Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2022

Και γιατί θα πρέπει να στηθούν δύο φορές οι κάλπες;

Αρκετοί πολιτικοί και ακόμη περισσότεροι πολιτικολογούντες συνηθίζουν να σεναριολογούν και να εκτοξεύουν συνθήματα -δικά τους ή, τις περισσότερες φορές, των επικοινωνιολόγων τους- χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν τους ότι η πλειονότητα της κοινωνίας, απορροφημένη από τα προβλήματα και τα διαφορετικά προτάγματα της ζωή τους, δεν συνηθίζει να εντρυφεί ιδιαίτερα στις λεπτομέρειες που απασχολούν την πολιτική επικαιρότητα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως μεταδίδουν υπεύθυνοι εταιριών που διεξάγουν έρευνες για τις διαθέσεις της κοινής γνώμης, πολλοί από τους ερωτώμενους στις δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος δυσκολεύονται να απαντήσουν τι θα ψηφίσουν στις δεύτερες εκλογές που από μια σημαντική μερίδα πολιτικών και πολιτικολογούντων προεξοφλείται ότι θα χρειαστεί να προκηρυχθούν επειδή το σύστημα της απλής αναλογικής, το οποίο θα εφαρμοστεί στην επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση, δεν θα δώσει βιώσιμη κυβερνητική λύση. 

Πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι -από άγνοια ή αδιαφορία;- δεν θέλουν ή δεν μπορούν να διακρίνουν την επίπτωση στην κατανομή των εδρών, που θα έχει το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, το οποίο θα ισχύσει στις μεθεπόμενες κάλπες, συγκριτικά με την απλή αναλογική που θα ισχύσει στις επόμενες. Από την άλλη, δεν είναι μικρή και η μερίδα των σκεπτόμενων πολιτών που απορεί γιατί θα πρέπει να γίνεται λόγος για «επαναληπτικές» εκλογές προτού καν εκφραστεί για πρώτη φορά η λαϊκή ετυμηγορία. 

Τούτων δοθέντων, έχω την αίσθηση ότι, όσο θα μικραίνει ο χρόνος που μας χωρίζει από τις κάλπες και θα γίνονται σε πιο πολλούς αντιληπτές οι παράμετροι του ιδιαίτερου πολιτικού τοπίου το οποίο θα διαμορφωθεί από την επομένη της προκήρυξης των εκλογών, τόσο περισσότερο θα αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι και πολύ σώφρον να πάμε να ψηφίσουμε από τη στιγμή που ό,τι και αν ψηφίσουμε θα πρέπει σε περίπου ένα μήνα θα χρειαστεί να ξαναπάμε στα εκλογικά τμήματα για να ξαναψηφίσουμε. Και χωρίς να αποκλείεται να χρειαστεί να πάμε και… τρίτη φορά!

Στη χώρα μας κατά το παρελθόν, την περίοδο 1989-1990 αλλά το 2012, καθώς και πιο πρόσφατα σε άλλες χώρες, όπως το Ισραήλ ή η Βουλγαρία, απαιτήθηκε οι ψηφοφόροι να κληθούν να συμμετάσχουν σε απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις μέχρι να καταστεί δυνατή η συγκρότηση κυβέρνησης. Με βάση και το δόγμα που επιτάσσει ότι «στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα», μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι παράδοξη. Αν ο συσχετισμός δυνάμεων που προκύπτει από τις κάλπες δεν δίνει κυβερνητική λύση, δεν είναι σόλοικο να διαλύεται το Κοινοβούλιο και να καλούνται οι πολίτες να εκφράσουν εκ νέου τη βούλησή τους.

