Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Τα μοιραία… πρωθύστερα του κ. Κουβέλη



            Τέτοιες μέρες, πριν από δύο χρόνια, πήγαμε στις κάλπες και οι ψηφοφόροι κατέγραψαν, εμμέσως, τη βούλησή τους για σχηματισμό κυβέρνηση συνεργασίας από περισσότερα κόμματα, αφού έδωσαν χαμηλά ποσοστά σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις που πήραν μέρος σε εκείνη την εκλογική αναμέτρηση.
            Ας θυμηθούμε τα αποτελέσματα της 5ης Μαΐου: Η Νέα Δημοκρατία συγκέντρωσε 18,85% και ως πρώτη δύναμη, με το μπόνους των 50 εδρών, εξέλεξε 108 βουλευτές. Δεύτερος ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ με 16,78% και 52 βουλευτές. Ακολούθησε τρίτο, με 13,18%, το ΠΑΣΟΚ που πήρε 41 έδρες, ενώ (παραλείποντας, για λόγους συντομίας, τα ποσοστά των άλλων κομμάτων) στην έβδομη θέση κατετάγη η ΔΗΜΑΡ με 6,11% και 19 βουλευτές.
            Η αδυναμία να βρεθεί κοινός τόπος συνεργασίας των κομμάτων οδήγησε τη χώρα σε νέες εκλογές σαράντα μέρες αργότερα. Ας θυμηθούμε και τα αποτελέσματα της αναμέτρησης της 17ης Ιουνίου: Πρώτη και πάλι η ΝΔ, που με το 29,66% που πήρε ανέβασε την κοινοβουλευτική της δύναμη στους 129 βουλευτές. Δεύτερος ήταν και πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ που, με 26,89%, είχε πλέον 71 έδρες. Το ΠΑΣΟΚ, που υποχώρησε ελαφρώς στο 12,28%, εξέλεξε 33 βουλευτές, ενώ στις 17μειώθηκαν και οι έδρες της ΔΗΜΑΡ που έλαβε το 6,25% του εκλογικού σώματος.
            Ανέτρεξα σε αυτά τα αποτελέσματα, τα οποία, λίγο ως πολύ, είναι γνωστά σε όλους μας, για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι επειδή πολλά στοιχεία στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα του τελευταίου –προεκλογικού- διαστήματος παραπέμπουν στη μεγάλη πολυδιάσπαση των επιλογών του εκλογικού σώματος που ζήσαμε τον Μάιο του 2012 και είχε ως αποτέλεσμα τα μικρότερα κόμματα που δεν κατάφεραν να υπερβούν το κατώφλι του 3% για την εκπροσώπηση στη Βουλή να συγκεντρώσουν αθροιστικά το εντυπωσιακό ποσοστό του 19,02%, το οποίο τον Ιούνιο, λόγω της πόλωσης, υποχώρησε στο 5,98%. 
            Ο δεύτερος και μάλλον σημαντικότερος λόγος που αποτέλεσε το έναυσμα γι΄ αυτή την αναδρομή είναι οι τελευταίες παρεμβάσεις του προέδρου της ΔΗΜΑΡ κ. Φώτη Κουβέλη, ο οποίος τρεις εβδομάδες πριν από τις ευρωεκλογές ένοιωσε την ανάγκη να γνωστοποιήσει στο εκλογικό σώμα την πρόθεσή του να αναλάβει –μετά τις ευρωεκλογές…-πρωτοβουλία για συμπόρευση της κατακερματισμένης Κεντροαριστεράς, η οποία, όπως όλα δείχνουν, θα είναι ο μεγάλος χαμένος της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης. 
            «Είμαι αποφασισμένος να αναλάβω πρωτοβουλίες για την ανασύνθεση του χώρου σε προοδευτική βάση που θα αποτυπώνεται σε συγκεκριμένο κυβερνητικό πρόγραμμα», δηλώνει ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, σε μια περίοδο που τα δημοσκοπικά ποσοστά του κόμματός του κατακρημνίζονται σε βαθμό τέτοιο που σχεδόν καμία από τις τελευταίες έρευνες να μην το δείχνει ικανό να ξεπεράσει το «πλαφόν» του 3% για να έχει ελπίδες να εκλέξει τουλάχιστον έναν ευρωβουλευτή.
