Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020

Η απέραντη υποκρισία με το Συμβούλιο Αρχηγών

Για όποιον δεν αυταπατάται, η συναίνεση στα λεγόμενα «εθνικά θέματα», στην πραγματικότητα, δηλαδή, η αναζήτηση κοινού τόπου μεταξύ των κομμάτων στους χειρισμούς των ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής, δεν υπήρξε ποτέ το ισχυρό χαρτί που ελληνικού πολιτικού συστήματος.

Κατά τη διάρκεια των δύο αιώνων που συμπληρώνονται την επόμενη χρονιά από την Εθνική Παλιγγενεσία, είναι, κακά τα ψέματα, πολύ σπάνιες οι φορές που οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις έβαλαν στην άκρη τα κομματικά συμφέροντα και άφησαν εκτός του πεδίου αντιπαράθεσής τους την εξωτερική πολιτική.

Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, τα βασικά κόμματα ήταν το «Αγγλικό», το «Γαλλικό» και το «Ρωσικό». Αλλά και μεταγενέστερα, ακόμη και σε περιόδους κατά τις οποίες δύσκολα διέκρινε κανείς τις διαφορές που χώριζαν τις κομματικές ηγεσίες, οι τελευταίες «εφεύρισκαν» λόγους για να διαφωνήσουν μεταξύ τους.

Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η αντιπολίτευση επέκρινε τις πράξεις και τις παραλείψεις της κυβέρνησης, καταψηφίζοντας τις εισηγήσεις της, ανεξαρτήτως πολύ φορές του γεγονότος ότι, αν είχε την ευθύνη των χειρισμών, και η ίδια θα έκανε πάνω κάτω τα ίδια πράγματα.

Τα παραδείγματα με τη διαρκή επανάληψη του φαινομένου που μπορεί να παραθέσει κάποιος είναι πολλά. Για να μείνουμε μόνον στην περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αρκεί να υπενθυμίσουμε τα γεγονότα που σχετίζονται με το Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, καθώς και το μνημονιακό δρόμο που υποχρεωτικά ακολουθήσαμε μετά τη χρεωκοπία του 2009-2010.

Άλλη λιγότερο και άλλη περισσότερη, οι (τρεις, πλέον) μεγάλες παρατάξεις που διαχειρίστηκαν τα μείζονα αυτά ζητήματα, τα οποία άπτονται άμεσα και καθοριστικά με τη θέση της χώρας στο διεθνές στερέωμα, ακολούθησαν την ίδια πορεία. Μια πορεία που συχνά ήταν αντίθετη με όσα υποστήριζαν όταν ήταν στην αντιπολίτευση.

Τι να θυμηθούμε και τι να ξεχάσουμε; Τις αιματηρές ταραχές στην Αθήνα κατά την περίοδο 1955-1959 και το ανελέητο ξύλο που έπεφτε στους δρόμους της πρωτεύουσας εις βάρος αντιπολιτευόμενων διαδηλωτών που ήθελαν την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα; Τις επανειλημμένες εντάσεις γύρω από το λεγόμενο «Μακεδονικό»;

Ή το γεγονός ότι με λίγες εξαιρέσεις –μια από τις οποίες είναι η… Θεοδώρα Τζάκρη που τα ψήφισε όλα!- η συντριπτική πλειονότητα όσων διετέλεσαν βουλευτές τη δεκαετία 2009 – 2019 ψήφισε τουλάχιστον ένα Μνημόνιο και καταψήφισε ένα άλλο; Για όσους δεν θυμούνται οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ψήφισαν το πρώτο και το δεύτερο, της ΝΔ μόνον το δεύτερο και του ΣΥΡΙΖΑ μόνο το τρίτο.

Χωρίς διάθεση συμψηφισμού, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο κατάλογος με τα μικρότερα ή τα μεγαλύτερα «ανομήματα» και τις παλινωδίες όλων των παρατάξεων στους χειρισμούς της εξωτερικής πολιτικής είναι μεγάλος. Άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε ευθέως οι κατηγορίες για «μειοδοσίες» –ου μην αλλά και «προδοσίες»- διατυπώθηκαν από περισσότερες της μιας πλευρές.