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι είμαστε μπροστά σε μια μεγάλη και ίσως μοναδική παραδοξότητα όταν συνομολογείται ότι θα πάμε να ψηφίσουμε για τη συγκρότηση μιας Βουλής που το ίδιο βράδυ της ψηφοφορίας θα διαλυθεί. Έτσι ώστε να πάμε να ξαναψηφίσουμε πριν καν εξεταστεί αν το αποτέλεσμα αυτής της πρώτης κάλπης μπορεί να δώσει μια κυβέρνηση συνεργασίας σαν αυτή που θα συγκροτηθεί μετά τις πρώτες ή και τις… δεύτερες επαναληπτικές εκλογές.

Και αν όλα αυτά ακούγονται θεωρητικά, αναρωτιέμαι τι θα συμβεί στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις σύμφωνα με τις οποίες η μόνη βιώσιμη λύση είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας με τη συμμετοχή σε ρόλο ελάσσονος εταίρου του ΠΑΣΟΚ. Το σίγουρο είναι ότι στις συνθήκες της απλής αναλογικής το άθροισμα των εδρών που θα λάβουν η ΝΔ και το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη θα δίνει άνετη κοινοβουλευτική πλειοφηφία.

Αντιθέτως είναι, με όσα ξέρουμε αυτή την ώρα, πολύ αμφίβολο αν θα ξεπεράσει τις 151 έδρες το άθροισμα των βουλευτών που θα εκλέξουν ο ΣΥΡΙΖΑ, Το ΠΑΣΟΚ και το ΜέΡΑ 25 του Γιάννη Βαρουφάκη και αν, όπως διακινείται από στελέχη της Κουμουνδούρου, θα μπορέσει να σχηματιστεί συμμαχική κυβέρνηση μειοψηφίας, η οποία να ασκεί εξουσία έχοντας -φοβερό ανέκδοτο- εξασφαλίσει τη… στήριξη του ΚΚΕ. 

Δεν είναι μόνον ότι πολλοί αντιμετωπίζουν με καγχασμό κάθε σκέψη για συγκυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ, από τη στιγμή που οι περισσότεροι ψηφοφόροι της Χαριλάου Τρικούπη είναι πιο… αντιΣΥΡΙΖΑ από τους νεοδημοκράτες, είναι κυρίως που μια τέτοια ετερόκλητη συμμαχία -φανταστείτε μόνον τον Ανδρέα Λοβέρδο να ψηφίζει για πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα…- δεν πρόκειται να πάει πολύ μακριά.

Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, πάντως, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης θα βρεθεί μπροστά σε δύσκολο δίλημμα. Αν μπει σε κυβέρνηση θα δυσαρεστήσει τους ψηφοφόρους του οι οποίοι δεν θέλουν να συναγελάζονται «με τη Δεξιά» ή «με τους τοξικούς ΣΥΡΙΖΑίους». Αν δεν μπει και πάρει την ευθύνη της προκήρυξης δεύτερων και τρίτων εκλογών, τότε θα κινδυνεύσει με διαρροές των ψηφοφόρων του οι οποίοι ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ επειδή θέλουν να συμμετάσχει στις ευθύνες της διακυβέρνησης και να μη βολεύεται στην άσκηση αντιπολίτευσης.

Στα δεδομένα που πρέπει να ληφθούν υπόψιν είναι ότι ένας αριθμός βουλευτών οι οποίοι θα εκλεγούν με το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να… θυσιαστούν και να μείνουν εκτός Βουλής εφόσον ο κ. Ανδρουλάκης δεν συμφωνήσει στον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας και οδηγήσει τη χώρα σε νέες εκλογές. Θα το κάνουν… αδιαμαρτύρητα, μόνον και μόνον για το καπρίτσιο να μην… λερωθούν με τις κυβερνητικές ευθύνες.

Με αυτά και με πολλά άλλα, που είναι βέβαιο ότι θα προκύψουν στην πορεία προς τις κάλπες, το ερώτημα γιατί θα πρέπει να προεξοφλείται από τώρα το στήσιμο δεύτερης -ή μήπως και τρίτης;- κάλπης θα τεθεί πολλές φορές. Και ειδικά μέσα στο περιβάλλον της μεγάλης αβεβαιότητας που όλα δείχνουν ότι θα στηθούν οι κάλπες, η σπουδή για απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις ίσως αποδειχθεί η χειρότερη από τις εκδοχές που θα έχουν ενώπιόν τους όλες οι πολιτικές δυνάμεις.

