Οι αριθμοί, εφόσον δεν έχει γίνει κάποιο τραγικό λάθος στην καταγραφή τους, είναι αδιανόητα συγκλονιστικοί και ειλικρινά δεν βρίσκω άλλο επίθετο για να χαρακτηρίσω τα στοιχεία σύμφωνα με τα οποία το πρώτο οκτάμηνο του 2024 ο αριθμός των ανήλικων που συνελήφθησαν από την Ελληνική Αστυνομία έφτασε τους 8.978 και ήταν αυξημένος κατά 46% σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα.
Με άλλα λόγια, κάθε μέρα οι αστυνομικές αρχές της χώρας προχωρούν στη σύλληψη 37 μαθητών δημοτικού, γυμνασίου ή λυκείου, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με κατηγορητήρια για υποθέσεις ναρκωτικών, ξυλοδαρμούς, ληστείες, κλοπές, διαρρήξεις και άλλα αδικήματα. Από μια πρώτη ματιά, η ΕΛ.ΑΣ. «κάνει τη δουλειά της» που -με τη στενή έννοια του όρου- είναι να δρα κατασταλτικά έναντι των κρουσμάτων παραβατικότητας, συλλαμβάνοντας τους δράστες και παραπέμποντάς τους στη Δικαιοσύνη.
Όταν, όμως, η νεανική παραβατικότητα παίρνει αυτή την έκταση, εύλογα νομίζω ότι κάθε εχέφρων άνθρωπος αναρωτιέται αν η λύση μπορεί να δοθεί μόνον με την αστυνομική καταστολή. Τα στοιχεία, άλλωστε, της χρόνο με τον χρόνο ραγδαίας αύξησης των συλλήψεων δείχνουν μάλλον ότι τα κατασταλτικά μέτρα κάθε άλλο παρά λειτουργούν αποτελεσματικά για την αναχαίτιση του συγκεκριμένου πολύπλοκου κοινωνικού φαινομένου.
Δεν είναι λίγοι οι ειδικοί που αποδίδουν την έξαρση των κρουσμάτων βίας στις συνθήκες υπό τις οποίες μεγαλώνουν τα νέα παιδιά της εποχής μας. Είναι τα παιδιά τα οποία εξ απαλών ονύχων βρέθηκαν, πριν καν σταθούν στα πόδια τους, να κρατούν μια οθόνη στα χέρια τους. Και αυτό σε πείσμα του ότι οι παιδίατροι σε όλον τον κόσμο υπογραμμίζουν ότι με τα παιδιά δεν πρέπει να έρχονται καθόλου σε επαφή με τις οθόνες μέχρι να γίνουν δύο ετών, αλλά και αργότερα που θα πρέπει να επιβάλλονται χρονικοί περιορισμοί στην ενασχόληση των παιδιών με τον ψηφιακό κόσμο.
Νομίζω ότι όλοι έχουμε γίνει μάρτυρες της ανακλαστικής κίνησης με την οποία πολλοί γονείς, όταν θέλουν να συγκεντρωθούν σε μια δουλειά, δίνουν στο παιδί τους, που μπορεί να γίνει ακόμη βρέφος, το κινητό τηλέφωνο ή το τάμπλετ για να παίξει. Όπως έχουμε δει επίσης με πόσο πάθος προσηλώνονται στις οθόνες παιδιά προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας που παίζουν ανταγωνιστικά παιχνίδια που περιέχουν σκηνές βίας.
Τα πρόσφατα απανωτά κρούσματα ακραίας βίας με πρωταγωνιστές αλλά και θύματα νέα παιδιά έδειξαν ότι η νεανική παραβατικότητα δεν παρατηρείται μόνον σε υποβαθμισμένες περιοχές και ούτε αφορά αποκλειστικά τις «διαλυμένες» οικογένειες, όπως ήθελαν τα κλασσικά στερεότυπα στα οποία συχνά καταφεύγουμε για να ξορκίσουμε το «κακό». Το οποίο, ίσως και εξ αυτού, γίνεται ολοένα και πιο απειλητικό, καθώς δεν θέλουμε να αναγνωρίσουμε ότι τα 10.000 παιδιά, που υπολογίζεται ότι θα συλληφθούν συνολικά φέτος, είναι τα δικά μας παιδιά.
