Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2024

Τα μέσα ενημέρωσης είναι αδηφάγα, κυρίως με όσους τα τροφοδοτούν


Τον Μάρτιο του 2012 είχαμε χαλάσει τις καρδιές μας με ορισμένους γνωστούς μου, οι οποίοι, γοητευμένοι από τον αντιμνημονιακό οίστρο της εποχής, επέχαιραν με τις έντονες διαμαρτυρίες που λάμβαναν χώρα σε συναυλίες του Γιώργου Νταλάρα σε διάφορες γειτονιές της πρωτεύουσας.

Ο λόγος της διαφωνίας μας ήταν ότι οι γνωστοί μου δεν εύρισκαν προβληματικό το γεγονός ότι ομάδες δήθεν «αγανακτισμένων πολιτών» επέδραμαν και διέλυαν τις συναυλίες του γνωστού τραγουδιστή με αποδοκιμασίες, εκτοξεύοντας εναντίον του ίδιου και των μουσικών που τον συνόδευαν στη σκηνή κάδους με σκουπίδια ή νεράντζια και κραδαίνοντας πανό  που έγραφαν το σύνθημα: «Έξω οι Νταλάρες από τις γειτονιές»!

Ο ίδιος ο -κατά λοιπά λαλίστατος- αοιδός έμεινε τότε άφωνος αποφεύγοντας να κάνει αυτό που έκανε τούτες τις μέρες όταν τα έβαλε με τους «μαρκουτσοφόρους» των μεσημεριανών τηλεοπτικών εκπομπών που -διόλου αδικαιολόγητα- τον πολιορκούσαν για να του ζητήσουν… διευκρινίσεις για όσα απαξιωτικά σχόλια είχε εξαπολύει νωρίτερα κατά συναδέλφων του καλλιτεχνών. Τους οποίους ομότεχνους του θεώρησε σωστό να στοχοποιήσει είτε επειδή, κατά την άποψή του, δεν είναι όσο καλλίφωνοι θεωρεί ότι είναι ο ίδιος, είτε διότι υπέπεσαν στο… αμάρτημα να κάνουν διαφημίσεις προϊόντων που δεν ετύγχαναν της αρεσκείας του κ. Νταλάρα.

Προφανώς και δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν όλοι όσοι επικροτούσαν τότε τις αθλιότητες κατά του τραγουδιστή είναι πάνω κάτω οι ίδιοι που επαινούν τώρα τις προσβλητικές επιθέσεις του κατά των εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης προς τους οποίους απηύθυνε το δήθεν καταλυτικό ερώτημα αν είναι περήφανοι οι γονείς και οι συγγενείς τους με τη συμπεριφορά τους. Ο ίδιος, άραγε, αναρωτήθηκε αν οι  δικοί του συγγενείς ήταν πάντα σύμφωνοι με τη δική του συμπεριφορά; Ή προβληματίστηκε ίσως με το πως εξέλαβαν οι πολίτες τον ενθουσιασμό με τον οποίο υποδέχθηκε την αντίδρασή του ο «αψύς» Παύλος Πολάκης και οι κάθε λογής «πολακιστές»;     

Όπως και να έχει, ο ρόλος των εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης -ανεξάρτητα από τον τομέα που υπηρετούν- δεν είναι άλλος από το να κάνουν τις πλέον άβολες ερωτήσεις χωρίς να επηρεάζονται από το ενδεχόμενο να φέρουν σε δύσκολη θέση όλους εκείνους προς τους οποίους απευθύνονται. Έτσι ακριβώς συνέβη τις προηγούμενες ημέρες -και μπράβο στα νέα παιδιά που έκαναν κάτι που οι πρεσβύτεροι δύσκολα κάνουμε…- όταν ο Νταλάρας εκλήθη να δώσει εξηγήσεις για όσα είχε δηλώσει νωρίτερα και αφορούσαν κυρίως ομότεχνους του.

Εφόσον ο διάσημος τραγουδιστής δεν επιθυμούσε να απαντήσει στα… ανεπιθύμητα ερωτήματα που δέχθηκε, ήταν πολύ απλό αυτό που μπορούσε να κάνει: θα απαντούσε με το στερεότυπο «κανένα σχόλιο» και θα προσπερνούσε τα «μαρκούτσια» τα οποία είχαν απλωθεί μπροστά του. Οι νεαροί «μαρκουτσοφόροι» δεν διέθεταν την παραμικρή εξουσία για να τον υποχρεώσουν να απαντήσει στα ερωτήματά τους.

