Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

«Λευκή πετσέτα» ή ξεκίνημα νέας εποχής;


Αν εξαιρέσει κανείς κάποιες λίγες φραστικές υπερβολές, όπως οι κινδυνολογικές αποστροφές ενός περιορισμένου αριθμού κυβερνητικών στελεχών για τον επερχόμενο Αρμαγεδδώνα μαζί με την κυβερνητική αλλαγή ή οι ισχυρισμοί του Αλέξη Τσίπρα ότι «δεν θα ξεμπερδέψουν έτσι εύκολα με την Αριστερά», σχεδόν τίποτε άλλο δεν θυμίζει ότι βρισκόμαστε δέκα μέρες πριν από την κορύφωση μιας κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης.
Αντιθέτως, ζούμε την πιο ήπια προεκλογική περίοδο, αν όχι από συστάσεως ελληνικού κράτους, σίγουρα της τελευταίας μεταπολιτευτικής 45ετίας. Ελάχιστες αφίσες στους δρόμους. Καθόλου ηχορύπανση στις πλατείες. Πουθενά δεν ηχούν εμβατήρια. Ούτε ακούγονται ντουντούκες που να καλούν τον κόσμο να συμμετάσχει σε ανοικτές συγκεντρώσεις για να κουνήσει πλαστικές σημαίες, συμβάλλοντας σε ένα στημένο τηλεοπτικό σόου με στόχο αποκλειστικά και μόνον τις εντυπώσεις.
Είναι, χωρίς αμφιβολία, απορίας άξιο πως ξαφνικά οι συνήθως φασαριόζοι Έλληνες μεταμορφωθήκαμε σε ψύχραιμους Ευρωπαίους που δεν θεωρούν ότι στην επερχόμενη κάλπη συγκρούονται δύο κόσμοι και ούτε αναμετρώνται το φως με το σκότος. Ακόμη και στα παραδοσιακά καφενεία, που το πάλαι ποτέ ήταν χωρισμένα ανάλογα με τα φρονήματα των θαμώνων τους, δεν συναντά κανείς ανθρώπους να λογομαχούν, πολύ περισσότερο να τσακώνονται για τη διαφορετική ψήφο που προτίθενται να ρίξουν.
Τα πρώτα δείγματα ότι κάτι αλλάζει στην πολιτική ατμόσφαιρα τα είχαμε ήδη από την παραμονή των πρόσφατων ταυτόχρονων αναμετρήσεων για την Ευρωβουλή και την Αυτοδιοίκηση. Τότε πολλοί απέδωσαν το φαινόμενο στην παραδοσιακή χαλαρότητα της ευρωψήφου και στο ότι δεν διακυβεύονταν η διακυβέρνηση της χώρας και άρα τα προνόμια που μεταφέρονται από μια ομάδα σε μια άλλη όποτε αλλάζουν νομέα τα κυβερνητικά οφίτσια.
Η άμεση, ωστόσο, προκήρυξη βουλευτικών εκλογών που ακολούθησε, όχι μόνον δεν αντέστρεψε την εικόνα, τροφοδοτώντας με πόλωση το πολιτικό σκηνικό, αλλά καταλάγιασε έτσι περαιτέρω τα πάθη, σε βαθμό τέτοιο που όποιος επισκέπτεται τη χώρα αυτή την περίοδο δεν βρίσκει κανένα σημάδι που να του δείχνει ότι πάμε σε εκλογές. Και μάλιστα σε εκλογές που σχεδόν μετά βεβαιότητας θα οδηγήσουν σε πολιτική αλλαγή.  
Τι συνέβη, λοιπόν; Να οφείλεται αυτή η απροσδόκητη εικόνα στο γεγονός ότι όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί που διεκδικούν την εξουσία έχουν ψηφίσει Μνημόνια, παρά τις περί του αντιθέτου προγενέστερες διακηρύξεις τους; Ή να έχει επιδράσει καθοριστικά στη συμπεριφορά των Ελλήνων η πολύχρονη κρίση η οποία κατέδειξε ότι σε πολύπλοκα προβλήματα δεν υπάρχουν απλές λύσεις;
Όπως ακριβώς οι λύσεις στα πολύπλοκα προβλήματα δεν είναι απλές, το ίδιο συμβαίνει και με τις εξηγήσεις σύνθετων κοινωνικών μεταβολών, όπως προφανώς είναι το εντελώς διαφορετικό κλίμα υπό το οποίο οδεύουμε προς τις κάλπες. Με άλλα λόγια, είναι βέβαιο ότι οι παράγοντες που διαδραμάτισαν ρόλο σε αυτή τη διαφοροποίηση είναι περισσότεροι του ενός.
