Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

«Δεν έχετε ψωμί; Φάτε προπαγάνδα!»



            Σε μεγάλη απελπισία, μεγαλύτερη ίσως και από την απόγνωση που αισθάνονται οι φορολογούμενοι στην προσμονή των επερχόμενων εκκαθαριστικών του ΕΝΦΙΑ, πρέπει να έχει περιέλθει ο άλλοτε κραταιός επικοινωνιακός μηχανισμός του κυβερνώντος κόμματος.
Οι εποχές που οι προπαγανδιστές του ΣΥΡΙΖΑ έβγαζαν «φωτιές» επιβάλλοντας την ατζέντα τους, με τον πολλαπλασιασμό των αυτοκτονιών και την πολιτικοποίηση των αναθυμιάσεων από τα τζάκια και τα μαγκάλια, φαίνεται να αποτελούν πλέον μακρινό παρελθόν. Ενώ ανεπιστρεπτί δείχνουν να έχουν περάσει οι καιροί που η συνεργασία Λαζόπουλου - Χαϊκάλη τίναζε στην αέρα την προεδρική εκλογή με καταγγελίες στα τηλεοπτικά πρωινάδικα για απόπειρες εξαγοράς βουλευτών. Απόπειρες που ουδέποτε αποδείχθηκαν, αλλά ο θόρυβος που προκάλεσαν οι καταγγελίες λειτούργησε αποτελεσματικά, τρομοκρατώντας άλλους βουλευτές που προτίμησαν να πάνε πρόωρα «στα σπίτια τους» από το να τους προσαφθεί η ρετσινιά του «αργυρώνητου».
Μπορεί, κατά το «παλαιά τους τέχνη κόσκινο», να μην έχουν αποξενωθεί πλήρως από εκείνες τις νοοτροπίες, πλην, όμως, οι δυνατότητες τους μοιάζουν πλέον πολύ περιορισμένες. Ίσως να φταίει που η πλειονότητα όσων έδιναν σκληρές «επικοινωνιακές» μάχες παλαιότερα, μέσα από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης ή από τα social media, έγιναν πια κρατικοί υπάλληλοι και, όσο νά  ΄ναι, τους εγκατέλειψε η φλόγα του πάθους για την κατάκτηση της εξουσίας που τους κινητοποιούσε το πάλαι. Το κλασσικό ανέκδοτο με τον τράγο ο οποίος έπαψε να ασκεί τα… καθήκοντα του όταν «κρατικοποιήθηκε» μπορεί να δίνει μια εύγλωττη εξήγηση.
 Από την άλλη, ίσως να είναι και οι καιροί που αλλάζουν και δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ακόμη και σε πραγματικούς «μάγους» της προπαγάνδας να διαστρέψουν τη δυσμενή πραγματικότητα που βιώνει η –και- εξαπατημένη ελληνική κοινωνία. Διότι, επί παραδείγματι, όσες φορές και να εξαγγείλουν οι κυβερνητικοί μηχανισμοί ότι «έρχεται η ανάπτυξη», η ξεροκέφαλη υφεσιακή πραγματικότητα έρχεται και κάνει καταγέλαστες τις φραστικές εξαγγελίες που δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένα μέτρα για την προσέλκυση επενδύσεων και τη δημιουργία πραγματικών θέσεων εργασίας στην ιδιωτική οικονομία.
Αφορμή για τούτες τις σκέψεις υπήρξε η μάλλον άτεχνη και χοντροκομμένη προσπάθεια να εμφανιστεί η αξιωματική αντιπολίτευση ως σπαρασσόμενη από εσωκομματικές αντιπαραθέσεις φατριών, όπως φιλότιμα προσπαθούν επί σειρά εβδομάδων να λανσάρουν οι επικοινωνιακοί μηχανισμοί της κυβέρνησης. Στην αρχή ήταν οι προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος και οι υποτιθέμενες χαώδεις διαφορές για τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας που χώριζε τη σημερινή ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη από την καραμανλική πτέρυγα του κόμματος, η οποία ποτέ κανείς δεν κατάλαβε αν και γιατί μπορεί να ήταν υπέρ της απευθείας εκλογής από τον λαό, σύμφωνα με όσα διοχέτευσε η κυβερνητική προπαγάνδα.
Όταν κατέπεσε αυτό το οικοδόμημα, το οποίο δεν μπόρεσε να στηρίξει ούτε το κρατικό πρακτορείο με τη φιλοξενία σε περίοπτη θέση των απόψεων του μοναδικού στελέχους της ΝΔ, του πρώην βουλευτή Ευριπίδη Στυλιανίδη, που συντασσόταν με την κυβερνητική πρόταση, επινοήθηκε νέο κατασκεύασμα ως πιθανό έναυσμα για εσωτερικές αντιπαραθέσεις στη συντηρητική παράταξη. Επί σειρά ημερών συντονισμένα συντηρείται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας το ζήτημα της αναίρεσης που άσκησε η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στο απαλλακτικό, κατ’ αρχήν, βούλευμα για τον επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου με το οποίο κατέληγαν στο αρχείο οι φοβερές και τρομερές καταγγελίες ότι μπήκαμε στο Μνημόνιο επειδή είχαν «φουσκωθεί» τα ελλείμματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς των προηγούμενων ετών.
