Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

«…Τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;»

 

Το μεσημέρι της Πέμπτης έγινε (ένα ακόμη) «πανεκπαιδευτικό» συλλαλητήριο στο κέντρο της Αθήνας, όπως και στη Θεσσαλονίκη. Κάποιες λίγες χιλιάδες συμπολίτες μας, οι οποίοι δεν αντιπροσώπευαν ούτε το ένα εκατοστό όσων με τον έναν ή τον άλλο σχετίζονται με τον χώρο της εκπαίδευσης, αψήφησαν τα υγειονομικά πρωτόκολλα και τις απαγορεύσεις των συναθροίσεων για να διαδηλώσουν κατά των ρυθμίσεων του νομοσχεδίου της υπουργού Παιδείας Νίκης Κεραμέως για την ανώτατη εκπαίδευση.

Ευδιάκριτη θέση ανάμεσα στους διαδηλωτές είχαν προβεβλημένα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης που με τη συμμετοχή τους στις συγκεντρώσεις και στις πορείες ήταν προφανές ότι ήθελαν να δώσουν πολιτική κάλυψη στη διοργάνωση των συλλαλητηρίων τα οποία έλαβαν χώρα σε μια μέρα που ήταν διάχυτη η αγωνία στην κοινή γνώμη για την έξαρση των κρουσμάτων του κορωνοϊού που παρατηρείται ιδίως στην Αττική και πιο συγκεκριμένα στο κέντρο της πρωτεύουσας.

Το βράδυ της ίδιας μέρας είδαν το φως της δημοσιότητας δύο νέες δημοσκοπήσεις οι οποίες δεν έκαναν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από το να επιβεβαιώσουν ένα -από πρώτη όψη- παράδοξο σκηνικό που διαδραματίζεται τον τελευταίο ενάμιση χρόνο: η κυβερνητική παράταξη αντί να φθείρεται, όπως συνήθως συμβαίνει όσο απομακρυνόμαστε από τις εκλογές, ενισχύεται, ενώ ο επικεφαλής της, Κυριάκος Μητσοτάκης, εδραιώνει μια όλο και πιο αδιαμφισβήτητη κυριαρχία.

Στον αντίποδα, στις συγκεκριμένες μετρήσεις, όπως και σε όλες τις προηγούμενες του τελευταίου χρόνου, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει κάμψη της εκλογικής δύναμης που συγκέντρωσε στις τελευταίες εκλογές, καθώς ένας στους τρεις που τον ψήφισε δηλώνει ότι δεν προτίθεται να το ξανακάνει. Ενώ και η απήχηση του αρχηγού του, Αλέξη Τσίπρα, βρίσκεται σε σαφή υποχώρηση με αποτέλεσμα όχι μόνον να αυξάνεται το προβάδισμα του βασικού του αντιπάλου, αλλά η επίδοσή του στο ερώτημα για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό να υπολείπεται ακόμη και έναντι του… «κανένα».

Για όποιον δυσκολεύεται να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους παρατηρείται αυτή η εικόνα, αρκεί μια ματιά στα επιμέρους ευρήματα των δημοσκοπήσεων για να βρει επεξηγηματικές απαντήσεις. Στο ερώτημα, για παράδειγμα, σχετικά με την αστυνόμευση των πανεπιστημιακών χώρων που αποφάσισε να επιβάλει η κυβέρνηση και για την οποία οργανώθηκαν τα πρόσφατα συλλαλητήρια, η πλειονότητα της κοινής γνώμης απαντά ότι διάκειται ευνοϊκά. Και αυτό δεν χωρά καμία αμφιβολία, διότι στο σύνολο των ερωτηθέντων θετική απάντηση έδωσε (σύμφωνα με τη μέτρηση της Metron Analysis) το 64%, ενώ αρνητική μόνον το 31%.

Οι υπερασπιστές της νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης υπερτερούν σε όλες ανεξαιρέτως τις ηλικιακές κατηγορίες, ενώ σε αυτούς περιλαμβάνονται και τέσσερις στους δέκα (39%) από όσους στις τελευταίες εκλογές έριξαν την ψήφο τους στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ. Το ακόμη πιο ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι υπέρ της κυβερνητικής πρωτοβουλίας τάσσεται το 84% όσων ψήφισαν ΚΙΝΑΛ, το 73% όσων αυτοπροσδιορίζονται ως «κεντρώοι» και το 46% όσων δηλώνουν «κεντροαριστεροί». Με λίγα λόγια η μεγάλη πλειονότητα εκείνων στους οποίους υποτίθεται ότι στοχεύει ο ΣΥΡΙΖΑ για να γίνει και πάλι πλειοψηφία κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που χαράσσουν η ηγεσία και τα στελέχη του τα οποία συμμετείχαν στα συλλαλητήρια.

