Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023

Το γκελ του Κασσελάκη και οι κάλπες της άλλης Κυριακής

Ας ελπίσουμε ότι ο νέος ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη δεν θα έχει την ίδια αντίδραση που είχε ο παλαιός ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα κάθε φορά που τα τελευταία επτά χρόνια έβλεπε το φως της δημοσιότητας μια νέα δημοσκόπηση. Διότι, σε διαφορετική περίπτωση, προβλέπεται ότι θα ξαναζήσουμε σκηνές απείρου κάλους όλο το επόμενο διάστημα.

Αν κρίνουμε, μάλιστα, από το γεγονός ότι οι πρώτες μετρήσεις που δημοσιοποιήθηκαν αυτές τις μέρες διέψευσαν ακόμη και τις πιο συντηρητικές προσδοκίες για το υποτιθέμενο γκελ το οποίο θα έκανε στην κοινή γνώμη η επιλογή Κασσελάκη για την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι απλώς θέμα χρόνου για το πότε θα αρχίσει να ξιφουλκεί και να εκτοξεύει απειλές κατά των δημοσκόπων ο μέντορας του νέου αρχηγού της Κουμουνδούρου, Παύλος Πολάκης.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ελληνική κοινωνία αρέσκεται στην ανανέωση του πολιτικού δυναμικού. Και όταν διακρίνει ότι δημιουργούνται τέτοιες προϋποθέσεις ενθουσιάζεται και σπεύδει να επικροτήσει όσους την επαγγέλλονται. Θυμηθείτε πόσες φορές στο παρελθόν οι αλλαγές στις ηγεσίες κομμάτων ή η δημιουργία νέων πολιτικών σχηματισμών έγιναν δεκτές με πολύ θετική προαίρεση. Για παράδειγμα, πριν από σχεδόν δύο χρόνια που εξελέγη αρχηγός του ΠΑΣΟΚ ο Νίκος Ανδρουλάκης, η δημοσκοπική δύναμη της Χαριλάου Τρικούπη εκτοξεύτηκε στα ύψη. Ανεξάρτητα αν στην πορεία του χρόνου υπήρξε προσγείωση που δεν δικαίωσε τις αρχικές εντυπώσεις.

Αντιθέτως, το πιο πρόσφατο κύμα των μετρήσεων δείχνει ότι, παρά την πρωτοφανή για τα εγχώρια -αλλά ίσως και για τα διεθνή- χρονικά επικοινωνιακή καταιγίδα, με την οποία συνοδεύτηκε η… ουρανοκατέβατη εμφάνιση του αμερικανοτραφούς οικονομολόγου-επιχειρηματία, η ανταπόκριση της κοινής γνώμης δεν φαίνεται να ήταν η αναμενόμενη. Η πλειονότητα των πολιτών δεν έδειξε να συγκινείται από το… «καινούργιο κοσκινάκι» που τόσο ξαφνικά ενέσκηψε στο ελληνικό πολιτικό στερέωμα.

Παρόλο που οι μισοί από τους ερωτηθέντες (51%) στη δημοσκόπηση της Pulse για τον Σκάι απαντούν ότι η κυβέρνηση στις πρώτες 100 ημέρες από την εκλογή της κινείται σε λάθος κατεύθυνση, ο νέος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν καταφέρνει να καλύψει το κενό που δημιουργείται. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει ο δημοφιλέστερος πολιτικός αρχηγός ενώ η Νέα Δημοκρατία διατηρεί σχεδόν αλώβητο το double score που απέσπασε στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις σε σχέση με τον βασικό της αντίπαλο. 

Τη δυσαρέσκεια από τις πρόσφατες κυβερνητικές αστοχίες στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών και όχι μόνον δεν την καρπώνεται ο ΣΥΡΙΖΑ (ούτε, ωστόσο, το ΠΑΣΟΚ – και αυτό είναι πρόβλημα για τον Νίκο Ανδρουλάκη). Επωφελούνται από αυτήν η Ελληνική Λύση και το ΚΚΕ.

Κι όλα αυτά καταγράφονται ενώ σε λιγότερο από δέκα ημέρες θα (ξανα)πάμε στις κάλπες. Μπορεί αυτή τη φορά να καλούμαστε να εκλέξουμε τους τοπικούς άρχοντες, οι οποίοι θα διαχειριστούν τις τύχες των πόλεων και των περιφερειών που ζούμε για την επόμενη πενταετία, πλην, όμως, όπως παραδοσιακά συμβαίνει, η έκφραση της λαϊκής ετυμηγορίας έχει πάντα πολιτικά χαρακτηριστικά. Πολύ περισσότερο όταν όλα τα κόμματα στις περισσότερες από τις 13 περιφέρειες και στους τρεις μεγαλύτερους δήμους επέλεξαν να δώσουν χρίσματα.

Αφού το έκαναν, τότε μοιραία στις 8 Οκτωβρίου, που είναι ο πρώτος γύρος των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, και στις 15, που θα γίνει ο δεύτερος γύρος, μοιραία θα ακολουθήσει πολιτικό «ταμείο» και όλοι θα μετρήσουν κέρδη και ζημιές.

Όσο, πάντως, κι αν μοιάζει να είναι άδικο ότι το αποτέλεσμα αυτής της κάλπης κάποιοι θα σπεύσουν να το προσθέσουν στο παθητικό του Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος μετά την ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας θα είναι αρχηγός μόλις τριών εβδομάδων, από την άλλη δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι ήταν επιλογή του ίδιου και όσων βρίσκονται πίσω του ή δίπλα του να ηγηθεί ενός κόμματος το οποίο δεν απέκτησε ποτέ κοινωνικές γειώσεις.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, κακά τα ψέματα, πέτυχε επί των ημερών της ηγεσίας του Αλέξη Τσίπρα να γίνει κόμμα εξουσίας και να κυβερνήσει -με τον τρόπο που κυβέρνησε!- τη χώρα. Δεν κατάφερε, όμως, να αποκτήσει ρίζες στο κοινωνικό σώμα και ούτε είχε ποτέ στελεχιακό δυναμικό το οποίο να ανταποκρίνεται στις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες. 

Από τον συνδικαλισμό ως την Τοπική Αυτοδιοίκηση ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν και παρέμεινε, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση, μια λέσχη με ετερόκλητα μεγαλοστελέχη που είχαν ποικίλες πολιτικές προελεύσεις: από το παλαιό ΚΚΕ Εσωτερικού και το ΚΚΕ έως την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και τις παρυφές της τρομοκρατίας και από τους αριβίστες του παλαιού ΠΑΣΟΚ έως τους ψεκασμένους των ΑΝΕΛ και τον κάθε πικραμένο δεξιό που δεν εβρισκε ρόλο στη μητσοτακική Νέα Δημοκρατία.

Αντίστοιχη προέλευση είχε και έχει η αποδεκατισμένη μάζα των ψηφοφόρων που απέμειναν στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ και προσήλθαν την περασμένη Κυριακή, επιλέγοντας πλειοψηφικά Κασσελάκη, επειδή τους έπεισε ότι είναι ο καταλληλότερος για να πάρει την πρωθυπουργία από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. 

Οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών έδειξαν ότι η πλειονότητα των πολιτών δεν συμμερίζεται τέτοιες υπερφίαλες διακηρύξεις. Οι αντιφάσεις του νέου αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ήταν κατά της θητείας, αλλά τώρα ζητάει να υπηρετήσει στη… Ρω, δεν πείθουν παρά έναν πυρήνα φανατικών που δύσκολα μπορεί να ξαναγίνει πλειοψηφικό ρεύμα.

Όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας είναι πια υποψιασμένοι με τη fake επικοινωνία και αυτό θα φανεί τόσο την άλλη Κυριακή, όσο, πολύ πιο παραστατικά, στις ευρωεκλογές του επερχόμενου Ιουνίου.

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

Εκλογή Κασσελάκη: Πολιτικό φαινόμενο ή μιντιακό γεγονός;


Ας ξεκινήσουμε με την αντικειμενική αλήθεια των αριθμών: Ο Στέφανος Κασσελάκης, επιβεβαιώνοντας όλα τα προγνωστικά, θριάμβευσε στην κούρσα για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με ποσοστό άνω του 56%, αφού ψηφίστηκε από περίπου 75.000 μέλη, οπαδούς και φίλους του κόμματός του. Είναι πολλοί; Ίσως. Εξαρτάται πως το βλέπει κανείς.

Θέμα οπτικής είναι, άλλωστε, και το γεγονός ότι σχεδόν ένας στους πέντε ψηφοφόρους που μετείχαν στον πρώτο γύρο της εκλογικής διαδικασίας δεν πήγαν να ψηφίσουν στον δεύτερο γύρο. Παρακολουθώντας ολημερίς τη χθεσινή ειδησεογραφία που βασίζονταν μάλλον στα non paper της Κουμουνδούρου -τα οποία έχουν γίνει πια «του συρμού», αφού τα χρησιμοποιούν και τα άλλα κόμματα- έμενες με την εντύπωση ότι είχαν βγει στους δρόμους εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες για να αποθεώσουν τον νέο «Μεσσία».

Όποιος βέβαια είχε την πρόνοια να περάσει έξω από ένα από τα πάμπολλα εκλογικά τμήματα δεν είχε την ίδια εικόνα, κάτι που επιβεβαίωσε και η ανακοίνωση νωρίς το βράδυ του αριθμού των ψηφισάντων. Ήταν συνολικά 15.000 λιγότεροι από την προηγούμενη Κυριακή και αν προσθέσει κανείς τους 7.000 που ψήφισαν τώρα, χωρίς να έχουν ψηφίσει στον πρώτο γύρο, τότε προκύπτει σαφώς ότι περίπου 22.000 ψηφοφόροι της πρώτης Κυριακής δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να ξαναψηφίσουν.

Τι συμπέρασμα βγάζει όλο αυτό; Ότι η πραγματικότητα δεν αντιπροσωπεύει σε καμία περίπτωση τις εντυπώσεις που τα (περισσότερα) μέσα ενημέρωσης δημιούργησαν. Το απέδειξε, άλλωστε, περίτρανα το ισχνό ακροατήριο το οποίο είχε συγκεντρωθεί έξω από την Κουμουνδούρου και με τα παρωχημένα και χιλιοακουσμένα συνθήματα («Στέφανε προχώρα…», κλπ) προσπαθούσε να δώσει υπόσταση σε ένα γεγονός που κινητοποίησε δυνάμεις που αντιπροσωπεύουν κάτι λιγότερο από το 2% του εκλογικού σώματος.

Επιμένοντας στη γλώσσα των αριθμών, δύσκολα μπορεί να παραβλέψει κάποιος ότι το περίφημο «κίνημα Κασσελάκη», γύρω από το οποίο στρατεύτηκαν τόσες ετερόκλητες δυνάμεις, εκείνο που ουσιαστικά πέτυχε ήταν να κινητοποιήσει κάτι ελάχιστα περισσότερο από το 1% της ελληνικής κοινωνίας, αν ληφθεί υπόψη ότι δόθηκε δικαίωμα ψήφου ακόμη και σε 15χρονα παιδιά, με στόχο να αυξηθεί το ενδιαφέρον των πολιτών και η συμμετοχή στις κάλπες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χωρίς τη συμμετοχή του Στέφανου Κασσελάκη στην εκλογική κούρσα, η ανάδειξη του επόμενου αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν μια υπόθεση που θα περνούσε εντελώς απαρατήρητη. Κακά τα ψέματα, ο ουρανοκατέβατος και αμερικανοτραφής 35χρονος οικονομολόγος, ο οποίος μέχρι πρότινος αποτελούσε το απόλυτο αντιπαράδειγμα που θα ήθελαν οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ για αρχηγό τους, έδωσε με την υποψηφιότητά του επικοινωνιακή πνοή σε ένα γεγονός που είχε αφήσει παγερά αδιάφορη τη μεγάλη πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Υπό αυτή την έννοια, οι αραχνιασμένοι τοίχοι της Κουμουνδούρου έχουν όντως ανάγκη από ένα φως, όπως αυτό που υποσχέθηκε να φέρει ο κ. Κασσελάκης. Βλέποντας, ωστόσο, κανείς όλους εκείνους που στάθηκαν δίπλα του τόσο τον προηγούμενο καιρό που έτρεξε την καμπάνια του μέσα από τα σόσιαλ μίντια, όσο και εκείνα που διημείφθησαν στη διάρκεια της επινίκιας παράστασης, την οποία έδωσε έξω από τα κεντρικά γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ, δύσκολα μπορεί να πιστέψει κάποιος ότι η χθεσινή ημέρα ήταν η απαρχή ενός πολιτικού φαινομένου που ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες για αλλαγή που έχει η χώρα.

Με τον ομόφωνα καταδικασμένο από Ειδικό Δικαστήριο Νίκο Παπά στο πλευρό του και με τον γνωστό και μη εξαιρετέο Παύλο Πολάκη να αποτελεί τον πολιτικό μέντορα και παρασκηνιακό καθοδηγητή του, τίποτε καλό δεν μπορεί να προοιωνίζεται για τη συνέχεια. Διότι ακόμη και αν είναι τόσο φιλομαθής όσο θέλει να λέει ότι είναι, για να δικαιολογήσει τις αντιφάσεις και τις γκάφες στις οποίες υπέπεσε, αν επιλέξει ως δασκάλους τους ίδιους που τον έπεισαν να ισχυρίζεται όσα ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας, η κατάληξη την οποία θα έχει η επικοινωνιακή καταιγίδα που συνόδευσε την παρουσία του στο μιντιακό προσκήνιο, είναι μάλλον προδιαγεγραμμένη.

