Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκπαίδευση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκπαίδευση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

Άλλο υποκριτική και άλλο υποκρισία


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα κάθε είδους πολιτιστικά αγαθά έχουν κάποιες ιδιοτυπίες που τα διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα αγαθά και τις υπηρεσίες που παράγονται στις σύγχρονες παγκοσμιοποιημένες καπιταλιστικές κοινωνίες και προσφέρονται προς τέρψη στο φιλοθεάμον κοινό.

Από αρχαιοτάτων άλλωστε χρόνων, οι λεγόμενες καλές τέχνες και οι λειτουργοί τους για να εκπληρώσουν τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραμάτιζαν είχαν ανάγκη τις συνεισφορές των χορηγών ή τη συνδρομή φιλότεχνων «μαικήνων» και, μεταγενέστερα, τις κρατικές επιχορηγήσεις.

Χωρίς τους χορηγούς, έναν θεσμό που δημιουργήθηκε δια νόμου ο οποίος υποχρέωνε τους πιο εύπορους πολίτες να αναλαμβάνουν τα έξοδα των παραστάσεων και των μεγάλων εορταστικών εκδηλώσεων, η Αρχαία Αθήνα ίσως να μην είχε περάσει στην Ιστορία ως «γενέτειρα» του Θεάτρου και της εν γένει καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Παρά ταύτα, ούτε στον «Χρυσούν Αιώνα» της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ούτε αργότερα στη Ρώμη του Γάιου Μαικήνα και όσων τον μιμήθηκαν στη συνέχεια με τις ευεργεσίες τους, οι θεράποντες των Τεχνών και των Γραμμάτων δεν διεκδίκησαν και δεν απέκτησαν το status του δια βίου κρατικοδίαιτου υπαλλήλου, όπως φαίνεται να απαιτούν κάποιοι στις μέρες μας οι οποίοι δεν αρκούνται στις αμοιβές που αντιστοιχούν στο έργο που προσφέρουν και στις ικανότητες που διαθέτουν.

Με τις πρόσφατες, μάλιστα, κινητοποιήσεις τους, που είχαν ως αφορμή το Προεδρικό Διάταγμα για το νέο προσοντολόγιο - κλαδολόγιο, με βάση το οποίο θα γίνονται εφεξής οι προσλήψεις στο Δημόσιο, έδωσαν την εντύπωση ότι επιδιώκουν να αμείβονται χάρις και μόνον στην ιδιότητα του καλλιτέχνη που με κάποιον τρόπο κατάφεραν να τους απονεμηθεί και χωρίς -ειδικά γι΄ αυτούς- να λαμβάνεται διόλου υπόψιν το επίπεδο σπουδών που έκαναν.

Θέλω να ανοίξω εδώ μια παρένθεση για να επισημάνω ότι, αν και έπειτα από τόσα χρόνια ενασχόλησης με το πολιτικό ρεπορτάζ, δεν θα έπρεπε να εκπλήσσομαι με την ποιότητα του δυναμικού που έχει κατά καιρούς καθίσει στα κοινοβουλευτικά έδρανα, δεν μπορώ να μην εκφράσω την αλγεινή εντύπωση που μου προκάλεσε η αήθης επίθεση την οποία εξαπέλυσε κατά της Προέδρου της Δημοκρατίας μια αδαής κυρία η οποία θεωρείται καλλιτέχνης και, παρόλο που πέρασε για κάποιους μήνες από το Κοινοβούλιο, ο κομματικός φανατισμός δεν της επέτρεψε να μάθει ότι το περιεχόμενο των προεδρικών διαταγμάτων είναι στην αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης και ο εκάστοτε Ανώτατος Άρχων απλώς προσυπογράφει.

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν ήταν μόνον η συγκεκριμένη κυρία η οποία επιδόθηκε σε ένα κρεσέντο υποκρισίας για το περιεχόμενο του επίμαχου Προεδρικού Διατάγματος. Πολλοί ομότεχνοι και ομοϊδεάτες της επιχείρησαν -φαντάζομαι κάποιοι λίγοι ηθελημένα και οι περισσότεροι αθέλητα και ακολουθώντας τον… συρμό- να δημιουργήσουν εντυπώσεις για δήθεν υποβάθμιση των τίτλων σπουδών που χορηγούνται στους αποφοίτους των δημοσίων και ιδιωτικών Σχολών Δραματικής Τέχνης ή Χορού οι οποίες δεκαετίες τώρα λειτουργούν υπό το καθεστώς των Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ) που τις κατατάσσει στην κατηγορία της μεταλυκειακής εκπαίδευσης.

