Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 26 Μαΐου 2023

Πόσο «χαρισματικός» είναι αλήθεια ο Αλέξης Τσίπρας;

Η εικόνα του 77χρονου Στέφανου Τζουμάκα να σηκώνεται όρθιος το βράδυ της περασμένης Κυριακής στο τηλεοπτικό πλατό για να επιβάλει με έκδηλο θυμό σιωπή στον εκπρόσωπο Τύπου του ΠΑΣΟΚ Δημήτρη Μάντζο, χρησιμοποιώντας σε άψογη αρτινή προφορά τη γαλλική κραυγή «Σιλάνς!», ήταν ένα στιγμιότυπο που νομίζω ότι μπορεί να ερμηνεύσει το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου καλύτερα από όλες τις εισηγήσεις που ζήτησε ο Αλέξης Τσίπρας να καταθέσουν τα πενθούντα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.

Για όσους ίσως δεν το γνωρίζουν ο κ. Τζουμάκας, ο οποίος εξελέγη βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ το… μακρινό 1977, δηλαδή πέντε ολόκληρα χρόνια προτού να γεννηθεί ο κ. Μάντζος που εκλέγεται τώρα για πρώτη φορά στο ίδιο αξίωμα, ορίστηκε τον περασμένο Νοέμβριο επικεφαλής σε Επιτροπή που συγκρότησε ο Αλέξης Τσίπρας για την Πολιτική Στρατηγική και Ανάλυση.

Ανέτρεξα στο Διαδίκτυο για να βρω το έργο της συγκεκριμένης Επιτροπής, για την οποία ομολογώ ότι δεν είχα ακούσει το παραμικρό όλους τους προηγούμενους μήνες, πλην, όμως, εις μάτην. Με εξαίρεση τα διθυραμβικά δημοσιεύματα της περιόδου που διορίστηκε η Επιτροπή, τα οποία έγραφαν για την κίνηση ματ που έκανε ο κ. Τσίπρας με την «αξιοποίηση» του παλαιότατου στελέχους του ΠΑΣΟΚ, δεν βρήκα το παραμικρό.

Θα μπορούσε, βεβαίως, να αντιτείνει κάποιος ότι η πολιτική στρατηγική που κατέστρωσε και οι αναλύσεις που έκανε η «Επιτροπή Τζουμάκα» υπήρξε έργο αθόρυβο. Και ίσως γι΄ αυτό ο εξ Άρτης ορμώμενος παμπάλαιος πολιτικός εξεμάνη όταν ο κατά πολύ νεώτερος του και απόλυτα ευπρεπής κ. Μάντζος αμφισβήτησε τα αισθήματα… ματαίωσης που δήλωσε ότι αισθάνεται ο όψιμος ΣΥΡΙΖΑίος κ. Τζουμάκας, όπως και τον αφορισμό του τελευταίου ότι -τι ειρωνεία αλήθεια!- «το ΠΑΣΟΚ κατέστρεψε τη χώρα»...

Αν, πάντως, ήταν αυτού του επιπέδου η «Τζουμάκειος» στρατηγική πολιτική ανάλυση, ενδεχομένως έτσι εξηγούνται και πολλά άλλα στιγμιότυπα των οποίων γίναμε μάρτυρες σε αυτή την προεκλογική περίοδο. Θέλω να σταθώ μόνον σε ένα από αυτά που νομίζω ότι αποτελεί την ερμηνευτική επιτομή της εκλογικής κατάρρευσης την οποία υπέστη το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα:

Σε ένα από τα προεκλογικά τηλεοπτικά τραπέζια στα οποία μετείχε η -επίσης νεόκοπη στη Κουμουνδούρου- εκπρόσωπος Τύπου Πόπη Τσαπανίδου άρπαξε από τα χέρια του εκπροσώπου της κυβέρνησης Άκη Σκέρτσου το έγγραφο που εκείνος επικαλείτο για να υποστηρίξει ότι το κόστος του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ ξεπερνούσε τα 80 δισ. ευρώ σε τετραετή ορίζοντα. Το μέλημα, ωστόσο, της κ. Τσαπανίδου ήταν να αποδείξει ότι δεν είχε σφραγίδες του Γενικού Λογιστηρίου, από το οποίο είχε υποστηρίξει ο κ. Σκέρτσος ότι άντλησε τα στοιχεία για το κόστος.

Η ίδια, η εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προφανώς και κανείς άλλος από το κόμμα της σε ολόκληρη την προεκλογική περίοδο, δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να αμφισβητήσει μέτρο – μέτρο την ουσία των ισχυρισμών της κυβέρνησης. Κατά το παρελθόν, η αντίκρουσή τους περιοριζόταν στη στερεότυπη κορωνίδα του λαϊκισμού τους ότι «πάνω από τους αριθμούς είναι οι άνθρωποι». Στην πορεία προς την τελευταία εκλογική αναμέτρηση δεν επικαλούνταν ούτε καν αυτό. Ενδεχομένως, με τη συμβολή και των… αναλύσεων του κ. Τζουμάκα, να ήταν τόσο βέβαιοι για τη νίκη τους ώστε να απαξιούν να καταφύγουν ακόμη και σε μια τέτοια επιχειρηματολογία.

Έτσι ίσως εξηγείται και το γεγονός ότι ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ το βράδυ της Κυριακής, έχοντας υποστεί το σοκ της πρωτοφανούς και αναπάντεχης κατάρρευσης των εκλογικών του επιδόσεων, φέρεται να εγκάλεσε τους συνεργάτες του επειδή δεν τον είχαν προϊδεάσει για το οδυνηρό αποτέλεσμα που του επεφύλαξαν οι κάλπες. Από την άλλη, ωστόσο, η συγκεκριμένη αντίδραση αποτέλεσε την απόλυτη επιβεβαίωση του πραγματικού πολιτικού διαμετρήματος του κ. Τσίπρα.

