Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Τα ταξί, οι βάρκες και οι παλαιοί νομάρχες



            Με τους πρώην νομάρχες Θεσπρωτίας τα «έβαλε» ο περιφερειάρχης Ηπείρου Αλέκος Καχριμάνης στην τελευταία συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου που συζητούσε το ζήτημα με τις έδρες των ταξί. “Ξεσπάθωσε”, κατηγορώντας τους ότι, με «ρουσφετολογικά κριτήρια», αφενός έδιναν αφειδώς άδειες για ταξί και αφετέρου ενέκριναν τη μεταφορά της έδρας τους από τις ακριτικές περιοχές των Φιλιατών στην περιοχή πέριξ της Ηγουμενίτσας.

Το ζήτημα φαίνεται να είναι όντως υπαρκτό, στην αριθμητική του διάσταση τουλάχιστον, καθώς στον παλαιό δήμο Ηγουμενίτσας υπάρχει, πλέον, υπερπληθώρα ταξί, που έρχεται σε κραυγαλέα δυσαναλογία με το πληθυσμιακό κριτήριο που ίσχυε για την έκδοση νέων αδειών και το οποίο εξακολουθεί να ισχύει και μετά την περιβόητη «απελευθέρωση» του επαγγέλματος των αυτοκινητιστών ταξί.

Ειδικότερα, στο δημοτικό διαμέρισμα της Ηγουμενίτσας υπάρχουν 30 ταξί και άλλα επτά στα κοντινά χωριά, ενώ με βάση την αναλογία του πληθυσμού δεν θα έπρεπε  να είναι περισσότερα από 20. Συνολικά στον νέο “καλλικρατικό” δήμο Ηγουμενίτσας κινούνται 52 ταξί, στον δήμο Σουλίου Παραμυθιάς 32  (κι εδώ το πληθυσμιακό κριτήριο είναι υπερκαλυμμένο), ενώ στο δήμο Φιλιατών ο αριθμός τους περιορίζεται στα 17, εκ των οποίων τα 10 είναι στην πόλη και μόλις επτά στις δεκάδες παλαιές κοινότητες της ενδοχώρας του δήμου, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τον παλαιό δήμο Σαγιάδας που εξυπηρετείται από μόλις ένα ταξί.

Δεν ξέρω αν αυτή η υπερπληθώρα, συνδυασμένη με την ανισοκατανομή, είναι αποτέλεσμα των «ρουσφετιών» που έκαναν οι παλαιοί νομάρχες της Θεσπρωτίας. Αρμόδιοι είναι οι ίδιοι να απαντήσουν στον κ. Καχριμάνη, ο οποίος μάλλον κάτι θα ξέρει, αφού κι ο ίδιος πρώην νομάρχης είναι και η κατάσταση στα Γιάννενα δεν είναι πολύ διαφορετική, αφού μόνον στο δημοτικό διαμέρισμα της πρωτεύουσας της Ηπείρου τα ταξί  που κυκλοφορούν φθάνουν τα 255!

Όπως και να έχει, τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι γνωστά. Βοηθούσης και της δεινής οικονομικής κρίσης, στις «πιάτσες» των ταξί σχηματίζονται διπλές και τριπλές σειρές αναμονής από τους αυτοκινητιστές που… βλέπουν τους πελάτες με το μακαρόνι. Κάτι, ωστόσο, που, λιγότερο ή περισσότερο, αποτελεί πανελλαδικό φαινόμενο, τέτοιο που κάνει να μοιάζει ακόμη πιο ανούσια η σφοδρή «πολεμική» αντιπαράθεση που δημιουργήθηκε το προηγούμενο καλοκαίρι για το περίφημο «άνοιγμα» του επαγγέλματος.

“Φαινόμενο”, όμως, αποδεικνύεται ότι είναι και η… νοοτροπία του πρώην νομάρχη, από την οποία φαίνεται ότι δεν μπορεί να απαλλαγεί ο κ. Καχριμάνης, ο οποίος, στην ίδια συνεδρίαση στην οποία κατακεραύνωνε τους –κατ΄ αυτόν «ρουσφετολόγους»- τέως συναδέλφους του από τη Θεσπρωτία, έκανε τα ίδια και χειρότερα με τις άδειες για τις βάρκες στη λίμνη των Ιωαννίνων που συνδέουν την πόλη με το Nησί, δραστηριότητα που ασκείται εδώ και δεκαετίες από 13 λεμβούχους, οι οποίοι λειτουργούν με όλους τους κανόνες του «τραστ».

Η… απίθανη ιστορία, που εκτυλίχθηκε στο Περιφερειακό Συμβούλιο, ξεκίνησε πριν από ένα χρόνο. Με πρόσχημα το νόμο για την απελευθέρωση των επαγγελμάτων, ήρθε στο Συμβούλιο εισήγηση της περιφερειακής αρχής για αύξηση κατά τρεις των υφιστάμενων αδειών δρομολόγησης λέμβων προς το νησί της Παμβώτιδας. Ως αντιπολίτευση διατυπώσαμε σοβαρές ενστάσεις για τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας, βεβιασμένης, πρωτοβουλίας που δεν ήταν σαφές αν σκόπευε στο «άνοιγμα» ή στο κλείσιμο του επαγγέλματος των λεμβούχων. Ζητήσαμε να προηγηθεί μελέτη για το πόσες βάρκες μπορεί να κυκλοφορούν στη λίμνη και επιμείναμε, σε κάθε περίπτωση, οι τυχόν νέες αδειοδοτήσεις να αφορούν νεότευκτα σκάφη με μηχανές αντιρρυπαντικής τεχνολογίας.

Το τελευταίο κριτήριο, αν και έγινε δεκτό από την περιφερειακή αρχή, δεν περιλήφθηκε στην προκήρυξη που ακολούθησε, στην οποία, αυθαιρέτως, ορίστηκε ότι η κατάταξη θα γίνει με βάση τρία άλλα “κριτήρια” που (άκουσον-άκουσον) ήταν: η εντοπιότητα (να είναι δηλαδή κάποιος από τις παραλίμνιες περιοχές, γενικώς και αορίστως), η χαμηλή εισοδηματική κατάσταση (κι αυτή γενική και αόριστη, αφού δεν υπήρχαν όρια για να υπάρξει και σειρά κατάταξης) και, τέλος, η κατοχή άδειας πλοήγησης λέμβου.

Επειδή, όμως, παρά την ασάφεια των κριτηρίων, υπήρξε κίνδυνος να αποκλειστεί συγκεκριμένος ενδιαφερόμενος, στην  πορεία προστέθηκε και το… «κριτήριο» της “ετοιμότητας προς επένδυση”. Αν αναρωτιέστε γιατί, την απάντηση τη δίνει η τελική κατάταξη, στην οποία «πρώτευσε» υποψήφιος που έχει έτοιμο σκάφος, παρότι δηλώνει ελάχιστα εισοδήματα, ενώ διαθέτει και άδεια πλοήγησης, η οποία, καθώς διάγει το… 84ο έτος της ηλικίας του, αν επρόκειτο για άδεια οδήγησης οποιουδήποτε άλλου επαγγελματικού οχήματος θα του είχε αφαιρεθεί.

Τα… τραγελαφικά, όμως, δεν τελείωσαν  εκεί. Καθώς μεταξύ των υποψηφίων υπήρξε και κάποιος που διέθετε προς δρομολόγηση σκάφος που κινείται με ηλιακή ενέργεια, καλύπτοντας, έτσι, το αρχικό κριτήριο της αντιρρυπαντικής τεχνολογίας που είχε θέσει το Περιφερειακό Συμβούλιο, αλλά δεν «χώρεσε» στις τρεις –«καπαρωμένες», όπως τεκμαίρεται- άδειες, και κατετάγη τέταρτος, ήρθε στο Συμβούλιο εισήγηση για τροποποίηση της προκήρυξης, που είχε ολοκληρωθεί, έτσι ώστε να γίνουν τέσσερις οι νέες άδειες και  να «χωρέσουν» όλοι! 

