Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Επιτέλους, μια παραίτηση!



            Αν κατάλαβα καλά, ο μόνος… «χαμένος» αυτών των εκλογών είναι ο υποψήφιος ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Κωστής Μουσουρούλης, ο οποίος με μια δήλωσή του, έξω από τα συνηθισμένα, εξέλαβε το γεγονός ότι δεν κατάφερε να εκλεγεί ως λόγο αποχώρησης από την πολιτική και, χωρίς περιστροφές ή προσχήματα, ανακοίνωσε την έξοδό του από τον πολιτικό στίβο.
Δεν ξέρω αν είναι η ευρωπαϊκή κουλτούρα που υπαγόρευσε στον 51χρονο πολιτικό μια τέτοια στάση, αφού πριν μπει ενεργό στην πολιτική και διεκδικήσει την εκλογή του στο αξίωμα του βουλευτή Χίου, υπήρξε στέλεχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ούτε μπορώ να… πάρω όρκο ότι ο κ. Μουσουρούλης παραιτήθηκε οικειοθελώς από το Κοινοβούλιο για να συμπεριληφθεί στο ευρωψηφοδέλτιο του κόμματος του και να μπει στο πανελλαδικό κυνήγι του σταυρού, που, όπως αποδεικνύεται, είναι γόνιμο σπορ για αναγνωρίσιμους και όχι για γνώστες.
Ξέρω, όμως, ότι μια πλειάδα συναδέλφων του βουλευτών από όλα τα κόμματα που το «έπαιξαν δίπορτο», διεκδικώντας αυτοδιοικητικά αξιώματα σε Δήμους και Περιφέρειες από την ασφάλεια του βουλευτικού αξιώματος, παρότι «μαυρίστηκαν» -σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις «αγρίως»- από τους ψηφοφόρους των περιοχών που εκτέθηκαν, από σήμερα που ξεκινούν και πάλι οι εργασίες της Βουλής, επιστρέφουν στα έδρανα, σαν να μη συνέβη τίποτε.
Πως, όμως, να περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό από τους βουλευτές, όταν το σήμα του «δεν τρέχει τίποτε» το έδωσαν οι ηγέτες των κομμάτων τους, αφού σχεδόν στο σύνολό τους, έκαναν ακριβώς το ίδιο όταν από την Κυριακή το βράδυ που εκδόθηκαν τα αποτελέσματα συμπεριφέρονται με το προσχηματικό πρότυπο του… «ούτε γάτα, ούτε ζημιά».
Από τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, που το κόμμα του έχασε επτά ολόκληρες μονάδες, δηλαδή περίπου το ένα τέταρτο των ψήφων του Ιουνίου του 2012, ως τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος λίγο έλειψε να… πανηγυρίσει επειδή το κόμμα του εγκαταλείφθηκε μόνον από έναν στους τρεις που το είχαν προτιμήσει στο προ διετίας προηγούμενο ιστορικό χαμηλό του, ουδείς τους έδειξε την ανάγκη να αναγνωρίσει σφάλματα και παραλείψεις.
Περιορίστηκαν και οι δυο τους στη διαπίστωση ότι «δεν σάρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ» ή στον γενικόλογο βερμπαλισμό «πήραμε το μήνυμα», πηγαίνοντας παρακάτω.
Και αν ο πρωθυπουργός με τον αντιπρόεδρο θεωρούν ότι μπορούν να καλυφθούν (;) πίσω από τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης που ετοιμάζουν, πιστεύοντας ότι έτσι μπορούν να μεταθέσουν στις πλάτες των υπουργών τους ένα μέρος της ευθύνης που τους καταλόγισαν οι πολίτες, αναρωτιέμαι, ειλικρινά, πως επιμένουν να κάθονται στις ίδιες καρέκλες οι μεγάλοι ηττημένοι αυτών των εκλογών που είναι, δίχως αμφιβολία, οι επικεφαλής των Ανεξάρτητων Ελλήνων Πάνος Καμμένος και της ΔΗΜ.ΑΡ. Φώτης Κουβέλης.
