Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Τα «κοράκια», οι… κόρακες και η χαμένη τιμή του πολιτικού κόσμου


Παρά την απύθμενη θρασύτητα που αναδύεται από την «υπόθεση Πάτση», το μέγα, δηλαδή, σκάνδαλο με πρωταγωνιστή τον βουλευτή Γρεβενών, ο οποίος, αν και νομικός, έγραφε στα παλαιότερα των υποδημάτων του ολόκληρο το δικαιικό μας σύστημα, μόνον όποιος εθελοτυφλεί μπορεί να αρνηθεί ότι τα όσα ήρθαν αυτές τις μέρες στο φως της δημοσιότητας δεν αποτελούν παρά το σύμπτωμα μιας χρόνιας παθογένειας που βαραίνει σχεδόν το σύνολο του πολιτικού δυναμικού της χώρας.

Πως αλλιώς, άλλωστε, μπορεί να ερμηνευτεί ότι για περισσότερο από μια τριετία συνεχιζόταν χωρίς συνέπειες για τον Ανδρέα Πάτση τόσο η προκλητική καταπάτηση των ρητών διατάξεων του Συντάγματος για τις ασυμβίβαστες δραστηριότητες με το αξίωμα του βουλευτή όσο και μιας πλειάδας –«δρακόντειων», υποτίθεται- νόμων για τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης όσων εκλέγονται στο Κοινοβούλιο;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρώτη ευθύνη ανήκει στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας η οποία «φιλοξένησε» στα ψηφοδέλτια της ένα πρόσωπο με το προφίλ του περί ου ο λόγος βουλευτή. Είναι προφανές ότι τόσο εκείνος που τον πρότεινε, όσο και όσοι άναψαν το «πράσινο φως» για να είναι υποψήφιος δεν μπήκαν καν στον κόπο να κάνουν ένα στοιχειώδη έλεγχο για το ποιόν του ανθρώπου αλλά και για τις επαγγελματικές του δραστηριότητες τις οποίες -για να πούμε και του στραβού το δίκιο- δεν απέκρυπτε.

Το ηθικό, εξάλλου, ασυμβίβαστο ανάμεσα στην πολιτική δράση ενός προσώπου και τη δραστηριοποίηση του ίδιου ή της οικογένειας του στον τομέα των εισπρακτικών εταιριών δεν είναι η πρώτη φορά που τίθεται στη δημόσια σφαίρα. Προ ετών, μακαρίτης πλέον, παλαιός πολιτικός είχε υποστεί τα… πάνδεινα όταν έγινε ευρέως γνωστό ότι μέλη της οικογένειας του είχαν αναπτύξει σχετική επαγγελματική δραστηριότητα. Η ελληνική κοινωνία, καλώς ή κακώς, δεν συμπαθεί τα «κοράκια».

Όπως και να έχει, λοιπόν, οι ιθύνοντες της κυβερνητικής παράταξης όφειλαν να είναι προσεκτικοί πρωτίστως στις επιλογές των υποψηφίων που περιλαμβάνονται στους κομματικούς συνδυασμούς τους, αλλά και κατόπιν για τη δράση που αναπτύσσουν όσο είναι στη Βουλή. Το ερώτημα που αβίαστα προκύπτει είναι το εξής: Πως μπορεί να έχεις προγραμματική δέσμευση για αξιολόγηση και του τελευταίου δημόσιου υπαλλήλου και να μην αξιολογείς τα ίδια τα στελέχη του;

Όταν εξελέγη στην ηγεσία της ΝΔ ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε υποσχεθεί ότι θα εφαρμόσει παντού την αξιολόγηση. Δυστυχώς, όμως, όπως συνέβη και με άλλους ηγέτες κομμάτων παλαιότερα, η υπόσχεση αυτή έμεινε στα λόγια. 

Γι΄ αυτό και όσο και αν διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι στα μεγάλα και πολυσυλλεκτικά κόμματα εξουσίας φυτρώνουν κάθε είδους λουλούδια, με αποτέλεσμα να παρεισφρέουν ανάμεσα τους και ζιζάνια, μια τέτοια δικαιολογία δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για την ανυπαρξία εσωτερικών διαδικασιών ελέγχου και αξιολόγησης του βίου και της πολιτείας του στελεχιακού δυναμικού το οποίο αποφασίζει για τις ζωές μας.

Τα πράγματα θα ήταν ίσως απλούστερα αν περιπτώσεις όπως αυτή του βουλευτή του βουλευτή Γρεβενών περνούσαν μόνον κάτω από τα ραντάρ των ιθυνόντων της παράταξης από την οποία προέρχεται εκείνος που… παραστρατεί. Το μεγάλο δυστύχημα, όμως, είναι ότι ούτε οι θεσμοί της ελληνικής Πολιτείας λειτουργούν με τέτοιον τρόπο ώστε να πιάνονται στην τσιμπίδα του νόμου όσοι, κάνοντας κατάχρηση της εξουσίας που τους δίνουν οι πολίτες με την ψήφο τους, παραβιάζουν τη νομιμότητα.

Από το 1964, οπότε και καθιερώθηκε για πρώτη φορά η νομοθεσία που υποχρεώνει τους πολιτικούς να υποβάλουν τις λεγόμενες δηλώσεις «πόθεν έσχες» που αφορούν τόσο τη διάρθρωση της περιουσιακής τους κατάστασης όσο, πολύ περισσότερο, την προέλευση των εισοδημάτων και των περιουσιακών τους στοιχείων, η Βουλή έχει τροποποιήσει πάμπολλες φορές τις σχετικές νομοθετικές προβλέψεις. Πλην, όμως, η κατάσταση του (μη) ελέγχου παραμένει σχεδόν αναλλοίωτη.

Η ειρωνεία, μάλιστα, είναι ότι ο πρώτος νόμος που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου έφερε τον τίτλο «για την προστασία της τιμής του πολιτικού κόσμου». Ο τρόπος, όμως, που εφαρμόζεται έκτοτε έφερε μάλλον το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Η τιμή του πολιτικού κόσμου όχι μόνον δεν προστατεύεται, αλλά μάλλον εκτίθεται στο σύνολό του. Διότι, δικαιολογημένα ή όχι, η διαιώνιση των παθογενειών δημιουργεί την πεποίθηση ότι ισχύει η περίφημη λαϊκή ρήση σύμφωνα με την οποία «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει».

Είναι μια πεποίθηση, η οποία βρίσκει ισχυρισμό έρεισμα στην επί τόσες δεκαετίες πεισματική άρνηση όλων των κοινοβουλευτικών συνθέσεων και όλων των κυβερνήσεων να αναθέσουν τον έλεγχο των δηλώσεων «πόθεν έσχες» σε ανεξάρτητη αρχή, η οποία να μην σχετίζεται με την πολιτική εξουσία. 

Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η σύνθεση της Επιτροπής Ελέγχου δεν απαρτίζεται πλέον από πλειοψηφία βουλευτών, στην ουσία δεν έχει αλλάξει τίποτε απολύτως, όπως αποδεικνύεται από μια πλειάδα υποθέσεων οι οποίες, ενώ βοούσαν τα στοιχεία, έκλεισαν στο άψε σβήσε και στη λογική του «ούτε γάτα ούτε ζημιά».

Μοναδική εξαίρεση υπήρξε η υπόθεση του Άκη Τσοχατζόπουλου, κάτι που μάλλον οφειλόταν στην πολιτική συγκυρία της εποχής που ξέσπασε. Σε όλες τις υπόλοιπες, οι καταγγελίες για αδικαιολόγητη απόκτηση περιουσιακών στοιχείων δεν βρήκαν τον δρόμο προς τη δικαιοσύνη και οι κυρώσεις που οι νόμοι προβλέπουν έχουν αποδειχθεί κενό γράμμα. 

Μην αμφιβάλετε ότι το ίδιο θα είχε συμβεί και με την προκλητική περίπτωση του κ. Πάτση αν δεν βρισκόμαστε στην τελική ευθεία προς τις εκλογές. Ο ίδιος άλλωστε είχε καταγγελθεί για τα ίδια ακριβώς ζητήματα και προ διετίας και κανείς από τους υπεύθυνους για τον έλεγχο -που δεν ανήκουν μόνον στο κυβερνών κόμμα- δεν είχε συγκινηθεί.