Αναμφίβολα, το πρόβλημα της νεανικής παραβατικότητας είναι σύνθετο και με τις διαστάσεις τις οποίες έχει λάβει πλέον δεν μπορεί να παρακάμπτεται με υπεκφυγές του τύπου «το δικό μου το παιδί δεν είναι τέτοιο…» που προβάλλονται ακόμη και από γονείς που καλούνται στο αστυνομικό τμήμα εξαιτίας «κατορθωμάτων» των βλασταριών τους. Την ίδια ώρα φαντάζει πολύ δύσκολος ο επιμερισμός της ευθύνης ανάμεσα στην οικογένεια, στη σχολική κοινότητα και στην οργανωμένη Πολιτεία που έχουν το καθήκον και την υποχρέωση να αναλάβουν προληπτική δράση.
Όλοι έχουμε υπάρξει παιδιά και, παρόλο που οι μεγαλύτερης ηλικίας Έλληνες μεγαλώσαμε σε συνθήκες που ήταν σε εντελώς διαφορετικές από τις σημερινές, πρέπει να αναγνωρίσουμε τη δύσκολη θέση των γονέων που μεγαλώνουν παιδιά στις μέρες μας. Τα παραδοσιακά γονεϊκά πρότυπα της τιμωριτικής αυστηρότητας έχουν καταρρεύσει, ενώ και η διάδοχη κατάσταση της ελευθεριότητας δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα. Με αποτέλεσμα ο γονέας του σήμερα να ψάχνεται και να μη βρίσκει έρμα.
Εξάλλου, το μόνο βέβαιο είναι ότι στον σημερινό πολυσύνθετο κόσμο για να μπορέσει να ανταποκριθεί κάποιος στον ρόλο του γονέα πρέπει να διαθέτει τις δεξιότητες ενός αποτελεσματικού μάνατζερ, ο οποίος καλείται, εκτός από γεννήτορας, που προσφέρει αγάπη και κατανόηση άνευ ορίων, να αποτελέσει ταυτόχρονα παράδειγμα προς μίμηση, καθοδηγητής και μέντορας, αλλά και να είναι εκπαιδευτής και θεραπευτής που να μπορεί να κατανοεί και να ικανοποιεί τις ψυχολογικές και άλλες ανάγκες του/ων τέκνου/ων του.
Κακά τα ψέματα, ο ρόλος του γονέα είναι ασυγκρίτως πιο δύσκολος από εκείνον του σχολείου και της Πολιτείας. Χωρίς κανείς να τους έχει προετοιμάσει γι΄ αυτό, οι γονείς πρέπει να διαθέτουν γνώσεις για όλα τα αναπτυξιακά, μαθησιακά, συμπεριφορικά και συναισθηματικά προβλήματα των τέκνων τους. Όπως επίσης και να παρατηρούν το παιδί σε όλες της εκδηλώσεις της ζωής του ώστε να έχουν μία όσο το δυνατό πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τις ικανότητες και τις αδυναμίες του.
Οι φορείς της σχολικής κοινότητας εξαντλούν συνήθως τις προσπάθειες τους στη συνδικαλιστική υπεράσπιση των «κεκτημένων» των μελών τους, ενώ η οργανωμένη Πολιτεία αρκείται στην καθιέρωση οριζόντων κανόνων και στη στατιστική καταγραφή των αυξανόμενων κρουσμάτων νεανικής παραβατικότητας Tο «parent coaching», δηλαδή η εκπαίδευση των γονέων, είναι δυστυχώς άγνωστη έννοια στη χώρα μας, και, αν εξαιρέσει κανείς κάποια βιβλία ή και σάιτ αυτοβελτίωσης που «πωλούν» αμφιβόλου αξίας συμβουλές «διά πάσα νόσο», στην πραγματικότητα οι Έλληνες γονείς είναι υποχρεωμένοι να κινούνται σχεδόν στα τυφλά και με μόνο οδηγό το ένστικτό τους.
Μήπως, λοιπόν, η καμπάνα που χτυπά ηχηρά εξαιτίας της έξαρσης της παραβατικότητας από τους νέους μας, σήμανε και την ώρα για να λειτουργήσουν σχολεία για γονείς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου