Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

Επτά εβδομάδες για σκανδαλοθηρία ή προγραμματικές αντιπαραθέσεις

Ελάχιστοι υποθέτω ότι είναι εκείνοι που μπορεί να εξεπλάγησαν από την τροπή που έλαβε η αντιπαράθεση με την οποία εγκαινιάστηκε η προεκλογική περίοδος μόλις ανακοινώθηκε η ημερομηνία κατά την οποία θα στηθεί η πρώτη βουλευτική κάλπη.

Σαν έτοιμα από καιρό τα κομματικά επιτελεία ξεκίνησαν να ξύνουν τον πάτο των βαρελιών με τα κρυμμένα μυστικά και τα ντοκουμέντα για τα «άπλυτα» των αντιπάλων τους, επιχειρώντας να κατακλύσουν την πολιτική ατμόσφαιρα με (εντός ή εκτός εισαγωγικών) αποκαλύψεις.

Το σκηνικό, άλλωστε, δεν είναι ούτε πρωτοφανές ούτε πρωτόγνωρο. Αντιθέτως θα έλεγε κανείς ότι είναι αφόρητα επαναλαμβανόμενο. Σε βαθμό τέτοιο που να δημιουργείται η αίσθηση ότι έχουν χαρακτήρα... εθίμου.

Με ελάχιστες εξαιρέσεις, εξάλλου, στις περισσότερες εκλογικές αναμετρήσεις των πολλών τελευταίων ετών, στο βασικό μενού της προεκλογικής αντιπαράθεσης είχαν σταθερή θέση η σκανδαλοθηρία και η ένθεν κακείθεν απόπειρα δαιμονοποίησης του στελεχιακού δυναμικού της αντίπαλης παράταξης με χαρακτηρισμούς όπως «κλέφτες», «ανεπρόκοποι», «φοροφυγάδες», «μπαταξήδες», κ.ο.κ. 

Η πρακτική είναι γνωστή και δοκιμασμένη. Υποθέσεις οι οποίες φυλάσσονταν στα αρχεία των κομματικών επιτελείων για να χρησιμοποιηθούν στον... κατάλληλο χρόνο, άρχισαν να ανασύρονται από τα συρτάρια. 

Και όταν αυτές δεν επαρκούν για να δημιουργηθούν ισχυρές εντυπώσεις στην κοινή γνώμη, οι επιτετραμμένοι με την σκανδαλοθηρία δεν δυσκολεύονται να ξεφουρνίσουν ξαναζεσταμένες -υπαρκτές ή ανύπαρκτες- καταγγελίες με σκοπό να σερβιριστούν προς άγραν του ενδιαφέροντος του ανυποψίαστου φιλοθεάμονος κοινού.

Παρόλο όμως που είναι πολύ αμφίβολος ο βαθμός επιρροής που έχει αυτή η ατμόσφαιρα στην πλειονότητα των πολιτών και κυρίως σε εκείνους που δεν είναι φανατικά ταυτισμένοι με ένα κόμμα, το μοτίβο δεν αλλάζει. 

Ίσως επειδή η ευκολία που συνεπάγεται η εκτόξευση κατηγοριών είναι λιγότερο κοπιώδης από την προσπάθεια που χρειάζεται για να καταβάλει μια παράταξη προκειμένου να καταδείξει την υπεροχή της σε προγραμματικές προτάσεις.

Είναι, για παράδειγμα, πολύ πιο εύκολο να εξακοντίζει κάποιος μια επίκριση κατά των αντιπάλων του παρά να καταναλώνει φαιά ουσία για να παρουσιάσει μια επεξεργασμένη και τεκμηριωμένη πρόταση για έναν ή περισσότερους τομείς πολιτικής. Για το πρώτο αρκούν η ημιμάθεια, το θράσος και η αμετροέπεια. Το δεύτερο απαιτεί γνώση, προσπάθεια και πνευματική κόπωση.

Η εμπειρία έχει δείξει ότι η προεκλογική σκανδαλοθηρία σπανίως έχει μετρήσιμες επιπτώσεις στην εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Μπορεί να οπλίζει με «επιχειρήματα» τους ταγμένους της κάθε πλευράς, πλην όμως συνήθως αφήνει παγερά αδιάφορους τους μετακινούμενους ψηφοφόρους οι οποίοι αποτελούν το κρίσιμο υποσύνολο του εκλογικού σώματος που καθορίζει την ετυμηγορία της κάλπης.

Όπως και να έχει, οι εχέφρονες πολίτες δεν καταπίνουν αμάσητη την προπαγάνδα για την υποτιθέμενη αποκλειστικότητα του ηθικού πλεονεκτήματος. Είναι σε θέση να αναγνωρίζουν ότι ούτε οι «καλοί» είναι από τη μια όχθη ούτε οι «κακοί» από την άλλη. 

Η ζωή έχει διδάξει ότι οι απλοϊκότητες με βάση τις οποίες κάποιοι διατείνονται ότι τα πράγματα είναι μόνον «άσπρα» ή μόνον «μαύρα» δεν αποτυπώνουν την πολύπλοκη πραγματικότητα η οποία μας περιβάλει.