Πέρα από συνωμοσιολογικού τύπου προσεγγίσεις, τα μίντια, ως εκ της φύσεώς τους, αρέσκονται σχεδόν εξίσου τόσο με τη δημιουργία ειδώλων όσο και με την κατακρήμνισή τους. «Τρελαίνονται» με όσους επικοινωνούν μέσω το tik tok, διότι δίνουν «έτοιμη τροφή». «Εξιτάρονται» με το πηγαινέλα στο γυμναστήριο. «Παθαίνουν ντελίριουμ» με τις οικογένειες, κυρίως όταν δεν είναι συμβατικές. Όπως και με τα χαριτωμένα σκυλάκια που βγαίνουν βόλτα μπροστά στις κάμερες.

Οι συγκεκριμένες προδιαγραφές σε κάνουν μια τηλεοπτική και, εν γένει, μια μιντιακή περσόνα. Είναι στην πραγματικότητα ένας ρόλος που πρέπει να παίζεται για όσο οι αδηφάγες κάμερες είναι ανοιχτές. Και δεν αρκεί να παίζεται με το ίδιο μοτίβο. Το ρεπερτόριο πρέπει να αλλάζει συχνά γιατί οι επαναλήψεις το κάνουν βαρετό. Και όταν τελειώνουν τα ερωτήματα για τους γονείς, τους συντρόφους και τα κατοικίδια, τότε αρχίζουν τα δύσκολα.

Οι «κακομαθημένοι» δημοσιογράφοι ξεκινούν πια να ρωτούν για τις πολιτικές θέσεις, τις προτεραιότητες της διακυβέρνησης, την ακρίβεια, τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, τον πόλεμο στην Ουκρανία, το Κυπριακό και τόσα άλλα για τα οποία ο Στέφανος Κασσελάκης δεν μίλησε όλον αυτόν τον καιρό. Και όταν μίλησε για κάποια εξ αυτών, ή κατέφυγε σε λαϊκίστικες γενικότητες ή απλώς απέδειξε πόσο αδαής είναι για την ελληνική πραγματικότητα.

Φρονίμως, μάλλον, ποιών ο ίδιος, δεν δείχνει να βιάζεται να μπει στο Κοινοβούλιο, όπως θα μπορούσε να γίνει αν παραιτούνταν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που διόρισε πριν από εκείνον στη λίστα Επικρατείας ο Αλέξης Τσίπρας. Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι ούτε εκείνοι προτίθενται να παραιτηθούν –«ΣΥΡΙΖΑ είναι οι άνθρωποι, δεν είναι κορόιδα…»-, αλλά ούτε ο ίδιος φαίνεται να έχει καμία σχετική πρεμούρα.

Διότι, όση άγνοια κινδύνου και αν διαθέτει ο κ. Κασσελάκης, μπορεί να αντιληφθεί ότι αν ανέβαινε το στο βήμα της Βουλής στην παρούσα φάση, η πιθανότητα να έρθει στο φως η ασχετοσύνη που τον διακρίνει είναι πολύ μεγάλη. Οπότε μέχρι τότε και για όσο μπορεί θα εξακολουθήσει να κρύβεται. Διότι η περίπτωσή του δεν αποτελεί πολιτικό φαινόμενο, όπως διατείνονται οι υποστηρικτές του, καθώς δεν έχει τίποτε να πει, τουλάχιστον ως ηγέτης ενός κόμματος το οποίο θέλει να ισχυρίζεται ότι ανήκει στη ριζοσπαστική Αριστερά. Αντιθέτως, όλη η μέχρις στιγμής παρουσία του στο πολιτικό στερέωμα, δεν είναι παρά ένα μιντιακό γεγονός το οποίο δεν θα πάρει πολύ καιρό για να ξεφουσκώσει.

Όπως άλλωστε συμβαίνει στην φυσική, έτσι και στην πολιτική, οι κομήτες όσο ξαφνικά εμφανίζονται, τότε γρήγορα εξαφανίζονται. Εδώ μπορεί να περιμένουμε ως τις ευρωεκλογές του ερχόμενου Ιουνίου.

Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2023

Στη χώρα των ψευδαισθήσεων, ο Κασσελάκης είναι ο ιδανικός διάδοχος του Τσίπρα


Εκπλήσσομαι με την έκπληξη την οποία εκφράζουν ορισμένοι για τις εξελίξεις που δρομολογούνται στον ΣΥΡΙΖΑ, είτε επιβεβαιωθεί, όπως όλα δείχνουν, η σαρωτική επικράτηση του Στέφανου Κασσελάκη, είτε, πράγμα μάλλον απίθανο, καταφέρουν την τελευταία στιγμή να πετύχουν τον στόχο τους οι πιο παραδοσιακές κομματικές δυνάμεις που μάχονται να αποτρέψουν το μοιραίο.

Η συνήθης κατάληξη, την οποία έχουν αναμετρήσεις αυτού του είδους, είναι ότι το επιτιθέμενο «νέο» κερδίζει κατά κράτος το αμυνόμενο «παλαιό». Ειδικά, όμως, στη συγκεκριμένη κούρσα για την εκλογή του επόμενου αρχηγού στον ΣΥΡΙΖΑ, το υποτιθέμενο «νέο» που αντιπροσωπεύει ο Κασσελάκης είναι, όσο και αν μπορεί από μια πρώτη άποψη να ακουστεί παράδοξο, εκείνο που εκφράζει αυθεντικότερα το «είναι» του πολιτικού συνονθυλεύματος που ξεπήδησε από το 3% και μετατράπηκε σε κυβερνώσα παράταξη.

Κακά τα ψέματα, οι άνθρωποι που προσήλθαν στις κάλπες της περασμένης Κυριακής και θα πάνε ενδεχομένως και αυτή την Κυριακή να ψηφίσουν υπέρ του «ουρανοκατέβατου» επίδοξου ηγέτη είναι οι ίδιοι που με τον αντίστοιχο ζήλο και με ακόμη μεγαλύτερο πάθος και ενθουσιασμό ψήφιζαν όλα τα τελευταία χρόνια τον Αλέξη Τσίπρα, αγνοώντας τις κυβιστήσεις του, παραβλέποντας τις αυταπάτες του και δικαιολογώντας τις ψευδαισθήσεις του. Αναλογιστείτε μόνον ότι τις παραμονές των τελευταίων εκλογών, που όλοι, λίγο ως πολύ, ξέραμε την κατάληξη την οποία θα είχαν, ο απελθών πλέον αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ είχε υποσχεθεί στην Έλενα Ακρίτα, όπως η ίδια αποκάλυψε, ότι θα την έκανε υπουργό…

Παρά την ασύστατη σπερμολογία που θέλει και φίλους άλλων κομμάτων να πήγαν να ψήφισαν, κάτι που δεν αποδεικνύεται ούτε στο κατ΄ ελάχιστον, οι ψηφοφόροι του Κασσελάκη είναι προφανές ότι αποτελούν σάρκα εκ της σαρκός του εκλογικού σώματος που πίστεψε ότι ο αρχηγός τους θα βαράει το νταούλι και θα χορεύουν οι αγορές. Είναι ψηφοφόροι που ενθουσιάστηκαν με τις αλλοπρόσαλλες δήθεν διαπραγματεύσεις που έκανε ο Βαρουφάκης -το «asset» του Αλέξη Τσίπρα- με τους εταίρους και δανειστές της χώρας. Είναι πολίτες με εκλογικά δικαιώματα που χόρεψαν στο Σύνταγμα μετά το δημοψήφισμα του 2015, επειδή πέρασε το «όχι», αλλά δεν ενοχλήθηκαν που στη συνέχεια όχι μόνον έγινε «ναι» σε όλες τις απαιτήσεις των ξένων αλλά συνοδεύτηκε και με το βαρύτερο από όλα τα προηγούμενα Μνημόνιο.