Ο υποτιθέμενος, ωστόσο, «διάλογος» που επιχειρήθηκε να ανοίξει με την αναίρεση της κυρίας εισαγγελέως, δεν αφορά στο αν μπορούσε να κάνει αλλιώς ο Γεωργίου, που πάντως ανέλαβε καθήκοντα και αναθεώρησε τα στοιχεία πολύ μετά αφού η χώρα είχε διαβεί τον Ρουβίκωνα του Μνημονίου, αλλά αν οι ενέργειες του δυσαρεστούν τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή που είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης την επίμαχη περίοδο. Ο τελευταίος, καλώς ή κακώς, έχει επιλέξει να μη μιλάει για όλα αυτά. Και σε αυτή ακριβώς τη σιωπή του, που κρατάει επτά χρόνια τώρα, φαίνεται να επενδύουν οι προπαγανδιστικοί ινστρούχτορες της κυβέρνησης που –αξιοποιώντας και διάφορους «χρήσιμους ηλίθιους» από το περιθώριο του γαλάζιου στελεχιακού δυναμικού- ενορχηστρώνουν ένα παιχνίδι εντυπώσεων που θέλει να βρίσκονται «καραμανλικοί στα κάγκελα».
Ο πραγματικός στόχος πίσω από όλα αυτά δεν είναι άλλος από το να υποχρεωθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης να πάρει θέση, έτσι ώστε να βρει έρεισμα για να αντιπαρατεθεί μαζί του η ευφυώς αποκληθείσα από τον Ευάγγελο Βενιζέλο ως «τρίτη κυβερνητική συνιστώσα» που απαρτίζεται από ορισμένους υποτιθέμενους «καραμανλικούς» που σιτίζονται από το κυβερνητικό Πρυτανείο. Και οι οποίοι, υποτίθεται ότι, «οργίζονται για τα πυρά που δέχεται ο πρώην πρωθυπουργός»...
Μέχρι ιστοσελίδες έχουν στηθεί τελευταία που αναπαράγουν το δήθεν κλίμα διχασμού στη ΝΔ, εκθειάζοντας τον Καραμανλή και τον Ευάγγελο Μεϊμαράκη, που είναι «θύματα της διαπλοκής», και υβρίζοντας τον Μητσοτάκη και τον Αντώνη Σαμαρά, που, υιοθετώντας την κυβερνητική επιχειρηματολογία, εμφανίζονται ως «σύμμαχοι των» –παλιών, προφανώς- «διαπλεκομένων». Με αναρτήσεις που συνιστούν επιτομή του διαδικτυακού «τρολαρίσματος» επιχειρούν να παρουσιάσουν εικόνα διάλυσης και εμφύλιων σπαραγμών στη ΝΔ που δεν αντιστοιχεί με την πραγματικότητα. Διότι η αξιωματική αντιπολίτευση μπορεί να μην είναι ένα κόμμα που καταπλήσσει τα πλήθη, προσελκύοντας μαζικά ψηφοφόρους από άλλους χώρους, εμφανίζει, όμως, αξιομνημόνευτη συσπείρωση του δυναμικού της, τέτοια που, σε συνδυασμό από την αποσυσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ, την κάνει να αποσπά άνετο προβάδισμα σε όλες –ακόμη και της «Αυγής»!- τις δημοσκοπήσεις.
Αν, μετά ταύτα, αναρωτιέστε για τη σκοπιμότητα της προσπάθειας να δημιουργηθεί πλαστή εμφυλιοπολεμική εικόνα στη ΝΔ, η εξήγηση είναι μάλλον απλή: Οι… Αντουανέτες της κυβέρνησης έχουν τη λύση: «Δεν έχετε ψωμί; Φάτε προπαγάνδα!». Με αυτό το «δόγμα» έγιναν εξουσία, αυτό ξέρουν, με αυτό συνεχίζουν. Και για όσο φτουρήσει…

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

«Σιγά μην πάνε σε εκλογές…»



            «Τώρα που η χώρα μπαίνει στις ράγες όποιος σκέπτεται εκλογές είναι ανόητος», δήλωσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας λίγο πριν πιαστεί στο χορό για το «Καγκελάρι» που χόρεψε στην πλατεία της γενέτειρας των προγόνων του, στο Αθαμάνιο της Άρτας. Μου προκάλεσε απορία το γεγονός ότι ευρισκόμενος στα υψίπεδα των Τζουμέρκων, που η όψη του τρένου είναι άγνωστη, επέλεξε να καταφύγει σε έναν σιδηροδρομικό παραλληλισμό για να διανθίσει τον λόγο του, αλλά νομίζω ότι εκείνο που χρήζει μεγαλύτερης αποσαφήνισης είναι το ποιόν μπορεί να είχε κατά νου όταν χρησιμοποιούσε το επίθετο «ανόητος».
Η προφανής εξήγηση ότι ενδεχομένως να εννοούσε την αντιπολίτευση, μάλλον δεν ισχύει. Διότι αμέσως μετά ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, αναφερόμενος στις εκλογές, συμπλήρωσε ότι «όποιος τις ζητάει είναι δυο φορές ανόητος». Αλλά και για έναν ακόμη λόγο: Επειδή ορισμένοι με ακονισμένη τη μνήμη τους ανέτρεξαν στο «μαρτυριάρικο» Διαδίκτυο και βρήκαν ότι και πριν από περίπου έναν χρόνο ο πρωθυπουργός που τώρα τα βάζει με τους… ανόητους διέψευδε με την ίδια κατηγορηματικότητα ότι είχε πρόθεση να προκηρύξει είτε εκλογές είτε δημοψήφισμα.
Λίγο αργότερα βεβαίως ήταν ο ίδιος που έκανε δημοψήφισμα στο «άψε σβήσε». Με τα γνωστά αποτελέσματα και την κυνική μετατροπή του «Όχι», το οποίο ζήτησε και πήρε από τους πολίτες, σε «Ναι» μόλις τέθηκε εν αμφιβόλω η προοπτική παραμονής του στην εξουσία. Ενώ πολύ σύντομα ακολούθησαν και οι βουλευτικές κάλπες - «εξπρές» που στήθηκαν με στόχο να πιαστούν στον ύπνο τόσο οι πολιτικές ηγεσίες της αντιπολίτευσης, που είχαν βάλει πλάτη για να περάσει το «Μνημόνιο Τσίπρα», όσο και οι ζαλισμένοι από την κωλοτούμπα ψηφοφόροι της κυβερνητικής παράταξης.
