Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

«Ζήτω το Κράτος», αλλά «ποιο Κράτος»;

            Από αρχαιοτάτων χρόνων, στους πολέμους και σε ανάλογες μείζονες κρίσεις, όπως η πρωτοφανής πανδημία την οποία βιώνουμε αυτή την περίοδο, είθισται οι πολίτες να στρέφονται προς το Κράτος ως τον θεσμό και φορέα της συλλογικής βούλησης για ένωση των διάσπαρτων δυνάμεων της κοινωνίας προκειμένου να δώσουν πιο αποτελεσματικά τον αγώνα για περιορισμό των καταστροφικών συνεπειών της εκάστοτε κρίσης.
            Η τάση αυτή είναι ευεξήγητη καθώς θεωρείται λογικό και αναμενόμενο οι πολίτες όχι απλώς να θέλουν αλλά και να απαιτούν την εμπλοκή του Κράτους όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με πολεμικές συρράξεις, φυσικές καταστροφές ή άλλα ακραία φαινόμενα όπως η παγκόσμια υγειονομική κρίση των ημερών μας, που συνιστούν σημαντική απειλή για τις ζωές πολλών ανθρώπων και την μετέπειτα ευημερία πολύ περισσότερων.
            Το Σύνταγμα της χώρας μας περιέχει ρητή διάταξη (στην παράγραφο 3 του άρθρου 21) σύμφωνα με την οποία «το Kράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων». Είναι μια διάταξη που ισχύσει από το 1975 όταν ψηφίστηκε για πρώτη ο ισχύων χάρτης της ελληνικής Πολιτείας και παρέμεινε έκτοτε αναλλοίωτη.
Ίσως δεν είναι κατάλληλος ο χρόνος για ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, αλλά, αφού τέθηκε στη δημόσια σφαίρα, δεν μπορεί να μην επισημανθεί ότι το πως εφαρμόστηκε η εν λόγω συνταγματική πρόνοια είναι θέμα το οποίο σχετίζεται με τις ευαισθησίες και τις προτεραιότητες των εκάστοτε κυβερνήσεων. Συνάμα, όμως, αποτελεί και ζήτημα το οποίο συναρτάται ευθέως τόσο από τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους όσο και από αυτόν καθεαυτόν τον τρόπο διάθεσης των πόρων.
Οι ασύλληπτες, για παράδειγμα, σπατάλες οι οποίες έγιναν στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του τρέχοντος αιώνα, όταν πολλαπλασιάστηκε μέσα σε λίγα χρόνια η φαρμακευτική δαπάνη, δεν είναι άσχετες από την ανάγκη για σημαντική περικοπή των δαπανών που επιβλήθηκε κατά τη μνημονιακή δεκαετία που ακολούθησε.
Κακά τα ψέματα, αν δεν υπήρχαν οι σπατάλες της δεκαετίας που οδήγησαν στις περικοπές της επομένης, το Εθνικό Σύστημα Υγείας θα μπορούσε με τα ίδια χρήματα να ήταν σήμερα σε πολύ καλύτερη κατάσταση τόσο σε ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό όσο και σε νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό.
Θα χρειαζόταν, οπωσδήποτε, ενίσχυση για να αντιμετωπίσει τις έκτακτες συνθήκες που δημιουργεί η πανδημία. Θα διέθετε, όμως, περισσότερους υγειονομικούς, έχοντας κρατήσει και στη χώρα αρκετούς από τους νεότερους γιατρούς οι οποίοι, ενώ σπούδασαν με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, προσφέρουν υπηρεσίες σε άλλες χώρες. Ενώ θα είχε και λιγότερο επιτακτικές ανάγκες για νέες ΜΕΘ και ΜΑΦ, για αναπνευστήρες και αναλώσιμα. 
