Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023

Το ανεξόφλητο χρέος του Κώστα Καραμανλή στην Ιστορία

Ήμουν κοινοβουλευτικός συντάκτης όταν ο Κώστας Καραμανλής έγινε, το 1997, αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, αξίωμα στο οποίο παρέμεινε δώδεκα χρόνια και είναι ο μακροβιότερος από τους εννέα που το ανέλαβαν.

Εκείνος ήταν ήδη οκτώ χρόνια βουλευτής και επειδή δεν θυμόμουν να τον είχα δει όλα αυτά τα χρόνια στο βήμα του Κοινοβουλίου ανέτρεξα στο αρχείο με τα Πρακτικά της Εθνικής Αντιπροσωπείας για να αναζητήσω τα χαρίσματα του 42χρονου τότε πολιτικού άνδρα που τον είχαν οδηγήσει στην πανηγυρική εκλογή του σε θέση υποψηφίου πρωθυπουργού.

Τα αποτελέσματα της αναζήτησής μου υπήρξαν πιο εντυπωσιακά από όσα και ο ίδιος περίμενα να είναι. Η συνδρομή του στο κοινοβουλευτικό έργο ήταν από ελάχιστη έως μηδαμινή, αφού περιοριζόταν στη συνυπογραφή, μαζί με άλλους συναδέλφους του, πολύ λίγων ερωτήσεων και επερωτήσεων, ενώ ακόμη λιγότερες ήταν οι παρεμβάσεις του στις συζητήσεις που μετριόνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού.

Σε μια μάλιστα εξ αυτών είχε δεχθεί τα σφοδρότατα πυρά του τότε υπουργού Εξωτερικών Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος αφού τον έψεξε για το «στρογγυλεμένο» λόγο που είχε εκφράσει, είχε -πολύ προφητικά- αποδώσει τη στάση του στο γεγονός ότι, λόγω οικογενειακού ονόματος, ήταν προορισμένος να γίνει αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας.

Η… στωικότητα με την οποία αντιμετώπισε ο Κώστας Καραμανλής την επιθετικότητα του «φασαριόζου» πολιτικού της αντίπαλης παράταξης ήταν το χαρακτηριστικό που σημάδεψε και ολόκληρο τη μετέπειτα πορεία του. 

Διότι, κακά τα ψέματα, αν κάτι χαρακτήρισε και τις τρεις φάσεις της πολιτικής διαδρομής του -δηλαδή πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την αποχώρησή του από την πρωθυπουργία- ήταν η διαρκής προσπάθεια του να αποφύγει τις συγκρούσεις.

Επειδή, όμως, πολιτική χωρίς συγκρούσεις δεν υπάρχει, ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να ερμηνεύσει κανείς την παράδοξη συμπεριφορά του πρώην πρωθυπουργού είναι η ψυχαναλυτική προσέγγιση της στάσης του.

Δεν υπάρχει, άλλωστε, όχι μόνον στα εγχώρια αλλά και στα παγκόσμια χρονικά, αντίστοιχη περίπτωση πολιτικού άνδρα που να κυβέρνησε για πεντέμισι συναπτά έτη μια χώρα και αμέσως μετά να βυθίστηκε στην απόλυτη σιωπή αποφεύγοντας να κάνει απολογισμό των πράξεων και των παραλείψεών του, αλλά και να αντιδράσει στα πολλά αποδοκιμαστικά και στα λιγότερα επιδοκιμαστικά σχόλια που έγιναν για την περίοδο της διακυβέρνησής του.

Ρόλο αντίστοιχο με εκείνον του Κιγκινάτου, του Ρωμαίου στρατιωτικού και πολιτικού, ο οποίος αφού έκανε το καθήκον του στην πατρίδα του, στη συνέχεια αποτραβήχτηκε από τα κοινά, διεκδίκησε, εν πολλοίς, και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος.

Με τη διαφορά, όμως, από τον ομώνυμο ανηψιό του, ότι εκείνος φρόντισε για την υστεροφημία του. Και το έκανε τόσο με τις σχετικά συχνότερες παρεμβάσεις που έκανε στα πολιτικά πράγματα κάθε φορά που χρειάστηκε, αλλά και με τα εκτενή Αρχεία του τα οποία δημοσιεύτηκαν και δίνουν τη δική του εκδοχή των πραγμάτων για τα περισσότερα από τα γεγονότα στα οποία πρωταγωνίστησε.

