Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Πορεία στο άγνωστο…

Όπως στην πραγματική ζωή, έτσι και στην πολιτική, ο θυμός και η οργή δεν υπήρξαν ποτέ καλός σύμβουλος για τη λήψη αποφάσεων. Αυτό, νομίζω, ότι είναι το πρώτο και κύριο συμπέρασμα από τη λαϊκή ετυμηγορία της Κυριακής.
Θεωρώ, γράφοντας και ο ίδιος "εν θερμώ" τούτες τις γραμμές, πως, πέραν πάσης αμφιβολίας, η ψήφος της πλειονότητας των πολιτών που προσήλθαν στις κάλπες, ήταν ένα –δικαιολογημένο, μόνον ως έναν βαθμό- ξέσπασμα οργής και θυμού για το παλαιό πολιτικό σύστημα και τους εκφραστές του.
Μόνον, όμως, που στη θέση του παλαιού και –γιατί όχι;-  χρεοκοπημένου παλαιού συστήματος δεν στήθηκε, κατά την άποψή μου, τίποτε που να δημιουργεί την  προσδοκία  του καινούργιου και ελπιδοφόρου ξεκινήματος που είχε ανάγκη ο τόπος.
Η χώρα πορεύεται, πλέον, στο άγνωστο περιβάλλον της ακυβερνησίας και στα αχαρτογράφητα νερά της πολιτικής αστάθειας, σε τόσο υψηλό βαθμό που εύκολες ερμηνείες ότι αυτό είναι αποτέλεσμα της έλευσης του ΔΝΤ στην Ελλάδα δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα της ύφεσης και της ανεργίας που βιώνουμε.
Όπως και με άλλες ευκαιρίες έχει επισημάνει η στήλη, μια τέτοια ανάλυση συγχέει το αίτιο με το αιτιατό και αγνοεί κατάφωρα την πολυπλοκότητα της δυσμενούς οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης, με την οποία είναι αντιμέτωπη η χώρα.
Το ακόμη χειρότερο, όμως, είναι ότι όταν εκπέμπονται τέτοια «σήματα», καλλιεργείται στην κοινωνία η ψευδής εντύπωση ότι υπάρχουν εύκολες λύσεις, τις οποίες απλώς η εγχώρια πολιτική τάξη δεν επέλεξε.
Με αυτά και με αυτά, οδηγηθήκαμε στην πολυδιάσπαση και στον κατακερματισμό των επιλογών των ψηφοφόρων και στην –άκρως ανησυχητική- ενίσχυση ακραίων αντιπολιτικών και αντιδημοκρατικών δυνάμεων που και μόνον η θέασή τους προκαλεί ανατριχίλα.
Το πλήρες αδιέξοδο που συνιστά η αδυναμία σχηματισμού βιώσιμης κυβέρνησης, ξεπερνά τη σεισμική κατάρρευση του δικομματισμού, που, αν θέλετε, είναι το μικρότερο «κακό» από όσα προέκυψαν από την κάλπη.
Προσωπικά δεν θα είχα καμία αντίρρηση –το αντίθετο, θα εισηγούμην, αν ήταν στην ευχέρειά μου- να αποσυρθούν άμεσα από την σκηνή οι δυνάμεις που άσκησαν κυβερνητική εξουσία και να «αφήσουν τόπο» στους υπόλοιπους.
Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, καθώς από το αλλοπρόσαλλο αποτέλεσμα της κάλπης αναδεικνύεται η αδυναμία και η ανετοιμότητα ανάληψης ευθυνών από τις δυνάμεις που έχουν «εκπαιδευτεί» αποκλειστικά και μόνον σε ασκήσεις διαμαρτυρίας και άρνησης ανάληψης ευθύνης.
Περισσότερο από ποτέ, όμως, τούτη η ώρα είναι ώρα ευθύνης για όλους και το άγνωστο, που πήρε τη θέση του αβέβαιου, πρέπει το γρηγορότερο να φωτιστεί, ακόμη και αν για τούτο χρειαστεί, αργά ή γρήγορα, η προκήρυξη νέων εκλογών που προβάλει ως αναπότρεπτη.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Στις κάλπες… «με λογισμό και μ΄ όνειρο»

            Πολλές οι σκέψεις και ακόμα περισσότερος ο προβληματισμός όλων μας, λίγα εικοσιτετράωρα πριν από τις κάλπες της Κυριακής, στις οποίες καλούμαστε να προσέλθουμε εν μέσω μιας, από πολλές απόψεις, πρωτόγνωρης πολιτικής ατμόσφαιρας, τέτοιας που δυσκολεύεται κανείς να βρει ευθείες αναλογίες στην σύγχρονη ελληνική εκλογική ιστορία.
            Λείπουν οι σταθερές. Απουσιάζουν οι βεβαιότητες. Σπανίζουν τα παραδοσιακά «εργαλεία» με τα οποία ερμηνεύαμε καταστάσεις, αναλύαμε γεγονότα, σταθμίζαμε πρόσωπα, παίρναμε θέση, εκφράζαμε απόψεις. Και, εν τέλει, ρίχναμε την ψήφο μας, άλλοτε με τον πατροπαράδοτο «αταβισμό» και άλλοτε παρασυρμένοι από τις τάσεις της εποχής, ενίοτε και της ηλικίας του καθενός.
            Με λίγα λόγια, τούτες οι εκλογές είναι αλλιώς. Γίνονται με το εκκρεμές, που δημιούργησε η κρίση των τελευταίων ετών, να συνεχίζει να κινείται δαιμονιωδώς, χωρίς να βρίσκει σημείο ισορροπίας. Οι ταλαντώσεις του είναι ακόμη σε πλήρη εξέλιξη και η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, δικαιολογημένα, αδυνατεί να δει την εξισορρόπηση της τροχιάς του που θα αποτελούσε «σήμα» για τη λήξη της αβεβαιότητας.
            Η προεκλογική περίοδος που διανύσαμε, δυστυχώς, αντί να συμβάλει στο να ξεδιαλύνει η ατμόσφαιρα, ενίσχυσε τη σύγχυση του μέσου πολίτη, καθώς μεγάλη μερίδα των πολιτευόμενων, όπως και των μέσων ενημέρωσης, δια των οποίων έγινε, κατά κύριο λόγο, ο διάλογος κομμάτων και υποψηφίων, έδειξαν αδυναμία να ξεφύγουν από τα στερεότυπα του χθες και να συμβαδίσουν με τα νέα προτάγματα.
            Ένα μόνο παράδειγμα νομίζω αρκεί: Συζητήθηκε επί μακρόν το… εύπεπτο και πολιτικά ανούσιο ζήτημα της περίφημης «τηλεμαχίας», ενώ ήταν βέβαιο εξ αρχής ότι δεν θα γινόταν, για προφανείς λόγους που είχαν να κάνουν με την σαφή υπεροχή μιας πλευράς και την αδυναμία μιας άλλης να σταθεί απέναντι. Και να γινόταν, όμως, λίγα πράγματα θα άλλαζαν, όπως έχουν δείξει ανάλογες «κόντρες» στην εγχώρια, αλλά και στη διεθνή, πολιτική σκηνή.     
Την ίδια ώρα –και αυτό είναι το ουσιώδες, κατά τη γνώμη μου- στις τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις δεν τέθηκαν σχεδόν καθόλου προς συζήτηση μεγάλα ζητήματα, όπως επί παραδείγματι, αυτό της φορολογίας. Ένα ζήτημα που αφορά τους πάντες, έχοντες και μη έχοντες. Ένα ζήτημα για το οποίο έπρεπε όλοι μας πριν πάμε την Κυριακή στις κάλπες να ξέραμε επακριβώς –«χαρτί και καλαμάρι», που λέει ο λαός- τι προτείνει κάθε κόμμα να πληρώσει ποιος.
Το πιο αποκαρδιωτικό, όμως, ήταν, ίσως, ότι, σε αρκετές στιγμές αυτής της προεκλογικής περιόδου, είχες την αίσθηση πως οι πολιτευόμενοι που σου απευθυνόταν, δεν είχαν συναίσθηση της πραγματικότητας. Επιχειρηματολογούσαν σα να μην ζούσαν στην Ελλάδα της κρίσης, αλλά σε μια Ελλάδα της δικής τους φαντασίωσης, που αρκούσε «να έρθουν αυτοί στα πράγματα» και, με μια «στάση πληρωμών», όλα θα γινόταν και πάλι ρόδινα και  ανθηρά.
Εντυπωσιακό, επίσης, ήταν το πάθος –για να μην πω μίσος- που απέπνεε ο λόγος ορισμένων υποψηφίων, προερχόμενων κυρίως από τις δυνάμεις του πολιτικού «μικρομεγαλισμού», οι οποίες «τζογάροντας» στην απογοήτευση και στο θυμό των πολιτών, ακολούθησαν,  την πεπατημένη του δόγματος «η κόλαση είναι οι άλλοι!». Λες και οι ίδιοι προήλθαν από παρθενογένεση, λες και δεν ήταν οι περισσότεροι όλο το προηγούμενο διάστημα «τρόφιμοι του πρυτανείου».