Όταν ερωτάται σε ποιους απευθύνεται η πρότασή του, ο κ. Κουβέλης απαντά: «Περιλαμβάνονται όλοι όσοι κατανοούν ότι η χώρα θα πρέπει να κινηθεί σε προοδευτική κατεύθυνση. Και αυτό μπορεί να το εξασφαλίσει μια μεγάλη Κεντροαριστερά. Γι΄ αυτό είπα ότι η προσπάθεια για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς δεν τελειώνει την ημέρα των ευρωεκλογών. Εκτείνεται και πέραν αυτής».
Με άλλα λόγια, ο κ. Κουβέλης, ο οποίος αναγνωρίζει όπως λέει την αναγκαιότητα για συμπαράταξη όλων των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς –και ανάμεσά τους, φυσικά, το ΠΑΣΟΚ, που μέχρι πρότινος το απέκλειε, αλλά πλέον το περιλαμβάνει…- θέλει να πάμε οι πολίτες να ψηφίσουμε και μετά ο ίδιος να αναλάβει τις όποιες πρωτοβουλίες ανασύνθεσης.
Όπως, δηλαδή, έκανε τον Μάιο του 2012, όταν αρνήθηκε να συμμετάσχει σε κυβερνητικό σχήμα συνεργασίας σαν εκείνο στο οποίο συμμετείχε μερικές εβδομάδες αργότερα και αφού προηγουμένως οδηγήθηκε, κυρίως με δική του ευθύνη η χώρα στις επαναληπτικές κάλπες του Ιουνίου, στις οποίες οι δυνάμεις της Κεντροαριστεράς, όπως τουλάχιστον την ορίζει ο ίδιος, βγήκαν έτι περαιτέρω αποδυναμωμένες.
Τον Μάιο, το άθροισμα των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ ήταν μεγαλύτερο από εκείνο της ΝΔ, ενώ οι έδρες τους από 60 έδρες που ήταν -41 το ΠΑΣΟΚ και 19 η ΔΗΜΑΡ- τον Ιούνιο έγιναν 50. Και έτσι η Νέα Δημοκρατία που είχε ανεβάσει κατά δέκα και πλέον μονάδες την εκλογική της επίδοση είχε τον πρώτο λόγο στον σχηματισμό της τρικομματικής κυβέρνησης, από την οποία, εξάλλου, ο κ. Κουβέλης έφυγε πριν καν συμπληρωθεί ο πρώτος χρόνος της θητείας της.
Ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ διαπιστώνει –και σωστά- ότι «αν η Κεντροαριστερά ενωθεί, θα αποτελεί η ίδια εναλλακτική πρόταση εξουσίας για την Ελλάδα, γιατί είναι η κοινωνική πλειοψηφία». Μόνον που οι διαπιστώσεις του κινδυνεύουν να αποδειχθούν και πάλι… πρωθύστερες. Και όταν θα έρθει το (μετεκλογικό) πλήρωμα του χρόνου για να εκδηλώσει ο ίδιος την πρωτοβουλία του για την Κεντροαριστερά, μπορεί να μην υπάρχουν κεντροαριστεροί ψηφοφόροι για να γίνουν αποδέκτες της κυβερνητικής του πρότασης. 
Αλήθεια, του περνάει καθόλου από το μυαλό το –διόλου απίθανο- ενδεχόμενο και τα δύο κόμματα που κατεβαίνουν με τη σημαία του ΕΣΚ να μην εκλέξουν ευρωβουλευτή; Συνειδητοποιεί, άραγε, τι θα σημαίνει αυτό για τις εγχώριες ευρωπαϊκές δυνάμεις, αλλά και τι συνέπειες θα υπάρξουν αν το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών διαταράξει την εύθραυστη πολιτική σταθερότητα;  Αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο να γίνει το μοιραίο πρόσωπο που θα οδηγήσει άλλη μια φορά τη χώρα σε βουλευτικές κάλπες ακραίας πόλωσης;

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Οι… αναμάρτητοι και το «τρεις κάλπες, μια ψήφος»




            Ένα από τα επιχειρήματα που προβάλουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για να πείσουν ότι πρέπει να γίνουν πλειοψηφία και να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας είναι ότι οι ίδιοι δεν έχουν ασκήσει ποτέ εξουσία και, ως εκ τούτου, είναι «αναμάρτητοι» και δεν ευθύνονται για τα κακώς κείμενα που ταλανίζουν την Ελλάδα και τους πολίτες της.
