Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

Διδάγματα από τα 200 χρόνια

 

Καθώς ολοκληρώθηκε ο κεντρικός κορμός των εκδηλώσεων για την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, ακολουθώντας την ανάγκη για αναστοχασμό, δεν μπορούμε να μην παραδεχθούμε και να μην διατυμπανίσουμε ότι ο ξεσηκωμός του υπόδουλου επί τέσσερις αιώνες Γένους των Ελλήνων υπήρξε ένα συγκλονιστικό γεγονός με πολύπλευρες διαστάσεις.

Με την απόσταση των δύο αιώνων που παρήλθαν έκτοτε, δεν χρειάζεται να είναι κάποιος εθνικά «υπερευαίσθητος» για να αναγνωρίσει ότι ο Αγώνας για την Παλιγγενεσία των Ελλήνων ήταν και παραμένει μοναδικός στην παγκόσμια Ιστορία.

Μπορεί να επηρεάστηκε από την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, που προηγήθηκαν χρονικά, ωστόσο, η εξέγερση του ελληνικού Γένους δεν είχε ανάλογο ιστορικό προηγούμενο. Με όλες τις διαφορές ή και τις αντιθέσεις που μπορεί να είχαν μεταξύ τους, οι πρόγονοί μας ήταν ο πρώτος λαός που ξεκίνησε και οδήγησε σε αίσιο πέρας έναν τιτάνιο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.

Ουδείς μπορεί να παραβλέψει ότι η θετική κατάληξη ήταν, εν τέλει, και αποτέλεσμα έξωθεν παρεμβάσεων, οι οποίες εκδηλώθηκαν είτε με τη δράση του επίσης μοναδικού έως τότε εθελοντικού κινήματος που συγκρότησαν χιλιάδες φιλέλληνες, είτε με την εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων της εποχής οι οποίες συναίνεσαν στην ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.

Από την άλλη, όμως, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι, πέρα και πάνω από όλα, εκείνο που έκρινε τον Αγώνα ήταν η απόφαση τόσο πολλών ανθρώπων να πολεμήσουν και να θυσιαστούν για «της πατρίδος την ελευθερία».

Σε αντίθεση, εξάλλου, με όσα διατείνονται ορισμένοι, οι τάξεις των εξεγερμένων Ελλήνων δεν στελεχώθηκαν μόνον από απελπισμένους οι οποίοι ανήκαν στην κατηγορία των ανθρώπων που δεν είχαν που «την κεφαλήν κλίναι». Σε πολλές περιπτώσεις οι επαναστάτες προέρχονταν από τους, τηρουμένων των αναλογιών, «προνομιούχους» της οθωμανικής περιόδου.

Στον ξεσηκωμό, άλλωστε, συμμετείχαν εκτός από μεμονωμένους ευκατάστατους της εποχής, και ολόκληρες περιοχές, όπως η Νάουσα ή η Χίος, που γνώριζαν οικονομική άνθηση επειδή διέθεταν ειδικά προνόμια. Και, παρά ταύτα, δεν έμειναν απαθείς στα επαναστατικά κελεύσματα. Χιλιάδες άνθρωποι δεν δίστασαν να διακινδυνεύσουν τη βολή τους υιοθετώντας εμπράκτως το σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος» για το οποίο πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος οι ίδιοι και οι οικογένειες τους.

Υπό αυτό το πρίσμα, είναι σίγουρα μεγάλο άδικο που η πανδημία του κορωνοϊού δεν επέτρεψε να γίνει η επέτειος των 200 χρόνων αφορμή για να συζητήσουμε –και να διαφωνήσουμε ίσως…- για τις πολλές πτυχές που αναμφισβήτητα είχε η Εθνεγερσία των Ελλήνων. Αλλά κυρίως χάθηκε η ευκαιρία να αναδειχθεί η μοναδικότητά της.

Σκεφθείτε μόνον πως ήταν ο χάρτης τη ευρύτερης περιοχής μας το 1821 μόλις πριν από δύο αιώνες. Και αναλογιστείτε σε πόσους λαούς και πόσα έθνη οι επαναστατημένοι Έλληνες έδειξαν τον δρόμο προς την ελευθερία και την εθνική αποκατάσταση.