Κακά τα ψέματα, για όποιον δεν καθοδηγείται από τις ιδεοληπτικές εμμονές του, η αυταπόδεικτη αλήθεια είναι ότι -σχεδόν χωρίς εξαίρεση- οι κάθε είδους διάσημοι αρέσκονται στην αναπαραγωγική και δοξαστική διάσταση των μέσων ενημέρωσης και εξεγείρονται κάθε φορά που εκδηλώνεται η κριτική και αποδομητική εκδοχή του ρόλου τον οποίο καλούνται να διαδραματίσουν.

Είτε αφορά πρωταγωνιστές της καλλιτεχνικής ζωής, είτε όσους έχουν ή διεκδικούν κεντρικούς ρόλους σε άλλους τομείς της δημόσιας σφαίρας, ο σχεδόν απαράβατος κανόνας είναι ότι οι πάντες αισθάνονται ικανοποίηση μόνον όταν οι φορείς της ενημέρωσης λειτουργούν ως προπαγανδιστικοί μηχανισμοί προβολής τους. Αν, αντιθέτως, τολμήσουν να κινηθούν διαφορετικά, θέτοντας διευκρινιστικά ερωτήματα, γίνονται αυτομάτως κατακριτέοι, πρωτίστως από όλους εκείνους οι οποίοι βρίσκονται στο επίκεντρο της κριτικής τους.

Είναι προφανές ότι το φαινόμενο δεν περιορίζεται στην καλλιτεχνική ζωή, που εκπροσωπεί ο Γιώργος Νταλάρας. Επεκτείνεται σε όλους ανεξαιρέτως τους τομείς που αποτελούν πεδίο άντλησης ειδησεογραφικής ύλης. Αρέσει ή όχι στους πρωταγωνιστές των εξελίξεων, η βασική δουλειά των μέσων ενημέρωσης στην πολιτική, οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και λοιπή δημόσια ζωή είναι να θέτουν ερωτήματα και να ζητούν απαντήσεις.

Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι οι  «μεσημεριανές» τηλεοπτικές εκπομπές αποτελούν το πρότυπο της δημοσιογραφίας. Ας μου επιτραπεί, μάλιστα, να εξομολογηθώ ότι, αν και προσωπικά δεν έχω παρακολουθήσει ποτέ μια ολοκληρωμένη τέτοια εκπομπή και ό,τι ξέρω για αυτές αποτελεί προϊόν δευτερογενούς ενημέρωσης, αυτό δεν με οδηγεί σε συμφωνία με τις απόψεις όσων σπεύδουν να τις καταδικάσουν μόνον όταν δεν βολεύονται από τη θεματολογία τους.

Η αλήθεια είναι ότι οι συγκεκριμένες εκπομπές είναι αδηφάγες. Όπως, άλλωστε, είναι εν γένει τα μέσα ενημέρωσης, αναλόγως με τον τομέα στον οποίο εξειδικεύονται και στο κοινό στο οποίο απευθύνονται. Η ακόμη μεγαλύτερη αλήθεια είναι ότι πολύ συχνά η «πρώτη ύλη» τους προέρχεται από εκείνους που τα τροφοδοτούν για τους δικούς τους λόγους. Δείτε, για παράδειγμα, από όσους είναι στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας (είτε πρόκειται για πολιτικούς, επιστήμονες, καλλιτέχνες ή κάθε είδους celebritys), πόσοι είναι εκείνοι που από μόνοι τους έχουν παραχωρήσει το υλικό της αποδόμησής τους.

Η σύγκριση ανάμεσα στη σημερινή και στην προηγούμενη ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι άκρως χαρακτηριστική. Ο Αλέξης Τσίπρας κράτησε την προσωπική και οικογενειακή του ζωή μακριά από τα φώτα των κουτσομπολίστικων εκπομπών και έτσι ουδείς ασχολήθηκε με τη σύζυγο, τα παιδιά ή τα σκυλιά του. Ο Στέφανος Κασσελάκης, που τον διαδέχθηκε, θεώρησε ότι είναι καλό για τον ίδιο να βρεθούν απέναντι τον μεγεθυντικό των ενημερωτικών μέσων ο σύζυγός του, ο σκύλος του και εν γένει οι επιλογές του που δεν αφορούσαν αυτές καθεαυτές τις πολιτικές του θέσεις.

Όπως ο Νταλάρας, έτσι και ο Κασσελάκης ανακάλυψε με σχετική καθυστέρηση ότι το παιχνίδι με τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι μονοδιάστατο και δεν παίζεται με τους κανόνες που θέλει να χαράξει όποιος διεκδικεί την αίγλη της προβολής τους. Χωρίς να αποτελεί απόδειξη ότι ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ μαθαίνει όσο γρήγορα ισχυρίσθηκε ότι μπορεί να το κάνει, γεγονός είναι ότι από την απόλυτη υπερέκθεση, στην οποία κατέφυγε όταν εμφανίστηκε στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό, το τελευταίο διάστημα κινείται στον αντίποδα, επιλέγοντας την «εξαφάνιση» από το προσκήνιο που παρακολουθήσαμε τις προηγούμενες ημέρες με το «κρυφτούλι» των Σπετσών.