Με την ίδια ευκολία με την οποία οι συγκυρίες της μνημονιακής χρεοκοπίας τον ανέβασαν στο ζενίθ της δόξας του, κάνοντας αρκετούς να μιλούν για έναν «χαρισματικό» πολιτικό, η επιστροφή της Ελλάδας στην κανονικότητα τον προσγείωσε στο ναδίρ, δίνοντας την αφορμή σε πολλούς να διαπιστώνουν την προϊούσα απομάγευση της ελληνικής κοινωνίας από το περίτεχνα φιλοτεχνημένο προφίλ του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ.

Για όποιους, εξάλλου, όλα τα τελευταία χρόνια δεν έτρεφαν αυταπάτες, το αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία. Ήταν αναπόδραστο ότι κάποια στιγμή θα έσπαγε η φούσκα του… άχαστου ηγέτη που δεν δίσταζε μπροστά σε τίποτε και ήταν διατεθειμένος να κάνει τα πάντα. 

Πολεμούσε, υποτίθεται, τη Δεξιά, αλλά δεν είχε πρόβλημα να ξεπλένει τις αμαρτίες και τις ευθύνες των κατ΄ εξοχήν ανθρώπων της που επιτάχυναν την χρεοκοπία. Αποδομούσε, τάχατες, το μνημονιακό ΠΑΣΟΚ αλλά χορηγούσε συγχωροχάρτι και στους πλέον σκληρούς υβριστές του, αρκεί να ήταν έτοιμοι να μεταμορφωθούν σε θαυμαστές του.

Ήταν για γέλια και για κλάματα, η σύνθεση με τις πρώτες σειρές των καθισμάτων της τελευταίας συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ που συνήλθε την Πέμπτη για να αποτιμήσει τα αίτια της εκλογικής ήττας. 

Μπορεί να μην ικανοποιήθηκε ο -ΣΥΡΙΖΑίος τελευταίας εσοδείας- Ευάγγελος Αντώναρος από την θερμότητα του χειροκροτήματος με την οποία έγινε δεκτός ο ηγεμόνας, αλλά η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι που βρέθηκαν μπροστά μπροστά ήταν παλαιοί επικριτές του, αν όχι και υβριστές του: από τον Χατζησωκράτη της ΔΗΜΑΡ και τον Κόκκαλη των ΑΝΕΛ έως τα πρωτοπαλίκαρα του ΓΑΠ Γιάννη Ραγκούση και Συμεών Κεδίκογλου. 

Αρκεί ίσως μόνον να επισημάνουμε ότι ο τελευταίος είχε προφητεύσει ότι «θα έρθει η ώρα που ο κ. Τσίπρας δεν θα μπορεί να διαχειριστεί την αθλιότητα που δημιούργησε».

Αν κρίνουμε από τις τελευταίες δημόσιες παρουσίες του, το πιθανότερο είναι ότι, με την υποστήριξη και όσων η ύπαρξή τους εξαρτάται απολύτως από τη δική του παραμονή στο πολιτικό γίγνεσθαι, δεν θα απαλλαγούμε από τον κ. Τσίπρα ούτε μετά τη νέα ήττα που όλα δείχνουν ότι τον περιμένει στις 25 Ιουνίου. 

Ακόμη και έτσι, όμως, ο πρωθυπουργός που παρέδωσε για 99 χρόνια ολόκληρη την περιουσία της χώρας στους δανειστές της, ο πολιτικός αρχηγός που έκανε υπουργό τον Πάνο Καμμένο, υφυπουργούς τον Χαϊκάλη και τον Ζουράρι και βουλευτή τη Ραχήλ Μακρή, ο διώκτης στα λόγια της Ακροδεξιάς που δεν εύρισκε αίθουσα για τη δίκη της Χρυσής Αυγής και ψάρευε ψήφους στα θολά νερά των οπαδών του Κασιδιάρη, ο αποτυχημένος μίμος ασύγκριτων προσωπικοτήτων του παρελθόντος, θα πάψει οριστικά να θεωρείται «χαρισματικός».

Ο καιρός γαρ εγγύς!

Δευτέρα 22 Μαΐου 2023

Τέλος εποχής (;) για τη… μνημονιακή παράνοια

Είτε το δει κάποιος ως θρίαμβο του Κυριάκου Μητσοτάκη, είτε το προσεγγίσει ως βατερλώ του ΣΥΡΙΖΑ, το χθεσινό εκλογικό αποτέλεσμα συνιστά χωρίς υπερβολή έναν ιστορικών διαστάσεων πολιτικό σεισμό, που όμοιός του δεν έχει καταγραφεί στα κοινοβουλευτικά χρονικά του τόπου μας. Και που, κατά πάσα πιθανότητα, συνιστά το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, της εποχής της μνημονιακής παράνοιας.

Είναι, άλλωστε, χωρίς προηγούμενο, τουλάχιστον στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, η διπλή παραδοξότητα αυτής της εκλογικής αναμέτρησης που συνθέτουν από τη μια η εντυπωσιακή ενίσχυση της εκλογικής απήχησης του κόμματος που ασκούσε επί μια τετραετία -και τι τετραετία!- την εξουσία και από την άλλη η ραγδαία φθορά την οποία υπέστη το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Παρά ταύτα και χωρίς τη διάθεση διεκδίκησης ρόλου μετά Χριστόν προφήτη, πρέπει να ομολογήσω ότι δεν πέσαμε από τα σύννεφα όλοι όσοι ήμασταν αποδέκτες των δημοσκοπικών ευρημάτων.

Οι προσεισμικές δονήσεις που προοιωνίζονταν τον επερχόμενο μεγάλο σεισμό ήταν παραπάνω από αισθητές για όποιον δεν μετέτρεπε την επιθυμία του σε πραγματικότητα, δεν είχε αυταπάτες και δεν είχε καταληφθεί από ψευδαισθήσεις, όπως αυτές που πλήρωσε πανάκριβα η χώρα μας μετά τις πρώτες εκλογές του 2015 και πριν από την κωλοτούμπα που ακολούθησε το επόμενο καλοκαίρι.

«Αν επιβεβαιωθούν από την κάλπη αυτά που βλέπουμε στις έρευνες, πίστεψέ με ότι το βράδυ της 21ης Μαΐου όλοι οι Έλληνες θα τρίβουν τα μάτια τους, βλέποντας το κοινό exit poll που θα δώσουν όλες μαζί οι δημοσκοπικές εταιρίες», έλεγε στον γράφοντα την πρώτη βδομάδα μετά την επίσημη προκήρυξη των εκλογών ο βασικός εκλογικός αναλυτής της κυβερνητικής παράταξης.

Ο συνομιλητής μου συνόδευσε αυτή την άκρως προφητική, όπως περίτρανα αποδείχθηκε κατά τη χθεσινή εκλογική διαδικασία, εκτίμηση με την απορία του για τις ακραίες επιθέσεις που είχε εξαπολύσει εκείνες τις μέρες η Κουμουνδούρου εναντίον των εταιριών που έκαναν μετρήσεις. 

«Η πιάτσα είναι πολύ μικρή και ξέρουμε ότι και ο Τσίπρας παίρνει τα ίδια ακριβώς στοιχεία τα οποία παίρνουμε κι εμείς», παρατηρούσε. «Επειδή αποκλείω να του τα κρύβουν οι συνεργάτες του, αναρωτιέμαι ειλικρινά τον λόγο για τον οποίο συμπεριφέρεται σαν να μην υπάρχουν…», συμπλήρωνε.

Το γεγονός ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και ο στενός πυρήνας των συνεργατών του στην Κουμουνδούρου ήταν ενήμεροι για τα δημοσκοπικά ευρήματα επιβεβαίωναν το ίδιο διάστημα σε κατ΄ ιδίαν συνομιλίες τους οι περισσότεροι από τους υπεύθυνους των εταιριών ερευνών. Οι ίδιοι, μάλιστα, παραδέχονταν ότι είχαν διαμηνύσει στην ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι «εύρισκαν τον ΣΥΡΙΖΑ κοντά στο 20%».

Επειδή, όμως, φοβούνταν ότι θα αυξανόταν το ούτως ή άλλως ασύλληπτο «μπούλινγκ» το οποίο δέχονταν -και με καταγγελίες περί διαπλοκής με την κυβέρνηση- όσοι έδειχναν ότι η ψαλίδα της διαφοράς με τη ΝΔ διαρκώς άνοιγε, για να φυλάξουν τα νώτα τους, έδιναν στον ΣΥΡΙΖΑ μεγαλύτερα ποσοστά από αυτά που είχε το δείγμα τους. 

Στην Κουμουνδούρου, μάλιστα, είχαν επίγνωση αυτού του γεγονότος, αλλά αντί να κάνουν κάτι για να διορθώσουν τη λάθος πορεία που είχαν χαράξει, καλούσαν τις εταιρίες να δώσουν στη δημοσιότητα τα πρωτογενή ευρήματά τους, δηλαδή χωρίς τις σταθμίσεις με τις οποίες ουσιαστικά η δύναμη της αξιωματικής αντιπολίτευσης εμφανιζόταν να είναι μεγαλύτερη από την πραγματική που διαπίστωναν οι έρευνες.

Εκ του αποτελέσματος, λοιπόν, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι προβλέψεις των δημοσκόπων έπεσαν εντελώς έξω σε αυτές τις εκλογές. Και αυτό, κακά τα ψέματα, αποτελεί αναμφισβήτητα μια μεγάλη αλήθεια που δεν πρέπει να μας αφήσει αδιάφορους. 

Μέχρι την τελευταία στιγμή έδιναν το προβάδισμα της ΝΔ να κυμαίνεται από τις 5 έως τις 7 ποσοστιαίες μονάδες και εντέλει η διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν τριπλάσια, αφού ξεπέρασε τις είκοσι μονάδες. 

Βρήκαν, βεβαίως, σε γενικές γραμμές τη σειρά κατάταξης των κομμάτων, αλλά αυτό δεν είναι παρήγορο και ούτε μπορεί να αποτελέσει «άλλοθι» για το γεγονός ότι υπέκυψαν στον εκβιασμό.

Όπως και να έχει, πάντως, το βασικό ζήτημα το οποίο αναδείχθηκε από τις χθεσινές κάλπες δεν είναι τα φοβικά σύνδρομα των δημοσκόπων. Είναι η στάση και η συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ που κατέρρευσαν με τον ίδιο παταγώδη τρόπο με τον οποίο κατέρρευσαν τα εκλογικά του ποσοστά. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι καθυστέρησε να έρθει αυτή η ώρα. 

Στα ένδεκα χρόνια που παρήλθαν από τη μετεωρική ανέλιξη που εμφάνισε το συγκεκριμένο κόμμα μετά τις εκλογές του 2012, στις οποίες πιστοποιήθηκε η διάλυση του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος, οι άνθρωποι που το στελέχωσαν πορεύτηκαν με πρωτοφανή ερασιτεχνισμό και ασύλληπτη θρασύτητα.

Ενώ υιοθέτησαν τις χειρότερες μορφές του παλαιοκομματισμού, από αποστασίες και ρουσφέτια έως εξαγορές ψήφων, εμφανίζονταν να διαθέτουν το διαβόητο, πλέον, «ηθικό πλεονέκτημα» που οι ίδιοι απένειμαν στους εαυτούς τους. Κουνούσαν το δάκτυλο στους αντιπάλους τους, ενώ οι ίδιοι είχαν ακολουθήσει τις πλέον αντιλαϊκές πολιτικές της περιόδου των Μνημονίων, με αποκορύφωμα το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας μέσω του Υπερταμείου.

Όλα αυτά τα χρόνια παρίσταναν τους δήθεν προοδευτικούς, αλλά δεν είχαν πρόβλημα να κανακεύουν και να συνεργάζονται με τα πλέον συντηρητικά στοιχεία του πολιτικού φάσματος, φθάνοντας μέχρι του σημείου να απορροφήσουν το σύνολο των ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου. Παρίσταναν τους πολέμιους των ακροδεξιών, αλλά δεν εύρισκαν αίθουσα για να δικάσουν τους εγκληματίες της Χρυσής Αυγής, αφού θεωρούσαν τις ψήφους τους ευπρόσδεκτες, φθάνοντας μέχρι του σημείου να καλούν ανερυθρίαστα τους οπαδούς του Κασιδιάρη να προτιμήσουν τη δική τους κάλπη.

Έχασαν τις εκλογές του 2019 αλλά δεν διδάχθηκαν τίποτε. Συνέχισαν να πολιτεύονται και ως αξιωματική αντιπολίτευση με τον ίδιο αρνητισμό που είχαν προτού γίνουν κυβέρνηση. Δεν ήθελαν ή ίσως δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι οι καιροί είχαν αλλάξει. 

Επιδίδονταν -και αυτό ήταν το μόνο τους ταλέντο- σε δολοφονίες χαρακτήρα των πολιτικών τους αντιπάλων και οποιουδήποτε άλλου τους ασκούσε κριτική, που με αναίδεια τον αποκαλούσαν «πετσωμένο».

Το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε μια ανορθογραφία την οποία μας κληρονόμησαν οι ακραίες μνημονιακές πολιτικές που δοκίμασαν την κοινωνική συνοχή στην Ελλάδα που χρεοκόπησε. 

Με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που είχε η τετραετία που πέρασε, φάνηκε στη διάρκειά της ότι οι ακραίες μνημονιακές πολιτικές είναι πλέον παρελθόν. 

Παρά τις δυσκολίες της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία, τα εισοδήματα των Ελλήνων αυξήθηκαν και πολλοί συμπατριώτες μας βρήκαν δουλειές. Σίγουρα δεν λύθηκαν τα προβλήματά μας. 

Με την ίδια σιγουριά, όμως, μπορούμε να πούμε ότι τα χθεσινά εκλογικά αποτελέσματα έδειξαν ότι η πλειονότητα των Ελλήνων δεν βολεύεται με την παράνοια την οποία βιώσαμε τα μνημονιακά χρόνια και εκφράστηκε με τις αντιφάσεις, τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες που, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, καλλιέργησαν ο ΣΥΡΙΖΑ και η ηγεσία του.

Υπό αυτή την έννοια, η κατάρρευση του αφηγήματός τους που αναδείχθηκε μέσα από τις χθεσινές κάλπες συνιστά το τέλος μιας ολόκληρης εποχής και την απαρχή μιας νέας. 

Η οποία, ας ελπίσουμε, ότι θα χαρακτηριστεί από την αλήθεια και την επαναφορά στην κανονικότητα της κοινής λογικής και της στοιχειώδους συνεννόησης. Και γι΄ αυτά που λέμε. Και γι΄αυτά που εννοούμε.

Παρασκευή 19 Μαΐου 2023

Οι εκλογές και το «ουκ επ΄ άρτω ζήσεται άνθρωπος….»*

Η πέραν πάσης προσδοκίας επικράτηση του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις κάλπες που στήθηκαν στη γείτονα χώρα την περασμένη Κυριακή συνιστά αναμφίβολα μια εξέλιξη που δεν μπορεί να ικανοποιεί οποιονδήποτε πολίτη ο οποίος εμφορείται από ειλικρινή δημοκρατικά αισθήματα. Διότι, σε κάθε περίπτωση, η ήττα ενός αυταρχικού ηγέτη είναι κέρδος για τους όπου γης θιασώτες της Δημοκρατίας.

Ανεξάρτητα, πάντως, αν, από γεωστρατηγική άποψη, η νίκη του Τούρκου Προέδρου είναι υπέρ ή κατά των εθνικών συμφερόντων της δικής μας χώρας -οι απόψεις διίστανται, με αρκετούς να θεωρούν ότι αποβαίνει υπέρ ημών και άλλους να υποστηρίζουν το αντίθετο-, η έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης στη γειτονική χώρα αποτελεί ένα πολυσήμαντο γεγονός που η ανάλυσή του δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.

Σε αντίθεση, εξάλλου, με τις θετικές επιστήμες, οι κοινωνικές επιστήμες, οι οποίες έχουν στο επίκεντρό τους τον άνθρωπο, δεν επιδέχονται ερμηνείες που βασίζονται είτε στην ερμηνεία την οποία μπορεί να έδωσε ένα πείραμα το οποίο έγινε στο εργαστήριο είτε μια παρατήρηση ενός φαινομένου που συνέβη στο φυσικό περιβάλλον. Ο κανόνας που θέλει και τα δύο αυτά να δίνουν τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα όσες φορές και αν επαναληφθούν δεν ισχύει όταν στην εξίσωση μπαίνει ο παράγων ανθρώπινη βούληση ή προσδοκία.