            Όσο δικαιολογημένο, λοιπόν, είναι να αναφωνούμε αυτές τις μέρες «ζήτω το κράτος», άλλο τόσο επιβεβλημένο είναι να αναρωτιόμαστε «ποιο κράτος είναι αυτό που θέλουμε;». Θέλουμε ένα σύγχρονο και ευέλικτο Κράτος; Ή προτιμούμε ένα Κράτος «Λεβιάθαν» που παραπέμπει στα χρεωκοπημένα κομμουνιστικά καθεστώτα του παρελθόντος και χρησιμοποιείται ως λάφυρο από κάθε λογής επιτηδείους;
Θέλουμε ένα Κράτος το οποίο υπάρχει και λειτουργεί στην υπηρεσία των πολιτών; Ή ένα Κράτος που προσλαμβάνει ανεξέλεγκτα υπαλλήλους (κηπουρούς και όχι νοσηλευτές, διοικητικούς και όχι γιατρούς) χωρίς κριτήρια και αξιολόγηση;
Θέλουμε ένα Κράτος – στρατηγείο που έχει ως κύριο ρόλο να εγγυάται τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών, θέτοντας τους κανόνες; Ή βολευόμαστε με ένα Κράτος, το οποίο είναι έρμαιο των κομματικών εγκάθετων που σιτίζονται από αυτό είτε ως διοικούντες είτε ως συνδιοικούντες συνδικαλιστές;    
           Τα ερωτήματα δεν είναι ούτε θεωρητικά ούτε ρητορικά. Είναι απολύτως πρακτικά. Και ανακύπτουν αβίαστα εξαιτίας του γεγονότος ότι η πλειονότητα όλων όσοι σήμερα αποθεώνουν την ανάγκη της κρατικής παρέμβασης είναι οι ίδιοι που ήταν δογματικά αντίθετοι σε όλες τις προσπάθειες εξορθολογισμού και εκσυγχρονισμού του Δημοσίου μέσω της θέσπισης διαδικασιών και κανόνων για την αξιολόγηση των κρατικών δομών και των υπηρετούντων σε αυτές στελεχών.
Υπό αυτή την έννοια, η παρούσα κρίση που επιτάσσει την οργάνωση της συλλογικής άμυνας στα «ξύλινα τείχη» -για να θυμηθούμε τον χρησμό της Πυθίας πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ.- του Δημοσίου δεν δικαιώνει σίγουρα όλους εκείνους οι οποίοι με φανατισμό υποστήριζαν το κλείσιμο δημόσιων νοσοκομείων, την… κατεδάφιση της ΕΡΤ και άλλες λαϊκίστικες υπερβολές που θα λειτουργούσαν ως «πανάκεια» για την ανάπτυξη.
Εξίσου αδικαίωτη, όμως, παραμένει και η επιμονή όλων όσοι θέλουν την κρατικοποίηση των πάντων και βρήκαν τώρα ευκαιρία να «την πουν» σε όσους δεν ενστερνίζονται τις απόψεις τους κατά της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών ή της εκμάθησης και χρήσης των νέων τεχνολογιών από τους δημοσίους υπαλλήλους προκειμένου να εξελιχθούν.
Για να το πούμε, αν θέλετε, και με ένα ακόμη ευχερές παράδειγμα: Κράτος ήταν το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, το οποίο, υπό την ηγεσία του Νίκου Παπά, ασχολούνταν με… υψιπετή εγχειρήματα όπως η διανομή των τηλεοπτικών αδειών και η… κατάκτηση του Διαστήματος.
Κράτος είναι και το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης που το διαδέχθηκε και, υπό την οποία ηγεσία του Κυριάκου Πιερρακάκη, πήρε το νήμα από το 2014, αν όχι και από το… 2012, για να προχωρήσει επιτέλους η ψηφιοποίηση του ελληνικού Δημοσίου προς όφελος των Ελλήνων πολιτών οι οποίοι με τον απλούστερο τρόπο εκδίδουν αυτές τις μέρες τις άδειες για να κυκλοφορούν.        
             Σε τελική ανάλυση, άλλωστε, στο ερώτημα για «περισσότερο ή λιγότερο Κράτος;», η λογική απάντηση την οποία πάντοτε ενστερνίζονται οι όπου γης νουνεχείς και μετριοπαθείς ήταν και παραμένει μία: αποτελεσματικό Κράτος. Αυτό ακριβώς χρειαζόμασταν πριν από τη κρίση με την πανδημία του κορωνοϊού. Αυτό χρειαζόμαστε τώρα. Αυτό θα χρειαστούμε και μόλις περάσει η κρίση και αρχίσει η ανάκαμψη.

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Όταν τελειώσει ο εφιάλτης…


Πολλά μπορεί να πει κανείς για αυτόν τον μάλλον μακρόσυρτο εφιάλτη που βιώνει ο πλανήτης από τη μια άκρη του ως την άλλη με την επέλαση της πανδημίας του κορωνοϊού. Η μόνη βεβαιότητα, ωστόσο, είναι πως, όταν αργά ή γρήγορα θα τελειώσει, τίποτε δεν θα είναι ίδιο όπως ήταν προτού να ενσκήψει αυτή η τεράστια δοκιμασία στην οποία υποβαλλόμαστε όλοι μας ανεξαιρέτως.