Η αστυνόμευση των πανεπιστημιακών χώρων δεν είναι βεβαίως το μόνο ζήτημα με το οποίο η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται σε δυσαρμονία με την πλειοψηφική βούληση της ελληνικής κοινωνίας του 2021. Από τη μίζερη και αντιφατική κριτική για τους χειρισμούς της κυβέρνησης στη διαχείριση της πανδημίας και την επίμονη προσπάθεια να κατασκευαστεί μια εικόνα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όπως οι χαρακτηρισμοί περί «Ψωροκώσταινας», μέχρι τη «νευρόσπαστη» αντιπολιτευτική τακτική, με την οποία επιχειρεί ματαίως να πείσει τους Έλληνες ότι ζουν υπό συνθήκες αστυνομικού κράτους, είναι αρκετές οι περιπτώσεις που δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ να συγκρούεται όχι με την κυβέρνηση αλλά με την πραγματικότητα.

Υπό αυτή την έννοια, δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρόλο που είναι περισσότερο από προφανές ότι έχει υποπέσει σε ουκ ολίγα λάθη και αστοχίες, δείχνει ισχυρή ανθεκτικότητα στη φθορά του χρόνου, αφενός διότι είναι έντονος ακόμη ο αρνητικός απόηχος της ΣΥΡΙΖΑΝΕΛικής διακυβέρνησης και αφετέρου επειδή η αξιωματική αντιπολίτευση αδυνατεί να αντιπαραβάλει μια συνεκτική εναλλακτική πρόταση εξουσίας που να απαντά στις πραγματικές και ουσιαστικές ανάγκες της σημερινής κοινωνίας.

Δυστυχώς, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να μη θέλει και να μη μπορεί να κατανοήσει τα προτάγματα του σήμερα. Γι΄ αυτό και όταν δεν βρίσκει βολικό άλλοθι στην αμφισβήτηση των δημοσκοπήσεων, συμπεριφέρεται σαν τον βουκόλο της γνωστής λαϊκής ρήσης που αναρωτιόνταν για τα ζωντανά του: «Με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα μπάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;».

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Δικαιολογεί κωδωνοκρουσίες η αλλαγή στον Λευκό Οίκο;

«Χρειάζεται να γνωρίσεις τα χειρότερα για να εκτιμήσεις πόσο καλά ήταν αυτά που είχες», λέει μια γνωστή λαϊκή ρήση που ταιριάζει απόλυτα με τα αισθήματα της τεράστιας ανακούφισης που όλα δείχνουν ότι προκάλεσε σε κάθε γωνιά του πλανήτη η πρόσφατη αλλαγή ενοίκου στον Λευκό Οίκο των Ηνωμένων Πολιτειών.

Δεν είναι υπερβολή να επισημάνει κάποιος ότι η πραγματικότητα την οποία βιώσαμε κατά την τετραετία που διήρκεσε ο καταστροφικός για πολλούς τομείς της παγκόσμιας ζωής τυφώνας που άκουγε στο όνομα Ντόναλντ Τραμπ μετέτρεψε σε ζητούμενα πολλά από τα δεδομένα της μεταπολιτικής περιόδου.

Γι΄ αυτό και έπειτα από όλα αυτά κάποιες αυτονόητες διαπιστώσεις που κάνει ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, όπως, για παράδειγμα, ότι η Δημοκρατία «είναι πολύτιμη» και «εύθραυστη» μοιάζουν με βάλσαμο στις μεγάλες πληγές που άνοιξε ο προκάτοχός του με αποκορύφωμα την αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος και την άφρονα κινητοποίηση του όχλου των υποστηρικτών του που εισέβαλαν στο Καπιτώλιο.

Οι αλλοπρόσαλλες αποφάσεις του τέως «πλανητάρχη», οι ανερμάτιστες συμμαχίες του με τους πιο αμφιλεγόμενους ηγέτες και ηγετίσκους της διεθνούς σκηνής, όπως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που είχε προνομιακή πρόσβαση στον Λευκό Οίκο, η αποθέωση του λαϊκισμού, ο ακατάσχετος ρατσισμός και η συνεχής αντιστροφή της πραγματικότητας υπήρξαν φαινόμενα χωρίς προηγούμενο. Και δημιούργησαν καταστάσεις οι οποίες δίχασαν βαθιά την αμερικανική κοινωνία, βρήκαν μιμητές και σε άλλα σημεία του πλανήτη και έθεσαν συχνά σε μεγάλη δοκιμασία την παγκόσμια σταθερότητα.