Με όλα τούτα, λοιπόν, και με τόσα κόμματα –παλαιά, νέα και αναπαλαιωμένα- να διεκδικούν την ψήφο μας, το ερώτημα είναι: Πως ψηφίζουμε; Σε ποιους εκφράζουμε την προτίμησή σας; Ποιους αγνοούμε; Και ποιους «μαυρίζουμε»; Η γνώμη μου, ως προς αυτό,είναι ξεκάθαρη και οφείλω, νομίζω, να την πω. Και τη λέω, δανειζόμενος ένα στίχο του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού από το ποίημα «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»: Ψηφίζουμε, λοιπόν, «με λογισμό και μ΄ όνειρο».
Ψηφίζουμε «με λογισμό», περίσκεψη, δηλαδή, για την Ελλάδα της κρίσης, την Ελλάδα της ύφεσης και της ανεργίας και τα όσα μας οδήγησαν ως εδώ. Τούτες οι κάλπες είναι, νομίζω, η ευκαιρία, η αφετηρία για να τα αφήσουμε όλα αυτά πίσω. Και να κάνουμε μια νέα αρχή. Χωρίς «τα ψεύτικα μεγάλα λόγια», χωρίς τις αυταπάτες που καλλιεργήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια και χωρίς τις ψευδαισθήσεις στις οποίες επιμένουν ορισμένοι διεκδικητές της ψήφου μας.
Και, συνάμα, ψηφίζουμε «μ΄ όνειρο» για την Ελλάδα που θέλουμε. Την Ελλάδα που ονειρευόμαστε να ζήσουμε εμείς και τα παιδιά μας. Την ευρωπαϊκή χώρα που δεν θα είναι το κλεισμένο στον εαυτό του «ανάδελφον έθνος», ο παρίας των εταίρων του και της διεθνούς σκηνής που απαιτεί να ζήσει με τα δανεικά. Την Ελλάδα που προσπαθεί, που αγωνίζεται, που δημιουργεί. Εν ολίγοις, ψηφίζουμε για την Ελλάδα της ειλικρίνειας, της σταθερότητας και της δημιουργίας.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Καλοί οι Φρανσουά, αλλά, πρωτίστως, για τη Γαλλία

Δεν είχα κλείσει τα είκοσι,  τον Μάιο του 1981, που έγινε η κυβερνητική αλλαγή στη Γαλλία. Με την νεανική ορμή, αλλά και με το κλίμα της περιόδου εκείνης, πανηγύρισα δεόντως, όπως, άλλωστε, και πολλοί άλλοι  Έλληνες, την εκλογή του σοσιαλιστή –θρύλου, για μας τους νέους της εποχής- Φρανσουά Μιτεράν στη γαλλική προεδρία, την οποία –δικαίως- θεωρήσαμε ως προπομπό της επερχόμενης ιστορικής αλλαγής στη χώρα μας.
Τριάντα ένα χρόνια μετά, χαίρομαι που ένας άλλος σοσιαλιστής, ο Φρανσουά -και αυτός- Ολάντ, πήρε προβάδισμα στον προχθεσινό πρώτο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών και είναι πολύ πιθανόν ότι θα καταφέρει να εκθρονίσει τον Νικολά Σαρκοζί από τα Ηλύσια Πεδία στον δεύτερο γύρο που θα γίνει στις 6 Μαΐου, την μέρα που και εμείς εδώ θα ψηφίζουμε για τη δική μας διακυβέρνηση.
Χωρίς διάθεση να υποτιμήσω την αυταπόδεικτη σημασία μιας ενδεχόμενης κυβερνητικής αλλαγής στην Γαλλία, που όλοι αναγνωρίζουν ότι μπορεί να επηρεάσει τους υφισταμένους συντηρητικούς συσχετισμούς που επικρατούν στην Ευρώπη, θέλω να εξομολογηθώ ότι δεν νιώθω να με διακατέχει ο ενθουσιασμός που με είχε συνεπάρει όταν εξελέγη ο Μιτεράν.
Δεν ξέρω αν είναι τα (δικά μου) χρόνια που πέρασαν ή η εποχή που διανύουμε, αλλά αισθάνομαι πολύ συγκρατημένος απέναντι στις προσδοκίες που μπορεί -δικαιολογημένα, ως έναν βαθμό- να προκαλεί, ακόμη και σε συντηρητικά στρώματα του εγχώριου πολιτικού δυναμικού, η πιθανολογούμενη μετατροπή του σημερινού ευρωπαϊκού διδύμου κορυφής από «Μερκοζί» σε «Μερκολάντ».
Είναι γνωστό ότι ο σοσιαλιστής υποψήφιος υποσχέθηκε προεκλογικά ότι θα θέσει βέτο στην επικύρωση του περίφημου συμφώνου δημοσιονομικής πειθαρχίας, που καθιερώνει τον λεγόμενο «χρυσό κανόνα», ο οποίος απαγορεύει το έλλειμμα στους εθνικούς προϋπολογισμούς, και  με περισσή επιμονή επέβαλε σε όλη την Ευρώπη η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ.
«Αν το Σύμφωνο δεν περιέχει μέτρα για την ανάπτυξη , δεν θα υποστηρίξω την επικύρωσή του από την Εθνοσυνέλευση. Αυτή την υπόσχεση έχω δώσει στους Γάλλους και θα την τηρήσω», δήλωσε ο κ. Ολάντ, ο οποίος πρόσθεσε ότι δεν αισθάνεται ότι θα βρεθεί «απομονωμένος στην Ευρώπη», στην οποία, ως γνωστόν, τον τόνο δίνει η κ. Μέρκελ και η πλειοψηφία των συντηρητικών κυβερνήσεων.
Υπό άλλες, βεβαίως, συνθήκες, ο Φρανσουά Μιτεράν πριν από τρεις δεκαετίες επεχείρησε στην αρχή της προεδρικής θητείας του να εφαρμόσει στη Γαλλία «κεϊνσιανές» πολιτικές. Γρήγορα, όμως, υποχρεώθηκε να τις εγκαταλείψει, καθώς οι αδυσώπητες –ακόμη και τότε που δεν υπήρχε το σημερινό επίπεδο παγκοσμιοποίησης- αγορές, αντέδρασαν με βίαιο τρόπο, προκαλώντας υποχώρηση του φράγκου, φυγή κεφαλαίων, επενδυτική άπνοια και εκτίναξη της ανεργίας.
Στον σημερινό, απείρως πιο πολύπλοκο, κόσμο, τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα και τα περιθώρια για τον Φρανσουά Ολάντ πολύ πιο στενά. Η παγκοσμιοποίηση των αγορών, η κρίση δημοσίου χρέους που βαρύνει το σύνολο, σχεδόν, της Ευρώπης και το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, περιορίζουν τη μονομερή εφαρμογή μέτρων οικονομικής πολιτικής. Σε βαθμό τέτοιο που διακηρύξεις, όπως αυτές του πολιτικού του προπάτορα Φρανσουά Μιτεράν για «σοσιαλισμό σε μια χώρα», να μοιάζουν ως απόλυτη ουτοπία.
Επιπλέον, θέλω να υπενθυμίσω, για να μην τρέφουμε αυταπάτες, ότι ο γαλλογερμανικός άξονας βρίσκει δεκαετίες τώρα πεδίο συνεννόησης και συμβιβασμού, ανεξαρτήτως της ιδεολογικής κατεύθυνσης που έχουν οι ένοικοι των Ηλυσίων Πεδίων  και της καγκελαρίας. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω από κοντά, το 1995, μια από τις τελευταίες ομιλίες του Φρανσουά Μιτεράν, έμπλεη με τα ευρωπαϊκά του οράματα, αλλά εκείνο που κυριάρχησε τα επόμενα χρόνια ήταν οι επιταγές του Μάαστριχτ που είχαν συνυπογράψει με τον Χέλμουτ Κολ. 
Όπως, επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα πολεμικά αεροσκάφη Μιράζ που παραγγείλαμε στη δεκαετία του ΄80, στη, σωστή, προσπάθεια που κατέβαλε η τότε ελληνική κυβέρνηση, να μην εξαρτώμεθα μόνον από τις ΗΠΑ στην προμήθεια αμυντικού υλικού, τα πληρώσαμε κανονικά και δεν μας έγινε καμία ειδική έκπτωση, επειδή οι κυβερνήσεις των δύο χωρών είχαν τους ίδιους θεωρητικούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς. 