Ας μη βιαζόμαστε, λοιπόν!

 

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2022

Πικρές αλήθειες για έναν δωδεκαετή «πόνο»

Το τέλος στο καθεστώς της ενισχυμένης ευρωπαϊκής εποπτείας, στο οποίο ήταν ενταγμένα τα δημόσια οικονομικά της χώρας μας επί μια 12ετία, είναι σίγουρα μια πολύ καλή είδηση, η οποία, μάλιστα, έρχεται μέσα σε έναν κυκεώνα αρνητικών επιπτώσεων στην ελληνική οικονομία που προκαλούν η διεθνής ενεργειακή κρίση αλλά και η παγκόσμια χρηματοπιστωτική αστάθεια.

Μόνον όμως που η απόφαση του Eurogroup να μας απαλλάξει από τη μέγγενης, υπό την οποία είχαμε -εκόντες, άκοντες- τεθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια, δεν είναι κάτι που θα πρέπει να μας κάνει περήφανους ή που να μας επιτρέπει να πανηγυρίζουμε.

Αντιθέτως, θα μπορούσε βασίμως να υποστηρίξει κάποιος ότι το συγκεκριμένο ορόσημο αποτελεί, πολύ περισσότερο από ό,τιδήποτε άλλο, μια καλή ευκαιρία για εθνική περισυλλογή. Ενδεχομένως μια αφορμή για συλλογικό αναστοχασμό. Και -γιατί όχι;- μια αφετηρία για ένα καινούργιο ξεκίνημα.

Ένας πρώτος λόγος για τον οποίο θα πρέπει να προβληματιζόμαστε είναι το μεγάλο χρονικό διάστημα που χρειάστηκε να διανύσουμε ώστε να καταφέρουμε να ανακτήσουμε τους βαθμούς ελευθερίας που θα μας επιτρέπουν να ρυθμίζουμε τα του οίκου μας με βάση τις δικές μας ανάγκες και προτεραιότητες και όχι με οριζόντιες εισοδηματικές περικοπές τις οποίες αποφάσιζαν και επέβαλαν άνθρωποι που δεν είχαν επαφή με την ελληνική πραγματικότητα.

Όλες οι άλλες χώρες που εντάχθηκαν σε ανάλογα προγράμματα «διάσωσης» -Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος- απηλλάγησαν νωρίτερα από μας από τον στενό κορσέ της «τρόικας». Και αυτό έγινε όχι μόνον γιατί εμείς είχαμε τις χειρότερες επιδόσεις πριν από τη μνημονιακή επιβολή. Έγινε κυρίως επειδή η πλειοψηφία της δικής μας κοινωνίας δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να κατανοήσει το πως και το γιατί φθάσαμε στα απανωτά Μνημόνια.

Μόνον στην Ελλάδα, άλλωστε, στην αρχή με τους ισχυρισμούς της ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά και εν συνεχεία με τις εμμονές του ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, ανακαλύφθηκαν οι χρυσές αντιμνημονιακές «συνταγές». Οι οποίες -τι ειρωνεία;- πολύ γρήγορα στην πορεία αντικαταστάθηκαν με την ψήφιση ακόμη πιο σκληρών Μνημονίων από το αρχικό, στο οποίο βρήκαν λύσεις σε άλλες χώρες. Με υπευθυνότητα και χωρίς δαιμονολογίες, οι εκεί βασικές πολιτικές δυνάμεις είδαν τις αλήθειες κατάματα και απέφυγαν τους λαϊκίστικους βερμπαλισμούς που εδώ παρέτειναν τη λύτρωση. 