Η απομυθοποίηση, για παράδειγμα, των λαϊκίστικων βερμπαλισμών που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια είναι σίγουρα ένας από τους λόγους που οι πολίτες δεν παθιάζονται και δεν παραληρούν στο άκουσμα μεγαλόστομων υποσχέσεων. Η «λευκή πετσέτα», επίσης, που πέταξαν στο τερέν οι οπαδοί, οι φίλοι και τα στελέχη της κυβερνητικής παράταξης μετά την ψυχρολουσία που δοκίμασαν από την αναπάντεχη γι΄ αυτούς ήττα των ευρωεκλογών, είναι σίγουρα ένας ακόμη λόγος που συνέβαλε για να πέσουν οι τόνοι.
Από την άλλη, δεν μπορεί να παραβλεφθεί και το νέο ύφος με το οποίο πολιτεύθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τη μέρα που αναδείχθηκε στην ηγεσία του κόμματός του. Είτε επειδή, όπως λένε οι φίλοι του, έτσι είναι ο χαρακτήρας του, είτε διότι, όπως αντιτείνουν οι αντίπαλοί του, έτσι τον συμβούλεψαν οι επικοινωνιολόγοι του, ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας χάραξε μια στρατηγική ήπιας πολιτικής αντιπαράθεσης που, κακά τα ψέματα, δεν άρεσε σε πολλούς ακόμα και μέσα στο κόμμα του.
Αντιμετώπισε αμυντικά σκληρές επιθέσεις που δέχθηκαν ο ίδιος, η σύζυγός του και συνεργάτες του. Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να αποφασίσει να απαντήσει στις βολές που δεχόταν, αλλά και πάλι το έκανε τηρώντας προσχήματα και χωρίς τα υπερβαίνει τα εσκαμμένα, όπως τον συμβούλευαν ορισμένοι. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, τον δικαίωσε. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ο Αλέξης Τσίπρας κατέρρευσε όταν διαπίστωσε ότι «δεν τον έχει», όπως νόμιζε ο ίδιος επειδή έτσι τον είχαν πείσει οι κλασσικοί αυλοκόλακες που δεν λείπουν από καμία πολιτική αυλή.     
 Όπως και να έχει, το ενδιαφέρον γι΄ αυτό το φαινόμενο της νέας προεκλογικής συμπεριφοράς που επιδεικνύουν, ενόψει της 7ης Ιουλίου, τα κόμματα, οι υποψήφιοι, αλλά και οι ψηφοφόροι επικεντρώνεται στο ερώτημα: Πρόκειται για κάτι πρόσκαιρο που οφείλεται στη «λευκή πετσέτα» που πέταξαν οι απογοητευμένοι κυβερνητικοί ή βρισκόμαστε μπροστά στο ξεκίνημα μιας νέας εποχής που οι πολίτες θα κάνουν τις επιλογές τους χωρίς πάθος και –γιατί όχι- χωρίς φόβο;
Ο καιρός θα δείξει…

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

Καιρός να μπει φρένο στο «κάθε πέρυσι και καλύτερα»



Είναι αρκετά χρόνια τώρα κατά τα οποία κάθε φορά που διαλύεται η Βουλή, στον απολογισμό που κάνουν οι σκεπτόμενοι πολίτες βρίσκουν ότι τα πράγματα πήγαν χειρότερα από την προηγούμενη φορά.
Από το 2004 έως το 2007, από το 2007 έως το 2009, από το 2009 έως το 2012, από το 2012 έως το 2015 και από το 2015 έως το 2019, παρατηρείται μια συνεχής διολίσθηση τόσο στην ποιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης όσο και στη συμπεριφορά που επιδεικνύουν οι αιρετοί εκπρόσωποι που εμείς στείλαμε στη Βουλή.