Δεν είναι υπερβολή να παραδεχθούμε ότι είμαστε αντιμέτωποι με μια μοναδική στην ιστορία της ανθρωπότητας δοκιμασία η οποία τείνει να μετατρέψει τον πλανήτη σε μια απέραντη φυλακή, στην οποία εκούσια ή ακούσια μπαίνουμε όλοι: πλούσιοι και φτωχοί, πατρίκιοι και πληβείοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, θρησκευόμενοι και άθεοι, αριστεροί και δεξιοί, βόρειοι και νότιοι, αφεντικά και υπάλληλοι.
Οι χιλιάδες ανθρώπινες ζωές, τις οποίες είναι σφόδρα πιθανό ότι θα θρηνήσουμε παγκοσμίως, η μικρότερη ή μεγαλύτερη ταλαιπωρία που θα υποστούν τα εκατομμύρια, ενδεχομένως, των συνανθρώπων που θα νοσήσουν από τον ιό, όπως και οι ανυπολόγιστες ακόμη ζημιές, τις οποίες θα καταγράψουν οι περισσότεροι κλάδοι της οικονομίας, είναι οι προφανείς αρνητικές συνέπειες για τις οποίες όλοι πλέον μιλούν και, άλλοι έγκαιρα και άλλοι με χαρακτηριστική καθυστέρηση, σπεύδουν να προλάβουν.
Την ίδια ώρα, όμως, οι εξίσου σημαντικές επιπτώσεις που θα επιφέρουν οι βαθιές αλλαγές, οι οποίες για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα επιβάλλονται βιαίως στην προσωπική και στην επαγγελματική ζωή των περισσότερων εξ ημών, είναι αδύνατο να προβλεφθούν. Η έκταση των εξωγενών παρεμβάσεων στην καθημερινότητα ανθρώπων που ζουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Υδρογείου, μπορεί εν τέλει να αποδειχθεί μεγαλύτερη και από εκείνη που συνέβη στη διάρκεια του δύο Παγκοσμίων Πολέμων του προηγούμενου αιώνα.
Άλλωστε, ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν έχουν υποχρεωθεί τόσο πολλοί άνθρωποι να κλειστούν στα σπίτια τους από την απειλή ενός αόρατου εχθρού. Μεγάλους λοιμούς έζησε και άλλες φορές η ανθρωπότητα. Δεν υπάρχει, όμως, κανένα προηγούμενο με τόσο εκτεταμένη υποχρεωτική αλλαγή στον τρόπο ζωής και εργασίας των ανθρώπων, όπως αυτός που επιβάλλεται αυτή την περίοδο στη μια μετά την άλλη τις χώρες όλου του κόσμου.
Η δημοσιογραφική γραφίδα φαντάζει πολύ αδύναμη για να προδιαγράψει τα «αχαρτογράφητα νερά» στα οποία έχουμε βρεθεί να κολυμπούμε όλοι μας. Μόνον ερωτήματα μπορεί να θέσει. Ερωτήματα τα οποία μάλλον θα αργήσουν να απαντήσουν και οι εκπρόσωποι μιας σειράς επιστημονικών κλάδων, όπως οι κοινωνιολόγοι, οι ψυχίατροι, οι πολιτικοί επιστήμονες και τόσοι άλλοι, που θα χρειαστεί να εμπλακούν σε αυτή την ιδιαίτερη περιπέτεια στην οποία έχει εισέλθει η ζωή του ανθρώπινου είδους.
Ποιο, για παράδειγμα, είναι το αύριο των οικογενειών που εκόντες άκοντες ζουν ως έγκλειστοι μέσα στα ίδια τους τα σπίτια; Ποια διάσταση θα πάρει το μεγάλο πρόβλημα της αποτρόπαιας ενδοοικογενειακής βίας, όταν οι βαλλόμενοι άνθρωποι δεν μπορούν να απομακρυνθούν από τις εστίες τους έστω και για τόσο λίγο όσο χρειάζεται για να δώσουν «τόπο στην οργή»;
Αλλά και ευρύτερα: Πόσον καιρό θα κάνουν να σηκώσουν κεφάλι και να ξαναβγούν από τις κρυψώνες τους οι ημιμαθείς του Διαδικτύου που λάνσαραν ένα σωρό ανόητες θεωρίες συνωμοσίας για την προέλευση του ιού; Πόσο θα μετανοήσουν για την ευκολία των απόψεών τους οι φανατικοί αρνητές του δημόσιου συστήματος υγείας;
Ποια θα είναι η τύχη λαϊκιστών πολιτικών, όπως ο Μπόρις Τζόνσον, ο Ντόναλντ Τραμπ ή ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που καθυστέρησαν να πάρουν μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας στις χώρες τους επειδή είχαν εμπιστοσύνη στο… DNA των λαών τους και όχι στην επιστημονική κοινότητα που προειδοποιούσε για τα επερχόμενα δεινά;
Ας οπλιστούμε λοιπόν με υπομονή και κουράγιο. Ο εφιάλτης κάποια στιγμή θα τελειώσει. Και, όπως συνέβη αρκετές φορές με τραγωδίες του παρελθόντος, μαζί με τις πολλές ζημιές είναι σίγουρο ότι θα αφήσει πίσω του και αρκετά «κέρδη».