Επειδή, πάντως, όπως πληροφορείται η στήλη, ετοιμάζεται η αλλαγή του νομικού πλαισίου για τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών προσώπων, καθώς πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση και η Ευρωπαϊκή Ένωση, η κυβέρνηση δεν έχει παρά να αναθέσει τον έλεγχο των «πόθεν έσχες» των κοινοβουλευτικών και αυτοδιοικητικών στελεχών στην Αρχή για την Καταπολέμηση των Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, όπως συμβαίνει ήδη με τις αντίστοιχες δηλώσεις δημοσίων υπαλλήλων και δημοσιογράφων.

Ο σημερινός επικεφαλής της Αρχής, πρώην αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπος Βουρλιώτης διαθέτει την έξωθεν καλή μαρτυρία και όλα τα υπόλοιπα εχέγγυα που απαιτούνται για να πειστεί η κοινή γνώμη ότι υπάρχει βούληση να γίνουν πράξη οι επαγγελίες για κάθαρση και μηδενική ανοχή στη διαφθορά. 

Μόνον έτσι τα «κοράκια» θα πάψουν να είναι στο απυρόβλητο επειδή οι άλλοι «κόρακες» θα διστάζουν να τους… βγάλουν το μάτι!

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022

Μικροί ηγέτες κατακρημνίζουν ακόμη και μεγάλες χώρες

Αν και τον καγχασμό δύσκολα μπορούμε να τον αποφύγουμε, δεν ξέρω ειλικρινά αν πρέπει να γελάσουμε ή να κλάψουμε με τα παθήματα της παλαιότερης και εμβληματικότερης κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας του πλανήτη, δηλαδή της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει μπει σε μια άνευ προηγουμένου πολιτική περιδίνηση που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει που θα την οδηγήσει.

Είτε κλάψουμε, είτε γελάσουμε, πάντως, θεωρώ πως δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η απαρχή των δεινών της «Γηραιάς Αλβιώνος» συμπίπτει με την απόφαση που έλαβε για έξοδο από την μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια. Μια απόφαση, η οποία, αν και επισφραγίστηκε από τη λαϊκή ετυμηγορία, αφού η πλειονότητα των Βρετανών ψήφισε, έστω οριακά, υπέρ του Brexit, δεν παύει να είναι αποτέλεσμα μιας ευρύτατης επιχείρησης για τη λαϊκίστικη χειραγώγηση της κοινής γνώμης.

Στα έξι χρόνια που μεσολάβησαν από το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016, με το οποίο περίπου το 52% των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου ψήφισε για να αποχωρήσει η χώρα τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο… παράδεισος που είχαν τάξει στους Βρετανούς οι υποστηρικτές του Brexit, απεδείχθη μια χίμαιρα χωρίς προηγούμενο. 

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι και οι τέσσερις συντηρητικοί πρωθυπουργοί που διαχειρίστηκαν έκτοτε τις τύχες του λαού τους απεδείχθηκαν ο ένας χειρότερος από τον άλλο, χωρίς ουδείς εξ αυτών να καταφέρει να ολοκληρώσει τη συμφωνία εξόδου.

Ο απίθανος Ντέιβιντ Κάμερον, ο οποίος άνοιξε την πόρτα του φρενοκομείου με το δημοψήφισμα, έδωσε αμέσως μετά την σκυτάλη στην περιορισμένων ικανοτήτων Τερίζα Μέι, την οποία -μέσω της απόρριψης από τη Βουλή των Κοινοτήτων των συμφωνιών για αποχώρηση από την ΕΕ- ανέτρεψε ο ανεκδιήγητος Μπόρις Τζόνσον. Για να υποχρεωθεί κι εκείνος σε παραίτηση και αντικατάσταση από αλλοπρόσαλλη Λιζ Τρας, η οποία -τι ειρωνεία!- έμεινε μόλις λίγες εβδομάδες στην Ντάουνινγκ Στριτ, παρόλο που οδηγήθηκε εκεί με την ψήφο των οπαδών της παράταξης της.