Ένας δεύτερος λόγος που σίγουρα δεν μας επιτρέπει να… ανοίγουμε σαμπάνιες για το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας στη δημοσιονομική μας διαχείριση είναι το εύρος των αλλαγών που συντελέστηκαν κατά τη μακρά περίοδο της μνημονιακής εποπτείας. Μπορεί η Ελλάδα του 2022 να μην είναι ίδια με την Ελλάδα του 2010, όμως, από την άλλη ουδείς μπορεί -ακόμη και αν δεν έχει ισοπεδωτική διάθεση- να υποστηρίξει βασίμως ότι αυτά τα χρόνια καταφέραμε να απαλλαγούμε από όλες τις μεγάλες παθογένειες του παρελθόντος.

Με προεξάρχουσα τη Δικαιοσύνη, η οποία, χωρίς αμφιβολία, αποτελεί τον «μεγάλο ασθενή», αλλά χωρίς να πηγαίνουν πίσω και άλλοι καίριοι τομείς, ανάμεσα τους η Παιδεία και η Υγεία, οι αλλαγές που έγιναν κατά τη μνημονιακή περίοδο δεν ήταν αντίστοιχες με τον κοινωνικό «πόνο» τον οποίο επέφεραν οι οριζόντιες εισοδηματικές περικοπές που ήταν η εύκολη λύση την οποία επέβαλαν εταίροι και δανειστές στις κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων: δεξιές, κεντρώες και αριστερές.

Είναι ελάχιστα -και σίγουρα δυσανάλογα του θορύβου που προκάλεσαν όταν εξαγγέλθηκαν- τα όσα έγιναν στον τομέα της αξιολόγησης του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης. Το ίδιο εκτιμώ ότι ισχύει και σε ό,τι αφορά στην παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα. Ακόμη και εκεί που, με καθυστέρηση έστω, έγιναν «επενδύσεις», π.χ. στο μόνιμο δυναμικό που επιτέλους προστέθηκε στην πρωτοβάθμια και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τα αποτελέσματα είναι, προσώρας τουλάχιστον, μάλλον πενιχρά.

Ο τρίτος λόγος, για τον οποίο απαιτείται να είμαστε φειδωλοί στις εκδηλώσεις ικανοποίησης για το τέλος της εποπτείας, προέρχεται από το γεγονός ότι ένα -μάλλον μεγάλο- μέρος του πολιτικού δυναμικού της χώρας συμπεριφέρεται με τον ίδιο -αν όχι και, σε κάποιες περιπτώσεις, χειρότερο- τρόπο που συμπεριφέρονταν οι δυνάμεις που μας οδήγησαν στην κρίση του 2008 και στη χρεοκοπία του 2010.

Όποιος δεν εθελοτυφλεί, αναγνωρίζει ότι στην προεκλογική περίοδο στην οποία πλησίστιοι έχουμε μπει, οι μετριοπαθείς απόψεις θα δεινοπαθήσουν και οι νουνεχείς εκτιμήσεις θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες. Οι μυλόπετρες του κομματισμού και του αδυσώπητου αγώνα για την εκλογική επικράτηση θα θέσουν σε σκληρή δοκιμασία την κοινή λογική και τις λογικές εξηγήσεις για όσα συμβαίνουν γύρω μας.

Όπως και να έχει, πάντως, οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις -που δεν περιορίζονται σε έναν χώρο- πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να πουν όλες τις πικρές αλήθειες για το πως φθάσαμε στο Μνημόνιο, γιατί μείναμε σε αυτό περισσότερο από όλους και κυρίως τι πρέπει να γίνει και τι να μη γίνει για να μην βρεθούμε ξανά στην ίδια δυσχερή θέση.

Κοινό υπάρχει, ας ελπίσουμε ότι θα υπάρξουν και οι υπεύθυνες δυνάμεις που θα το κάνουν κτήμα της πλειοψηφίας, η οποία είναι βέβαιο ότι, αν μάθει την αλήθεια, δεν θα θελήσει να ξαναζήσει τον οξύτατο κοινωνικό «πόνο» που -δικαίως και αδίκως, όλοι μας- βιώσαμε επί δώδεκα συναπτά έτη!