Το 2016, ωστόσο, δεν είναι 2015. Και αυτό ο κ. Τσίπρας το ξέρει μάλλον πολύ καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Του το θυμίζουν, άλλωστε, η στενή αστυνομική προστασία υπό την οποία κυκλοφορεί, ακόμη και όταν επισκέπτεται τα πατρογονικά του. Αλλά και τα μέτρα αποκλεισμού της πρόσβασης των πολιτών στους δρόμους γύρω από το γραφείο του στο Μέγαρο Μαξίμου που δεν μπορεί να μην τα βλέπει και να μην αναπολεί τότε που ο κόσμος χόρευε στο Σύνταγμα αναμένοντας το σκίσιμο του Μνημονίου, την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, την αύξηση του κατώτατου μισθού και τη χορήγηση της 13ης σύνταξης. Η πρόθεση, εξάλλου, να απαλλαγεί από εκείνες τις υποσχέσεις ήταν που οδήγησε στη σπουδή του για τις κάλπες του περασμένου Σεπτεμβρίου. 
Γι΄ αυτό και πίσω από τα «κούφια λόγια» για τις ράγες της ανάπτυξης, κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι ο κ. Τσίπρας αποκλείει τις εκλογές επειδή βλέπει τρένα να σφυρίζουν στις αποβάθρες. Ο λόγος που το κάνει είναι η τεράστια διακινδύνευση που συνιστά για εκείνον και όσους τον περιβάλουν μια πιθανή κάλπη που θα στηθεί με την υποτιθέμενη λογική «να περισωθεί ό,τι περισώζεται». Υπό αυτό το πρίσμα, μόνον ως ευφάνταστες εικασίες μπορεί να αντιμετωπίζονται τα σενάρια που διακινούνται τελευταία και θέλουν να γίνονται στα κυβερνητικά παρασκήνια σκέψεις για «δεξιά παρένθεση». Πρόκειται στην πραγματικότητα για αστειότητες εφάμιλλες με εκείνες που κυκλοφορούσαν παλαιότερα περί «αριστερής παρένθεσης» και που δεν είχαν την παραμικρή υπόσταση.
Καλώς ή κακώς, δεν υπάρχει εξουσία που να σκέπτεται και να δρα με τέτοιους όρους. Και αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και να μην επηρεαζόμαστε από προσφιλείς μύθους, που κατασκευάζονται εκ των υστέρων, ούτε ο Κώστας Καραμανλής το φθινόπωρο του 2009 παρέδωσε, όπως φημολογείται, την εξουσία. Πήγε στις εκλογές του Οκτωβρίου λέγοντας «μισές αλήθειες» για την οικονομική πραγματικότητα με την οποία ήταν αντιμέτωπη η κυβέρνησή του. Και, παρότι πολιτικά «χορτασμένος», αλλά και -κατά δήλωσή του- «κουρασμένος», ούτε στιγμή δεν πέταξε «λευκή πετσέτα». Όποιος ανατρέξει στους λόγους του κατά την προεκλογική περίοδο, όπως και εν γένει στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, θα διαπιστώσει ότι έδωσε σκληρή μάχη για να διατηρήσει τον πρωθυπουργικό θώκο. Κάτι, ωστόσο, που ήταν ανέφικτο, αφενός διότι η χώρα ήταν ήδη σε ύφεση, αφετέρου, δε, επειδή το «λεφτά υπάρχουν», ανεξαρτήτως του πως ειπώθηκε, ήταν σε εκείνη φάση ανίκητο.
Αποτελεί, λοιπόν, μεγάλη αυταπάτη -ενδεχομένως μεγαλύτερη και από εκείνη που επικαλέστηκε ο κ. Τσίπρας για να δικαιολογήσει την αθέτηση των υπεσχημένων που τον έφεραν στην εξουσία- να πιστεύει κανείς ότι οι τωρινοί ένοικοι του Μεγάρου Μαξίμου είναι διατεθειμένοι να προσφύγουν οικειοθελώς στη λαϊκή ετυμηγορία. Δεν είναι μόνον που οι ίδιοι ακόμη και όταν ψηφιζόταν από το 2% ή 3% του ελληνικού λαού εμφανιζόταν ως… αυθεντικοί εκπρόσωποι του. Είναι, κυρίως, που, όπως έχουν αποδείξει με τον πλέον εναργή τρόπο τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, είναι διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα για να συνεχίσουν να απολαμβάνουν το νέκταρ της εξουσίας που τόσο ανέλπιστα τους προσφέρθηκε και το οποίο θέλουν να ρουφήξουν μέχρι την τελευταία σταγόνα.
Συμμεριζόμενος την εκτίμηση που αποτυπώνει η φράση «σιγά μην πάνε αυτοί σε εκλογές…», που άκουσα στις διακοπές από πολύπειρο συνομιλητή μου, ο οποίος περιέγραφε με γλαφυρότητα, αλλά και με στοιχεία και ονόματα, την επέλαση των –παλαιών και νέων- ΣΥΡΙΖΑίων στις θέσεις εξουσίας, πείθομαι όλο και περισσότερο ότι οι εξελίξεις θα προέλθουν από την εκ των ένδον προϊούσα κατάρρευση, τα σημάδια της οποίας αρχίζουν να γίνονται ορατά. Άλλωστε, έτσι συμβαίνει συνήθως, αφού ακόμη και στην εποχή της αμεριμνησίας οι πρόωρες εκλογές ήταν ο κανόνας και η εξάντληση της τετραετίας υπήρξε η εξαίρεση. Πόσω μάλλον που στη μνημονιακή εποχή το μάξιμουμ της κυβερνητικής θητείας δεν ξεπέρασε τα δυόμισι χρόνια…

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Ο Τσίπρας στη σύνταξη!