Τούτων δοθέντων, ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση με τη στάση που τήρησε στη Βουλή κατά τη διαδικασία επικύρωσης της συμφωνίας για τη μερική οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο, δεν ακολούθησε απλώς την πεπατημένη, αλλά μάλλον «υπερέβη τα εσκαμμένα».

«Υπερέβη τα εσκαμμένα», πρώτον, διότι ήρθε σε αντίθεση με όσα ο ίδιος ο αρχηγός του Αλέξης Τσίπρας μόλις πρόσφατα υποστήριξε δημοσίως -και ενώ είχε χάσει τις εκλογές- για μερική οριοθέτηση. Και, δεύτερον, διότι δεν έμεινε στο δικό του πολιτικά αμήχανο «παρών» -αν ήταν τόσο κακή η συμφωνία, ας την καταψήφιζε…-, αλλά υπέβαλε αίτημα ονοματικής ψηφοφορίας για να καθυστερήσει επί ένα εικοσιτετράωρο την υπερψήφισή της.

Αγνόησε, έτσι την ιδιαιτερότητα των στιγμών που συνιστά η πολυήμερη πρόκληση των ερευνών του Ορούτς Ρέις μέσα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, αλλά τις κυβερνητικές εκκλήσεις να αναθεωρήσει τη στάση και να μην παρεμποδίσει ασκόπως την έγκαιρη υπερψήφιση της συμφωνίας.

Δεν θέλει ειδική αναλυτική δεινότητα για να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι πίσω από αυτές τις πολιτικές ακροβασίες της Κουμουνδούρου δεν κρύβονται παρά προφανείς μικροκομματικές σκοπιμότητες. Όπως είχαν κάνει και στην περίοδο του «Μακεδονικού», στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επενδύουν και πάλι τώρα στην εικαζόμενη αντίδραση των «σκληρών» στελεχών της γαλάζιας Κοινοβουλευτικής Ομάδας που με προεξάρχοντα τον Αντώνη Σαμαρά είναι επιφυλακτικοί στην έναρξη διαλόγου με την Άγκυρα.

Όντας στη διακυβέρνηση, με τη συμφωνία των Πρεσπών διέσπασαν την εθνική ενότητα προσδοκώντας ανομολόγητα οφέλη από τον εσωτερικό διχασμό της ΝΔ. Και παρότι διαψεύστηκαν τότε οι προσδοκίες του, με την ίδια συλλογιστική κινούνται και τώρα, ζητώντας μάλιστα από τους βουλευτές να πάρουν θέση ο καθένας χωριστά, κάτι που αν συμβεί η δική τους «γραμμή» για «παρών» θα γίνει κομμάτια και θρύψαλα.

Το πλέον παράδοξο όλων, όμως, είναι ότι έπειτα από τους πρωτοφανείς αυτούς κοινοβουλευτικούς τακτισμούς ζητούν από τη σημερινή κυβέρνηση να κάνει αυτό που οι ίδιοι –και σωστά ίσως- δεν έκαναν με τις διχαστικές «Πρέσπες»: να συγκαλέσει, δηλαδή, το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών.

Γιατί άραγε; Για να συζητήσουν τί οι διαφωνούντες αρχηγοί; Ποιο νόημα έχει το Συμβούλιο όταν οι πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν να ψηφίσουν από κοινού για θέματα για τα οποία όταν είχαν την ευθύνη έκαναν τα ίδια πράγματα; Μήπως θα άλλαζαν γνώμη ο Αλέξης Τσίπρας, ο Δημήτρης Κουτσούμπας ή ο Κυριάκος Βελόπουλος εάν τους καλούσε η Πρόεδρος Κατερίνα Σακελλαροπούλου να καθίσουν δίπλα δίπλα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Φώφη Γεννηματά, που –χωρίς να συμπίπτουν οι θέσεις τους- λένε «ναι» στη συμφωνία με την Αίγυπτο;

Τα ερωτήματα είναι ρητορικά και οι απαντήσεις προφανείς. Όσο προφανής είναι και η απέραντη υποκρισία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προτείνει Συμβούλιο Αρχηγών.