Όπως και να έχει, πάντως, αν κάτι περισσότερο από όλα τα άλλα έχουμε να διδαχθούμε όλοι εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες από το ’21 είναι το συλλογικό πνεύμα της εθνικής αυτοπεποίθησης που διακατείχε τους ομοεθνείς μας εκείνης της συγκλονιστικής περιόδου.

Είναι εντυπωσιακό πως εκμηδενίστηκαν οι αποστάσεις και σε μια εποχή χωρίς τις σύγχρονες επικοινωνίες συντονίστηκαν παίρνοντας σχεδόν ταυτόχρονα τα όπλα για να ριχθούν στις μάχες νέοι άνθρωποι από το Ιάσιο και το Δραγατσάνι έως τον Μωριά και τη Ρούμελη και από τις Σπέτσες και τα Ψαρά έως την Κρήτη και την Κύπρο.

Μπορεί να μην απέφυγαν τους διχασμούς και τις εμφύλιες συγκρούσεις (για τις οποίες δεν είναι ανάγκη να αναζητούμε… άλλοθι ενοχοποιώντας τους ξένους), πλην, όμως, έμειναν ενωμένοι στον κοινό σκοπό. Και ο κοινός τους σκοπός δεν ήταν άλλος από το να στήσουν εκ του μηδενός ένα καινούργιο κράτος. Για να ζήσουν μέσα σε αυτό ελεύθεροι να μιλούν τη γλώσσα τους, να ακολουθούν τα ήθη και τα έθιμα τους, να τιμούν τους προγόνους τους και να εργάζονται για την προσωπική και τη συλλογική τους ευημερία.

Διακόσια χρόνια μετά, εμείς οι απόγονοί τους δεν έχουμε παρά να πορευθούμε με το ίδιο σθένος και να δώσουμε τις δικές μας μάχες για τη συλλογική εθνική αυτοπεποίθηση, όπως την επιτάσσουν οι δικοί μας –τόσο ίδιοι σε κάποια πράγματα και τόσο διαφορετικοί σε κάποια άλλα- καιροί!

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Να σηκώσει το χέρι όποιος κατέχει τη χρυσή συνταγή

 

Στους ανά την ελληνική επικράτεια καφενέδες που πλέον είναι κυρίως ηλεκτρονικοί ή ψηφιακοί, αφού τους έχουν υποκαταστήσει οι… εμβριθείς αναλυτές των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών πρωινάδικων, που ανταγωνίζονται σκληρά με τους… ομότεχνους τους που ξημεροβραδιάζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα προβλήματα της πανδημίας είναι τόσο απλά που μπορεί να επιλυθούν στο άψε σβήσε.

Είναι εντυπωσιακό το πόσο πολλοί είναι οι εγχώριοι δημοσιολόγοι που έχουν έτοιμες τις λύσεις, σε βαθμό που να σε κάνουν να απορείς πως και γιατί δεν τους έχουν καλέσει ακόμη στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για να δώσουν τα φώτα τους. Σε ολόκληρο τον πλανήτη, άλλωστε, ηγέτες και λαοί προβληματίζονται, ενώ επιστήμονες και ερευνητές πονοκεφαλιάζουν για το τι μέλλει γενέσθαι με ένα φαινόμενο το οποίο συμβαίνει μια φορά σε κάθε αιώνα.

Με εξαίρεση κάποιους λίγους ψεκασμένους αρνητές, παντού στον κόσμο ουδείς ισχυρίζεται ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια ή διαθέτει τη χρυσή συνταγή για να εξαφανιστεί η επέλαση του ιού. Στη χώρα μας, όμως, τα πράγματα είναι αλλιώς. Πολιτικοί και πολιτικολογούντες, δημοσιογράφοι και δημοσιογραφούντες, γιατροί που οι γνώσεις τους για τις λοιμώξεις πρέπει να έχουν σταματήσει στην περίοδο που ήταν φοιτητές, αλλά και διάφοροι άλλοι ακόμη πιο άσχετοι με το πανδημικό φαινόμενο, παρελαύνουν ολημερίς από τις οθόνες μας αναμασώντας τετριμμένες αμπελοφιλοσοφίες που τις εμφανίζουν ως φαεινές ιδέες.

