση της λαϊκής εντολής. Ανανέωση αναγκαία, ώστε, αφενός, να υπάρξει εκτόνωση του κοινωνικού «ηφαιστείου» που έχει προκληθεί και, αφετέρου, να δοθεί η δυνατότητα στη νέα κοινοβουλευτική σύνθεση να λάβει απρόσκοπτα και σε κλίμα πολιτικής ηρεμίας τις αποφάσεις που θα επανατροχιοδρομήσουν την ελληνική οικονομία στις ράγες της ανάκαμψης.
Υπό αυτή την έννοια, η προεκλογική περίοδος που ήδη ξεκίνησε και οι κάλπες που θα στηθούν εντός των επόμενων εβδομάδων δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελέσουν μόνον μια διαδικασία απλής εκτόνωσης του συσσωρευμένου θυμού που επικρατεί σε μεγάλη μερίδα των πολιτών για τις οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων, τα λουκέτα και την ανεργία, όπως επιθυμούν οι δυνάμεις του λαϊκισμού και της «ευκολίας», είτε βρέθηκαν είτε όχι σε θέσεις ευθύνης κατά την προηγούμενη περίοδο της αμεριμνησίας.
Εκείνο που κυρίως έχει ανάγκη ο τόπος σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία είναι ο προβληματισμός, αλλά και η έκφραση της ευθύνης των πολιτών για το παρόν και το μέλλον. Χωρίς να παραγνωρίζουμε το παρελθόν –ίσα, ίσα που πρέπει να μας απασχολεί για να αποφύγουμε την επανάληψη λαθών και παραλείψεων που μας ταλανίζουν-, είναι ανάγκη να εστιάσουμε τις προσπάθειες μας στο να βελτιώσουμε το σήμερα και να οργανωθούμε για ένα καλύτερο αύριο.
Γιατί, μπορεί με την τελική έγκριση και υπογραφή της δανειακής συμφωνίας, προς το τέλος της επόμενης εβδομάδας, να «ξεφεύγουμε από την κινούμενη άμμο των τελευταίων μηνών», όπως σωστά, κατά την άποψή μου, παρατήρησε ο πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος, και να «πατάμε πια σε στέρεο έδαφος», πλην, όμως, «συνεχίζουμε να έχουμε μπροστά μας μια μεγάλη ανηφόρα».
Σε αυτή την ανηφόρα, λοιπόν, χρειαζόμαστε στιβαρή ηγεσία και αποφασιστικούς πολιτικούς που δεν προτάσσουν το κομματικό ή το προσωπικό συμφέρον τους, δεν ενδίδουν στις σειρήνες του λαϊκισμού, δεν οργανώνουν πελατειακά δίκτυα και δεν μας καλούν να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στις μεταφυσικές δυνάμεις και να επικαλούμαστε τον... Θεό και την Παναγία. Έχουμε ανάγκη από πολιτικούς που σέβονται το δημόσιο χρήμα, που λένε θαρρετά τις απόψεις τους, που αναλαμβάνουν ευθύνες, που παλεύουν ανυστερόβουλα για τις ιδέες τους και μας ζητούν να πιστέψουμε στις δυνάμεις μας.
Ζώντας σε μια ανοικτή δημοκρατική κοινωνία, θα έχουμε στις εκλογές που έρχονται πολλές επιλογές και σε κόμματα και σε πρόσωπα. Ας προβληματιστούμε και ας επιλέξουμε με αίσθημα ευθύνης τους καλύτερους. Εκείνους που κρίνουμε ότι θα αγωνιστούν πραγματικά για να αλλάξουν την οικονομία μας και για να κρατήσουν όρθια την κοινωνία μας.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Τα «κρυμμένα μυστικά» της Ηπείρου

Με μια “πικρόξινη” γεύση έφυγα την περασμένη Τρίτη από τη Βουλή, όπου βρέθηκα για να παρακολουθήσω από κοντά τη -σχεδόν τετράωρης διάρκειας- συζήτηση στην Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Περιφερειών του Κοινοβουλίου με αντικείμενο την ανάπτυξη της Ηπείρου στους τομείς των συγκοινωνιακών έργων, του τουρισμού, των υπηρεσιών υγείας και του περιβάλλοντος.
Μου άρεσε που, ανοίγοντας τη συνεδρίαση, η πρόεδρος της Επιτροπής Άντζελα Γκερέκου στην εισαγωγική της ομιλία είχε να πει καλά λόγια για την πατρίδα μας. Η Ήπειρος «είναι από πολλές απόψεις ένα ιδιαίτερο μέρος, με μοναδική μορφολογία, απίστευτα φυσικά τοπία, τεράστιο παρελθόν και μεγάλες, αλλά μάλλον ανεκμετάλλευτες, δυνατότητες», ανέφερε και συμπλήρωσε: «Η Ήπειρος για πολύ καιρό υπήρξε ένα από τα καλά κρυμμένα μυστικά της Ελλάδος».
Δεν ήταν, ωστόσο, καθόλου ικανοποιητική η συμμετοχή των βουλευτών –και το έθεσε πρώτος ο δήμαρχος Ηγουμενίτσας Γιώργος Κάτσινος-, αφού, με εξαίρεση τους Ηπειρώτες, ελάχιστοι άλλοι έδωσαν το παρών τους, ενώ… έλαμψαν δια της απουσίας τους οι αρμόδιοι υπουργοί, που είχαν μεν την δικαιολογία ότι συνέπεσε να συνεδριάζει την ίδια ώρα το υπουργικό Συμβούλιο, πλην, όμως, αμφιβάλλω αν τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά χωρίς αυτή τη σύμπτωση.