Στο κλείσιμο κάθε μιας από αυτές τις περιόδους, οι περισσότεροι συνομολογούν ότι ίσχυσε το «κάθε πέρυσι και καλύτερα…». Οι ελπίδες, ωστόσο, για αντιστροφή του κλίματος, στη λογική του «δεν πάει παρακάτω», κάθε φορά διαψεύδονται. Αποδεικνύεται ότι ο κατήφορος δεν έχει πάτο…   
Από πού να ξεκινήσει κανείς; Από την μεθυστική μετα-ολυμπιακή αμεριμνησία ή από την παραλυτική δεύτερη περίοδο διακυβέρνησης από τον Κώστα Καραμανλή, που με πρόσχημα την οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία η χώρα έπλεε σαν ακυβέρνητο καράβι;   Οι έκτακτες συνθήκες που –μοιραία;- ακολούθησαν, δυστυχώς όχι μόνον δεν βελτίωσαν την κατάσταση αλλά καταφανώς τη δυσχέραναν.
Και κάπως, έτσι, τη μνημονιακή καταβύθιση των περιόδων διακυβέρνησης από τους Γιώργο Παπανδρέου και Αντώνη Σαμαρά, οπότε ήρθαν τα πάνω κάτω στο πολιτικό σύστημα, τη διαδέχθηκε ο μοναδικός στα χρονικά εκμαυλισμός βουλευτών από τον Αλέξη Τσίπρα που κυβέρνησε τη χώρα προσελκύοντας μεμονωμένους βουλευτές από… έξι διαφορετικά κόμματα.
Από τη μια άκρη, οπότε οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των πολιτών «λάκιζαν», μετακινούμενοι σε άλλα κόμματα για να μη πάρουν την ευθύνη της υπερψήφισης των σκληρών μέτρων τα οποία επέβαλαν τα Μνημόνια και ο κίνδυνος της άμεσης χρεοκοπίας, φθάσαμε στην άλλη άκρη. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ ψήφιζαν, σχεδόν χωρίς αντίρρηση, πολύ χειρότερα μέτρα από εκείνα που οι προηγούμενοι δεν διανοούνταν να εγκρίνουν.
Η… συντηρητική κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου συγκλονιζόταν συθέμελα προτού καταφέρει να περάσει από τη Βουλή ήσσονος σημασίας ρυθμίσεις, όπως η μικρή επιμήκυνση στην προθεσμία κατανάλωσης του γάλακτος. Η… προοδευτική κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου περνούσε αβρόχοις ποσί ακόμη και την κατάργηση του ΕΚΑΣ για τους μικροσυνταξιούχους ή την παράδοση ολόκληρης της δημόσιας περιουσίας στο ελεγχόμενο από τους δανειστές «Υπερταμείο».
Είναι εντυπωσιακό, μάλιστα, ότι μια πλειάδα βουλευτών οι οποίοι άλλαξαν στρατόπεδο, χαλώντας τον κόσμο επειδή δεν τους πήγαινε να ψηφίσουν Μνημόνια, στη συνέχεια δεν είχαν πρόβλημα να πουν «ναι σε όλα» αρκεί αυτή η οβιδιακή μεταμόρφωσή τους να διευκόλυνε την επανεκλογή τους με τη νέα σημαία ευκαιρίας που σήκωναν.
Το πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι για ορισμένους εξ αυτών οι πολίτες - ψηφοφόροι επιβράβευσαν την αναξιοπιστία, ου μην αλλά και την αναξιοπρέπεια, που επέδειξαν, επιλέγοντας να τους στείλουν εκ νέου στο Κοινοβούλιο ή να τους εξασφαλίσουν καταφύγιο στο Ευρωκοινοβούλιο.
Εξηγήσεις για το φαινόμενο που θέλει τους διαμαρτυρόμενους πολίτες να ξαναψηφίζουν εκείνους για την συμπεριφορά των οποίων διαμαρτύρονται, υπάρχουν πολλές. Η ελλιπής γνώση, η λάθος εκτίμηση και κυρίως η κυριαρχία του κριτηρίου της αναγνωρισιμότητας, η οποία δεν συμβαδίζει τις περισσότερες φορές με τη συνέπεια και την αξιοσύνη, είναι μερικές από αυτές.
Οι εξηγήσεις, όμως, δεν αποτελούν και δικαιολογίες. Και σίγουρα δεν μπορεί να λειτουργούν ως άλλοθι για να παρακολουθούμε και να αποδεχόμαστε παθητικά τη διαρκή καθοδική πορεία που παρατηρείται γύρω μας με την επίπλευση των φελλών, την επικράτηση των λαϊκιστών και τον εξοβελισμό από το προσκήνιο όσων τολμούν να πουν άβολες αλήθειες.     