Αντιθέτως, ο νεότερος Καραμανλής, αν και υπήρξε από τους πλέον ευνοημένους πολιτικούς της νεότερης Ιστορίας, αποτραβήχτηκε από την πολιτική ζωή -κατά μια εκδοχή το 2009 που, χάνοντας τις εκλογές, παρέδωσε και την ηγεσία της ΝΔ, και κατά μία άλλη αυτές τις μέρες που δήλωσε ότι δεν θα διεκδικήσει την επανεκλογή του στην επόμενη Βουλή- αφήνοντας πίσω του πολλούς ανοιχτούς λογαριασμούς.

Όποια άποψη και αν έχει κανείς για το ισοζύγιο -θετικό ή αρνητικό- της προσφοράς του πρώην πρωθυπουργού στον τόπο, δύσκολα μπορεί να αρνηθεί ότι τον βαραίνει το ιστορικό χρέος να πει κάποια στιγμή τη δική του εκδοχή των πραγμάτων στα οποία διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο.

Δεν είναι, για παράδειγμα, διόλου λογικό να μείνουν εσαεί αναπάντητες οι αιτιάσεις που δέχεται για τη συμβολή της διακυβέρνησής του στη χρεωκοπία της χώρας. Ούτε μπορεί να γίνονται από τον ίδιο ανεκτοί για πάντα οι έπαινοι που του επιφυλάσσουν οι κάθε είδους συνωμοσιολόγοι που στην πλειονότητά τους αντιστρατεύονται τις αρχές και τις ιδέες της παράταξη που τον ανέδειξε στα ύπατα αξιώματα.

Παρότι τις περισσότερες φορές δεν απέφυγε τους βερμπαλιστικούς πειρασμούς στηλιτεύοντας γενικώς και αορίστως καταστάσεις και παθογένειες που δεν είχε διάθεση να καταπολεμήσει, όπως οι περίφημες αναφορές στους λεγόμενους «νταβατζήδες», τους οποίους, εν τέλει, κάθε άλλο παρά έθιξε, το πιθανότερο είναι ότι η Ιστορία θα αναγνωρίσει στον Κώστα Καραμανλή καλές προθέσεις.

Ταυτόχρονα, όμως, θα του καταλογίσει σοβαρότατη αδυναμία να εκπληρώσει όσα κατά καιρούς επαγγέλλονταν. Από το σύνθημα «σεμνά και ταπεινά» το οποίο από μια πλειάδα συνεργατών του μεταφράστηκε στην πράξη σε μια άμετρη επίδειξη αλαζονείας, έως την άσκηση των καθηκόντων του με όρους μερικής απασχόλησης και την ανάθεση της ουσιαστικής διακυβέρνησης σε συνεργάτες του που δεν διέθεταν τα κατάλληλα προσόντα.

Εν κατακλείδι, ο Κώστας Καραμανλής, εφόσον επιζητεί δίκαιη κρίση από την Ιστορία, οφείλει τώρα που αποσύρθηκε, έστω μόνον από τα κοινοβουλευτικά καθήκοντά του, όπως σπεύδουν να επισημάνουν οι εκτός ΝΔ υπερασπιστές του, να βρει τα κατάλληλα εργαλεία για να απαντήσει στα μεγάλα ερωτήματα που συνοδεύουν τη διαδρομή του. 

Εντελώς ενδεικτικά νομίζω ότι ο ιστορικός του μέλλοντος για να τον κρίνει ακριβοδίκαια θα χρειαστεί να ακούσει τις απαντήσεις του σε ερωτήματα, όπως:

*Γιατί μπήκε στην πολιτική αφού δεν ήταν έτοιμος να παίξει το παιχνίδι με τους όρους που αυτό είθισται να παίζεται;

*Πόσο μετάνιωσε για τις επιλογές των συνεργατών που έκανε τις περιόδους που ήταν αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας και κατόπιν πρωθυπουργός, δημιουργώντας συχνά την εντύπωση ότι όλα λειτουργούσαν στον «αυτόματο πιλότο»;