Η στάση, ειδικά, που τηρεί ο κ. Κουβέλης, ένας πολιτικός που προς τα έξω, τουλάχιστον, εξέπεμπε ένα ήθος διαφορετικό από τα συνήθη των κλασσικών επαγγελματιών της πολιτικής, είναι άξια μεγάλης απορίας. Αλήθεια, τι άλλο πρέπει να συμβεί στο κόμμα του, για να αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη; Πόσο κάτω από το 1,2%, που πήρε στις ευρωεκλογές, χρειάζεται να πέσει η ΔΗΜΑΡ για να αναγνωρίσει ο πρόεδρος της ότι απέτυχε η ηγεσία του;
Στην πολιτική, όπως, άλλωστε, και στην ίδια τη ζωή, έχει, βεβαίως, σημασία πως μπαίνεις και πως πορεύεσαι. Εξίσου, όμως, σημαντικό είναι και το πως φεύγεις. Υπό την έννοια που εκπέμπει η λαϊκή ρήση, σύμφωνα με την οποία «τα στερνά τιμούν τα πρώτα», που παραπέμπει στην υστεροφημία, η οποία σε ακολουθεί όταν γενναία πορεύεσαι, αλλά και όταν, εξίσου γενναία, αποχωρείς. Ακόμη και όταν μια τέτοια πράξη αποδειχθεί ότι είναι προσωρινή και όχι παντοτινή.
Η τακτική που ακολουθεί ο πρόεδρος της ΔΗΜ.ΑΡ. είναι, δυστυχώς, ο κανόνας που ακολουθείται στα ελληνικά πολιτικά ήθη. Δείτε, άλλωστε, πόσοι πρώην αξιωματούχοι, που αποδοκιμάστηκαν, κάποιοι αρκετές φορές, από τον ελληνικό λαό, περιφέρουν το πολιτικό τους σαρκίο, επιμένοντας –μέχρι (φυσικού) θανάτου…- να διεκδικούν ρόλους και στόχους, στους οποίους απέτυχαν κατ΄ επανάληψη.
Γι΄ αυτό και η περίπτωση της παραίτησης του κ. Μουσουρούλη, που ήταν η αφορμή για τούτο το σημείωμα, είναι αξιομνημόνευτη. Για να μπορεί κανείς να αναφωνήσει: Επιτέλους, μια παραίτηση!

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Η αποδοκιμασία του «πάρτα όλα»



            Πριν επιχειρήσει κανείς να εξάγει ασφαλή συμπεράσματα από τα εκλογικά αποτελέσματα της Κυριακής, αξίζει, νομίζω, μια μακροσκοπική, έστω, επισκόπησή τους μέσα από κάποιες αξιοπρόσεκτες επισημάνσεις που αναιρούν τις εύκολες και μονοδιάστατες ερμηνείες που επιχειρούνται.
            Οι υποψήφιοι της Νέας Δημοκρατίας στις αυτοδιοικητικές εκλογές αναδείχθηκαν νικητές σε επτά από τις δεκατρείς Περιφέρειες, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται σε αυτές ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας Απόστολος Τζιτζικώστας που κατέβηκε χωρίς γαλάζιο χρίσμα από ένα ανεξήγητο πείσμα. Την ίδια ώρα, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ κατατασσόταν πρώτος στις ευρωεκλογές σε οκτώ περιφέρειες.
Ακόμη και στην Ήπειρο, όπου ο γαλάζιος περιφερειάρχης εξελέγη με άνεση από τον πρώτο γύρο, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έδωσε το δικό του χρώμα στον εκλογικό χάρτη της περιοχής, όπως και στη Θεσσαλία, στη Δυτική Ελλάδα και στην Κρήτη, όπου οι υποψήφιοι του για τις Περιφέρειες δεν κατάφεραν καν να μπουν στον δεύτερο γύρο.
Στην μεγάλη πλειονότητα των Δήμων όλης της χώρας, από το Ηράκλειο της Κρήτης έως την Κηφισιά, όπου αναμετρήθηκαν τη δεύτερη Κυριακή εν ενεργεία δήμαρχοι, ηττήθηκαν κατά κράτος ακόμη και σε περιπτώσεις που είχαν ευδιάκριτο προβάδισμα από την πρώτη Κυριακή, καθώς, όπως φαίνεται, αντιμετώπιζαν τις ενωμένες αντιπολιτευόμενες δυνάμεις που ήθελαν να τερματίσουν την θητεία τους.
Να συνεχίσω; Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες που καταβαραθρώθηκαν  στις ευρωκάλπες, κατάφεραν να εκλέξουν δήμαρχο στη Λέσβο ένα δικό τους στέλεχος, τον πρώην βουλευτή Σπύρο Γαληνό. Όπως και το κόμμα Ένωση για την Πατρίδα και το Λαό του Βύρωνα Πολύδωρα, που μόλις που πέρασε το 1% πανελλαδικά, έχει να πανηγυρίζει για την εκλογή στον Δήμο του βουλευτή Νίκου Σταυρογιάννη.
Τι να πει κανείς, εξάλλου, και πώς να σχολιάσει το γεγονός ότι την ίδια περίοδο που εκτινάσσεται σε πανελλαδική κλίμα η Χρυσή Αυγή και ένα τμήμα του ελληνικού λαού επιμένει να επιβραβεύει τον ξενοφοβικό και ρατσιστικό λόγο του νεοναζιστικού μορφώματος, στον καλλικρατικό Δήμο της Ανδραβίδας στον οποίο ανήκει και η περιβόητη Νέα Μανωλάδα με τις «φράουλες της οργής», εκλέγεται δήμαρχος ο πρώτος μετανάστης, ο γιατρός Ναμπίλ Μοράντ που γεννήθηκε στη Συρία.
Γίνεται, λοιπόν, σαφές από όλα αυτά ότι το μήνυμα από τις τρεις κάλπες δεν είναι ένα και ενιαίο. Και μόνον όποιος εθελοτυφλεί μπορεί να ισχυρίζεται ότι είναι ο απόλυτος νικητής και κυρίαρχος, όταν ένα μεγάλο μέρος των πολιτών φαίνεται να έκαναν τις επιλογές τους με διαφορετικά κριτήρια, αλλού επιβραβεύοντας και αλλού αποδοκιμάζοντας πρόσωπα, αλλά και πολιτικές προτάσεις τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και σε ευρύτερη πανελλαδική διάσταση.
Το ηχηρότατο καμπανάκι, για παράδειγμα, που χτύπησε για τα δύο συγκυβερνώντα κόμματα, τα οποία απώλεσαν σχεδόν δέκα ποσοστιαίες δυνάμεις από την εκλογική δύναμη που είχαν στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, δεν μπορεί να μην ακουστεί από τις ηγεσίες τους επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ, με ό,τι συνέβη στη χώρα την τελευταία διετία στη χώρα, δεν κατάφερε να υπερβεί τον πήχη του 27% που είχε από τις εκλογές του Ιουνίου του 2012.
Από την άλλη, η οριακή επικράτηση της Ρένας Δούρου στην Αττική, δεν μπορεί να κρύψει την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να επιλέξει αυτοδιοικητικά στελέχη με κύρος στις τοπικές κοινωνίες και να συσπειρώσει τις δυνάμεις εκείνες που τον έφεραν να οδηγεί την κούρσα των ευρωεκλογών και να αποσπά ένα σημαντικό προβάδισμα από τη Νέα Δημοκρατία. Με άλλα λόγια, το άκρως διχαστικό μήνυμα «τρεις κάλπες, μια ψήφος» απέτυχε παταγωδώς.
Όσο για τους μεγάλους χαμένους των ευρωεκλογών, τη ΔΗΜΑΡ και τους Ανεξάρτητους Έλληνες, που εγκαταλείφθηκαν μαζικά από τους ψηφοφόρους τους, δύσκολα μπορεί να κρύψουν οι ηγεσίες τους ότι πλήρωσαν την έλλειψη σαφήνειας στο κυρίως ζητούμενο των εκλογών που δεν είναι -και δεν μπορεί να είναι- άλλο από την διατύπωση πρότασης για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Συμπερασματικά, λοιπόν, φαίνεται ότι η κατακερματισμένη και παραζαλισμένη από την πολύχρονη κρίση ελληνική κοινωνία, ακόμη και όταν στέλνει, από Κυριακή σε Κυριακή, εντελώς διαφορετικά και σε αρκετό βαθμό αντιφατικά μηνύματα επιβράβευσης και αποδοκιμασίας, δείχνει ότι αναζητεί εναγωνίως προτάσεις εξόδου από τα σημερινά αδιέξοδα, χωρίς να ταυτίζεται, πλειοψηφικά τουλάχιστον, με τη μια ή την άλλη παράταξη.
