Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Όταν ο αρχηγός φαντασιώνεται τανκς να μπαίνουν στη Βουλή

Το τελευταίο διάστημα η πολιτική αντιπαράθεση στη χώρα μας έχει ξεστρατίσει για τα καλά. Είναι αλήθεια ότι η επέλαση της πανδημίας έχει εκ των πραγμάτων περιορίσει σημαντικά την πολιτική ύλη επί της οποίας τα κόμματα μπορούν να αντιπαρατίθενται.

Πόσες… κοκορομαχίες, για παράδειγμα, μπορεί να στηθούν για αν είναι ανάγκη να τηρούνται πρακτικά στην Επιτροπή Λοιμωξιολόγων; Και πόσους τηλεκαβγάδες μπορούν να αντέξουν οι άμοιροι τηλεθεατές για το αν τα κρούσματα του κορωνοϊού στη χώρα μας είναι πολύ περισσότερα από άλλες χώρες αν δούμε τον ρυθμό αύξησης τους ή πολύ λιγότερα αν εξετάσουμε τον απόλυτο αριθμό τους;

Είναι προφανές ότι, με τέτοιου επιπέδου… διακυβεύματα, το αντιπολιτευτικό «ψωμί» δεν βγαίνει εύκολα. Πολύ περισσότερο που στο οικονομικό πεδίο είναι πλέον κοινός τόπος ότι ο (κεϊνσιανού τύπου) κρατικός παρεμβατισμός αποτελεί μονόδρομο για να παραμείνουν σε λειτουργία οι μηχανές της οικονομίας και να μη βουλιάξουν στη φτώχεια δισεκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ποιος θα περίμενε άλλοτε ότι μια κεντροδεξιά κυβέρνηση -με αναπληρωτή υπουργό τον Θεόδωρο Σκυλακάκη…- θα μοίραζε επιδόματα σε εργαζόμενους που δεν πάνε στη δουλειά τους;

Με αυτά, λοιπόν, και με πολλά άλλα, παρακολουθούμε, όλο και πιο συχνά τελευταία, τη (δια)μάχη των ιδεών, που αποτελεί την πεμπτουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης, να δίνει τη θέση της στη λεγόμενη «δίκη προθέσεων». Τα στελέχη των κομμάτων δεν αντιπαρατίθενται επισημαίνοντας λάθη, ανακολουθίες, αντιφάσεις ή καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων. Αντιπαρατίθενται επιχειρώντας ο ένας να αποδώσει στον άλλο ανομολόγητες προθέσεις οι οποίες μερικές φορές βρίσκουν έρεισμα σε απλά γλωσσικά ατοπήματα, ενώ άλλες κατασκευάζονται εκ του μηδενός.

Τα όσα είπε την περασμένη Τετάρτη στη Βουλή ο Γιάνης Βαρουφάκης είναι από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις αυτού του πολύ παράδοξου τρόπου πολιτικής αντιπαράθεσης, ο οποίος δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα αλλά αναζητεί ερείσματα σε μια εικονική πραγματικότητα. Εδώ και λίγο καιρό ο επικεφαλής του ΜέΡΑ 25 προσπαθεί να συνθέσει ένα δικό του «αφήγημα», σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση επιδιώκει να… «διαβρώσει το κοινοβουλευτικό πολίτευμα».

Δεν χάνει δε ευκαιρία να το λανσάρει ακόμη και όταν δεν υπάρχει καμία αφορμή γι΄ αυτό. Το έκανε πριν λίγες μέρες στην επέτειο Πολυτεχνείου, αλλά παρότι δεν του βγήκε, αφού η επιθυμία του να συλληφθούν ο ίδιος και οι βουλευτές του έμεινε ανεκπλήρωτη. Και έκτοτε το συνεχίζει απτόητος.