Ειλικρινά δεν ξέρω αν όντως είναι ο Τσίπρας πίσω από τον Κασσελάκη, όπως επιμένει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί τελευταία στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Ωστόσο, είναι προφανές ότι τα μέλη, οι οπαδοί και οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ, που είχαν απογοητευθεί από την παραίτηση του πρώην πρωθυπουργού, αίφνης μεταμορφώθηκαν σε φανατικούς οπαδούς του Κασσελάκη. Η πλειονότητα των στελεχών και των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που αντλούσαν υπόσταση από τον τέως αρχηγό τους, ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, δεν παραιτήθηκε αποχωρώντας, όπως θα ήταν το φυσικό μετά από τόσες συντριπτικές ήττες που υπέστη, αλλά, κατά δήλωσή του, απλώς παραμέρισε.

Όπως και να έχει, πάντως, ο αμερικανοθρεμμένος οικονομολόγος αντιπροσωπεύει περισσότερο από κάθε άλλον σε αυτή την εκλογική διαδικασία το πνεύμα με το οποίο πολιτεύθηκε ο Αλέξης Τσίπρας. Μπορεί να μιλάει καλύτερα αγγλικά, όπως αρέσκεται να λέει θέλοντας να συγκριθεί με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, μπορεί να έχει κάνει καλύτερες σπουδές και να διαθέτει προηγούμενη επαγγελματική διαδρομή, που τον κάνουν να υπερέχει από τον προκάτοχό του στην Κουμουνδούρου, ο οποίος τα μόνα… ένσημα που είχε προλάβει να κολλήσει ήταν τα κομματικά, κατά τα λοιπά, όμως, Τσίπρας και Κασσελάκης έχουν μεγάλες ομοιότητες.

Μιλούν, για παράδειγμα, με ασυγκράτητο λαϊκισμό και περίσσιο θράσος για πράγματα για τα οποία δεν έχουν ιδέα, αδιαφορώντας για την αμάθεια και την ημιμάθεια τους που αποκαλύπτονται, τουλάχιστον στα μάτια των λογικών ανθρώπων. Οι χθεσινές δηλώσεις Κασσελάκη για το Κυπριακό ήταν μόνον ένα μικρό δείγμα της τεράστιας άγνοιας που χαρακτηρίζει τον νεόκοπο πολιτικό αστέρα. Ο οποίος θέλει μάλιστα να πιστεύει ότι μπορεί να γίνει σύντομα πρωθυπουργός αλλά δεν είναι σε θέση να δώσει ούτε μια συνέντευξη σε -φιλικό του, έστω- δημοσιογράφο, ώστε να μάθουμε τι πραγματικά πιστεύει και κυρίως τι γνωρίζει για κρίσιμα ζητήματα που αφορούν τη διακυβέρνηση της χώρας.

Ο Τσίπρας πέρασε σχετικά εύκολα από αυτό το στάδιο επειδή, λόγω της μνημονιακής παράκρουσης που επικρατούσε στη χώρα στο ξεκίνημα της ηγετικής του καριέρας, τού επετράπη να λέει ανέξοδα όποια μπαρούφα σκαρφιζόταν. Όπως το περιβόητο «Γκόου μπάκ μαντάμ Μέρκελ» και τόσα άλλα ηχηρά συνθήματα που αφιόνιζαν τα πλήθη των υποστηρικτών, παρότι ήταν απλές πομφόλυγες.

Δεν είναι, όμως, μόνον η αμετροέπεια που τους κάνει να μοιάζουν τόσο πολύ. Είναι και πολλά άλλα, όπως η πολακικού τύπου τοξικότητα. Εμφανίζονται και οι δύο τους ως δήθεν καταδιωκόμενα θύματα ενός υποτιθέμενου πολέμου που τάχατες έχει εξαπολύσει εναντίον τους κάποιο απροσδιόριστο «σύστημα» με το οποίο στην πραγματικότητα είναι σε ανοικτή -πλην όμως, υπόγεια- γραμμή. Μαζεύουν γύρω τους χειροκροτητές με μόνο κριτήριο την πίστη στο πρόσωπό τους. Μετέρχονται οι ίδιοι και οι υποστηρικτές τους κάθε θεμιτή και αθέμιτη μέθοδο ηθικής και πολιτικής εξόντωσης όσων δεν είναι μαζί τους. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, που σχεδόν ολόκληρος ο διαδικτυακός στρατός των ακραίων ΣΥΡΙΖΑϊκών τρόλ βρέθηκε από τη μια στιγμή στο πλευρό του Κασσελάκη.

Εν κατακλείδι, λοιπόν, ο Στέφανος Κασσελάκης θα κόψει μάλλον πρώτος το νήμα στην κούρσα που οδηγεί στο υψηλότερο αξίωμα της Κουμουνδούρου επειδή στην πραγματικότητα αποτελεί τον ιδανικότερο διάδοχό του Αλέξη Τσίπρα. Για πόσο διάστημα θα μείνει εκεί είναι άγνωστο. Όπως άγνωστο είναι και το πόσο σύντομα θα επιχειρήσει να επανέλθει ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος φαίνεται να ικανοποιείται επειδή ένα πολιτικό υποκατάστατό του παίρνει εκδίκηση για λογαριασμό του.

Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα και ο κ. Τσίπρας ενδιαφερόταν για το μέλλον του κόμματος του οποίου ηγήθηκε επί μια δεκαπενταετία, τότε θα εύρισκε έναν τρόπο να αποτρέψει την επερχόμενη διάλυση και αποσύνθεσή του.

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023

Η πραγματικότητα σε… ρόλο αντιπολίτευσης

            Αιφνιδιάστηκα ευχάριστα όταν, πριν από λίγες μέρες, διασχίζοντας νωρίς το πρωί το κέντρο Αθήνας με το αυτοκίνητο, συνάντησα τροχονόμους που διευκόλυναν την κίνηση των οχημάτων η οποία είχε αρχίσει να πυκνώνει καθώς οι περισσότεροι κάτοικοι της πρωτεύουσας είχαν επιστρέψει από τις διακοπές και η πολύβουη μεγαλούπολη, στην οποία έχουμε συγκεντρωθεί ο μισός πληθυσμός της Ελλάδος, έπαιρνε τους γνωστούς ρυθμούς της.