Για να μην αδικήσουμε, πάντως, τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πρέπει να επισημάνουμε ότι και οι νυν κυβερνώντες δεν απέχουν από την ίδια νοοτροπία. Απλώς δεν ήρθε ακόμη το πλήρωμα του χρόνου για να αισθανθούν και εκείνοι ότι τα μέσα ενημέρωσης δεν χειραγωγούνται. Και όσο και αν καταφέρει κάποιος να τα χειραγωγήσει, αυτό δεν ισχύει δια παντός. Διότι, έτσι θα χάσουν την «πρώτη ύλη» και άρα την επιρροή τους στην κοινή γνώμη.

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

Ο πληθωρισμός αποδεικνύεται τελικά πολύ… ξεροκέφαλος

 

Το λάδι, το τυρί και τα φρούτα, είναι τρία είδη βασικής διατροφής τα οποία, σε αντίθεση με άλλα αγαθά που είναι κατά βάση εισαγόμενα, όπως, για παράδειγμα, το κρέας, είναι, κατά κύριο λόγο, παραγόμενα στην εγχώρια αγορά. Και, όμως, ενώ για πάνω από δύο χρόνια τώρα ακούμε για τον «παροδικό» και «εισαγόμενο» πληθωρισμό, η Ελλάδα τον περασμένο μήνα αποδείχθηκε ευρωπαϊκή πρωταθλήτρια στις ανατιμήσεις που καταγράφηκαν στα συγκεκριμένα είδη.

Για να δούμε ολόκληρη την εικόνα, πάντως, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι αυξήσεις ρεκόρ του Δεκεμβρίου 2023 αφορούσαν εν γένει τον δείκτη με τις τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα που, με βάση τα στοιχεία της Eurostat, ανέβηκε κατά 8,9% έναντι 6% που ήταν ο μέσος όρος στην ευρωζώνη. Και για να μη σπεύσει κανείς να πει ότι ήταν κάτι εξαιρετικό και πρόσκαιρο, αρκεί να παρατηρήσουμε ότι ανάλογα ήταν τα πράγματα και τον αμέσως προηγούμενο μήνα.

Από το καλοκαίρι του 2021, οπότε, με αφορμή το γεγονός ότι ο πλανήτης άφησε πίσω του τα lockdown της πανδημίας του κορωνοϊού και άρχισαν να αναδύονται οι πρώτες έπειτα από δύο δεκαετίες έντονες πληθωριστικές πιέσεις, που ήταν απότοκες της δυσαρμονίας ανάμεσα στην περιορισμένη προσφορά αγαθών και στην αυξημένη ζήτηση, οι ανατιμήσεις στις αγορές προϊόντων και κυρίως στα βασικά καταναλωτικά αγαθά, ήρθαν για να μείνουν.

Τον πρώτο καιρό οι αυξήσεις στη χώρα μας δεν ήταν πολύ μεγάλες. Γι΄ αυτό και οι αρμόδιοι αυτάρεσκα προέβλεπαν σύντομη αποκλιμάκωση της ακρίβειας. Παρόλο που μήνα με το μήνα οι ανατιμήσεις έδειχναν τα δόντια τους με τα οποία κατέτρωγε όλο και μεγαλύτερο μέρος από τα εισοδήματα των νοικοκυριών, το επίσημο «αφήγημα» δεν άλλαζε.

Την ίδια ώρα οι τιμές συνέχιζαν να παίρνουν την ανιούσα, σε πείσμα των κυβερνητικών μέτρων, με τα πολυποίκιλα «καλάθια» («του νοικοκυριού», «του Αη Βασίλη», κ.λπ.), το περιβόητο «market pass», την υποτιθέμενη «μόνιμη μείωση τιμής» ή τα πρόστιμα που αποδείχθηκαν «χάδια» συγκρινόμενα με τις προκλητικά κερδοσκοπικές παραπλανήσεις των καταναλωτών.

Αυτές τις μέρες κατατέθηκε στη Βουλή μια ακόμη δέσμη μέτρων που τίποτε δεν μαρτυρά ότι θα αντιστρέψει την δυσμενή τροπή που έχουν λάβει τα πράγματα. Ας τα δούμε αναλυτικά, χρησιμοποιώντας αυτολεξεί τα λόγια του κυβερνητικού εκπρόσωπου Παύλου Μαρινάκη, όπως διατυπώθηκαν στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών:

«1. Μειώνουμε παροχές προς τα super market και εξασφαλίζουμε χαμηλότερες τιμές για τον καταναλωτή. Το μέτρο αυτό αφορά απορρυπαντικά, καθαριστικά σπιτιού, οδοντόκρεμες, αφρόλουτρα, σαμπουάν και βρεφικές πάνες.