Η τύχη της τελευταίας, η οποία υποχρεώθηκε σε παραίτηση έπειτα από μια σειρά από άστοχες πρωτοβουλίες, ήταν μάλλον προδιαγεγραμμένη. Το γεγονός ότι νίκησε στις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές των Τόρις δεν ήταν ικανή συνθήκη για να την καταστήσει αξιόπιστη ηγετική προσωπικότητα. Καιροσκόπος, οπορτουνίστρια και λαϊκίστρια, η Τρας, η οποία στα νιάτα της τασσόταν ακόμη και κατά της βρετανικής μοναρχίας, το 2016 ήταν ενάντια στο Brexit, χωρίς αυτό να την εμποδίσει να στηρίξει εν συνεχεία με φανατισμό την αποχώρηση της χώρας της από την Ε.Ε.

Υπερακοντίζοντας μάλιστα τις απόψεις των Brexiters, ήταν η υπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου που προώθησε νόμο με τον οποίο το Λονδίνο μπορούσε να μην τηρεί το πρωτόκολλο για τη Βόρεια Ιρλανδία, παραβλέποντας τον κίνδυνο που για έναν εμπορικό πόλεμο ανάμεσα στη Βρετανία και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους που μπορούσε να ξεσπάσει. Βλέπετε, οι νεοφώτιστοι είναι πάντα φανατικότεροι από εκείνους που συναντούν στη νέα θρησκεία που ασπάζονται…

Με τον ίδιο, άλλωστε, υπερφίαλο φανατισμό η Λιζ Τρας θεώρησε ότι επειδή βρέθηκε στη Ντάουνιγκ Στριτ θα μπορούσε από τη μια στιγμή στην άλλη να μεταμορφωθεί σε νέα Μάργκαρετ Θάτσερ. Τα οικονομικά μέτρα μείωσης της φορολογίας τα οποία απερίσκεπτα έσπευσε να ανακοινώσει σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κλείσει τη δημοσκοπική ψαλίδα που τη χώριζε από το Κόμμα των Εργατικών, οδήγησαν στο αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

Οι αδυσώπητες αγορές, οι οποίες δεν καταλαβαίνουν από… νταούλια, ούτε… κολώνουν μπροστά σε αυτοαποκαλούμενες «Θάτσερ», αποδόμησαν εν ριπή οφθαλμού την εκτός εποχής οικονομική πολιτική της Τρας. Ενώ η κωλοτούμπα της αναίρεσης της πολιτικής της που έσπευσε να κάνει η οπορτουνίστρια πρωθυπουργός δεν στάθηκε αρκετή για να διασώσει την καρέκλα της. Το προβάδισμα των Εργατικών, οι οποίοι έπειτα από πολλά χρόνια διαθέτουν αξιόπιστη ηγεσία, διευρύνθηκε σε θηριώδη επίπεδα και η ανάγκη για νέα αλλαγή στον βρετανικό πρωθυπουργικό θώκο κατέστη αναπόφευκτη.

Με όλα όσα βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να διαδραματίζονται στη Βρετανία, ίσως δεν εκπλαγούμε ακόμη και με την… παλινόρθωση στην πρωθυπουργία του Μπόρις Τζόνσον που άρχισε -ναι, ναι, στα σοβαρά!- να συζητείται μετά την παραίτηση της Τρας. 

Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης προεξοφλούν ότι όλοι οι επίδοξοι αρχηγοί των Τόρις είναι κατώτεροι των περιστάσεων και το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να προσφύγουν στο εκλογικό σώμα για να αποφασίσει εκείνο τον επόμενο πρωθυπουργό.