Οι οπαδοί του απελθόντος Αμερικανού Πρόεδρου ισχυρίζονται –άλλοι προσχηματικά και άλλοι αφελώς- ότι επί της θητείας του δεν έγιναν νέοι πόλεμοι και αυτός υποτίθεται πως είναι ο λόγος για τον οποίο ο Ντόναλντ Τραμπ δήθεν στοχοποιήθηκε από τις… συστημικές δυνάμεις. Παραβλέπουν, όμως, ότι ο ίδιος πρωταγωνίστησε σε κινήσεις και ανέλαβε πρωτοβουλίες που οι συνέπειες τους ήταν κατά πολύ χειρότερες από τη συμμετοχή σε πολεμικές συρράξεις της πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμης.

Μόνο και μόνο η αποχώρηση της ισχυρότερης χώρας του πλανήτη αρχικώς από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα και πιο πρόσφατα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, εν μέσω της μεγαλύτερης πανδημίας του τελευταίου αιώνα, υπήρξαν δύο άκρως χαρακτηριστικές πράξεις στις οποίες μόνον ένας παράφρων ηγέτης θα μπορούσε να είχε προχωρήσει. Άλλωστε, τα 400 χιλιάδες θύματα του κορωνοϊού που θρηνούν ως τώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν τον υψηλότερο αριθμό νεκρών από οποιαδήποτε άλλη αιτία που είχαν από την ίδρυσή τους.

Κακά τα ψέματα, λοιπόν, διότι, ανεξαρτήτως ιδεολογικών προσεγγίσεων, μόνον όποιος εθελοτυφλεί δεν αναγνωρίζει ότι, κατά την τετραετία Τραμπ, οι ΗΠΑ από ηγέτιδα δύναμη παγκοσμίως κινδύνευσαν να μετατραπούν σε μια απομονωμένη χώρα που επικοινωνούσε με τον έξω κόσμο μόνον όταν επιβαλλόταν από τα συμφέροντα της οικογένειας του ίδιου του Προέδρου και ενός στενού πυρήνα υποστηρικτών του. Τα αλισβερίσια ανάμεσα στους γαμπρούς του πλανητάρχη και του νεοσουλτάνου της Άγκυρας λένε πολλά.

Δεν υπάρχει, εξάλλου, αμφιβολία ότι η οικονομική άνθηση που γνώρισαν οι Ηνωμένες Πολιτείες πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας ήταν πρόσκαιρη, καθώς δεν χρειάζεται να έχει κανείς εξειδικευμένες γνώσεις στα οικονομικά για να αντιληφθεί ότι ο απομονωτισμός μακροπρόθεσμα βλάπτει συνολικά το παγκόσμιο εμπόριο και άρα μειώνει την παραγωγή αγαθών και περιορίζει την προσφορά υπηρεσιών με τελικό αποτέλεσμα οι φτωχοί να γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι.

Το 1976, όταν εξελέγη 39ος Πρόεδρος των ΗΠΑ ο Δημοκρατικός Τζίμυ Κάρτερ, στην Ελλάδα και κυρίως στην Κύπρο ξέσπασαν πανηγυρικές κωδωνοκρουσίες, καθώς η πρόσφατη τότε τουρκική εισβολή στη Μεγαλόνησο που έγινε επί των ημερών της ρεπουμπλικανικής διοίκησης των Νίξον και Φορντ είχε δημιουργήσει προσδοκίες ότι η δυτική υπερδύναμη θα πρωταγωνιστούσε στις προσπάθειες για την έξωση των κατοχικών δυνάμεων του Αττίλα από το νησί.

Οι κωδωνοκρουσίες για την εκλογή του Κάρτερ απεδείχθησαν, εν τέλει, υπερβολικές, καθώς, ως γνωστόν, ο Αττίλας είναι ακόμη στην Κύπρο. Και είναι αλήθεια ότι έκτοτε οι Έλληνες δεν παρασυρθήκαμε σε ανάλογες αυθόρμητες εκδηλώσεις σε καμία από τις επόμενες κούρσες για την αμερικανική προεδρία. Συνηθίσαμε να κρατάμε μικρό καλάθι έπειτα από κάθε εναλλαγή στον Λευκό Οίκο. Και μάλλον πολύ καλά κάναμε!

Υπό αυτή την έννοια, ίσως η ανάληψη των καθηκόντων από τον 46ο Αμερικανό Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να μην αποτελεί σοβαρό λόγο για να τρέξουμε να χτυπήσουμε τις καμπάνες, είναι όμως σίγουρα αφορμή για να ανασάνουμε βαθιά και να χαρούμε που επέστρεψαν η λογική και η κανονικότητα στην παγκόσμια πολιτική πραγματικότητα.

Διότι, όπως και να το κάνουμε, τα τραυματικά βιώματα που άφησαν πίσω τους ο Τραμπ και ο «τραμπισμός» κάνουν εκ προοιμίου συμπαθέστατο τον Μπάιντεν. Και δίχως αμφιβολία δημιουργούν βάσιμες προσδοκίες ότι ο κόσμος μας μπορεί να γίνει –λίγο, έστω- καλύτερος.