Είναι αλήθεια ότι οι ταγμένοι της μιας ή της άλλης πλευράς είναι εκείνοι που δίνουν τον τόνο. Εν προκειμένω, δεν λίγοι εκείνοι που αρέσκονται να υποστηρίζουν ότι αποτελεί μείζον πολιτικό ζήτημα το χαριστικό δάνειο που έλαβε από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας πριν από αρκετά χρόνια ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννης Ραγκούσης για να οικοδομήσει ακίνητο το οποίο εκμεταλλεύεται εμπορικά. 

Ούτε φυσικά αποτελούν αμελητέα ποσότητα όσοι είναι έτοιμοι να πιστέψουν ότι τα ουκ ολίγα αρνητικά που βιώνουμε σχετίζονται με το γεγονός ότι ο αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης Νίκος Παπαθανάσης απηλλάγη από την εγγύηση που είχε παράσχει για να δανειοδοτηθεί επιχείρηση με την οποία σχετιζόταν.

Είναι βέβαιο ότι οι πολίτες στο σύνολό τους θα είχαν να κερδίσουν πολύ περισσότερα αν η δημόσια συζήτηση περιστρέφονταν γύρω από την αξιοπιστία των συγκεκριμένων προσώπων. 

Με άλλα λόγια, θα ήταν καλύτερο να συζητούμε για όσα υποστήριζε ο κ. Ραγκούσης προτού προσχωρήσει στον ΣΥΡΙΖΑ για τους πολιτικούς που αλλάζουν κόμματα για να εξασφαλίσουν τα επτά χιλιάρικα της βουλευτικής αποζημίωσης. 

Όπως και για το αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα τα όσα ισχυρίζεται ο κ. Παπαθανάσης και ο πολιτικός του προϊστάμενος Άδωνις Γεωργιάδης τόσο για τη συγκράτηση των τιμών που υποτίθεται ότι επέφερε το λεγόμενο «καλάθι του νοικοκυριού» όσο και για τις ξένες επενδύσεις που προσελκύει η χώρα και οι οποίες άλλοι υποστηρίζουν ότι αποτελούν κατά βάση συναλλαγές στον τομέα του real estate.

Δεν έχω αμφιβολία ότι πηχυαίοι τίτλοι για τη «βίλα με πισίνα στην Πάρο που κτίστηκε με δάνειο της Εργατικής Κατοικίας» ή για το «βαθύ κούρεμα στο υπουργικό δάνειο» είναι πιο εύληπτοι για τη μάζα των πολιτών που είναι αποφασισμένοι να ψηφίσουν τη μια ή την άλλη παράταξη.

Διατηρώ, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση ότι τη διαφορά στις κάλπες που θα στηθούν στις 21 Μαΐου θα την κάνει η μειοψηφία εκείνων που θα ψηφίσουν με κριτήριο τις προτάσεις που θα έχουν ενώπιον τους όταν μπουν στο παραβάν.

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

«Η κόλαση είναι οι… άλλοι» ή «ενός Πολάκη μύριοι Γκλέτσοι έπονται»

Όταν το 2014 ο Σταύρος Θεοδωράκης πήρε την πρωτοβουλία να ιδρύσει το «Ποτάμι», έναν μετριοπαθή πολιτικό σχηματισμό που έστελνε μηνύματα καταλλαγής απέναντι στην αφόρητη οξύτητα που είχε δημιουργήσει η μνημονιακή επέλαση, οι ένθεν κακείθεν φανατικοί ξιφουλκούσαν εναντίον του, καταμαρτυρώντας του τα μύρια όσα, κυρίως μέσα από την ανωνυμία του Διαδικτύου.

Σφοδρότεροι επικριτές του ήταν οι τότε επελαύνοντες προς την εξουσία φίλοι και οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ που δεν εννοούσαν να χωνέψουν τον πιθανολογούμενο κίνδυνο ότι ίσως έχαναν τα λάφυρα που προσδοκούσαν να τους επιφέρει η επερχόμενη εκλογική νίκη. 

Παρά ταύτα, μάλλον αφελώς σκεπτόμενος, ο Θεοδωράκης έτρεφε την αυταπάτη ότι μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 ο Αλέξης Τσίπρας, που δεν είχε αυτοδύναμη πλειοψηφία, θα τον προτιμούσε ως κυβερνητικό εταίρο.

Φυσικά, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ προτίμησε τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου. Με τους οποίους, άλλωστε, μοιράζονταν πολύ περισσότερα από όσα κοινά θα μπορούσε να βρει ο Τσίπρας στους «ποταμίσιους».

Με τον Καμένο μοιράζονταν πρωτίστως τις λαϊκίστικες διακηρύξεις περί κατάργησης του Μνημονίου «με ένα νόμο και ένα άρθρο». Αλλά και την ασύμμετρη μισαλλοδοξία εναντίον των μνημονιακών «εχθρών», χωρίς τους οποίους δεν θα είχαν έρεισμα ύπαρξης ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε οι ΑΝΕΛ.

Το σκηνικό επαναλήφθηκε και μετά την εκλογική αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου του 2015 που ακολούθησε την μεγάλη κωλοτούμπα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ οι οποίοι χωρίς αιδώ μετέτρεψαν σε «ναι» το «όχι» του δημοψηφίσματος, υπογράφοντας το τρίτο και δυσμενέστερο Μνημόνιο.

Ο Θεοδωράκης ανέμενε και πάλι ματαίως πρόσκληση από την Κουμουνδούρου. Η οποία δεν ήρθε ποτέ αφού ο συνεταιρισμός Τσίπρα - Καμμένου είχε ακόμη πολύ μέλλον μπροστά του.