Δεν μπορώ να πω ότι έγινα σοφότερος από όσα άκουσα στη συνεδρίαση, αφού η θεματολογία αφορούσε ζητήματα γνωστά σε όλους τους Ηπειρώτες και ανεπίλυτα, που, κατ΄ επανάληψη, μας έχουν απασχολήσει στο Περιφερειακό Συμβούλιο. Άξιζε, ωστόσο, τον κόπο, γιατί υπήρξαν αξιόλογες εισηγήσεις από αρκετούς από τους προσκεκλημένους της Επιτροπής, έστω και αν αυτές έγιναν για τα πρακτικά και τον… ιστορικό του μέλλοντος.
Δεν θα σταθώ στη μάλλον ειδυλλιακή εικόνα που παρουσίασε ο περιφερειάρχης Αλέκος Καχριμάνης, ο οποίος, δικαιολογημένα ίσως, εστίασε τη διεκδικητική του διάθεση στους ημιτελείς μεγάλους οδικούς άξονες, την Ιόνια Οδό, τον Ε 65 και την ολοκλήρωση της Εγνατίας με τους κάθετους άξονες, την οποία, όμως, εξακολουθεί να προσεγγίζει ως νομάρχης Ιωαννίνων, παραλείποντας για μια ακόμη φορά να αναφερθεί στη σύνδεση της Ηγουμενίτσας με τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ούτε θα σχολιάσω τις (αφελείς;) θεωρίες του για την προσέλκυση τουριστικού ρεύματος από τους απογόνους των κυνηγημένων του Αλή Πασά που κατέφυγαν πριν από δύο και πλέον αιώνες στα Σκόπια και στα ευρύτερα Βαλκάνια!
Θέλω περισσότερο να αναδείξω κάποιες ενδιαφέρουσες επισημάνσεις που έγιναν για ζητήματα που αφορούν εμάς τους ίδιους και πρέπει να μας απασχολήσουν, καθώς συνιστούν  παθογένειες που δεν σχετίζονται με την γεωγραφική απομόνωσή της και ίσα – ίσα που, οψέποτε αυτή αρθεί, τα πράγματα μπορεί να γίνουν χειρότερα, αφού, όπως σωστά επισημάνθηκε στη συνεδρίαση, οι μεγάλοι οδικοί άξονες, εκτός από δρόμοι εισροής,  μπορεί να γίνουν και οδοί διαφυγής του τοπικού πλούτου.
Θα ξεκινήσω με τον δήμαρχο Άρταίων Γιάννη Παπαλέξη, ο οποίος σχολιάζοντας τις επισημάνσεις για την ανάγκη να συνδυαστεί η ανάπτυξη του πρωτογενούς (αγροτικού) τομέα με τον δευτερογενή (μεταποίηση), και τον τριτογενή (τουρισμός) αναρωτήθηκε: «Τι μπορεί να πει κάποιος όταν είσαι σε ξενοδοχεία πολυτελείας μέσα στο κέντρο της πεδιάδας της Άρτας, απέξω βλέπεις τις πορτοκαλιές με τα πορτοκάλια που έχουν βιταμίνη  C και μέσα σου προσφέρουν χυμό, ο οποίος είναι από παγοκολόνα από τη Βραζιλία;».
Στο ίδιο πλαίσιο,  ο δημοτικός σύμβουλος Ιωαννίνων Δημήτρης Παπαδόπουλος διεκτραγώδησε την κατάσταση με το παράδειγμα του γιαννιώτικου μπακλαβά, ο οποίος, στη διαδικασία πιστοποίησής του, βρέθηκε να διαφέρει από τον τουρκικό, επειδή γίνεται με αμύγδαλο και καρύδι, αντί του φυστικιού που χρησιμοποιούν στη γείτονα. Μόνον, όμως, που, όπως είπε, «το καρύδι τώρα το εισάγουμε από τη Βουλγαρία, τη Μολδαβία και την Τουρκία!».
Ανάλογης σημασίας ήταν και η καταγγελία του προέδρου του Επιμελητηρίου Άρτας Χρήστου Παπάζογλου ότι το Τμήμα Φυτικής Παραγωγής του ΤΕΙ Άρτας «αγοράζει λουλούδια απ΄ έξω» για την εκπαίδευση των φοιτητών του, αντί να παράγει το ίδιο και να εξασφαλίζει ένα μέρος των εσόδων του. Αν είναι, έτσι, «βεβαίως και να κλείσει», είπε με έκδηλη αγανάκτηση ο ομιλητής, γιατί «δεν θέλουμε να συντηρούμε δημοσίους υπαλλήλους, χωρίς να έχουν αντικείμενο».
Μαζί, λοιπόν, με τα «κρυμμένα μυστικά» της φυσικής μας ομορφιάς, που πρέπει να αναδείξουμε για να ξεπεράσουμε τη χρόνια υπανάπτυξη που μαστίζει την περιοχή μας, πρέπει να αποκαλύψουμε και να βγάλουμε στο φως αυτούς «τους σκελετούς από τις ντουλάπες μας», αν θέλουμε να πορευτούμε στο δρόμο μιας αναπτυξιακής διαδικασίας που θα μας διαφοροποιεί από αυτό που γίνεται σε πολλές άλλες περιοχές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό που έχουν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα την ανάπτυξη του μαζικού τουρισμού, με τα γνωστά –θετικά, αλλά και αρνητικά- αποτελέσματα.