Όποια λύση, πάντως, και αν δοθεί σε αυτό το μεγάλο αδιέξοδο ενώπιον του οποίου έχει βρεθεί η βρετανική πολιτική ζωή, το μόνο βέβαιο είναι ότι όσα προηγήθηκαν της πρωθυπουργίας της Λιζ Τρας και όσα θα ακολουθήσουν θα αποτελούν case study στην πολιτική επιστήμη για το πως μικροί ηγέτες είναι ικανοί να κατακρημνίζουν ακόμη και μεγάλες χώρες…

Υ.Γ.: Έχουμε ζήσει κι εμείς ανάλογες καταστάσεις αλλά σίγουρα σε μικρότερη κλίμακα, αφού αποφύγαμε έστω και την ύστατη ώρα το Grexit, ενώ έχουμε και το… άλλοθι ότι -στο τέλος, τέλος- δεν είμαστε και πρώην κοσμοκράτειρα αυτοκρατορία…

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

Με πόσα δισ. ευρώ κερδίζονται οι εκλογές;


Μέσα στην πολυπλοκότητά τους, οι πολιτικές εξελίξεις είναι συχνά πολύ απλές και προδιαγράφονται χάρις στην ικανότητα των πρωταγωνιστών κάθε περιόδου να «διαβάζουν» την διαμορφούμενη πραγματικότητα και να διερμηνεύουν την εκάστοτε κυρίαρχη βούληση της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Δύο πρόσφατα παραδείγματα από τον δημόσιο λόγο των πρωταγωνιστών της εγχώριας πολιτικής σκηνής το μαρτυρούν. Την προηγούμενη Παρασκευή, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας σε τηλεοπτικό πρωινάδικο δήλωσε τα εξής: «Αν εγώ είχα να μοιράσω 50 δισ. θα έβγαινα πρωθυπουργός μέχρι να βαρεθώ να βγαίνω. Ο κ. Μητσοτάκης τα μοίρασε χωρίς κριτήρια. Πήγαν σε ημέτερους. Ωφελήθηκαν οι ισχυροί και η μεγάλη πλειοψηφία δεν ενισχύθηκε».

Τέσσερις μέρες αργότερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του, είπε στους βουλευτές του: «Θέλω να είμαστε πολύ μετρημένοι στον τρόπο με τον οποίον επικοινωνούμε σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συγκυρίες. Έχουμε να επιδείξουμε πάρα πολλά ως κυβερνητικό έργο», αλλά «υπάρχει και η άλλη όψη της πραγματικότητας» που «λέει ότι η κοινωνία περνάει δύσκολα, έχει μεγάλη αβεβαιότητα για τον χειμώνα που έρχεται». 

Και γι΄ αυτό, συμπλήρωσε, «θα πρέπει να επιδεικνύουμε την απαραίτητη σεμνότητα στην επικοινωνία μας ώστε να μην αισθάνονται οι πολίτες ότι υπερφίαλα στεκόμαστε πάνω στις πολλές και σημαντικές επιτυχίες».

Που τέμνονται οι δύο αυτές -από πρώτη ματιά ασύμβατες μεταξύ τους- παρεμβάσεις; Τέμνονται στην ένθεν κακείθεν παραδοχή ότι η κυβερνητική παράταξη διαθέτει αδιαμφισβήτητο εκλογικό προβάδισμα, κάτι άλλωστε που καταγράφεται σε όλες τις μετρήσεις με τις διαθέσεις της κοινής γνώμης. 

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι δεν πιστεύει στις δημοσκοπήσεις, με το επιχείρημα ότι «δεν υπάρχει άλλη χώρα που κάνει τόσες δημοσκοπήσεις κατά τη διάρκεια του έτους». Επιχείρημα το οποίο κανονικά θα έπρεπε να τον οδηγεί στο αντίθετο συμπέρασμα από τη στιγμή που όλες αποτυπώνουν την ίδια ακριβώς τάση. 

Όταν, όμως, θεωρεί ο ίδιος ότι οι εκλογές κερδίζονται με 50 δισ. ευρώ, τότε δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναγνωρίζει, με προφανή ηττοπάθεια, ότι την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση την κέρδισε ήδη ο αντίπαλος του, τον οποίο κατηγορεί ότι μοίρασε το ποσό αυτό.