Γι΄ αυτό και στις εκλογές που έρχονται, καθώς θα πηγαίνουμε προς την κάλπη ας έχουμε κατά νου ότι, εκτός από το ψηφοδέλτιο του κομματικού σχηματισμού που θα επιλέξουμε, επειδή μας έπεισε ότι ικανοποιεί περισσότερο αυτό που εμείς θεωρούμε δημόσιο συμφέρον, διαθέτουμε και τη δύναμη του σταυρού προτίμησης με την οποία μπορούμε να καθορίσουμε εκείνους που θα μας εκπροσωπήσουν στη Βουλή.
Δεν έχουμε, λοιπόν, παρά να αφιερώσουμε λίγο ή και περισσότερο χρόνο για να σχηματίσουμε προσωπική άποψη για όσους διεκδικούν την ψήφο μας. Διαβάζοντας έντυπα, σερφάροντας στο Διαδίκτυο ή ρωτώντας εκείνους που μπορεί να έχουν καλύτερη γνώση, μπορούμε να διακρίνουμε ποιος είναι άξιος γιατί, για παράδειγμα, στην προηγούμενη ζωή του έχει κάνει κάτι που αξίζει.
Μελετώντας θα μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε ποιος μπήκε στη λίστα των υποψηφίων επειδή είναι γόνος πολιτικού τζακιού, γέννημα του κομματικού σωλήνα, δημιούργημα της τηλεοπτικής υπερπροβολής ή και σκέτος γυρολόγος της πολιτικής που «τρούπωσε» εκεί που βρίσκεται διότι δεν είχε τίποτε αποδοτικότερο να κάνει στη ζωή του.
Όχι, τίποτε άλλο, αλλά να προσπαθήσουμε να βάλουμε, έστω, λίγο φρένο στο αποκαρδιωτικό «κάθε πέρυσι και καλύτερα». Στο χέρι μας είναι. Κυριολεκτικά! 

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

Επιχείρηση «μπαμπούλας» ή «άρμεγε λαγούς και… δέσε χελώνες»



Μετά την αναπάντεχη για την ηγεσία και τα στελέχη του πανωλεθρία που υπέστη ο ΣΥΡΙΖΑ στις κάλπες των ευρωπαϊκών και των αυτοδιοικητικών εκλογών, στον ορίζοντα διεφάνησαν ορισμένα δείγματα ωριμότητας που εκφράστηκαν με την άρον – άρον εγκατάλειψη των διχαστικών διλημμάτων για «την Ελλάδα των πολλών» που (υποτίθεται ότι) συγκρούονταν με τις ελίτ.
Τα προηγούμενα προεκλογικά διλήμματα των κυβερνητικών λειτούργησαν, εν τέλει, προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που προσδοκούσαν το Μαξίμου και η Κουμουνδούρου. Άλλωστε, έπειτα από δέκα συναπτά χρόνια κρίσης και οικονομικής καχεξίας, η ελληνική κοινωνία έχει «μπουχτίσει» από άσκοπες κοκορομαχίες και ανούσιες αντιπαραθέσεις για το ποιος συνέβαλε λιγότερο ή περισσότερο στην πρωτοφανή για ειρηνική περίοδο παρατεταμένη παρακμή που βιώνουμε.
Καλώς ή κακώς, ήρθαν έτσι τα πράγματα ώστε –μετά τα πολλαπλά Μνημόνια που υιοθετήθηκαν- να μην μπορεί κανείς από όσους τουλάχιστον διεκδικούν την εξουσία να παραστήσει τον άσπιλο και τον αμόλυντο, όπως συνέβη σε παρελθούσες προεκλογικές περιόδους. Τα αποτελέσματα των εκλογικών αναμετρήσεων της 26ης Μαΐου έδειξαν ότι η πλειονότητα των ψηφοφόρων δεν δελεάζεται από μεγαλόστομες διακηρύξεις και δεν βολεύεται με ατάκτως ερριμένες εκμαυλιστικού τύπου ρουσφετολογικές μικροδιευθετήσεις.
Ίσως επειδή έπαθαν περισσότερες από μια φορές, δείχνουν να έμαθαν ότι δεν πρέπει να θαμπώνονται από «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα». Και μοιάζει πια να θέλουν να πειστούν ότι εκείνον που θα προτιμήσουν δεν θα είναι ένας απλός θεατρίνος που αναμηρυκάζει παρωχημένα υποσχεσιολογικά λεκτικά σχήματα, όπως η διαβόητη «κατάργηση του Μνημονίου με ένα νόμο και με ένα άρθρο».