Όπως σωστά, κατά την άποψή μου, συνόψισε ο πρόεδρος του ΤΕΕ Ηπείρου Χρήστος Παπαβρανούσης «κάθε προσπάθεια ανάπτυξης της Ηπείρου πρέπει να εντάσσεται στη λογική της ισόρροπης ανάπτυξης και των τριών παραγωγικών τομέων». Γι΄ αυτό, και παραθέτοντας «το τρανό παράδειγμα της Κέρκυρας», συμπλήρωσε πως «πρέπει να αποφευχθεί η μονομερής ανάπτυξη, εστιάζοντας σε έναν μόνο και παραμελώντας τους υπόλοιπους, που μαθηματικά οδηγεί σε αστοχία».
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com

Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

«Ο Φλεβάρης και αν φλεβίσει…»

Τελευταία μέρα σήμερα του –δίσεκτου φετινού- Φλεβάρη και, σύμφωνα με το τυπικό ημερολόγιο, τελευταία μέρα του χειμώνα. Ενός χειμώνα που, κατά γενική ομολογία, υπήρξε ο πιο δύσκολος από όσους έζησαν οι μεταπολεμικές γενιές στη χώρα μας. Ξεχασμένες στα βάθη της μνήμης των παλαιότερων γενιών καταστάσεις, όπως η παρατεταμένη ύφεση, η μαζική ανεργία και τα συσσίτια, τις είδαμε να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας.
Από τη θυμοσοφία των παλαιότερων που πίστευαν πως οι δυσκολίες του χειμώνα είναι παροδικές και το εξέφραζαν με το παροιμιώδες απόφθεγμα «ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει», δανείζομαι τον τίτλο τούτου του σημειώματος. Γιατί έχω εδραία την πεποίθηση ότι, όπως δεν είναι μόνιμη, η χειμωνιάτικη κακοκαιρία, που μας κλείνει στα σπίτια μας, έτσι και η κρίση δεν θα είναι πάντα εδώ.
Σαν τις ανθισμένες αμυγδαλιές που προαναγγέλλουν μέσα στον χιονιά τον ερχομό της άνοιξης, νομίζω ότι τα πρώτα ανοιξιάτικα «σπαράγματα» προβάλλουν ήδη στον ορίζοντα. Οι επώδυνες αποφάσεις που λήφθηκαν το τελευταίο διάστημα, κάτι σαν πρόωρος «Μάρτης, γδάρτης και καλός παλουκοκάφτης», μας προετοιμάζουν, πιστεύω, για μια δύσκολη μεν, πλην, όμως, ελπιδοφόρα ανοιξιάτικη συνέχεια.
Όπως οι παλαιότεροι προετοιμάζονταν για την επερχόμενη άνοιξη της ανθοφορίας  και το καλοκαίρι του θερισμού, έτσι κι εμείς  πρέπει να προετοιμαστούμε  κατάλληλα. Η προσεχής υλοποίηση, άλλωστε, των αποφάσεων που μας αφορούν, δεν είναι το τέλος των προσπαθειών που χρειάζεται να καταβάλουμε για να ξεφύγουμε από τη μέγγενη της ύφεσης, στην οποία είμαστε παγιδευμένοι  για πέμπτη συνεχή χρονιά. Είναι το μέσον ενός μαραθωνίου που απλώς έγινε, πλέον, πιο βατός και δημιουργεί τις συνθήκες για να συνεχίσουμε να πορευόμαστε.
Με το «κούρεμα» του χρέους και τη μείωση των επιτοκίων «κερδίσαμε χρόνο και πήραμε μια βαθιά ανάσα», για να χρησιμοποιήσω μια φράση του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Αντώνη Σαμαρά, που έχει την αξία της, συγκρινόμενη με την προηγούμενη στάση του, αλλά και με τις θέσεις που διατυπώνουν πολλά στελέχη του χώρου του, που, μάλλον σκόπιμα,  παραγνωρίζουν ότι οι αποφάσεις αυτές λήφθηκαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο την παραμονή της αντικατάστασης της προηγούμενης κυβέρνησης.
Όσοι, άλλωστε, δεν αρέσκονται στην ισοπέδωση των πάντων, αναγνωρίζουν ότι την τελευταία διετία, μαζί με τα πολλά αρνητικά που μας συνέβησαν, έγιναν και αρκετά θετικά  που θα βοηθήσουν στη συνέχιση των προσπαθειών. Μπορεί, δικαιολογημένα, για τον καθένα από μας το κυρίαρχο να είναι η περικοπή του μισθού ή της σύνταξής του, η αναδουλειά, η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα, έγιναν, όμως, την ίδια περίοδο  και γίνονται αλλαγές που μπορεί να περιορίσουν πολλές από τις αρνητικές συνέπειες που βιώνουμε.