Πέρασε μάλλον απαρατήρητη μια από τις πλέον φαεινές ιδέες που «σκαρφίστηκε» ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κατά τη διάρκεια της πιο κακοστημένης φιέστας που έχει οργανωθεί ποτέ στη χώρα μας για κορυφαία θεσμικά ζητήματα, όπως είναι η συνταγματική αναθεώρηση. Μια διαδικασία εξόχως σοβαρή και μόνον εκ του γεγονότος ότι δεν μπορεί να γίνεται κάθε τρεις και λίγο. Αλλά, αντιθέτως, η έναρξή της επιβάλλεται να απέχει τουλάχιστον πέντε χρόνια από το τέλος της προηγούμενης αναθεώρησης και επιπλέον να εμπλακούν σε αυτήν δύο διαδοχικές κοινοβουλευτικές συνθέσεις.
Ο λόγος είναι για την -περισσότερο ίσως και από «επαναστατική»-  πρόταση την οποία διατύπωσε ο κ. Τσίπρας, εισηγούμενος την καθιέρωση αυστηρού περιορισμού στις κοινοβουλευτικές θητείες και στον χρόνο που μπορεί κάποιος να μένει στα έδρανα της Βουλή. Εισήγηση η οποία, εφόσον, εφαρμοζόταν θα ήταν η πλέον ανατρεπτική –ου μην αλλά και «λυτρωτική», υπό τις παρούσες συνθήκες- αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό που έχει συμβεί ποτέ όχι μόνον στη χώρα μας, αλλά ενδεχομένως και… παγκοσμίως.
Για να μη θεωρήσει κανείς ότι μπορεί να υπερβάλω στις εκτιμήσεις μου, σπεύδω να παραθέσω αυτούσια τα λόγια του κ. Τσίπρα, που ήταν τα ακόλουθα: «Στο πλαίσιο ενίσχυσης του αποφασιστικού και ελεγκτικού ρόλου του Κοινοβουλίου,  προτείνουμε να θεσμοθετήσουμε, πρώτον, τις θητείες για τους βουλευτές, έτσι ώστε κανένας βουλευτής να μην μπορεί να εκλέγεται για πάνω από δύο συνεχόμενες κοινοβουλευτικές περιόδους, ή για οκτώ συνεχόμενα έτη. Και δεύτερον, την υποχρέωση, πρωθυπουργός, εκτός φυσικά των υπηρεσιακών, να ορίζεται αποκλειστικά αιρετός από τον λαό, δηλαδή μόνον εν ενεργεία βουλευτής».
Ο πρωθυπουργός, μάλιστα, φάνηκε να είναι απόλυτα πεπεισμένος για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της πρότασή του, με βάση την επιχειρηματολογία που χρησιμοποίησε αμέσως μετά. «Και εδώ βρισκόμαστε στον αντίποδα προτάσεων που αποθεώνουν τους τεχνοκράτες πρωθυπουργούς αλλά και τους τεχνοκράτες υπουργούς», ανέφερε επί λέξει. Αν και εν συνεχεία πρέπει μάλλον να μπέρδεψε το ακροατήριο. «Λες και η βάσανος της λαϊκής κρίσης αποτελεί μειονέκτημα και όχι πλεονέκτημα για τα μέλη μιας κυβέρνησης», συμπλήρωσε εκείνος ο οποίος με τον γνωστό… σουρεαλισμό που τον διακρίνει είχε μόλις πριν ζητήσει να μπουν περιορισμοί στο ποιοι και για πόσο μπορούν να τίθενται στη βάσανο της λαϊκής ψήφου, από την οποία πρότεινε να αποκλείονται όσοι συμπληρώνουν οκταετή κοινοβουλευτική θητεία.
Δεν ξέρω ποιος έγραψε τη συγκεκριμένη ομιλία του κ. Τσίπρα και αν ο ίδιος πρόλαβε να τη διαβάσει προτού την εκφωνήσει από το πόντιουμ της φιέστας που, προεξάρχοντος του… διάσημου Νίκου Καρανίκα, του οργάνωσαν οι συνεργάτες του άρον – άρον και στο πόδι, όπως φάνηκε από τις προσκλήσεις της τελευταίας στιγμής που εστάλησαν την τελευταία στιγμή στα άλλα κόμματα. Εκείνο, όμως, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι ότι αυτός που ενσωμάτωσε τουλάχιστον τη συγκεκριμένη φαεινή ιδέα στην πρωθυπουργική ομιλία δεν ξέρει να κάνει αριθμητικές πράξεις, κοινώς να μετράει.