2. Αποτροπή αδικαιολόγητων ανατιμήσεων. Σε περίπτωση που κάποιος προμηθευτής έχει αυξήσει τις τιμές των προϊόντων του δεν θα επιτρέπεται για τρεις μήνες να υλοποιήσει προωθητικές ενέργειες για τα προϊόντα που έχει ανατιμήσει.

3. “Καθαρές” τιμές από το χωράφι στο ράφι.

4. Πλαφόν στο μικτό περιθώριο κέρδους για το βρεφικό γάλα».

Σύμφωνα με τον κ. Μαρινάκη, «η κρίσιμη και δραστική παρέμβαση αυτή επιτυγχάνει:

- άμεση μείωση της τιμής σε βασικά αγαθά.

- επιπλέον όφελος για τον καταναλωτή καθώς οι εκπτώσεις και προσφορές θα γίνονται πάνω στις νέες μειωμένες τιμές.

- αποτρέπουμε την παραπλάνηση των καταναλωτών με πλασματικές εκπτώσεις.

- αυστηροποιούμε, διευρύνουμε και αξιοποιούμε τις νέες τεχνολογίες για τη διενέργεια ελέγχων και την αποτροπή φαινομένων αισχροκέρδειας».

Κατά τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, ο οποίος στην πραγματικότητα μετέφερε αυτούσιους τους ισχυρισμούς της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης, που έχει το πρόσταγμα στην εποπτεία της αγοράς, «όσο η ακρίβεια συνεχίζεται, θα συνεχίζουμε να στηρίζουμε τους πολίτες και να αντιμετωπίζουμε δυναμικά ένα δυναμικό φαινόμενο».

Είναι αλήθεια ότι η σημερινή κυβέρνηση, σε αντίθεση με το κλασσικό φαινόμενο της άρνησης της πραγματικότητας, έχει αλλάξει επικοινωνιακή στρατηγική και ξεκινά την προσέγγιση του θέματος αναγνωρίζοντας το αυτονόητο: ότι, δηλαδή, «η ακρίβεια είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που ταλανίζει ολόκληρη την ελληνική κοινωνία».

Στα επιμέρους, ωστόσο, όποιος ακούσει τον αρμόδιο υπουργό Κώστα Σκρέκα βρίσκει ότι δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να επιχειρεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Για παράδειγμα:

*Γιατί πρέπει να περιμένουμε έως τις αρχές Μαρτίου για να αποδώσουν τα μέτρα, όπως διατείνεται ο ίδιος στις δημόσιες παρεμβάσεις του; Ως τότε, θα είναι όλα καλά και οι παραγωγοί και οι έμποροι θα μπορούν να αυξήσουν όσο τους παίρνει τις τιμές των προϊόντων, προτού να τις μειώσουν προσχηματικά;

*Εφόσον, εξάλλου, έχουμε, κατά γενική ομολογία, να κάνουμε με «πληθωρισμό της απληστίας», ποιος εγγυάται ότι το φαινόμενο μπορεί να κατασταλεί αν δεν υπάρξουν αυστηρές ποινές για τους κερδοσκόπους που θα «πονέσουν» και θα υποχρεωθούν να μην επαναλάβουν τις ανατιμήσεις τις οποίες έκαναν, όταν με αυτόν τον τρόπο αποκομίζουν περισσότερα κέρδη και μετά την καταβολή του προστίμου;

Όσο για τις αστείες δικαιολογίες του τύπου ότι τάχατες δυσφημούνται οι εταιρίες που τους επιβάλλονται πρόστιμα επειδή οι ανατιμήσεις τους ξεπερνούν τα εσκαμμένα, η απάντηση είναι απλή: οι απλοί καταναλωτές δεν ξέρουν τα προϊόντα που παράγει η κάθε πολυεθνική που πληρώνει πρόστιμο για να μπορέσει να την «τιμωρήσει» και να πάψει να προμηθεύεται τα προϊόντα της.

Είναι, άραγε, τυχαίο που σχεδόν ποτέ οι κυβερνητικές ανακοινώσεις δεν περιλαμβάνουν τις εμπορικές ονομασίες των συγκεκριμένων προϊόντων τα οποία γίνονται αντικείμενο κερδοσκοπίας; Μάλλον όχι!  «Τα γεγονότα είναι ξεροκέφαλα», λέει μια πολύ δημοφιλής πολιτική ρήση που άλλοι αποδίδουν στον Βλαντιμίρ Λένιν και άλλοι στον Φρανσουά Μιτεράν.