Έπρεπε να έρθει η ώρα να περάσει από τη Βουλή η διαβόητη Συμφωνία των Πρεσπών και να κορυφωθούν τα τσαλίμια του αρχηγού των ΑΝΕΛ για να αναγνωρίσει ο Τσίπρας τη χρησιμότητα του «Ποταμιού». 

Επιφυλάσσοντας στο κόμμα του ρόλο ανταλλακτικού δεκανικιού στην καταρρέουσα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο επικεφαλής του «Ποταμιού» επιτάχυνε την προϊούσα φθορά στην οποία είχε μπει ο φέρελπις σχηματισμός που είχε ιδρύσει πέντε χρόνια νωρίτερα.

Η συνέχεια ήταν, εν πολλοίς, αναμενόμενη. Ο Τσίπρας εξαργύρωσε πολιτικά τα όποια οφέλη θα μπορούσαν να υπάρξουν από μια Συμφωνία, όπως υπογράφηκε στις Πρέσπες με τις ευλογίες της Ε.Ε. και των ΗΠΑ. Ενώ ο Θεοδωράκης επιφορτίστηκε μόνον με ζημία, η οποία μάλιστα απεδείχθη τόσο μεγάλη ώστε να τερματιστεί πολύ άδοξα η πολιτική διαδρομή την οποία διέγραψε το «Ποτάμι».

Η όψιμη αναγνώριση της καλής του διάθεσης από τους παλαιούς σφοδρούς επικριτές του δεν διέσωσε τον πολιτικό Σταύρο Θεοδωράκη. Οπότε, η επιστροφή του εκεί που το ταλέντο του ήταν αδιαμφισβήτητο, δηλαδή στη δημοσιογραφία και στις πετυχημένες τηλεοπτικές εκπομπές μέσα από τις οποίες αναδείχθηκε, ήταν μοιραία εξέλιξη για εκείνον.

Εξίσου μοιραία, όμως, είναι, όπως φάνηκε, και η επανάληψη των χυδαίων επιθέσεων εναντίον του την οποία εξαπέλυσε ένας ολόκληρος στρατός διαδικτυακών χουλιγκάνων μόλις έγινε γνωστό ότι πήρε συνέντευξη από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για την τραγωδία των Τεμπών. 

Μπορεί τα λάφυρα της εξουσίας να μην είναι τόσο ορατά όσο ήταν πριν από οκτώ χρόνια, δεν παύουν όμως να ανεβάζουν την αδρεναλίνη όσων τα ορέγονται.

Πριν καν μεταδοθεί η εκπομπή, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχαν κατακλυσθεί από ρυπαρές αναρτήσεις ανώνυμων και επώνυμων τρολ για υποτιθέμενο «ξέπλυμα του Μητσοτάκη». Λες και ο ρόλος του δημοσιογράφου είναι να βασανίζει τον συνομιλητή του για να ομολογήσει και δεν περιορίζεται στην υποβολή ερωτήσεων και ο συνεντευξιαζόμενος κρίνεται από τις απαντήσεις που δίνει. 

Οι αντιδράσεις συνεχίστηκαν και μετά την μετάδοση της εκπομπής, αλλά τα περισσότερα από όσα γράφηκαν μαρτυρούσαν ότι η πλειονότητα των επικριτών δεν την είχαν δει.

Το πιο εξοργιστικά ενδιαφέρον, ωστόσο, ήταν ότι όταν ο Σταύρος Θεοδωράκης διευκρίνισε πως ανάλογη εκπομπή είχε συμφωνήσει να κάνει και με τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, οι φίλοι του τελευταίου -και ανάμεσα τους και δημοσιογράφοι που παριστάνουν τους επαγγελματίες!- εξεμάνησαν, φθάνοντας μέχρι του σημείου να καλούν τον πρώην πρωθυπουργό να μην ανταποκριθεί στο αίτημα του δημοσιογράφου.

Τέτοια είναι η… δημοκρατικότητα και η… δεοντολογική προσήλωση που χαρακτηρίζει μια πλειάδα συμπολιτών μας οι οποίοι, κατά τα άλλα, κήδονται δήθεν του κύρους της χώρας και τάχατες εξεγείρονται επειδή μια οργάνωση, η οποία εμφορείται από τις ίδιες με εκείνους ιδέες, έχει κατατάξει την Ελλάδα στην 108η θέση από την άποψη της ελευθερίας της ενημέρωσης.

Δεν μπορώ να προβλέψω αν τελικώς ο κ. Τσίπρας θα δώσει συνέντευξη στον Σταύρο Θεοδωράκη. Αν κρίνω από την κατάληξη που είχε η «σύγκρουση» του με τον Παύλο Πολάκη, εκτιμώ ότι θα ενδώσει στις απαιτήσεις του οπαδικού στρατού του και πιο συγκεκριμένα όλων εκείνων που επέβαλαν την επιστροφή στο ψηφοδέλτιο των Χανίων του πρώην αναπληρωτή υπουργού Υγείας. Χωρίς φυσικά ο αποκληθείς και «αψύς Σφακιανός» να μεταμεληθεί ή να αναιρέσει στο παραμικρό τη στοχοποίηση όσων ο ίδιος θεωρεί ότι αντιστρατεύονται τον ισοπεδωτικό λαϊκισμό και την ολοκληρωτική αντίληψη που χαρακτηρίζουν τον ίδιο και -δυστυχώς- το πολυπληθές ακροατήριό του.