Το εντυπωσιακότερο όλων είναι ότι επισπεύδοντες στον θόρυβο και στη διαμαρτυρία είναι τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παρόλο που είναι διπλά υπεύθυνοι για τη σημερινή κατάσταση: αφενός, διότι επί των ημερών της διακυβέρνησης τους δημιουργήθηκε κατά τον μέγιστο βαθμό το ζήτημα που τώρα ήρθε στην επιφάνεια, και, αφετέρου, επειδή είναι εκείνοι που με τις ιδεοληψίες τους εμποδίζουν την εξεύρεση οριστικής λύσης στο θέμα της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης.

Με απόφαση, λοιπόν, της προηγούμενης κυβέρνησης, που ελήφθη όταν υπουργός Πολιτισμού ήταν η ηθοποιός κυρία Λυδία Κονιόρδου, όλοι ανεξαιρέτως οι αποφοιτήσαντες μεταξύ των ετών 1981 και 2003 από δημόσιες και ιδιωτικές καλλιτεχνικές σχολές της χώρας –υπολογίζεται ότι είναι περισσότερες από 120 δραματικές σχολές και σχολές χορού και περίπου 700 ωδεία- εξομοιώθηκαν με τους κατόχους τίτλων σπουδών από Ιδρύματα Ανώτερης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, δηλαδή ΤΕΙ.

Επί των ημερών της ίδιας κυβέρνησης, όμως, τα ΤΕΙ καταργήθηκαν και -χωρίς υπερβολή- εν μια νυκτί η τριτοβάθμια εκπαίδευση έγινε μία και ενιαία. Κανείς τότε δεν σκέφθηκε που θα εντάσσονταν όσοι αποφοιτούν μετά το 2003 από την καλλιτεχνική εκπαίδευση αφού καταργείται ο κλάδος της τεχνολογικής εκπαίδευσης. Θα μπορούσε ίσως να είχαν υπολογίσει ότι όσοι θέλουν να κάνουν καριέρα στο Δημόσιο έχουν την ευκαιρία να φοιτήσουν σε ένα από τα υφιστάμενα ΑΕΙ, αλλά δεν τους έχω ικανούς για τόσο… σύνθετες σκέψεις.

Ακόμη και αν παραβλέψει κάποιος τον τραγέλαφο που δημιουργεί η ρύθμιση με την οποία το 2017 η κυρία Κονιόρδου τακτοποίησε στην κατηγορία ΤΕ μόνον όσους αποφοίτησαν μέχρι το 2003, αφήνοντας -με ποια λογική άραγε;- εκτός νυμφώνος όλους όσοι συνέχισαν να σπουδάζουν στις ίδιες σχολές, το ζήτημα που ανακύπτει είναι κατά πόσο είναι σωστό να ακολουθήσουν την πορεία των παλαιότερων και να ενταχθούν στην ενιαία τριτοβάθμια εκπαίδευση (ΠΕ).

Στην περίπτωση που συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε με μαθηματική ακρίβεια θα επερχόταν διπλός «ξεσηκωμός»: από τη μια θα εξεγείρονταν -και δικαίως- όσοι φοιτούν σε τμήματα ΑΕΙ που παρέχουν καλλιτεχνικές σπουδές και από την άλλη θα έβγαιναν στον δρόμο και θα ανέβαιναν στα κεραμίδια όλοι όσοι τάσσονται κατά της πανεπιστημιακού επιπέδου ιδιωτικής εκπαίδευσης.

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τις προηγούμενες μέρες αναρωτήθηκαν αν η Μελίνα Μερκούρη, η Κατίνα Παξινού, η Ειρήνη Παπά, η Άννα Συνοδινού, ο Δημήτρης Χορν, ή η Τζένη Καρέζη και τόσοι άλλοι που υπηρέτησαν τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό είχαν ανάγκη να τους αναγνωριστεί καθεστώς… ΤΕΙ για να προσφέρουν όσα πρόσφεραν στο ελληνικό και στο διεθνές κοινό τους.

Καλή και άγια, λοιπόν, η υποκριτική τέχνη, η οποία, όμως, επ΄ ουδενί δεν πρέπει να συγχέεται με την υποκρισία του πολιτικαντισμού και της κρατικοδίαιτης «τέχνης».

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Η Αλιστράτη και το ξεστράτισμα

Η υπόθεση με τους δύο γονείς από την Αλιστράτη Σερρών που για δεύτερη συνεχή χρονιά δεν στέλνουν τα τέσσερα παιδιά τους στο σχολείο επειδή διαφωνούν με τις μάσκες και τη διενέργεια διαγνωστικών τεστ για την αντιμετώπιση της πανδημίας αποτελεί ίσως την επιτομή για το ξεστράτισμα στο οποίο έχει βρεθεί τα τελευταία χρόνια η ελληνική κοινωνία.