Έτσι, σε κάθε περίπτωση, όπως η εκλογή του Φ. Μιτεράν ήταν, πρωτίστως, καλή –ή, ίσως κατ΄ άλλους, κακή- για την Γαλλία και, δευτερευόντως, για την υπόλοιπη Ευρώπη, το ίδιο, πιστεύω, ότι ισχύει και για το νέο πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας. Εφόσον θα είναι ο Φρανσουά Ολάντ, δημιουργούνται, αναμφισβήτητα, ελπίδες για ένα καλύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον απέναντι στη χώρα μας. Αλλά, όπως επανειλημμένα έχω επισημάνει από αυτή τη στήλη, τα βασικά προβλήματα της Ελλάδας η εγχώρια πολιτική τάξη θα κληθεί να τα αντιμετωπίσει.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Αλήθεια ή... κοβάλτιο;


          Μέσα σε ένα πολλαπλώς νεφελώδες τοπίο οδηγούμαστε στις κάλπες της 6ης Μαΐου, οι οποίες, σύμφωνα με το στερεότυπο του... συρμού, συνιστούν την πλέον κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση της μεταπολιτευτικής περιόδου.
          Προσπερνώντας, ωστόσο, τα συνήθη κλισέ που χρησιμοποιούν στη δική τους αργκό οι πολιτικοί αναλυτές περί της κρισιμότητας της επιλογής των πολιτών, αν υπάρχει, κατά τη δική του προαίρεση, ένα διαφοροποιό στοιχείο σε αυτή την αναμέτρηση, δεν είναι άλλο από το τέλος της μεγάλης αυταπάτης που θα επέλθει την επαύριο αυτών των εκλογών.
          Όποια και αν είναι, εν τέλει, η επικείμενη λαϊκή ετυμηγορία, το μόνο βέβαιο είναι ότι στις 7 Μαΐου, ο τόπος θα πρέπει να κυβερνηθεί. Και βασική προτεραιότητα της κυβέρνησης που θα επιλέξει ο ελληνικός λαός θα έχει την ομαλή προσγείωση στην πραγματικότητα μιας δυσμενούς κατάστασης. Μια πραγματικότητας που το πρώτο βήμα για να αρχίζει να αλλάζει είναι η αναγνώριση και η συλλογική συνειδητοποίησή της. Να την κοιτάξουμε, δηλαδή, κατάματα και χωρίς παραμορφωτικούς -κομματικούς ή άλλους- φακούς.
          Δυστυχώς, όμως, αυτή την αναγκαιότητα, υπάρχουν ακόμη πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που -ηθελημένα ή αθέλητα- αρνούνται να την παραδεχτούν, πιστεύοντας, ή παριστάνοντας ότι πιστεύουν, πως τα τελευταία δυο χρόνια ζούμε απλώς ένα κακό όνειρο, έναν εφιάλτη από τον οποίο θα ξυπνήσουμε και, αίφνης, θα επιστρέψουμε στην προ του 2008 κατάσταση, απαλλαγμένοι δια μιας από τις βασανιστικές επιπτώσεις της πενταετούς εξουθενωτικής ύφεσης.
          Σε αυτού του είδους τις ψευδαισθήσεις αποφασιστικά συμβάλλει ο πολιτικός λόγος της ευκολίας που από πολλές πλευρές εκπέμπεται (και) σε αυτή την προεκλογική περίοδο από κόμματα και πολιτικούς που εξακολουθούν να πολιτεύονται με τον παραδοσιακό τρόπο της υπεσχεσιολογίας και της καλλιέργειας ψευδών εντυπώσεων τόσο για τα αίτια της κρίσης όσο και για το τι απαιτείται να γίνει για να την ξεπεράσουμε.
          Αναρωτιέμαι, ειλικρινά, πως μπορει να συνειδητοποιηθεί η πραγματική κατάσταση και να αρχίσει η περιβόητη επανεκκίνηση,  όταν, για παράδειγμα, πολιτικός ηγέτης που φιλοδοξεί να ηγηθεί του επόμενου κυβερνητικού σχήματος, απειλώντας, μάλιστα, ότι θα οδηγήσει τη χώρα σε επαναλαμβανόμενες εκλογικές αναμετρήσεις αν οι πολίτες δεν του δώσουν άμεσα την ευκαιρία, δηλώνει ότι η λύση για την οικονομική υπανάπτυξη θα έρθει μέσα από την εξόρυξη πετρελαίου, χρυσού και κοβαλτίου...
          Το ζήτημα των πιθανών πλουτοπαραγωγικών πηγών που, ενδεχομένως, κρύβει το υπέδαφος της χώρας, είναι από τις χαρακτηριστικότερες αυταπάτες που καλλιεργούνται από τις δυνάμεις του λαϊκισμού και της ευκολίας, οι οποίες κλείνουν πονηρά  το μάτι στους πολίτες, αφήνοντας να εννοηθεί πως όλα θα είναι εύκολα όταν θα έρθουν οι ίδιοι στην εξουσία.
          Ενώ είναι γνωστό ότι οι εικασίες αυτές διαθέτουν από ελάχιστη έως ανύπαρκτη επιστημονική βάση, και, σε κάθε περίπτωση, είναι ζητήματα που για να αποδώσουν χρειάζονται χρόνο και κεφάλαια, έχουν λάβει μυθικές διαστάσεις, τροφοδοτώντας τη φαντασία κυρίως των συμπολιτών μας που αρέσκονται στις θεωρίες συνωμοσίας. Και, το τελευταίο διάστημα, υπό την επήρεια της δημιουργίας νέων σχηματισμών με ακραίο λαϊκιστικό χαρακτήρα, έχουν γίνει αντικείμενο εντονότατου ανταγωνισμού για τη διεκδίκηση της λαϊκής ψήφου.
          Το μεγάλο δυστύχημα είναι ότι αυτού του είδους οι εικοτολογίες, είτε αφορούν τα (υποτιθέμενα) πλούσια κοιτάσματα κοβαλτίου, όπως, άλλωστε και χρυσού, που, ως γνωστόν, όπου και αν ξεκίνησαν επενδύσεις, συνοδεύτηκαν από αντιδράσεις εκπροσώπων τοπικών κοινωνιών, είτε σχετίζονται με την, ακόμη πιο μυθολογικών διαστάσεων, υπόθεση της δικεδίκησης των γερμανικών επανορθώσεων, υιοθετούνται από δυνάμεις όχι μόνον του θεωρούμενου, έως πρόσφατα τουλάχιστον, πολιτικού περιθωρίου, αλλά και του λεγόμενου κυβερνητικού τόξου που θα κληθούν αύριο να αποτελέσουν μέρος της διακυβέρνησης.
          Με αυτά και με άλλα ηχηρά παρόμοια, όπως η αντιμνημονιακή υστερία που καλλιεργήθηκε επί ενάμισι χρόνο πριν από τον σχηματισμό της κυβέρνησης Παπαδήμου, οι σκεπτόμενοι πολίτες αποστρέφονται την πολιτική, ενώ και εκείνοι που εξακολουθούν να τείνουν ευήκοον ους είναι βέβαιο ότι εκπαιδεύονται με τρόπον τέτοιον που απογοτευμένοι θα δυσκολευθούν να προσαρμοστούν στη δύσκολη μετεκλογική πραγματικότητα.
          Γι' αυτό και θεωρώ πως τα κόμματα που έχουν πραγματικό ενδιαφέρον για την διακυβέρνηση, πρώτιστο καθήκον στο διάστημα που απομένει έως τις εκλογές έχουν να πουν την αλήθεια για τα μεγάλα προβλήματα οργάνωσης που αντιμετωπίζει η χώρα τόσο σε ό,τι αφορά τον δημόσιο τομέα όσο και στον ιδιωτικό τομέα παραγωγής. Και, βεβαίως, να παρουσιάσουν εφικτές λύσεις για την αντιμετώπισή τους. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι το διακύβευμα αυτών των εκλογών και έτσι νομίζω ότι πρέπει ο καθένας μας να σταθμίσει την επιλογή του απέναντι και σε κόμματα και σε πρόσωπα.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Η προεκλογική μπουρδολογία και οι μονοεδρικές

Το χρονικό διάστημα πριν από τις εκλογές υπήρξε ανέκαθεν στη χώρα μας περίοδος ασύστολης υποσχεσιολογίας, άκρατης εντυπωσιοθηρίας και, συχνά, μέγιστης πολιτικής μπουρδολογίας. Οι… αμελέτητες προτάσεις, οι ατεκμηρίωτες θέσεις και η εξυπνακίστικη συνθηματολογία διάνθιζαν, παραδοσιακά, τον προεκλογικό λόγο πολλών κομμάτων και ακόμα περισσότερων υποψηφίων που διεκδίκησαν τα προηγούμενα χρόνια την ψήφο μας.
Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς, το παλαιό αυτό φαινόμενο, που σχεδόν, κατά γενική ομολογία, είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες, που, λειτουργώντας σωρευτικά, μας οδήγησε στην τωρινή παρατεταμένη κρίση, ότι θα περιοριζόταν. Πολύ περισσότερο που αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία για τα αισθήματα γενικευμένης απαξίωσης που εκδηλώνεται σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας έναντι του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος και δεν περιορίζεται, όπως επιχειρούν να μας πείσουν ορισμένοι, στον αποκαλούμενο «δικομματισμό».