Υπό αυτή την έννοια, αν κάποιος ηττήθηκε περισσότερο σε αυτές τις κάλπες είναι οι, εν πολλοίς αλαζονικές, λογικές του «πάρτα όλα» που διακατείχαν τις συνολικές επιλογές τόσο της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο, βεβαίως, και του μεγαλύτερου κυβερνητικού κόμματος.

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Το τέλος των δήθεν «αντιμνημονιακών» ψευδαισθήσεων



Μέσα στα πολλαπλά και σε αρκετό βαθμό αντιφατικά μηνύματα που έστειλαν οι κάλπες στον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, αν υπάρχει ένα κυρίαρχο είναι η απόρριψη από ένα πολύ μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος των διχαστικών διλημμάτων που με μάλλον μικρομέγαλη αλαζονεία έθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ με το περιβόητο, πλέον, σύνθημα «τρεις κάλπες, μια ψήφος».
Ανεξαρτήτως τι θα γίνει την επόμενη Κυριακή και ποιες θα είναι οι επιδόσεις των κομμάτων που διεκδικούν την ψήφο των πολιτών στις ευρωεκλογές, εκείνο που περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο ηττήθηκε στον πρώτο αυτοδιοικητικό γύρο είναι οι τεχνητοί διαχωρισμοί που επιχειρήθηκαν να γίνουν με τις επιλογές του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη στελέχωση των ψηφοδελτίων του σε Δήμους και Περιφέρειες.
Οι αποκλεισμοί από τους συνδυασμούς ικανών ανθρώπων με κύρος και απήχηση στις τοπικές κοινωνίες, υπό το πρόσχημα ότι τάχατες διετέλεσαν «μνημονιακοί», που σε αρκετές περιπτώσεις υπέκρυπτε υστεροβουλίες μικροαξιωματούχων που λειτουργούν ως τοπικές σέχτες, έφεραν αυτό το άκρως δυσμενές αποτέλεσμα για τον ΣΥΡΙΖΑ, η διχαστική τακτική του οποίου μάλλον μετατράπηκε σε μπούμερανγκ. Και, παράλληλα, τον απομόνωσε από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που ασφυκτιούν από τη σημερινή μίζερη πολιτική πραγματικότητα, αναζητώντας, ματαίως, διεξόδους προς το αύριο χωρίς πισωγυρίσματα στο χθες.
Όσες δικαιολογίες και αν εφευρεθούν για να δικαιολογήσουν τη συντριπτική ήττα που αποτυπώνεται, για παράδειγμα, στο αποτέλεσμα των περιφερειακών εκλογών, στις οποίες το κόμμα που είχε προεξοφλήσει ότι είναι στη κυβέρνηση το περισσότερο που κατάφερε είναι να διατηρεί ορισμένες αμυδρές ελπίδες για να κερδίσει δύο από τις συνολικά δεκατρείς Περιφέρειες, δεν μπορεί να κρύψουν την παταγώδη αποτυχία της τακτικής του πολιτικά αφελούς διαχωρισμού σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς».
Αν, όντως, ίσχυε αυτός ο διαχωρισμός, πάνω στον οποίο στηρίχθηκε ο συγκυριακός, όπως αποδεικνύεται, εκλογικός καλπασμός του ΣΥΡΙΖΑ πριν από δύο χρόνια, τότε δεν μπορεί κανείς παρά να δεχθεί ότι τα αποτελέσματα από τις αυτοδιοικητικές κάλπες δικαίωσαν στους… «μνημονιακούς». Δεν είναι, όμως, έτσι, καθώς εύκολα κάποιος κάνοντας μια επισκόπηση των αποτελεσμάτων σε Δήμους και Περιφέρειες διαπιστώνει ότι δεν ήταν αυτό το κριτήριο με βάση το οποίο έκαναν τις επιλογές τους οι περισσότεροι πολίτες.