Υπάρχει, έπειτα από όλα αυτά, κανείς που να πιστεύει ότι έχουν απόλυτο άδικο οι «τροϊκανοί» που υποστηρίζουν ότι οι… ιθαγενείς ιθύνοντες δεν εφαρμόζουν τα συμπεφωνημένα και, γι΄ αυτό, εγκαταστάθηκαν εδώ για να επιβλέπουν οι ίδιοι; Το ζήτημα, μάλλον, είναι που να πρωτοπάνε και πώς να αντιμετωπίσουν την… ανίκητη νοοτροπία του πρώην νομάρχη που φοβούμαι ότι είναι διάχυτη παντού.
            *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Αναπολώντας την Ελλάδα των Ολυμπιακών


Στην αντίστροφη μέτρηση για την έναρξη της Ολυμπιάδας του Λονδίνου, η μνήμη γυρνά πίσω στους «δικούς μας» Αγώνες, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, στην Ελλάδα του 2004, που ήταν στο επίκεντρο όλου του πλανήτη ως θετικό πρότυπο μικρής χώρας που μπορεί να φέρει σε πέρας μεγάλα εγχειρήματα.
Είμαι από εκείνους που “έζησαν” έντονα την ανάταση στην οποία βρέθηκε η χώρα μας εκείνη την περίοδο, με τους χιλιάδες εθελοντές και όχι μόνο που έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Προμηθεύτηκα έγκαιρα εισιτήρια για να παρακολουθήσω τους Αγώνες και συμμετείχα –συν γυναικί και τέκνοις- στις δύο λαμπαδηδρομίες που έγιναν με την ολυμπιακή φλόγα, τη μια εξ αυτών στη διαδρομή από την Πλαταριά προς τα Σύβοτα.  
Μεταφέροντας, μάλιστα, την εμπειρία μου –που την επανέλαβα και στους Παραολυμπιακούς- έγραφα τότε («Το Βήμα» 10.08.2004) τα εξής: «Κι όταν το βράδυ στο καφενείο του χωριού έρχεσαι αντιμέτωπος με τις γνωστές γκρίνιες για το κόστος των Αγώνων και τη συμβολή του στην ερήμωση της περιφέρειας, διανθισμένες με τοπικά παράπονα, όπως γιατί δεν πέρασε η φλόγα από την ακριτική Σαγιάδα ή το ιστορικό Σούλι, νοιώθεις έντονη την ανάγκη να αλλάξεις το θέμα της συζήτησης».
«Και το κάνεις εύκολα περιγράφοντας ως αυτόπτης την ευλάβεια και το δέος με το οποίο ντόπιοι αλλά και ξένοι παραθεριστές στην παραλία των Συβότων, κρατούσαν στα χέρια τους τη δάδα που ευγενικά σού είχαν ζητήσει να τους επιτρέψεις να φωτογραφηθούν μαζί της», κατέληγα σε εκείνο το κείμενο.
Δεν ξέρω πόσο ακριβώς συνέβαλε η διεξαγωγή των –αναμφισβήτητα- υπερβολικά «πολυτελών» Αγώνων, που οργανώσαμε, στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και στη συνακόλουθη υπερχρέωση του ελληνικού δημοσίου που κατέληξαν στη δεινή οικονομική κρίση που “εγκαταστάθηκε” στη χώρα τέσσερα χρόνια και είναι ακόμη εδώ.
Βλέπετε, από ό,τι γνωρίζω, αναλυτικός οικονομικός απολογισμός για το συνολικό κόστος των Αγώνων δεν έγινε ποτέ, κάτι που δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη όταν αφορά μια χώρα που ακόμη σήμερα δεν είναι απολύτως βέβαιη για τους ποιους, πόσο και γιατί πληρώνει το ελληνικό δημόσιο.
Έχω, ωστόσο, υπόψη μου κάποιους παλαιότερους υπολογισμούς που ήθελαν το κόστος να κυμαίνεται περί τα 10 δισ. δραχμές, ποσό που δεν είναι ευκαταφρόνητο, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογο αν είχαν αξιοποιηθεί όλα τα έργα που έγιναν εξ αφορμής των Αγώνων και ορισμένα από τα οποία παραμένουν ως σήμερα ανεκμετάλλευτα.  
Για να έχουμε μια αίσθηση της τάξης των μεγεθών, επικαλούμαι επίσημα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία την 6ετία 2004-2009, οι κρατικές δαπάνες (χωρίς τους τόκους) αυξήθηκαν 50%, όταν η μέση αύξηση στις συνολικά 27 χώρες της Ε.Ε. ήταν 22%. Ειδικά οι καταναλωτικές δαπάνες του Δημοσίου (σχεδόν το 70% των συνολικών) αυξήθηκαν 41%, όταν στους 27 αυξήθηκαν 20%.
Αντίστοιχα, την ίδια περίοδο, τα κρατικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 25%, ενώ στους 27 μόνο κατά 11%. Κάπως έτσι, στο δημόσιο χρέος προστέθηκαν 116 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να εκτιναχτεί από τα 183 δισ., που ήταν στο τέλος του 2003, στα 300 δισ. ευρώ, στο τέλος του 2009, αυξημένο, δηλαδή, κατά 63%, ενώ στους 27 μόνο 33%.
Άρα, όπως και να το κάνουμε, ακόμη και αν δεν είχαμε οργανώσει τους Ολυμπιακούς, τα πράγματα δεν θα ήταν πολύ διαφορετικά για μας και με αυτές τις επιδόσεις κατά τη μεταολυμπιακή περίοδο δεν βρίσκω πως θα μπορούσαμε να αποφύγουμε τη βαθιά ύφεση, όταν εκείνο που έλειψε τα επόμενα χρόνια ήταν το οικονομικό σχέδιο για την παραγωγική αναδιάρθρωση.
Οκτώ χρόνια μετά, έχω την εντύπωση ότι από εκείνο το μοναδικό επίτευγμα των Ολυμπιακών του 2004, μας έμεινε μόνον η αίσθηση του Έλληνα «καταφερτζή». Και, δυστυχώς, τίποτε άλλο. Αλλά και αυτό, πιστεύω ότι δεν είναι λίγο. Αν, ακόμη και τώρα, πιστέψουμε στις δυνάμεις μας, νομίζω ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Και, όπως τότε πήραμε “χρυσό μετάλλιο” στην οργάνωση των Αγώνων, τώρα μπορούμε να διεκδικήσουμε μετάλλιο στην προσπάθεια για ανάκαμψη και ανάπτυξη της οικονομίας μας.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Μάχες οπισθοφυλακών με… εισαγωγή φακής

            Η απάντηση στο ερώτημα που από πολλές πλευρές τίθεται αν η κρίση έφερε το μνημόνιο, όπως επιμένουν αρκετοί, πρωτίστως από την κυβερνητική πλευρά, ή το αντίθετο, όπως ισχυρίζονται άλλοι, κυρίως από τις τάξεις της αντιπολίτευσης, δίνεται, νομίζω, από το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Τα Νέα», την περασμένη Δευτέρα, για «τα χαμένα δισεκατομμύρια της ανάπτυξης».
            Ένας πακτωλός χρημάτων που φθάνει τα 90 δισ. ευρώ εισέρευσε την τελευταία εικοσαετία στη χώρα με τα τρία διαδοχικά Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, αλλά και το εν εξελίξει ΕΣΠΑ, που κατευθύνθηκαν, σχεδόν εξ ημισείας, σε αγροτικές ενισχύσεις και σε διαρθρωτικές δράσεις.
Τα υπέρογκα αυτά ποσά, στην πρώτη, τουλάχιστον, περίπτωση, αυτή των γεωργικών ενισχύσεων, προκάλεσαν τα αντίθετα από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, καθώς το γεωργικό εισόδημα, όπως αναγνώρισε προ ημερών στη Βουλή ο αρμόδιος υπουργός Αθ. Τσαυτάρης, «βαίνει διαρκώς μειούμενο», παρά τις θηριώδεις επιδοτήσεις που, προφανώς, αντί για νέες επενδύσεις στη γεωργία, διοχετεύτηκαν στην εισαγόμενη κατανάλωση.
«Μια γεωργία με αυτάρκεια έγινε ελλειμματική», πρόσθεσε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, στην ομιλία του κατά τη συζήτηση στη Βουλή επί των προγραμματικών δηλώσεων, επισημαίνοντας ότι «το εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών μας προϊόντων γίνεται τα τελευταία χρόνια σταθερά αρνητικό, με τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων να κοστίζουν περί τα 6,5 δισ., ενώ οι εξαγωγές μας είναι 4,5 δισεκατομμύρια».
«Έτσι, μία χώρα που θέλετε να λέγεται γεωργική, πέρσι κατανάλωσε έντεκα χιλιάδες οκτακόσιους τόνους φακής εκ των οποίων οι έντεκα χιλιάδες διακόσιοι ήταν εισαγωγής» (!), ήταν το χαρακτηριστικό παράδειγμα που έφερε ο κ. Τσαυτάρης, ο οποίος έκανε λόγο για «ένα γιγάντιο έλλειμμα κυρίως στη ζωική παραγωγή και στα προϊόντα της, με εξαίρεση, ίσως, την ιχθυοπαραγωγή».
 Αλλά και στον τομέα των διαρθρωτικών δράσεων, μπορεί από τους κοινοτικούς πόρους να χρηματοδοτήθηκαν ορισμένα μεγάλα αναπτυξιακά έργα, όπως, επί παραδείγματι, η Εγνατία ή το λιμάνι της Ηγουμενίτσας στην περιοχή μας, αλλά συνολικά κι εδώ τα αποτελέσματα είναι δυσανάλογα λιγότερα από εκείνα που δικαιολογούν τα διατεθέντα ποσά.
            Και να σκεφθεί κανείς πως ένα μεγάλο μέρος των κονδυλίων που ήταν στη διάθεσή μας δεν μπορέσαμε να τα απορροφήσαμε, ελλείψει των κατάλληλων προγραμμάτων, κάτι που ισχύει και για το ΕΣΠΑ, που «τρέχει» με πολύ αργούς ρυθμούς, παρόλο που, λόγω της κρίσης, οι ευρωπαίοι εταίροι μας αύξησαν από 75% σε 95% το ποσοστό της κοινοτικής συμμετοχής.
            Σε μια δύσκολη περίοδο που η παρατεταμένη ύφεση τρώει τις σάρκες της χώρας, η εκτίναξη της ανεργίας δημιουργεί κοινωνικό κομφούζιο και η αγορά ασφυκτιά από την έλλειψη ρευστότητας, τα κοινοτικά κονδύλια, όταν δεν κατασπαταλούνται σε αντιπαραγωγικά έργα, «λιμνάζουν» επειδή δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι μηχανισμοί του κράτους που θα επιταχύνουν την απορροφητικότητά τους και θα οδηγήσουν στην επανεκκίνηση των μεγάλων αναπτυξιακών έργων.
Οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι που έχουν εμπλακεί στην υπόθεση, μέσω της ομάδας δράσης που συγκρότησε η Κομισιόν, σηκώνουν πολλές φορές ψηλά τα χέρια από τον κυκεώνα μπροστά στον οποίο βρίσκονται με τη γραφειοκρατία, την περιπλοκή με τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και τόσα άλλα εμπόδια που τίθενται και τα οποία, πάντως, δεν έχουν σχέση με το μνημόνιο.
            Την ίδια ώρα, ο δημόσιος διάλογος στη χώρα μας μονοπωλείται σχεδόν από τη συζήτηση εάν θα γίνει η περιβόητη επαναδιαπραγμάτευση και θα μας δοθεί ή όχι παράταση στην εφαρμογή του δημοσιονομικού προγράμματος, λες και αυτή είναι η μόνη παράμετρος που θα μας βγάλει από το φαύλο κύκλο της ύφεσης.
            Η επιμονή αυτή, δεν είναι τίποτε άλλο από μια μάχη οπισθοφυλακής που, δυστυχώς, ακόμη και εάν επιτευχθεί δεν πρόκειται να λύσει το βασικό πρόβλημα της χώρας που είναι η παραγωγική αποσάρθρωση, όπως αποτυπώνεται στα προαναφερθέντα στοιχεία για την κατάσταση που επικρατεί στον αγροτικό τομέα και φοβούμαι ότι χρόνο με το χρόνο θα γίνεται χειρότερη.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Ανεπίδεκτοι μαθήσεως;