Το περασμένο Σάββατο, που ήταν η μέρα των Ενόπλων Δυνάμεων, στην πρόσοψη της Βουλής προβλήθηκε ένα επετειακό βίντεο τεσσάρων λεπτών που παρουσίαζε τις μάχες των Ελλήνων ανά τους αιώνες. Στην απευθείας μετάδοση πρέπει να το είδαν ελάχιστοι, αφού, λόγω του lockdown, η πιθανότητα να κυκλοφορούσαν εκείνη την ώρα άνθρωποι στο Σύνταγμα είναι μηδαμινή. Το είδαν, όμως, πάρα πολλοί από το Διαδίκτυο, είτε μέσω της ιστοσελίδας του ΓΓΕΘΑ που είναι ανηρτημένο είτε μέσω του ΥοuTube.

Είναι, ωστόσο, βέβαιο ότι μεταξύ εκείνων που είδαν το βίντεο δεν ήταν σίγουρα ο κ. Βαρουφάκης. Παρά ταύτα, ο αρχηγός του ΜέΡΑ 25 ανέβηκε στο βήμα της Εθνικής Αντιπροσωπείας για να πει: «Πρόσφατα, κύριε Πρόεδρε της Βουλής, θα μου επιτρέψετε να το πω όσο πιο ελαφρά τη καρδία μπορώ, είδαμε και αυτό το θέαμα με την προβολή ενός τανκ στο κτήριο της Βουλής».

Και με όλη τη… σοβαρότητα που τον διακρίνει, δεν δίστασε να προβεί στην ακόλουθη καταγγελία: «Είναι μία μεταμοντέρνα έκδοση αυτής της ΥΕΝΕΔοποίησης της Ελλάδας. Ντροπή μας. Το τανκ στον Έβρο, αν θέλετε, να το δω σαν σύμβολο της εθνικής ασφάλειας και της ελευθερίας. Το τανκ στην Πλατεία Συντάγματος προβεβλημένο πάνω στην πρόσοψη της Βουλής είναι μια ντροπή για τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό»!

Αν είχε παρακολουθήσει το επίμαχο βίντεο, ο κ. Βαρουφάκης πιθανότατα δεν θα έλεγε όσα είπε. Για τον απλούστατο λόγο ότι στο βίντεο υπήρχαν όλων των ειδών τα οπλικά συστήματα της στεριάς, της θάλασσας και του αέρα: από το υγρό πυρ του Βυζαντίου έως τους εμπροσθογεμείς σισανέδες της Οθωμανικής περιόδου και από τις τριήρεις της αρχαιότητας έως τις μεταπολεμικές «Ντακότες». Δεν εμφανιζόταν, όμως, πουθενά τανκς. Ούτε ένα. Ούτε για δείγμα…

Ο αρχηγός του ΜέΡΑ 25, ο οποίος μάλλον φαντασιώθηκε «το τανκ στην Πλατεία Συντάγματος» δεν είναι, πάντως, ο πρώτος που εφαρμόζει το δόγμα το οποίο αποπνέει η ρήση σύμφωνα με την οποία «όταν διαφωνεί μαζί μας η πραγματικότητα, αλίμονο στην πραγματικότητα».

Από τον υπουργό Επικρατείας Γιώργο Γεραπετρίτη που τον αποκάλεσαν «τυμβωρύχο» εξαιτίας μιας κακής διατύπωσης που χρησιμοποίησε, θέλοντας να πει ότι το σημαντικό για την ανάσχεση της πανδημίας είναι τα μέτρα προφύλαξης και όχι ο αριθμός των ΜΕΘ, έως τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Στέλιο Πέτσα που τον εμφάνισαν να λέει ότι «είναι πεταμένα τα λεφτά στις ΜΕΘ», ενώ εκείνος αναφερόταν στην επίταξη για την οποία το Σύνταγμα προβλέπει αμοιβή ακόμη και όταν δεν χρησιμοποιούνται, είναι πολλές οι περιπτώσεις που γίνεται μεγάλος ντόρος όχι για τις θέσεις ή τις απόψεις που εξέφρασε κάποιος κυβερνητικός ή άλλος παράγοντας, αλλά για εκείνα που θα ήθελαν να πει οι αντίπαλοί του…