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

Πόση αντιπολιτευτική γκρίνια χωράει η πανδημία;

 Αναμφίβολα, δεν είναι όλα καλώς καμωμένα με την αντιμετώπιση της πανδημίας από τον ελληνική Πολιτεία και κατ΄ ουσίαν από την κυβέρνηση που έχει την πρώτη και κύρια ευθύνη για τη λήψη και την εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για τον περιορισμό της εξάπλωσης του κορωνοϊού.

Όλο το προηγούμενο διάστημα έχουμε γίνει συχνά μάρτυρες παλινωδιών αλλά και αστοχιών που χαρακτήριζαν τις αποφάσεις της κυβέρνησης για τα υγειονομικά πρωτόκολλα, ενώ επανειλημμένα ήταν και τα φαινόμενα της έλλειψης ελέγχων για τη συμμόρφωση μιας μερίδας του πληθυσμού στους κανόνες, όπως και των καθυστερημένων παρεμβάσεων σε τομείς που έχρηζαν άμεσης δράσης.

Τα μπρος πίσω με την καθημερινή ενημέρωση των πολιτών, οι αμφιταλαντεύσεις με τη χρήση της μάσκας στα εμπορικά κέντρα, οι αντιφατικές εικόνες στις πύλες εισόδου της χώρας, που τη μια στιγμή και σε ορισμένες περιοχές θύμιζαν οργανωμένο κράτος που έκανε επισταμένους ελέγχους στους επισκέπτες, ενώ σε πολλές περιπτώσεις και σε αρκετά σημεία αφίξεων στην ελληνική επικράτεια η είσοδος ήταν παντελώς ανεξέλεγκτη, είναι μερικά μόνο από τα «αμαρτήματα» που βαραίνουν τους κυβερνητικούς ιθύνοντες. Όπως επίσης και ο περιορισμένος αριθμός των τεστ για την ανίχνευση των ασυμπτωματικών φορέων του ιού.

Για να είναι, ωστόσο, κανείς δίκαιος και να βγάλει τα σωστά συμπεράσματα χρειάζεται να δει την μεγάλη εικόνα που δεν είναι άλλη από την αναμφισβήτητη πραγματικότητα ότι, λιγότερο ή περισσότερο, ολόκληρος ο πλανήτης αντιμετώπισε σχεδόν τα ίδια ακριβώς προβλήματα και οι κυβερνήσεις όλων των χωρών κλήθηκαν να διαχειριστούν τα ίδια ακριβώς διλλήματα.

Είναι ίσως από τις λίγες φορές στην Ιστορία του ανθρωπίνου γένους που η έννοια «παγκόσμιο χωριό» βρήκε τόσο πλήρη επιβεβαίωση. Πλούσιες και φτωχές χώρες της υφηλίου, από την Κίνα και τις ΗΠΑ έως τη Λατινική Αμερική και την Αφρική, από το Ισραήλ έως το Ιράν και από τη Γερμανία έως την Αυστραλία, έζησαν τον ίδιο εφιάλτη και πλήρωσαν και πληρώνουν βαρύτατο τίμημα τόσο σε ανθρώπινες ζωές όσο και σε οικονομικές απώλειες.

Με μικρές παραλλαγές ίδιες ήταν οι προκλήσεις που αντιμετώπισαν με την ετοιμότητα των συστημάτων υγείας, την εφαρμογή των lockdown και το επακόλουθο σταδιακό άνοιγμα της οικονομίας, τη λειτουργία των σχολείων, τα ωράρια των επιχειρήσεων, την κυκλοφορία των μέσων μαζικής μεταφοράς, τη χρήση της μάσκας και άλλων προστατευτικών μέσων, αλλά και τη συνωμοσιολογικού χαρακτήρα άρνηση ενός μέρους του πληθυσμού να παραδεχθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης.