Παρακολουθώντας τη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, προσπάθησα να διακρίνω αν, στο πρώτο αυτό “δείγμα γραφής” του, το ανανεωμένο κοινοβουλευτικό σώμα που αναδείχθηκε έπειτα από τις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου και του Ιουνίου,  διαφέρει από τις προηγούμενες συνθέσεις, στις οποίες καταμαρτυρείται ότι είναι υπαίτιες για την κρίση.

Φοβάμαι ότι ο κόπος μου αποδείχθηκε μάταιος. Παρά το γεγονός ότι πολλοί από τους ομιλητές έκαναν την «παρθενική» αγόρευσή τους, κάτι που κατά το παρελθόν, οπότε η ανανέωση της σύνθεσης ήταν περιορισμένη, δεν καθίστατο εφικτό για τους νεοεκλεγέντες, η γενικότερη εικόνα της διήμερης αντιπαράθεσης ήταν απογοητευτική, καθώς η ποιότητα της επιχειρηματολογίας, που αναπτύχθηκε ένθεν κακείθεν, υπήρξε φτωχή.

Χωρίς αίσθηση της διαφορετικότητας του βήματος της Βουλής από τα προεκλογικά μπαλκόνια και τα τηλεοπτικά πάνελ, οι περισσότεροι ρήτορες, κυρίως από την πλευρά της αντιπολίτευσης, αναμασούσαν ατάκες και έκαναν χρήση ενός επιθετικού μεν, πλην, όμως, ρηχού, απλουστευτικού και, εν τέλει, «ξύλινου» λόγου, που, κατά τη δική μου προαίρεση, δεν ανταποκρινόταν στα προτάγματα της δύσκολης περιόδου που διανύουμε.

Ακόμη και στους… κλαυθμυρίζοντες για τα «βάσανα του λαού», ήταν προφανής η έλλειψη πραγματικής αγωνίας για το μέλλον της χώρας. Αλλά το πιο αποκαρδιωτικό ήταν η απουσία νηφάλιας κριτικής, η διχαστική διάθεση και η προφανής επιδίωξη όχι να πιεστεί η κυβέρνηση προς την κατεύθυνση της εκπλήρωσης των δεσμεύσεων της, αλλά, με χαιρέκακη προσέγγιση, να αποδειχθεί ότι αυτές θα εγκαταλειφθούν.

Αποτέλεσμα, ίσως, όλα τούτα της αυτάρεσκης άνεσης που εξέπεμπε η παρουσία της πλειονότητας στα κοινοβουλευτικά έδρανα, εξαιτίας, προφανώς, της ευκολίας με την οποία αρκετοί εξ αυτών εξελέγησαν στο Κοινοβούλιο, καθώς στην πρώτη αναμέτρηση τούς “έφερε στον αφρό” η οργή κατά του παλαιού πολιτικού προσωπικού και στη δεύτερη είχαν, ελέω λίστας, εξασφαλισμένη την επανεκλογή, δεν προοιωνίζονται θετικές εξελίξεις.

Η απαισιοδοξία μου για το τι μας επιφυλάσσει η αρξάμενη κοινοβουλευτική περίοδος, μπορεί να μην είναι άσχετη με το γεγονός ότι τις ίδιες μέρες που εξελισσόταν η συζήτηση στη Βουλή, διάβαζα το βιβλίο «Η Ελλάδα των δανείων και των χρεωκοπιών» του (πρώην υπουργού) Γιώργου Ρωμαίου, που είναι ένα «ιστορικό οδοιπορικό στην Ελλάδα των οικονομικών κρίσεων και των μεγάλων οικονομικών ζητημάτων», φαινόμενα που συμβαδίζουν με έντονες κομματικές συγκρούσεις που θυμίζουν έντονα το σήμερα.

Από τα πρώτα δάνεια της «Ανεξαρτησίας» (1824) που κατέληξαν στην πρώτη χρεωκοπία και στην επίσημη υποτέλεια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, το οδοιπορικό περνάει στις επόμενες χρεωκοπίες επί Χαριλάου Τρικούπη, που άνοιξε το δρόμο για την επιβολή ενός μακρόχρονου διεθνούς οικονομικού ελέγχου, και επί Ελευθερίου Βενιζέλου, που οδήγησε στη δικτατορία Μεταξά, για να φθάσει στη μεταπολεμική κηδεμονία του Σχεδίου Μάρσαλ και να καταλήξει με τη διάψευση των ελπίδων και προσδοκιών από την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας με την υπαγωγή της στο μνημόνιο και στις επιταγές της τρόικας.

Στη διαδρομή των δύο αυτών αιώνων, μπορεί  πολλά να έχουν αλλάξει στις σχέσεις που διέπουν την κοινωνία, αλλά και την οικονομία μας, βρίσκει, ωστόσο, κανείς ότι ο βασικός καμβάς παραμένει ίδιος και απαράλλαχτος, με τις δυνάμεις της δημιουργίας και της προόδου να δίνουν μια αέναη σύγκρουση απέναντι στις δυνάμεις της συντήρησης, του κρατισμού, της εύκολης καταγγελίας και του παραλυτικού λαϊκισμού.

Είναι χαρακτηριστική η επισήμανση που κάνει ο συγγραφέας για τις στοχεύσεις του Χ. Τρικούπη προς τον περιορισμό του ρόλου του κράτους, τον εξαστισμό και εξευρωπαϊσμό των κοινωνικών σχέσεων.  «Το κράτος για τον Τρικούπη ήταν εργαλείο για την οικονομική ανάπτυξη, η οποία αποτελούσε και τον βασικό “εθνικό" στόχο του προγράμματός του. Γι΄ αυτό και κατηγορήθηκε ως “πλουτοκράτης”», γράφει, αναφερόμενος στον πολιτικό που έφυγε ηττημένος από το προσκήνιο και χρειάστηκε να περάσει καιρός για να αναγνωριστεί η θετική συμβολή του.