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

Από το Καπιτώλιο έως την ΑΣΟΕΕ

 Η εικόνα με τους στρατοπεδευμένους πεζοναύτες μέσα στο αμερικανικό Καπιτώλιο ήταν, από πολλές απόψεις, συγκλονιστική. Σίγουρα δεν είναι τιμητικό για μια σύγχρονη κοινωνία να χρειάζεται να κινητοποιήσει τόσο ισχυρές δυνάμεις της εθνοφρουράς για να προστατεύσει την έδρα του Κογκρέσου, που αποτελεί την καρδιά του αμερικανικού πολιτεύματος.

Από την άλλη, όμως, το ερώτημα που ευλόγως ανακύπτει είναι το εξής: Και πως αλλιώς θα μπορούσε να προστατευθεί ο «ναός» της αμερικανικής δημοκρατίας από τον όχλο των ναζιστών, των… «τραμπιστών» και όλο το υπόλοιπο συνονθύλευμα το οποίο αποπειράθηκε στις 6 Ιανουαρίου να καταλύσει τους θεσμούς στις Ηνωμένες Πολιτείες για να επιβάλει τις επιθυμίες ενός παράφρονα επιχειρηματία που δεν έχει μάθει να χάνει;

Με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που μπορεί κάποιος να καταμαρτυρήσει στο κατά βάση δικομματικό πολιτικό σύστημα της υπερατλαντικής υπερδύναμης, δύσκολα θα αρνηθεί ότι οι θεσμοί των ΗΠΑ ανέπτυξαν τα δημοκρατικά αμυντικά αντανακλαστικά που απαιτούσαν τα τετελεσμένα έναντι των οποίων βρέθηκαν. Και, εν τέλει, αντιμετώπισαν με σχετική επιτυχία την μεγάλη πρόκληση που συνιστούσε η απόπειρα της θεσμικής κατάλυσης που υποκινήθηκε από την κεφαλή της χώρας.

Μπορεί μέχρι στιγμής ο ανεκδιήγητος Ντόναλντ Τραμπ, που είναι ο ηθικός αυτουργός πίσω από το ανοσιούργημα της εφόδου στο Καπιτώλιο, να μην έχει υποστεί τα επίχειρα των πράξεών του, ο ένας μετά τον άλλο, όμως, οι φυσικοί αυτουργοί αντιμετωπίζουν την τσιμπίδα του νόμου και οδηγούνται στις φυλακές μέχρι να έρθει η ώρα να αντιμετωπίσουν και τη Δικαιοσύνη. Τα ονόματά τους δημοσιοποιούνται και ουδείς διανοήθηκε να παραποιήσει τις φωτογραφίες τους για να μην αναγνωριστούν, όπως συνέβη πρόσφατα με τους συλληφθέντες για την επίθεση στον πρύτανη της πρώην ΑΣΟΕΕ ή για εκείνους που κατέγραψαν οι κάμερες να κακοποιούν τον ελεγκτή του Μετρό.

Παράλληλα, οι αμερικανικές αρχές λαμβάνουν όλα εκείνα τα μέτρα που θα αποτρέψουν την επανάληψη μιας νέας οχλοκρατικής εξέγερσης η οποία θα μπορούσε να εξελιχθεί στη διάρκεια της προγραμματισμένης για την επόμενη εβδομάδα ορκωμοσίας του νέου Προέδρου Τζο Μπάιντεν. Εξ ου και οι εικόνες με τους Εθνοφρουρούς οι οποίοι, ελλείψει άλλου πρόσφορου ενδιαιτήματος για τη φιλοξενία τους στην Ουάσιγκτον, στρατοπέδευσαν μέσα στο Καπιτώλιο.

Στα φωτογραφικά στιγμιότυπα που έκαναν τον γύρο του κόσμου, είδαμε εκατοντάδες ένστολοι άνδρες και γυναίκες της εθνοφρουράς προσήλθαν στο κτίριο του Καπιτωλίου για να ενισχύουν την ασφάλεια των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων που συνεδρίαζαν για να αποφασίσουν εάν θα παραπέμψουν σε δίκη τον Ντόναλντ Τραμπ για τη στάση του στην υποκίνηση του όχλου που εισέβαλε στο εμβληματικό κτίριο.

Το πιο εντυπωσιακό, ωστόσο, ήταν το γεγονός ότι οι Αμερικανοί βουλευτές, είτε ανήκαν στην παράταξη των Δημοκρατικών που ζητούσε την παραπομπή Τραμπ είτε προέρχονταν από την πτέρυγα των Ρεπουμπλικάνων που πλειοψηφικά στήριξαν τον απερχόμενο Πρόεδρο, κάθε άλλο παρά έδειχναν να ενοχλούνται από την παρουσία των στρατιωτικών μέσα στο «ναό της Δημοκρατίας». Και οι μεν και οι δε, δηλαδή οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των Αμερικανών πολιτών και οι δυνάμεις επιβολής της τάξης, έκαναν το θεσμικό καθήκον τους. Έκαστος εφ΄ ω ετάχθη.