Υπό αυτή την έννοια, τα αναπάντητα ερωτήματα που αναδείχθηκαν από τις κάλπες στη γείτονα είναι πολλά με πρώτο και κύριο το εξής: Γιατί, άραγε, έπεσαν τόσο έξω σχεδόν όλες οι δημοσκοπήσεις που έδειχναν ότι την πρωτιά στη λαϊκή ψήφο θα αποσπούσε ο αντίπαλος του Τούρκου «Σουλτάνου» που διοικεί με πυγμή τη χώρα του για πάνω από δύο δεκαετίες;

Οι απλοϊκές ερμηνείες του τύπου «οι δημοσκόποι δεν αποτυπώνουν την εικόνα στην κοινωνία, αλλά την διαμορφώνουν», όπως αυτές που ακούμε στη χώρα μας από τους εκάστοτε υποψήφιους χαμένους των εκλογών, δεν βρίσκουν κανένα απολύτως έρεισμα στην προκειμένη περίπτωση. Πολύ περισσότερο που έχω την αίσθηση ότι ουδείς… ζηλεύει την τύχη που μπορεί να περιμένει τους υπευθύνους των τουρκικών εταιριών μέτρησης της κοινής γνώμης μετά τη δραματική διάψευση των προβλέψεων τους.

Το σημαντικότερο, ωστόσο, ερώτημα που χρήζει ευρύτερης ανάλυσης σχετίζεται με αυτή καθεαυτή την εκλογική συμπεριφορά των Τούρκων πολιτών: Πως είναι δυνατόν οι ψηφοφόροι μιας χώρας με τόσο οξείες κοινωνικές ανισότητες να επιβραβεύουν έναν ηγέτη και μια κυβέρνηση που ασκούν την εξουσία σε μια περίοδο που ο επίσημος πληθωρισμός έχει εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη, το εθνικό νόμισμα είναι υπό κατάρρευση, ενώ η φτώχεια η οποία μαστίζει τον μέσο Τούρκο διευρύνεται;

Είτε μας αρέσει, είτε όχι, εκείνο που περισσότερο από τις δημοσκοπήσεις κατέρρευσε στις κάλπες της γείτονος είναι ο στερεοτυπικός ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο «οι περισσότεροι άνθρωποι ψηφίζουν με κριτήριο την τσέπη τους», που δεκαετίες τώρα βρίσκει έρεισμα στην περίφημη φράση «είναι η οικονομία ηλίθιε!» που αποδίδεται στον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον. Ακόμη και αν αυτός είναι ο κανόνας που ισχύει στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι εξαιρέσεις δεν είναι λίγες.

Το απέδειξε περίτρανα, η εκ τους αποτελέσματος αποτυχημένη προεκλογική καμπάνια που ακολούθησε ο αντίπαλος του Ερντογάν, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, εστιάζοντας την εκστρατεία του στην ακρίβεια και συγκεκριμένα στη εκτίναξη της τιμής που κατέγραψε το… κρεμμύδι και είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορούν να το προμηθευτούν τα περισσότερα νοικοκυριά. 

Όμως, ούτε το πανάκριβο κρεμμύδι μέτρησε, ούτε -δυστυχώς, δυστυχέστατα- η εκτεταμένη καταπάτηση των δημοκρατικών ελευθεριών του τουρκικού λαού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των αντιπάλων της καθεστωτικού τύπου αυταρχικής τουρκικής κυβέρνησης.

Καλώς ή κακώς, η περίπτωση της Τουρκίας κατέδειξε ότι η εκλογική συμπεριφορά που επιδεικνύουν οι ψηφοφόροι ανά την υφήλιο δεν υπακούουν πάντα σε προκαθορισμένα ορθολογικά κριτήρια που σχετίζονται με το στενό οικονομικό συμφέρον, προσωπικό ή ταξικό, ενός εκάστου. 

Η ρήση του Ευαγγελίου σύμφωνα με την οποία «ουκ επ΄ άρτω ζήσεται άνθρωπος»* νομίζω ότι αποδίδει και μάλλον ερμηνεύει καλύτερα τη στάση την οποία τηρεί μια αξιοπρόσεκτη μερίδα του εκλογικού σώματος, πολύ πέρα από τα τουρκικά σύνορα. Με άλλα λόγια, συχνά οι άνθρωποι ψηφίζουν χωρίς να έχουν σε πρώτο πλάνο αυτό που δείχνει να επιβάλει το στενό οικονομικό τους συμφέρον. 

Από μια πρώτη άποψη, που μένει να επιβεβαιωθεί και στις 28 Μαΐου, που είναι ο δεύτερος γύρος των τουρκικών προεδρικών εκλογών, προκύπτει ότι ο Ερντογάν κέρδισε κατά κράτος τον ευρύ συνασπισμό των αντιπάλων του, ο οποίος στηρίχθηκε αφειδώς και από παράγοντες εκτός της Τουρκίας, επειδή παρουσίασε στους συμπατριώτες του ένα οραματικό αφήγημα που υπερέβαινε τις τιμές του κρεμμυδιού και της φραντζόλας.

Είτε μας αρέσει είτε όχι, ο Τούρκος Πρόεδρος, που δεν είναι τυχαίο ότι επικρατεί στη μια εκλογική αναμέτρηση μετά την άλλη τα τελευταία είκοσι χρόνια, φαίνεται να κέρδισε τους συμπατριώτες του επειδή μίλησε στις καρδιές του για τον «νέο αιώνα της Τουρκίας», κάτι το οποίο, με ό,τι και αν συνεπάγεται για μας που η γεωγραφία μάς… καταδίκασε να ζούμε στην ίδια γειτονιά, δεν μπορεί και δεν πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους.