Ας ελπίσουμε, λοιπόν, να μην αργήσει το τέλος της πανδημίας και για έναν επιπλέον λόγο. Διότι ίσως έτσι επιστρέψει η Πολιτική και δούμε τις δίκες προθέσεων να δίνουν και πάλι τη σκυτάλη στις κανονικές πολιτικές αντιπαραθέσεις. Ή μήπως όχι, αφού οι μάχες στο πεδίο της εικονικής πραγματικότητας είναι πιο εύκολες και πιο… άκοπες;

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

Στους ίδιους αναπνευστήρες και στις ίδιες ΜΕΘ

 «Ουδέν κακόν αμιγές καλού», έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι μας και η ρήση τους αυτή φαίνεται να βρίσκει την απόλυτη επιβεβαίωση στην εξέλιξη της φονικής και πολλαπλά επώδυνης πανδημίας του κορωνοϊού.

Στους αρκετούς πλέον μήνες που διαρκεί η μεγάλη αυτή δοκιμασία, ο ένας μετά τον άλλο καταρρέουν μια σωρεία από «μύθους» που είτε χτίστηκαν τώρα, είτε επανήλθαν από το παρελθόν και αναδείχθηκαν στις δύσκολες μέρες της ασφυκτικής πίεσης που δέχονται οι σύγχρονες κοινωνίες από την πρωτοφανή υγειονομική κρίση αλλά και τη συνακόλουθη οικονομική δυσπραγία.

Μπορεί οι συνωμοσιολόγοι, οι αρνητές της λογικής και οι κάθε λογής λαϊκιστές και λοιποί ακραίοι να συνεχίσουν να δίνουν τις δικές τους «μάχες χαρακωμάτων», αλλά, για όσους δεν εθελοτυφλούν ή δεν είναι έρμαια των ιδεοληψιών τους, η πραγματικότητα την οποία βιώνουμε έχει κονιορτοποιήσει όλες τις ανόητες και τοξικές θεωρίες για την αμφισβήτηση της ύπαρξης του ιού με βλακώδη ερωτήματα του τύπου «ξέρεις κάποιον που να νόσησε;», όπως και με ανυπόστατους ισχυρισμούς για τις συνέπειες του, του τύπου «δεν μπορούμε να καταστρέψουμε την οικονομία για μια… γριπούλα» ή «όλα γίνονται για να μας φυτέψει… τσιπάκια ο Μπιλ Γκέιτς».

Η ολοένα και μεγαλύτερη, δυστυχώς, εξάπλωση της πανδημίας, υποχρεώνει όλο και περισσότερους να γνωρίζουν κάποιον που προσβλήθηκε από τον ιό και να αναγνωρίζουν ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα χωρίς τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις, αλλά και να συνειδητοποιούν ότι ο Μπιλ Γκέιτς, μάλλον δεν δίνει… δεκάρα τσακιστή για να ελέγξει τα μυαλά κάποιων αποδεδειγμένα… άμυαλων.

Όπως και να έχει, άλλωστε, πατρίκιοι και πληβείοι, έχοντες και μη έχοντες, δεξιοί, αριστεροί και κεντρώοι, μετριοπαθείς και εξτρεμιστές, θρησκευόμενοι και αγνωστικιστές, Ευρωπαίοι, Αφρικανοί και Ασιάτες, εργοδότες και υπάλληλοι, είμαστε, λίγο ως πολύ, όλοι αντιμέτωποι με την ίδια αόρατη απειλή για τη ζωή μας και, πάνω κάτω, με τον ίδιο τεράστιο κίνδυνο από τις απώλειες στα εισοδήματά μας.