Διότι, αν ήξερε να μετράει ο πρωθυπουργικός λογογράφος, δεν θα άφηνε τον κ. Τσίπρα να εκτίθεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο ανακοινώνοντας ο ίδιος την επερχόμενη πολιτική… συνταξιοδότησή του εντός των επομένων 15 μηνών. Αν είχε κάνει έναν απλό αριθμητικό υπολογισμό, θα εύρισκε ότι ο νυν πρωθυπουργός, ο οποίος εξελέγη βουλευτής πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2009, μετράει ήδη πέντε θητείες στη Βουλή, καθώς επανεξελέγη σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις που έγιναν έκτοτε. Και, επιπλέον, αισίως συμπληρώνει «οκτώ συνεχόμενα έτη» κοινοβουλευτικής παρουσίας τον μεταπροσεχή Οκτώβριο.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι ο 42χρονος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ πληροί και τα δύο κριτήρια με βάση τα οποία πρέπει τον επόμενο χρόνο να παραιτηθεί από πρωθυπουργός, αφού το αξίωμα –με βάση τη δική του σχετική πρόταση- μπορεί να το κατέχει μόνον εν ενεργεία βουλευτής. Για να συμβεί, βεβαίως, αυτό, δηλαδή να παραιτηθεί ο κ. Τσίπρας, θα πρέπει να ψηφιστούν από αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία -180 βουλευτών στη μια και 151 στην άλλη Βουλή- όλες εκείνες οι αφόρητα λαϊκίστικες γενικότητες που παρέθεσε ο κ. Τσίπρας ως δήθεν προτάσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Κι εκεί ακριβώς είναι το «κλειδί». Οι προτάσεις του κ. Τσίπρα,  οι οποίες ακούγονται, κακά τα ψέματα, ευχάριστα στα αυτιά αρκετών συμπολιτών, που σου λένε «γιατί όχι;», δεν πρόκειται ποτέ να ψηφιστούν. Θα έχουν την ίδια ακριβώς τύχη που είχαν και όλες οι άλλες δήθεν επαναστατικές εξαγγελίες του. Από το σκίσιμο του Μνημονίου ως τη «σεισάχθεια» των δανείων. Και από την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ ως την επαναφορά των συντάξεων και την εφαρμογή του παράλληλου προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά και τόσες άλλες μικρές ή μεγαλύτερες εξαγγελίες που ήταν τόσο «εύπεπτες» όσο χρειαζόταν για να τις καταπιούν ακόμη και πολίτες που αυτοπροσδιορίζονται ως πολιτικά ευφυείς.
Δυστυχώς, ο πρωθυπουργός και όσοι είναι γύρω του και τον συμβουλεύουν φαίνεται ότι υποτιμούν βαθιά τη νοημοσύνη των Ελλήνων. Και εξακολουθούν να τους κοροϊδεύουν με τον ίδιο τρόπο που τους κορόιδευαν παλαιότερα. Γι΄ αυτό και ο εύκολα καταναλώσιμος λαϊκισμός περί περιορισμού στις βουλευτικές θητείες, που δεν ισχύει ούτε καν στην Αμερική, όπου μερικά αξιώματα, όπως εκείνο του Προέδρου, έχουν ανώτατο όριο παραμονής του ίδιου προσώπου, δεν είναι το μόνο στοιχείο εξαπάτησης των πολιτών που περιείχαν οι προτάσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Είναι και πολλά ακόμη στις πρωθυπουργικές ανακοινώσεις για το Σύνταγμα που προσβάλουν τον κοινό νου. Ξεχωρίζω ανάμεσά τους την αναγγελία διοργάνωσης εκδηλώσεων σε όλη τη χώρα. Μια αναγγελία που παραπέμπει σε άλλες εποχές που οι αποφάσεις για τις συνταγματικές αλλαγές δεν λαμβάνονταν από τη Βουλή. Και που, συνάμα, θυμίζει το προηγούμενο όταν, μετά τις πρώτες εκλογές του 2012 ο κ. Τσίπρας είχε λάβει διερευνητική εντολή για τον σχηματισμό κυβέρνησης και την περιέφερε στα κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και στις εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος, αφού δεν είχαν δικαίωμα λόγου ή ψήφου. Και που, κυρίως, βλέπουμε τώρα που είναι στην εξουσία ποιον σεβασμό δείχνει και προς τους μεν και προς του δε.       
Συμπέρασμα; Ας μη βιαστούν να χαρούν όσοι ενδεχομένως επιθυμούν να απαλλαγούν μια ώρα αρχύτερα από τον κ. Τσίπρα. Με απόλυτη βεβαιότητα μπορεί καθένας να υποθέσει ότι δεν θα συνταξιοδοτηθεί πρόωρα, επιλέγοντας να καταφύγει σε μια ακόμη από τις συνήθεις κωλοτούμπες του. Και, κατά πάσα βεβαιότητα, θα συνεχίσει στην επόμενη Βουλή να κάνει, μάλλον από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, το μόνον ίσως που ξέρει καλά: να σκαρφίζεται ευπώλητα παραμύθια. Για όσο, τουλάχιστον, βρίσκει εύχερους καταναλωτές.

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Αν τους ένοιαζε η συναίνεση…



Ακόμη και όσοι έχουν προεξοφλήσει το διαζύγιο το οποίο έχει πάρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ με την αλήθεια, δεν μπορεί να μην εκπλήσσονται με τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς περί καθιέρωσης για πρώτη φορά εκλογικού συστήματος απλής αναλογικής.
Την άνοιξη του 1989, η ελληνική Βουλή είχε ψηφίσει εκλογικό νόμο με τον οποίο η κατανομή των εδρών γινόταν με ακόμη πιο «δίκαιο» τρόπο από αυτόν που καθιερώνεται τώρα, αφού τότε δεν ίσχυε το πλαφόν του 3% για την εκλογή βουλευτή από τους συνδυασμούς που μετείχαν στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις οι οποίες έγιναν με το συγκεκριμένο σύστημα.
Δεν είναι, όμως, αυτός ο μόνος λόγος για τον οποίο εντυπωσιάζεται κανείς με το εύρος της ιστορικής άγνοιας που αποπνέει η επιχειρηματολογία πολλών από τους ΣΥΡΙΖΑίους βουλευτές που ανεβαίνουν αυτές τις μέρες στο βήμα της Βουλής για να στηρίξουν το κυβερνητικό νομοσχέδιο. Με έτοιμες ομιλίες, που είναι προφανές ότι γράφηκαν από άλλο χέρι, οι περισσότεροι σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν λένε όσα λένε επειδή απουσίαζαν από τη χώρα τα προηγούμενα χρόνια ή απλώς επειδή τελούν υπό καθεστώς πλήρους σύγχυσης.