            Είναι, όμως, έτσι; Άσκηση εξουσίας είναι μόνον αν έχει οριστεί κάποιος υπουργός, υφυπουργός, γενικός γραμματέας ή κρατικός αξιωματούχος σε ΔΕΚΟ; Τα αυτοδιοικητικά αξιώματα, τα οποία, αλλού με περισσότερο πάθος και αλλού με λιγότερο, αφού ορισμένοι έχουν άκοντες «επιστρατευθεί», διεκδικούν στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν οδηγούν, άραγε, στην άσκηση (τοπικής, έστω) εξουσίας;
            Το τραγικό δυστύχημα που συνέβη τις προηγούμενες ημέρες στο λούνα παρκ της Αργυρούπολης είναι, νομίζω, ένα άκρως χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πως ένας που αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερός ή ακτιβιστής ή και τα δυο μαζί σε αρκετές περιπτώσεις, δεν απαλλάσσεται εκ προοιμίου από τα ανομήματα που συνοδεύουν είτε τη δράση του είτε, μάλλον συχνότερα, την αδράνεια του.
Το γεγονός ότι ο δήμαρχος της συγκεκριμένης περιοχής ανήκει στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως δεν τον ενοχοποιεί, εκ των προτέρων, γι΄ αυτό που συνέβη στη χωρική του επικράτεια,  εξίσου δεν τον θέτει αυτομάτως στο απυρόβλητο, επειδή δήλωνε.. πούρος «αντιμνημονιακός» και έκανε απεργίες πείνας για να μείνει όπως είναι σήμερα το παλαιό αεροδρόμιο της Αθήνας που τυγχάνει να βρίσκεται στα όρια του Δήμου του.
Τα αρμόδια όργανα της συντεταγμένης Πολιτείας και η Δικαιοσύνη θα ελέγξουν τις τυχόν ποινικές ευθύνες για πράξεις και παραλείψεις του δημάρχου και των υπηρεσιών του. Και ταυτόχρονα οι δημότες της περιοχής θα αξιολογήσουν αν ο συγκεκριμένος δήμαρχος με τον τρόπο που πολιτεύεται εξυπηρετεί ή όχι τα συμφέροντα της πόλης τους και με την ψήφο τους θα αποφασίσουν σε λίγες μέρες αν θα του ανανεώσουν τη θητεία.
Σε ένα ευρύτερο, όμως, πλαίσιο, πέρα από το συγκεκριμένο τραγικό συμβάν, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κάποιος τι είναι εκείνο που διαφοροποιεί τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία ασκούν εξουσία σε Δήμους, από τους δημάρχους που έχουν εκλεγεί με τη σημαία άλλων κομμάτων και ειδικότερα εκείνων που προέρχονται από τους πολιτικούς σχηματισμούς που είχαν και έχουν κυβερνητική εμπλοκή. Όπως επίσης δεν μπορεί να μην αναρωτιέται κάθε εχέφρων πολίτης για τη σκοπιμότητα υπό την οποία το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης λανσάρει, ενόψει των επικείμενων πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων, το σύνθημα «τρεις κάλπες, μια ψήφος».