*Γιατί άφησε άλλους να μιλούν για εκείνον και κυρίως γιατί ανέχτηκε την προβοκατόρικη εκμετάλλευση της σιωπής του στα χρόνια της διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ οι οποίοι τον εμφάνιζαν να τους στηρίζει;

Παρόλο που έχω την αίσθηση ότι αν μου δινόταν η ευκαιρία θα ήταν πολύ μακρύς ο κατάλογος με τις ερωτήσεις που θα είχα να υποβάλλω στον Κώστα Καραμανλή, ο οποίος σε προσωπικό επίπεδο μού είναι συμπαθής, ακόμη και σε αυτά τα τρία ερωτήματα αν κάποια στιγμή αποφάσιζε να απαντήσει νομίζω ότι το αποτέλεσμα θα ήταν θετικό και για τον ίδιο προσωπικά και για την Πολιτική.

Τι λέτε; Θα το κάνει; Προσωπικά αμφιβάλλω αλλά δεν παύω να ελπίζω ότι είναι πιθανό να συμβεί. Κυρίως διότι πιστεύω στην βαθιά ψυχαναλυτική ανάγκη την οποία οι περισσότεροι άνθρωποι έχουμε.

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

Εφάπαξ ή μόνιμες; Ποιες είναι οι καλύτερες «παροχές»;

Παρόλο που οι ειδικοί λένε ότι οι ψηφοφόροι ψηφίζουν περισσότερο με κριτήριο την προσδοκία γι΄ αυτά που περιμένουν να γίνουν μετά τις εκλογές και λιγότερο ως «ευγνωμοσύνη» για τα πεπραγμένα πριν από τις κάλπες, δεν υπάρχει κυβέρνηση στη χώρα μας που τα πολλά τελευταία χρόνια να απέφυγε τον πειρασμό των προεκλογικών παροχών.

Το μοτίβο είναι ακριβώς το ίδιο, όπως και αν η ευφάνταστη ευρηματικότητα της εκάστοτε κυβέρνηση βαπτίζει τα μέτρα που λαμβάνονται παραμονές των εκλογών. 

Είτε αποκληθούν «ικανοποίηση δικαίων λαϊκών αιτημάτων», είτε χαρακτηριστούν «πολιτικές στήριξης της ελληνικής κοινωνίας στις οποίες δεν νομίζω κανείς να διαφωνεί ή να υποστηρίζει ότι είναι περιττές», όπως δικαιολόγησε τα τελευταία μέτρα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου, η ψηφοθηρική διάσταση ανακοινώσεων που γίνεται εν μέσω προεκλογικής περιόδου δεν αλλάζει.

Κακά τα ψέματα, πρόκειται για κάτι που μοιάζει με… προπατορικό αμάρτημα του ελληνικού πολιτικού συστήματος, ένα αμάρτημα, το οποίο, παρά τον οξύ τρόπο που αντιδρά όταν είναι στην αντιπολίτευση και τις περί του αντιθέτου δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να αποτινάξει όταν έρχεται στην εξουσία και κρατά στα χέρια της τα κλειδιά του κρατικού θησαυροφυλακίου.

Ειδικά επιδόματα, έκτακτες εισοδηματικές ενισχύσεις, διευκολύνσεις αποπληρωμής υποχρεώσεων, απαλλαγές προστίμων, τακτοποιήσεις «αυθαιρέτων» περιλαμβάνονται σταθερά στην ημερήσια διάταξη κάθε προεκλογικής περιόδου. Δεν έλειψαν σχεδόν ποτέ και, φυσικά, δεν λείπουν ούτε από την τρέχουσα προεκλογική περίοδο. Οι δικαιολογίες πάντα εφευρίσκονται.

Για παράδειγμα, ο κ. Οικονόμου δικαιολόγησε το τελευταίο κύμα παροχών με τον ισχυρισμό ότι «βρισκόμαστε σε μια περίοδο δοκιμασίας για μεγάλα κοινωνικά στρώματα, εξαιτίας των εξωγενών κρίσεων» και «είναι μέτρα τα οποία γίνονται από το περίσσευμα της οικονομίας και όχι από την υπερφορολόγηση ή από τα δανεικά…».

Ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης επιχείρησε, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, να πάρει θέση στη συζήτηση που έχει ανοίξει για το κατά πόσο είναι προτιμητέες οι εφάπαξ παροχές σε σύγκριση με τις μόνιμες. 

Η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για παράδειγμα, επιμένει να κατηγορεί τη σημερινή κυβέρνηση ότι κατήργησε την «μόνιμη 13η σύνταξη» την οποία χορήγησε η προηγούμενη κυβέρνηση σε μεγάλη μερίδα των συνταξιούχων τις παραμονές των εκλογών του 2019.

Ήταν, όμως, μόνιμη εκείνη η παροχή; Είναι πολλοί εκείνοι που το αμφισβητούν. Όσοι, για παράδειγμα, διαθέτουν στοιχειώδη μνήμη θυμούνται ότι κάθε φορά που η τότε κυβέρνηση καθιέρωνε μια καινούργια παροχή, ο άμοιρος υπουργός των Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος έσπευδε να απολογηθεί εγγράφως στους εκπροσώπους των θεσμικών δανεισμών μας και να δεσμευτεί ότι πρόκειται για «one off» μέτρο, το οποίο δεν θα επαναληφθεί.

Από την άλλη, διάβαζα αυτές τις μέρες τις διαμαρτυρίες των συνταξιούχων οι οποίοι, αντί αύξησης, θα λάβουν μια και μόνη φορά ένα επίδομα 200 – 300 ευρώ, επειδή με βάση τον «νόμο Κατρούγκαλου» είχαν «προσωπική διαφορά».

Εύστοχα νομίζω ότι ένας εξ αυτών με ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αφού επεσήμαινε ότι ο σημερινός πρωθυπουργός είχε υποσχεθεί την κατάργηση του «νόμου Κατρούγκαλου», σημείωνε ότι το ευτελές ποσό που πρόκειται να λάβει τού θυμίζει τις αλήστου μνήμης εποχές που κάποιοι πολιτευόμενοι στον φάκελο με τα ψηφοδέλτια έβαζαν και ένα μικροποσό. 

«Τώρα μας τα βάζουν στον τραπεζικό λογαριασμό…», σημείωσε αναρωτώμενος ευλόγως ποια είναι η διαφορά.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αλόγιστες και κυρίως οι επαναλαμβανόμενες παροχές είναι εκείνες οι οποίες μας οδήγησαν στην σκληρή και πολυετή μνημονιακή περιπέτεια που βιώσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο και οι κάθε λογής εφάπαξ χορηγήσεις δεν είναι δημοσιονομικά «ουδέτερες». 

Τι θα γίνει, για παράδειγμα, τον επόμενο χρόνο όταν θα αυξηθούν και πάλι οι συντάξεις; Οι έχοντες προσωπική διαφορά θα καλυφθούν και πάλι με ένα επίδομα; Ή, επειδή δεν θα είναι προεκλογική περίοδος, ποιος νοιάζεται;

Όπως και να έχει, οι παροχές, εφόσον έχουν ψηφοθηρικό χαρακτήρα, είτε είναι μόνιμες είτε χαρακτηρίζονται εφάπαξ, προκαλούν δημοσιονομικά προβλήματα τα οποία αργά ή γρήγορα έρχονται στην επιφάνεια. Και οι συνέπειες τους δεν είναι ποτέ ευχάριστες.

Υπό αυτή την έννοια, αποτελεί ευχής έργο ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξη που παραχώρησε το βράδυ της Πέμπτης στην ΕΡΤ δήλωσε τα εξής: «Εκτιμώ ότι με τις τελευταίες ανακοινώσεις που κάναμε, με βάση τις προβλέψεις μας για τον προϋπολογισμό, έχουμε περίπου εξαντλήσει τις δυνατότητές μας για το επόμενο διάστημα».

Ας ελπίσουμε ότι δεν θα υπάρξει παρέκκλιση. Διότι δεν είναι μόνον ότι ως πιθανότερη εξέλιξη φαντάζει πως μπορεί να χρειαστεί να στηθεί διπλή κάλπη για να αποκτήσουμε βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα. Είναι πολύ περισσότερο ότι η χώρα θα πρέπει να έχει βιώσιμο μέλλον και μετά τις εκλογές. Όποιος και αν έχει την ευθύνη για τη διακυβέρνησή της.