Ποιος, για παράδειγμα, μπορεί να διαφωνήσει ότι, παρά την κινδυνολογία στην οποία έχουν επιδοθεί οι συνδικαλιστικές ηγεσίες γιατρών και φαρμακοποιών, ο περιορισμός της φαρμακευτικής δαπάνης, στην οποία η χώρα μας, υπήρξε παγκόσμια πρωταθλήτρια, θα αποβεί, εν τέλει υπέρ του κοινωνικού συνόλου, το οποίο «επιδοτούσε» τα κέρδη των φαρμακευτικών εταιριών που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας και την καλοπέραση γιατρών που υπερσυνταγογραφούσαν;
Ποιος, επίσης, μπορεί να αρνηθεί την ανάγκη να γίνουν παρεμβάσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, όταν αποτελεί διαπιστωμένη πραγματικότητα η εκτεταμένη ανομίας και αρνησιδικία,  από τα ελληνικά δικαστήρια, τα οποία ασχολούνται με δευτερευούσης σημασίας ζητήματα, όπως η έκδοση διαζυγίων, την ίδια ώρα που ο αδικημένος πολίτης συνωστίζεται στις δικαστικές αίθουσες, αντιμέτωπος με συνεχείς αναβολές και που, αν σταθεί τυχερός και εκδικαστεί η υπόθεσή του, πριν από την παραγραφή, περιμένει μήνες για να μάθει την ετυμηγορία;
Ποιος, εξάλλου, μπορεί να μην επικροτήσει  την απαρχή της πάταξης χρόνιων παθογενειών και φαινομένων, όπως οι ανάπηροι «μαϊμού» που στερούν πόρους από τους συνανθρώπους μας που έχουν πραγματική ανάγκη από την κοινωνική αλληλεγγύη, ή η προκλητική φοροδιαφυγή συγκεκριμένων επαγγελματικών κατηγοριών που μεταθέτουν τα βάρη τους στους ειλικρινείς φορολογούμενους και τα συνήθη υποζύγια που είναι οι μισθωτοί;
Είναι βέβαιο ότι, αν κινήσεις αυτού του είδους είχαν ξεκινήσει νωρίτερα, θα είχαμε αποφύγει ένα, τουλάχιστον, μέρος από τις επώδυνες οριζόντιες περικοπές, οι οποίες αδίκως πλήττουν τη μερίδα εκείνη των συμπολιτών μας που δεν συμμετείχε στο πολύχρονο «πάρτι» της κατασπατάλησης των δανεικών με προμήθειες και μίζες. Και επίσης η χώρα μας θα διέθετε μεγαλύτερη ευχέρεια χρόνου για να κάνει τις μεγάλες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που βιαίως μας επιβάλλονται από τους δανειστές μας, οι οποίοι αδυνατούν να αντιληφθούν πολλά από όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα και μας συμπεριφέρονται με τρόπο που προσβάλει την εθνική μας αξιοπρέπεια μας.
Ας μη μείνουμε, όμως, πίσω. Ας κοιτάξουμε μπροστά στην αισιόδοξη προοπτική της αρχής του χειμωνιάτικου τέλους. Και ας προετοιμαστούμε για να ευοδωθούν οι ελπίδες και οι προσδοκίες που δημιουργούνται από την επερχόμενη άνοιξη.
          *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Η ελληνική «Βαϊμάρη» και η αέναη αναζήτηση του νέου

Ακόμη και αν το δει κανείς από τη σκοπιά της «αυτοεκπληρούμενης προφητείας», για όλους εκείνους που επί χρόνια προφήτευαν την κατάρρευση του δικομματισμού, αποτελεί, πλέον, γεγονός αναμφισβήτητο ότι ένα νέο πολιτικό τοπίο δημιουργείται στη χώρα, η οποία φαίνεται να ζει τη δική της, χρονικά συμπυκνωμένη, «Βαϊμάρη».
Μόνον οι ανιστόρητες και δογματικά προσηλωμένες στις νεοφιλελεύθερες ιδεολογικές εμμονές τους, ευρωπαϊκές ηγεσίες, δείχνουν να αδυνατούν να κατανοήσουν ότι η γενικευμένη, όσο και παρατεταμένη, κρίση που βιώνει η Ελλάδα, την τελευταία διετία, δεν θα μπορούσε παρά να βρει την αντανάκλασή της στο πολιτικό επίπεδο, όπως, κατ’ αναλογία συνέβη με το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και την επιβολή στην ηττημένη προσβλητικών και ανεφάρμοστων όρων.  
Έτσι, και χωρίς τα δημοσκοπικά ευρήματα, που, ούτως ή άλλως, καταγράφουν εντυπώσεις της στιγμής και τα οποία, μάλιστα, πολλές φορές, ικανοποιούν άλλες σκοπιμότητες, εύκολα διακρίνει κανείς ότι στην ελληνική πραγματικότητα οι δυνάμεις της υπευθυνότητας, της ηπιότητας, της καταλλαγής, της συνεννόησης, της συνεργασίας και της διαπραγμάτευσης βρίσκονται σε φάση υποχώρησης.
Εξίσου ευδιάκριτο είναι πως,  την ίδια ώρα και παρά τον μεγάλο κατακερματισμό που παρατηρείται στην ελληνική κοινωνία, οι δυνάμεις που κερδίζουν έδαφος είναι αυτές που ομνύουν όρκους πίστης στον εθνικό απομονωτισμό, που κάνουν χρήση της υπερβολής και του λαϊκισμού, που καταφεύγουν στις ακρότητες και στις κραυγές, που ενστερνίζονται τη λογική της σύγκρουσης, έστω και αν αυτή επιδιώκεται με, εν πολλοίς, «κατασκευασμένους» εχθρούς.
Η απολύτως δικαιολογημένη τιμωρητική διάθεση που εκφράζεται από την πλειονότητα των  πολιτών κατά όσων οδήγησαν την Ελλάδα στην έσχατη απαξίωση που βρίσκεται αυτή την περίοδο, κινδυνεύει να εξελιχθεί σε μια εκτονωτική διαδικασία, τα οφέλη της οποίας συνωστίζονται για να τα καρπωθούν δυνάμεις και πρόσωπα που εμφορούνται από τις ίδιες νοοτροπίες που είχαν όσοι μας οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση.  
Όποιος, όμως, σηκώνει την ευκαιριακή σημαία του «αντιμνημονιακού» δεν είναι κατ΄ ανάγκην αθώος του αίματος που κύλησε από το έγκλημα που επί χρόνια εξελισσόταν κατά της χώρας. Όπως, επίσης, δεν μπορεί να εκφράζεται το «νέο» από όσους πρωταγωνίστησαν στο «χθες», ούτε, πολύ περισσότερο, από εκείνους που τα πρότυπά τους μάς οδηγούν σε ένα καταδικασμένο παρελθόν, στη συνείδηση, τουλάχιστον όσων διαθέτουν στοιχειώδη μνήμη.  