Την ίδια εποχή ο βασικός του αντίπαλος, Θ. Δηλιγιάννης, που η ιστορία μικρή τιμή έχει να του επιδαψιλεύσει, «απέφευγε τους “ταξικούς” χρωματισμούς για να χωρέσουν όλοι οι “δυσαρεστημένοι” από την “άκρα Δεξιά μέχρι την άκρα Αριστερά”. Δεν στρεφόταν κατά του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά ήθελε να το θέσει υπό τον έλεγχο του κράτους. Με στόχο να συσπειρώσει τον “μικροαστισμό”, στηλίτευε την κερδοσκοπία, τον χρηματικό πλούτο και την τραπεζική παντοδυναμία με υπερβάλλοντα λαϊκισμό και υστερικό πάθος».

Ακόμη μεγαλύτερη επικαιρότητα, βρήκα στην έκθεση που,  πολλά χρόνια αργότερα, το 1947, συνέταξε ο Αμερικανός αξιωματούχος Πολ Πόρτερ, ο οποίος, επισημαίνοντας τις πολιτικές αντιθέσεις της εμφυλιοπολεμικής περιόδου, κατέληγε με την παρατήρηση: «Αν δεν παύσει  η εσωτερική πολιτική ένταση, η οικονομία της Ελλάδας είναι αδύνατον να αναρρώσει». Διαβάζοντάς την, την ώρα που εξελισσόταν η συζήτηση στη Βουλή, αναρωτήθηκα: Μήπως, εν τέλει, είμαστε ανεπίδεκτοι μαθήσεως; 

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

Διαπραγμάτευση για να αποφύγουμε ρόλο της ευρωγλάστρας

Η χρονική σύμπτωση της επικράτησης της Ιταλίας επί της Γερμανίας στον ημιτελικό του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου με τη σύνοδο κορυφής των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ελήφθησαν σημαντικές αποφάσεις που χαλαρώνουν τον οικονομικό κλοιό, υπό τον οποίο βρίσκεται η γειτονική μας χώρα, έκανε πολλούς να μιλήσουν για τους δύο «σούπερ Μάριο», τον πρωθυπουργό Μόντι και τον ποδοσφαιριστή Μπαλοτέλι.
Οι έπαινοι, ωστόσο, για τον νεαρό ιδιόρρυθμο αθλητή δεν διήρκεσαν, αφού στην επόμενη ποδοσφαιρική μάχη, με την ομάδα της Ισπανίας, ούτε ο Μπαλοτέλι, ούτε οι συμπαίκτες του επέδειξαν το ίδιο πάθος και την ίδια αγωνιστικότητα, με αποτέλεσμα το τρόπαιο του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος να καταλήξει στους Ισπανούς που αποδείχθηκαν πιο μαχητικοί και με μεγάλη διάρκεια στο παιχνίδι τους.
Σε αντίθεση με την ιταλική ποδοσφαιρική ομάδα, η ιταλική κυβέρνηση, υπό τον πρωθυπουργό Μάριο Μόντι, αποδείχθηκε πολύ πιο οργανωμένη και πολύ πιο έτοιμη για την επιτυχημένη αναμέτρηση των Βρυξελλών που έδωσε απέναντι στη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ και στην εμμονή της να επιβάλει τον «ζουρλομανδύα» των μνημονίων και της τρόικας από άκρου εις άκρον της Ευρώπης.
Έχοντας χτίσει, εκ των προτέρων, τις απαραίτητες συμμαχίες και εκμεταλλευόμενοι τους νέους συσχετισμούς που δημιουργούνται στην Ευρώπη μετά την εκλογή του Γάλλου Προέδρου Φρανσουά Ολάντ, οι γείτονες μας διαπραγματεύτηκαν αποτελεσματικά και πέτυχαν η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών τους, οι οποίες, λόγω μαζικής φυγής κεφαλαίων, αντιμετωπίζουν ανάλογα με τα δικά μας προβλήματα, να γίνει με τέτοιο τρόπο που δεν θα επιβαρύνει το δημόσιο χρέος της χώρας και συνακόλουθα το κόστος δανεισμού της χώρας.
Η κυβέρνηση Μόντι στην Ιταλία ανέλαβε την εξουσία την ίδια περίοδο που στην Ελλάδα σχηματίστηκε η κυβέρνηση Παπαδήμου. Έκτοτε, εμείς εδώ αλλάξαμε δύο κυβερνήσεις και ψηφίσαμε άλλες δύο φορές, χωρίς, με εξαίρεση το PSI και την υπογραφή της νέας δανειακής σύμβασης, να λύσουμε κανένα πρόβλημα ή να αντιμετωπίσουμε κάποιες έστω από τις παθογένειες που μας ταλανίζουν.
Έτσι, δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη που η Ελλάδα ήταν “ωσεί παρούσα” στη τελευταία ευρωπαϊκή σύνοδο, αφού η παρατεταμένη ακυβερνησία έχει αποσαρθρώσει την ήδη προβληματική κρατική μηχανή, η οποία αποδείχθηκε ανίκανη ακόμη και να διαχειριστεί την ατυχία με το πρόβλημα της υγείας του νέου πρωθυπουργού και την αστοχία που προέκυψε με την επιλογή του νέου υπουργού Οικονομικών.  
Άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν μείνει μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς κυβέρνηση, όπως προ καιρού το Βέλγιο, όπου σχηματίστηκε κυβέρνηση έπειτα από 18 μήνες, χωρίς αυτό να έχει επιπτώσεις στην καθημερινή λειτουργία της κρατικής μηχανής ή στη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας. Εδώ, όμως, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά και οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν είναι καν σε θέση να καθορίσουν ούτε τα στοιχειώδη, όπως το ποιος εκπροσωπεί τη χώρα στα συμβούλια κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν αδυνατεί να παραστεί ο πρωθυπουργός. 
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι παράδοξο που προϊόντος του χρόνου, μήνα με το μήνα και, ίσως, μέρα με την μέρα, βρισκόμαστε όλο και περισσότερο απομονωμένοι στο ευρωπαϊκό στερέωμα, με αποτέλεσμα να προκαλούν όλο και μικρότερη εντύπωση τα σενάρια για την αποπομπή μας από την ευρωζώνη που είναι βέβαιο ότι έχουν εξυφανθεί ερήμην μας και η ενεργοποίησή τους ίσως να είναι επί θύραις.
Ο χρόνος τρέχει αδυσώπητα σε βάρος μας και η περίφημη επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου καθυστερεί, μεγιστοποιώντας τα ήδη μεγάλα και ανυπέρβλητα προβλήματα της ύφεσης και της ανεργίας που επιβαρύνονται από την οξύτατη τραπεζική κρίση που έχει κλείσει τους κρουνούς της ρευστότητας στην χειμαζόμενη πραγματική οικονομία.
Απλοϊκοί ισχυρισμοί σύμφωνα με τους οποίους η κυβέρνηση μπορεί να αδιαφορήσει για τις τράπεζες, δεν χωρούν στην περίσταση, έστω και αν ορισμένοι προσπαθούν να δώσουν ιδεολογικό περίβλημα στην υπόθεση, που, καλώς ή κακώς, αφορά όλους μας, καθώς χωρίς τραπεζική ρευστότητα ούτε επενδύσεις μπορεί να γίνουν ούτε νέες θέσεις εργασίας να δημιουργηθούν, ούτε ανάπτυξη της οικονομίας μπορεί να υπάρξει. 
Σε πείσμα, λοιπόν, όσων, για τους δικούς τους λόγους, επενδύουν στην καταστροφή και στην ερειπιοποίηση της χώρας, η κυβέρνηση, που θα λάβει –επιτέλους!- ψήφο εμπιστοσύνης την Κυριακή,  δεν πρέπει να επαναπαυθεί, επιφυλάσσοντας ρόλο… γλάστρας που ποτίζεται χάριν του βασιλικού (εν προκειμένω των αποφάσεων που αφορούν κατ΄ αρχήν τις τράπεζες της Ιταλίας και της Ισπανίας), αλλά να ξεκινήσει άμεσα τις απαραίτητες διαπραγματεύσεις με τους εταίρους – δανειστές μας για αναθεώρηση του οικονομικού προγράμματος, με παράλληλη, όμως, τήρηση των δεσμεύσεων που έχουμε αναλάβει.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Ο ευρωμηχανισμός και οι μηχανισμοί της παραπληροφόρησης

            Η Κύπρος είναι μια χώρα που δεκαετίες τώρα (συγ)κυβερνάται από αριστερής κατεύθυνσης ηγεσίες. Από την ανεξαρτησία του νησιού, η δεξιά βρέθηκε στην εξουσία μόνον παρενθετικά.  Ο νυν Πρόεδρος της χώρας Δ. Χριστόφιας, αναρριχήθηκε στο ύπατο αξίωμα, το 2008, ως ηγέτης του ΑΚΕΛ, το οποίο θεωρείται κομμουνιστικό κόμμα.
            Επί πολλά χρόνια, η πολιτική του ΑΚΕΛ και του Δ. Χριστόφια θεωρούνταν από τους περισσότερους παραδοσιακούς αριστερούς της χώρας μας ως «υποδειγματική», αφού η εμπλοκή του στη διακυβέρνηση έκανε πράξη την αναγκαία συναίνεση και προστάτευε τα λαϊκά εισοδήματα, καθώς η Κύπρος ήταν η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα που διατηρούσε μέχρι πρότινος την -αλήστου μνήμης για την Ελλάδα- ΑΤΑ, δηλαδή την αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή των εισοδημάτων.

            Εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής κρίσης, όμως, όλα αυτά αποτελούν πλέον παρελθόν και η άλλοτε ευημερούσα Κύπρος, αφού πήρε σειρά περιοριστικών μέτρων για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες από την κρίση,  υπέβαλε αίτημα στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης για να ενισχύσει το τραπεζικό της ζήτημα, το οποίο ο –κατά τα άλλα- κομμουνιστής Χριστόφιας ούτε που σκέφθηκε να «κρατικοποιήσει», όπως πρότειναν διάφοροι εγχώριοι (δήθεν) ομοϊδεάτες του που «τζόγαραν» προεκλογικά με τις καταθέσεις.

            Η υποβολή του κυπριακού αιτήματος για ευρωβοήθεια, κατέρριψε παταγωδώς έναν ακόμη σημαντικότερο μύθο που δύο χρόνια κατατρύχει την ελληνική πραγματικότητα. Τις τελευταίες εβδομάδες η Λευκωσία κατέβαλε απεγνωσμένες προσπάθειες, όπως άλλωστε, και η Ισπανία, να αποφύγει την ένταξη στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης.

            Κυπριακές αντιπροσωπείες ταξίδεψαν από τη Μόσχα ως το Πεκίνο, «εκλιπαρώντας» για δανεικά, τα οποία, παρά το περιορισμένο ύψος τους, αφού δεν ξεπερνούσαν τα τρία δισεκατομμύρια, δεν μπόρεσαν να τα εξασφαλίσουν. Τους τα αρνήθηκαν ακόμη και οι… ομόδοξοι Ρώσοι που έχουν συμφέρον από τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος της νησιού που αποτελούσε και αποτελεί «καταφύγιο» ασφαλούς κατάθεσης κεφαλαίων που δεν προέρχονται και από τις πλέον διαφανείς συναλλαγές.            

            Στη χώρα της αποθέωσης της συνωμοσιολογίας, στην οποία ζούμε, ωστόσο, όλα αυτά είναι λεπτομέρειες που δεν εξετάζονται από τους διακινητές απίθανων σεναρίων που έφθασαν μέχρι του σημείου να δηλητηριάζουν, μέσω του διαδικτύου την κοινή γνώμη ακόμη με θεωρίες περί… ψεκασμού των πολιτών για να ψηφίσουν τον δικομματισμό!

Είναι, πάνω – κάτω, οι ίδιοι που δύο χρόνια τώρα φαντασιώνονται τον υποτιθέμενο πακτωλό χρημάτων που δήθεν έριχνε ο Βλαντίμιρ Πούτιν στα πόδια του Γιώργου Παπανδρέου κι εκείνος, τάχατες, τον… κλώτσησε για να οδηγήσει τη χώρα στα «νύχια της τρόικας», παραβλέποντας το αναμφισβήτητο γεγονός ότι ο πρώτος ξένος αξιωματούχος που υπέδειξε την Ελλάδα να προσφύγει στο ΔΝΤ ήταν ο τότε πρόεδρος της Ρωσίας Ντ. Μεντβέντεφ, το «τσιράκι» του Πούτιν.    

            Μπορεί, όμως, οι αέναα διακινούμενες θεωρίες συνωμοσίας να καταρρίπτονται στην πράξη, καθώς, η μια μετά την άλλη, οι άλλοτε ευημερούσες χώρες του ευρωπαϊκού νότου αναζητούν την ασφάλεια της ευρωβοήθειας και, την ίδια ώρα, οι βόρειοι να μην αισθάνονται άτρωτοι, όπως συνέβαινε μέχρι πρότινος, οι ευφάνταστοι συνωμοσιολόγοι δεν πτοούνται. Επιμένουν στο ίδιο «μοτίβο» και παραλλάσσουν τις ίδιες απλοϊκές θεωρίες τους για τις «σκοτεινές δυνάμεις» που πίσω από την κουίντα καθορίζουν τα πάντα και άρα εμείς δεν πρέπει να κάνουμε τίποτε.

Ένας σοβαρός άνθρωπος, με γνώση, με κύρος, με αγωνιστικό παρελθόν, ο καθηγητής Βασίλης Ράπανος δέχθηκε να αναλάβει την «ηλεκτρική» καρέκλα του υπουργού Οικονομικών και, πριν ακόμη ορκιστεί, «έπεσαν να τον φάνε». Τον «βάφτισαν» αμέσως «άνθρωπο των τραπεζών», μόνον και μόνον επειδή συμβαίνει τα δυόμισι τελευταία χρόνια να προεδρεύει της Εθνικής Τράπεζας, ορισμένος από την κυβέρνηση.

Σε αγαστή συγχορδία, αλητήριοι της παραδημοσιογραφίας, «κουκουλοφόροι» του διαδικτύου και πολιτικάντηδες που επενδύουν στη συμφορά της χώρας, στράφηκαν εναντίον ενός αξιοσέβαστου επιστήμονα, που όσοι τον γνωρίσαμε στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, είμαστε περήφανοι που τον είχαμε δάσκαλο, και πολέμησαν με λύσσα, «εξουδετερώνοντας» μια από τις τελευταίες «εφεδρείες» σοβαρότητας και σταθερότητας που διαθέτει το εγχώριο οικονομικό και πολιτικό σύστημα.    

Φοβάμαι πως όσο οι μηχανισμοί της παραπληροφόρησης βρίσκουν ευήκοα ώτα στο ευρύ κοινωνικό σώμα, κανένας ευρωμηχανισμός δεν μπορεί να σώσει αυτή τη χώρα. Αν δεν κατανοήσουμε, αυτό που κατανόησαν ο δεξιός Ισπανός πρωθυπουργός Μαριάνο Ραχόι και ο κομμουνιστής Κύπριος Πρόεδρος  Δ. Χριστόφιας, ότι η Ευρώπη είναι το κοινό μας σπίτι που μας παράσχει την αναγκαία οικονομική ασφάλεια, τότε όταν οι άλλοι θα βγαίνουν από την κρίση, εμείς θα παραμένουμε καθηλωμένοι και θα ζούμε με τους «μύθους» μας.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Το μυριόστομο «ουφ» και η λύση του δράματος