Ο φονικότατος, για παράδειγμα, πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μπορεί να τερμάτισε την «Μπελ Επόκ», κατήργησε όμως τις προϋπάρχουσες αυτοκρατορίες στην Ευρώπη και ανέδειξε νέα έθνη που ήταν καταπιεσμένα, ενώ γέννησε τον υπερρεαλισμό στην Τέχνη και έδωσε το έναυσμα για σειρά από νέες επιστημονικές ανακαλύψεις σε πολλούς τομείς.
Αντιστοίχως, ο φρικαλέος δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έκλεισε το κεφάλαιο της οικονομικής και πολιτικής κρίσης του Μεσοπολέμου που βίωνε πριν το ξέσπασμά του ο τότε κόσμος και εγκαινίασε τη μεγαλύτερη περίοδο ειρήνης, ανάπτυξης και διάχυτης –οικονομικής και όχι μόνον- ευημερίας που γνώρισε ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων του πλανήτη.
Με τη σοφία που τους διέκρινε οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Και το πιθανότερο είναι ότι το τέλος του εφιάλτη, που δεν ξέρουμε ακόμη πόσο θα κρατήσει, θα μας βρει, αν όχι όλους, σίγουρα τους περισσότερους, πιο σοφούς και πιο προσγειωμένους.
Τηρώντας, λοιπόν, όλους τους κανόνες της επιστήμης και της λογικής, που θα μας βοηθήσουν να φέρουμε πιο κοντά το τέλος του εφιάλτη, ας αισιοδοξήσουμε ότι το αύριο που θα έρθει μαζί του θα είναι σίγουρα πιο ευοίωνο. Να είμαστε υγιείς, να το απολαύσουμε!

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

Οι κρίσεις απαιτούν ηγεσία και αποφάσεις!


Στα χρόνια που η οικονομική κρίση στην Ελλάδα ήταν στο αποκορύφωμά της συνήθιζα να επισκέπτομαι, για λόγους ρεπορτάζ, το γραφείο ενός αξιωματούχου της εποχής με κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση της κυβερνητικής πολιτικής και δυνατότητα ισχυρής παρέμβασης στον τότε πρωθυπουργό.
Παρά τον σεβασμό που μου ενέπνεαν από τη μια η εμπιστοσύνη που μου έδειχνε και από την άλλη το ασκητικό και διόλου αλαζονικό πνεύμα που χαρακτήριζε την άσκηση της εξουσίας του, οι διαφωνίες μας ήταν συχνές κυρίως εξαιτίας της μεγάλης έκπληξη που αισθανόμουν κάθε φορά που μου εκμυστηρευόταν τις συνθήκες υπό τις οποίες διαμόρφωνε τις απόψεις του.
Τα περισσότερα σαββατοκύριακα, σύμφωνα με τις διηγήσεις του, επισκεπτόταν μονές ανά την ελληνική επικράτεια προκειμένου να αντιληφθεί το κλίμα που εισέπρατταν οι ηγούμενοι και οι λοιποί μοναχοί από το… χριστεπώνυμο ποίμνιο με τον οποίο έρχονταν σε επαφή. Ήταν εδραία η πεποίθησή του ότι οι μονές ήταν τα καλύτερα «βαρόμετρα» για να αντιληφθεί ο ίδιος –που δήλωνε «αμετανόητος αντιμνημονιακός»- για τις διαθέσεις της κοινής γνώμης και να τις μεταφέρει στο Μέγαρο Μαξίμου.
Δεν εμπιστευόταν ούτε τις δημοσκοπήσεις, ούτε τους βουλευτές ή τα στελέχη του κόμματός του. Θέσφατο για εκείνον ήταν αυτό που «λένε οι καλόγηροι», επειδή πίστευε ότι ήταν ανιδιοτελείς. Το επιχείρημα ότι αυτά που του μετέφεραν άνθρωπο απομονωμένοι από τον έξω κόσμο μπορεί να μην είχαν σχέση με την πραγματικότητα δεν τον έπειθε και ούτε τον απασχολούσε.