Εκφράζονται συνήθως αυτάρεσκα και με απόλυτες βεβαιότητες. Δεν έχουν ερωτήματα ή αμφιβολίες για όσα εκστομίζουν ή γράφουν στις αναρτήσεις τους. Έχουν άποψη για όλα: για τη μεταδοτικότητα του ιού και τις μεταλλάξεις του, για τις μάσκες και την προστασία που (δεν;) παρέχουν, για τα εμβόλια και την αποτελεσματικότητά τους, για τους λόγους για τους οποίους, όπως οι ίδιοι πιστεύουν, έχουν αποτύχει τα lockdown, τα οποία αποτελούν τον κανόνα που, λιγότερο ή περισσότερο, εφαρμόζονται σε όλη την υφήλιο.

Η προσέγγισή τους είναι, ως επί το πλείστον, αρνητική. Η γκρίνια, εξάλλου, όπως και το στείρο «όχι», έχουν εξ ορισμού μια υπεροχή που δεν είναι άλλη από την ευκολία. Ευκολία η οποία χάνεται όταν πρέπει να διατυπώσει κανείς εναλλακτική πρόταση σε όλα εκείνα με τα οποία δηλώνει ότι διαφωνεί. Στο εύλογο, για παράδειγμα, ερώτημα «τι πρέπει, λοιπόν, να γίνει;», η πιο συχνή και μάλλον αμήχανη απάντηση που, εκ πρώτης, δίνεται είναι του τύπου… «όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια».

Η συνέχεια είναι πιο αποκαρδιωτική, καθότι οι υποτιθέμενες ιδέες που παραθέτουν, όταν πιέζονται να αντιτάξουν κάτι συγκεκριμένο, δεν είναι παρά ένα συμπίλημα ανερμάτιστων αντιφάσεων, ιδεοληπτικών εμμονών και διακίνησης λαϊκιστικών ψευδολογιών. Ολοφύρονται για την ύφεση, αλλά ζητούν να μην προχωρήσει το σταδιακό άνοιγμα της οικονομικής δραστηριότητας. Επισημαίνουν την εκτίναξη του χρέους αλλά θέλουν να γίνουν απεριόριστες προσλήψεις στο δημόσιο και να δοθούν ατελείωτα επιδόματα προς όλους.

Θεωρούν βασική αιτία για τη διασπορά του ιού τις μετακινήσεις με τις αστικές μεταφορές, αλλά δεν τους απασχολεί ο συγχρωτισμός στα συλλαλητήρια και στις πορείες. Χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τον «θάνατο του εμποράκου», αλλά αντιτίθενται σφόδρα στο άνοιγμα του λιανεμπορίου, «αφού τα κρούσματα είναι περισσότερα από εκείνα που προκάλεσαν το κλείσιμό του». Πολέμησαν λυσσαλέα τα ανοιχτά σχολεία αλλά ψέγουν και την ψυχρή τηλεκπαίδευση. Με λίγα λόγια… δεν τους πιάνεις πουθενά.

Ας το πούμε για άλλη μια φορά για όσους και όποιους δεν εθελοτυφλούν: Όχι, δεν είναι όλα καλώς καμωμένα με τη διαχείριση της πανδημίας στη χώρα μας. Και λάθη έγιναν. Και παραλείψεις σημειώθηκαν. Και παλινωδίες διαπιστώθηκαν. Τα περιορισμένα, για παράδειγμα, τεστ εμπόδισαν την έγκαιρη ιχνηλάτιση του πραγματικού αριθμού των κρουσμάτων και επέτρεψαν την ανεξέλεγκτη διασπορά. Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς βάσιμα ότι τα λάθη, οι παραλείψεις και οι παλινωδίες διαμόρφωσαν μια υγειονομική και οικονομική κατάσταση δυσχερέστερη από εκείνη που αντιμετώπισαν άλλες χώρες.

Όλα δείχνουν ότι δεν απέχουμε πολύ από το τέλος αυτής της μεγάλης περιπέτειας που διαρκεί ήδη 13 μήνες. Και σε πείσμα της δικαιολογημένης κούρασης που όλοι αισθανόμαστε, αλλά και της μεμψιμοιρίας που από ορισμένες πλευρές εκπέμπεται, ο μέχρι στιγμής απολογισμός είναι ότι η Ελλάδα δεν τα πήγε άσχημα στη μάχη κατά του κορωνοϊού. Όποιος, πολιτικός ή πολίτης, διαφωνεί επειδή πιστεύει ότι ο ίδιος γνωρίζει τη χρυσή συνταγή, η οποία δεν εφαρμόστηκε μέχρι τώρα, δεν έχει παρά να… σηκώσει το χέρι για να λάβει τον λόγο. Και να ακουστεί στα… πέρατα της οικουμένης. Όπου, άλλωστε, λίγο ως πολύ, όλοι τα ίδια κάνουν. Σε Ανατολή και Δύση. Σε Βορρά και Νότο!

Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Όσο παραμένει ανοιχτός ο… μπεζαχτάς*

 

«Πρωτοφανής αστυνομική βία εις βάρος των πολιτών με πρόσχημα την τήρηση υγειονομικών μέτρων που ο πρωθυπουργός και στελέχη της κυβέρνησης διαρκώς παραβιάζουν», ήταν ο τίτλος της ερώτησης του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα που συζητήθηκε την Παρασκευή στη Βουλή στο πλαίσιο της «Ώρας του Πρωθυπουργού».

Μιλώντας σε ιδιαίτερα οξείς τόνους, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε την αγόρευσή του απευθύνοντας ούτε ένα, ούτε δύο, συνολικά δεκατέσσερα «κατηγορώ» στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Το πρώτο εξ αυτών, μάλιστα, ήταν ότι «επιχειρείτε να ξεφύγετε από τις ευθύνες σας επιλέγοντας ως βασική σας στρατηγική την ένταση και τον διχασμό».

Ήταν, κατά γενική ομολογία όσων είχαν την υπομονή να ακούσουν ολόκληρη τη συζήτηση, «ένας Τσίπρας από τα… παλιά». Ο οποίος δεν δίστασε να παρουσιάσει ως «αστυνομοκρατούμενη» τη χώρα που στο κέντρο της πρωτεύουσάς της γίνονται κατά μέσο όρο δύο συλλαλητήρια τη ημέρα. Τα μελανά χρώματα της «επιχειρηματολογίας» του ήταν λες και είχαν αντληθεί από τις… πύρινες ομιλίες που εκφωνούσε τα πρώτα μνημονιακά χρόνια, τότε που αποκαλούσε «Πινοσέτ» τον εκλεγμένο πρωθυπουργό της χώρας.

Όπως τότε, έτσι και τώρα το λεξιλόγιό του ήταν τραχύ: «φόβος», «ανασφάλεια», «απογοήτευση», «τραγωδία», «κατασκευασμένοι αριθμοί», «εξαγορές», «εκβιασμοί» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια.

«Αυτό που προκαλέσατε τον τελευταίο χρόνο –και ιδίως αυτές τις μέρες- είναι να ζούμε σε αυτή τη χώρα ένα ζοφερό καθεστώς ανασφάλειας που απλώνεται σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής, αλλά και προσωπικής ζωής, στην εργασία, στην προστασία της υγείας, στον φόβο για το αύριο και τώρα τελευταία στον φόβο να βγουν οι πολίτες έξω από τα σπίτια τους στις πλατείες, στις γειτονιές τους», είπε.

Και συνέχισε στο ίδιο μοτίβο: «Σας κατηγορώ, κύριε Μητσοτάκη, γιατί ενώ αποτύχατε στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που χτυπάει εκατομμύρια νοικοκυριά και οδηγεί σε μια κοινωνία απογοήτευσης εσείς επιμένετε να κρύβεστε πίσω από κατασκευασμένους αριθμούς και να μοιράζετε χάντρες στη μεσαία τάξη και στους εργαζόμενους την ίδια στιγμή που με όσα κάνετε και κυρίως με όσα δεν κάνετε προετοιμάζετε ένα νέο μεγάλο κύκλο οικονομικής και κοινωνικής τραγωδίας στον τόπο».

Ίσως, όμως, επειδή αντελήφθη ότι θα μπορούσε να του αντιτείνει κανείς πως η εικόνα που παρουσιάζει δεν ανταποκρίνεται σε αυτά που όλες οι μετρήσεις της κοινής γνώμης καταγράφουν ως πραγματικότητα, φρόντισε να υποδείξει τον… προσφιλή «εχθρό» του. Που φυσικά δεν είναι άλλος από τα μέσα ενημέρωσης. «Σας κατηγορώ», είπε στον Κυριάκο Μητσοτάκη, «διότι διαβρώσατε συνειδητά έναν από τους πυλώνες της δημοκρατίας που είναι η ενημέρωση του πολίτη με μια πρωτοφανή επιχείρηση εξαγοράς, εκβιασμών και πιέσεων με σημαία σας τις γνωστές λίστες της κρατικής διαφήμισης μετατρέπετε το αγαθό της ενημέρωσης του πολίτη σε προπαγάνδα κυβερνητική».