Όποιος και από τους δύο και αν την είπε, λίγη σημασία έχει. Στην προκειμένη περίπτωση εκείνο που προέχει είναι ότι όλο αυτό που ζούμε στις μέρες μας μπορεί να συνοψιστεί σε μια και μόνη έκφραση: Ο πληθωρισμός αποδεικνύεται… ξεροκέφαλος. Και, αναμφισβήτητα, δεν υπακούει σε κανενός είδους πολιτικά κελεύσματα.

Ιδίως όταν αυτά δεν βασίζονται σε διάθεση για ουσιαστική σύγκρουση με, κακά τα ψέματα, ισχυρά (εγχώρια και διεθνή) συμφέροντα.

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024

Ομόφυλα ζευγάρια: Ας συζητήσουμε ψύχραιμα και χωρίς τις εντάσεις του 1982 ή του 2000

    Ανεξάρτητα αν ήταν, όπως ορισμένοι έσπευσαν να υποστηρίξουν, μια απλή απόπειρα άντλησης επιχειρηματολογίας ώστε να υπερψηφιστεί η νομοθετική πρωτοβουλία που έχει εξαγγείλει για την επέκταση του πολιτικού γάμου στα ομόφυλα ζευγάρια, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το έμμεσο mea culpa το οποίο είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης για την αρνητική στάση που τήρησε κατά το παρελθόν η παράταξή του σε κρίσιμα ζητήματα που σχετίζονται με την πρόοδο των ολοένα και πιο πολύπλοκων κοινωνικών σχέσεων.

     «Θυμάμαι ακόμα, το 1982, όταν ήρθε η μεγάλη επανάσταση στο οικογενειακό δίκαιο, και η Νέα Δημοκρατία καταψήφισε διατάξεις οι οποίες τώρα μας φαίνονται απολύτως προφανείς: η αποποινικοποίηση της μοιχείας, η ποινικοποίηση της οικογενειακής βίας, η δυνατότητα στη γυναίκα να κρατήσει το επώνυμό της», ήταν τα λόγια που χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός στην συνέντευξη που παραχώρησε την Τετάρτη στη δημόσια τηλεόραση.

    «Βλέπετε, λοιπόν, ότι οι κοινωνίες προχωρούν…», συμπέρανε ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος την επίμαχη περίοδο ήταν 14 ετών και ενδεχομένως να διατηρεί -αμυδρές έστω- μνήμες από το κλίμα της ακραίας πόλωσης που είχε προκαλέσει η παράταξή του εκτοξεύοντας βαρύτατες κατηγορίες κατά της τότε κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία, υποτίθεται, ότι με τις πρωτοβουλίες που αναλάμβανε, «υπέσκαπτε τα θεμέλια της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας».

    Και όλα αυτά διότι οι «μοιχοί» δεν θα προσάγονταν πλέον με τα σεντόνια στα αστυνομικά τμήματα, οι οικογένειες των γυναικών δεν θα πλήρωναν προίκα με προγαμιαίο συμβόλαιο, ενώ όσοι -για πολλούς και διάφορους λόγους, συχνά αντικειμενικούς- δεν ήθελαν να ακολουθήσουν τη γαμήλια θρησκευτική τελετουργία αποκτούσαν δικαίωμα να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου πηγαίνοντας απλώς στο δημαρχείο της περιοχής τους και υπογράφοντας τα σχετικά έντυπα που επικύρωναν την αστική σύμβαση της μεταξύ τους συμφωνίας για συμβίωση.  

    Στις τέσσερις δεκαετίες που παρήλθαν έκτοτε, πάμπολλοι συνάνθρωποί μας επέλεξαν τον πολιτικό γάμο, ο οποίος με έναν έξυπνο ελιγμό της τότε πολιτικής ηγεσίας δεν κατέστη υποχρεωτικός, όπως απαιτούσαν οι φανατικοί της άλλης πλευράς, αλλά θεωρήθηκε ισοδύναμος με τον θρησκευτικό. 

    Στις μέρες μας, μάλιστα, τείνει να γίνει επικρατούσα συνήθεια, για λόγους που σχετίζονται ευθέως με τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι νεότερες γενιές, η σύναψη αρχικά πολιτικού γάμου και η μεταγενέστερη γαμήλια θρησκευτική τελετή, συχνά από κοινού με τη βάφτιση του πρώτου παιδιού.

    Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην επελθούσα καταλλαγή των παθών συνέβαλλε και το γεγονός ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία, ενώ στο παρελθόν ήθελε να στείλει στο… πυρ το εξώτερον όλους όσοι έκαναν πολιτικό γάμο, έβαλε νερό στο κρασί της, αποδεχόμενη την κοινωνική πραγματικότητα που στο μεταξύ διαμορφώθηκε. 

    Στο διαρρεύσαν, άλλωστε, διάστημα δεν βρήκαν έρεισμα οι ισχυρισμοί περί της επερχόμενης καταστροφής του θεσμού της οικογένειας, όπως ορισμένοι προφήτευαν, επειδή, με καθυστέρηση σε σχέση με τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, καθιερώθηκαν οι περί ων ο λόγος αλλαγές που τότε ήταν όντως «μεγάλη επανάσταση», όπως τις χαρακτήρισε ο κ. Μητσοτάκης, πλην, όμως, στις μέρες μας μοιάζουν τόσο αυτονόητες.

    Εξίσου αυτονόητη μοιάζει, εξάλλου, σήμερα και η απόφαση να μη αναγράφεται το θρήσκευμα στις αστυνομικές ταυτότητες. Απόφαση την οποία με αντίστοιχη ένταση πολέμησε το στελεχιακό δυναμικό της σημερινής κυβερνητικής παράταξης συμμετέχοντας στα συλλαλητήρια που οργάνωσε η ηγεσία της Εκκλησίας το -όχι και τόσο μακρινό- 2000 με ισχυρισμούς για υποτιθέμενο αφανισμό της ορθόδοξης πίστης εξαιτίας της συγκεκριμένης επιλογής της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη που έγινε για λόγους προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

    Δεν πέρασε απαρατήρητο ότι ο τότε αρχηγός της ΝΔ και μετέπειτα πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής είχε σπεύσει, έστω και χωρίς να αποτυπωθεί από τον φωτογραφικό φακό, να υπογράψει το αίτημα για διεξαγωγή δημοψηφίσματος στο οποίο τόσο επιτακτικά επέμενε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ο οποίος είχε φθάσει μέχρι του σημείου να μεταφέρει στην Πλατεία Σύνταγμα το λάβαρο της Αγίας Λαύρας για να πείσει περί του δήθεν τεράστιου κακού που επέρχετο για το έθνος των Ελλήνων.

    Τόσο το 1982, με το νέο οικογενειακό δίκαιο, όσο και το 2000, με τη διοικητική πράξη περί μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, η κυριαρχία του φανατισμού δεν είχε επιτρέψει την ψύχραιμη και ουσιαστική συζήτηση. Και στις δύο περιπτώσεις, η ελληνική κοινωνία βίωσε, ως μη όφειλε, διχαστικές καταστάσεις που δεν δικαιολογούνταν από τα πραγματικά επίδικα της εποχής. 

    Αντιμέτωποι, δυστυχώς, με αντίστοιχα διχαστικές καταστάσεις βρισκόμαστε και το 2024, καθώς, στο όνομα της επαπειλούμενης δήθεν ανατροπής των παραδοσιακών κανόνων της οικογενειακής συμβίωσης, μια πλειάδα συμπολιτών μας δυσκολεύεται να συμβιβαστεί με την υποχρέωση να προστατευθούν τα δικαιώματα μιας μερίδας συνανθρώπων μας οι οποίοι συμβαίνει να έχουν διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό και επιθυμούν να επικυρώσουν νομικά τη συμβίωσή τους με πρόσωπα του ίδιου φύλου συνάπτοντας πολιτικό γάμο. 

    Αν όλες οι πλευρές προσέλθουν με καλή πίστη και χωρίς ιδεοληπτικές προκαταλήψεις στον διάλογο που μόλις άνοιξε, είναι βέβαιο ότι και στο ζήτημα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών θα βρεθούν συναινετικές λύσεις τέτοιες που δεν θα χρειαστεί να περάσουν είκοσι ή και σαράντα χρόνια για να αναγνωριστεί ότι ήταν κοινωνικά επιβεβλημένη η κατοχύρωσή τους.

    Προσωπικά αντιλαμβάνομαι την άποψη εκείνων που με ειλικρινή διάθεση υποστηρίζουν ότι υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά ζητήματα τα οποία επιβάλλεται να κυριαρχήσουν στον δημόσιο διάλογο, όπως είναι η ανεξέλεγκτη επέλαση της ακρίβειας ή η κακή κατάσταση στην Υγεία και στην Παιδεία. Πλην όμως, ακριβώς γι΄ αυτό, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνεται αντικείμενο οξύτατων αντιπαραθέσεων ένα ζήτημα σεβασμού δικαιωμάτων επειδή αφορά μια μειοψηφία συνανθρώπων μας. 