Ο αιφνιδιασμός μου οφειλόταν στο γεγονός ότι είχα πολλούς μήνες -ίσως και… χρόνια- να συναντήσω σε ώρες κυκλοφοριακής αιχμής επαρκή αριθμό ανδρών και γυναικών της Τροχαίας που να ρυθμίζουν την κίνηση των οχημάτων και να αποτρέπουν την προσφιλή τακτική πολλών συμπατριωτών μας που, όντας βιαστικοί, σταθμεύουν όπου βρουν ή -ακόμη χειρότερα- κλείνουν τις διασταυρώσεις σε κεντρικές οδικές αρτηρίες κάνοντας κόλαση τη ζωή των υπολοίπων οδηγών και μαζί, φυσικά, και τη δική τους.

Έχοντας, ωστόσο, ανοιχτό το ραδιόφωνο για την πρωινή μου ενημέρωση βρήκα την εξήγηση γι΄ αυτή τη σπάνια -και μάλλον ειδυλλιακή- εικόνα που έβλεπα μπροστά μου. Ο αρμόδιος υπουργός Προστασίας του Πολίτη φιλοξενούνταν εκείνη ακριβώς την ώρα στο στούντιο ραδιοφωνικού σταθμού και μιλούσε για τα προβλήματα που παρέλαβε στον τομέα ευθύνης μου. Για να μην τον… αδικήσω αναζήτησα την επίσημη απομαγνητοφώνηση της συνέντευξής του στο site του υπουργείου και παραθέτω αυτούσια τα λεγόμενα του κ. Γιάννη Οικονόμου.

«Η αποδυνάμωση της Τροχαίας πρέπει να σταματήσει. Τελεία παύλα», είπε ο υπουργός και με σχετικά δραματικούς τόνους συμπλήρωσε: «Μόνο μέσα στο 2023 υπήρξαν κάπου 250 με 256 -αυτή είναι η τάξη μεγέθους, πάνω κάτω- αποσπάσεις ανθρώπων από την Τροχαία ή άλλες υπηρεσίες». Με την ίδια -περισσότερο διαπιστωτική διάθεση- συνέχισε: «Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να γυρίσουνε πίσω. Κυρίως σε ό,τι αφορά τα μεγάλα αστικά κέντρα και την Αθήνα. Χωρίς να έχεις δυναμικό, χωρίς να έχεις ανθρώπους, η πραγματικότητα είναι ότι δεν μπορείς να κάνεις θαύματα. Άρα πρώτον πρέπει να σταματήσει η αποδυνάμωση της Τροχαίας, είναι προτεραιότητα μας, είναι στον σχεδιασμό μας…».

Ο ίδιος αμέσως μετά εξηγούσε ότι «ήδη αύριο (σ.σ.: 4 Σεπτεμβρίου) έχουμε μία πολύ μεγάλη σύσκεψη στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας για θέματα οδικής ασφάλειας και τροχαίας. Η αντιμετώπιση του διπλοπαρκαρίσματος είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε ουσιαστικά, έτσι ώστε να δημιουργήσουμε συνθήκες για όσο το δυνατόν λιγότερη κυκλοφοριακή συμφόρηση».

Δεν ξέρω τι έγινε σε αυτή τη σύσκεψη που προανήγγειλε ραδιοφωνικά ο κ. Οικονόμου. Εκείνο, ωστόσο, που ξέρω μετά βεβαιότητος είναι ότι στα οργανωμένα κράτη -πολύ περισσότερο όταν φιλοδοξούν να λέγονται «επιτελικά»- δεν χρειάζεται να γίνονται ειδικές συσκέψεις για τα αυτονόητα. Σε όλο τον (πολιτισμένο) κόσμο οι τροχονόμοι είναι στους δρόμους στις ώρες της κυκλοφοριακής συμφόρησης και κανείς δεν μπορεί να τους αποσπά από αυτό το καθήκον.

Τα ερωτήματα που ευλόγως προκύπτουν από τις παραδοχές του υπουργού είναι πολλά: Πως είναι δυνατόν μέσα σε οκτώ μήνες να έχουν αποσπαστεί σε αλλότρια καθήκοντα 256 τροχονόμοι; Ποιος ή ποιοι ζήτησαν αυτές τις μετακινήσεις. Και ποιος ή ποιοι υπέγραψαν για να γίνουν; Που είναι… κρυμμένοι όλοι αυτοί οι άνθρωποι και πιθανόν πολλοί ακόμη που αποσπώνται από άλλες υπηρεσίες της Αστυνομίας αλλά και γενικότερα του δημόσιου τομέα; Και, τέλος, γιατί πρέπει να γίνει ειδική σύσκεψη για να επιστρέψουν στη δουλειά για την οποία προσλήφθηκαν;

Όσο και αν οι προφανείς απαντήσεις είναι ότι έχουμε να κάνουμε με φαινόμενα τα οποία είναι διαχρονικά και λίγο ως πολύ όλες οι πολιτικές δυνάμεις που κυβέρνησαν τα τελευταία χρόνια έχουν «λερώσει τα χέρια τους» με τέτοιες μεθόδους, το συμπέρασμα που αβίαστα προκύπτει είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση, που έχει πλέον μια προϊστορία πενήντα μηνών, σε πάρα πολλούς τομείς δεν έχει καταφέρει να ξεφύγει από την πεπατημένη. Παρά, βεβαίως, τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις.

Από τον τρόπο που διαχειρίστηκε στη διάρκεια της πρώτης τετραετίας μια αλληλουχία κρίσεων με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπη, όπως η πανδημία, το μεταναστευτικό και η υβριδική επίθεση στον Έβρο, οι πληθωριστικές πιέσεις και η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, ειδικά μετά την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία, δημιουργήθηκε η εντύπωση τόσο στο εσωτερικό, όπως έδειξαν οι πρόσφατες βουλευτικές κάλπες, όσο και στο εξωτερικό, με την ολοένα και πιο αναβαθμισμένη διεθνή αξιοπιστία της χώρας, ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε το συγκριτικό πλεονέκτημα της πιο αποτελεσματικής ομάδας διακυβέρνησης που γνώρισε η χώρα. Τουλάχιστον από την εποχή που ενέσκηψε η μνημονιακή κρίση και εντεύθεν.

Από την επομένη, ωστόσο, των τελευταίων εκλογών η εικόνα άλλαξε και με αποκορύφωμα τους χειρισμούς στις πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες που έπληξαν τη Θεσσαλία, η κυβέρνηση δείχνει να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες των πολιτών για βελτίωση της καθημερινής τους ζωής. Παρόλο που τα ίδια πρόσωπα πάνω κάτω συνθέτουν το κυβερνητικό σχήμα, με βάση το rotation που αποφάσισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η πραγματικότητα που διαμορφώνεται μοιάζει πολύ διαφορετική.

Τι άλλαξε, άραγε, έτσι ώστε σε αυτό το τόσο μικρό διάστημα που μεσολάβησε από την εκκίνηση της νέας τετραετίας και ήδη οδήγησε στην καρατόμηση δύο υπουργών αλλά και στη φημολογία ότι αρκετά ακόμη κυβερνητικά στελέχη δεν… πατούν καλά στα πόδια τους και το αργότερο ως τις αυτοδιοικητικές εκλογές του Οκτωβρίου θα πάρουν την… άγουσα για τα αποδυτήρια;

Κακά τα ψέματα, η μόνη ουσιαστική αλλαγή, η οποία έγινε τους τελευταίους μήνες είναι ότι από τις 25 Ιουνίου, οπότε έγιναν οι δεύτερες κατά σειράν εκλογές, η πολιτική ζωή της χώρας απαλλάχθηκε από την ακραία τοξική αντιπολιτευτική τακτική που ακολουθούσαν η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ από το 2019 που έχασαν την εξουσία. Η σύγκριση της περιόδου 2015-2019 με εκείνη της περιόδου 2019-2023 ήταν συντριπτικά υπέρ της δεύτερης.