Στους -λίγους, έστω- Δήμους που διοικήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια από αξιωματούχους που δεν ανήκαν στα κυβερνητικά κόμματα, είναι, άραγε, καλύτερες καθημερινότητας των δημοτών; Έχουν λιγότερα ελλείμματα οι Δήμοι αυτοί; Οι υπηρεσίες τους μαζεύουν, όπως θέλει να πιστεύει η κυρία Ρένα Δούρου, καλύτερα τα σκουπίδια, επειδή, άραγε, είναι «αντιμνημονιακοί» οι δήμαρχοι τους; Έχουν κάνει μήπως λιγότερα ρουσφέτια; Ή έχουν εξαλείψει το υπεράριθμο και ανορθολογικά κατανεμημένο προσωπικό;
Η αλήθεια είναι ότι σε όλη τη χώρα μπορεί να διακρίνει κανείς αρκετούς καλούς και -ενδεχομένως, περισσότερους- κακούς δήμαρχους. Δημάρχους που ασχολούνται και πασχίζουν να λύσουν τα προβλήματα που απασχολούν τους δημότες τους. Και δημάρχους που αναλώνονται σε φιέστες και οι οποίοι μόλις βρουν τα δύσκολα κλείνουν τα δημαρχεία για να επιδείξουν, τάχατες, αγωνιστικό φρόνημα απέναντι στο απρόσωπο Κράτος και την κυβέρνηση.
Η διαχωριστική γραμμή, ωστόσο, που χωρίζει τις δύο αυτές κατηγορίες δημάρχων, όπως και περιφερειαρχών, δεν είναι το κομματικό χρίσμα που έλαβαν προτού να εκλεγούν. Είναι αποκλειστικά και μόνον η αξιοσύνη ενός εκάστου. Και, κυρίως, η βούληση που επιδεικνύουν για να κινητοποιήσουν δυνάμεις, να καταστρώσουν σχέδια, να εκπονήσουν μελέτες και να υλοποιήσουν έργα και δράσεις που βελτιώνουν τις συνθήκες ζωής των συμπολιτών τους.
 Γι΄ αυτό και ανεξαρτήτως τι θα γίνει στις ευρωεκλογές και πολύ περισσότερο στις εθνικές εκλογές, όταν με το καλό έρθει η ώρα τους, όλα δείχνουν ότι σε περίπου δύο βδομάδες που οι πολίτες θα πάνε στις αυτοδιοικητικές κάλπες για να επιλέξουν δημάρχους και περιφερειάρχες για την επόμενη πενταετία, η πλειονότητα θα κάνει τις επιλογές της με κριτήριο την αξιοσύνη και θα επιφυλάξει οδυνηρές εκπλήξεις σε όσους θέλουν να βάλουν στενό κομματικό κορσέ παντού.          

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Που θα πάει η αποχή;



            Λίγο τα γραπτά μηνύματα με τις πασχαλινές ευχές των -γνωστών μας ή και, πιο συχνά, αγνώστων- υποψήφιων ευρωβουλευτών που έφθασαν στα κινητά τηλέφωνα μας, λίγο περισσότερο η κινητικότητα που συναντήσαμε όσοι εκδράμαμε τούτες τις μέρες στην ελληνική περιφέρεια από τους πολυπληθείς συμπολίτες μας που διεκδικούν τοπικά αξιώματα, επιτέλους η ατμόσφαιρα άρχισε σε κάτι να θυμίζει ότι διάγουμε προεκλογική περίοδο.
            Δεν ξέρω αν είναι δείγμα… καθυστερημένου «εξευρωπαϊσμού», αφού στην υπόλοιπη ήπειρό μας η συμμετοχή στις ευρωεκλογές ήταν πάντα χαμηλότερη από ό,τι στην Ελλάδα, ή αν πρόκειται απλώς για μια ακόμη από τις πολλές συνέπειες που αφήνει πίσω της η βίαιη μνημονιακή προσαρμογή της τελευταίας τετραετίας, αλλά οι κάλπες του Μαΐου, παρότι μάλιστα είναι διπλές, δεν δείχνουν να… συνεγείρουν τα πλήθη των Ελλήνων, τουλάχιστον με τον τρόπο που ξέραμε την τελευταία τεσσαρακονταετία.
            Μέχρι πρότινος, άλλωστε, αν εξαιρέσει κανείς τους «επαγγελματίες» του είδους, το εν τη ευρεία εννοία πολιτικό προσωπικό και τα διασυνδεμένα με αυτό πρόσωπα, εμάς τους δημοσιογράφους, αλλά και τα κομματικά… τρολ που κάνουν υπερωρίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το ενδιαφέρον αυτού που λέμε «κοινή γνώμη» για τις επικείμενες –κρίσιμες, κατά τα άλλα- εκλογικές αναμετρήσεις, ήταν από περιορισμένο έως πολύ χαμηλό.