Η καθολική αντίθεση των πολιτών στο μνημόνιο, δεν συνιστά τη νέα διαχωριστική γραμμή που θέλουν ορισμένοι να ορίσουν. Γιατί, με εξαίρεση, ενδεχομένως, κάποιους ελάχιστους «ταλιμπάν» του νεοφιλελευθερισμού, κανείς δεν επιθυμούσε την επιβολή του ασφυκτικού μνημονιακού κορσέ για να γίνουν οι απαραίτητες αλλαγές και να υπερνικηθεί η σωρεία των εμποδίων που κρατούσαν καθηλωμένη τη χώρα και την καθιστούσαν αντιπαραγωγική.
Τα πελατειακά δίκτυα, οι «μαϊμού» συνταξιούχοι, η γραφειοκρατική παραφροσύνη, οι μίζες και τα φακελάκια, η φοροδιαφυγή, τα «πανωγραψίματα», η σπατάλη του δημοσίου χρήματος και τα προκλητικά προνόμια ορισμένων επαγγελματικών κλάδων ή και προσώπων που είχαν τον τρόπο τους, είναι φαινόμενα, από τα οποία απαιτείτο να απαλλαγούμε πολύ πριν μας επιβληθεί το μνημόνιο.    
Δεν βλέπω, ωστόσο, πολλούς από τους όσους υποδύονται τους «αντιμνημονιακούς» ηγήτορες να θέτουν αυτά τα ζητήματα στη δημόσια συζήτηση και να ζητούν την απαλλαγή της κοινωνίας μας από αυτού του είδους τις κακοδαιμονίες, που, αν τις περιορίζαμε δραστικά, θα ελπίζαμε να απαλλαγούμε μια ώρα αρχύτερα από τον μνημονιακό κορσέ, ώστε να πάρουμε, ως Έθνος, τις τύχες μας στα χέρια μας.
  Δεν το κάνουν, όμως, ίσως επειδή αρκετοί από τους εν λόγω ηγήτορες περιλαμβάνονται μεταξύ εκείνων που «σιτίζονται από το Πρυτανείο». Έχω, μάλιστα, υπόψη μου ορισμένους που εξακολουθούν να σιτίζονται πλουσιοπάροχα από τον κρατικό «μπεζαχτά» και, την ίδια ώρα, εμφανίζονται στις τηλεοπτικές οθόνες να χύνουν κροκοδείλια δάκρυα υπέρ του φτωχού συνταξιούχου και του άμοιρου ιδιωτικού υπαλλήλου που βλέπουν τους μισθούς και τις συντάξεις τους να μπαίνουν στην «προκρούστεια κλίνη» των οριζόντιων περικοπών.
Αναμφίβολα, η πάλη του νέου με το παλαιό είναι αέναη, με ζητούμενο, κάθε φορά, ποιο θα επικρατήσει. Σε συνθήκες, όμως, κρίσης χρειάζεται περισσότερη αναζήτηση για το τι είναι πράγματι «παλαιό» και τι εμφανίζεται ως «νέο». Και επειδή «παρθενογένεση» δεν υπάρχει, ας προσέξουμε, τουλάχιστον, να αποφύγουμε τις επικίνδυνες παγίδες που κρύβουν τα πισωγυρίσματα.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Οι «τζάμπα μάγκες» και οι «φίλοι του... κοσμάκη»

Δεν παρακολουθώ συστηματικά τα λεγόμενα «πρωινάδικα» της τηλεόρασης. Για την ενημέρωσή μου, το πρωί, προτιμώ το ραδιόφωνο, που είναι πιο χαλαρό μέσο και οι περισσότεροι άνθρωποι που το υπηρετούν είναι πιο ψύχραιμοι, επειδή, προφανώς, δεν έχουν το άγχος να κραυγάσουν για λίγες περισσότερες μονάδες τηλεθέασης, τις οποίες θα καταγράψουν αν δείξουν ότι είναι περισσότερο «φίλοι του κοσμάκη» από τους ανταγωνιστές τους στον «απέναντι» τηλεοπτικό δίαυλο.
Την εμπεδωμένη αυτή άποψή μου επιβεβαίωσε ένας από τους γνωστούς συντελεστές πρωινάδικου, ο Δημήτρης Καμπουράκης του Mega, ο οποίος στο ιστολόγιο «protagon.gr» συνέδεσε τον τίτλο «Α, να χαθούν(μ)ε», που είχε η ανάρτησή του, με το εξής σχόλιο: «Πόσο ταιριάζει με όλους εμάς τους υποκριτές ενημερωτάνθρωπους, που αφού εκφράσουμε μέσα στα γραφεία μας την ανησυχία μας μήπως δεν περάσουν τα μέτρα, βγαίνουμε στο γυαλί και σκίζουμε τα ιμάτια μας για τον κοσμάκη που οδηγείται σε αργό θάνατο».
Εκείνοι που υποδύονται τους «φίλους του κοσμάκη», δεν είναι, δυστυχώς, εγκατεστημένοι μόνον στα «πρωινάδικα». Τους συναντά κανείς, καθ΄ όλο το εικοσιτετράωρο και σε όλους τους τηλεοπτικούς διαύλους, συμπεριλαμβανόμενου του καναλιού της Βουλής που μεταδίδει τις εργασίες του Κοινοβουλίου. Τους βρίσκεις, και αυτό είναι το χειρότερο, συχνά στα κοινοβουλευτικά έδρανα, όπου κάθονται αρκετοί που άλλα παραδέχονται όταν είναι εκτός αιθούσης και άλλα λένε όταν βρεθούν στο βήμα ή ενώπιον ενός μικροφώνου.