Για παράδειγμα, μπροστά στον Παύλο Χαϊκάλη που είχε διορίσει αρμόδιο για το Ασφαλιστικό ο Αλέξης Τσίπρας, οποιονδήποτε κι αν διόριζε ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έμοιαζε τιτάνας της πολιτικής ακόμη και αν δεν ήταν ο αποδεδειγμένα αποτελεσματικός Κωστής Χατζηδάκης. Το ίδιο μπορεί να ισχυριστεί κανείς σχεδόν σε όλους τους τομείς της κυβερνητικής δράσης. Όταν στο εμβολιαστικό πρόγραμμα που εφάρμοζαν όλες οι προηγμένες χώρες, η αξιωματική αντιπολίτευση αντιπαρέβαλε την… ιβερμεκτίνη του Πολάκη, οι πολίτες δεν είχαν δίλλημα ούτε τι να επιλέξουν, ούτε τι να ψηφίσουν.

Τώρα, όμως, που ο ΣΥΡΙΖΑ, βυθισμένος στην εσωστρέφεια που έφερε η βαριά εκλογική ήττα την οποία υπέστη, άφησε το έδαφος της αντιπολίτευσης να το χειρίζεται η… πραγματικότητα, τα πράγματα δυσκόλεψαν για την κυβέρνηση. Γιατί στην Κουμουνδούρου δεν έδιναν δεκάρα για την Τροχαία –«μπάτσοι είναι κι αυτοί, άλλωστε», θα σου έλεγε ένας… δικαιωματιστής. Οι πολίτες, όμως, δεν ανέχονται την κρατική αβελτηρία και ανικανότητα. Είτε αυτή αφορά το συγκριτικά έλασσον ζήτημα της ταλαιπωρίας στους μποτιλιαρισμένους δρόμους. Είτε, πολύ περισσότερο, σχετίζεται με τις αστοχίες και τις εγκληματικές ευθύνες που έπνιξαν στα λασπόνερα του θεσσαλικού κάμπου ανθρώπους, ζώα και καλλιέργειες.

Η πραγματικότητα είναι, εν τέλει, η πιο σκληρή αντιπολίτευση.

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2023

Σε έναν μήνα ψηφίζουμε: Θα επιλέξουμε φίλους και συγγενείς ή άξιους και ικανούς;

            Οι τεράστιες ζημιές από τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές είναι ακόμη ανυπολόγιστες, καθώς την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές τα νερά από τις πλημμύρες που χτύπησαν τη Θεσσαλία, την καρδιά της παραγωγικής Ελλάδας στον αγροτικό τομέα, θα χρειαστεί μερικές ακόμη μέρες για να αποσυρθούν ώστε να αποτιμηθεί το συνολικό κόστος το οποίο θα κληθεί να πληρώσει ο κρατικός προϋπολογισμός και το οποίο θα έρθει να προστεθεί στο ήδη μεγάλο κόστος με το οποίο θα επιφορτιστούμε οι φορολογούμενοι εξαιτίας των θερινών πυρκαγιών.

Υπό αυτό το πρίσμα, η μόνη βεβαιότητα που υπάρχει αυτή την ώρα είναι ότι η επόμενη μέρα η οποία θα ξημερώσει στη Λάρισα, στη Μαγνησία, στα Τρίκαλα και στην Καρδίτσα όταν αποτραβηχτούν τα ύδατα από τους δρόμους, τα σπίτια και τις καλλιέργειες δεν πρόκειται να είναι ίδια με τις μέρες πριν από το ξέσπασμα του ακραίου καιρικού φαινομένου που είδαμε να εξελίσσεται με τέτοια σφοδρότητα. Η αδιαμφισβήτητη κλιματική κρίση, η οποία εντείνει τα καιρικά φαινόμενα και πολλαπλασιάζει τη συχνότητα της εμφάνισής τους, οδηγώντας σε συχνότερους παρατεταμένους καύσωνες και σε ολοένα πιο σφοδρές βροχοπτώσεις, δεν μπορεί να αποτελεί αέναο άλλοθι για επαναλαμβανόμενες καταστάσεις όπως αυτές του φετινού καλοκαιριού.

Τόσο οι αρμόδιοι επιστήμονες, όσο και τα ίδια τα φαινόμενα των φυσικών καταστροφών, μάς έχουν επανειλημμένα προειδοποιήσει για όσα βλέπουμε να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας. Ως εκ τούτου είναι απολύτως ασυγχώρητο τα συνεχή παθήματα να μη γίνονται μαθήματα. Για όλους μας. Και πρωτίστως για τον κρατικό μηχανισμό σε όλες του τις εκφάνσεις (κυβέρνηση, περιφέρειες, δήμοι). Ουδείς, λοιπόν, δικαιούται πλέον να επικαλείται είτε άγνοια είτε αιφνιδιασμό. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το «έργο» το έχουμε ξαναδεί.

Πριν από τρία χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 2020, η Θεσσαλία δοκιμάστηκε σκληρά από την κακοκαιρία που είχε αποκληθεί «Ιανός». Οι καταστροφές που υπέστησαν τότε ο παραγωγικός ιστός και οι υποδομές της περιοχής ήταν εντυπωσιακά μεγάλες. Ακόμη πιο εντυπωσιακές, όμως, ήταν οι υποσχέσεις οι οποίες δόθηκαν για αποκατάσταση των ζημιών που θα γινόταν με τρόπο ώστε να μην επαναληφθούν ανάλογα φαινόμενα. Όλοι θυμόμαστε τις διαβεβαιώσεις που έδιναν οι ιθύνοντες ότι δεν θα ξαναζήσουμε ανάλογες συνθήκες με ασφαλτοστρωμένους δρόμους να διαλύονται εις τα εξ ων συνετέθησαν και γέφυρες να καταρρέουν σαν χάρτινα οικοδομήματα.

Έπειτα από εκείνη την εμπειρία, θα περίμενε κανείς ότι τα διόλου ευκαταφρόνητα κονδύλια για την αποκατάσταση των ζημιών που διατέθηκαν από το υστέρημα του ελληνικού λαού θα έπιαναν τόπο και θα απέτρεπαν την επανάληψη των καταστροφών, αφού η… φύση είχε προϊδεάσει για τις διαθέσεις της. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Για του λόγου το αληθές, επικαλούμαι την τηλεοπτική συνέντευξη μιας επιχειρηματία, η οποία, θρηνώντας τις εκ νέου μεγάλες ζημιές που υπέστη το εργοστάσιο της, δήλωνε ότι το ίδιο ακριβώς είχε υποστεί και κατά την επέλαση του «Ιανού». Και, παρότι παραδεχόταν -και μπράβο της!- ότι είχε γενναιόδωρα αποζημιωθεί από το Κράτος, δεν έδειχνε να βολεύεται που οι φορολογούμενοι θα πληρώσουν και πάλι για να ξαναστηθεί η επιχείρησή της.