 

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2022

Ένα άλλο μοντέλο για την προεκλογική αντιπαράθεση

 

Μπορεί κάποιος να διαφωνήσει με τον ισχυρισμό τον οποίο ο υποφαινόμενος διατύπωσε την περασμένη Τρίτη όταν, στο Συνέδριο για την Υγεία που διοργάνωσαν το «Θέμα» και το site «ygeiamou», απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό είπα -περισσότερο χαριτολογώντας- ότι το… ερώτημα του ενός εκατομμυρίου είναι πότε θα γίνουν οι επόμενες εκλογές.

Με όσα, άλλωστε, βλέπουμε να διαδραματίζονται γύρω μας, εύκολα θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος ότι το ερώτημα ήταν ενδεχομένως εκ του περισσού, αφού όλα μαρτυρούν ότι, ανεξαρτήτως διαψεύσεων, πλησίστιοι οδηγούμαστε στις κάλπες οι οποίες, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, θα στηθούν στις αρχές του επερχόμενου φθινοπώρου.

Εκείνο, ωστόσο, με το οποίο δύσκολα θα μπορέσει να διαφωνήσει κανείς είναι ότι τον βασικότερο λόγο για τον οποίο επιβάλλεται να μην βραδύνουν οι επόμενες εκλογές συνιστά η ένταση με την οποία διεξάγεται η προεκλογική αντιπαράθεση, που έχει ήδη ξεκινήσει. Ένταση που προοιωνίζεται ακόμη μεγαλύτερη έξαρση των πολωτικών φαινομένων που κάνει κάθε εχέφρονα να αναρωτιέται αν αξίζει τον κόπο η συντήρηση ενός τέτοιου κλίματος το οποίο μόνον δεινά μπορεί να επιφυλάσσει τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο, πολύ περισσότερο, στα συμφέροντα της χώρας και των πολιτών.

Δεν ξέρω πόσοι είχαν την υπομονή να παρακολουθήσουν το προαναφερθέν Συνέδριο για την Υγεία, αλλά ειλικρινά όσοι το έκαναν είχαν μια πολύ καλή ευκαιρία να ακούσουν από πρώτο χέρι τις απόψεις των δύο βασικών διεκδικητών της διακυβέρνησης για κρίσιμα θέματα που άπτονται της καθημερινότητας των πολιτών και της ποιότητας ζωής που δικαιούνται να απολαμβάνουν. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας δέχθηκαν και τέθηκαν υπό τη βάσανο των δημοσιογραφικών ερωτημάτων, ξετυλίγοντας με τον τρόπο που ο καθένας θεώρησε καταλληλότερο, τις θέσεις και τις απόψεις της παράταξής τους.

Αξίζει ίσως να σταθούμε το πρωτοσέλιδο που είχε την επόμενη μέρα η ανήκουσα στον ΣΥΡΙΖΑ εφημερίδα «Αυγή» υπό τον εύηχο τίτλο: «Δύο κόσμοι για την Υγεία». Μπορεί οι… καλοί συνάδελφοι, οι οποίοι συνηθέστατα εμφανίζονται ως διαπρύσιοι κήνσορες της δεοντολογίας, να παρέλειψαν να αναφέρουν τους διοργανωτές του Συνεδρίου (είναι γνωστό άλλωστε ότι το «Θέμα» είναι γι΄ αυτούς… ανύπαρκτο, αλλά και εμάς ποσώς μας απασχολεί η… εκτίμηση που -δεν- μας έχουν), πλην όμως η εκδήλωσή μας τους έδωσε την ευκαιρία να μοιράσουν το πρωτοσέλιδο τους στα δύο μεταφέροντας στο αναγνωστικό τους κοινό όσα οι ίδιοι απεκόμισαν από τις τοποθετήσεις του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Παρακολουθώντας τις εργασίες του Συνεδρίου και τα όσα ενδιαφέροντα ακούστηκαν όχι μόνον από τους δύο συγκεκριμένους πολιτικούς αρχηγούς αλλά και από μια σειρά ειδικούς επιστήμονες από την πρώτη γραμμή της μαχόμενης Ιατρικής, πολιτικά στελέχη, πανεπιστημιακούς και συνδικαλιστές, αναρωτήθηκα πολλές φορές γιατί θεματικές εκδηλώσεις αυτού του είδους να μην αποτελούν μοντέλο για τη διεξαγωγή της προγραμματικής αντιπαράθεσης των πολιτικών δυνάμεων που διεκδικούν την ψήφο των πολιτών.