Η επιβράβευση αρκετών εν ενεργεία δημάρχων, οι οποίοι είτε εξελέγησαν από τον πρώτο γύρο, είτε πήραν σαφές προβάδισμα για την ερχόμενη Κυριακή, όπως και η εκλογική καταβαράθρωση άλλων συναδέλφων τους οι οποίοι έχασαν την εμπιστοσύνη των συμπολιτών τους, είναι η καλύτερη απόδειξη ότι τα κριτήρια με βάση τα οποία ψήφισαν οι περισσότεροι πολίτες δεν ήταν εκείνα που έθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Αντιθέτως, στις περισσότερες περιπτώσεις εκείνο που φαίνεται ότι μέτρησε ήταν το έργο και η αξιοσύνη ενός εκάστου υποψηφίου και όχι οι εύκολοι και ανέξοδοι χαρακτηρισμοί που τους προσέδιδαν οι αντίπαλοί τους.      
  Γι΄ αυτό και, όπως αρκετοί αναλυτές είχαν επισημάνει εδώ και μήνες, ηττήθηκε κατά κράτος η λογική του «πάρτα όλα» που θέλησε να εφαρμόσει ο ΣΥΡΙΖΑ, με την επιστράτευση βουλευτών του, οι οποίοι εκόντες άκοντες χρίστηκαν υποψήφιοι περιφερειάρχες και δεν κατάφεραν σε κάποιες περιπτώσεις να συγκεντρώσουν ούτε τις μισές ψήφους που είχε λάβει ο πολιτικός τους φορέας πριν από δύο χρόνια.
Η ψευδαίσθηση που καλλιεργούσε η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ότι της ανήκουν οριστικά και αμετάκλητα οι δυσανάλογα πολλές ψήφοι που πήρε τον Ιούνιο του 2012 από πολίτες οι οποίοι ήθελαν να διαμαρτυρηθούν για τις μεγάλες ανατροπές που έφερε στις ζωές τους η κρίση, φαίνεται από τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών ότι πλησιάζει στο τέλος της. Όπως στο τέλος της φαίνεται να πλησιάζει και η ανέξοδη αντιμνημονιακή φλυαρία που δείχνει να μη χτίζει πλέον πολιτικές καριέρες, τουλάχιστον με την ίδια ευκολία που έγινε αυτό πριν από δύο χρόνια.
Κουρασμένη από τους βερμπαλισμούς και τις μεγαλόστομες διακηρύξεις, η πλειονότητα των πολιτών απαιτεί λύσεις στα προβλήματα της καθημερινότητας και επιβραβεύει εκείνους που τις δίνουν, τιμωρώντας, συνάμα, αρκετούς από εκείνους που επιμένουν να την εξαπατούν. Το έδειξε αυτή την Κυριακή, βάζοντας φρένο σε πολλούς «αντιμνημονιακούς» καριερίστες. Και πιθανότατα θα το ξαναδείξει και την επόμενη. Ενδεχομένως, δε, και σε όλες τις κάλπες…       

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός;



            Μαζί με μας τους Έλληνες, σε περίπου δέκα μέρες καλούνται να ψηφίσουν και εκατομμύρια άλλοι πολίτες σε άλλες 27 ευρωπαϊκές χώρες. Σε χώρες με οικονομική κρίση και μνημόνια ή και χωρίς οικονομική κρίση και μνημόνια. Σε χώρες πλουσιότερες, όπως είναι οι περισσότερες βόρειες, ή φτωχότερες, όπως είναι οι πιο κοντινές μας βαλκανικές. Σε χώρες με ευρώ ή με εθνικά νομίσματα. Σε χώρες με υπερτροφικές ακραίες δυνάμεις, αλλά και σε χώρες με συμβατικά πολιτικά συστήματα και αδιατάρακτη πολιτική ομαλότητα.
            Παρακολουθώντας κανείς τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται στις περισσότερες από αυτές τις χώρες, η προεκλογική εκστρατεία των κομμάτων, ενόψει των ευρωεκλογών, δυσκολεύεται να βρει πουθενά αλλού, ακόμα και εκεί που ανθούν εθνικιστικά και λαϊκίστικα αντιευρωπαϊκά κινήματα, το φραστικό πάθος και την εμφυλιοπολεμική ένταση που κυριαρχεί στον πολιτικό λόγο με τον οποίο αντιμάχονται οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις.
            Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, αποτελεί, ίσως, ευτύχημα που ο πολύς κόσμος παρακολουθεί απαθώς από τον… καναπέ του τα όσα καταμαρτυρούν οι μεν στους δε. Γιατί, πραγματικά, αν έπαιρναν οι πολίτες τοις μετρητοίς τα όσα ένθεν κακείθεν λέγονται ή υπονοούνται πίσω από διχαστικές κορώνες για «δωσίλογους» και «υποτελείς των δυνάμεων κατοχής» ή για «υπονομευτές» και «επίδοξους καταστροφείς», το επόμενο βήμα θα ήταν να πάρουμε όλοι ό,τι πρόσφορο όπλο έχει ο καθένας στη διάθεσή του και να γίνει η Ελλάδα μέσα σε λίγες ώρες κάτι σαν την… ανατολική Ουκρανία.
            Δεν ξέρω αν είναι απλή απάθεια που οφείλεται, ενδεχομένως, στην… ανοσία που αποκτήσαμε ως λαός από τα πολλά χρόνια που τα αυτιά μας ακούν προεκλογικά να επαναλαμβάνονται «τα ψεύτικα, τα λόγια τα μεγάλα» ή αν, ενδεχομένως, λειτουργεί στο συλλογικό μας υποσυνείδητο αυτό που είπε τις προηγούμενες μέρες φωναχτά ο Μανώλης Γλέζος, αναφερόμενος στην ενδεχόμενη ανάγκη στο άμεσο μέλλον για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας του κόμματός του με άλλες πολιτικές δυνάμεις.
            Είναι, αλήθεια, δύσκολο και θέλει πολλή σοφία και ίσως και… τρέλα σαν αυτή που διαθέτει ο Γλέζος για να παραδεχτεί προεκλογικά ένας πολιτικός ότι η χώρα στην κατάσταση που βρίσκεται μπορεί να κάνει αποφασιστικά βήματα μπροστά μόνον με τη συνεργασία των κυριότερων πολιτικών δυνάμεων και κυρίως εκείνων που θέλουν πραγματικά να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρώπη και να μη διολισθήσει ακόμη περισσότερο στην υπανάπτυξη και στην ανέχεια.
            Ακόμη, όμως, και αν δεν είχε βρεθεί ο Γλέζος για να το πει δημόσια, θέτοντας ως μοναδική προϋπόθεση την αποκήρυξη των μνημονίων, που για το κόμμα του ως τώρα δεν αρκούσε ούτε καν για συνεργασία με πρόσωπα από άλλους χώρους σε Δήμους και Περιφέρειες, είναι η ίδια η πραγματικότητα που θα υποχρεώσει τον ΣΥΡΙΖΑ να αναζητήσει συμμαχίες εκεί που εμφανίζεται να βλέπει μόνον θανάσιμους εχθρούς και όχι απλά πολιτικούς αντιπάλους.
            Αν, για παράδειγμα, στις επικείμενες ευρωεκλογές πλειοψηφήσει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πετύχει, όπως υποστηρίζουν τα στελέχη του, τον μείζονα στόχο που είναι να ανατραπεί η σημερινή κυβέρνηση, ώστε, αργά ή γρήγορα, να οδηγηθεί η χώρα σε βουλευτικές εκλογές, ποια θα είναι η συνέχεια; Υπό τα σημερινά δεδομένα, η περίπτωση να κυβερνήσει αυτοδύναμα ούτε στα όνειρα των πιο φανατικών οπαδών του δεν βρίσκει έρεισμα.
            Εφόσον, λοιπόν, όλα πάνε κατ΄  ευχήν για τον ΣΥΡΙΖΑ, η πλέον πιθανή εξέλιξη είναι ότι θα χρειαστεί κυβερνητικούς συμμάχους, ακόμη, αν θέλετε, και για πρακτικούς λόγους, όπως είναι η πλειοψηφία των 180 βουλευτών που απαιτείται για να εκλεγεί νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και που στην παρούσα φάση η αξιωματική αντιπολίτευση διακηρύσσει ότι δεν δέχεται να αναδειχθεί από τη σημερινή Βουλή επειδή θεωρεί ότι βρίσκεται σε δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση, πριν καν αυτή εκφραστεί.
            Και αν, υποτιθέστω, γίνουν βουλευτικές εκλογές τους επόμενους μήνες και δεν σχηματίζεται, όπερ και το απολύτως πιθανότερο, η αυξημένη προεδρική πλειοψηφία, θα αντέξει η χώρα και η οικονομία να ξαναπάμε σε νέες εκλογές στις αρχές του 2015, εξαιτίας της αδυναμίας να εκλεγεί νέος Ανώτατος Άρχοντας; Ο καθένας μπορεί, προσχηματικά ή από εμμονή, να δώσει όποια απάντηση θέλει στο ερώτημα, αλλά η μόνη που ακούγεται λογική είναι η αρνητική απάντηση.