    Από την άλλη, βεβαίως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όσο ιερός είναι ο σεβασμός των δικαιωμάτων των ενηλίκων συμπολιτών μας, οι οποίοι έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα να απολαμβάνουν ίσα δικαιώματα, ανεξαρτήτως του σεξουαλικού προσανατολισμού της αρεσκείας τους. Την ίδια ώρα, όμως, πολύ περισσότερο ιερά και απαραβίαστα επιβάλλεται να είναι τα δικαιώματα των ανηλίκων μελών της κοινωνίας μας να ζήσουν μέσα σε ένα περιβάλλον ουσιαστικής αγάπης, αληθινής στοργής και πραγαμτικής ευημερίας. 

    Υπό αυτή την έννοια, οι… ευγονικής προαίρεσης επιθυμίες για -καθ΄ εικόνα και ομοίωση- απόκτηση παρένθετων τέκνων δεν συνιστούν πρόοδο της κοινωνίας. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να ληφθεί υπόψιν, πέρα από ναρκισσιστικές αυταρέσκειες και ιδεοληπτικές εμμονές που ίσως σε λιγότερο από μια ή δύο δεκαετίες αργότερα θα μας υποχρεώσουν να αναθεωρήσουμε άρδην τις απόψεις μας.

    Τη λύση άλλωστε την έχουν υποδείξει οι αρχαίοι ημών πρόγονοι με την ιστορικά αξεπέραστη ρήση «παν μέτρον άριστον»! 

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2024

Τι θα… έλεγε ο Μπίσμαρκ αν είχε γνωρίσει τον Άγγελο Συρίγο;


Δεν είναι η πρώτη φορά που με απασχολεί ειλικρινά το ερώτημα γιατί κάποιοι άνθρωποι επιλέγουν να γίνουν πολιτικοί από τη στιγμή που δεν κατέχουν ή δεν θέλουν να μάθουν τους όρους με τους οποίους διεξάγεται το παιχνίδι της πολιτικής.

Τι να φταίει άραγε; Είναι μήπως τόσο αυτάρεσκα φιλόδοξοι και αλαζονικοί που αδιαφορούν για τους κανόνες του πολιτικού παιγνίου; Ή διακατέχονται ίσως από παντελή άγνοια κινδύνου για τον τρόπο που εκτίθενται έναντι της κοινής γνώμης ευρύτερα αλλά και ιδιαίτερα του εκλογικού σώματος, του οποίου την ψήφο επιζητούν;

Δεν είμαι βέβαιος σε ποια από τις πιο πάνω κατηγοριοποιήσεις εντάσσεται ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Άγγελος Συρίγος, ο οποίος επέλεξε τα τελευταία πέντε χρόνια να φοράει και το καπέλο του πολιτικού, αλλά η περίπτωση του είναι άκρως χαρακτηριστική για την νοοτροπία ορισμένων συμπολιτών μας που θέλουν να συμμετάσχουν στο πολιτικό παιχνίδι με τα δικά τους μέτρα και σταθμά.

Ο κ. Συρίγος συμμετείχε το 2019 στο ψηφοδέλτιο της ΝΔ στην Α΄ περιφέρεια της Αθήνας και οι πολίτες της πρωτεύουσας τον τίμησαν με την ψήφο τους, εκλέγοντάς τον βουλευτή με προφανή προσδοκία να αγωνιστεί για τα προβλήματά τους. Ματαίως, όμως, όπως φαίνεται. 

Ακόμη και όταν ο πρωθυπουργός ενάμισι χρόνο αργότερα τον όρισε υφυπουργό Παιδείας, ο κ. καθηγητής μόνον κατ΄ εξαίρεση ασχολούνταν με το χαρτοφυλάκιο της Ανώτατης Εκπαίδευσης που του είχε ανατεθεί. Επί μονίμου βάσεως στις δημόσιες τηλεοπτικές παρεμβάσεις του ασχολείτο με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Λες και θήτευε στο υπουργείο Εξωτερικών ή ήταν ένας περισπούδαστος αναλυτής ο οποίος είχε την πολυτέλεια να παριστάνει τον σχολιαστή και δεν έχανε την ευκαιρία να κάνει επίδειξη των γνώσεων του.

Ήταν τέτοια η εμμονή του να μιλάει για θέματα που δεν ανήκαν στις κυβδερνητικές αρμοδιότητες του που δεν έλειψαν οι αντιπαραθέσεις οι οποίες προκλήθηκαν εξαιτίας δηλώσεων του. Όπως όταν, κόντρα στην επίσημη θέση της κυβέρνησης, εμφανίστηκε υπερασπιστής των τουρκικών διεκδικήσεων για απόκτηση αμερικανικών αεροσκαφών F 16 σε τρόπον ώστε να ικανοποιηθεί, όπως έλεγε, η ανάγκη να παραμείνει η γειτονική χώρα στην επιρροή της Δύσης.

Παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε κατά καιρούς για αντιποίηση ιδιότητας, εξακολουθεί απτόητος να παριστάνει τον δημοσιολογούντα σχολιαστή. Δίνοντας, μάλιστα, την εντύπωση ότι η πραγματική επιδίωξή του μπορεί να μην είναι άλλη από το να κερδίσει μερικά επιπλέον λεπτά δημοσιότητας, δεν δίστασε επανειλημμένες φορές να καταφύγει σε αιρετικές απόψεις που ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσαν συζητήσεις.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσονται και οι αψυχολόγητοι ισχυρισμοί που απρόκλητα διατύπωσε τις προηγούμενες ημέρες για τον «παρωχημένο» χαρακτήρα της Συνθήκης της Λωζάνης. Έσπευσε βεβαίως εκ των υστέρων και ενώ ήρθε αντιμέτωπος με τη γενικευμένη κατακραυγή να δικαιολογηθεί, υποστηρίζοντας ότι δήθεν διαστρεβλώθηκαν τα όσα δήλωσε. 

Στην πραγματικότητα τίποτε δεν διαστρεβλώθηκε. Διότι, ανεξάρτητα από τις προθέσεις τις οποίες του απέδωσαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, εμφανίζοντάς τον ως «λαγό της κυβέρνησης», η αλήθεια είναι ότι ο καθηγητής Συρίγος εκστόμισε μια αιρετική άποψη που ο πολιτικός Συρίγος δεν είχε κανένα δικαίωμα να εκστομίσει.

Η πάγια επίσημη ελληνική θέση, με την οποία ταυτίζεται η κυβέρνηση την οποία στηρίζει ο βουλευτής Συρίγος, είναι ότι η Συνθήκη της Λωζάνης συνιστά για τη χώρα μας «κείμενο γραμμένο στην πέτρα» που δεν επιδέχεται αναθεώρηση, όπως είναι παγκοίνως γνωστό ότι διακαώς επιθυμούν οι γείτονες μας. Οπότε δεν επιδέχεται καμία λογική απάντηση το ερώτημα «που αποσκοπεί ένας Έλληνας πολιτικός ο οποίος ανοίγει τέτοιο ζήτημα».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο καθηγητής Συρίγος έχει κάθε δικαίωμα να εκφράζει την επιστημονική του άποψη για τη Συνθήκη της Λωζάνης που υπογράφηκε πριν από έναν αιώνα και εξ αυτού του λόγου έχει κάποια άρθρα τα οποία είναι ξεπερασμένα γιατί συντάχθηκαν σε άλλα συνθήκες και υπό άλλα συμφραζόμενα. Ο πολιτικός Συρίγος, όμως, σε καμία των περιπτώσεων δεν διαθέτει το δικαίωμα να τοποθετείται με βάση τις προσωπικές του δοξασίες και να συντάσσεται με τις θέσεις όσων θέλουν την ανατροπή του υφιστάμενου ελληνοτουρκικού status quo.

Αν σεβόταν τον εαυτό του και τον ρόλο που του επεφύλαξαν οι Αθηναίοι πολίτες με την ψήφο τους, όφειλε να είχε υποβάλει την παραίτησή του και να είχε επιστρέψει πάραυτα στα ακαδημαϊκά καθήκοντά του, θέτοντας τις απόψεις του στην κρίση των φοιτητών του και συνολικά της επιστημονικής κοινότητας.

Δεν θα το κάνει, όμως, διότι στην περίπτωση του φαίνεται να ισχύει η εμβληματική ρήση που αποδίδεται στον περίφημο καγκελάριο της Πρωσίας και της επακόλουθης Γερμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τον 19ο αιώνα, Όττο φον Μπίσμαρκ, σύμφωνα με την οποία «drei professoren, vaterland verloren». Ρήση η οποία στα ελληνικά μπορεί να αποδοθεί ως εξής: «τρεις καθηγητές (και) χάθηκε η πατρίδα».

Αν ο Μπίσμαρκ ζούσε στις μέρες μας, ίσως να μην χρειαζόταν να επικαλεστεί τη δράση τριών καθηγητών για να κινδυνεύσει ένα έθνος. Θα του αρκούσε να εικάσει ότι την… καταστροφή της δικής μας πατρίδας είναι ικανός να την προκαλέσει μόνος του ο αμετροεπής κ. Συρίγος. 

Τον οποίο κ. Συρίγο ελπίζουμε να μην παίρνουν στα πολύ σοβαρά οι γείτονες μας. Διότι αλλιώς, αλλοίμονό μας!