Το «ουφ» της ανακούφισης, που… ακούστηκε από τα πέρατα της οικουμένης για τη διαφαινόμενη λύση στο πολιτικό αδιέξοδο, το οποίο βιώνει η χώρα για περισσότερο από ένα χρόνο, είναι, νομίζω, το πιο σημαντικό στοιχείο της εκλογικής αναμέτρησης της περασμένης Κυριακής.
Ήταν ένα μυριόστομο «ουφ», το οποίο δεν εκφράστηκε μόνον εκτός Ελλάδος, από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και τις… ταραγμένες αγορές, που παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα τις ελληνικές εκλογές, αλλά και στο εγχώριο πεδίο, ακόμη και, όσο και αν ακούγεται παράδοξο, από ψηφοφόρους που έκαναν εντελώς διαφορετικές επιλογές.
Αδιάψευστος μάρτυς μου, η απουσία πανηγυρισμών από τους –όποιους- νικητές αυτών των εκλογών, αλλά και η… χαλαρή διάθεση με την οποία εμφανίστηκε στο εκλογικό κέντρο του κόμματός του ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, στην πρώτη έπειτα από καιρό δημόσια εμφάνισή του που δεν συνοδευόταν από δεκάδες διεθνή τηλεοπτικά συνεργεία, τα οποία, στο μεταξύ, είχαν «μετακομίσει» στο νέο πόλο εξουσίας.
Αν εξαιρέσει κανείς ορισμένους «εξουσιομανείς», που πρόβαραν υπουργικά «κοστούμια», η πλειονότητα των νουνεχών πολιτικών είναι βέβαιο ότι ήθελαν να αποφύγουν την «καυτή πατάτα» των ευθυνών της διακυβέρνησης, καθώς η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι η νέα πολιτική περίοδος που διανοίγεται μπροστά μας κάθε άλλο παρά ρόδινη προδιαγράφεται. 
Ο επικείμενος σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας, άλλωστε, δεν αναιρεί τον βαθύ διχασμό της ελληνικής κοινωνίας, όπως αποτυπώθηκε στο εκλογικό αποτέλεσμα, και, πολύ περισσότερο, δεν προοιωνίζεται, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, οριστική λύση του «δράματος» της ακυβερνησίας που επέτεινε δραματικά τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.
Καλώς ή κακώς, απέναντι στους μισούς, ίσως, Έλληνες που ψήφισαν με γνώμονα να σχηματιστεί φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση, υπάρχουν οι άλλοι μισοί που φαίνεται να έχουν, για πολλούς λόγους, πειστεί ότι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα έπρεπε να υπάρξει κάποιου είδους διάρρηξη των σχέσεων μας με τους εταίρους μας.
Μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων, με διαφορετικά ίσως κίνητρα, έδειξαν να εγκρίνουν την ατζέντα του εθνικού απομονωτισμού, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της αθέτησης υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί από την παραγωγικά αποδιαρθρωμένη χώρα μας.
Χρειάζεται, για τούτο, πολύ μεγάλη προσπάθεια από τη νέα κυβέρνηση που θα σχηματιστεί, ώστε να εμπεδωθεί το επιβεβλημένο ευρωπαϊκό πνεύμα και ο απαιτούμενος μεταρρυθμιστικός αέρας που θα σταθεροποιήσει, κατ΄ αρχήν, τη χώρα, ώστε, κατόπιν, να επιχειρηθεί η βαθμηδόν έξοδος από το υφιστάμενο καθηλωτικό «σπιράλ θανάτου».
Είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν και αντιστάσεις και αντιδράσεις στο δύσκολο και ανηφορικό δρόμο που έχει μπροστά του το νέο –αναγκαστικά συνεργατικό- κυβερνητικό σχήμα, το οποίο, έχοντας από τη μια πολλά «ανοιχτά μέτωπα» στο εσωτερικό (ύφεση, ανεργία, ανομία, ανασφάλεια και τόσα άλλα), θα απαιτείται από την άλλη να διαπραγματεύεται σκληρά με τους ευρωπαίους εταίρους και δανειστές μας.
Όπως πριν από τις εκλογές, έτσι και μετά από αυτές, τα μηνύματα που φθάνουν στην Αθήνα είναι περισσότερο από σαφή. Μόνον με τήρηση των συμφωνιών, μπορεί να υπάρξει συνέχιση της αναγκαίας χρηματοδότησης. Και μόνον υπό αυτή την προϋπόθεση μπορεί να επανεξεταστούν πτυχές του προγράμματος που συνοδεύει την οικονομική βοήθεια.
Το -άγνωστο για τα ελληνικά πολιτικά ήθη- πνεύμα συνεργασίας των πολιτικών δυνάμεων, είναι, μαζί με την επιδίωξη της ευρύτερης δυνατής συναίνεσης και τη δύναμη του παραδείγματος όσων θα αναλάβουν κυβερνητικές ευθύνες σε αυτή τη δύσκολη φάση, αυτά από τα οποία θα κριθεί η μακροημέρευση του νέου κυβερνητικού σχήματος.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Η βία ως… μαμή τερατογεννήσεων

Η 12η Φεβρουαρίου 2012, είναι χαραγμένη βαθιά στη μνήμη μου, όχι μόνον γιατί αποτελεί ένα εθνικό ορόσημο, αφού είναι η ημερομηνία ψήφισης της περίφημης δανειακής σύμβασης, αλλά και για έναν προσωπικό λόγο, καθώς είναι η μέρα, ή μάλλον η νύχτα, που ένοιωσα, περισσότερο από ποτέ στη ζωή μου, την απειλή του αφιονισμένου όχλου και της «τυφλής» πολιτικής (;) βίας, για την οποία μιλάμε αυτές τις μέρες με αφορμή την… «πρωινάδικη» τηλεοπτική βιαιοπραγία.
Λίγη ώρα πριν από την ολοκλήρωση της έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης και την έναρξη της κρίσιμης ψηφοφορίας, χρειάστηκε, εκτάκτως και για λόγους ανωτέρας βίας, να εξέλθω της Βουλής, και, αψηφώντας την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στη -φλεγόμενη από τους εμπρησμούς κτιρίων και πνιγμένη από δακρυγόνα- ευρύτερη περιοχή του Συντάγματος, ακολούθησα, ελλείψει άλλης, τη συνήθη διαδρομή. 
Έχοντας παρακολουθήσει από κοντά τα περισσότερα από τα μεγάλα συλλαλητήρια των πολλών τελευταίων χρόνων, άλλοτε από επαγγελματική υποχρέωση και άλλοτε από επαγγελματική «διαστροφή», δεν φαντάστηκα ότι η διακριτική αποχώρησή μου από τον αποκαλούμενο «ναό της δημοκρατίας» μπορούσε να με καταστήσει στόχο, επειδή κάποιος, που όταν με προσέγγισε, μου δημιούργησε την εντύπωση πως δεν ήταν παρά ένας διαταραγμένος, άρχισε να μου επιτίθεται φραστικά και να τρέχει ωρυόμενος ξωπίσω μου, παρασύροντας και άλλους στην ίδια κατεύθυνση.
Με απάλλαξαν από τα χειρότερα που θα μπορούσαν να μου συμβούν, αρχικά, η εξάντληση των αποθεμάτων αυτοκυριαρχίας, που μου επέτρεψε να σταθώ και να αντιμετωπίσω, με όση ψυχραιμία μπορούσα να επιστρατεύσω, τις άγριες διαθέσεις του πλήθους που με είχε περικυκλώσει, και, κατόπιν, η επίκληση της επαγγελματικής ιδιότητας, η οποία, ευτυχώς, για ορισμένους, απετέλεσε επαρκή δικαιολογητική βάση για την παρουσία μου στο κτίριο.
Δεν μπόρεσα να καταλάβω, και όσο το σκέφτομαι τόσο καταλήγω ότι ίσως δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, ποια ήταν η ιδεολογική προσέγγιση όσων μου επιτέθηκαν και ήταν έτοιμοι να... αυτοδικήσουν, απέναντι σε έναν άνθρωπο, σε έναν  πολίτη που το «έγκλημά» του ήταν ότι είχε βγει από τη Βουλή, την οποία, αν οι ίδιοι είχαν δύναμη, ισχυρότερη από την εξοπλισμένη Αστυνομία, εκείνη αλλά και πολλές άλλες νύχτες θα την είχαν πυρπολήσει και θα την είχαν ισοπεδώσει.
Όλο το προηγούμενο διάστημα, άλλωστε, η πλατεία Συντάγματος, πέρα από χώρος δικαιολογημένης διαμαρτυρίας πληττόμενων ανθρώπων, είχε γίνει το «στέκι» ενός αλλοπρόσαλλου συνονθυλεύματος που το μόνο που το ένωνε ήταν, κυρίως, το βίαιο πάθος κατά των κοινοβουλευτικών θεσμών, όπως μαρτυρεί το ανιστόρητο κεντρικό πανό που, επειδή έκανε ρίμα με το «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», ισχυριζόταν ότι «η χούντα δεν τελείωσε το ΄73»!
Ενδεδυμένοι τον μανδύα του «αγανακτισμένου» και σε απόσταση λίγων μέτρων συγχρωτίζονταν, επί μήνες, «μπαχαλάκηδες» και «χρυσαυγίτες», «χουντικοί» και αριστεριστές, μισαλλόδοξοι ιερωμένοι και ακραίοι κήρυκες της εμφύλιας διαμάχης. Ποιος, αλήθεια, από όσους επαίνεσαν την πράξη του πιο γνωστού αυτόχειρα της τελευταίας περιόδου που αυτοπυροβολήθηκε στην πλατεία Συντάγματος, διάβασε επιμελώς το κείμενο που άφησε και στο οποίο… υμνούσε τη χρήση των “καλάσνικοφ”;  
Βεβαίως, η καταστροφική βία που ζήσαμε την τελευταία διετία δεν μπορεί να αποδοθεί μόνον στις ακραίες μειοψηφίες που είχαν «στρατοπεδεύσει» στο Σύνταγμα, απειλούσαν συλλήβδην τους πολιτικούς με κρεμάλες, μούντζωναν και κραύγαζαν «να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή». Εξίσου, υπεύθυνοι είναι και πολλοί άλλοι από την πολιτική και την ενημέρωση που παρείχαν κάλυψη και «έκλειναν το μάτι» στα άκρα της «πλατείας», αποκαλώντας τις ανά την Ελλάδα, οργανωμένες, στην πλειονότητά τους, βιαιοπραγίες κατά στελεχών του ΠΑΣΟΚ «λαϊκή οργή».
Είδα με τα μάτια μου γνωστό συνδικαλιστή του εκπαιδευτικού, μάλιστα, χώρου, να εκτοξεύει με ντουντούκα υβριστικά συνθήματα κατά του τότε πρωθυπουργού σε συγκέντρωση. Άκουσα με τα αυτιά μου βουλευτή της ΝΔ από όμορη περιοχή με τη Θεσπρωτία να εκφράζεται με μίσος και να εκστομίζει ακραίους χαρακτηρισμούς, όπως «δοσίλογοι», για τα κυβερνητικά στελέχη, για τα οποία ο ίδιος έδωσε λίγες εβδομάδες αργότερα ψήφο εμπιστοσύνης και ενέκρινε μαζί τους τα επόμενα «μνημόνια».
Ποιος, εξάλλου, ξεχνά τη στάση που τήρησαν οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου στη βίαιη ματαίωση της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη; Το «Παπούλια, προδότη παραιτήσου», που εξόργισε τον αντιστασιακό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μπορεί ενδεχομένως να ακούστηκε από χείλη επίγονων του δοσιλογισμού, πλην, όμως, τη «νομιμοποίησή» του τη βρήκε όχι μόνον από εκείνους που συμμετείχαν στην ανόσια αυτή εκδήλωση, αλλά και από όλους όσοι δεν βρήκαν κατηγορηματικά λόγια καταδίκης για το σύνολο των ακροτήτων.
Γι΄ αυτό και νομίζω ότι έχει μεγάλη δόση υποκρισίας η… ιερή οργή ορισμένων από όσους αντιδρούν στις φασιστικές προκλήσεις των «χρυσαυγιτών», που πιστεύω ότι βρήκαν έδαφος στην απώλεια του μέτρου στην πολιτική αντιπαράθεση που τη βλέπουμε έκδηλη (και) ενόψει της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης. Όσοι, άλλωστε, ενστερνίζονται το  μαρξιστικό “τσιτάτο” ότι «η βία είναι μαμή της ιστορίας», ας έχουν υπόψη τους και τις… τερατογεννήσεις, στις οποίες, σύμφωνα με τη λαϊκή θυμοσοφία, οδηγούν τους τοκετούς οι πολλές καβγαδίζουσες μαμές.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Αντιφάσεις και διλήμματα, μπροστά στη νέα κάλπη