Με άλλα λόγια, η πανδημία αποτελεί ένα πολύ διδακτικό μάθημα προς όλους μας ότι σε αυτή τη ζωή και σε αυτόν τον πλανήτη εκείνα που μας ενώνουν είναι πολύ πιο σημαντικά από εκείνα που μας χωρίζουν.  Άλλωστε, η δυσμενής πραγματικότητα δείχνει ότι, σίγουρα στη χώρα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, οι πάντες, πλούσιοι και φτωχοί, λογικοί και παράφρονες, ανοιχτόμυαλοι και ψεκασμένοι, μόλις νοσήσουν από Covid-19 τα ίδια ακριβώς τεστ κάνουν για να διαπιστώσουν αν είναι θετικοί στον ιό.

Η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει ότι ο ιός δεν κάνει εξαιρέσεις. Έτσι, ανεξάρτητα από τη θέση που κατέχει κανείς στην κοινωνία μας, αν είναι δηλαδή αξιωματούχος ή απλός άνθρωπος, αλλά και τις απόψεις και τις δοξασίες από τις οποίες εμφορείται, αν είναι, δηλαδή, ιερωμένος που πιστεύει ότι ο αγιασμός… σκοτώνει τον ιό ή ιδεοληπτικός που θεωρεί υπέρτατο δικαίωμα τη διαδήλωση και όχι την προστασία της ανθρώπινης ζωής, όσοι, εν τέλει, νοσούν και χρειάζονται περίθαλψη διεκδικούν τα ίδια ακριβώς νοσοκομειακά κρεβάτια.

Όπως δεν εκπλήσσεται, πλέον, κανείς με τον όλο και μεγαλύτερο αριθμό των κληρικών που  πλήττονται από την επέλαση του ιού, καθώς πολλοί εξ αυτών αρνούνταν να φορέσουν μάσκα ή να τηρήσουν τα υπόλοιπα μέτρα προστασίας που εισηγούνται οι ειδικοί, έτσι, μάλλον, δεν θα εκπλαγούμε αν τις επόμενες μέρες δούμε να νοσηλεύονται δίπλα δίπλα στον ίδιο νοσοκομειακό θάλαμο κάποιοι από τους διαδηλωτές της επετείου του Πολυτεχνείου μαζί με τους αστυνομικούς που βρέθηκαν εκεί από επαγγελματική υποχρέωση για να αποτρέψουν τον συνωστισμό και τον συγχρωτισμό.

Όπου και αν κόλλησε ο καθένας τον ιό, στην εκκλησία ή στη διαδήλωση, στον χώρο δουλειάς ή στη διασκέδαση, αν δεν είναι ήπια τα συμπτώματα που εμφανίζει, στους ίδιους αναπνευστήρες και στις ίδιες Μονάδες Εντατικής Θεραπείας θα βρεθεί για να αποφύγει τα χειρότερα. Στους αναπνευστήρες και στις Μονάδες του Εθνικού Συστήματος Υγείας, το οποίο, σε πείσμα όσων μέχρι πρότινος το αμφισβητούσαν, θεωρώντας αφελώς ότι μπορούσε να το υποκαταστήσει ο ιδιωτικός τομέας, ή το κακοποίησαν, αφήνοντάς το να ρημάξει στην κακοδιοίκηση.

Το δημόσιο σύστημα υγείας, το ΕΣΥ, για όσους δεν είναι τυφλωμένοι από τα πάθη τους, αποδεικνύεται στο μεγάλο οχυρό μας, στα «ξύλινα τείχη» της εποχής μας που θα μας σώσουν, κατ΄ αντιστοιχία με τα πλοία των Αθηναίων που, σύμφωνα με τον χρησμό της Πυθίας, ήταν τα «ξύλινα τείχη» που τούς έδωσαν τη νίκη απέναντι στον Ξέρξη το 480 π.Χ. στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας.

Υ.Γ.: Όσο για τους επίσης ακραίους ισχυρισμούς ορισμένων ότι ίσως να μη δικαιούνται θέση στις ΜΕΘ όσοι συνειδητά δεν τηρούν τα μέτρα αυτοπροστασίας, επειδή αμφισβητούν τον ιό ή τη σημασία της ατομικής ευθύνης, οι εχέφρονες πολίτες δεν μπορεί να τους υιοθετούν και η ευνομούμενη Πολιτεία επ’ ουδενί δεν μπορεί να τους υλοποιήσει.