Το γεγονός ότι αμέσως μετά το συγχωροχάρτι το οποίο εξασφάλισε ο Πολάκης, τη σκυτάλη της στοχοποίησης όσων δεν συμφωνούν με τον ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε -αδαπάνως, μέχρι στιγμής- ο «πολύς» Απόστολος Γκλέτσος, συνιστά τρανή απόδειξη ότι το εγχείρημα της υποτιθέμενης στροφής Τσίπρα προς το Κέντρο μπήκε στη ναφθαλίνη. 

Το τζίνι της τοξικής εχθροπάθειας έχει βγει από το μπουκάλι και κυκλοφορεί ανεξέλεγκτο και ασύδοτο.

Ο διάσημος Γάλλος φιλόσοφος είχε πολύ παραστατικά περιγράψει τέτοιες καταστάσεις με τη μνημειώδη ρήση σύμφωνα με την οποία «η κόλαση είναι οι… άλλοι». 

Ενδεχομένως, αν ζούσε στην Ελλάδα του 2023 και καλείτο να περιγράψει τον κυκεώνα μέσα στον οποίο θα διανύσουμε τη δίμηνη προεκλογική περίοδο που έχουμε μπροστά μας κατά πάσα πιθανότατα θα αναφωνούσε ότι «ενός Πολάκη μύριοι Γκλέτσοι έπονται»…

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Μήπως οι μετρήσεις μάς δείχνουν μεγάλο συνασπισμό;

Όταν ο έμπειρος και καταξιωμένος αναλυτής Θωμάς Γεράκης της γνωστής εταιρίας ερευνών Marc ανέλαβε το επαγγελματικό ρίσκο να δημοσιοποιήσει την πρώτη μέτρηση με τις διαθέσεις των Ελλήνων, αμέσως μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών που συγκλόνισε το πανελλήνιο, ήταν αρκετοί οι δημοσιολογούντες που έσπευσαν να του επιτεθούν με ανοίκεια μέσα και χαρακτηρισμούς που δεν υπάρχει λόγος να επαναληφθούν.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο αγγελιαφόρος γίνεται στόχος, αλλά ήταν από τις λίγες φορές που η «είδηση» που μετέφερε επιβεβαιώθηκε τόσο γρήγορα και τόσο πανηγυρικά. Αμέσως μετά την έρευνα της Marc, η μια μετά την άλλη, οι δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως δίνουν με εντυπωσιακή ακρίβεια τα ίδια ευρήματα. 

Σε όλες, χωρίς εξαίρεση, τις έρευνες καταγράφεται ο θυμός των πολιτών που προκαλεί υποχώρηση της δύναμης της κυβερνητικής παράταξης η οποία φθάνει μεν στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας επταετίας, πλην, όμως, δεν στερείται την πρωτιά.

Όπως, επίσης, κατέδειξαν και οι επόμενες έρευνες που διενήργησαν η GPO, η ΜRΒ, η Prorata, η Pulse και η Metron Analysis, τις απώλειες της ΝΔ δεν τις καρπώνονται ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ που παραμένει «ακίνητος», ούτε το ΠΑΣΟΚ το οποίο βολοδέρνει στο φάσμα μεταξύ του μονοψήφιου και του διψήφιου ποσοστού. 

Καλώς ή κακώς, οι πολίτες φαίνεται να χρεώνουν τις ευθύνες για το δυστύχημα σε όλα τα κόμματα που διαχειρίστηκαν τις τύχες της χώρας τα τελευταία χρόνια. Περισσότερο στη σημερινή κυβέρνηση, αλλά και οι προηγούμενες δεν θεωρούνται άμοιρες ευθυνών.

Έτσι, άλλωστε, εξηγείται γιατί οι διαρροές ψήφων από τη Νέα Δημοκρατία κατευθύνονται είτε προς τη λεγόμενη «αδιευκρίνιστη ψήφο», στην οποία αθροίζονται άκυρα, λευκά και αναποφάσιστοι, είτε προς τους μικρότερους σχηματισμούς, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ενισχύονται, αλλά ουδείς εξ αυτών σε βαθμό που να προοιωνίζεται συνθήκες ανατροπής του διαμορφωμένου εδώ και χρόνια σκηνικού.

Με άλλα λόγια και σε πείσμα των κάθε λογής συνωμοσιολόγων, που τα βρίσκουν όλα στημένα και προσυνεννοημένα, οι μετρήσεις εν γένει αποτυπώνουν λίγο ως πολύ τις ίδιες τάσεις. 

Οι εταιρίες, οι οποίες στην αρχή της πανδημίας έδειχναν την κυβερνητική παράταξη να προηγείται με σχεδόν είκοσι μονάδες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποτυπώνουν τώρα προβάδισμα ψαλιδισμένο στις τρεις με τέσσερις μονάδες, που με τις αναγωγές μπορεί να φθάνει το πολύ έως τις επτά.

Το πρώτο ενδιαφέρον συμπέρασμα που εξάγεται από το πρόσφατο δημοσκοπικό κύμα είναι ότι έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα ανούσιων αμφισβητήσεων και άγονων αντιπαραθέσεων, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας αρχίζουν να συμφιλιώνονται με την αυτονόητη παραδοχή ότι οι δημοσκοπήσεις δεν είναι παρά «φωτογραφίες της στιγμής» και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν «εντολές γραμμένες στις πλάκες του Μωυσή». 