Τα σκέπτομαι όλα αυτά, καθώς διαβάζω σε πρωτοσέλιδο κυριακάτικης εφημερίδας την… περισπούδαστη πρόταση που διατυπώνει, μέσω συνέντευξής του, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας για τις μονοεδρικές περιφέρειες (μια από τις οποίες, ως γνωστόν, είναι και η Θεσπρωτία, που, μαζί με τη Φωκίδα, προστέθηκαν το 2004 στις περιφέρειες Γρεβενών, Ευρυτανίας, Ζακύνθου, Λευκάδας, Κεφαλονιάς και Σάμου, που είχαν από παλαιότερα έναν βουλευτή). «Είναι οκτώ έδρες, ας μην τις χαρίσουμε ούτε στο ΠΑΣΟΚ ούτε στη ΝΔ», δηλώνει ο κ. Τσίπρας, ισχυριζόμενος πως «μια σύμπραξη, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΔΗΜΑΡ, Οικολόγων στις μονοεδρικές μπορεί να είναι πρώτη δύναμη στις μονοεδρικές και να αφαιρέσουν έστω οκτώ έδρες από τα κόμματα του μνημονίου».
Διαβάζοντας τη συνέντευξη, δυσκολεύτηκα να αποφασίσω ποιο είναι το χειρότερο με τη… «γαλαντόμα» πρόταση του κ. Τσίπρα, ο οποίος, λέει ότι, θέλει για το δικό του κόμμα του μόνον μια μονοεδρική και «χαρίζει» στους άλλους σχηματισμούς τις άλλες επτά έδρες. Συνιστά, άραγε, απλώς, έναν από τους συνήθεις προεκλογικούς ελιγμούς που στόχο έχει να εκθέσει τα άλλα κόμματα, στα οποία υποτίθεται ότι απευθύνεται η πρόσκληση για σύμπραξη, κατά το γνωστό «τζόγος να γίνεται»; Ή, όπερ και το πιθανότερο, καταδεικνύει, απλώς, το απροσμέτρητο βάθος της άγνοιας ενός πολιτικού αρχηγού για βασικά στοιχεία της ισχύουσας εκλογικής νομοθεσίας;
Είναι αλήθεια ότι, σύμφωνα με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο -το Προεδρικό Διάταγμα υπ΄  αριθμ. 26 (ΦΕΚ Α' 57/15/03/2012), για όποιον έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον-, «η έδρα των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών καταλαμβάνεται από τον εκλογικό σχηματισμό που συμμετέχει στην κατανομή των βουλευτικών εδρών (...) και έχει λάβει τα περισσότερα έγκυρα ψηφοδέλτια στην εκλογική αυτή περιφέρεια».
Με αυτό το δεδομένο, μπορούν, πράγματι, σε απολύτως θεωρητική βάση, κάποια κόμματα να μην κατεβάσουν ψηφοδέλτια σε ορισμένες εκλογικές περιφέρειες - τις μονοεδρικές, εν προκειμένω-  και να καλέσουν τους ψηφοφόρους τους να ψηφίσουν το συνδυασμό που θα έχει εκεί ένα άλλο κόμμα. Να ακολουθηθεί, δηλαδή, μια παραλλαγή της κοινής καθόδου με «ανεξάρτητα» ψηφοδέλτια στις μονοεδρικές που έκαναν το Νοέμβριο του 1989 και τον Απρίλιο του 1990 το ΠΑΣΟΚ και ο ενιαίος, τότε, Συνασπισμός για να εμποδίσουν την αυτοδυναμία της ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Ακόμη, όμως, και αν αντιπαρέλθει κανείς την πολιτική παραδοξότητα να βρεθούν οπαδοί του ΚΚΕ να ρίχνουν στην κάλπη το ψηφοδέλτιο των Οικολόγων ή, ακόμη χειρότερα, του κόμματος του Φώτη Κουβέλη, με πιθανό υποψήφιο έναν πρώην βουλευτή του ΠΑΣΟΚ (!), η ετερόκλητη αυτή «σύμπραξη» δεν πρόκειται να επιφέρει κανένα εκλογικό κέρδος στους ευκαιριακούς συμμάχους, αν δεν τους προκαλέσει και συνολική ζημιά.
Ο εκλογικός νόμος που ψηφίστηκε το 2004 από τον, τότε, υπουργό Εσωτερικών Κώστα Σκανδαλίδη και εφαρμόστηκε στις εκλογές του 2007 και του 2009, είναι από τους απλούστερους που υπήρξαν ποτέ και με μια τροποποίηση που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ –με την οποία αυξήθηκε, επί υπουργίας Προκόπη Παυλόπουλου, το «μπόνους» προς το πρώτο κόμμα από 40 σε 50 έδρες- θα εφαρμοστεί και στις επερχόμενες εκλογές. Και, πάντως, το σύστημα κατανομής των εδρών που προνοεί δεν έχει καμία σχέση με το προαναφερόμενο της περιόδου 89-90, οπότε ίσχυε εντελώς διαφορετικός εκλογικός νόμος.
Με τον ισχύοντα νόμο, λοιπόν, «για τον καθορισμό των εδρών που δικαιούται κάθε εκλογικός σχηματισμός», που θα ξεπεράσει το 3% των εγκύρων ψηφοδελτίων πανελλαδικά, «το σύνολο των ψήφων που συγκέντρωσε στην Επικράτεια πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό 250». Κατόπιν «το γινόμενο τους διαιρείται με το άθροισμα των έγκυρων ψηφοδελτίων που συγκέντρωσαν στην Επικράτεια όσοι σχηματισμοί συμμετέχουν στην κατανομή των εδρών» και «οι έδρες που δικαιούται κάθε σχηματισμός στην Επικράτεια είναι το ακέραιο μέρος του πηλίκου της διαίρεσης».
Με άλλα λόγια, οι 250 από τις 300 έδρες του ελληνικού Κοινοβουλίου μοιράζονται κατά απόλυτο αναλογικό τρόπο στα κόμματα που ξεπερνούν το 3%. Έτσι, ο τελικός αριθμός των βουλευτικών εδρών που θα έχει κάθε κόμμα στη νέα Βουλή, δεν επηρεάζεται από τον αριθμό των μονοεδρικών, στις οποίες θα έρθει πρώτο, καθώς οι έδρες αυτές, όπως και εκείνες του ψηφοδελτίου Επικρατείας, προσμετρούνται στο σύνολο των βουλευτών που θα εκλέξει.
Υπό αυτή την έννοια, δεν υφίσταται η έννοια της «χαμένης ψήφου», που υπονοεί η πρόταση Τσίπρα, αφού, εξαιρουμένου του (όντως «καλπονοθευτικού», αλλά σημαντικού για να προκύψει κυβερνητική λύση) «μπόνους» των 50 εδρών,  κάθε ψηφοδέλτιο σε κόμμα που παίρνει το «εισιτήριο» για τη Βουλή είναι απολύτως ισοδύναμο και μετρά το ίδιο σε όποια εκλογική περιφέρεια και αν δοθεί. Γιατί, τότε, υποβάλλει ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ τη συγκεκριμένη πρόταση; Ε, για τον ίδιο λόγο και με την ίδια… μελέτη που λέει όλα τα υπόλοιπα…

 *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Από την απραξία στους… «γιαλαντζί Σαρκοζί»


Στις αρχές του 2011, το ελληνικό Κοινοβούλιο ψήφισε, με σχετικά σύντομες διαδικασίες, έναν ακόμη νόμο και συγκεκριμένα τον ν. 3907, με τον οποίο εναρμονίστηκε το ελληνικό δίκαιο με τις προβλέψεις ευρωπαϊκής οδηγίας του 2008 που καθιέρωσε «κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη – μέλη της ΕΕ για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών».
Ήταν η περίοδος που το οξύ μεταναστευτικό πρόβλημα, που αντιμετωπίζει εδώ και δύο δεκαετίες η χώρα μας, όπως και όλος ο ευρωπαϊκός νότος που συνορεύει με την Ασία και την Αφρική, βρισκόταν σε έξαρση, τόσο στις πύλες εξόδου προς την Ευρώπη, δηλαδή στα λιμάνια της Πάτρας και της Ηγουμενίτσας, όσο και στο κέντρο της Αθήνας, με τις συγκρούσεις ακραίων ομάδων στον Άγιο Παντελεήμονα, αλλά και τις προκλητικές πρωτοβουλίες μεταφοράς μεταναστών χωρίς νόμιμα έγγραφα σε χώρους πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
Με αφορμή την κατάσταση στην Ηγουμενίτσα και σε συνεννόηση με την παράταξή μου, προκάλεσα, στις 9 Φεβρουαρίου 2011, συζήτηση στο νεοσύστατο, τότε, Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου, υποβάλλοντας πολύ συγκεκριμένες προτάσεις, μια από τις οποίες ήταν ότι «η Περιφέρεια Ηπείρου, μέσω κυρίως της Κοινωνικής Επιτροπής, αλλά όχι μόνον, πρέπει να προετοιμαστεί άμεσα και να πιέσει προς κάθε κατεύθυνση για την έγκαιρη ενεργοποίηση του νόμου που ψηφίστηκε τις προηγούμενες εβδομάδες από τη Βουλή».