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Το πνεύμα του Σημίτη

 Ένας… αόρατος πρωταγωνιστής κυριάρχησε στην 7ωρη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή για την κατάσταση της πανδημίας και τις βαριές επιπτώσεις που έχει στην ελληνική κοινωνία και στην εθνική της οικονομία. Ήταν ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης. Ή, για την ακρίβεια, το πνεύμα που απέπνεε το πρόσφατο πολυσυζητημένο άρθρο του για το καθήκον και την υποχρέωση της αντιπολίτευσης.

Ήταν αρκετοί όσοι έσπευσαν να επικρίνουν και μάλιστα με σφοδρότητα την παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού. Μόνον, όμως, που η επιχειρηματολογία αρκετών εξ αυτών έδειχνε να μην βασίζεται σε αυτές καθαυτές τις θέσεις που διατυπωνόταν στο άρθρο. Στηριζόταν περισσότερο σε «δίκη προθέσεων» που στόχο είχε να υπηρετήσει το «ιδεολόγημα» ότι ο κ. Σημίτης «αβαντάρει τον Κυριάκο Μητσοτάκη».

Δεν ξέρω πόσοι από τους επικριτές του μπήκαν στον κόπο, παρότι επρόκειτο για ένα λιτό κείμενο μόλις 397 λέξεων, να το διαβάσουν. Έχει, ωστόσο, αξία να θυμηθούμε τις βασικές επισημάνσεις του πριν από την απόπειρα να αποδείξουμε τον ισχυρισμό για την ισχυρή επίδραση που είχε η δημόσια παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού στην κοινοβουλευτική αντιπαράθεση για την πανδημία.

«Η αντιπολίτευση θα έπρεπε να βοηθήσει σε μια πληρέστερη εικόνα της αντιμετώπισης των προβλημάτων αντί να επιβεβαιώνει κάθε φορά μια γνωστή αντιπαλότητα, χωρίς να αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο των διαφορών», ανέφερε εξ αρχής ο κ. Σημίτης στο άρθρο του που είδε το φως μέσα από την εφημερίδα «Τα Νέα».

Ο πρώην πρωθυπουργός σημείωνε ότι οι δηλώσεις με τις οποίες η αντιπολίτευση αντέδρασε στην ανακοίνωση του δεύτερου lockdown «δεν είναι εξαίρεση σε σχέση με δηλώσεις της και για άλλα θέματα». Και συνόψιζε την επιχειρηματολογία του, υπογραμμίζοντας ότι «ο τρόπος αυτός αντίδρασης δείχνει μία από τις μεγάλες αδυναμίες της ελληνικής πολιτικής ζωής».

Σε πείσμα, μάλιστα, όσων υποστήριξαν ότι ζήτησε, τάχατες, από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να κηρύξουν «σιωπητήριο», ο κ. Σημίτης ξεκάθαρα υπογράμμισε ότι «η αντιπολίτευση πρέπει να εκφράζεται». Πρόσθεσε, όμως, αμέσως μετά ότι «χρέος της είναι, όταν επισημαίνει τις αρνητικές πλευρές της κυβερνητικής δραστηριότητας, να έχει και η ίδια στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία ένα κατανοητό και εφαρμόσιμο σχέδιο αντιμετώπισης».

Χωρίς περιστροφές, μάλιστα, συμπλήρωνε κάτι μάλλον αυτονόητο: Ότι, δηλαδή, στην περίπτωση της επιδημίας και του lockdown «τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν παρουσίασαν ένα δικό τους σχέδιο με βάση διεθνή δεδομένα. Δεν εξήγησαν από την αρχή της πανδημίας ποια πολιτική θα έπρεπε να ακολουθηθεί με βάση τα επιστημονικά δεδομένα και τις υπάρχουσες εμπειρίες. Απλώς παρακολουθούν και αρνούνται».