Όταν αλλάζουν οι συνθήκες, αλλάζουν και οι δημοσκοπήσεις.

Ακόμη πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι το συμπέρασμα που εξάγεται από τα αριθμητικά δεδομένα των μετρήσεων τα οποία, σε τούτη τουλάχιστον τη φάση, καταγράφουν την αδυναμία συγκρότησης μονοκομματικής κυβέρνησης τόσο κατ΄ εφαρμογήν του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής, που θα ισχύσει στην επερχόμενη κάλπη, όσο και με τον εκλογικό νόμο της ενισχυμένης αναλογικής που ψήφισε η σημερινή κυβέρνηση και η ισχύς του οποίου θα ξεκινήσει από την μεθεπόμενη κάλπη.

Οι επιδόσεις των κομμάτων εξουσίας (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) είναι τέτοιες που, αν δεν αλλάξουν δραστικά τα δεδομένα, στη φάση της απλής αναλογικής, δεν πρόκειται να ξεπεράσει τον πήχη της κυβερνητικής αυτοδυναμίας (151 βουλευτές) ούτε το άθροισμα των εδρών που αναμένεται να λάβουν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, ούτε η πρόσθεση των βουλευτών που θα εκλέξουν ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και το ΜέΡΑ 25, ακόμη και αν το τελευταίο περάσει, όπως δείχνουν οι πρόσφατες μετρήσεις, καταφέρει να περάσει το κατώφλι του 3% που δίνει εισιτήριο για την επόμενη κοινοβουλευτική σύνθεση.

Παρόλο που στην παρούσα φάση, οι φανατικοί -και όχι μόνον- όλων των πλευρών το ξορκίζουν, είναι βέβαιο ότι το βράδυ της ημέρας κατά την οποία θα εκφραστεί η λαϊκή ετυμηγορία, το σενάριο της συνεργασίας θα τεθεί στον δημόσιο διάλογο εφόσον τα αποτελέσματα της κάλπης προσομοιάζουν με αυτά που δείχνουν οι τελευταίες μετρήσεις. 

Άλλωστε, ακόμη και αν προκύψει αυτοδυναμία, αυτή δεν μπορεί παρά να είναι οριακή, τόσο μετά την πρώτη όσο και μετά την δεύτερη εκλογική αναμέτρηση.

Με την ενισχυμένη αναλογική, για παράδειγμα, το πρώτο κόμμα για να διαθέτει 151 βουλευτές θα πρέπει να ξεπεράσει το 37,5% των ψήφων. Πόσο σταθερή, όμως, θα είναι μια τέτοια κυβέρνηση; Ας το αναλογιστούν τα στελέχη και οι οπαδοί της ΝΔ που ενδεχομένως δυσκολεύονται να δουν το κόμμα τους να μοιράζεται τα «λάφυρα» της εξουσίας. Και ας το σκεφθούν οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως όσοι εξ αυτών δεν επιθυμούν απλώς να πάρουν τη ρεβάνς.

Μετά και τα πρόσφατα δραματικά γεγονότα, η εμπιστοσύνη των πολιτών στις μονοκομματικές κυβερνήσεις φαίνεται να μειώνεται.

Ταυτόχρονα, η στροφή προς το Κέντρο και την ήπια προεκλογική αντιπαράθεση που δείχνει να κάνει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τις τελευταίες εβδομάδες παίρνει αποστάσεις από τον «πολακισμό», διευκολύνει τον διάλογο για την εξεύρεση ενός βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος ικανού να οδηγήσει τη χώρα στο μέλλον.

Άλλωστε, οι περιπτώσεις του Ισραήλ και της Βουλγαρίας που την τελευταία διετία οδηγούνται σε ατέρμονες εκλογικές αναμετρήσεις χωρίς να επιτυγχάνουν κυβερνητική σταθερότητα, αποτελούν παραδείγματα προς αποφυγή. 

Στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται, τόσο από τις διεθνείς όσο και από τις εγχώριες εξελίξεις, το αίτημα για συνεννόηση των βασικών πολιτικών δυνάμεων γίνεται επιτακτικότερο από ποτέ.

Γι΄ αυτό και ο λεγόμενος μεγάλος συνασπισμός, δηλαδή η συγκυβέρνηση ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αποκλείεται a priori. Καθώς πλέον οι διαφορές που χωρίζουν τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις δεν είναι -εξαιρουμένων των φιλοδοξιών για την ανάληψη θώκων- τόσο μεγάλες, μοιραία η προοπτική της συνεργασίας τους θα αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων.

Αν οι συζητήσεις αυτές ευοδωθούν, πολλά πράγματα είναι δυνατόν να αλλάξουν προς το καλύτερο. Μπορεί τα ένθεν κακείθεν άκρα να φρυάξουν, πλην όμως σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα θα αποτελέσει πολύ σύντομα μια υπαρκτή πραγματικότητα που θα απογειώσει την ελληνική οικονομία και θα ανακουφίσει την ελληνική κοινωνία η οποία βιώνει ακόμη δυσκολίες που ορθώθηκαν στον δρόμο της εξαιτίας της μνημονιακής επέλασης.