Δεν ξέρω αν οι απόψεις που εκφράζει ο τέως πρωθυπουργός είναι προϊόν δικής του σύλληψης ή αποτελούν ιδέες των επικοινωνιολόγων που τον συμβουλεύουν, αλλά αυτό δεν αλλάζει ουσιωδώς την κατάσταση. Ο ίδιος, άλλωστε, κέρδισε σχετικά άνετα τις εκλογές του 2015, υποσχόμενος να διανείμει δισ. που δεν είχε στη διάθεσή του, αλλά έχασε πανηγυρικά στις κάλπες του 2019 παρόλο που είχε μοιράσει σωρεία επιδομάτων χωρίς να καταφέρει να αναστρέψει την κατάσταση. 

Στον αντίποδα, ο νυν πρωθυπουργός, είτε με δική του πρωτοβουλία, είτε επειδή έτσι τον συμβουλεύουν οι δικοί του επικοινωνιολόγοι, εμφανίζεται τόσο σίγουρος για τα αποτελέσματα της διακυβέρνησης του που αρκείται σε παροτρύνσεις προς τα στελέχη της παράταξης του να επιδεικνύουν κοινωνική ενσυναίσθηση και να μην προκαλούν τους πολίτες με τους πανηγυρισμούς τους, που όποιος ακούει κάποιους συνεργάτες του, όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης, εύκολα διαπιστώνει ότι δεν αποφεύγουν τον «πειρασμό». 

Χωρίς να υποτιμά κανείς τη σημασία που έχει η δυνατότητα μιας κυβέρνησης να διαθέτει χρήματα για τη στήριξη των πολιτών της, το κριτήριο αυτό δεν είναι το μοναδικό με βάση το οποίο οι πολίτες επιλέγουν εκείνους που θέλουν να τους κυβερνήσουν. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα που βλέπουμε γύρω μας να το αποδεικνύουν.

Στη γειτονική Ιταλία, η συμμαχία Δεξιάς και Ακροδεξιάς, η οποία οδήγησε στην πτώση την επιτυχημένη -με ευρωπαϊκούς όρους- κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι, αντί να τιμωρηθεί από τους Ιταλούς ψηφοφόρους για την κρίση που προκάλεσε, επιβραβεύτηκε στις κάλπες που στήθηκαν πρόωρα και η Τζόρτζια Μελόνι, που ήταν η μόνη που μέχρι πρότινος έκανε αντιπολίτευση, ετοιμάζεται να ορκιστεί πρωθυπουργός.

Στο Βερολίνο, η τρικομματική κυβέρνηση… τίναξε την μπάνκα στον αέρα αποφασίζοντας να διαθέσει 200 δισ. ευρώ για την αναχαίτιση της ενεργειακής κρίσης στη Γερμανία, αλλά η δημοτικότητα του επικεφαλής της, σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Όλαφ Σολτς, παραμένει χαμηλή και το κόμμα του είναι πολύ πιθανό ότι θα υποστεί δεινή ήττα στις τοπικές εκλογές που θα γίνουν το προσεχές διάστημα.

Δεν μπορώ να ξέρω αν ο κ. Τσίπρας, ο οποίος ταξίδεψε αυτές τις μέρες στην Πράγα για να λάβει μέρος στη Σύνοδο των -άλλοτε… «επάρατων»- Ευρωσοσιαλιστών, είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει απόψεις με τον κ. Σολτς. Αν το έκανε, τότε μπορεί να αντελήφθη ότι η πολιτική αξιοπιστία είναι υπέρτατη αξία σε σχέση με τους προϋπολογισμούς.

Όταν, όμως, ο ίδιος κάνει ρεαλιστική στροφή στο Μεταναστευτικό, αναγνωρίζοντας αφενός ότι η θάλασσα έχει σύνορα και αφετέρου ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι ξέφραγο αμπέλι, αλλά ο περίγυρός του -με πρώτη και καλύτερη την «Αυγή»- «παρεξηγείται» επειδή η κυβέρνηση κατηγορεί την Τουρκία για εργαλειοποίηση των μεταναστών, το κέρδος του ρεαλισμού σπαταλιέται ασκόπως και δεν εκταμιεύεται. 

Το ίδιο, λίγο ως πολύ, συμβαίνει και με τα δισ., τα οποία ποτέ δεν είναι αρκετά για να αλλάξουν την προδιαγεγραμμένη πορεία.