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέβηκε στις ευρωεκλογές με μοναδικά «όπλα» του τα ρουσφέτια και το θράσος της υπεροψίας με το οποίο, σε πείσμα όλων των μετρήσεων, η ηγεσία και τα στελέχη του είχαν αυτοανακηρυχθεί ως «άχαστοι». Μετά το στραπάτσο που υπέστησαν φάνηκε να κάνουν στροφή προς το αυτονόητο που είναι ότι όποιος κατεβαίνει στις εκλογές είναι υποχρεωμένος να εμφανίσει –για τα μάτια του κόσμου, έστω- ένα υποτυπώδες Πρόγραμμα.
Οι αμυδρές, ωστόσο, ελπίδες για αναβάθμιση του πολιτικού διαλόγου και της ποιότητας της προεκλογικής αντιπαράθεσης τις οποίες δημιούργησε η εκδήλωση στο Μέγαρο Μουσικής για την παρουσίαση των νέων προγραμματικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ, εξανεμίστηκαν πολύ γρήγορα. Από την επομένη κιόλας μέρα τα στελέχη της απερχόμενης κυβέρνησης, αντί να προωθούν τις θέσεις τους, επικέντρωσαν τις δυνάμεις τους στην προσπάθεια να εμφανίσουν τους αντιπάλους τους ως «μπαμπούλες».
Για να είμαστε ειλικρινείς δεν ακολούθησαν κάποια πρωτότυπη στρατηγική. Το αντίθετο, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς. Πριν από αυτούς αρκετοί άλλοι είχαν χαράξει την ίδια κινδυνολογική γραμμή, η οποία τις περισσότερες φορές, αν όχι πάντα, αποδεικνύεται άγονη. Μην ξεχνάμε τι συνέβη το 2015, όταν, κόντρα στις προειδοποιήσεις της τότε κυβέρνηση Σαμαρά, οι πολίτες επέλεξαν πλειοψηφικά τον ΣΥΡΙΖΑ.
Μπορεί με την ύστερη γνώση να ξέρουν πλέον ότι οι εξελίξεις δικαίωσαν όσους προειδοποιούσαν για τους επερχόμενους κινδύνους, τότε, ωστόσο, η πλειονότητα γοητευόταν από τις εξαγγελίες που περιείχε το διαβόητο «Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης» και αρκούνταν σε επισημάνσεις του τύπου «και τα μισά να κάνει, πάλι καλύτερα θα είμαστε».
Τηρουμένων των αναλογιών, μοιάζει να ζούμε το ίδιο έργο με άλλους πρωταγωνιστές. Η Νέα Δημοκρατία καλπάζει προς την εξουσία με το Πρόγραμμα της για μείωση των φόρων, νέες δουλειές και ασφάλεια στην καθημερινότητα του πολίτη. Και ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει –άγονη, ως διαφαίνεται- μάχη οπισθοφυλακών, επικεντρώνοντας στο… κρυμμένο «μυστικό πρόγραμμα» που υποτίθεται ότι έχει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Η φέρελπις Έφη Αχτσιόγλου ξεκίνησε την καινούργια καριέρα της ως εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, καλώντας τα κανάλια όχι να παίξουν τις θετικές προτάσεις του δικού της κόμματος αλλά τα μονταρισμένα πλάνα ενός βίντεο που «αποκαλύπτει», κατά τους κυβερνητικούς προπαγανδιστικούς μηχανισμούς, τη διάθεση του αρχηγού της ΝΔ να λειτουργήσει ως «οδοστρωτήρας» για την επιβολή της «επταήμερης εργασίας».
Από κοντά και τα τρολ του ΣΥΡΙΖΑ, ανάμεσα τους και επώνυμοι δημοσιογράφοι, κατάπιναν αμάσητο το fake news ότι κάτοικοι του Καστελόριζου έδεσαν (!) μια χελώνα για να τη δει ο Κυριάκος Μητσοτάκης που επισκεπτόταν το νησί τους. Αναμφίβολα, είναι απορίας άξιον ποιος νοσηρός εγκέφαλος σκέφθηκε να κατασκευάσει μια τέτοια τερατώδη «είδηση». Αλλά μεγαλύτερη απορία προκαλεί το τι μυαλά κουβαλούν όλοι εκείνοι που την πίστεψαν και έσπευσαν να κάνουν την αναπαραγωγή της.