«Αλλά η κοινή γνώμη δεν χρειάζεται την άρνηση. Για να απαιτήσει τα αναγκαία και σωστά από την κυβέρνηση χρειάζεται πληροφόρηση, τεκμηρίωση, δημιουργικότητα», υπογράμμιζε ο πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος κατέληγε επισημαίνοντας: «Τότε μόνο θα είναι πρόθυμη να ακολουθήσει δρόμους άλλους από εκείνους που της υπαγορεύει η κυβέρνηση και να αναθέσει σε όσους έχουν διαφορετικές ευθύνες την εξουσία».

Ποιος εχέφρων άνθρωπος μπορεί να διαφωνήσει με την άποψη ότι για να επιβραβευτεί ένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν αρκεί να λέει «όχι σε όλα» όσα κάνει η εκάστοτε κυβέρνησης, χωρίς να προβάλει εναλλακτική πολιτική πρόταση; Νομίζω κανείς.

Γι΄ αυτό και όποιος είχε την υπομονή να παρακολουθήσει την κοινοβουλευτική συζήτηση της Πέμπτης δεν πρέπει να δυσκολεύτηκε να αντιληφθεί έναν ασυνήθιστο –και καλώς εννοούμενο- ανταγωνισμό μεταξύ των αρχηγών να πείσουν ότι η θεώρησή τους στην υπόθεση της πανδημίας δεν εξαντλούνταν στην κριτική για τα λάθη και τις παραλείψεις της κυβέρνησης αλλά επεκτεινόταν και στη διατύπωση προτάσεων.

Με προεξάρχουσα την πρόεδρο του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά, η οποία έκανε μια από τις καλύτερες και πιο τεκμηριωμένες ομιλίες της κατά τα τελευταία πεντέμισι χρόνια που είναι αρχηγός κόμματος, ο ένας μετά τον άλλο οι επικεφαλής των κομμάτων της αντιπολίτευσης πάσχισαν να αποδείξουν ότι δεν μένουν μόνον στην κριτική, αλλά διατυπώνουν και προτάσεις.

Χωρίς να λείψουν παντελώς οι υπερβολές, όπως αυτή για τον διορισμό υπουργών κοινής αποδοχής, ούτε οι πλειοδοσίες για τον αριθμό των διορισμών που πρέπει να γίνουν, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, εκτός από την κυρία Γεννηματά, που ήταν σαφές ότι με την ομιλία της «απαντούσε» και στις επισημάνσεις του Κώστα Σημίτη, όλοι τους, από τον Αλέξη Τσίπρα και τον Δημήτρη Κουτσούμπα έως τον Κυριάκο Βελόπουλο και τον Γιάνη Βαρουφάκη, έδειξαν να συναισθάνονται ότι η αντιπολίτευση δεν μπορεί να αποτελεί συνώνυμο της άρνησης και της χαιρέκακης προσμονής να πάνε στραβά τα πράγματα.

Η στάση αυτή, μάλιστα, της αντιπολίτευσης αναγνωρίστηκε από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος στην καταληκτική τριτολογία του, με την οποία έκλεισε τη συζήτηση, εξέφρασε διάθεση να υιοθετήσει προτάσεις από όλες τις πτέρυγες, όπως του Αλέξη Τσίπρα για τη χορήγηση υπολογιστών σε μαθητές και την ενίσχυση των οικονομικά αδύναμων ενόψει των Χριστουγέννων, της Φώφης Γεννηματά για τη διενέργεια μαζικών τεστ στα σχολεία και σε άλλες μαζικές δομές και του Κυριάκου Βελόπουλου για την αναστολή των πλειστηριασμών.

Για να αποδειχθεί, έτσι, ότι, παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε, η παρέμβαση του Κώστα Σημίτη «έπιασε τόπο». Και, πολύ περισσότερο, ότι η συναίνεση, η λογική και η συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων προάγουν την πολιτική και συνιστούν κέρδος για την κοινωνία.