Συνδέστε λίγο τις εικόνες αυτές με τον διάλογο που αναπτύσσεται στη χώρα μας κάθε φορά που η Αστυνομία καλείται να επιβάλει τον νόμο στον δημόσιο χώρο, είτε πρόκειται για το Κοινοβούλιο το οποίο πολλές φορές έχει δεχθεί επιθέσεις άλωσης που θα είχαν ευοδωθεί αν δεν το περιφρουρούσαν ισχυρές δυνάμεις των ΜΑΤ, είτε αφορά τους πανεπιστημιακούς χώρους που ατιμώρητα βανδαλίζονται με κάθε ευκαιρία και χωρίς αφορμή.

Η νόμιμη άμυνα και η περιφρούρηση που ασκούν οι δυνάμεις της ελληνικής Πολιτείας γίνεται τις περισσότερες φορές αντικείμενο έντονων επικρίσεων από συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους που είναι οι ίδιοι οι οποίοι δείχνουν απεριόριστη ανοχή στους κάθε λογής ταραξίες όταν δεν επικροτούν κιόλας κάποιες φορές το… ρωμαλέο αγωνιστικό φρόνημα τους.

Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα όσα περί «χουντικού» νομοσχεδίου ακούγονται αυτές ακριβώς τις μέρες με αφορμή τι ρυθμίσεις για την καθιέρωση ειδικού αστυνομικού σώματος το οποίο θα αναλάβει τη φρούρηση των πανεπιστημιακών χώρων. Χώρων οι οποίοι, χρόνια τώρα, χάρις στην παγκόσμια πρωτοτυπία με την οποία εφαρμόζεται στη χώρα μας το λεγόμενο «πανεπιστημιακό άσυλο» έχουν μετατραπεί σε άνδρα ανομίας που όχι μόνον δεν εξυπηρετούν αλλά μάλλον εμποδίζουν την έρευνα και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κατά το παρελθόν η χώρα μας υπέφερε από τις αυθαιρεσίες ή και τον υπερβάλλοντα ζήλο των δυνάμεων που ήταν επιφορτισμένες με την επιβολή του νόμου και της τάξης. Εξίσου αναμφίβολο, όμως, είναι ότι οι εποχές αυτές έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί και τα τελευταία 46 χρόνια η κατάσταση άλλαξε άρδην σε βαθμό που οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος μπορεί να υποστηρίζει βάσιμα ότι οι Έλληνες πολίτες απολαμβάνουμε μοναδικές συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας και νομιμότητας.

Είναι, άλλωστε, ιστορικά αποδεδειγμένο ότι Δημοκρατία χωρίς ασφάλεια δεν υπάρχει. Και αυτό ισχύει τόσο για το αμερικανικό Καπιτώλιο όσο και για τη «δική μας» ΑΣΟΕΕ…

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

Ποιος φοβάται τις εκλογές;

 Ξεκινώντας λίγο ανορθόδοξα τούτο το κείμενο, δεν θα δυσκολευτώ να αναγνωρίσω ότι το αγαπημένο σπορ για αρκετούς δημοσιογράφους του πολιτικού ρεπορτάζ είναι να γράφουν ή να μεταδίδουν πληροφορίες για επικείμενες κυβερνητικές αλλαγές ή για επερχόμενες πρόωρες κάλπες. Έχω κι ο ίδιος αναρωτηθεί πολλές φορές αν τα σενάρια περί ανασχηματισμού ή εκλογών είναι απλώς προϊόν επαγγελματικής ευκολίας ή αν πρόκειται για αναπαραγωγή άλλοτε της φοβίας και άλλοτε της προσδοκίας κάποιων πολιτικών δυνάμεων.

Το συμπέρασμα στο οποίο κατατείνω είναι δεν υπάρχει ενιαίος κανόνας. Είναι αληθές ότι περισσότερο η ανασχηματολογία και λιγότερο η εκλογολογία συνιστούν έτοιμη δημοσιογραφική τροφή που δεν απαιτείται πολύς κόπος για τη διάθεση και την κατανάλωσή της. Από την άλλη, όμως, κάποιες φορές δικαίως του λόγου δεν δίνεται σημασία στις δημόσιες διαψεύσεις στις οποίες συχνά καταφεύγουν οι ίδιοι που στο παρασκήνιο διοχετεύουν τις διαρροές των σεναρίων που τα μέσα ενημέρωσης δεν μπορούν παρά να αναπαράγουν.