Πρόκειται, μάλλον, για πολιτική σκέψη που μπορεί να αποδοθεί με τη γνωστή λαϊκή ρήση «άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες» που στην παρούσα φάση περιγράφει γλαφυρά την άκρατη κινδυνολογία που καθοδηγεί την επιχείρηση «μπαμπούλας». Επιχείρηση με την οποία οι κυβερνητικοί φαίνεται να πιστεύουν ότι θα αποτρέψουν το μοιραίο, αρνούμενοι να αντιληφθούν ότι οι κίνδυνοι τους οποίους επισείουν για την κυβερνητική αλλαγή, λειτουργούν, εν τέλει, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

Υπάρχει… άλλος Τσίπρας;


Ήπιος, μειλίχιος, προσηνής, ευπροσήγορος, συγκαταβατικός. Χωρίς ίχνος υπεροψίας. Ούτε υποψία οίησης. Δίχως την παραμικρή αλαζονεία. Ένας, εξωτερικά τουλάχιστον, αγνώριστος Αλέξης Τσίπρας έκανε το βράδυ της Τρίτης την εμφάνισή του στα στούντιο της δημόσιας τηλεόρασης.
Η μεταμόρφωσή του, όπως αποτυπωνόταν και στο θλιμμένο ύφος που ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του, υπήρξε αξιοπρόσεκτη. Σε βαθμό που νόμιζε κανείς ότι ο φιλοξενούμενος της ΕΡΤ δεν είχε καμία σχέση με τον πολιτικό ο οποίος μόλις λίγες μέρες πριν κραύγαζε από τα μπαλκόνια το χουλιγκανικής προέλευσης «άντε γεια» προς τους αντιπάλους του. Και ούτε θύμιζε εκείνον που πριν από λίγους μήνες απευθυνόταν στους βουλευτές και επιτακτικά απαιτούσε: «Καθίστε κάτω, τώρα θα τα ακούσετε, τώρα μιλάει ο πρωθυπουργός της χώρας».
Από μια πρώτη «ανάγνωση» της εικόνας του, ο τηλεθεατής έμενε με την εντύπωση ότι παρακολουθούσε στην οθόνη του έναν Ευρωπαίο πολιτικό, ο οποίος επιθυμούσε να κερδίσει το ακροατήριο του με τα επιχειρήματά του. Και, ως εκ τούτου, δεν χρειαζόταν να καταφύγει στην τοξική πόλωση και στον διχασμό του «ή αυτοί ή εμείς», «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», ούτε να κομπορρημονεί «δεν υπάρχει ούτε μια περίπτωση στο εκατομμύριο» να χάσουν ο ίδιος και ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογές.
Ανοίγοντας, ωστόσο, τον ήχο και εμβαθύνοντας στα λεγόμενά του, εύκολα διέκρινε κανείς ότι η εικόνα ήταν παραπλανητική. Μπορεί αναφερόμενος στη συντριβή που υπέστη να προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις με το «ουδέν κακόν αμιγές καλού», πλην, όμως, το τριπλό πάθημα που υπέστη στις ισάριθμες –ευρωπαϊκές, περιφερειακές και δημοτικές- κάλπες δεν φάνηκε να του έγινε μάθημα.
Αντί της απαιτούμενης γενναίας παραδοχής των λαθών του ίδιου και της κυβέρνησής του, επέμεινε στο γνωστό λαϊκίστικο παιχνίδι με τους αριθμούς που απευθύνεται σε ανθρώπους που δεν μπορούν να κάνουν σύνθετες σκέψεις και αρέσκονται να καταπίνουν αμάσητη την εύπεπτη προπαγάνδα που περικλείεται σε απλοϊκά σχήματα με τους «καλούς», που είναι πάντα οι «δικοί μας», και τους «κακούς» που είναι οι «άλλοι».
Ο κ. Τσίπρας, για παράδειγμα, επιχειρώντας να δικαιολογήσει την ηχηρή αποδοκιμασία της πολιτικής του από τη μεσαία τάξη  ισχυρίστηκε ότι το 83% της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσής της «επιβλήθηκε από αυτούς που σήμερα παρουσιάζονται ως δήθεν λυτρωτές της». Ακόμη, όμως, και αν ήταν τυπικά αληθής ο ισχυρισμός του, είναι θρασύτατη εξαπάτηση να υποστηρίζει κάποιος ότι το επιπλέον 17% μπορεί να συγκριθεί με το προηγούμενο 83%.