Σε κάθε περίπτωση, το δόγμα που λέει «τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον» έχει πολύ κοντά ποδάρια…

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2023

Μήπως είναι ώρα να οριστεί η ημερομηνία της κάλπης;

Με ένα κείμενο 2.220 λέξεων, το οποίο εκφωνούσε επί είκοσι και πλέον λεπτά της ώρας κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών, επεχείρησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου να εκθέσει τις απόψεις της κυβέρνησης για το επίμαχο θέμα του Προεδρικού Διατάγματος 85/2022 που αφορά το προσοντολόγιο για τις προσλήψεις στο Δημόσιο και έχει ξεσηκώσει τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας.

Αν και ο ίδιος προλογικά και με έμφαση επεσήμανε ότι «τα όσα αφορούσαν τους καλλιτέχνες σε αυτό το Προεδρικό Διάταγμα έχουν ήδη αποσυρθεί, έχουν ήδη καταργηθεί», από τα λεγόμενά του ήταν προφανής η δυσκολία την οποία εδώ και εβδομάδες αντιμετωπίζει η κυβέρνηση στην προσπάθεια που καταβάλει να βρει ευήκοα ώτα στα όσα υποστηρίζουν τα στελέχη της αναφορικά με το status των πτυχίων που χορηγούν οι κάθε λογής εγχώριες σχολές των παραστατικών τεχνών (θέατρο, χορός, κλπ).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η άτυπη προεκλογική περίοδος στην οποία βρισκόμαστε τους τελευταίους πολλούς μήνες συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο στην ανάπτυξη ενός νηφάλιου και ουσιαστικού διαλόγου για την πραγματική διάσταση των ζητημάτων με τα οποία είναι αντιμέτωπη η ελληνική κοινωνία. Με ευθύνη κατά βάση των δύο μεγάλων παρατάξεων που διεκδικούν την εξουσία, διαπιστώνει κανείς την απόλυτη αδυναμία συνεννόησης ακόμη και στα πιο στοιχειώδη. «Μέρα», λέει ο ένας. «Νύχτα», απαντά ο άλλος.

Μπορεί, για παράδειγμα, η κυβέρνηση να υπαναχώρησε πλήρως σε ό,τι αφορά το προσοντολόγιο των ηθοποιών και λοιπών καλλιτεχνών που προσλαμβάνονται στο Δημόσιο, αφήνοντας ανεπηρέαστο το καθεστώς που ίσχυε ως τώρα, η αντιπολίτευση, όμως, κάνει τα πάντα για να συντηρήσει τις αντιδράσεις τις οποίες καλώς ή κακώς προκάλεσε η αρχική διατύπωση του Διατάγματος ανάμεσα στους καλλιτέχνες.

Οι τελευταίοι, αν και ουδείς αντιλαμβάνεται πλέον ποιο ακριβώς είναι το αίτημά τους, συνεχίζουν ακάθεκτοι τις κινητοποιήσεις τους, αφού η κυβέρνηση, παρά τις φλύαρες δηλώσεις των στελεχών της, έχει χάσει την έξωθεν μαρτυρία, ενώ η αντιπολίτευση σιγοντάρει τις αποχές από τις παραστάσεις και τις καταλήψεις των κτηρίων που στεγάζουν τα κρατικά θέατρα. Ως πότε; Το πιθανότερο είναι έως τις εκλογές.

Κακά τα ψέματα, το φαινόμενο δεν είναι ούτε πρωτοφανές ούτε σπάνιο. Σε όλες τις προεκλογικές περιόδους οι μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις και οι υπερβολικές προσδοκίες είναι στην ημερήσια διάταξη. Η αδυναμία της εκάστοτε κυβέρνησης να πει κατηγορηματικά «όχι» στα πλέον μαξιμαλιστικά αιτήματα, σε συνδυασμό με την υπερβολική προθυμία της εκάστοτε αντιπολίτευσης να υιοθετεί όλες ανεξαιρέτως τις απαιτήσεις που προβάλλονται από τις κάθε λογής κοινωνικές ομάδες, δημιουργούν ένα εκρηκτικό κλίμα, οι συνέπειες του οποίου συνήθως γίνονται αντιληπτές μετά τις εκλογές.