Ουδείς, άλλωστε, μπορεί να αρνηθεί ότι σε χώρες χωρίς θεσμική σταθερότητα, όπως αναμφισβήτητα είναι η Ελλάδα, το ανακάτεμα της «τράπουλας» υποκαθιστά συχνά τα ελλείμματα στην παραγωγή πολιτικής που προκαλεί η ακατάσχετη προεκλογική υποσχεσιολογία. Όπως επίσης και δεν μπορεί να παραβλέψει κάποιος ότι, ειδικά στο θέμα των εκλογών, η εκάστοτε κυβέρνηση –και για την ακρίβεια ο αρχηγός της- έχει το πεπόνι και το μαχαίρι και λαμβάνει αποφάσεις για προσφυγή στις κάλπες με ιδιοτελείς σκοπιμότητες.

Για να είμαστε ειλικρινείς πρέπει να παραδεχθούμε ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο δεν είναι ακραιφνώς ελληνικό. Για παράδειγμα, στο Ισραήλ, το οποίο βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο, οι πολίτες καλούνται να ψηφίσουν για τέταρτη φορά μέσα σε μόλις δύο χρόνια. Ο κυβερνητικός συνασπισμός που μετά βασάνων και κόπων σχημάτισαν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα μετά την τρίτη εκλογική αναμέτρηση κατέρρευσε και έτσι η συμφωνία να μοιραστούν την τετραετή θητεία του πρωθυπουργού οι ηγέτες τους δεν πρόκειται να ισχύσει.

Ο Μπέντζαμιν Νετανάχιου, ο οποίος διατήρησε τον πρωθυπουργικό θώκο για το πρώτο μισό της τετραετίας, όταν είδε ότι απέκτησε δημοσκοπικό αέρα για να κυβερνήσει χωρίς τον αντίπαλο στον οποίο θα παρέδιδε την εξουσία για το δεύτερο μισό, δεν είχε τον παραμικρό δισταγμό να αφήσει τη συγκυβέρνηση να διαλυθεί και τον άσπονδο «συνεταίρο» του στα κρύα του λουτρού. Δυστυχώς, έτσι είναι η πολιτική και όποιος το αρνείται δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να εθελοτυφλεί ή να ονειροβατεί.

Μετά τον πρόσφατο ανασχηματισμό της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος επιβεβαιώθηκε αφού, όπως συνήθως συμβαίνει, νωρίτερα είχε διαψευστεί αρκετές φορές, φούντωσαν και πάλι τα σενάρια που θέλουν τα Μέγαρο Μαξίμου να προλειαίνει το έδαφος έτσι ώστε να προκηρύξει εκλογές μόλις το εμβολιαστικό πρόγραμμα κατά του κορωνοϊού προχωρήσει σε βαθμό τέτοιο που να αποτελεί σήμα ότι αφήνουμε πίσω μας την πανδημία.

Η αύξηση του αριθμού των στελεχών του κυβερνητικού σχήματος σε επίπεδα που μόνον σε προεκλογικές περιόδους συναντώνται, η μεταβολή της ισορροπίας ανάμεσα στους βουλευτές και τους τεχνοκράτες που συμμετέχουν στην κυβέρνηση υπέρ των πρώτων που συμβάλουν περισσότερο στην συγκομιδή των ψήφων, καθώς και η «αλλαγή φρουράς» στην ηγεσία του υπουργείου Εσωτερικών που έχει την αρμοδιότητα για τη διεξαγωγή των εκλογών είναι μόνον τρεις από τις βάσιμες ενδείξεις που μαρτυρούν τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.

Ο νέος υπουργός Εσωτερικών Μάκης Βορίδης προέβη ήδη σε διαψεύσεις, ενώ το ίδιο προτίθεται, κατά πληροφορίες, να κάνει τις επόμενες μέρες και το Μέγαρο Μαξίμου. Οι λόγοι είναι προφανείς. Ό,τιδήποτε άλλο θα ήταν αδιανόητο στην παρούσα συγκυρία που η φονική πανδημία βρίσκεται σε έξαρση. Ας μη γελιόμαστε, όμως, όσες διαψεύσεις και αν γίνουν, οι πιθανότητες να πάμε σε εκλογές μέσα στο 2021 είναι πολλές. Το δέλεαρ για την κυβερνητική παράταξη, που προκύπτει από τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, είναι τόσο μεγάλο που δύσκολα θα το απεμπολήσει.