Όπως και να έχει, ωστόσο, εκείνο που όντως ισχύει για πρώτη φορά στην προκειμένη περίπτωση αλλαγής του εκλογικού νόμου είναι το διχαστικό κλίμα υπό το οποίο επιχειρείται να καθιερωθεί η λεγόμενη «απλή αναλογική». Διότι, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, όποιος μπει στον κόπο να ανατρέξει στα πρακτικά των συζητήσεων που προηγήθηκαν στο ελληνικό Κοινοβούλιο κατά την αμέσως προηγούμενη ψήφιση αναλογικού εκλογικού συστήματος, θα διαπιστώσει ότι οι αλλαγές που προωθήθηκαν από την τότε κυβέρνηση υιοθετήθηκαν από ευρύτατη πλειοψηφία και πάντως συνάντησαν τη συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όσο και αν ηχεί παράδοξο, με την εκ των υστέρων γνώση των όσων επακολούθησαν, αλλά και το γεγονός ότι η συμφωνία της αντιπολίτευσης δεν είχε τη σημασία που έχει τώρα, καθώς είναι μεταγενέστερη η συνταγματική πρόβλεψη για άμεση εφαρμογή των αλλαγών μόνον αν ψηφιστούν από πλειοψηφία 200 βουλευτών, ο τότε ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συναίνεσε με τις προωθούμενες ρυθμίσεις, είτε από υπερβολική σιγουριά για την επερχόμενη νίκη του είτε επειδή έκανε την ανάγκη φιλοτιμία αφού δεν μπορούσε να αποτρέψει τις αλλαγές, με τις οποίες, εξάλλου, επανερχόταν και ο σταυρός προτίμησης που είχε καταργηθεί στις αμέσως προηγούμενες εκλογές του 1985.
Σε πείσμα, λοιπόν, της πολιτικής οξύτητας που είχε προκληθεί από το σκάνδαλο Κοσκωτά και της έντονης αντιπαράθεσης που δημιουργούνταν από το μετωπικό σχήμα το οποίο είχαν συμπτύξει το προηγούμενο διάστημα τα κόμματα της αντιπολίτευσης –η Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη, η ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλου και ο υπό διαμόρφωση Συνασπισμός των Χαρίλαου Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκου-, οι δύο μεγάλες παρατάξεις της εποχής ψήφισαν από κοινού τις νέες ρυθμίσεις. Και μαζί επίσης καταψήφισαν την τροπολογία με την οποία το ΚΚΕ ήθελε να κάνει ακόμη… απλούστερη τη νέα αναλογική, προτείνοντας να απαλειφθεί το περιβόητο «συν ένα» στην πρώτη κατανομή των εδρών.
Παρόλο που ουσιαστικά επρόκειτο για μια… ανθυπολεπτομέρεια, η τότε Αριστερά, ίσως και θέλοντας να διαφοροποιηθεί από τους Μητσοτάκη και Στεφανόπουλο και να αποσείσει τις καταγγελίες του κυβερνώντος ΠΑΣΟΚ ότι είχαν συγκροτήσει τη… «συμμορία των τεσσάρων», είχε δώσει τεράστιες διαστάσεις στο «συν ένα», παρόλο που ο συσχετισμός των κοινοβουλευτικών εδρών δεν άλλαζε ουσιωδώς.
Όλο αυτό, μάλιστα, το -εν πολλοίς επικοινωνιακό- κατασκεύασμα περί της σημασίας του «συν ένα» έγινε αργότερα μπούμερανγκ για τον νεοπαγή Συνασπισμό της Αριστεράς, όταν επί των ημερών της συγκυβέρνησής του με τη Νέα Δημοκρατία στο ετερόκλητο σχήμα με πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη, το –δήθεν… μετανοημένο- ΠΑΣΟΚ εισηγήθηκε, μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 1989, που έγιναν με την καινούργια νομοθεσία, την κατάργηση της επίμαχης ρύθμισης, ευελπιστώντας ότι έτσι θα δυσκόλευε ακόμη περισσότερο η προσπάθεια της ΝΔ να αποκτήσει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την οποία θα έπρεπε να προσεγγίσει το 50% των ψήφων.
Σε εκείνη τη δεύτερη φάση των αντιπαραθέσεων για το εκλογικό σύστημα, οι ρόλοι αντιστράφηκαν: το μεν ΠΑΣΟΚ ήθελε την κατάργηση του «συν ένα», η δε αριστερή συνιστώσα του κυβερνητικού συνασπισμού απέρριπτε ένα τέτοιο ενδεχόμενο επειδή δεν ήθελε να διαταράξει την κυβερνητική συνεργασία που είχε συγκροτήσει με τη ΝΔ και στην οποία, αφού μεσολάβησαν οι νέες κάλπες που έγιναν τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου χωρίς να αλλάξει το εκλογικό σύστημα, προστέθηκε και το ΠΑΣΟΚ, σχηματίζοντας όλοι μαζί την εξίσου βραχύβια κυβέρνηση Ζολώτα.