Η αλήθεια είναι ότι τη συγκεκριμένη συνταγή ο κ. Τσίπρας τη γνωρίζει καλά. Δεν είναι υπερβολή να παραδεχθούμε ότι την παίζει στα δάκτυλα. Στο παρελθόν, εξάλλου, την εφάρμοσε πολύ επιτυχημένα. Με σχεδόν πανομοιότυπη ρητορική κατάφερε μεταξύ του 2011 και του 2014 να απογειώσει το κόμμα του και να το μετατρέψει σε παράταξη εξουσίας από περιθωριακή πολιτική δύναμη που ήταν ως τότε. Αυτό δεν μπορεί να του το αρνηθεί κανείς. Εκείνο, όμως, που επίσης ουδείς μπορεί να αρνηθεί είναι ότι, όσες δυσκολίες και εάν έχει για τους Έλληνες, το 2021 δεν μπορεί να συγκριθεί με το 2011.

Ανεξαρτήτως με το ποια άποψη μπορεί να έχει ο καθένας για τους λόγους για τους οποίους οδηγηθήκαμε στη μνημονιακή κρίση –και κυρίως αν το Μνημόνιο έφερε την κρίση ή η κρίση το Μνημόνιο, που δυστυχώς παραμένει άλυτο δίλημμα για τον μέσο Έλληνα-, το τότε με το τώρα έχουν τεράστιες διαφορές. Η χρεωκοπημένη Ελλάδα του 2011 ήταν μόνη και έρημη σε ολόκληρο τον πλανήτη. Και κυρίως δακτυλοδεικτούμενη. Οι δε Έλληνες, που αισθάνονταν σαν να τους είχε πέσει ο ουρανός στο κεφάλι τους, ήταν απελπισμένοι. Έβλεπαν τις ζωές τους να ανατρέπονται, τους μισθούς και τις συντάξεις τους να καταβυθίζονται, τις καταθέσεις και την περιουσία τους να εξαϋλώνονται, την ανεργία να τους απειλεί και τα παιδιά τους να μεταναστεύουν.

Όσα προβλήματα και αν έφερε η πανδημία, η οποία αναμφισβήτητα δυσκόλεψε τις ζωές μας, δοκίμασε και δοκιμάζει ακόμη τις αντοχές όλων μας, το 2021 δεν δημιουργεί για τους Έλληνες πολίτες συνθήκες απελπισίας, όπως εκείνες που, καλώς ή κακώς, είχαν δημιουργηθεί τα πρώτα μνημονιακά χρόνια που αναδείχτηκε το πολιτικό ταλέντο του κ. Τσίπρα. Η μεγάλη και ουσιώδης διαφορά είναι ότι, σε πλήρη αντίθεση με τότε, τώρα ο «μπεζαχτάς» -το δημόσιο ταμείο, εν άλλοις λόγοις- είναι ανοικτός. Και η κυβέρνηση έχει μοιράσει –«από αυτά που εμείς μαζεύαμε», μπορεί να ισχυριστεί ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και να μην έχει άδικο- περισσότερα από 35 δισ. ευρώ.

Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, για να πετύχει εκ νέου η συνταγή του κ. Τσίπρα είναι να κλείσει ο «μπεζαχτάς» προτού να ελεγχθεί η πανδημία. Διότι δεν χρειάζεται μεγάλη πολιτική ευφυΐα για να αντιληφθούμε όλοι ότι αν σηματοδοτηθεί το τέλος της υγειονομικής κρίσης και αρχίσει η οικονομική ανάκαμψη, στην οποία αναμφίβολα προσβλέπει η πλειονότητα των Ελλήνων, τότε η γνωστή παράσταση υπό τον στερεότυπο αντιπολιτευτικό τίτλο «ένας νέος μεγάλος κύκλος οικονομικής και κοινωνικής τραγωδίας στον τόπο» δύσκολα θα κόψει εισιτήρια.

*λέξη τουρκικής προέλευσης που σημαίνει: «το ταμείο», «το συρτάρι με τα λεφτά».