Πηγαίνοντας, λοιπόν, κι εμείς σε λιγότερο από 48 ώρες στις δικές μας κάλπες, ας ψηφίσουμε όχι μόνον για το ψωμί μας, δηλαδή για το στενό οικονομικό μας συμφέρον, αλλά και για όλα τα άλλα που εξασφαλίζουν ένα καλύτερο μέλλον για μας και τα παιδιά μας. Επιλογές έχουμε, ας κάνουμε την καλύτερη. 

 

*Η φράση προέρχεται από τον ευαγγελιστή Ματθαίο, ο οποίος περιγράφει την απάντηση την οποία έδωσε ο πεινασμένος Ιησούς όταν στη διάρκεια πολυήμερης νηστείας που έκανε στην έρημο τον πλησίασε ο διάβολος, προκαλώντας τον, αφού είναι γιος του Θεού, να μετατρέψει τις πέτρες σε ψωμιά. Εκείνος του απάντησε ότι «ο άνθρωπος δεν ζει μόνον με ψωμί αλλά με όλα τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα του Θεού». («…οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ»).

Παρασκευή 12 Μαΐου 2023

Οι Τούρκοι με ροζ βίντεο κι εμείς με την… Παναγιά την γκέισα

Μπορεί αρκετοί πολιτικοί να επιμένουν να χρησιμοποιούν τις διόλου πρωτότυπες και απολύτως στερεοτυπικές εκφράσεις ότι «αυτές οι εκλογές είναι οι πιο κρίσιμες της Μεταπολίτευσης», η ατμόσφαιρα, ωστόσο, η οποία επικρατεί στην κοινωνία, μόλις μια εβδομάδα πριν πάμε να ψηφίσουμε, δεν φαίνεται να συνάδει με τόσο βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς.

Με εξαίρεση, άλλωστε, τις τοξικές «μάχες του πληκτρολογίου» τις οποίες δίνουν τα ένθεν κακείθεν τρολ του Διαδικτύου, επιχειρώντας να βγάλουν… «από τη μύγα ξύγκι» για να δικαιολογήσουν προφανώς τον λόγο της ύπαρξής τους, η πραγματικότητα που διαμορφώνεται γύρω μας δείχνει ότι οδεύουμε στην πιο ήπια εκλογική αναμέτρηση των τελευταίων δεκαετιών.

Η πλειονότητα των Ελλήνων φαίνεται να τηρεί τις δέουσες αποστάσεις από τη συνήθη οξύτητα η οποία παραδοσιακά συνοδεύει τις προεκλογικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα κόμματα. Αλλά και οι κομματικές ηγεσίες και τα επιτελεία τους δείχνουν επίσης με τη σειρά τους να συνειδητοποιούν ότι οι ψηφοφόροι δεν είναι ευεπίφοροι στην υπερβολή και δεν… τσιμπούν, τουλάχιστον όσο εύκολα τσιμπούσαν παλαιότερα, σε καμπάνιες που προσπαθούν να αποδείξουν ότι «οι εκλογές είναι πόλεμος στον οποίο αναμετρώνται το φως με το σκοτάδι».

Έχω την αίσθηση ότι η τηλεμαχία της περασμένης Τετάρτης με τους έξι πολιτικούς αρχηγούς που βρέθηκαν στα στούντιο της ΕΡΤ απετέλεσε μια τέτοια ένδειξη, αφού ήταν εμφανής η προσπάθεια όλων να επιδείξουν, έστω και για το φαίνεσθαι, υπευθυνότητα και αξιοπιστία.

Μπορεί να μην απουσίασαν πλήρως οι λαϊκίστικες κορώνες, όπως το κρεσέντο του Κυριάκου Βελόπουλου για την υποτιθέμενη προπαγάνδα των σχολικών βιβλίων υπέρ της… Παναγιάς της γκέισας, αλλά, εδώ και που τα λέμε, δεν ήταν και προς… θάνατον. 

Εξάλλου, ο εν λόγω επιχειρηματίας -κατά δήλωσή του- είχε κατά το παρελθόν επιδοθεί και μάλιστα με πολύ μεγάλη επιτυχία, αν κρίνουμε από τα περιουσιακά του στοιχεία, στο εμπόριο των επιστολών του Ιησού. Μπροστά σε αυτό, η στηλίτευση των κινδύνων κατά της κοινωνίας που υποτίθεται ότι συνιστά το γεγονός ότι τα παιδιά του Δημοτικού στα ελληνικά σχολεία μαθαίνουν ότι άλλοι λαοί αποτυπώνουν διαφορετικά την Παναγία, μοιάζει… πταίσμα. 

Αν εξέλιπαν, άλλωστε, παντελώς οι περιθωριακές γραφικότητες αυτού του είδους, ίσως να ήταν πιο δύσκολη η επιλογή μας. Εφόσον όλοι όσοι διεκδικούν την ψήφο μας ήταν ίδιοι και απαράλλακτοι, με ποιο, άραγε, κριτήριο, θα μπορούσαμε να διαλέξουμε με ποιον θα πάμε και ποιον θα αφήσουμε; 

Στο τέλος τέλος ούτε οι ψηφοφόροι είμαστε ίδιοι μεταξύ μας. Μας διαφοροποιούν, από τη μια, τα συμφέροντα (ταξικά, επαγγελματικά και άλλα) που ο καθείς (επιθυμεί να) εκπροσωπεί και, από την άλλη, οι νοοτροπίες από τις οποίες διακατεχόμεθα όλοι μας. Νοοτροπίες που σχετίζονται με τις απόψεις, τις θέσεις και τις ιδεολογικές προσεγγίσεις ενός εκάστου και οι οποίες κάποιες φορές υποτάσσονται στα συμφέροντα μας και άλλες φορές -κυρίως όταν η ιδεολογία μετατρέπεται σε ιδεοληψία- υπερτερούν και είναι εκείνες που δίνουν τον τόνο της συμπεριφοράς μας.