Αν ρωτάτε πόσο πιθανό είναι να συμβεί κάτι τέτοιο, προσωπικά δεν τρέφω μεγάλες αυταπάτες. Γι΄ αυτό και η απάντηση που δίνω είναι απλή: από λίγο έως ελάχιστα. Αλλά ποιος μας εμποδίζει να ελπίζουμε και να προσδοκούμε το καλύτερο;

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2023

Πόσες φορές ακόμη θα αποδειχθούμε Επιμηθείς;

Δεν νομίζω ότι απαιτούνταν ιδιαίτερες γνώσεις κοινωνικής ψυχολογίας, επικοινωνίας και πολιτικού μάρκετινγκ για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος του σοκ από το οποίο κατελήφθη η μέση ελληνική οικογένεια από την πρώτη στιγμή που έγιναν γνωστές οι συνθήκες οι οποίες οδήγησαν στο φρικιαστικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών.

Χωρίς να υποτιμώ τη χρησιμότητα των ειδικών, θεωρώ ότι μόνον όποιος προσεγγίσει τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο σκέπτεται, δρα και συμπεριφέρεται η ελληνική κοινωνία μπορούσε να διαγνώσει την συλλογική οδύνη, το βαθύ πένθος και την εκτεταμένη οργή που προκάλεσε στην πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών ο άδικος χαμός τόσων νέων ανθρώπων.

Σε μια περίοδο κατά την οποία στο συλλογικό υποσυνείδητο είχε αρχίσει να δημιουργείται η εντύπωση ότι αφήνουμε σιγά σιγά πίσω μας τις μεγάλες δοκιμασίες της μνημονιακής εποχής, η απροσδόκητη (;) σύγκρουση των δύο αμαξοστοιχιών ήρθε να γκρεμίσει τον μύθο ότι αλλάξαμε σελίδα και αρχίσαμε να γράφουμε τις πρώτες σελίδες της νέας ευρωπαϊκής κανονικότητας που (οι περισσότεροι τουλάχιστον) νοιώθουμε την ανάγκη ότι μας αξίζει να ζήσουμε.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σημαντικότερη επίπτωση που επέφερε στο συλλογικό γίγνεσθαι το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών ήταν η ανασφάλεια την οποία σκόρπισε σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, σε συνδυασμό με την ταύτιση την οποία ένοιωσαν πολλοί συμπολίτες μας με την απερίγραπτη θλίψη όσων έχασαν τους ανθρώπους τους και είδαν τις ζωές τους να ανατρέπονται από τη μια στιγμή στην άλλη.

Άλλωστε, το τρένο θεωρούνταν, καλώς ή κακώς, μέχρι την αποφράδα 28η Φεβρουαρίου το πιο ασφαλές μεταφορικό μέσο, ακόμη και από όσους δεν το χρησιμοποιούσαν. Πολύ περισσότερο για τους γονείς πολλών νέων παιδιών που έχασαν τη ζωή τους στο αδιανόητο δυστύχημα οι οποίοι τους παρότρυναν να το πάρουν επειδή προεξοφλούσαν ότι θα τους τηλεφωνούσαν να τους πουν ότι έφθασαν ασφαλείς στον προορισμό τους.

Γι΄ αυτό και η απόπειρα να δικαιολογηθούν εκ των υστέρων οι πολύ πρόσφατες διαβεβαιώσεις του αρμόδιου υπουργού περί της ασφάλειας του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου, που τόσο τραγικά διαψεύστηκαν, όχι μόνον δεν γίνεται ανεκτή, αλλά -δικαιολογημένα μάλλον- εξοργίζει ακόμη περισσότερο την ήδη θυμωμένη κοινή γνώμη.

Έτσι που ήρθαν τα πράγματα και ανεξάρτητα από το μερίδιο ευθύνης που επιμερίζει ο καθένας ανάμεσα στο μοιραίο ανθρώπινο λάθος και στα χρόνια συστημικά προβλήματα, τα οποία αναδείχθηκαν από τη πολυαίμακτη σύγκρουση των συρμών, οι πολίτες απαιτούν ειλικρίνεια και ενσυναίσθηση. Δεν θέλουν μισόλογα και απεχθάνονται την κυνικότητα για την ανομολόγητη παραδοχή περί του μοιραίου και αναπότρεπτου.

Οι κυνικοί ισχυρισμοί, εξάλλου, του τύπου ότι «ξέραμε την αλήθεια, αλλά δεν την λέγαμε, διότι ο κόσμος δεν θα έμπαινε στα τρένα», όχι μόνον δεν καταλαγιάζουν τον φόβο και την αβεβαιότητα για το τι μπορεί να μας επιφυλάσσει το μέλλον, αλλά εκτοξεύει στα ύψη την ανασφάλεια των πολιτών καθώς ο καθένας ευλόγως αναρωτιέται σε πόσους άλλους τομείς ισχύει το ίδιο, οι αρμόδιοι το κρύβουν και απλώς λόγω συγκυριών και καλής… τύχης δεν είχαμε αντίστοιχα αποτελέσματα.

Μπορεί η κυβέρνηση να τρέχει πλέον και να μη… φθάνει στην προσπάθεια να διορθώσει τις πάμπολλες παθογένειες στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών (συμβάσεις που δεν υλοποιούνταν, κόντρες εργολάβων, προσωπικό που δεν αξιολογούνταν, υλικά που λεηλατούνταν, κ.ά.), η εύλογη απορία που εκφράζεται από μια μεγάλη μερίδα των πολιτών είναι σε πόσους άλλους τομείς της εγχώριας δημόσιας ζωής τα πράγματα δουλεύουν κατά τον ίδιο τρόπο.