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020

Και αν η αντιπολίτευση έκανε «μορατόριουμ»;

 Ο βασικός ρόλος της αντιπολίτευσης είναι, αναμφίβολα, το καθήκον και συνάμα η υποχρέωση να ασκεί κριτική στα πεπραγμένα και τις παραλείψεις της κυβερνητικής πολιτικής. Όταν μάλιστα, πράγμα σπάνιο, ο ρόλος αυτός ασκείται ταυτοχρόνως με τη διατύπωση εφικτών εναλλακτικών προτάσεων, τότε μιλάμε για την απόλυτα επιτυχημένη αντιπολιτευτική τακτική.

Όλα αυτά βεβαίως ισχύουν όταν οι χώρες βρίσκονται σε καθεστώς κανονικότητας, τέτοιο που να επιτρέπει την απρόσκοπτη λειτουργία των θεσμών του πολιτικού συστήματος. Αντιθέτως, όταν επικρατούν ακραία έκτακτες συνθήκες, όπως, π.χ., ένας πόλεμος ή μια πανδημία, η κατάσταση αλλάζει δραματικά, καθώς εκείνο που, εκ των πραγμάτων, προέχει σε τέτοιες περιστάσεις είναι η διάσωση της κοινωνίας από τις ασύμμετρες απειλές με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι αμέσως μετά την κήρυξη πολέμου κατά της Ελλάδας από την Ιταλία του Μουσολίνι, τον Οκτώβριο του 1940, ακόμη και τα φυλακισμένα από το διδακτορικό καθεστώς Μεταξά στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος, ζήτησαν να επιστρατευθούν και να πολεμήσουν για την υπεράσπιση της εθνικής αξιοπρέπειας. Είκοσι χρόνια νωρίτερα, εξάλλου, οι οξείες πολιτικές αντιδικίες και οι αθέμιτου ανταγωνισμοί των δύο μεγάλων παρατάξεων της εποχής είχαν διευκολύνει τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Στο ερώτημα αν μπορεί να συγκριθούν οι πολεμικές συρράξεις, όπως οι προαναφερόμενες, με την τρέχουσα υγειονομική κρίση, η απάντηση είναι προφανώς θετική. Και τούτο διότι το τίμημα που καλούμαστε να πληρώσουμε εξαιτίας της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης τόσο σε χαμένες ανθρώπινες ζωές όσο και στη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν είναι συγκρίσιμο με πολεμικές κρίσεις.

Υπό αυτό το πρίσμα, είναι μάλλον απορίας άξιον γιατί οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις στη χώρα μας, διαγ(κ)ωνιζόμενες μεταξύ τους, «χαλούν τον κόσμο» με την κριτική τους για το νέο lockdown στο οποίο εκούσα άκουσα οδηγήθηκε η κυβέρνηση μετά τη «φοβερή ταχύτητα» που, σύμφωνα με τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, παρουσίασε τις τελευταίες ημέρες η μετάδοση της πανδημίας.

Είναι περισσότερο από προφανές ότι για να φθάσουμε στην εκθετική αύξηση των κρουσμάτων, που παρατηρήθηκε τις τελευταίες ημέρες, έγιναν λάθος χειρισμοί. Χειρισμοί για τους οποίους, χωρίς να απαλλάσσονται όλοι όσοι δεν τηρούν τους κανόνες αυτοπροστασίας, την κύρια, αλλά όχι την αποκλειστική, ευθύνη την έχουν αναμφισβήτητα οι κυβερνητικοί ιθύνοντες.

Εστιάζοντας, άλλωστε, κανείς στη μεγάλη εικόνα, η οποία δεν είναι άλλη από την κατάσταση που επικρατεί στις περισσότερες χώρες του πλανήτη και είναι αναλογικά πολύ χειρότερη από εκείνη που αντιμετωπίζει η χώρα μας, δεν μπορεί να μην επισημάνει ότι η σφοδρή κριτική που γίνεται από κάποιες αντιπολιτευτικές δυνάμεις είναι αναντίστοιχη με την πραγματικότητα.