Ο πρωταγωνιστής της μικρής αυτής ιστορίας κάποια στιγμή βρέθηκε, για άλλους αλλά όχι πολύ διαφορετικούς λόγους, κακήν κακώς εκτός κυβέρνησης. Αλλά και η κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε δεν είχε και καλύτερη κατάληξη. Ίσως και επειδή συνέχισε να ασκεί την πολιτική της ακολουθώντας αντίστοιχες νόρμες.
Ανέσυρα τούτες τις μέρες στη μνήμη του τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, παρακολουθώντας τη διστακτικότητα της κυβέρνησης και των άλλων φορέων της Πολιτείας να πάρουν σαφή θέση και να πουν ξεκάθαρα για το μείζον ζήτημα της προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κορωνοϊό αυτό που χθες είπε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Το αυτονόητο, δηλαδή, σύμφωνα με το οποίο: «Ό,τι ισχύει για τις δημόσιες συναθροίσεις, ισχύει και για τις εκκλησίες μας».
Είναι η δεύτερη φορά μέσα σε δύο εβδομάδες που ο πρωθυπουργός αποφάσισε να «σπάσει αυγά» και να λάβει τις αποφάσεις που απαιτούσαν οι δύσκολες περιστάσεις με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπη η κυβέρνησή του. Η πρώτη ήταν όταν αντέδρασε άμεσα και αποτελεσματικά στην τεράστια πρόκληση του Τούρκου Προέδρου να αποπειραθεί να εκβιάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, καταλύοντας τα σύνορα της Ελλάδας.
Η απόφαση για το κλείσιμο των συνόρων και η συνακόλουθη ριζική αλλαγή της παθητικής μεταναστευτικής πολιτικής που πέντε χρόνια τώρα ακολουθεί η χώρα μας, ήταν μια αποφασιστική κίνηση η οποία έδειξε ηγεσία. Το ίδιο έδειξε και η πρωθυπουργική πρωτοβουλία να αναλάβει ο ίδιος να μιλήσει στους πιστούς Χριστιανούς για το τι επιβάλλεται να κάνουν και τι όχι.
Σε μια καθοριστική στιγμή για αυτή καθεαυτή την υπόσταση της ελληνικής Πολιτείας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε δύο επιβεβλημένες πρωτοβουλίες που δεν ικανοποιούν απλώς το λαϊκό αίσθημα αλλά στέλνουν ένα ισχυρό μήνυμα για την κινητοποίηση και την εγρήγορση της ελληνικής κοινωνίας που βρίσκεται αντιμέτωπη με τεράστιους κινδύνους.
Οι Βελόπουλοι, οι Πολλάκηδες (για φαντασθείτε ο περί ου να ήταν ακόμη υπουργός αρμόδιος για τα θέματα της δημόσιας Υγείας και να χειριζόταν τη συγκεκριμένη κρίση;), οι Κραουνάκηδες, οι Αμβρόσιοι υπήρχαν από παλαιά και μάλλον θα υπάρχουν και στο μέλλον, βουτηγμένοι μέσα στη μικρότητα του «ελληναράδικου» περίγυρου τους…
Γι΄ αυτό και το ζητούμενο σε τέτοιες ώρες μεγάλων κρίσεων είναι οι δυνάμεις της λογικής και της υπευθυνότητας να ασκούν τον ρόλο τους, παίρνοντας ξεκάθαρες θέσεις χωρίς να αφήνουν στους κάθε είδους λαϊκιστές τον ζωτικό χώρο που διεκδικούν για να προμοτάρουν την -εμπορική, ιδεοληπτική ή όποια άλλη- «πραμάτειά» τους.
Οι ετερόκλητες δυνάμεις του παραλογισμού ανθούν εκεί που απέχουν οι εχέφρονες ταγοί. Και οι παρεμβάσεις τους βρίσκουν έδαφος όταν οι πολίτες αφήνονται έρμαια τους. Το βιώσαμε πολλές φορές στο απώτερο και το πρόσφατο παρελθόν. Η χώρα μπήκε σε μεγάλες περιπέτειες και οι Έλληνες πλήρωσαν βαρύ τίμημα κάθε φορά που πήραν το «πάνω χέρι» οι εμφορούμενοι από αυταπάτες, ψευδαισθήσεις και φαντασιώσεις.
Ας ελπίσουμε να μην ξανασυμβεί. Ούτε με τη μεταναστευτική κρίση. Ούτε με την κρίση της πανδημίας του κωρονοϊού. Οι κρίσεις και για να προληφθούν, αλλά και για να αντιμετωπιστούν, απαιτούν ηγεσία και αποφάσεις!