Ένα δίλημμα με κατατρύχει τις τελευταίες ημέρες, καθώς πλησιάζει η ώρα της νέας κάλπης και οι βασικοί διεκδικητές της εξουσίας παρουσιάζουν τις προγραμματικές εξαγγελίες τους. Αναρωτιέμαι: είναι προτιμότερο να εύχεται κανείς να εφαρμοστούν όλα αυτά που, με περισσή προχειρότητα, η οποία δεν ταιριάζει στην εποχή μας, ακούγονται από τις τηλεοράσεις και τα προεκλογικά μπαλκόνια ή να ελπίζει ότι θα αποδειχτούν, για άλλη μια φορά, ψεύτικα μεγάλα προεκλογικά λόγια, που θα διαψευστούν στην πράξη;
Δυσκολεύομαι ειλικρινά να αποφανθώ. Και η δυσκολία μου δεν προέρχεται μόνον από το γεγονός ότι χρειάστηκε να φθάσουμε στο «παρά πέντε» των δεύτερων εκλογών για να μάθουμε τις κυριότερες από τις προεκλογικές διακηρύξεις, οι οποίες, σε κάποιες περιπτώσεις είναι, λιγότερο ή περισσότερο, διαφοροποιημένες από εκείνες με τις οποίες κάποια κόμματα διεκδίκησαν την ψήφο μας μόλις πριν από λίγες εβδομάδες.
Δυσκολεύομαι, κυρίως, από το περιεχόμενο των υποσχέσεων που δίνονται  και που στην πλειονότητά τους αποτελούν επανάληψη παρελθούσας μεθοδολογίας, αντίστοιχης με εκείνη που οδήγησε στη σημερινή δυσμενή πραγματικότητα. Πραγματικότητα, η οποία, κατά τη δική μου, τουλάχιστον, προαίρεση, προέρχεται από την επί χρόνια καλλιεργούμενη νοοτροπία πως τα πάντα μπορούμε να τα περιμένουμε από τους «άλλους». Και πάνω από όλα από το… κράτος που μπορεί να δανείζεται και να δαπανά εσαεί, την ίδια στιγμή που εμείς μπορούμε να ασκούμεθα, επαναστατικώ τω τρόπω, στην υποκίνηση και υπόθαλψη κινημάτων «δεν πληρώνω» .
Και τι δεν βρίσκει κανείς στις προεκλογικές διακηρύξεις, που είναι, μάλιστα, ντυμένες με τον μανδύα του «κυβερνητικού προγράμματος»: Αφόρητες γενικότητες για το πόσο… σπουδαία είναι η παγκόσμια ειρήνη, επικίνδυνα αφελείς προσεγγίσεις για σοβαρά ζητήματα, που φθάνουν μέχρι την παγκόσμια πρωτοτυπία του αφοπλισμού της αστυνομίας και των ανοιχτών φυλακών, σε μια χώρα με έντονο πρόβλημα εγκληματικότητας, πειραματισμούς με την εξαγγελία χορήγησης ταξιδιωτικών εγγράφων σε όλους τους παράνομους μετανάστες, υποσχέσεις που «χαϊδεύουν αυτιά» για αποκατάσταση μισθών, συντάξεων, διπλασιασμό επιδομάτων και επιβολή «διατίμησης» (!) σε βασικά καταναλωτικά αγαθά.
Ποιος, αλήθεια, δεν θα ήθελε να μας συμβούν όλα αυτά τα ωραία και παραδείσια; Αν, όντως, ήμασταν μια «κοινωνία αγγέλων» σε μια απομονωμένη χώρα με οικονομική αυτάρκεια και περίσσεια πλουτοπαραγωγικών πόρων, όπως αυτή που… φαντασιώνονται διάφοροι πολιτικάντηδες που διακηρύσσουν πως τάχατες η ανακήρυξη της ΑΟΖ θα μας καταστήσει αυτόματα παγκόσμιο ενεργειακό παίκτη, μπορεί πράγματι να μπορούσαμε και φόρους να μην πληρώνουμε και παχυλές συντάξεις (όπως αυτές που υπόσχεται ο… Στέφανος Μάνος!) να εισπράττουμε, επιδιδόμενοι στην αποτελεσματική επίλυση των παγκοσμίων προβλημάτων της μετανάστευσης και της ειρήνης στον κόσμο.
Δυστυχώς, όμως, συμβαίνει να ζούμε σε μια μικρή και υπερχρεωμένη, όσο καμία άλλη,  χώρα που έχει ανάγκη δανεικών για να συνεχίσει να λειτουργεί, ακόμη και αν της χαριστεί το σύνολο των παλαιών δανείων. Γι΄ αυτό και δεν χρειάζεται κανείς να είναι οικονομολόγος για να αντιληφθεί πως  πρώτιστο καθήκον της κυβέρνησης που θα προκύψει τη μεθεπόμενη Κυριακή, είναι να βρει τρόπους να συνεχιστεί απρόσκοπτα η χρηματοδότηση του δημοσίου για να μην «κατεβάσει ρολά» το κράτος που λέγεται η Ελλάδα. 
Παρακάμπτοντας τα επιμέρους, έχει, νομίζω, σημασία να δούμε τι λέει επ΄ αυτού το «νεότευκτο» κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Επαναλαμβάνω αυτολεξεί όσα ακούστηκαν, την περασμένη Παρασκευή, από τα χείλη του επικεφαλής του, Αλέξη Τσίπρα: «Θα διεκδικήσουμε νέα αναδιαπραγμάτευση του χρέους, με στόχο τη δραστική μείωσή του, ή ένα μορατόριουμ για το χρέος και αναστολή πληρωμών των τόκων, έως ότου διαμορφωθούν συνθήκες σταθεροποίησης και ανάκαμψης της οικονομίας».
«Το ύψος εξυπηρέτησης του χρέους θα πρέπει, επίσης, να συνδεθεί με το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή με το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ (ρήτρα ανάπτυξης)», πρόσθεσε ο κ. Τσίπρας. Απέφυγε, ωστόσο, να πει πότε, έστω κατά προσέγγιση, και με ποιες συγκεκριμένες επενδυτικές πρωτοβουλίες, ευελπιστεί ότι η χειμαζόμενη ελληνική οικονομία μπορεί να περάσει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, τέτοιους που να της επιτρέπουν να καλύψει επείγουσες ανάγκες, άμεσες και μεσοπρόθεσμες, όπως, π.χ., η επαναγορά του ΟΤΕ, ώστε, κατόπιν, να είναι σε θέση να αποπληρώνει, έστω, μέρος του συσσωρευμένου χρέους.
Δύο εβδομάδες, όμως, πριν από τις εκλογές, δεν θα έπρεπε να είναι πλήρως αποσαφηνισμένο πόσο επιπλέον χρέος πρέπει να διαγραφεί, όπως και ποιο κομμάτι του θεωρείται «απεχθές» και θα εξαιρεθεί από την αποπληρωμή; Πιθανολογώ, καλόπιστα, ότι η απάντηση στο ερώτημά μου είναι πως όλα αυτά είναι στοιχεία της διαπραγμάτευσης που θα ξεκινήσει η νέα κυβέρνησης, η οποία «αμέσως μετά την ακύρωση του Μνημονίου, θα καταγγείλει τους επαχθείς όρους και θα ζητήσει την επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης». 
Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, όσοι κατέχουν ελληνικά ομόλογα (διεθνείς οργανισμοί, ευρωπαϊκές χώρες, ξένες και εγχώριες τράπεζες, κερδοσκοπικά funds, ιδιώτες επενδυτές, ασφαλιστικά ταμεία, και όποιοι άλλοι) γιατί θα δεχθούν νέο «κούρεμα» των απαιτήσεών τους και μαζί αναστολή πληρωμής των τόκων και ρήτρα εξυπηρέτησης της εναπομείνασας υποχρέωσής μας; Μήπως, εν τέλει, τους είναι ευκολότερο να μας τα… χαρίσουν; Και αν μας… χαρίσουν αυτά, γιατί θα μας δώσουν τα επόμενα που χρειαζόμαστε για να βγάλουμε τη φετινή χρονιά;
Βρίσκω όλα τούτα άκρως αντιφατικά. Και γι΄ αυτό ξεκίνησα με το δίλημμα της ευχής για εφαρμογή των προεκλογικών διακηρύξεων ή της ελπίδας για προσγείωση στην πραγματικότητα. Και τα δύο μου φαίνονται εξίσου προβληματικά. Το πρώτο μου μοιάζει απίστευτη ουτοπία και «δονκιχωτισμός». Το δεύτερο, φοβάμαι, θα απογοητεύσει πολύ κόσμο, ο οποίος στην επόμενη, ίσως, κάλπη να αναζητήσει άλλες -ενδεχομένως, πιο επικίνδυνες- «αντισυστημικές» δυνάμεις για να εκφράσει την οργή από τη νέα διάψευση.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Η αντιγραφή του χθες δεν οδηγεί στο αύριο