Διότι, δεν χρειάζεται καν να είσαι… μηχανικός, όπως θύμισε, χωρίς ειρωνική διάθεση, στον κ. Τσίπρα ο συνομιλητής του, για να αντιληφθείς ότι η νέα επιβάρυνση λειτουργεί απολύτως προσθετικά. Και, άρα, αν οι προηγούμενοι ευθύνονται, όντως, για το 83% της επιβάρυνσης, εκείνοι που τους διαδέχθηκαν ευθύνονται, αναμφίβολα, για το 100% που πληρώνουν τώρα τα φτωχοποιημένα μεσαία στρώματα.
Είναι το ίδιο ακριβώς που ισχύει με τις συντάξεις για τις οποίες οι ιθύνοντες της απερχόμενης κυβέρνησης προσπαθούν να αντικρούσουν την κριτική για τη συρρίκνωσή τους με τον ισχυρισμό «οι άλλοι τις είχαν κόψει δώδεκα φορές». Ακόμη και αν οι ίδιοι τις έκοψαν μόνον μια φορά, η ευθύνη που τους βαρύνει επεκτείνεται στις 13 περικοπές.
Δεν είναι, πάντως, μόνον το προπαγανδιστικό παιχνίδι με τους αριθμούς, το οποίο δείχνει ότι ο κ. Τσίπρας δεν πήρε τα μηνύματα της κοινωνίας. Και, εξ αυτού, μάλλον ματαίως θα περιμένει στην κάλπη της 7ης Ιουλίου το ένα εκατομμύριο των επιπλέον ψηφοφόρων που, με τη μέθοδο του «τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο», υπολογίζει να προσελκύσει: «600.000 που ψήφισαν στις εκλογές του 2015 τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν πήγαν στην κάλπη τώρα για να τον τιμωρήσουν», καθώς «και άλλες 400.000 από όσους επέλεξαν τώρα μικρότερα κόμματα».
Είναι, πολύ περισσότερο, που δεν θέλει και δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι μεταξύ εκείνων που πλήρωσε η κυβέρνησή του στις κάλπες ήταν ο ασελγής τρόπος με τον οποίο, προεξάρχοντος του ιδίου του κ. Τσίπρα, συμπεριφέρθηκαν –και εξακολουθούν να συμπεριφέρονται- τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προς τους θεσμούς της ελληνικής Δημοκρατίας.
Η εμμονική προσπάθεια ελέγχου και ποδηγέτησης της Δικαιοσύνης, ο διαρκής ευτελισμός του Κοινοβουλίου, η συνεχής καταρράκωση κάθε έννοιας αξιοκρατίας, η ακραία αποθέωση του ρουσφετολογικού νταλαβεριού, είναι μερικές μόνον από τις παθογένειες της ελληνικής δημόσιας ζωής, που μπορεί να ίσχυσαν σχεδόν σε όλες τις προηγούμενες περιόδους, ποτέ, όμως, σε τέτοια ένταση και με τόσο αναίσχυντο τρόπο.
Με πρωτοφανή τερτίπια, που τους καθιστούν καταγέλαστους στα μάτια της συντριπτικής πλειονότητας, παρέτειναν την προεκλογική περίοδο αποσκοπώντας αποκλειστικά και μόνο σε ρουσφετολογικές διευθετήσεις και αδιαφορώντας για το αποδεδειγμένα αρνητικό αποτέλεσμα που έχουν στην κάλπη τέτοιες ενέργειες.
Γι΄ αυτό και στο ερώτημα «υπάρχει άλλος Τσίπρας;» που ενδεχομένως να απασχόλησε όσους είδαν τη συνέντευξή του στο προστατευμένο περιβάλλον της ΕΡΤ, η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Όπως, εξάλλου, λέει η αγγλοσαξονική ρήση «Υou can't teach an old dog new tricks». Που ελληνιστί αποδίδεται με το «δεν μπορείς να μάθεις καινούργια κόλπα σε ένα γέρικο σκυλί».
Και, κακά τα ψέματα, όπως έδειξαν ευρύτερα η ετυμηγορία της κάλπης και ειδικότερα οι επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ στις νέες γενιές, ο Αλέξης Τσίπρας, παρά την ηλικία του, μοιάζει με ένα «γερασμένο σκυλί» της πολιτικής.