            Το που θα οδηγήσει αυτό το χωρίς προηγούμενο κλίμα… πολιτικής (ή μήπως μόνον κομματικής;) απάθειας ενός μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας είναι δύσκολο να το προδικάσει κάποιος. Όπως εξίσου δύσκολη είναι η αποστολή των εμπλεκόμενων στην εκλογική διαδικασία να το ανατρέψουν στις πολύ λίγες εβδομάδες που απομένουν πλέον για το ραντεβού, κατ΄ αρχήν με τις κάλπες της 18ης Μαΐου για τον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών και μια εβδομάδα αργότερα, στις 25 Μαΐου, με τις κάλπες του δευτέρου γύρου για τις περιφερειακές και τις δημοτικές αρχές, αλλά και των ευρωεκλογών.
            Η χρονική σύμπτωση, για πρώτη φορά στα εκλογικά χρονικά της χώρας μας, δύο τόσο διαφορετικών αναμετρήσεων, δυσκολεύει έτι περαιτέρω όχι μόνον την πρόγνωση των αποτελεσμάτων που θα προκύψουν από τις συγκεκριμένες κάλπες, αλλά, πολύ περισσότερο, την ανάλυσή τους, κυρίως λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα που, εκ των πραγμάτων αποκτούν ειδικά οι ευρωεκλογές, τις οποίες οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις τις συνδέουν, εμμέσως ή αμέσως, με την κυβερνητική σταθερότητα και τις εν γένει πολιτικές εξελίξεις του προσεχούς διαστήματος.
            Στις τελευταίες εκλογές για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, όταν και πάλι οι κυρίαρχες δυνάμεις, που τότε αντιπροσώπευαν ένα πολλαπλώς μεγαλύτερο από το σημερινό κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό τμήμα του εκλογικού σώματος, είχαν θέσει αντίστοιχα διλήμματα, κατάφεραν να οδηγήσουν στις κάλπες του Ιουνίου του 2009 μόλις το 50% όσων είχαν δικαίωμα ψήφου.
            Ενάμισι χρόνο αργότερα, στις αυτοδιοικητικές εκλογές που έγιναν, το φθινόπωρο του 2010, ενώ η χώρα είχε μπει στο μνημόνιο, αλλά οι συνέπειες του δεν είχαν φανεί ακόμη σε όλο τους το εύρος, στον πρώτο γύρο, που υπήρχαν μεγαλύτερες δεσμεύσεις σε πρόσωπα που ήταν υποψήφιοι, η αποχή έφθασε στο 40%, αλλά στον δεύτερο γύρο, οπότε είχε κριθεί το ζήτημα της σταυροδοσίας των συμβούλων και κάποιοι υποψήφιοι δήμαρχοι και περιφερειάρχες είχαν αποκλειστεί από την πρώτη Κυριακή, το ποσοστό όσων δεν πήγαν να ψηφίσουν ξεπέρασε το 55% και σε ορισμένες περιπτώσεις (Αττική και αλλού) προσέγγισε το 60%.