Παρακολουθώντας τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η προεκλογική αντιπαράθεση των κομμάτων, έχω την αίσθηση πως ματαιοπονεί κανείς στην προσπάθεια αναζήτησης στοιχείων που να αποτυπώνουν το νέο που -υποτίθεται ότι- ζήτησαν οι πολίτες με την ψήφο τους στις 6 Μαΐου, έστω και αν το αίτημα εκδηλώθηκε με κατακερματισμό και διασπορά των επιλογών.
            Αναρωτιέμαι, για παράδειγμα, αν, μετά την -κατά πολλούς δικαιολογημένη- καταδίκη του λεγόμενου δικομματισμού, οι δυνάμεις, που αναδείχθηκαν ενισχυμένες από την τελευταία κάλπη και διεκδικούν επαύξηση της επιρροής τους στη νέα αναμέτρηση της 17ης Ιουνίου, συνιστούν τους φορείς εκείνους που είναι οι κατάλληλοι για να ανοίξουν νέοι δρόμοι για τον  τόπο και να δημιουργήσουν ελπίδα και προοπτική στους ανήσυχους πολίτες.
            Χωρίς να παριστάνω τον αντικειμενικό, προσπαθώ να είμαι ανοιχτός και καλοπροαίρετος στις επισημάνσεις μου. Γι΄ αυτό και δεν ασχολούμαι με τις –ένθεν κακείθεν- διχαστικές απλουστεύσεις που θέτουν αντιμέτωπους από τη μια τους «προδότες» και «προσκυνημένους» μνημονιακούς και από την άλλη τους αλαζονικούς «μικρομέγαλους» που θέλουν να μας πάνε στη δραχμή.
Προτιμώ να εστιάσω στα συγκεκριμένα και επ΄ αυτών να εκφράσω τις αμφιβολίες μου για τη φορά των προεκλογικών πραγμάτων. Θα περίμενε, ας πούμε, κανείς ότι οι θιασώτες του «νέου» να ήταν έτοιμοι να ανατρέψουν, όχι με λόγια, αλλά με πράξεις, όλα εκείνα που στις νηφάλιες συζητήσεις, που κάνουμε μεταξύ μας, όταν αφήνουμε στην άκρη τις παραμορφωτικές παρωπίδες, συνομολογούμε ότι αποτελούν χρόνιες παθογένειες που ταλαιπωρούν όλους μας.
Ας πάρουμε, ως παράδειγμα, τη φοροδιαφυγή, η έκταση της οποίας αναμφισβήτητα πλήττει το σύνολο της κοινωνίας και πρωτίστως τους οικονομικά αδύναμους. Σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο που η καταπολέμησή της να αποτελεί όρο επιβίωσης του ελληνικού δημοσίου και, πολύ περισσότερο, αυτού που λέγεται «κοινωνικό κράτος», το οποίο χωρίς χρηματοδότηση, δια της φορολογίας, δεν είναι παρά «ένα πουκάμισο αδειανό».     
Με λύπη διαπιστώνω ότι στις θολές και πολύ συχνά αντικρουόμενες προγραμματικές θέσεις που διατυπώνουν τις τελευταίες μέρες λογής – λογής στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αποφεύγουν επιμελώς να θίξουν τη διαπιστωμένη ανάγκη αναδιάρθρωσης των φοροεισπρακτικών μηχανισμών που αποτελεί προϋπόθεση για να γίνει αποτελεσματικό το σύστημα συλλογής των φόρων, με βάση την κοινά παραδεκτή συνταγματική πρόνοια, σύμφωνα με την οποία καθένας συμβάλει ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητά του.
Μου δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν πρόκειται για παράλειψη, όταν μάλιστα οι ίδιοι αναγνωρίζουν την ανάγκη αύξησης των δημοσίων εσόδων και γι΄ αυτό εξαγγέλλουν φόρους και εισφορές, που είμαι περίεργος να δω, αν και όταν βρεθούν στα πράγματα, πως θα επιβάλουν την είσπραξή τους, όταν μέχρι πρότινος υπέθαλπαν –αν δεν καθοδηγούσαν, κιόλας- τα περιβόητα κινήματα «δεν πληρώνω», προσδίδοντας ιδεολογικά χαρακτηριστικά σε μια καταφανώς αντικοινωνική συμπεριφορά, τουλάχιστον από εκείνους που είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν.
Πιστεύω, αντιθέτως, ότι αποφεύγουν σκοπίμως τη συζήτηση για την αναδιάρθρωση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών, επειδή δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν τους καινούργιους «πελάτες» που προσήλκυσαν, συμπεριφερόμενοι, έτσι, όπως έκαναν, δεκαετίες τώρα, οι δυνάμεις που οι ίδιοι επικρίνουν και τις οποίες, αντιγράφοντας συνθήματα του χθες, υποτίθεται ότι θέλουν να θέσουν στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας».
Φοβούνται, προφανώς, πως, αν ανοίξει μια τέτοια συζήτηση, θα περιλάβει το ευρύτερο ζήτημα της λειτουργίας του δημόσιου τομέα και της ανάγκης για αξιολόγηση. Ένα ζήτημα που αποτελεί «ταμπού» τόσο για την παραδοσιακή, όσο και για τη νεόφερτη «πελατεία» που συνέρρευσε στα μέχρι πρότινος «μικρομάγαζα» που μεγάλωσαν απότομα και οι διαχειριστές τους, αμήχανοι και οι ίδιοι από την κοσμοσυρροή, παραμένουν στο κλασσικό δόγμα «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο», ακόμη και όταν είναι βέβαιο πως τα διαθέσιμα αποθέματα του… καταστήματος δε μπορούν να ικανοποιήσουν τους πάντες.
Ξέρω πως όταν κάποιος είναι «καβάλα στο κύμα» και έχει ούριο τον άνεμο, δύσκολα, ιδίως αν είναι νεοφώτιστος, λαμβάνει υπόψη του τις προειδοποιήσεις. Βλέπω, εξάλλου, γύρω μου κλειστά αυτιά απέναντι σε κάθε είδους μετριοπαθείς εκτιμήσεις. Διαπιστώνω, επίσης, απροθυμία να αναγνωριστούν αιτιώδεις σχέσεις των προβλημάτων, την ίδια ώρα που επαναλαμβανόμενοι απλοϊκοί ισχυρισμοί, κυρίως όταν περιλαμβάνουν μεγάλη δόση συνωμοσιολογίας, μετρούν περισσότερο από τα λογικά επιχειρήματα.
Προσωπικά, ωστόσο, δεν πτοούμαι. Και χωρίς να διστάζω να αναγνωρίσω ότι, ενδεχομένως, στην παρούσα συγκυρία, ο λόγος μου να έχει μειοψηφική απήχηση, επιμένω στη θέση μου. Θέση, με την οποία πήρα την απόφαση πριν από περίπου δύο χρόνια να εκτεθώ στην κρίση των Θεσπρωτών και η οποία συνοψίζεται στην εδραία πεποίθησή μου πως η αντιγραφή του χθες δεν οδηγεί στο αύριο.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.