Αμφιβάλλω αν τη θλίψη, την οποία εξέπεμπε ο λόγος της συγκεκριμένης κυρίας, τη συμμερίζονται και οι κάθε λογής πολιτικοί παράγοντες που σε τοπικό αλλά και σε κεντρικό επίπεδο έλαβαν την τελευταία τριετία τις αποφάσεις για τα έργα τα υλοποιήθηκαν στη Θεσσαλία. Το γεγονός, άλλωστε, ότι λίγο ως πολύ χτυπήθηκαν οι ίδιες ή παραπλήσιες υποδομές της περιοχής, δείχνει ότι μάλλον δεν υπήρχε ούτε ο κατάλληλος σχεδιασμός ούτε η ενδεδειγμένη εκτέλεση των έργων.

Ακόμα και αν όντως έπεσαν περισσότερα χιλιοστά βροχής ανά τετραγωνικό μέτρο, όπως αρέσκονται να λένε σχετικοί και μη με τις μετεωρολογικές συνθήκες, αυτό επ΄ ουδενί δεν δικαιολογεί τις εικόνες που αποσβολωμένοι βλέπουμε στις τηλεοπτικές οθόνες μας με ανθρώπους να αναζητούν καταφύγιο στις στέγες των σπιτιών τους και να περιμένουν βάρκες και ελικόπτερα να τους διασώσουν.

Οι δρόμοι, οι γέφυρες, τα αναχώματα των ποταμών και τα αντιπλημμυρικά έργα υποδομής δεν κατασκευάζονται για να αντέχουν μόνον σε συνθήκες καλοκαιρίας. Απαιτείται η αντοχή τους σε συνθήκες παντός καιρού. Γι΄ αυτό, εξάλλου, προβλέπεται ότι προηγούνται μελέτες οι οποίες λαμβάνουν υπόψιν τους και τα πλέον ακραία σενάρια. Έγινε, άραγε, αυτό στα έργα που εκτελέστηκαν στη Θεσσαλία μετά τη θεομηνία του 2020; Εκ του αποτελέσματος, φαίνεται ότι η απάντηση είναι μία και είναι η προφανής: Όχι, βεβαίως!

Σε ακριβώς ένα μήνα από σήμερα, οι ψηφοφόροι από άκρου εις άκρον της ελληνικής επικράτειας θα κληθούμε στις κάλπες για να επιλέξουμε τοπικούς άρχοντες σε περιφέρειες, δήμους και κοινοτικά διαμερίσματα. Σύμφωνα με επίσημα στατιστικά το 2% των Ελλήνων είναι υποψήφιοι σε αυτές τις κάλπες διεκδικώντας αυτοδιοικητικά αξιώματα ως επικεφαλής ή σύμβουλοι στους ΟΤΑ όλης της χώρας. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων έχουμε κάποιον συγγενή ή -κομματικό και όχι μόνο- φίλο που θέτει υποψηφιότητα και ζητά να τον ψηφίσουμε στις κάλπες της 8ης Οκτωβρίου.

Στις τριάντα μέρες που μεσολαβούν μέχρι να πάμε στα εκλογικά τμήματα για να ασκήσουμε το υπέρτατο δικαίωμα που διαθέτουμε ως πολίτες, έχουμε όλον τον καιρό μπροστά μας για να σταθμίσουμε πολύ καλά σε ποιους θα δώσουμε την ψήφο μας και σε ποιους θα την αρνηθούμε. Είτε ψηφίζουμε στη Θεσσαλία, είτε οπουδήποτε αλλού στη χώρα, χρειάζεται να κλείσουμε τα αυτιά μας στις σειρήνες της συγγένειας και της -κομματικής ή άλλης- φιλίας. Και με το χέρι στην καρδιά να ψηφίσουμε τους άξιους και ικανούς οι οποίοι έχουν όρεξη για δουλειά και μπορούν να δώσουν σύγχρονες λύσεις στα προβλήματα που απασχολούν τις τοπικές κοινωνίες στις μέρες μας.

Οι συγγενείς και φίλοι μας, που αγαπούν πραγματικά τον τόπο που θέλουν να υπηρετήσουν, θα το καταλάβουν. Οι υπόλοιποι δεν έχουν σημασία…

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023

Η αναίρεση (ή μήπως η… συναίρεση;) του ΣΥΡΙΖΑ

            Στα 180 χρόνια που παρήλθαν από τη συνταγματική καθιέρωση του κοινοβουλευτικού βίου στη χώρα μας, το εγχώριο πολιτικό σύστημα δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει θεσμική σταθερότητα.

            Ιστορικοί λόγοι, όπως πόλεμοι, οικονομικές κρίσεις, περίοδοι πολιτικής ανωμαλίας και πραξικοπήματα, σε συνδυασμό με τις κοινωνιολογικές συνθήκες που σχετίζονται με την κοινωνική και πληθυσμιακή κινητικότητα, η οποία καταγράφηκε όλες αυτές τις δεκαετίες, διαμόρφωσαν τις συλλογικές νοοτροπίες που δεν επέτρεψαν τη δημιουργία σταθερών κομματικών δομών με θεσμική μνήμη και αδιασάλευτη συνέχεια.

            Με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα περισσότερα κόμματα, μικρά και μεγάλα, παραδοσιακά και συγκυριακά, ήταν και παραμένουν αρχηγοκεντρικοί μηχανισμοί χωρίς πάγιες και κατοχυρωμένες θεσμικές διαδικασίες είτε σε οργανωτικό είτε σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Η βούληση του αρχηγού είναι ο υπέρτατος κανόνας που υπερισχύει των όποιων καταστατικών προβλέψεων που σπανίως εφαρμόζονται. 

Βασικά ζητήματα δημοκρατικής λειτουργίας, όπως η στελέχωση των οργάνων, η κατάρτιση ψηφοδελτίων, οι πολιτικές - κυβερνητικές συνεργασίες και η διαμόρφωση των προτάσεων σε μείζονα ζητήματα, έχουν αναχθεί σε «αποκλειστικά προνόμια του αρχηγού», επί των οποίων όποιος έχει διαφορετική άποψη «θέτει εαυτόν εκτός κόμματος». 

Τα παραδείγματα των κομμάτων στα οποία ισχύει η «ενός ανδρός αρχή» είναι πάμπολλα τόσο από το παρελθόν όσο και από το παρόν. Με αποτέλεσμα να είναι πολύ συχνές οι κομματικές διασπάσεις, όπως και η δημιουργία νέων -θνησιγενών στην πλειονότητά τους- σχηματισμών από φιλόδοξους δελφίνους οι οποίοι είτε πέφτουν θύματα καρατομήσεων είτε δείχνουν ακόρεστη σπουδή να «στήσουν το δικό τους κομματικό μαγαζί». 