Φαντασθείτε τις παραμονές των εκλογών αντί για τις πολυδάπανες περιοδείες των στελεχών τους, τα οποία επισκέπτονται χώρους στους οποίους στην πραγματικότητα συγκεντρώνονται αποκλειστικά και μόνον οπαδοί τους που προσέρχονται για να τους επευφημήσουν, χωρίς καν να ακούν τα λεγόμενα τους, αφού έτσι κι αλλιώς είναι αποφασισμένοι να τους ψηφίσουν, να οργανώνονταν εκδηλώσεις στις οποίες θα ακούγονταν οι απόψεις των πολιτικών δυνάμεων για βασικά θέματα ενδιαφέροντος των πολιτών, όπως οι φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις, οι προτεραιότητες στην Παιδεία και στην Άμυνα, η κατανομή των κοινωνικών δαπανών, κ.ά.

Αν οι απόψεις των πολιτικών δυνάμεων εκφράζονταν με τη νηφαλιότητα με την οποία, παρά τις εκατέρωθεν εντονότατες διαφωνίες, εξέφρασαν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας τις θέσεις τους για την Υγεία, το κέρδος θα ήταν μεγάλο και για τους πολίτες, που θα πήγαιναν περισσότερο ενημερωμένοι στις κάλπες, αλλά και για το ίδιο το πολιτικό δυναμικό της χώρας που θα έβλεπε την αξιοπιστία του να αυξάνεται κατακόρυφα. 

Διότι είναι βέβαιο ότι, με εξαίρεση του φανατικούς όλων των πλευρών, η υπόλοιπη κοινωνία δεν αρέσκεται στις κραυγές και στις κόντρες άνευ ορίων. Αντιθέτως προτιμά τον νηφάλιο διάλογο, ακόμη και αν αυτός διανθίζεται από διαφωνίες και σκληρή αντιπαράθεση.

Γνωρίζω ότι σε κάποιες -όχι πολλές είναι αλήθεια- ευρωπαϊκές χώρες, οι θεματικές τηλεμαχίες αποτελούν συνήθεια που βρίσκει ανταπόκριση στους πολίτες. Στη χώρα μας απέχουμε πολύ από την κατάκτηση μιας τόσο υψηλής κορυφής στην κλίμακα του λεγόμενου πολιτικού πολιτισμού. 

Γι΄ αυτό και δεν είμαι ούτε αφελής ούτε… αιθεροβάμων ώστε να πιστέψω πως, ως δια μαγείας και από τη μια στιγμή στην άλλη, θα μπορέσουμε να γίνουμε Δανία ή Σουηδία και να μάθουμε να συζητούμε πολιτικά χωρίς οι συζητήσεις μας να καταλήγουν σε καβγάδες και κόντρες από τους οποίους δεν βγάζει νόημα κανείς.

Έχω, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση ότι, προϊόντος του χρόνου, τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν. Οι ακραίες διχαστικές λογικές που επανήλθαν -με ευθύνη πολλών- στο προσκήνιο στη διάρκεια της μνημονιακής κρίσης, που ξέσπασε το 2010, σιγά σιγά υποχωρούν και δημιουργούν την ελπίδα ότι μπορεί να μην αργήσει η ώρα που θα ισχύσουν τα λόγια του ποιητή (Γιάννη Ρίτσου), σύμφωνα με τα οποία: «…Και να αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε, ήσυχα - ήσυχα κι απλά…».