Εξήγησα, απευθυνόμενος στο Συμβούλιο, ότι «ο νόμος αυτός, μεταξύ άλλων, προβλέπει τη δημιουργία Περιφερειακών Επιτροπών Ασύλου, μια από τις οποίες θα λειτουργήσει εδώ στην έδρα μας, όπως και Κέντρων Υποδοχής, για τα οποία θα πρέπει να έχει άποψη η Περιφέρεια και να υποδείξει –εφόσον θεωρηθεί αναγκαίο- άμεσα κατάλληλους χώρους», τονίζοντας, καταληκτικά, πως «αν θέλουμε να δικαιώσουμε το ρόλο μας, το μόνο που δεν μπορούμε να κάνουμε είναι να μένουμε θεατές των εξελίξεων».
Όπως ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί, παρακολουθώντας την τρέχουσα ειδησεογραφία, σχεδόν δεκαπέντε μήνες δεν έγινε απολύτως τίποτε. Με αποτέλεσμα ένας ακόμη νόμος του ελληνικού κράτους να παραμένει, μέχρι σήμερα, στα χαρτιά, αφού -για να είμαι δίκαιος- δεν είναι μόνον η Περιφέρεια Ηπείρου που δεν προετοιμάστηκε και μόλις την περασμένη εβδομάδα αποδέχθηκε την περυσινή πρόταση μας. Είναι το αρμόδιο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη που δεν προώθησε την εφαρμογή της νομοθεσίας που το ίδιο ψήφισε και δεν οργάνωσε τις υπηρεσίες που προβλέπονται τόσο για την παροχή ασύλου σε όσους το δικαιούνται, όσο και για την κράτηση και την επαναπροώθηση όσων εισέρχονται στην Ελλάδα για οικονομικούς και μόνον λόγους.
Όλως αιφνιδίως, τις δύο τελευταίες εβδομάδες, το τεράστιο αυτό ζήτημα, επανήλθε στο προσκήνιο, με την απαίτηση του αρμόδιου υπουργού Μιχάλη Χρυσοχοΐδη να υποδειχτούν άμεσα χώροι στην ηπειρωτική Ελλάδα για την λειτουργία κέντρων κράτησης – φιλοξενίας όσων αλλοδαπών βρίσκονται παράνομα στη χώρα και οι οποίοι, στην πλειονότητά τους, βιώνουν απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, περιφερόμενοι στους δρόμους πόλεων και χωριών, αναζητώντας τροφή σε κάδους απορριμμάτων και στέγη σε άθλιες τρώγλες.
Η ανακίνηση του ζητήματος έφερε επίσης στο τηλεοπτικό προσκήνιο αρκετούς από τους πολιτικούς κερδοσκόπους που εμφανίζονται ως «γιαλαντζί» Σαρκοζί, ενώ συνοδεύτηκε και από διαφόρων ειδών ενστάσεις. Κάποιες βάσιμες και υπαρκτές. Οι περισσότερες, όμως, απολύτως προσχηματικές, που ακολουθούν την πεπατημένη δεκαετιών σε αυτή τη χώρα, με τα γνωστά αποτελέσματα της εκτεταμένης ανομίας και ατιμωρησίας, της παγιωμένης αδράνειας και απραξίας, που συναντά κανείς σε όλους τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας.
Ορισμένοι, για παράδειγμα, μίλησαν για επικοινωνιακούς χειρισμούς που εντάσσονται στην προεκλογική στρατηγική των κομμάτων και καθοδηγούνται από την δημοσκοπική άνοδο των ακροδεξιών ομάδων, οι οποίες κάνουν επίδειξη δύναμης στις περιοχές που υπάρχουν πολλοί μετανάστες, οι οποίοι συχνά πέφτουν -αδιάκριτα, μάλιστα, μεταξύ όσων διαμένουν φιλήσυχα και νόμιμα στην Ελλάδα και όσων δεν διαθέτουν τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα- θύματα ρατσιστικών, ακόμη και δολοφονικών επιθέσεων.
Άλλοι, την ίδια ώρα, προέβαλαν την ανθρωπιστική πλευρά του ζητήματος, απορρίπτοντας a priori τη λογική των «στρατοπέδων», που βεβαίως ηχεί άσχημα στα αυτιά κάθε προοδευτικού πολίτη. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η άρνηση δεν συνοδεύεται από εναλλακτική πρόταση που θα κάνει την Ελλάδα να πάψει να είναι το «ξέφραγο αμπέλι», όπου όποιος θέλει μπαίνει, βρίσκει προσωρινό καταφύγιο και παραμένει εσαεί εδώ μέχρι να μπορέσει να βρει, με κάθε τίμημα, διέξοδο προς την υπόλοιπη Ευρώπη.
Δεν έλειψαν, τέλος, κι εκείνοι που, αμφισβητώντας την αποτελεσματικότητα του ελληνικού κράτους, επεχείρησαν να  «τζογάρουν» με τα φοβικά σύνδρομα των πολιτών που ζουν κοντά σε περιοχές που σχεδιάζεται να γίνουν κέντρα φύλαξης, τα οποία, όπως και τα σκουπίδια, τα… θέλουμε όλοι «στην αυλή του γείτονα». Αποσιωπούν το προφανές ότι οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι απείρως μικρότεροι από μετανάστες που έχουν εξασφαλισμένη τροφή, στέγη και περίθαλψη, σε σχέση με τους περιφερόμενους ανέστιους και πεινασμένους που μπορούν να κάνουν ο,τιδήποτε για να επιβιώσουν σε μια χώρα που βρίσκεται σε βαθιά οικονομική κρίση.
Σε κάθε περίπτωση, εκείνο  που, κατά την άποψή μου, –και έτσι τοποθετήθηκα στο Περιφερειακό Συμβούλιο, «καλωσορίζοντας» την πλειοψηφία στο πεδίο της κοινής λογικής- απαιτείται να γίνει είναι να αποφευχθούν αφενός η εμπλοκή του θέματος στις συμπληγάδες της προεκλογικής περιόδου, που θα τροφοδοτήσει τους κάθε λογής «γιαλαντζί» Σαρκοζί, και αφετέρου η προχειρότητα που θα δώσει έδαφος στις δυνάμεις της παραλυτικής αδράνειας. Οργανωμένη δράση, λοιπόν, με συγκροτημένα βήματα και χωρίς άλλες καθυστερήσεις.

 *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Ο... τροχονόμος και τα προεκλογικά επιχειρήματα

Ορισμένοι συμπολίτες μας, όταν βλέπουν τροχονόμο σε ένα σημείο με μεγάλη κίνηση οχημάτων, σπεύδουν να βγάλουν το εύκολο συμπέρασμα ότι για το μποτιλιάρισμα και την επακόλουθη καθυστέρηση, ευθύνεται η παρουσία του οργάνου που ρυθμίζει την κυκλοφορία. Πρόκειται για κλασσική περίπτωση σύγχυσης ανάμεσα στο αίτιο και στο αιτιατό, που μαρτυρά αδυναμία αντίληψης του γεγονότος ότι, αν δεν υπήρξε πρόβλημα, δεν θα χρειαζόταν η παρουσία του τροχονόμου, αφού η κίνηση θα διεξαγόταν ομαλά.
Κάπως έτσι θεωρώ ότι έχουν τα πράγματα με την προπαγανδιστική τακτική που ακολουθούν αρκετοί από τους αντιμνημονιακούς κήνσορες, τόσο τους πρώιμους, προερχόμενους από το χώρο της ΝΔ, και τώρα «μεταμεληθέντες», όσο και τους διαχρονικούς αρνητές της υπαρκτής ελληνικής οικονομικής πραγματικότητας.  Και οι μεν και οι δε, επιχειρώντας να συνδέουν την υπογραφή του μνημονίου και την έλευση της τρόικας στην Ελλάδα με την δεινή οικονομική κρίση που βιώνουμε, οδηγούνται στο πρόχειρο συμπέρασμα ότι η τελευταία είναι το αποτέλεσμα και όχι το αίτιο για την εδώ παρουσία των εκπροσώπων των δανειστών.
 Δεν θέλει, νομίζω, μεγάλη φιλοσοφία για να αντιληφθεί κανείς πόσο απολύτως λανθασμένο είναι ένα τέτοιο συμπέρασμα. Αρκεί να ρίξει μια ματιά στα οικονομικά στοιχεία, όπως αυτά διαμορφώθηκαν, τουλάχιστον, κατά την τελευταία δεκαετία. Την περίοδο αυτή, η Ελλάδα βρέθηκε να έχει καταρρίψει, ταυτοχρόνως, όλα τα ευρωπαϊκά, αν όχι και παγκόσμια,  ρεκόρ στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, στην εκτίναξη του δημοσίου χρέους και –κυρίως- στο έλλειμμα του εμπορικού της ισοζυγίου. Και άλλες χώρες είχαν προβλήματα, αλλά καμία δεν τα είχε όλα μαζί και σε αυτή την έκταση.