Είναι παγκοίνως γνωστό ότι στη παρατεταμένη προεκλογική περίοδο η οποία προηγήθηκε των βουλευτικών εκλογών της άνοιξης του 2004, οι τότε διεκδικητές του πρωθυπουργικού θώκου διαγκωνίστηκαν σκληρά για το ποιος θα μονιμοποιούσε μετεκλογικά στο Δημόσιο περισσότερους συμβασιούχους υπαλλήλους, αδιαφορώντας για το πόσο θα κόστιζε κάτι τέτοιο στον κρατικό προϋπολογισμό. Πέντε χρόνια αργότερα οι δυο τους -ο καθένας με τον τρόπο του- έγιναν αρνητικοί πρωταγωνιστές της χρεωκοπίας της χώρας που ακολούθησε ως μοιραίο απότοκο του δημοσιονομικού εκτροχιασμού της.

Αν και δύσκολα μπορεί να υποστηρίξει βάσιμα κάποιος ότι στην τρέχουσα συγκυρία βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας νέας δημοσιονομικής κατάρρευσης, όπως εκείνη του 2009, από την άλλη κανείς δεν μπορεί να προσπεράσει ελαφρά τη καρδία τους προφανείς κινδύνους οι οποίοι ελλοχεύουν εξαιτίας της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου που διανύουμε. Ενδεχομένως, δε, και της ασάφειας που επικρατεί σε σχέση με τον ακριβή χρόνο που θα στηθούν οι προσεχείς κάλπες.

Η αλήθεια είναι ότι, σε αντίθεση με ορισμένες άλλες χώρες, στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ σταθερή και εκ των προτέρων γνωστή η ημερομηνία των εκλογών. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, όλοι γνωρίζουν ότι αιώνες τώρα οι εκλογές για την ανάδειξη Προέδρου διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια την Τρίτη, μετά την πρώτη Δευτέρα του Νοεμβρίου. Στη χώρα μας, αντιθέτως, οι κάλπες στήνονται όποτε βολεύει την εκάστοτε κυβέρνηση.

Είναι πολύ σπάνιες οι φορές που έχει ολοκληρωθεί η τετραετής βουλευτική θητεία, όπως ορίζεται στο Σύνταγμα μας. Ο κανόνας που ακολουθείται θέλει την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία να γίνεται με γνώμονα τον αιφνιδιασμό της αντιπολίτευσης και σε χρόνο που ευνοεί τους εκλογικούς σχεδιασμούς της κυβερνητικής παράταξης. Συνηθέστατα, αντί της προσήλωσης στους θεσμούς, επικρατεί η υποταγή στους κομματικούς υπολογισμούς.

Ο σημερινός πρωθυπουργός έχει ως τώρα αποφύγει τον πειρασμό να προκηρύξει πρόωρες εκλογές σε περιόδους που οι δημοσκοπήσεις τού έδιναν τη δυνατότητα για άνετη επικράτηση. Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης αιτιολόγησε τη στάση του με το επιχείρημα ότι δεν ενέδωσε στον… πειρασμό επειδή «σέβεται τους θεσμούς». Παρά ταύτα, αποφεύγει έως τώρα να προσδιορίσει την ακριβή ημερομηνία των επόμενων εκλογών.

Η πρωθυπουργική δήλωση σύμφωνα με την οποία οι κάλπες θα στηθούν «από το Απρίλιο και μετά…» δεν ξεκαθαρίζει το τοπίο και δεν συμβάλει στην πολιτική σταθερότητα που αναμφίβολα έχει ανάγκη ο τόπος. Η συνεχιζόμενη ασάφεια γύρω από το εκλογικό χρονοδιάγραμμα θολώνει την πολιτική ατμόσφαιρα και προκαλεί παρενέργειες που οι συνέπειες τους ίσως φανούν αργότερα.

Υπό αυτό το πνεύμα, ίσως είναι η ώρα για να οριστεί από τώρα με σαφήνεια η ημερομηνία των εκλογών, όπως συμβαίνει στις περισσότερες προηγμένες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Η πρόκληση για τον πρωθυπουργό είναι μεγάλη. Και το κέρδος για την Πολιτική, αλλά και για την ελληνική κοινωνία, ακόμη μεγαλύτερο.