Για να το διατυπώσω πιο παραστατικά με ένα ερώτημα: Πόσες φορές ακόμη θα αποδειχτούμε «Επιμηθείς» και θα χρειαστεί να τρέχουμε εκ των υστέρων για να διορθώσουμε πράγματα και καταστάσεις που όλοι ξέρουμε ότι πρέπει να αλλάξουν αλλά δεν προχωράμε στην αλλαγή τους επειδή είτε δεν μπορούμε είτε δεν θέλουμε να θίξουμε τα διαπιστωμένα και αρρήτως συνομολογούμενα κακώς κείμενα;

Κάθε φορά που σχετικοποιούνται οι κανόνες και δεν τηρούνται τα πρωτόκολλα ασφαλείας οποιοσδήποτε νοήμων αντιλαμβάνεται ότι αυξάνονται οι πιθανότητες να συμβεί κάτι απρόοπτο, το οποίο υπό κανονικές συνθήκες θα είχε αποφευχθεί. 

Χωρίς διάθεση για κινδυνολογία, θέλω να αναφερθώ σε ένα και μόνο πρόσφατο παράδειγμα, θυμίζοντας τον συναγερμό που ήχησε τον περασμένο μήνα για την ανάγκη να γίνουν έλεγχοι στατικότητας στα δημόσια κτίρια της χώρας μας εξ αφορμής της καταστροφικής σεισμικής δόνησης που έπληξε την Τουρκία και τη Συρία.

Ένα μήνα μετά, υπάρχει κάποιος που πιστεύει ότι έγιναν όσα έπρεπε να γίνουν για να μη θρηνήσουμε θύματα εφόσον συμβεί και στη χώρα μας μια αντίστοιχη δόνηση; Δεν νομίζω. Και γι΄ αυτό το πιθανότερο είναι ότι την επόμενη φορά που θα έχουμε ένα ισχυρό χτύπημα του «Εγκέλαδου» στα δικά μας χώματα θα τρέχουμε ως άλλοι «Επιμηθείς» και οι αρμόδιοι θα επιχειρούν να δικαιολογήσουμε τα αδικαιολόγητα. 

Φυσικά, επί των ερειπίων…

Υ.Γ.: Ο Επιμηθέας ήταν μυθολογικό πρόσωπο, που το όνομά του ταυτίστηκε με εκείνον που βγάζει τα συμπεράσματα μετά το γεγονός (ετυμολογία: επί + μήδομαι = σκέπτομαι μετά).

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2023

Στις πόσες παραιτήσεις γινόμαστε κανονική χώρα;

Δικαιολογημένα μάλλον, προκαλεί πολλές συζητήσεις η παραίτηση του υπουργού Υποδομών και Μεταφορών Κώστα Αχ. Καραμανλή λίγες ώρες μετά το φρικτό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών.

Παρόλο, όμως, που ήταν -κατ΄ εμέ, τουλάχιστον- μια κίνηση απολύτως επιβεβλημένη, με λύπη διαπιστώνει κανείς ότι οι ερμηνείες που της δίνονται ποικίλουν ανάλογα με τα κομματικά «γυαλιά» τα οποία φορούν οι περισσότεροι από όσους τη σχολιάζουν.

Το πιο παράδοξο, μάλιστα, είναι ότι όλοι όσοι τις πρώτες ώρες ζητούσαν μετ΄ επιτάσεως να «πέσουν κεφάλια» και να υποβληθούν άμεσα παραιτήσεις, μόλις το «αίτημά» τους εκπληρώθηκε, άλλαξαν τροπάρι. 

Επειδή μάλλον είχαν προεξοφλήσει ότι θα ίσχυε η γνωστή πεπατημένη, σύμφωνα με την οποία στην Ελλάδα ουδείς παραιτείται, καθώς σχεδόν πάντα… «η κόλαση είναι οι άλλοι», οι πύρινες καταγγελίες κατά των «ανάλγητων» οι οποίοι «παραμένουν στις καρέκλες τους», έδωσαν τη θέση τους σε σχόλια για την υποκριτική στάση που υποκρύπτουν οι παραιτήσεις.

Στην αντίπερα όχθη, ωστόσο, εξίσου παράδοξη ήταν και η συμπεριφορά όλων εκείνων οι οποίοι εξαρχής ήθελαν να περιορίσουν το εύρος των ευθυνών για την πολύνεκρη τραγωδία στο ανθρώπινο λάθος ενός και μόνου ανθρώπου, του σταθμάρχη που δεν γύρισε κατά τον σωστό τρόπο το κλειδί το οποίο θα έβαζε στις κατάλληλες ράγες τους συρμούς των μοιραίων τρένων. 

Οι ίδιοι, λίγο ως πολύ, όταν ο Κώστας Καραμανλής είχε την πρόνοια να λάβει την αυτονόητη απόφαση να ζητήσει από τον πρωθυπουργό να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του, προτού, υπό το βάρος της κατακραυγής της κοινής γνώμης, οδηγηθεί στην υποχρεωτική καρατόμηση που με βεβαιότητα θα ακολουθούσε, άρχισαν να τον επαινούν ως να είχε πράξει κάτι το ηρωικό.