Με αφορμή την Εξεταστική Επιτροπή για τα στατιστικά στοιχεία του ελλείμματος που έχει συγκροτηθεί στη Βουλή, χωρίς τη συμμετοχή της ΝΔ, παρακολουθώ με ενδιαφέρον τις «φιλότιμες» προσπάθειες που καταβάλουν για να υπερασπιστούν τη θητεία τους στελέχη της «γαλάζιας» διακυβέρνησης, όπως ο τελευταίος υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών της Γιάννης Παπαθανασίου. Και, κυρίως, την εμμονή τους να αποποιούνται των ευθυνών τους για το γεγονός ότι, παρά τον υπερβολικό δανεισμό στον οποίο κατέφυγαν και τις συνακόλουθα υψηλές δημόσιες δαπάνες, η ελληνική οικονομία είχε ήδη εισέλθει, από το 2008, στη φάση της ύφεσης.
Κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν, πως με αυτό το δεδομένο, μοιραία, στη συνέχεια, από το 2009 και έπειτα, η ύφεση εκτινάχθηκε, αφού τα δανεικά των προηγούμενων χρόνων δεν πήγαν σε παραγωγικές επενδύσεις, που θα ενίσχυαν την αναγκαία εξωστρέφεια της οικονομίας, αλλά σπαταλήθηκαν σε προεκλογικές παροχές, όπως –ποιος ξεχνά αλήθεια;-  τα μέτρα για την ενθάρρυνση, μέσω επιδότησης (!), της αγοράς εισαγόμενων κλιματιστικών και μεγάλου κυβισμού αυτοκίνητων, τα οποία τώρα βγαίνουν μαζικά «στο σφυρί».
Με τέτοια οικονομική πολιτική, όμως, δε μπορούσε παρά οι στρόφιγγες του δανεισμού κάποια στιγμή να έκλειναν, αφού οι δανειστές, αργά ή γρήγορα, θα αντιλαμβανόταν ότι οι πιθανότητες να πάρουν τα χρήματά τους πίσω μειωνόταν. Όπως και έγινε, αφού η χώρα, ακόμη και αν δεν ήταν ήδη σε ύφεση, που σήμαινε απώλεια θέσεων εργασίας, αλλά και εισοδημάτων, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα χωρίς νέα δανεικά, όταν μόνον το 2009 το δημοσιονομικό έλλειμμα, δηλαδή η απόκλιση εισπράξεων και πληρωμών του δημοσίου, ήταν πάνω από 32 δισ. ευρώ.  
Οι ισχυρισμοί πως δήθεν η κυβέρνηση που ανέλαβε τις τύχες της χώρας τον Οκτώβριο του 2009, «φούσκωσε» το έλλειμμα, τάχατες «για να πάμε στο μνημόνιο», δεν νομίζω ότι αντέχουν στην κοινή λογική. Ξέρετε εσείς καμία κυβέρνηση που να μη θέλει να μοιράζει λεφτά και να γίνεται ευχάριστη; Και, δυστυχώς, από αυτό το «αμάρτημα» δεν ξέφυγε ούτε η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, η οποία, ας μην ξεχνάμε, δύο μήνες μετά την έλευση στην εξουσία, μοίρασε –το μισό από το νομοθετικά θεσπισμένο, γιατί μετά προσγειώθηκε ανώμαλα στην πραγματικότητα- επίδομα αλληλεγγύης, αδιακρίτως και χωρίς κανένα έλεγχο κριτηρίων.
Επιστρατεύθηκε, πρόσφατα, μέχρι και ο ανεκδιήγητος πρώην επικεφαλής της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, που είχε γίνει διεθνώς περίγελως με τη «φαεινή ιδέα» που είχε συλλάβει, εισηγούμενος, επί της υπουργίας του Γιώργου Αλογοσκούφη, να αυξηθεί το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), με συνυπολογισμό σε αυτό και των εσόδων από τη φοροδιαφυγή των εκδιδόμενων γυναικών (!), προκειμένου να στηριχθεί η απάτη με τα πλαστά στατιστικά στοιχεία, που ορισμένοι θέλουν να μας πείσουν ότι θα μπορούσε να διαιωνισθεί.     
Μόνον ως αστειότητες μπορούν, εξάλλου, να αντιμετωπιστούν οι ισχυρισμοί ότι δεν υπήρξε πρόνοια να επαναληφθεί το προηγούμενο του «εμπροσθοβαρούς» δανεισμού που έκανε η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, για να αποφευχθεί η προσφυγή στο ΔΝΤ. Ακόμη και αν είχε γίνει κάτι τέτοιο, αυτό που θα συνέβαινε θα ήταν η παράταση λίγων μηνών, αν όχι λίγων εβδομάδων και η περαιτέρω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, λόγω της συνεχιζόμενης αμεριμνησίας.
Το γεγονός ότι, παρά την πρόσφατη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, το περίφημο PSI, μέσω του οποίου διεγράφησαν περισσότερα από 100 δισ. ευρώ, εξακολουθούμε και είμαστε μια από τις πλέον υπερδανεισμένες χώρες στην Ευρώπη, αρκεί, νομίζω, για να αντιληφθεί ο οποιοσδήποτε διαθέτει κοινή λογική ότι το μόνο που δεν χρειαζόταν η Ελλάδα στο τέλος του 2009 και στις αρχές του 2010 , ήταν ο επιπλέον δανεισμός.
Υπό άλλες συνθήκες, όλα αυτά μπορεί, ίσως, να είχαν μόνον ιστορική αξία και να μην μας απασχολούσαν στην παρούσα συγκυρία που το ζητούμενο είναι να ανασκουμπωθούμε και να δώσουμε τη μάχη για να ξεφύγουμε από την παγίδα της ύφεσης. Τα θέτω, όμως, με τούτο το σημείωμα, επειδή πιθανολογώ ότι θα βρεθούν στο επίκεντρο της προεκλογικής περιόδου που διανύουμε και πιστεύω ότι χρειάζεται να αποκρουστεί, ως επικίνδυνη, η επιχειρηματολογία που συγχέει, είτε σκόπιμα, είτε αθέλητα, τις αιτίες με τα αποτελέσματα.
 *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Τα μηνύματα της εσωκομματικής κάλπης

Οι χιλιάδες -πικραμένοι, στην πλειονότητά τους- πολίτες που συμμετείχαν στην εσωκομματική διαδικασία του ΠΑΣΟΚ, την περασμένη Κυριακή, απέδειξαν στην πράξη τις βαθιές ρίζες που διαθέτει στην ελληνική κοινωνία η μεγάλη δημοκρατική παράταξη, η οποία έδειξε τη δύναμή της και διέψευσε, για μια ακόμη φορά, όσους την είχαν «ξεγραμμένη».
Οι άνθρωποι, οι οποίοι –κατά τα ψέματα, από τη μέση ηλικία και πάνω οι περισσότεροι- άφησαν τους καναπέδες τους και προσήλθαν στην κάλπη, δεν ήταν ενθουσιασμένοι. Ήταν, αντιθέτως, πολύ προβληματισμένοι. Και στα πρόσωπά τους είχαν ζωγραφισμένη την αγωνία που τους διακατέχει για το μέλλον το δικό τους και των παιδιών τους, για την προοπτική του τόπου τους, για το «αύριο» της πατρίδας. Ανήκαν, ωστόσο, στη «σιωπηλή πλειοψηφία» που είχε ανάγκη να μιλήσει.
Ο νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος σωστά, κατά την άποψή μου, χαρακτήρισε το όλο εγχείρημα ως «άσκηση πολιτικής και οργανωτικής ετοιμότητας», κατά την οποία «οι ίδιοι οι πολίτες μάς είπαν ότι η δημοκρατική προοδευτική  παράταξη βρίσκεται και θα βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής».
Αναμφίβολα, με εξαίρεση αυτή καθεαυτή τη συμμετοχή, μεγάλος νικητής δεν υπήρξε από αυτή τη διαδικασία. Υπήρξαν, ωστόσο, μεγάλοι ηττημένοι. Ηττήθηκαν οι ρηχές αναλύσεις με τα «εσχατολογικά» σενάρια για το «τέλος της ιστορίας», οι «επιδερμικές» προσεγγίσεις για τις πολιτικές μετατοπίσεις και η υπερεκτίμηση των πρόσκαιρων εντυπώσεων από τις «ανατροφοδοτούμενες» δημοσκοπικές –δήθεν- έρευνες.
Το φαινόμενο της, τηρουμένων των αναλογιών, μαζικής συμμετοχής των φίλων της δημοκρατικής παράταξης, σίγουρα δεν επιδέχεται διθυραμβικές ερμηνείες από τη νέα ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, η οποία απαιτείται να μελετήσει σοβαρά τα «μηνύματα» της κάλπης, να λάβει σοβαρά υπόψη της τις οργανωτικές αδυναμίες και την κοινωνική -κυρίως δε την ηλικιακή- διαστρωμάτωση όσων συμμετείχαν, αλλά και εκείνων που απείχαν.