Δεν είναι στις προθέσεις μου να «δαιμονοποιήσω» τις απόψεις όλων όσοι καταψήφισαν την Κυριακή το επιβληθέν από τους δανειστές μας σκληρότατο οικονομικό πρόγραμμα. Ιδίως δε όσους ήταν συνεπείς με προηγούμενες τοποθετήσεις τους. Δεν μπορώ, όμως, να μην στηλιτεύσω εκείνους που ψήφισαν, χωρίς να αντιπαραβάλλουν εναλλακτική πρόταση στον ξαφνικό θάνατο της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας. Και κινήθηκαν με μόνο γνώμονα είτε την επανεκλογή τους, είτε την προσωπική τους διάσωση, αγνοώντας τα πραγματικά δεδομένα της οικονομικής κρίσης και παραβλέποντας τα υπαρκτά διακυβεύματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η χώρα, αλλά και ο κάθε πολίτης χωριστά.
Σε αντίθεση με τον «κάθε τυχάρπαστο που έχει βρει ένα μικρόφωνο, για να λέει ό,τι του κατέβει», κατά την έκφραση του Γιώργου Παπανδρέου, οι βουλευτές, ιδίως σε αυτές τις κρίσιμες ώρες, απαιτείται να είναι υπεύθυνοι. Και δεν πρέπει να επηρεάζονται, επειδή «επίδοξοι πολιτευτές, προσπαθούν να (τους) υπερκεράσουν σε αντιμνημονιακή ρητορεία», όπως, αν και καθυστερημένα, σωστά επεσήμανε ο Αντώνης Σαμαράς, αποδοκιμάζοντας όσους «ανεύθυνα και ανέξοδα παριστάνουν τους "βασιλικότερους του βασιλέως"» και δεσμευόμενος πως «ούτε τζάμπα επαναστάτες, ούτε τζάμπα μάγκες θέλω για υποψηφίους».
Αν εξαιρέσει κανείς εκείνους που αρέσκονται στις θεωρίες του τύπου «μεγάλη αναστάτωση, ωραία κατάσταση», είναι βέβαιο πως οι περισσότεροι από τους αρνητές, προεξοφλούσαν ότι δεν θα επέλθει η επαπειλούμενη ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, επειδή κάποιοι άλλοι θα αναλάμβαναν  το βάρος να την αποτρέψουν. Γι΄ αυτό και «τζόγαραν» και εξακολουθούν να «τζογάρουν» με το «όχι» που ακούγεται ευχάριστα σε πολλά αυτιά απογοητευμένων, αγανακτισμένων και οργισμένων συμπατριωτών μας που είδαν τις ζωές τους να αναστατώνονται και την αβεβαιότητα να μην έχει τέλος.
Δικαιολογημένα, μάλλον, πολλοί συμπολίτες μας, βοηθούσης και της εκτεταμένης παραπληροφόρησης που εκπέμπεται από πολλές πλευρές, δυσκολεύονται να συνειδητοποιήσουν τις πραγματικές συνέπειες μιας ενδεχόμενης χρεοκοπίας. Βλέπετε, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στις θετικές, οι κοινωνικές επιστήμες, όπως είναι τα οικονομικά και, φυσικά, η πολιτική επιστήμη, δεν μπορούν να αναπτυχθούν σε συνθήκες εργαστηρίου, ούτε να γίνουν πειράματα πριν από τις εφαρμογές των διαφόρων θεωριών που «συλλαμβάνονται» από ειδικούς και μη.
Στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, για να κριθεί αν μια θεωρία είναι καλή ή κακή, πρέπει πρώτα να εφαρμοστεί στην πράξη. Επίσης, ακόμη και σε παρόμοιες καταστάσεις, ο παράγων άνθρωπος, που βρίσκεται το επίκεντρο της πολιτικής και της οικονομίας, δεν επιτρέπει να εκδίδονται ασφαλή συμπεράσματα για τις συμπεριφορές. Πόσω μάλλον όταν δεν υπάρχουν ανάλογες συνθήκες και, εν προκειμένω, το πρόβλημα της Ελλάδας, μιας υπερχρεωμένης χώρας χωρίς δικό της νόμισμα, δεν έχει ιστορικό προηγούμενο.
Μοιραία, λοιπόν, για να ξέρουμε τα πραγματικά δεδομένα της χρεοκοπίας, θα πρέπει να ζήσουμε. Ζώντας την, όμως, δεν υπάρχει επιστροφή. Γι΄  αυτό και θεωρώ πως είχε δίκιο ο Γιώργος Παπανδρέου, επισημαίνοντας στην ομιλία του στην ΚΟ του ΠΑΣΟΚ πως «είναι πολιτικά άχαρο να προλαβαίνεις μια πολεμική σύγκρουση, γιατί κανένας δεν το αναγνωρίζει, αφού η σύγκρουση ποτέ δεν υπήρξε, ενώ εκείνοι που λύνουν συγκρούσεις, παίρνουν και Νόμπελ», εις βάρος, προφανώς, εκείνων που υπέστησαν τις συνέπειες της πολεμικής σύρραξης.
Εξίσου εύστοχη βρήκα την επισήμανση του Αντώνη Σαμαρά, προς τους βουλευτές της ΝΔ, ότι «την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία δεν την επιλέγεις, σού 'ρχεται. Δεν την κάνεις εσύ, σου επιβάλλεται. Μπορεί να μην είναι εφικτό να μας βγάλουν από το ευρώ, αλλά μπορούν να μας υποχρεώσουν μόνοι μας να ζητήσουμε να φύγουμε. Και τότε πια είναι πολύ πιθανό να συμβούν και τα δύο πράγματα που πρέπει να αποφύγουμε: και η λεηλασία της χώρας και η διάλυση της κοινωνικής συνοχής».   