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Με… Βαρεμένους δύσκολα συγκροτείται «προοδευτική συμμαχία»

«Τον προκάλεσε με τον λαϊκισμό της!». Πιο γελοία δικαιολογία δεν μπορούσε να διατυπωθεί από όσους έσπευσαν να «ξεπλύνουν» την άθλια συμπεριφορά του βουλευτή Γιώργου Βαρεμένου κατά της συναδέλφου του Άννας Καραμανλή, από τα χέρια της οποίας άρπαξε βίαια στη διάρκεια τηλεοπτικής εκπομπής τη φωτοτυπία που κρατούσε και έδειχνε τον Αλέξη Τσίπρα να πηγαίνει στο θέατρο λίγες ώρες αφότου κατέπεσε το πολεμικό αεροσκάφος με τους δύο αξιωματικούς.

Είναι χωρίς την παραμικρή αμφιβολία η ίδια δικαιολογία που χρησιμοποιούν οι κάθε είδους βιαστές που τόσο οι ίδιοι όσο και εκείνοι που θέλουν να τους βρουν ελαφρυντικά ισχυρίζονται ότι η εμφάνιση των θυμάτων ήταν τέτοια που προκάλεσε τον θύτη. 

Παρά ταύτα, δεν ξέρω αν ήταν ή όχι σεξιστική η συμπεριφορά του απίθανου αυτού πολιτικού άνδρα, όπως αρκετοί υποστήριξαν, ούτε έχει σημασία η έμφυλη διάσταση του ζητήματος. Το ίδιο θα ίσχυε αν επιτίθετο σε έναν άνδρα που θεωρούσε ότι ήταν του χεριού του και μπορούσε να του επιβληθεί.

Τα πράγματα στην προκειμένη περίπτωση είναι σίγουρα πολύ χειρότερα. Διότι, αν λάβει κανείς υπόψη του τα δεδομένα που συνθέτουν το ακραίο επεισόδιο στο οποίο πρωταγωνίστησε ο πρώην δημοσιογράφος, που εκλέγεται βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ στην Αιτωλοακαρνανία, δεν δυσκολεύεται να συμπεράνει ότι πρόκειται για μια κίνηση με απολύτως φασιστικό υπόβαθρο. 

Μια κίνηση που δεν διαφέρει σχεδόν καθόλου από την ανάλογη συμπεριφορά που είχε επιδείξει προ ενδεκαετίας ο διαβόητος Ηλίας Κασιδιάρης όταν πέταξε νερό στην Ρένα Δούρου και χειροδίκησε κατά της Λιάνας Κανέλλη επειδή τάχατες τον είχαν… προκαλέσει χαρακτηρίζοντάς τον «φασισταριό».

Είναι ειλικρινά απορίας άξιον τι θα έκανε ο διατελέσας και αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Βαρεμένος αν δεν αντιμετώπιζε την βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας σε ένα τηλεοπτικό πλατό και με ανοικτές τόσες κάμερες να τον καταγράφουν. 

Δεν χρειάζεται να διαθέτει κάποιος φαντασία για να υποθέσει βάσιμα ότι δεν θα περιοριζόταν μόνον στη βίαιη απόσπαση του χαρτιού που είχε στα χέρια της. Ο τρόπος που ενήργησε ήταν τέτοιος που είναι βέβαιο ότι η κατάσταση θα ήταν πολύ χειρότερη αν ήταν απούσες οι κάμερες. 

Από την άλλη, μπορεί η Άννα Καραμανλή -δημοσιογράφος κι εκείνη, ωιμέ!- να είχε όντως επιδοθεί σε ένα κρεσέντο λαϊκισμού κραδαίνοντας τη φωτογραφία του κ. Τσίπρα, αλλά με ποια μέτρα και ποια σταθμά ήταν αυτό κάτι που έθιξε τις… ευαισθησίες του κ. Βαρεμένου και των ομοϊδεατών του οι οποίοι έσπευσαν να του συμπαρασταθούν; 

Ήταν αυτή η πρώτη φορά που ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ άκουγε να επικρίνεται αδίκως ένας πολιτικός ώστε να εξεγερθεί τόσο πολύ που να μην μπορέσει να συγκρατήσει το… πάθος για την αλήθεια και κατά της αδικίας το οποίο αίφνης τον κατάλαβε; 

Είναι προφανές ότι τίποτε από όλα αυτά δεν βάρυνε στη συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑίου βουλευτή. Η προϊστορία του, άλλωστε, είναι τέτοια που κάθε άλλο μαρτυρεί. 