            Τι θα συμβεί αυτή τη φορά; Πόσοι ψηφοφόροι θα πάνε στις κάλπες και κυρίως ποιοι; Θα είναι μόνον οι διασυνδεμένοι –όσοι υπάρχουν ακόμη…- με τα κόμματα ή θα υπάρξει ευρύτερη κινητοποίηση που θα περιορίσει τον αριθμό όσων επιλέξουν να απολαύσουν, ειδικά αν είναι καλός ο καιρός, ένα πρόωρο θερινό κολύμπι; Θα φθάσουν ως την κάλπη μόνον οι διαμαρτυρόμενοι ή θα σηκωθεί από τον καναπέ και η συνήθως «σιωπηλή πλειοψηφία» που θέλει την ευρωπαϊκή Ελλάδα, αλλά θεωρεί «χαλαρή» την ψήφο των ευρωεκλογών;   
            Και το, ίσως, σημαντικότερο ερώτημα για τις 25 Μαΐου είναι το εξής: Τι αντίκτυπο θα έχουν τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, στη δεύτερη εκλογική Κυριακή που θα ψηφίζουμε ταυτόχρονα και για τις ευρωεκλογές; Αν, για παράδειγμα, τα κόμματα της συγκυβέρνησης συγκρατήσουν, όπως διαφαίνεται, ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεων που έχουν στην Αυτοδιοίκηση, αυτό θα ενισχύσει την «παράσταση νίκης» της ΝΔ, πρωτίστως, και της «Ελιάς», δευτερευόντως, στην ευρωκάλπη ή οι πολίτες θα προσέλθουν στα εκλογικά τμήματα και, για να… εξισορροπήσουν τα πράγματα, θα προτιμήσουν να στηρίξουν τα ευρωψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ και των υπόλοιπων αντιπολιτευόμενων δυνάμεων;
            Τα κρίσιμα αυτά ερωτήματα είναι αδύνατον να απαντηθούν, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, όπως αναγνωρίζουν οι πλέον σοβαροί εκλογικοί αναλυτές, οι οποίοι μελετούν τις έρευνες για τη διάθεση των πολιτών, που -με καταιγιστικό, θα έλεγε κανείς, τρόπο- διεξάγονται το τελευταίο διάστημα και θα συνεχιστούν –χωρίς περιορισμούς, αφού άλλαξε η νομοθεσία- μέχρι την παραμονή της διπλής αναμέτρησης.
            Με λίγα λόγια, ο βασικός «άγνωστος χ» αυτών την εκλογών είναι η αποχή και ποιοι θα την επιλέξουν ως συνειδητή (ή μη) στάση.

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Ο «Άγιαξ της Ηπείρου» και ο… ΣΥΡΙΖΑ



          Στις αρχές της δεκαετίας του ΄70, ο ΠΑΣ Γιάννινα, με έναν ικανό προπονητή, τον Γκομέζ Ντε Φαρία, ο οποίος ήρθε… σώγαμπρος στην Ελλάδα και έφερε από την Αργεντινή έξι «ελληνοποιημένους» ποδοσφαιριστές, έπαψε να είναι η μικρομεσαία ποδοσφαιρική ομάδα που βολόδερνε στη Β΄ Εθνική. Μεταμορφώθηκε δε τόσο ξαφνικά που κάποιοι της έδωσαν το προσωνύμιο «Άγιαξ της Ηπείρου», αν και το μεγαλύτερο επίτευγμά της ήταν ότι αναδείχθηκε πρώτη επαρχιακή ομάδα της Α΄ Εθνικής και έπαιξε στο Βαλκανικό Κύπελλο της εποχής.
            Μου ήρθε στο νου η ιστορία της (αγαπημένης μου) ομάδας, διαβάζοντας τα όσα είπε τις προηγούμενες μέρες από το Παρίσι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας για την Άνγκελα Μέρκελ που «τρέμει στην ιδέα ότι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα θα ανοίξει το δρόμο για μια μεγάλη ανατροπή στην Ευρώπη» και επιπλέον ότι η γερμανίδα καγκελάριος έχει αντιληφθεί ότι το δίλημμα των ευρωεκλογών είναι «ή η Μέρκελ ή εμείς».
            Από όσο θυμάμαι, στους καβγάδες που, πιτσιρικάδες όντες, στήναμε όταν ο ΠΑΣ ήταν στα «πάνω του» με όσους υποστήριζαν αντίπαλες ομάδες, κυρίως του Κέντρου, αρκετοί από εμάς τους… «παγουράδες» ήταν με το μόνιμο παράπονο ότι, ενώ ήμασταν καλύτεροι από τους άλλους, κάποιοι δεν μας άφηναν να βγούμε στην Ευρώπη και ήθελαν να μας ξαναστείλουν, όπως και έγινε μετά την αρχική αναλαμπή, στη Β΄ Εθνική.