Πότε μπορεί να γίνει αυτό; Άγνωστο. Αλλά, όπως όλα δείχνουν, σίγουρα όχι πριν από τις επόμενες εκλογές…

 

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

Βαλεριάνα για τις αϋπνίες

Σε μια χαλαρή συζήτηση πριν από κάποια χρόνια στο περιθώριο μιας κοινοβουλευτικής συνεδρίασης, ρώτησα τον τότε υπουργό Παιδείας γιατί οι διορισμοί των αναπληρωτών εκπαιδευτικών δεν γίνονται μήνες προτού να ξεκινήσει το σχολικό έτος έτσι ώστε να μην έχουν τα Γυμνάσια και τα Λύκεια κάθε χρόνο «κενά» και ορισμένα μαθήματα να φθάνει Νοέμβριος και Δεκέμβριος για να αρχίσουν να διδάσκονται.

«Ακριβώς αυτό το διάστημα ψάχνω να βρω λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα», μου απάντησε. Και με έμφαση, από την οποία κατάλαβα ότι περίμενε να εντυπωσιαστώ, συμπλήρωσε, λέγοντας μου: «Γι΄ αυτόν τον λόγο, τις τελευταίες μέρες κρατάω του διευθυντές του υπουργείου μέχρι τις 5 το πρωί και συζητάμε πως θα το λύσουμε».

Εν τέλει, μάλλον εκείνος εξεπλάγη από την ανταπάντησή μου, αν κρίνω ότι με κοίταζε ως να έβλεπε μπροστά του εξωγήινο όταν δεν… κρατήθηκα και -παρότι λόγω επαγγελματικής ιδιότητας, δεν συγκαταλέγομαι στους πρωινούς τύπους- του είπα: «Δεν μπορώ να φανταστώ ξενύχτηδες υπηρεσιακούς παράγοντες να βρίσκουν λύσεις σε προβλήματα της ημέρας».

Προσπερνώντας, μάλιστα, την έκπληξή του, προσπάθησα να κάνω σαφή την άποψή μου, διερωτώμενος: «Μήπως, αντί να τους κρατάτε όλη νύχτα στο γραφείο, θα έπρεπε να τους δώσετε άτυπη άδεια δύο τριών ημερών για να πάνε να ρεμβάσουν σε κάποια παραλία και να επιστρέψουν από κει υποχρεωμένοι να σας κάνουν ο καθένας την πρότασή του στην οποία θα έχει καταλήξει με καθαρό και ξεκούραστο μυαλό;».

Αν κρίνω από το γεγονός ότι διαιωνίστηκε το πρόβλημα με τις καθυστερήσεις στους διορισμούς αναπληρωτών εκπαιδευτικών, όπως και πολλές άλλες παθογένειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος, ο περί ού ο λόγος υπουργός όχι μόνον δεν ενστερνίστηκε τη… φαεινή ιδέα μου, ίσως και επειδή του αμφισβητούσε την εξουσία, αλλά δεν πρέπει καν να την άκουσε.

Άλλωστε το «πέρασμα» του από το υπουργείο Παιδείας ελάχιστοι το θυμούνται πλέον. Και ούτε εγώ θα το θυμόμουν αν δεν είχε διαμειφθεί το περιστατικό που μόλις περιέγραψα.

Ανέσυρα, ωστόσο, στη μνήμη μου την μικρή πικρή αυτή ιστορία, ακούγοντας όσα είπε για τα δικά του… ξενύχτια ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας την Πέμπτη στη διαδικτυακή εκπομπή «Meeting Point» του newsbomb.gr, με τη δημοσιογράφο Όλγα Τρέμη. 