Μεγάλο μέρος των πολιτών που υφίστανται στο πετσί τους τις βαριές συνέπειες της κρίσης, εξακολουθούν να εναποθέτουν τις ελπίδες τους για την οικονομική ανάκαμψη και την αναγκαία επανεκκίνηση της ελληνικής κοινωνίας προς την πρόοδο και την ευημερία στη δημοκρατική παράταξη, που υπήρξε πάντοτε παράγων αλλαγής και, με όλα τα λάθη και τις παραλείψεις των στελεχών της, παραμένει η σταθερά που εμπνέει, που καθοδηγεί και δημιουργεί την ελπίδα για έξοδο από την κρίση. 
«Ο λαός θέλει να ξέρει την αλήθεια. Να υπάρχει ειλικρινής και καθαρή πολιτική γραμμή», διεκήρυξε ο κ. Βενιζέλος, προσθέτοντας: «Ο λαός θέλει ισχυρή προοδευτική διακυβέρνηση, ικανή να διαχειριστεί την κρίση, να διαπραγματεύεται με επιτυχία στην Ευρώπη, να οργανώσει το μέλλον της πατρίδας μέσα από την οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική δικαιοσύνη και την πολιτική σταθερότητα».
Ο νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ανέλαβε, κατά τα λεγόμενά του, την ευθύνη να ηγηθεί «μιας συλλογικής προσπάθειας που δεν αφήνει απ' έξω κανέναν, κανέναν πρόθυμο, έτοιμο και ικανό να βοηθήσει στην ριζική ανανέωση, στην αναγέννηση της παράταξης και στο Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης και Ανόρθωσης της Ελλάδας» που προτίθεται να καταρτίσει με τους συνεργάτες του.
Απαλλαγμένος, πλέον, από τα κυβερνητικά καθήκοντα του, στη διάρκεια των οποίων έφερε σε πέρας το μεγάλο ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους, της νέας δανειακής σύμβασης και του οικονομικού προγράμματος, ο κ. Βενιζέλος έχει μπροστά του το μεγάλο καθήκον να ξανακάνει το ΠΑΣΟΚ αξιόμαχο, να το «θωρακίσει» τόσο οργανωτικά, όσο και προγραμματικά.
Ο χρόνος που έχει στη διάθεσή του είναι ελάχιστος και αρκετά πιεστικός. Οι εκλογές που θα γίνουν σε λίγες εβδομάδες απαιτούν υπεύθυνη ηγεσία και ένα συνεκτικό και εφαρμόσιμο σχέδιο. Ένα σχέδιο που θα εγγυάται ότι η συνέχιση των αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων, ο αγώνας για την πάταξη της διαφθοράς και η προσπάθεια για την αναδιάρθρωση του δημοσίου, θα συμβαδίζουν με μέτρα και πολιτικές για την ανακοπή της ύφεσης, την καταπολέμηση της ανεργίας και την καθιέρωση ενός «διχτυού» προστασίας των πραγματικά αδυνάτων.
Μόνον αν οι πολίτες πειστούν ότι υπάρχει τέτοιο σχέδιο, θα δικαιωθούν όσοι πίστεψαν στη δυναμική που δημιουργεί η αλλαγή στην ηγεσία της δημοκρατικής παράταξης και θα διατηρήσει το ΠΑΣΟΚ τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολιτικό μας σύστημα.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Κάλπες εκτόνωσης, αλλά και ευθύνης

Με την ανακήρυξη του Ευάγγελου Βενιζέλου ως μοναδικού υποψηφίου για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ και την επικύρωση της ανάδειξής του στην ηγεσία που ακολουθεί, την προσεχή Κυριακή, με το τυπικό στήσιμο της κάλπης στις οργανώσεις του Κινήματος, ανοίγει ο δρόμος για τις βουλευτικές εκλογές, στις οποίες οδηγούμαστε πλησίστιοι.
Υπό άλλες συνθήκες και με δεδομένη τη συνεχιζόμενη μεγάλη ύφεση, που κατατρώει τα σωθικά της ισχνής μας οικονομίας, όπως και την συνακόλουθη τεράστια ανεργία, που αποσυνθέτει τον κοινωνικό ιστό, το μόνο που δεν θα έπρεπε να απασχολεί μια χώρα που βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού και, βαρύτατα τραυματισμένη, διεσώθη την τελευταία στιγμή από την καταστροφή της άτακτης και πλήρους χρεοκοπίας, οι κάλπες θα έμοιαζαν με «αυτοκτονικό ιδεασμό».
Με κορυφαίο, άλλωστε, παράδειγμα τις εκλογές του 1920, όταν, μεσούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, προκηρύχθηκαν εκλογές, στις οποίες ηττήθηκε ο «δημιουργός της Ελλάδος των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων» Ελευθέριος Βενιζέλος, έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι, σε περιόδους μεγάλων κρίσεων, η λαϊκή ετυμηγορία δεν διακρίνεται για τη νηφαλιότητα των αποφάσεων στις οποίες οδηγείται και την ψυχραιμία των επιλογών τις οποίες κάνει.
Παρά ταύτα, εκτός από μάταιο, είναι και πολύ δύσκολο να επιχειρηματολογήσει, πλέον, κανείς πειστικά κατά της διεξαγωγής των επερχόμενων εκλογών από τη στιγμή που αυτές έχουν δρομολογηθεί με τρόπο τέτοιο, μάλιστα, που η καθυστέρησή τους, πλέον, μάλλον επιτείνει, αντί να αμβλύνει, το πολιτικό πρόβλημα που δημιουργείται από την παράταση του βίου της σημερινής Βουλής.
Ο κατακερματισμός των κοινοβουλευτικών ομάδων των κομμάτων, στον οποίο οδήγησαν οι σκληρές αποφάσεις που κλήθηκε να λάβει το Κοινοβούλιο, προκειμένου να καταρτισθεί το νέο οικονομικό πρόγραμμα και να μειωθεί το δημόσιο χρέος με το περιβόητο «κούρεμα» των ομολόγων, είναι το ένα από τα κεντρικά ζητήματα που καθιστούν τις εκλογές αναπόφευκτες, αν όχι και επιβεβλημένες.
Από την άλλη, σε κοινωνικό επίπεδο έχουν δημιουργηθεί τόσο έντονες συνθήκες αμφισβήτησης και απονομιμοποίησης του υφιστάμενου πολιτικού προσωπικού, που επιβάλλουν την ανανέωση της λαϊκής εντολής. Ανανέωση αναγκαία, ώστε, αφενός, να υπάρξει εκτόνωση του κοινωνικού «ηφαιστείου» που έχει προκληθεί και, αφετέρου, να δοθεί η δυνατότητα στη νέα κοινοβουλευτική σύνθεση να λάβει απρόσκοπτα και σε κλίμα πολιτικής ηρεμίας τις αποφάσεις που θα επανατροχιοδρομήσουν την ελληνική οικονομία στις ράγες της ανάκαμψης.
Υπό αυτή την έννοια, η προεκλογική περίοδος που ήδη ξεκίνησε και οι κάλπες που θα στηθούν εντός των επόμενων εβδομάδων δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελέσουν μόνον μια διαδικασία απλής εκτόνωσης του συσσωρευμένου θυμού που επικρατεί σε μεγάλη μερίδα των πολιτών για τις οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων, τα λουκέτα και την ανεργία, όπως επιθυμούν οι δυνάμεις του λαϊκισμού και της «ευκολίας», είτε βρέθηκαν είτε όχι σε θέσεις ευθύνης κατά την προηγούμενη περίοδο της αμεριμνησίας.
Εκείνο που κυρίως έχει ανάγκη ο τόπος σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία είναι ο προβληματισμός, αλλά και η έκφραση της ευθύνης των πολιτών για το παρόν και το μέλλον. Χωρίς να παραγνωρίζουμε το παρελθόν –ίσα, ίσα που πρέπει να μας απασχολεί για να αποφύγουμε την επανάληψη λαθών και παραλείψεων που μας ταλανίζουν-, είναι ανάγκη να εστιάσουμε τις προσπάθειες μας στο να βελτιώσουμε το σήμερα και να οργανωθούμε για ένα καλύτερο αύριο.
Γιατί, μπορεί με την τελική έγκριση και υπογραφή της δανειακής συμφωνίας, προς το τέλος της επόμενης εβδομάδας, να «ξεφεύγουμε από την κινούμενη άμμο των τελευταίων μηνών», όπως σωστά, κατά την άποψή μου, παρατήρησε ο πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος, και να «πατάμε πια σε στέρεο έδαφος», πλην, όμως, «συνεχίζουμε να έχουμε μπροστά μας μια μεγάλη ανηφόρα».