Με παντοίους τρόπους, άλλωστε, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας και τα στελέχη του κόμματός του συνδράμουν τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Δεν είναι μόνον που ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δήλωνε ότι «αν δεν υπήρχε η πανδημία, θα είχα ζητήσει ήδη εκλογές», δικαιώνοντας εκ των προτέρων την ενδεχόμενη προσφυγή στις κάλπες μόλις θεωρηθεί λήξασα η πανδημία. Είναι, πολύ περισσότερο, η αλλοπρόσαλλη αντιπολιτευτική τακτική που ακολουθούν με αποτέλεσμα, αντί να επωφελούνται από τα λάθη και τις αστοχίες της κυβέρνησης, να βολοδέρνουν δημοσκοπικά, χωρίς να πείθουν ούτε όσους τους ψήφισαν πριν από ενάμισι χρόνο.

Το σύστημα της απλής αναλογικής το οποίο ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού πρώτα απόλαυσε, παρέα με τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου, τεσσεράμισι χρόνια εξουσίας, είναι μια πολύ καλή αφορμή για να προκηρύξει εκλογές ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εκμεταλλευόμενος το πλεονέκτημα που έχει στο υφιστάμενο πολιτικό σκηνικό. Η ευκαιρία είναι μοναδική, καθώς ακόμη και αν δεν πετύχει, όπως προεξοφλούν οι περισσότεροι, αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, το προβάδισμα που, με τα σημερινά δεδομένα, θα λάβει θα είναι τέτοιο που τυχόν επαναληπτική εκλογική, η οποία θα γίνει με επαναφορά της ενισχυμένης αναλογικής, θα ανοίξει το δρόμο για άνετη αυτοδυναμία.

Τη μέρα, εξάλλου, που ανακοινώθηκε ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ απευθυνόμενος στους συνεργάτες του υποστήριξε ότι «οι σχεδιασμοί για εκλογική απόδραση του κ. Μητσοτάκη από την ευθύνη της διαχείρισης πανδημίας, την στιγμή που συνεχίζεται η καθημερινή εκατόμβη απωλειών συνανθρώπων μας, φανερώνει και το απόλυτο αδιέξοδό του». 

Και το ερώτημα που ευλόγως τέθηκε από πολλές πλευρές ήταν: Ξέρει κάτι ο κ. Τσίπρας που δεν ξέρουμε όλοι εμείς ή απλώς προσπαθεί να…. ξορκίσει αυτό που φοβάμαι ότι θα συμβεί;

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

«Να μην ξανάρθει» το 2020 ή «ουδέν κακόν, αμιγές καλού»;

 Η αλλαγή του χρόνου υπήρξε ανέκαθεν καλή αφορμή για αναστοχασμό έναντι των παρελθόντων, όπως και ευκαιρία για να εκφράσουμε την εσωτερική ανάγκη της προσμονής για μελλοντική βελτίωση όσων μας συμβαίνουν. Αυτό, άλλωστε, είναι το νόημα που έχουν οι ευχές τις οποίες ανταλλάσσουμε τέτοιες μέρες για «Χρόνια Πολλά» και «Καλή Χρονιά».

Επειδή συνήθως «ο παλιός ο χρόνος» μάς έχει απογοητεύσει, αφού σπανίως εκπληρώνεται το σύνολο των προσδοκιών μας, οι περισσότεροι εξ ημών, ακόμη και όσοι δεν υποπίπτουν στον πειρασμό των προλήψεων και της δεισιδαιμονίας, επενδύουμε τις ελπίδες μας στο «νέο έτος», ευχόμενοι να είναι «αίσιο και ευτυχές».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το 2020 ήταν, εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού, μια από τις πιο καταστροφικές χρονιές στην παγκόσμια ιστορία των τελευταίων δεκαετιών τόσο σε υγειονομικό επίπεδο, αφού μας χωρίζει ένας αιώνας από την αντίστοιχη μεγάλη φονική πανδημία, που έλαβε χώρα το μακρινό 1918, όσο και στις επακόλουθες επιπτώσεις που είχε, αφενός, στην καθημερινότητα όλων μας και, αφετέρου, στις οικονομίες ολόκληρου του πλανήτη. Επιπτώσεις που όμοιες τους μπορεί να συναντήσει κανείς μόνον σε περιόδους γενικευμένων πολεμικών συρράξεων.

Δεν προκαλεί, ως εκ τούτου, ιδιαίτερη έκπληξη η συχνότητα με την οποία ακούει κανείς στις συζητήσεις των τελευταίων ημερών –στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στις περιορισμένες οικογενειακές συνάξεις- αναφορές για την απελθούσα χρονιά που ξεκινούν από το «να φύγει και να μην ξανάρθει» και καταλήγουν στην ακόμη πιο επιθετική ευχή - προτροπή «να πάει στα τσακίδια…».