«Δεν έχω καμία, μα καμία, αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα νικήσει», είπε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. «Αυτό που με απασχολεί, αυτό που με κάνει τα βράδια να μην κοιμάμαι, είναι γι' αυτό που θα παραλάβουμε την επόμενη μέρα», συμπλήρωσε.

Μάλλον άθελά του, ωστόσο, αμέσως μετά ο ίδιος ο κ. Τσίπρας αποκάλυψε ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει με τον ύπνο πρέπει να είναι… χρόνιο. Δεν εξηγούνται, αλλιώς, αυτά που συμπλήρωσε στην ίδια συνέντευξη: «Όταν ήμουν στο Μαξίμου, δεν ήμουν happy traveler, καθόμουν μέχρι τις 3 και 4 το πρωί για να βρω λύσεις σε ασφυκτικές συνθήκες. Και βρήκαμε λύσεις, ρυθμίσαμε το χρέος, βγάλαμε τη χώρα από τα μνημόνια, φέραμε την ανάπτυξη…», είπε.

Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ως λαός, αρεσκόμαστε στο ξενύχτι, ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ γιατί έπρεπε ο κ. Τσίπρας να μας πει ότι έμενε ως τις 4 το πρωί στο Μαξίμου για να λύσει προβλήματα, όπως π.χ. για να επιδιώξει τη ρύθμιση του χρέους. Δεν είναι μόνον ότι ο ίδιος μάς έλεγε τότε ότι, αν αντιδρούσαμε σε όσα μας επέβαλλαν εταίροι και σύμμαχοι, «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν».

Είναι, πολύ περισσότερο, η απορία με ποιον θα μπορούσε να συνομιλεί αυτές τις μεταμεσονύχτιες ώρες ο Έλληνας πρωθυπουργός. Ξενυχτούσαν, άραγε, η Μέρκελ, ο Ολάντ ή ο Πούτιν από τον οποίο οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ περίμεναν να τους δανείσει; Από όσο ξέρουμε, πάντως, ο Ρώσος Πρόεδρος τους το είχε ξεκόψει, λέγοντας ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να μιλήσει για λογαριασμό μας στη Γερμανίδα καγκελάριο. 

Άλλο που την ίδια ώρα έπαιρνε στο τηλέφωνο τον Γάλλο Πρόεδρο για να τον πληροφορήσει για τις ανοησίες των δικών μας περί εκτύπωσης νέου νομίσματος.

Κακά τα ψέματα, αυτή η χώρα δεν πάσχει ούτε από την έλλειψη υπερωριακής εργασίας, ούτε από τα μειωμένα ξενύχτια των ανθρώπων που μας κυβερνούν διαχρονικά. Το αντίθετο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς. Πάσχει, κυρίως, επειδή εντός του κανονικού ωραρίου δεν λαμβάνονται οι αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν, με βάση τα δεδομένα της εγχώριας και διεθνούς πραγματικότητας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ξενύχτι συμβάλει στην αναψυχή. Μόνον, όμως, που, αν γίνεται κατά σύστημα, μειώνει και δεν αυξάνει την αποδοτικότητα της εργασίας και την αποτελεσματικότητα της προσπάθειας.

Όποιος το αμφισβητεί, δεν έχει παρά να ρωτήσει κάποιον ειδικό. Και η πιθανότερη συμβουλή που θα λάβει είναι να αποφεύγει τις σκέψεις που προκαλούν άγχος και να καταφεύγει σε ένα αφέψημα βαλεριάνας.

Δεν υπάρχει καλύτερη λύση για να έχει, τουλάχιστον όποιος αποφασίζει για τις ζωές ενός λαού και ενός Έθνους, την άλλη μέρα ξεκούραστο και καθαρό μυαλό που βοηθά στην ανάλυση της πραγματικότητας, όπως αυτή είναι και όχι όπως μπορεί να την φαντασιώνεται όποιος ξενυχτά κουτσοπίνοντας και χαζολογώντας με τους κολλητούς του.

Βαλεριάνα, λοιπόν. Ιδού η λύση!