Με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που διέπουν τη σύγχρονη ελληνική πολιτική πραγματικότητα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι, ρίχνοντας μια πρόχειρη ματιά στα προεκλογικά πεπραγμένα της γειτονικής Τουρκίας, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος ότι υπάρχουν και χειρότερα. Πολύ χειρότερα. 

Εμείς ούτε απόσυρση υποψηφίου είχαμε υπό την απειλή της μετάδοσης ροζ βίντεο, ούτε καταγγελίες για ανάμειξη ξένων δυνάμεων -της Ρωσίας, εν προκειμένω- στα εσωτερικά μας ακούσαμε να διατυπώνονται, όπως συμβαίνει στη γειτονική χώρα η οποία πάει στις κάλπες αυτής της Κυριακής μέσα σε συνθήκες που ουδείς μπορεί να προδικάσει την έκβασή τους.

Είναι πολλοί εκείνοι που προεξοφλούν ότι αν κερδίσουν την εκλογική αναμέτρηση οι αντίπαλοι του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, οι οποίοι σύμφωνα με τις δημοκοπήσεις έχουν το προβάδισμα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η διαδοχή στην εξουσία θα γίνει με ομαλό τρόπο.

Κακά τα ψέματα, από τη μια η μακρά πλέον μεταπολιτευτική μας παράδοση του σεβασμού στην εναλλαγή των κομμάτων στη διακυβέρνηση της χώρας και από την άλλη τα παθήματα της μνημονιακής περιόδου, κατά την οποία πληρώσαμε ακριβά τις ακραίες συμπεριφορές και τις ασύστολες υποσχέσεις, φαίνεται να μας οδηγούν ολοένα και κοντύτερα στην ευρωπαϊκή κανονικότητα. 

Είδαμε, άλλωστε, πως μαζεύτηκαν άρον – άρον στην τηλεμαχία αρκετές από τις ακρότητες για παράλληλα νομίσματα ή για ορθάνοικτα σύνορα που δεν χωρούν στην κοινή λογική από την οποία εμφορείται η πλειονότητα των πολιτών.

Πολλές και ποικίλες ερμηνείες μπορούν να δοθούν για αυτή τη διαφοροποίηση στην ποιότητα του πολιτικού διαλόγου που βλέπουμε συγκριτικά ακόμη και με το πρόσφατο παρελθόν. Αλλά επειδή μπορεί να έχουμε και μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, αμέσως μετά την επερχόμενη πρώτη, ίσως είναι σώφρον να μη σπεύσουμε να βγάλουμε οριστικό πόρισμα για το κατά πόσο θα κρατήσει αυτή η ατμόσφαιρα στο διηνεκές.

Στη παρούσα φάση, κατά την οποία μας χωρίζει μόλις μια βδομάδα από την κάλπη της 21ης Μαΐου, αρκεί ίσως να εκφράσουμε την ελπίδα και την αισιοδοξία μας ότι το κλίμα της δημοκρατικής ομαλότητας που βιώνουμε σε τούτη την προεκλογική περίοδο θα διατηρηθεί χωρίς μείζονες παρεκκλίσεις και την επομένη της λαϊκής ετυμηγορίας. 

Αν λείψουν και οι λαϊκισμοί για την… Παναγιά την γκέισα, τα πράγματα θα είναι ακόμη καλύτερα. (Αλλά ίσως δεν θα πρέπει να τα θέλουμε όλα δικά μας από τη μια στιγμή στην άλλη…).

Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

Γιατί είναι τόσο… βουβές αυτές οι κάλπες;

Έχοντας παρακολουθήσει όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις που έγιναν στη χώρα τις τελευταίες τέσσερις και πλέον δεκαετίες, δεν μπορώ να κρύψω την έκπληξη την οποία αισθάνομαι το τελευταίο διάστημα για την ατμόσφαιρα που επικρατεί από άκρου εις άκρον της χώρας μόλις δύο εβδομάδες προτού να ανοίξουν οι κάλπες της 21ης Μαΐου.

Όπως, εξάλλου, μου εκμυστηρεύονται όλο και περισσότεροι συνομιλητές μου, φαίνεται πως δεν είμαι ο μόνος που διακατέχεται από το αίσθημα της έκπληξης για τον τρόπο με τον οποίο οδηγούμαστε στην τελική ευθεία προς την έκφραση της λαϊκής ετυμηγορίας. 

«Αν δεν άνοιγα κάθε βράδυ την τηλεόραση για να δω τις ειδήσεις, δεν θα ήξερα ότι σε λίγες μέρες θα πρέπει να πάμε να ψηφίσουμε…», μου έλεγε ένας εξ αυτών. 

Άλλος, ο οποίος κινείται καθημερινά για επαγγελματικούς λόγους σε ένα μεγάλο εύρος του λεκανοπεδίου της πρωτεύουσας, μού περιέγραφε ότι, με εξαίρεση κάποιες πλατείες στις οποίες βλέπει κανείς να κείνται κάποια κομματικά περίπτερα, που τις περισσότερες ώρες της ημέρας είναι έρημα, δεν συναντάς σχεδόν πουθενά σημάδια ότι βρισκόμαστε στην κορύφωση της προεκλογικής περιόδου.

Οι εικόνες στους δρόμους των πόλεων δείχνουν ότι οι εκλογές έχουν πάψει πλέον να αποτελούν ένα -με την καλή και την κακή έννοια- πανηγύρι στο οποίο ο κόσμος συμμετείχε με διάφορους τρόπους.