Κακά τα ψέματα, η στάση τόσο της μιας μερίδας των συμπολιτών μας όσο και της άλλης αποτελούν αδιάψευστα κριτήρια για τη μεροληψία και τον φανατισμό που ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας μας προσεγγίζει μεγάλα ζητήματα τα οποία σχετίζονται με τις λειτουργίες των θεσμών της ελληνικής Πολιτείας αλλά και με τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με το καθήκον να τους υπηρετούν. 

Αν ο πολιτικός που παρεκτρέπεται είναι «δικός μας» είμαστε απολύτως ανεκτικοί μαζί του. Αν είναι της αντίπαλης παράταξης και υποπέσει στο ίδιο «αμάρτημα», δεν δυσκολευόμαστε να τον κατακεραυνώσουμε. Αντίστοιχα, αν ένας δικαστής βγάζει μια απόφαση, η οποία ευνοεί τις απόψεις και θέσεις μας, σπεύδουμε να τον αποθεώσουμε (σ.σ.: θυμηθείτε το περιλάλητο, πλέον, «υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας»). 

Ενώ, όποιος έχει αντίθετη κρίση με όσα εμείς θεωρούμε «καλά και συμφέροντα», δεν έχουμε ιδιαίτερη δυσκολία να υπαινιχθούμε ότι ο λειτουργός της Θέμιδος που εξέδωσε την μη αρεστή απόφαση ήταν υποκινούμενος. 

Είναι, θεωρώ, βέβαιο ότι δεν έχουμε το αξιότερο πολιτικό δυναμικό ανάμεσα στις χώρες που επιλέγουν τους ταγούς με την ανοιχτή δημοκρατική λειτουργία της καθολικής και ισότιμης ψήφου.

Εξίσου βέβαιο πιστεύω πως είναι ότι δεν διαθέτουμε το πιο αξιόπιστο δικαστικό σύστημα στον δυτικό κόσμο που η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. 

Αν το διαθέταμε, άλλωστε, δεν θα ήταν τόσο εκτεταμένη η ατιμωρησία -και των πολιτικών, γιατί όχι;- που η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών συνομολογεί ότι επικρατεί στη χώρα. 

Παρόλο που πολλοί συμπολίτες μας καλύπτονται πίσω από το βολικό στερεότυπο σύμφωνα με το οποίο «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι», προσωπικά συντάσσομαι με την άποψη που λέει «κάθε λαός έχει την ηγεσία που του αξίζει». 

Από τη στιγμή που οι ηγεσίες προκύπτουν από την ψήφο των πολιτών, οι πολίτες δεν μπορεί να είναι ανεύθυνοι για τις επιλογές τους. Και όσο επιβραβεύουν πρόσωπα τα οποία δεν ασκούν ευόρκως το καθήκον τους ή το ασκούν πλημμελώς, τόσο θα βλέπουν να διαιωνίζονται χρόνιες παθογένειες οι οποίες μπαίνουν κάτω από το χαλί που στρώνεται με προσχηματικές δικαιολογίες για «στραβές που έτυχαν στις βάρδιες τους».

Όπως και να έχει, η παραίτηση Καραμανλή ήταν το ελάχιστο που απαιτείτο να γίνει μετά τη φρικιαστική τραγωδία των Τεμπών. Όχι απλώς και μόνον για να εκτονωθεί η δικαιολογημένη οργή των πολιτών που δεν φορούν κομματικές παρωπίδες. Αλλά κυρίως για να εκπεμφθεί προς κάθε κατεύθυνση το μήνυμα ότι όποιος δεν κάνει σωστά τη δουλειά του θα υφίσταται συνέπειες. 

Μπορεί ο παραιτηθείς υπουργός να μην ήταν ο μόνος υπαίτιος για το απερίγραπτο χάλι στο οποίο δεκαετίες έχουν καταδικαστεί οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι, αλλά ήταν σίγουρα ένας από τους υπαιτίους. Και γι΄ αυτό δεν μπορούσε να παραμείνει ούτε στιγμή παραπάνω στον θώκο του.

Αρκεί, άραγε, η παραίτησή του για να πούμε ότι η Ελλάδα μετετράπη αίφνης σε μια κανονική χώρα; Μια χώρα στην οποία όλοι όσοι έχουν ταχθεί να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον (πολιτικοί ταγοί, δικαστικοί λειτουργοί, στελέχη και υπάλληλοι της Δημόσιας Διοίκησης) λογοδοτούν, αξιολογούνται και ενίοτε παραιτούνται; Προφανώς όχι. Η αρχή όμως έγινε και ο επόμενος, που δεν θα κάνει καλά τη δουλειά του, θα ξέρει ότι ο πήχης της ευθύνης έχει μπει κάπως ψηλότερα.

Με άλλα λόγια, θα χρειαστούν πολλές ακόμη παραιτήσεις για να αλλάξουν κατεστημένες νοοτροπίες δεκαετιών. Ας ελπίσουμε ότι οι αλλαγές αυτές θα επέλθουν με λιγότερο επώδυνο τρόπο για την κοινωνία μας από αυτόν που οδήγησε στην παραίτηση του υπουργού Μεταφορών. 

Οι επόμενοι ας παραιτηθούν χωρίς να μεσολαβήσει -ποτέ ξανά!- μια τέτοια ανείπωτη τραγωδία.