Χωρίς να είναι ίδιες οι συνθήκες, θα είχε πολύ μεγάλη αξία να ανέτρεχαν σε εκείνη την εποχή όλοι όσοι καλούνται να ψηφίσουν τις νέες αλλαγές στην εκλογική νομοθεσία. Από τον Τσίπρα, ο οποίος θυμήθηκε ότι έπρεπε να δεχθεί παραμονή της ψήφισης του νομοσχεδίου του στο Μέγαρο Μαξίμου τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Φώτη Κουβέλη, έως τον κλαίοντα Βασίλη Λεβέντη που θεωρεί την αναλογική «πανάκεια δια πάσαν νόσον και πάσαν…». Και από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι πρέπει να βρουν σοβαρά επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν την αποστασιοποίησή τους έναντι όσων πρότειναν πριν από έναν χρόνο, έως τον Κυριάκο Μητσοτάκη ο οποίος δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως εκσυγχρονιστής με παλαιοκομματικής κοπής διακηρύξεις ότι θα καταργήσει ό,τι ψηφίσει η σημερινή κυβέρνηση χωρίς να αντιπροτείνει κάτι περισσότερο από την επαγγελία κατάτμησης της Β΄ Αθηνών.
Αν προσέτρεχαν με ειλικρινή διάθεση στη μελέτη του παρελθόντος, είναι βέβαιο ότι θα κατέληγαν σε διδάγματα που θα απέτρεπαν την επανάληψη λαθών και θα έβρισκαν τον κοινό τόπο ώστε να επικρατήσει η λογική και να προχωρήσουν οι αλλαγές που είναι αναγκαίες για να εμπεδωθεί μια νέα πολιτική ατμόσφαιρα στη χώρα.
Κακά τα ψέματα, όμως. Μόνον όποιος εθελοτυφλεί δεν αντιλαμβάνεται ότι η συζήτηση που γίνεται στη Βουλή δήθεν για τον εκλογικό νόμο ελάχιστα αφορά τον ίδιο τον εκλογικό νόμο. Διότι αν οι νυν κυβερνώντες και οι «πρόθυμοι» σύμμαχοί τους ενδιαφερόταν για πραγματικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα θα ξεκινούσαν από την επιδίωξη της συναίνεσης που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ελπίσει κανείς ότι μπορεί κάτι να αλλάξει. Όταν, όμως, μιλάμε για μια Βουλή που η πλειοψηφία της προήλθε από προεκλογικές διακηρύξεις του τύπου «να τελειώνουμε με το παλαιό», είναι αυταπάτη να περιμένει κάποιος κάτι καλύτερο από όσα προσχηματικά βλέπουμε να εκτυλίσσονται ενώπιον μας.

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Κάποιος να τους πει ότι η διακυβέρνηση δεν έχει μόνον βολέματα



«O Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επικοινώνησε σήμερα με τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Νίκο Παρασκευόπουλο από τον οποίο ενημερώθηκε αναλυτικά για τις εξελίξεις στην δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης Siemens» διαβάζουμε αυτολεξεί σε επίσημο κυβερνητικό ανακοινωθέν που εξεδόθη από το Μέγαρο Μαξίμου για να μας πληροφορήσει ότι ο επικεφαλής της κυβέρνησης επικοινωνεί με τους συνεργάτες του τους οποίους ο ίδιος όρισε να είναι μέλη του υπουργικού συμβουλίου.
Ο συντάκτης του ανακοινωθέντος, με το οποίο μαθαίνουμε ακόμη ότι «ο Υπουργός Δικαιοσύνης θα μεταβεί αύριο στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και θα ζητήσει από την Εισαγγελέα κα Ξένη Δημητρίου να παραγγείλει την εκδίκαση των δύο υποθέσεων της Siemens που βρίσκονται στο ακροατήριο (ψηφιοποίηση παροχών του ΟΤΕ και δωροδοκία τέως κυβερνητικών στελεχών), κατ’ απόλυτη προτεραιότητα», θα είχε προφανώς επίγνωση της… σπανιότητας του γεγονότος να επικοινωνεί ο πρωθυπουργός με τον υπουργό και γι΄ αυτό χρησιμοποίησε τις συγκεκριμένες διατυπώσεις.
Η κυβερνητική αντίδραση απέναντι στο φιάσκο με τις προκλητικές νέες αναβολές στην εκδίκαση των επίμαχων υποθέσεων του σκανδάλου με τις μίζες της γερμανικής εταιρίας είναι η καλύτερη απόδειξη ότι η χώρα πορεύεται ουσιαστικά ακυβέρνητη, επειδή οι άνθρωποι που έχουν αναλάβει τα ηνία της διακυβέρνησης έχουν παρεξηγήσει τον ρόλο και την αποστολή που τους έχουν ανατεθεί. Εξακολουθούν να συμπεριφέρονται όπως όταν ήταν στην αντιπολίτευση, δηλαδή ως σχολιαστές και καταγγέλλοντες τα κακώς κείμενα ακόμη και όταν αυτά δεν είναι παρά αποτελέσματα της δικής τους ιδιότυπης πρακτικής να αποδέχονται μόνον τα προνόμια της εξουσίας και καμία από τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η ανάληψη της κυβερνητικής ευθύνης.
Αν στο μείζον ζήτημα της απονομής της δικαιοσύνης, που αφορά άμεσα τόσο την καθημερινότητα των πολιτών όσο και τη θεσμική υπόσταση της χώρας, είχε επιδειχθεί μόνον ένα πολλοστημόριο από το αυξημένο, σχεδόν αποκλειστικό, ενδιαφέρον που επιδεικνύεται σε συγκριτικά ήσσονος σημασίας ζητήματα, όπως είναι, επί παραδείγματι, οι άδειες των τηλεοπτικών καναλιών ή ακόμη και ο εκλογικός νόμος, είναι βέβαιο ότι τα πράγματα στη χώρα θα ήταν πολύ καλύτερα.