Δεν μου αρέσει να πηγαίνω πίσω, ούτε να περιαυτολογώ, αλλά, αισθάνομαι την ανάγκη να πω ότι παραμένουν επίκαιρα πολλά από όσα είχα περιγράψει σε ένα προηγούμενο σημείωμα της στήλης με τίτλο «Τι μας επιφυλάσσουν οι "δραχμολάγνοι"»  («Θεσπρωτική» 28/12/2011 ή στο http://topikakaiatopa.blogspot.com/2011/12/blog-post_28.html). Το μόνο που μπορώ να προσθέσω, ενάμισι μήνα μετά, είναι ότι είμαι ανοιχτός σε όλες τις απόψεις, αλλά παραμένω «κουμπωμένος» όταν έχω να αντιμετωπίσω «τζάμπα μάγκες» που παριστάνουν τους «φίλους του κοσμάκη».  

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Για την Ιόνια Οδό και τον Ε 65

 
Εισήγηση του περιφερειακού συμβούλου Θεσπρωτίας, με την παράταξη «Ήπειρος, Τόπος Να Ζεις», Γρηγόρη Τζιοβάρα στη συνεδρίαση της 13ης Φεβρουαρίου 2012 για την Ιόνια Οδό και τον Ε 65

«Αν κάπου γίνεται απολύτως απτή η βαθιά οικονομική κρίση είναι στο θέμα που απασχολεί τη συνεδρίαση μας, στο μεγάλο ζήτημα με το παρατεταμένο «βάλτωμα» της Ιόνιας Οδού και της Ε 65.
Είναι στα επικίνδυνα πρόχειρα διαχωριστικά κολονάκια της υποτιθέμενης εθνικής οδού που μας συνδέει με τη Νότια Ελλάδα, το ταξίδι προς την οποία, εκτός από πανάκριβο, λόγω των συνεχών διοδίων, είναι και επικίνδυνο.
Είναι στις μισοκατασκευασμένες γέφυρες που χάσκουν και που επειδή έχουν σκουριάσει νομίζει κανείς ότι είναι μισοκαταστραμένες ως αποτέλεσμα βομβαρδισμού.
Είναι, πολύ περισσότερο, στη διαπίστωση πως όλοι εκείνοι που μέχρι πέρυσι εργαζόταν εκεί, βιώνουν το δράμα της ανεργίας και της ανέχειας, που ως μολυσματική ασθένεια μεταδίδεται στο σύνολο του οικονομικού και κοινωνικού φάσματος, αφανίζοντας επιχειρήσεις, καταστρέφοντας καριέρες και ανατρέποντας ζωές.
Τη σημασία αυτών των δύο οδικών αξόνων, την τονίζει η, έστω ανολοκλήρωτη στην περιφέρεια μας, Εγνατία Οδός, τα οφέλη της οποίας είναι λίγα μεν, πλην, όμως, εμφανή σε τομείς της αναπτυξιακής δραστηριότητας της Ηπείρου, όπως ο τουρισμός στα παράλια της Θεσπρωτίας.
Με την ευκαιρία αυτή, θέλω να επαναφέρω για μια ακόμη φορά στο Περιφερειακό Συμβούλιο το καίριο αίτημα της απομονωμένης επαρχίας Φιλιατών να εκπληρωθεί η δέσμευση από την Εγνατία Οδός Α.Ε. και να ξεκινήσει άμεσα η εκπόνηση μελέτης για τη σύνδεση της Ηγουμενίτσας με το Μαυρομάτι Σαγιάδας και τα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Λόγω του γεγονότος, όμως, ότι οι οικονομικές αναπτυξιακές ανάγκες της Ηπείρου είναι στραμμένες προς το Νότο, η προώθηση της Ιόνιας Οδού και του Ε 65 είναι εκείνη που θα αναδείξει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής μας.
Οι δικαιολογίες που προβάλλονται από το αρμόδιο υπουργείο, πως το πρόβλημα της εγκατάλειψης των εγκατεστημένων εργοταξίων έχει να κάνει με τα προβλήματα ρευστότητας των τραπεζών και την προσπάθεια τους να απεμπλακούν από τις υποχρεώσεις τους, καθώς προεξοφλούν ότι τα έργα δεν είναι βιώσιμα, δεν μας πείθουν.
Όπως δεν μας πείθουν τα λεγόμενα αρμοδίων παραγόντων του υπουργείου, ότι εξετάζεται εναλλακτική πρόταση, ώστε να καλυφθεί η χρηματοδότηση από ευρωπαϊκούς πόρους, καθώς οι κατά καιρούς δοθείσες υποσχέσεις για επανέναρξη των έργων, έχουν πολλάκις διαψευσθεί.
Εμείς θεωρούμε ότι η Περιφέρεια Ηπείρου, σε συνεργασία με τις άλλες περιφέρειες από τις οποίες διέρχονται η Ιόνια Οδός και η Ε 65,  πρέπει να εμπλακεί άμεσα στο ζήτημα του ξεβαλτώματος των δύο αυτών έργων και να μην περιοριστεί στην έκδοση ενός ακόμη ατελέσφορου ψηφίσματος». 

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Εμείς «θα βγάλουμε τα κάστανα από τη φωτιά»

Χρειάστηκε να φθάσει ο «κόσμος στο χτένι» για να ακούσουμε από επίσημα αρχηγικά χείλη –έστω και κατά προσχηματικό τρόπο- πως «για πρώτη φορά γίνεται διαπραγμάτευση» και να δούμε –έστω και για το θεαθήναι- έκτακτες συνεδριάσεις «ξεχασμένων» κομματικών οργάνων , προκειμένου να υπάρξει ευρύτερη συναίνεση για το υπό κατάρτιση σκληρό οικονομικό πρόγραμμα που απαιτούν οι πιστωτές μας, ως προϋπόθεση για να συνεχίσουν να μας χρηματοδοτούν.