Ο ίδιος και οι συν αυτώ, προκειμένου να εξασφαλίσουν και να διατηρήσουν τα αξιώματα, τα οποία τους έδιναν τη δυνατότητα να κρύβουν δεκάδες χιλιάδες ευρώ σε μετρητά στους εξαεριστές των σπιτιών τους, χαζογελούσαν με συγκαταβατική ικανοποίηση όταν άκουγαν από το βήμα της Βουλής υπουργούς που στήριζαν με την ψήφο τους να απευθύνονται προς τους πολιτικούς τους αντιπάλους με φράσεις όπως: «Στα τέσσερα εσείς, στα τέσσερα…». 

Ο καθένας σε αυτό που αποκαλείται δημόσια σφαίρα διαθέτει τη δική του ιστορία, έχει το δικό του παρελθόν και παρόν, τα οποία σε μεγάλο βαθμό προδιαγράφουν και το μέλλον ενός εκάστου. 

Υπό αυτή την έννοια, θεωρώ ότι δεν υπάρχει εχέφρων άνθρωπος που να… συγκινείται από τη δήθεν ιερά οργή κατά του λαϊκισμού που καταλαμβάνει πολιτικούς με τις προδιαγραφές του κ. Βαρεμένου. 

Η ευαισθησία κατά του λαϊκισμού δεν είναι το «φόρτε» τους. Ισχύει μάλλον το ακριβώς αντίθετο.

Δεν είναι τυχαίο ότι το κόμμα με το οποίο εκλέγεται ο κ. Βαρεμένος έσπευσε να του παράσχει άλλοθι, εξομοιώνοντας τη φασιστική συμπεριφορά του με τον λαϊκισμό της συναδέλφου και τηλεοπτικής συνομιλήτριάς του. 

Αν ήταν ίδια μεγέθη ο λαϊκισμός και η χειροδικία, τότε τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα έπρεπε να βρίσκονταν διαρκώς αντιμέτωποι με καταιγισμό χειροδικιών. 

Σε αυτές τις περιπτώσεις, το κενό περιεχομένου «ηθικό πλεονέκτημα» όσων αυτοπροσδιορίζονται ως τάχατες «προοδευτικοί» δεν έχει κανένα νόημα.

Όπως και να έχει, το 2023 βρίσκεται πλέον πολύ μακριά από το 2012 που η ελληνική κοινωνία ήταν -δικαιολογημένα ή όχι- στα «κάγκελα» και δικαιολογούσε τους κάθε λογής ακτιβισμούς ακόμη και όταν αμφισβητούσαν κεκτημένα του πολιτικού πολιτισμού που είχαν κατοχυρωθεί με κόπους, θυσίες και συχνά με αίμα. 

Οι εποχές ευτυχώς αλλάζουν. Σε βαθμό τέτοιο που πολλά από όσα «έργα» την προηγούμενη δεκαετία έκοβαν πληθώρα εισιτηρίων, στην εποχή μας να μη βρίσκουν ακροατήριο πέρα από έναν πεπερασμένο αριθμό φανατικών.

Για παράδειγμα, η αποχή της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τις ψηφοφορίες στη Βουλή, που ανακοινώθηκε πομπωδώς αυτές τις μέρες, μπορεί να είχε νόημα την περίοδο πριν από το 2015, που οι αυταπάτες και οι ψευδαισθήσεις είχαν μεγάλη πέραση. Στις μέρες μας, όμως, κάθε άλλο παρά συνεγείρει τα πλήθη. 

Όλα γύρω μας, άλλωστε, μαρτυρούν ότι με τους κάθε είδους… Βαρεμένους (με μικρό ή μεγάλο αρχίγραμμα) δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι μπορεί να συγκροτηθεί «προοδευτική συμμαχία». 

Κοντός ψαλμός αλληλούια…