Φαινόμενα του παρελθόντος, όπως, για παράδειγμα, η ηχορύπανση, με τα μεγάφωνα κομμάτων και υποψηφίων να είναι ανοικτά στη διαπασών, καλώντας τον κόσμο να συμμετάσχει στις εκδηλώσεις τους, φαίνεται να έχουν μπει βαθιά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Η ανεξέλεγκτη αφισορρύπανση, η οποία σε γενικές γραμμές δεν έχει εκλείψει ως φαινόμενο, σε αυτή την προεκλογική είναι πολύ περιορισμένη. 

Ενώ οι συγκεντρώσεις των κομμάτων, ακόμη και με ομιλητές τους αρχηγούς τους, γίνονται σε… στενό κύκλο. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, είναι σε κλειστές αίθουσες. Και, προπαντός, χωρίς τις μαζικές μετακινήσεις οπαδών που στόχο είχαν τη δημιουργία εντυπώσεων για… λαοθάλασσες.

Η αλήθεια είναι ότι αρκετά χρόνια τώρα μιλάμε για «εκλογές του καναπέ», καθώς οι πολίτες τηρούν αποστάσεις από τα κόμματα και στον σχεδιασμό των εκστρατειών που κάνουν τα κομματικά επιτελεία κερδίζει διαρκώς έδαφος η επικοινωνία με ηλεκτρονικά μέσα. Παλαιότερα την πρωτοκαθεδρία είχε η τηλεόραση, η οποία, όμως, έχει κόστος και περιορισμούς. Την τελευταία δεκαπενταετία πρωταγωνιστικός είναι ο ρόλος του Διαδικτύου, στο οποίο το κόστος χρήσης είναι προσιτό για όλους όσοι διεκδικούν την ψήφο των πολιτών.

Δεν είναι υπερβολή, πλέον, να μιλάμε για «εκλογές του πληκτρολογίου», αφού αρκούν στοιχειώδεις γνώσεις χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για να οργανώσει κάποιος μια εκτεταμένη καμπάνια με την οποία να κάνει γνωστή την υποψηφιότητα του και να απευθυνθεί σε πολυπληθή ακροατήρια, τα οποία με τις παραδοσιακές μεθόδους, όπως τα κεράσματα στα καφενεία, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να προσεγγίσει. Εκτός του ότι θα του κόστιζαν πολύ περισσότερο.

Όπως και να έχει, πάντως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο «βουβές» κάλπες δεν έχουν ξαναστηθεί στη χώρα μας. Και οι απορίες που μοιραία γεννώνται είναι οι εξής: Να ευθύνεται, άραγε, γι΄ αυτό το κλίμα της «βουβαμάρας», η κόπωση από την ούτως ή άλλως μακρά προεκλογική περίοδο που διανύουμε, αφού οι κομματικοί μηχανισμοί όλων των αποχρώσεων είναι σε εκλογική ετοιμότητα τα δύο τελευταία χρόνια; 

Ή μήπως πρέπει να το αποδώσουμε στο ότι ένα μέρος του εκλογικού σώματος έχει προεξοφλήσει ότι η επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση, στην οποία θα ισχύσει η απλή αναλογική, γίνεται για να γίνει και εκείνη που θα μετρήσει θα είναι η επαναληπτική αναμέτρηση, στην οποία είναι περισσότερο πιθανό ότι θα δώσει βιώσιμη κυβέρνηση;

Κακά τα ψέματα, μπορεί τα κόμματα και οι ηγεσίες τους να χρησιμοποιούν στερεότυπες εκφράσεις του τύπου ότι «βρισκόμαστε ενώπιον της πιο κρίσιμης αναμέτρησης των τελευταίων χρόνων», πλην, όμως, ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος παρακολουθεί τα προεκλογικά τεκταινόμενα με ψύχραιμη απόσταση. Απόσταση, η οποία ενδεχομένως να μην μεταφράζεται κατ΄ ανάγκη σε αδιαφορία για την έκβαση της εκλογικής μάχης. 

Με άλλα λόγια, πολλοί συνέλληνες θα προσέλθουν στα εκλογικά τμήματα για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, χωρίς να χρειάζεται να το διατυμπανίσουν.

Όπως, άλλωστε, γίνεται πολλά χρόνια τώρα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, κάτι το οποίο μας έκανε εντύπωση όταν βρισκόμαστε εκεί παραμονές των δικών τους εκλογικών αναμετρήσεων επειδή δεν βλέπαμε υπερβολές αντίστοιχες με αυτές που αποτελούσαν τη δική μας προεκλογική… κανονικότητα με τα πλαστικά σημαιάκια, τους καβγάδες στους δρόμους και τον αφισοπόλεμο.

Το ερώτημα, πάντως, για το ποιος θα ευνοηθεί από αυτή την -μάλλον πρωτόγνωρη για τα καθ΄ ημάς- προεκλογική «βουβαμάρα» δεν μπορεί να απαντηθεί πριν από το βράδυ της 21ης Μαΐου που θα κλείσουν οι κάλπες και θα αρχίσει η καταμέτρηση των ψηφοδελτίων.

Μέχρι τότε -και εκτός εξαιρετικού απροόπτου- εκείνο που μπορεί να διαγνώσει όποιος δεν τρέφεται από αυταπάτες και ψευδαισθήσεις είναι ότι στην κοινωνία δεν φαίνεται να έχει δημιουργηθεί κλίμα ανατροπής των δεδομένων που έχουμε. 

Εκτός και αν υπάρχει κάποιο υπόγειο ρεύμα το οποίο ουδείς αναλυτής έχει καταφέρει να προβλέψει…