Πολύ περισσότερο που η κριτική αυτή δεν συνοδεύεται και από την υπόδειξη των συγκεκριμένων λανθασμένων χειρισμών και την παράθεση εφικτών εναλλακτικών προτάσεων, αλλά αναλώνεται σε αστεία αιτήματα για… δημοσιοποίηση πρακτικών (!) από τις συνεδριάσεις της Επιτροπής των Λοιμοξιολόγων.

Δεν μπορεί, για παράδειγμα, από τη μια να επικρίνεται η κυβέρνηση τον Μάιο για καθυστέρηση στο άνοιγμα του τουρισμού και τον Αύγουστο να της ασκείται κριτική επειδή επέτρεψε την έλευση τουριστών. Ούτε είναι λογικό να στηλιτεύεται η μη έγκαιρη λήψη μέτρων όταν ελάχιστες μέρες νωρίτερα χαρακτηριζόταν «πρόσχημα» το κλείσιμο της εστίασης, ενώ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης πήγαινε σε θεατρική παράσταση με στόχο να υποδηλώσει τη διαφωνία του με την αναστολή των πολιτιστικών εκδηλώσεων.

Όπως και έχει, πάντως, το μόνο βέβαιο είναι ότι, όπως προκύπτει και από τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, οι πολίτες, όσο και αν είναι δυσαρεστημένοι με όσα συμβαίνουν γύρω μας, δεν δείχνουν να επικροτούν τη στάση της αντιπολίτευσης. Η διαρκής γκρίνια, ιδίως όταν συνδυάζεται με χαιρέκακη προσέγγιση και λαϊκίστικο χάιδεμα των αυτιών όλων όσοι πλήττονται από το lockdown, δεν λογίζεται ως εποικοδομητική στάση και ως εκ τούτου φαίνεται να ενοχλεί την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Με δεδομένη, λοιπόν, τη δυσκολία της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και την κρισιμότητα των στιγμών, θα είχε ενδιαφέρον αν κάποιο κόμμα έπαιρνε την πρωτοβουλία να κηρύξει ένα, έστω μονομερές, «μορατόριουμ» στην αντιπαράθεση με την κυβέρνηση για τις επόμενες τρεις εβδομάδες που ισχύει το νέο απαγορευτικό το οποίο θα μας κλείσει και πάλι τους περισσοτέρους εξ ημών στα σπίτια μας.

Θα μπορούσε, χωρίς φυσικά να δίνει συγχωροχάρτι, να συλλέγει στοιχεία με τα τυχόν λάθη και τις αστοχίες που θα συμβούν σε αυτό το διάστημα. Και όταν αλλάξουν τα πράγματα να κάνει μια συνολική, υπεύθυνη και αξιόπιστη αποτίμηση της κατάστασης, καταλογίζοντας τις πραγματικές ευθύνες εκεί που όντως ανήκουν. Το κέρδος από μια τέτοια πρωτοβουλία θα ήταν πολλαπλό. Θα ήταν πρωτίστως κέρδος, το οποίο θα το καρπώνονταν οι πολίτες. Οι οποίοι, εν τέλει, είναι βέβαιο ότι θα το μεταβίβαζαν στην πολιτική δύναμη που κήρυξε το «μορατόριουμ».

Καταλήγοντας, αν με ρωτάτε πόσες πιθανότητες δίνω να συμβεί κάτι τέτοιο, η απάντηση που μου έρχεται αβίαστα στον νου είναι η εξής: μηδαμινές. Όσο, άλλωστε, ασκείται κριτική από κοινοβουλευτικά στελέχη επειδή ο πρωθυπουργός αποκαλούσε με το μικρό του όνομα τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, όχι «μορατόριουμ» δεν θα δούμε, αλλά δεν θα περάσει μέρα που κάποιοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι δεν θα δημιουργούν συνθήκες εικονικής πολεμικής σύρραξης, αφού είναι οι μόνες που τους «τρέφουν»…