Κακά τα ψέματα, όσοι δεν εθελοτυφλούν αναγνωρίζουν ότι το περισσότερο που μπορεί να προσδοκά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια κυβερνητική συνεργασία είτε με τα υπολείμματα της όποιας Κεντροαριστεράς θα υπάρχει μετά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, όποτε και αν γίνουν αυτές, είτε έναν «ιστορικό συμβιβασμό» με τη Νέα Δημοκρατία, που μοιάζει και το πιθανότερο, εφόσον καταφέρει, πράγματι, να την υποσκελίσει εκλογικά.
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, παρακολουθώντας κανείς το διχαστικό κλίμα που επικρατεί τούτες τις προεκλογικές μέρες, δεν μπορεί παρά να επαναλάβει την εμβληματική φράση που αναφωνεί ο Χρήστος Τσαγανέας στην παλαιά ελληνική ταινία με τον (τόσο… ταιριαστό, στην περίσταση) τίτλο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται»: «Άνθρωποι, άνθρωποι, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός»...

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Άμα κοιμάσαι φούρναρης και ξυπνάς βουλευτής…



«Κοιμήθηκα φούρναρης και ξύπνησα βουλευτής!». Η φράση αυτή που, εν μέσω λυγμών, εκστόμισε από το βήμα της Βουλής ο εκλεγμένος με τη Χρυσή Αυγή προφυλακισμένος βουλευτής Κορινθίας Ευστάθιος Μπούκουρας συνιστά ίσως την πλέον χαρακτηριστική επιτομή της γενικευμένης κρίσης στην οποία βρίσκεται η ελληνική κοινωνία. Μιας κρίσης που ξεπερνά την οικονομία και την πολιτική και ακουμπά θεσμούς και συλλογικές αξίες που βρίσκονται σε πορεία πλήρους κατάπτωσης.  
Δεν είναι καθόλου κακό που ένας, κατά δήλωσή του, «φούρναρης» κατάφερε να εκλεγεί στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Ίσα – ίσα που αυτό μπορεί να είναι επαινετικό για την Δημοκρατία μας που δίνει ευκαιρίες στον κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από την επαγγελματική ιδιότητα και την κοινωνική καταγωγή του.
Το καίριο, όμως, ζήτημα που αναδεικνύει η περίπτωση Μπούκουρα είναι πως και γιατί ψηφίστηκε ο συγκεκριμένος φούρναρης. Και, κυρίως, ποια είναι τα προσόντα που εκτίμησαν οι συμπολίτες του και έστειλαν να τους εκπροσωπήσει στη Βουλή ένα πρόσωπο το οποίο, κατά πως ισχυρίζεται, άκουσε το σύνθημα του Ανδρέα Παπανδρέου «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» και εξ αυτού έγινε –αν είναι δυνατόν!- «εθνικιστής».
Εκατομμύρια Ελλήνων, για μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μας, ενστερνισθήκαμε τα συνθήματα του Ανδρέα Παπανδρέου και μας συνεπήρε η τεράστια προσωπικότητά του, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για νταηλίκια ή άλλου είδους έκνομες δραστηριότητες. Ποιος, άλλωστε, θα μπορούσε να φανταστεί όταν πρωτακούστηκε το «η Ελλάδα στους Έλληνες» ότι θα ξέπεφτε στα χείλη ρατσιστών και ξενόφοβων που οργανώνουν πογκρόμ κατά ανυπεράσπιστων μεταναστών ή πηγαίνουν στην  κηδεία του αμετανόητου χουντικού Ντερτιλή και πυροβολούν στον αέρα; 
Δεν ξέρω, ειλικρινά, τι ήταν αυτό που αυτό που συγκίνησε (!) παλαιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ τα οποία ψήφισαν κατά της άρσης της ασυλίας του κ. Μπούκουρα, αλλά έχω την αίσθηση ότι έγινε μια τεράστια παρανόηση από έμπειρους πολιτικούς, όπως ο Απόστολος Κακλαμάνης και ο Κώστας Σκανδαλίδης, που η στάση τους είναι, κατά την άποψή μου, απολύτως ασυγχώρητη.