Όποιος έχει ταξιδέψει αυτό το διάστημα στο εξωτερικό, είτε έχει μιλήσει με ανθρώπους που ζουν εκτός των ελληνικών συνόρων, ή απλώς παρακολουθεί τη διεθνή ειδησεογραφία που διακινείται από αξιόπιστα μέσα ενημέρωσης, εύκολα οδηγείται στο συμπέρασμα ότι οι ομοιότητες είναι περισσότερες από τις διαφορές. Παρά τους κατά καιρούς αφελείς ισχυρισμούς περί του αντιθέτου, χώρα - πρότυπο δεν υπήρξε, αφού κανείς δεν διέθετε τη χρυσή συνταγή κατά του κορωνοϊού.

Οι αβεβαιότητες ήταν συντριπτικά περισσότερες από τις βεβαιότητες και όλοι πήγαιναν ψάχνοντας και παρακολουθώντας τι κάνουν και οι υπόλοιποι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι περισσότερο κερδισμένες βγήκαν οι χώρες που από την πρώτη στιγμή άκουσαν τους επιστήμονες τους και ακολούθησαν τις κατευθύνσεις που εκείνοι έδιναν. Αντιθέτως, στου χαμένους είναι όσοι υιοθέτησαν ανορθόδοξες θεωρίες, όπως η διαβόητη «ανοσία τη αγέλης», υποτίμησαν την απειλή και ανέλαβαν ρίσκα επιχειρώντας να προστατεύσουν την οικονομία τους με τη γνωστή ανεπιτυχή κατάληξη.

Κακά τα ψέματα, η πιο καθοριστική βεβαιότητα που μέχρι τώρα αναδεικνύεται από την πανδημία είναι ότι η εξάπλωσή της είναι πιο περιορισμένη εκεί όπου ο πληθυσμός τηρεί τα μέτρα προστασίας. Αντιθέτως, όπου δεν τηρούνται τα υγειονομικά πρωτόκολλα και επικρατούν συνθήκες συνωστισμού, τα κρούσματα και κατ΄ επέκταση τα θύματα αυξάνονται. Γι΄ αυτό και προκαλεί πολλές απορίες η… γκρίνια με την οποία αντιπολιτευόμενες δυνάμεις αντιδρούν στην επίκληση της ατομικής ευθύνης, μιλώντας για «στοχοποίηση» είτε της νεολαίας, που εμφανίζεται ανυπότακτη, είτε συνολικά της κοινωνίας.

Οι ισχυρισμοί περί της υποτιθέμενης «στοχοποίησης» όλων όσοι δεν τηρούν τους κανόνες αποτελεί ακραία επίδειξη λαϊκισμού, με την οποία αφενός χαϊδεύονται τα αυτιά αντικοινωνικών ανθρώπων και αφετέρου δίνεται άλλοθι στους κάθε λογής… ψεκασμένους που αρνούνται την ύπαρξη του ιού και εμφανίζονται να κάνουν… αντίσταση στη στέρηση της ελευθερίας που υποτίθεται ότι συνιστά η υποχρεωτικότητα στη χρήση της μάσκας.

Οι υπεύθυνοι πολίτες και οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις έχουν καθήκον να κάνουν κριτική στην κυβέρνηση, όποτε δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας, αυξάνοντας, για παράδειγμα, τον αριθμό των τεστ, όπως και τους ελέγχους για την εφαρμογή των μέτρων. Έχουν, όμως, την ίδια ώρα υποχρέωση να αντιτάσσονται στα αντικοινωνικές συμπεριφορές των απείθαρχων και να μην ενδίδουν στη φθηνή αντιπολιτευτική γκρίνια, δικαιολογώντας τα αδικαιολόγητα.