Θυμηθείτε μόνον πόσα κόμματα και κομματίδια της μιας, άντε των δύο χρήσεων, γνωρίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες και κυρίως την περίοδο μετά το ξέσπασμα της μνημονιακής κρίσης. Κάποιες στιγμές, μάλιστα, φάνηκε πως θα μπορούσε να διαψευστεί η περίφημη ρήση του Ευάγγελου Αβέρωφ, σύμφωνα με την οποία «όποιο πρόβατο βγαίνει από το μαντρί το τρώει ο λύκος». 

Πλην, όμως, ο χρόνος έδειξε ότι μόλις περιορίστηκε το επικοινωνιακό γκελ των ηγετών - δημιουργών τους, οι νεοπαγείς σχηματισμοί που είχαν δημιουργήσει διαλύθηκαν εις τα εξ ων συνετέθησαν: Εθνική Παράταξη, ΚΟΔΗΣΟ, ΔΗΑΝΑ, ΔΗΚΚΙ, ΚΕΠ, ΛΑΟΣ, ΑΝΕΛ, ΔΗΜΑΡ, ΔΗΣΥ, ΚΙΔΗΣΟ, Χρυσή Αυγή, Ένωση Κεντρώων, Ποτάμι, ΜέΡΑ 25, κ.α.           

Αφορμή γι΄ αυτές τις επισημάνσεις πήρα από το «δράμα» που φαίνεται να βιώνει αυτές τις μέρες ο ΣΥΡΙΖΑ, το άλλοτε κραταιό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με τον… ουρανοκατέβατο διεκδικητή της ηγεσίας του, ο οποίος όλως αιφνιδίως εμφανίστηκε τις τελευταίες ημέρες στο προσκήνιο, δημιουργώντας τεράστιο επικοινωνιακό θόρυβο. 

Δικαιολογημένα, τα μέσα ενημέρωσης έστρεψαν τα φώτα τους στο πρόσωπο του -κατά δήλωσή του «άριστου»- νεαρού εφοπλιστή Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος χωρίς την παραμικρή προϋπηρεσία ή και γνώση της λειτουργίας του εγχώριου πολιτικού συστήματος, ου μην αλλά και της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας, έβαλε πλώρη για να γίνει αρχηγός σε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, το οποίο από την ίδρυσή του πρεσβεύει και υπηρετεί τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που ιδεολογικά, πολιτικά αλλά και κοινωνικά εκπροσωπεί ο επίδοξος νέος ηγέτης του. Θα έλεγε κανείς, βλέποντάς τον στα social media, ότι αποτελεί προϊόν artificial intelligence (τεχνητής νοημοσύνης).

Επισημαίνοντας και σε όσους δεν γνωρίζουν τον ορισμό, όπως τον μαθαίνουν οι δημοσιογράφοι στο ξεκίνημα τους, ότι «είδηση αποτελεί όταν ο άνθρωπος δαγκώνει τον σκύλο και όχι όταν ο σκύλος δαγκώνει άνθρωπο», η στάση των ΜΜΕ δεν είναι διόλου παράδοξη. Και σίγουρα δεν ερμηνεύεται με δαιμονολογικές προσεγγίσεις για συνωμοσία του συστήματος το οποίο θέλησε τάχατες να προωθήσει έναν αμερικανόθρεφτο τεχνοκράτη με θητεία -άκουσον, άκουσον- στη… διαβόητη Goldman Sacs.

Το παράδοξο, αντιθέτως, είναι ότι όποιος παρακολουθεί την τρέχουσα επικαιρότητα, αλλά και τις τάσεις που διαμορφώνονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διαπιστώνει ότι ένα μέρος του στελεχιακού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και των φίλων και οπαδών της παράταξης που κυβέρνησε τη χώρα για τεσσεράμισι χρόνια, δείχνει να τείνει ευήκοον ους στις γενικόλογες και εν πολλοίς αντιφατικές διακηρύξεις του κ. Κασσελάκη. Και αυτό παρόλο που, από μια πρώτη ανάγνωση τουλάχιστον, συνιστούν την απόλυτη αναίρεση των απόψεων, θέσεων και προτάσεων που υποστηρίζει το σημερινό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (για την αξιολόγηση, τα Πανεπιστήμια, τον Στρατό, κοκ).

Σε μια δεύτερη, ωστόσο, ανάγνωση του τρόπου με τον οποίο πολιτεύθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ από τον καιρό που ανέλαβε την ηγεσία του ο Αλέξης Τσίπρας, εύκολα νομίζω ότι μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι δεν εκπλήσσεται που ένας διάττων πολιτικός αστέρας, ο οποίος έρχεται από το πολιτικό… πουθενά, πιστεύει ότι είναι κατάλληλος να αναλάβει αρχηγός σε ένα κομματικό συνονθύλευμα. 

Ένα συνονθύλευμα, το οποίο (ας θυμηθούμε ότι) στέγασε τον Πάνο Καμμένο και τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, τη Θεοδώρα Τζάκρη, που ψήφισε τρία μνημόνια, και τον Παύλο Χαϊκάλη, στον οποίο ανετέθη η επίλυση του Ασφαλιστικού, τον Ευάγγελο Αντώναρο και τη Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου, την Κατερίνα Παπακώστα και τον Κώστα Ζουράρι, που μόνον σε μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορούσαν να αναλάβουν υπουργικά χαρτοφυλάκια, τον αειθαλή Στέφανο Τζουμάκα και τον υπερδραστήριο Απόστολο Γκλέτσο, άλλα και τόσους άλλους αστέρες που μόνον σε αυτό το κόμμα θα μπορούσαν να συμβιώνουν, κλείνοντας, όποτε χρειαζόταν, το μάτι και σε χρυσαυγίτες που οι ψήφοι τους δεν ήταν… «μη ευπρόσδεκτες».

Μπορεί οι θέσεις του κ. Κασσελάκη σε όλους εμάς να ακούγονται κατάλληλες για να ενταχθεί σε κάποιο από τα άλλα κόμματα, τη ΝΔ ίσως ή και, ενδεχομένως, το ΠΑΣΟΚ που έχουν ιδεολογική συνάφεια με το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ, ο ίδιος στον διαδικτυακό επικοινωνιακό ορυμαγδό που έχει εξαπολύσει υποστηρίζει ότι επέλεξε συνειδητά να ηγηθεί του ΣΥΡΙΖΑ.

Γι΄ αυτό και ο καιρός θα δείξει -και πολύ περισσότερο οι ψήφοι που θα λάβει, εφόσον φθάσει τελικά στην κάλπη της 10ης Σεπτεμβρίου- αν αποτελεί την αναίρεση ή τη συναίρεση του ΣΥΡΙΖΑ που πορεύθηκε όλα αυτά τα χρόνια με ακόμη μεγαλύτερες αντιφάσεις από αυτές που αποπνέει η καμπάνια του ουρανοκατέβατου διεκδικητή της ηγεσίας του.

Κασσελάκης, λοιπόν, και παντός (πολακικού) ΣΥΡΙΖΑ!