Σε αυτή την ανηφόρα, λοιπόν, χρειαζόμαστε στιβαρή ηγεσία και αποφασιστικούς πολιτικούς που δεν προτάσσουν το κομματικό ή το προσωπικό συμφέρον τους, δεν ενδίδουν στις σειρήνες του λαϊκισμού, δεν οργανώνουν πελατειακά δίκτυα και δεν μας καλούν να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στις μεταφυσικές δυνάμεις και να επικαλούμαστε τον... Θεό και την Παναγία. Έχουμε ανάγκη από πολιτικούς που σέβονται το δημόσιο χρήμα, που λένε θαρρετά τις απόψεις τους, που αναλαμβάνουν ευθύνες, που παλεύουν ανυστερόβουλα για τις ιδέες τους και μας ζητούν να πιστέψουμε στις δυνάμεις μας.
Ζώντας σε μια ανοικτή δημοκρατική κοινωνία, θα έχουμε στις εκλογές που έρχονται πολλές επιλογές και σε κόμματα και σε πρόσωπα. Ας προβληματιστούμε και ας επιλέξουμε με αίσθημα ευθύνης τους καλύτερους. Εκείνους που κρίνουμε ότι θα αγωνιστούν πραγματικά για να αλλάξουν την οικονομία μας και για να κρατήσουν όρθια την κοινωνία μας.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Τα «κρυμμένα μυστικά» της Ηπείρου

Με μια “πικρόξινη” γεύση έφυγα την περασμένη Τρίτη από τη Βουλή, όπου βρέθηκα για να παρακολουθήσω από κοντά τη -σχεδόν τετράωρης διάρκειας- συζήτηση στην Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Περιφερειών του Κοινοβουλίου με αντικείμενο την ανάπτυξη της Ηπείρου στους τομείς των συγκοινωνιακών έργων, του τουρισμού, των υπηρεσιών υγείας και του περιβάλλοντος.
Μου άρεσε που, ανοίγοντας τη συνεδρίαση, η πρόεδρος της Επιτροπής Άντζελα Γκερέκου στην εισαγωγική της ομιλία είχε να πει καλά λόγια για την πατρίδα μας. Η Ήπειρος «είναι από πολλές απόψεις ένα ιδιαίτερο μέρος, με μοναδική μορφολογία, απίστευτα φυσικά τοπία, τεράστιο παρελθόν και μεγάλες, αλλά μάλλον ανεκμετάλλευτες, δυνατότητες», ανέφερε και συμπλήρωσε: «Η Ήπειρος για πολύ καιρό υπήρξε ένα από τα καλά κρυμμένα μυστικά της Ελλάδος».
Δεν ήταν, ωστόσο, καθόλου ικανοποιητική η συμμετοχή των βουλευτών –και το έθεσε πρώτος ο δήμαρχος Ηγουμενίτσας Γιώργος Κάτσινος-, αφού, με εξαίρεση τους Ηπειρώτες, ελάχιστοι άλλοι έδωσαν το παρών τους, ενώ… έλαμψαν δια της απουσίας τους οι αρμόδιοι υπουργοί, που είχαν μεν την δικαιολογία ότι συνέπεσε να συνεδριάζει την ίδια ώρα το υπουργικό Συμβούλιο, πλην, όμως, αμφιβάλλω αν τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά χωρίς αυτή τη σύμπτωση.
Δεν μπορώ να πω ότι έγινα σοφότερος από όσα άκουσα στη συνεδρίαση, αφού η θεματολογία αφορούσε ζητήματα γνωστά σε όλους τους Ηπειρώτες και ανεπίλυτα, που, κατ΄ επανάληψη, μας έχουν απασχολήσει στο Περιφερειακό Συμβούλιο. Άξιζε, ωστόσο, τον κόπο, γιατί υπήρξαν αξιόλογες εισηγήσεις από αρκετούς από τους προσκεκλημένους της Επιτροπής, έστω και αν αυτές έγιναν για τα πρακτικά και τον… ιστορικό του μέλλοντος.
Δεν θα σταθώ στη μάλλον ειδυλλιακή εικόνα που παρουσίασε ο περιφερειάρχης Αλέκος Καχριμάνης, ο οποίος, δικαιολογημένα ίσως, εστίασε τη διεκδικητική του διάθεση στους ημιτελείς μεγάλους οδικούς άξονες, την Ιόνια Οδό, τον Ε 65 και την ολοκλήρωση της Εγνατίας με τους κάθετους άξονες, την οποία, όμως, εξακολουθεί να προσεγγίζει ως νομάρχης Ιωαννίνων, παραλείποντας για μια ακόμη φορά να αναφερθεί στη σύνδεση της Ηγουμενίτσας με τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ούτε θα σχολιάσω τις (αφελείς;) θεωρίες του για την προσέλκυση τουριστικού ρεύματος από τους απογόνους των κυνηγημένων του Αλή Πασά που κατέφυγαν πριν από δύο και πλέον αιώνες στα Σκόπια και στα ευρύτερα Βαλκάνια!
Θέλω περισσότερο να αναδείξω κάποιες ενδιαφέρουσες επισημάνσεις που έγιναν για ζητήματα που αφορούν εμάς τους ίδιους και πρέπει να μας απασχολήσουν, καθώς συνιστούν  παθογένειες που δεν σχετίζονται με την γεωγραφική απομόνωσή της και ίσα – ίσα που, οψέποτε αυτή αρθεί, τα πράγματα μπορεί να γίνουν χειρότερα, αφού, όπως σωστά επισημάνθηκε στη συνεδρίαση, οι μεγάλοι οδικοί άξονες, εκτός από δρόμοι εισροής,  μπορεί να γίνουν και οδοί διαφυγής του τοπικού πλούτου.
Θα ξεκινήσω με τον δήμαρχο Άρταίων Γιάννη Παπαλέξη, ο οποίος σχολιάζοντας τις επισημάνσεις για την ανάγκη να συνδυαστεί η ανάπτυξη του πρωτογενούς (αγροτικού) τομέα με τον δευτερογενή (μεταποίηση), και τον τριτογενή (τουρισμός) αναρωτήθηκε: «Τι μπορεί να πει κάποιος όταν είσαι σε ξενοδοχεία πολυτελείας μέσα στο κέντρο της πεδιάδας της Άρτας, απέξω βλέπεις τις πορτοκαλιές με τα πορτοκάλια που έχουν βιταμίνη  C και μέσα σου προσφέρουν χυμό, ο οποίος είναι από παγοκολόνα από τη Βραζιλία;».
Στο ίδιο πλαίσιο,  ο δημοτικός σύμβουλος Ιωαννίνων Δημήτρης Παπαδόπουλος διεκτραγώδησε την κατάσταση με το παράδειγμα του γιαννιώτικου μπακλαβά, ο οποίος, στη διαδικασία πιστοποίησής του, βρέθηκε να διαφέρει από τον τουρκικό, επειδή γίνεται με αμύγδαλο και καρύδι, αντί του φυστικιού που χρησιμοποιούν στη γείτονα. Μόνον, όμως, που, όπως είπε, «το καρύδι τώρα το εισάγουμε από τη Βουλγαρία, τη Μολδαβία και την Τουρκία!».
Ανάλογης σημασίας ήταν και η καταγγελία του προέδρου του Επιμελητηρίου Άρτας Χρήστου Παπάζογλου ότι το Τμήμα Φυτικής Παραγωγής του ΤΕΙ Άρτας «αγοράζει λουλούδια απ΄ έξω» για την εκπαίδευση των φοιτητών του, αντί να παράγει το ίδιο και να εξασφαλίζει ένα μέρος των εσόδων του. Αν είναι, έτσι, «βεβαίως και να κλείσει», είπε με έκδηλη αγανάκτηση ο ομιλητής, γιατί «δεν θέλουμε να συντηρούμε δημοσίους υπαλλήλους, χωρίς να έχουν αντικείμενο».
Μαζί, λοιπόν, με τα «κρυμμένα μυστικά» της φυσικής μας ομορφιάς, που πρέπει να αναδείξουμε για να ξεπεράσουμε τη χρόνια υπανάπτυξη που μαστίζει την περιοχή μας, πρέπει να αποκαλύψουμε και να βγάλουμε στο φως αυτούς «τους σκελετούς από τις ντουλάπες μας», αν θέλουμε να πορευτούμε στο δρόμο μιας αναπτυξιακής διαδικασίας που θα μας διαφοροποιεί από αυτό που γίνεται σε πολλές άλλες περιοχές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό που έχουν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα την ανάπτυξη του μαζικού τουρισμού, με τα γνωστά –θετικά, αλλά και αρνητικά- αποτελέσματα.
Όπως σωστά, κατά την άποψή μου, συνόψισε ο πρόεδρος του ΤΕΕ Ηπείρου Χρήστος Παπαβρανούσης «κάθε προσπάθεια ανάπτυξης της Ηπείρου πρέπει να εντάσσεται στη λογική της ισόρροπης ανάπτυξης και των τριών παραγωγικών τομέων». Γι΄ αυτό, και παραθέτοντας «το τρανό παράδειγμα της Κέρκυρας», συμπλήρωσε πως «πρέπει να αποφευχθεί η μονομερής ανάπτυξη, εστιάζοντας σε έναν μόνο και παραμελώντας τους υπόλοιπους, που μαθηματικά οδηγεί σε αστοχία».
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com