Ορισμένοι ακόμη πιο… ευφάνταστοι προτείνουν να μην εγγραφεί αυτή η χρονιά στο… παθητικό της ηλικίας μας. Και, όπως αποφάσισαν οι «Αθάνατοι» της ΔΟΕ, να μην αλλάξουν όνομα οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2020, που θα γίνουν φέτος, έτσι κι εμείς να θεωρήσουμε ως… «μη γενόμενη» τη χρονιά που έφυγε και στη διάρκεια της οποίας η πλειονότητα περάσαμε μεγάλο μέρος του χρόνου μας έγκλειστοι μέσα σπίτια μας.

Αποφεύγοντας, πάντως, την παγίδα των φιλοσοφικών ενατενίσεων για τις διαστάσεις του χρόνου, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε ότι η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη και ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Ενδεχομένως γι΄ αυτό, οι πολυμήχανοι πρόγονοι μας «ξόρκιζαν» το κακό, αναζητώντας το καλό που μπορούσε να κρύβει μέσα του. Η ρήση «ουδέν κακόν αμιγές καλού», την οποία χρησιμοποιούσαν, εκτός από απόσταγμα σοφίας, αποτελεί ένα δυνατό μήνυμα αισιοδοξίας και θετικής προαίρεσης.

Ας αναλογιστούμε, άλλωστε, πόσα θετικά πράγματα προέκυψαν κατά τη διάρκεια του δίσεκτου και, κατά πολλούς, δυστοπικού 2020. Όπως επίσης και πόσα μαθήματα πήραμε από τα πολλά παθήματα που μας επιφύλαξε η δύσκολη χρονιά που μόλις ολοκληρώθηκε.

Η μεγάλη, για παράδειγμα, μεταδοτικότητα του ιού, ο οποίος δεν κάνει –εισοδηματικές, εθνικές ή θρησκευτικές- εξαιρέσεις, ανέδειξε την τεράστια σημασία της συλλογικής δράσης και μας δίδαξε ότι ζούμε όλοι κάτω από τον ίδιο ήλιο και αναπνέουμε τον ίδιο αέρα.

Από την άλλη, η ανάγκη να νοσηλευθούν στις κλίνες του δημόσιου συστήματος υγείας, όλοι όσοι ασθένησαν, υποχρέωσε και τους πιο φανατικούς θιασώτες της ιδιωτικοποίησης των πάντων, να υποκλιθούν στο κοινωνικό κράτος και να αναγνωρίσουν τη σημασία της κοινωνικής αλληλεγγύης.

Η νίκη, εξάλλου, της επιστήμης η οποία κατάφερε μέσα σε τόσο λίγο χρόνο να παρασκευάσει προηγμένα εμβόλια για τον κορωνοϊό που, κατά τα φαινόμενα, μπορεί να μας απαλλάξουν από τη λαίλαπα της Covid-19 και ενδεχομένως από άλλες παρόμοιες καταστροφικές λοιμώξεις, συνιστά αναμφισβήτητα ένα θετικό αντιστάθμισμα στις μεγάλες δυσκολίες που βίωσε ολόκληρος ο πλανήτης.

Ο θρίαμβος, επίσης, της κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής, κατ΄ εφαρμογή της οποίας τα Κράτη ανέλαβαν παγκοσμίως πρωτοβουλίες για να στηρίξουν τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα που κινδύνευαν με κατάρρευση, συνιστά μια ιστορικών διαστάσεων «εκδίκηση» της συλλογικότητας απέναντι στην ατομικότητα.

Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει και άλλα «καλά» που έφερε στη ζωή μας το «κακό» 2020. Ανάμεσα σε αυτά είναι οπωσδήποτε η σημαντική και ταχεία πρόοδος στην ψηφιοποίηση που μας δίνει τη δυαντότητα να μπορούμε να κάνουμε πλέον εξ αποστάσεως τόσο πολλές συναλλαγές, κερδίζοντας χρήμα και χρόνο. Τουλάχιστον όταν δεν… πέφτουν τα συστήματα και δεν φρακάρουν οι ταχυμεταφορές, δύο λειτουργίες που θα υποχρεωθούν κι αυτές να αλλάξουν.

Δίχως αμφιβολία, χάσαμε πολλά το 2020: από τις αγκαλιές που δεν πήραμε και δεν δώσαμε έως τη δραστική μείωση των εισοδημάτων μας. Μάθαμε, όμως, και ίσως απολαύσαμε και ορισμένα πράγματα που παλαιότερα δεν ήταν αυτονόητα: από την μείωση της γραφειοκρατίας και την αποφυγή των ουρών, έως τη διαχείριση της μοναξιάς μας, την αυτοσυγκράτηση και τον περιορισμό των καταναλωτικών μας αναγκών.

Ας κρατήσουμε λοιπόν, τα (λίγα;) καλά της χρονιάς που έφυγε και ας ευχηθούμε για τα (πολλά;) καλύτερα που θα φέρει ο καινούργιος χρόνος.

Καλή Χρονιά. Με υγεία και αισιοδοξία!