Οι πιο νουνεχείς, ωστόσο, ήξεραν ότι χωρίς οργάνωση και υποδομές και με τους παίκτες, ακόμη και τους προπονητές, όπως ο Γιάτσεκ Γκμοχ,  που αναδεικνύονταν στην περιοχή να φεύγουν με την πρώτη ευκαιρία για άλλα (ποδοσφαιρικά) μέρη, κανονικός ευρωπαϊκός… «Αγιαξ», όπως αυτός του Άμστερνταμ, από τον οποίο δανειστήκαμε το προσωνύμιο, δεν θα γινόμαστε ποτέ, παρότι εκείνη την εποχή η ομάδα έκοβε πολλά, σε σχέση με αρκετούς άλλους ελληνικές συλλόγους, εισιτήρια, τόσο εντός όσο και εκτός έδρας.
Επιστρέφοντας στο έναυσμα για τούτο το σημείωμα που είναι οι παρισινές δηλώσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ τι είναι εκείνο που μπορεί να κάνει έναν αρχηγό κόμματος, έναν –γιατί όχι;- εν δυνάμει πρωθυπουργό μιας ευρωπαϊκής χώρας να καταφεύγει σε έναν τόσο ακραίο βερμπαλισμό, όπως είναι ο ισχυρισμός ότι η εκλεγμένη ηγέτης μιας άλλης χώρας τρέμει στην προοπτική της εκλογής του. 
Σε ποιο, αλήθεια, εκλογικό ακροατήριο απευθύνεται ο κ. Τσίπρας όταν χρησιμοποιεί εκφράσεις αυτού του είδους; Στον ΣΥΡΙΖΑ του 4% που ήταν το ποσοστό του κόμματός του μέχρι πριν από μερικά χρόνια; Ή στον ΣΥΡΙΖΑ του 17% των διαμαρτυρομένων που τον στήριξαν τον Μάιο του 2012 και έγιναν 27% στην επαναληπτική εκλογή του Ιουνίου όταν τέθηκε το δίλημμα της διακυβέρνησης;
Ακόμη, πάντως, και αν απευθύνεται στους τελευταίους, με στόχο να τους επανασυσπειρώσει, αφού καμία από τις δημοσκοπήσεις δεν δείχνει να επιμένουν όλοι στην προηγούμενη επιλογή τους, είναι πολύ αμφίβολο ότι του αρκούν για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, αν αυτό είναι πράγματι το σχέδιο του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος –μην το ξεχνάμε…- είναι και υποψήφιος για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Με λεονταρισμούς και μεγαλοστομίες, τέτοιες που ούτε ο πανίσχυρος Πούτιν δεν τολμάει να εκστομίσει κατά της ουκρανικής ηγεσίας του Κιέβου, δύσκολα μπορεί να βρει κανείς ανταπόκριση σε ένα ευρύτερο ακροατήριο σκεπτόμενων πολιτών, όπως αυτό που χρειάζεται ο κ. Τσίπρας για να γίνει το κόμμα του πλειοψηφικό ρεύμα σε μια κοινωνία που είναι και θέλει να παραμείνει ευρωπαϊκή.
Οι προεκλογικές φανφάρες και οι μικρομέγαλες δημόσιες απειλές κατά της Μέρκελ δύο εξηγήσεις μπορεί να έχουν: Ή ο Τσίπρας προεξοφλεί ότι δεν θα αναλάβει ποτέ πρωθυπουργός, όπως διατείνονται πολλοί επικριτές του. Ή, στην αντίθεση περίπτωση, την επομένη των εκλογών θα καταπιεί όλα όσα λέει τώρα και, εκών άκων, θα συνομιλήσει με τη γερμανίδα καγκελάριο, αν θέλει την Ελλάδα στην Ευρώπη.  
Υ.Γ.: Για να κλείσω όπως άρχισα, αισθάνομαι την ανάγκη να διευκρινίσω για όσους δεν παρακολουθούν στενά τα ποδοσφαιρικά τεκταινόμενα ότι ο ΠΑΣ Γιάννινα εξακολουθεί να λέγεται «Άγιαξ της Ηπείρου». Φέτος γλίτωσε οριακά τον υποβιβασμό και οι ευρωπαϊκές … περγαμηνές του περιορίζονται σε δύο (ανεπιτυχείς) εξόδους στα Βαλκάνια…