Είναι και αυτή μια από τις μεγάλες παθογένειες που ανέδειξε η πρόσφατη γενικευμένη κρίση που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία. Αναφέρομαι στην απουσία πνεύματος συνεργασίας και διαλόγου, ουσιαστικής διαβούλευσης και, κυρίως, διάθεσης για συλλογική δράση έναντι των μεγάλων προταγμάτων που ξεπερνούν τα κατακερματισμένα ατομικά και κλαδικά αιτήματα.
Από τη λειτουργία των κομματικών σχηματισμών έως την καθημερινότητα των μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων –με αποκορύφωμα την πρόσφατη διαπίστωση της αδυναμίας δύο μεγάλων τραπεζικών ομίλων να ισχυροποιήσουν τη θέση τους, ενώνοντας τις δυνάμεις τους-, παρατηρεί κανείς την επικράτηση «μεσσιανικών» συνδρόμων του τύπου «ό,τι πει ο μεγάλος αρχηγός», αλλά και των νοοτροπιών που κατατείνουν στη λογική «κάποιος άλλος να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά».
Κατά τη γνώμη μου, σ΄ αυτό το έδαφος γονιμοποιήθηκαν και θέριεψαν η διαπλοκή, η διαφθορά, τα πελατειακά δίκτυα, ο νεποτισμός, η αυθαιρεσία των ισχυρών, η εκτεταμένη αδιαφάνεια, φαινόμενα που συνέβαλαν καθοριστικά στην απομύζηση του δημοσίου πλούτου, είτε μέσω της κατασπατάλησης των πόρων, είτε μέσω της λαφυραγώγησής τους από δυναμικές μειοψηφίες.
Το φαινόμενο, λοιπόν, μπορεί να μην είναι καινούργιο, αλλά η πολυπλοκότητα της τρέχουσας  κρίσης το έχει διευρύνει, καθώς σε τέτοιες περιόδους αντηχούν πιο εύηχα στα αυτιά των ανθρώπων, που δοκιμάζονται από την ανεργία, τη φτώχεια και την ανέχεια, βαρύγδουπες απλοϊκότητες και εύκολες συνταγές που θέλουν «να πετάξουμε έξω τους μουσαφίρηδες». Καμία αντίρρηση, αλλά μήπως οι «νοικοκυραίοι» δεν είναι έτοιμοι να διαχειριστούν τις τύχες τους και γι΄ αυτό κάλεσαν τους «μουσαφίρηδες»;
Ποιος, για παράδειγμα, δεν θυμάται τις… ηρωικές δηλώσεις σημερινών υπουργών «δεν θα δεχθώ μπάστακες στο υπουργείο μου»; Δηλώσεις που έρχονται από το παρελθόν, όταν κάποιοι εξακόντιζαν βέλη κατά των «χαμηλόβαθμων υπαλλήλων» των Βρυξελλών και κατόπιν, βάζοντας «την ουρά στα σκέλια», νομοθετούσαν στη Βουλή κατά τις επιταγές τους, αλλάζοντας νόμους που οι ίδιοι είχαν ψηφίσει. 
Αποτέλεσμα όλων αυτών, θεωρώ πως είναι η διαχρονική αδυναμία που παρατηρείται για την κατάρτιση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για την έξοδο από την κρίση. Γι΄ αυτό και είμαστε «έρμαια» των πιστωτών μας, οι οποίοι, ευρισκόμενοι αντιμέτωποι με αυτή την πραγματικότητα, γίνονται όλο και πιο απαιτητικοί.
Είναι βέβαιο ότι κανείς δεν κατέχει τη μοναδική «εξ αποκαλύψεως» αλήθεια και, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, η έλλειψη ανοιχτού δημοκρατικού διαλόγου, αφήνει πεδίο δράσης για φαινόμενα ενός ιδιότυπου πολιτικού «χουλιγκανισμού», όπως αυτά που παρατηρούμε γύρω μας και εκφράζονται με τα διχαστικά συνθήματα που εκπέμπονται από πολλές πλευρές.  
Αν οι πολιτικές δυνάμεις δεν αρχίσουν να ασκούνται, πρωτίστως στο εσωτερικό τους, στον εξαντλητικό διάλογο, κανένα πρόγραμμα, που θα επιβληθεί έξωθεν, δεν πρόκειται να αποδειχθεί αποτελεσματικό, όταν εκείνοι που θα κληθούν να το εφαρμόσουν δεν έχουν πιστέψει σε αυτό. Η λογική του να «μας ρίξει κάποιος στη θάλασσα για να μάθουμε κολύμπι» αποδείχθηκε ότι δεν αποδίδει.
Η πολυετής, άλλωστε, συμμετοχή μας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, που ξεκίνησε με τέτοιους όρους, ελάχιστα φαίνεται να συνέβαλε στην αποβολή των βαλκανικών συνδρόμων που μας κατατρύχουν, γεγονός που ίσως εξηγεί τους λόγους για τους οποίους είμαστε «ουραγοί» στα επιτεύγματα και «πρωταθλητές» στις αρνητικές επιδόσεις.  
            Αν η κρίση, λοιπόν, είναι ευκαιρία, ας την αδράξουμε, ξεκινώντας από τον διάλογο, την απαίτηση για λογοδοσία και συνάμα τη διεκδίκηση της συμμετοχής στις αποφάσεις. Εμείς, άλλωστε, θα είμαστε εκείνοι που θα κληθούμε να «βγάλουμε τα κάστανα από τη φωτιά».

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.