Δεν θα αρνηθώ ότι κάθε άνθρωπος που περνά ένα δράμα, όπως συμβαίνει με τον συγκεκριμένο βουλευτή που εγκατέλειψε τη Χρυσή Αυγή, αξίζει τη συμπάθεια, το έλεος και την επιείκεια όλων μας. Και προσωπικά δεν έχω –και αν είχα, ίσως δεν έχει καμία σημασία- άποψη για το αν είναι ποινικά αθώος ή ένοχος και ποια είναι η βαρύτητα και ενδεχομένως η βασιμότητα των πράξεων για τις οποίες η Δικαιοσύνη ζήτησε την άρση της ασυλίας του.
Η Βουλή, όμως, κλήθηκε να αποφανθεί αν οι πράξεις που του αποδίδονται –η παράνομη οπλοκατοχή, εν προκειμένω- σχετίζονται με την βουλευτική του ιδιότητα. Και όχι αν είναι καλός οικογενειάρχης ή αν στα νιάτα του… αναρτούσε, όπως χιλιάδες άλλοι Έλληνες, σημαίες του ΠΑΣΟΚ. Γι΄ αυτό και αδυνατώ να αντιληφθώ τα κίνητρα όσων αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν τα εισαγγελικά αιτήματα, όπως και όσων προτίμησαν να απέχουν –και ήταν πάνω από το ένα τρίτο των βουλευτών- από την ψηφοφορία.
Προφανώς, το Κοινοβούλιο δεν είναι δικαστήριο και δεν έχει αρμοδιότητα να δικάσει τις πράξεις κανενός μέλους του. Υπό  αυτή την έννοια, ο τέως (;) χρυσαυγίτης δεν ανέβηκε στο βήμα της Βουλής για να κριθεί για τις διώξεις που του ασκήθηκαν και για τις οποίες θα δώσει λόγο στη Δικαιοσύνη. Ανέβηκε για να μιλήσει ως πολιτικός που εξακολουθεί να είναι, παρότι -μόλις είδε τα δικαστικά ζόρια...- εγκατέλειψε το ναζιστικό μόρφωμα, με το οποίο… ξύπνησε βουλευτής.
Οι λυγμοί, λοιπόν, στους οποίους ξέσπασε ο κ. Μπούκουρας, μπορεί σε ανθρώπινο επίπεδο να δικαιολογούνται, σε πολιτικό, όμως, επίπεδο δεν μπορούν επ΄ ουδενί να δικαιολογηθούν. Πολύ περισσότερο όταν δεν συνοδεύονται, αν όχι από έμπρακτη μεταμέλεια, ούτε καν από μια απλή συγνώμη για τη συμπεριφορά την οποία είχε την περίοδο που παρίστανε τον χρυσαυγίτη «νταή», απειλώντας τους πάντες επειδή, όπως κραύγαζε, «είμαι βουλευτής ρε…», ή για την… ελληναράδικη κομπορρημοσύνη με την οποία διακήρυσσε δημόσια ότι οδηγεί από τα 16 χρόνια του, χωρίς ποτέ να αποκτήσει άδεια οδήγησης.
 Θα μου πείτε: «Εδώ δεν μεταμελήθηκαν και δεν ζήτησαν συγνώμη τόσοι και τόσοι μιζαδόροι που λεηλάτησαν τη χώρα, από τον Μπούκουρα περιμένεις εσύ να το κάνει;». Δεν θα διαφωνήσω. Αλλά, προσωπικά, δεν δίνω και κανένα άλλοθι στον Μπούκουρα και στον κάθε Μπούκουρα. Όπως, νομίζω, μετά από όσα ζήσαμε τα τελευταία χρόνια και εξακολουθούμε να ζούμε, δεν μπορούμε να βρίσκουμε την παραμικρή δικαιολογία για όλους όσοι ονειρεύονται να… ξυπνήσουν βουλευτές. Εμείς τους δίνουμε αυτό το δικαίωμα. Και γι΄ αυτό είμαστε απολύτως συνυπεύθυνοι, είτε τους δούμε αύριο να ξεσπούν λυγμούς, είτε παραμείνουν αμετανόητοι «νταήδες».