Εξίσου βέβαιο είναι ότι θα είχαν περιοριστεί τα φαινόμενα ανομίας και δεν θα διαιωνιζόταν η ατιμωρησία αν, αντί για την απόπειρα ποδηγέτησης της Δικαιοσύνης, αποτελούσε κυβερνητική προτεραιότητα η επιτάχυνση των απαράδεκτα αργών ρυθμών εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων που προκαλούν το φαινόμενο της αρνησιδικίας το οποίο δηλητηριάζει τις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις, για την ομαλή εξέλιξη των οποίων προϋπόθεση εκ των ων άνευ συνιστά η έκδοση δικαστικών αποφάσεων μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Το μεγαλύτερο δυστύχημα, βεβαίως, είναι ότι τα διαλαμβανόμενα στον χώρο της Δικαιοσύνης δεν αποτελούν την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα της διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Η κατάσταση παρατηρητή των εξελίξεων, την οποία έχουν επιλέξει κυβερνητικά στελέχη, είναι εκτεταμένο ζήτημα. Το σύνολο, σχεδόν, των κυβερνητικών ιθυνόντων φλυαρούν ακαταπαύστως, κυρίως στα κανάλια (που, κατά τα άλλα, καταγγέλλουν) και σπανιότερα στη Βουλή. Μιλούν, κατά βάση, για θέματα που δεν είναι της αρμοδιότητάς τους. Ενώ όταν συμβαίνει το αντίθετο αρκούνται σε επικρίσεις προς τους προηγούμενους που –τι κακοί άνθρωποι!- δεν είχαν λύσει όλα τα προβλήματα και δεν φρόντισαν να τους παραδώσουν την εξουσία εξασφαλίζοντας τους μια ανέφελη διακυβέρνηση.
Πάρτε για παράδειγμα τον διαβόητο αναπληρωτή υπουργό Π. Πολλάκη, ο οποίος αδιαφορώντας πλήρως για τα θανατηφόρα αποτελέσματα της πολιτικής που ασκεί, πρέπει να περνάει το μισό ωράριο εργασίας στο υπουργείο Υγείας κάνοντας αναρτήσεις στο facebook, πότε με τα κεράκια γενεθλίων που σβήνει ενώπιον πορτρέτων του Βελουχιώτη και πότε με υβριστικές επιθέσεις εναντίον όσων του ασκούν κριτική, ενώ τις υπόλοιπες ώρες ξιφουλκεί σε κομματικές εκδηλώσεις ενάντια στα «βοθροκάναλα της διαπλοκής» που αναδεικνύουν την άθλια κατάσταση στον χώρο ευθύνης του που, κατά κοινή παραδοχή, έγινε χειρότερη στη διάρκεια της 18μηνης παρουσίας στους υπουργικούς θώκους των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Αλλά ούτε ο πολύς Πολλάκης αποτελεί παρεκκλίνουσα μοναδικότητα. Είναι μάλλον ο μέσος όρος του κυβερνητικού κουτσαβακισμού και ενδεχομένως υπάρχουν συνάδελφοί του που τον ξεπερνούν σε καταγγελτικό κρεσέντο. Τη μέρα που όλοι ασχολούνταν με τη Siemens, από δελτίο Τύπου των Ανεξαρτήτων Ελλήνων πληροφορηθήκαμε «καταγγελίες – φωτιά του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ Τέρενς Κουίκ». Τι λένε αυτές οι… «καυτές» καταγγελίες; Λένε ότι «οι λαθρέμποροι τσιγάρων απειλούν με σφαίρες και “φουσκωτούς” και εκβιάζουν με προβοκάτσιες και αθλιότητες». Και που έγιναν οι καταγγελίες; Μα, που αλλού; Σε… ραδιοφωνικό σταθμό! Έτσι, ακριβώς. Κοτζάμ υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ έκανε, κατά δήλωσή του, «καταγγελίες – φωτιά» για εκβιασμούς λαθρεμπόρων σε ραδιοφωνικό σταθμό και όχι στα αρμόδια όργανα της Πολιτείας που σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου θα είχαν κινητοποιηθεί οι πάντες για να συλληφθούν οι εγκληματίες.
Ας μην απορούμε, ωστόσο. Το πολιτικό συνονθύλευμα που απαρτίζουν τα πρόσωπα που μας κυβερνούν, είτε προέρχονται από την λεγόμενη ριζοσπαστική Αριστερά, όπως ο Τσίπρας, ο Πολλάκης και οι λοιποί, είτε από τη λαϊκίστικη Δεξιά, όπως ο Καμμένος ή ο Κουίκ, έχει ένα κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα: όλοι τους ανδρώθηκαν πολιτικά ασκούμενοι στην καταγγελιομανία. Από το συγγραφικό πόνημα του νυν υπουργού Άμυνας που εκδόθηκε για να υποδείξει τον Ανδρέα Παπανδρέου ως αρχηγό ης 17 Νοέμβρη μέχρι τα «go back κυρίες και κύριοι της συντηρητικής νομενκλατούρας» του πρωθυπουργού που υπέγραψε λίγο μετά το Μνημόνιο που κανείς… συντηρητικός δεν θα τολμούσε να υπογράψει, όλη τους η διαδρομή ήταν καταγγελίες και μόνον καταγγελίες, ανάμεικτες με μεγάλες δόσεις συνωμοσιολογίας. Αυτό έμαθαν. Αυτό ξέρουν. Αυτό έκαναν. Αυτό κάνουν.
Μέχρι προφανώς να τους υποχρεώσει κάποιος να αντιληφθούν ότι η διακυβέρνηση της χώρας δεν είναι μόνον καταγγελίες και βολέματα. Είναι και ανάληψη ευθύνης και μάχη με τα προβλήματα. Ποιος θα τους τα μάθει αυτά; Μα, ο ελληνικός λαός που, επειδή τον κορόιδευαν με τις καταγγελίες τους, νομίζουν ότι θα τον κοροϊδεύουν με τον ίδιο τρόπο για πάντα.