Ένα ζευγάρι αποφάσισε να αυθαιρετήσει εις βάρος των παιδιών του, στερώντας τους το αγαθό και ταυτόχρονα δικαίωμα της Παιδείας και καταδικάζοντάς τα όχι μόνον στην αμάθεια αλλά και σε κοινωνική απομόνωση. Παρά ταύτα, τα πολυποίκιλα όργανα της ελληνικής Πολιτείας που είχαν την αρμοδιότητα να παρέμβουν για να σταματήσουν την απάνθρωπη και αναμφισβήτητα παράνομη συμπεριφορά τους, δεν συγκινήθηκαν.

Μέχρις ότου το ίδιο το ζευγάρι βγει στην τηλεόραση για να διατυμπανίσει την… αντιστασιακή του δράση, ουδείς αισθάνθηκε την ανάγκη να αντιδράσει. Ούτε οι φορείς της εκπαίδευσης, που είναι οι πρώτοι που θα έπρεπε να κινητοποιηθούν. Ούτε οι υπηρεσίες της κοινωνικής πρόνοιας, που, από κοινού με τις τοπικές αρχές, έχουν υποχρέωση να παρεμβαίνουν όταν οι γεννήτορες καταπατούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των παιδιών τους. Ούτε οι αστυνομικές και οι εισαγγελικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με το καθήκον να επιβλέπουν την εφαρμογή των νόμων και να οδηγούν τους παραβάτες ενώπιον της Δικαιοσύνης.

Δυσκολεύεται κάποιος να φανταστεί ότι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του δυτικού κόσμου, στον οποίο υποτίθεται ότι ανήκει και η Ελλάδα, θα μπορούσαν δύο άνθρωποι επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα να παραβιάζουν τόσο κατάφωρα τη νομιμότητα χωρίς να συγκινείται κανείς. Αν είχαμε να κάνουμε με ένα μεμονωμένο περιστατικό, το οποίο απλώς διέλαθε της προσοχής των θεσμικών οργάνων της Πολιτείας, ίσως δεν θα είχε τη σημασία που προσλαμβάνει εξαιτίας του γεγονότος ότι αποτελεί μάλλον μια γενικευμένη κατάσταση που επικρατεί στην εποχή μας.

Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, αλλά κυρίως κατά τη διάρκειά της, είναι πολλά τα γεγονότα που μαρτυρούν ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν ιδιότυπο «αβδηριτισμό» που χαρακτηρίζει τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε τα δημόσια πράγματα στη χώρα μας. Από την εφαρμογή των στοιχειωδών κανόνων κοινωνικής συμβίωσης έως την τήρηση των νόμων που σωρηδόν ψηφίζονται από το ελληνικό Κοινοβούλιο, στην πράξη όλα φαίνεται να... επαφίενται αποκλειστικά και μόνον στον πατριωτισμό των Ελλήνων.

Για κάποιον παράδοξο λόγο, σε ένα μάλλον μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας έχει επικρατήσει η λανθασμένη αντίληψη ότι μπορεί μεν να υφίστανται περιορισμοί και να θεσπίζονται σωρηδόν νέες υποχρεώσεις, αυτό, όμως, δεν χρειάζεται να συνοδεύονται από συνέπειες ή κυρώσεις για όσους τους παραβιάζουν.

Οι γονείς, για παράδειγμα, είναι υποχρεωμένοι να μεριμνούν για να παρακολουθούν τα παιδιά τους τα σχολικά μαθήματα, αλλά, ακόμη και αν δεν ανταποκρίνονται σε αυτή την υποχρέωσή τους, τούτο δεν σημαίνει ότι αυτομάτως θα βρεθούν αντιμέτωποι με κάποια συνέπεια ή κύρωση. Όχι τόσο για λόγους τιμωρητικούς, όσο για παιδευτικούς.

Τα περισσότερα ζητήματα, εξάλλου, σε αυτή τη χώρα αντιμετωπίζονται με μια χαρακτηριστική χαλαρότητα και έναν «ωχαδερφισμό» που συχνά γίνεται παραλυτικός. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ένα μέρος του πολιτικού κόσμου υποστήριζε μεν την υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών για το υγειονομικό προσωπικό, πλην, όμως, εξέφραζε έντονη διαφωνία με το καθεστώς της διαθεσιμότητας στο οποίο τέθηκαν όσοι επέμεναν να μείνουν ανεμβολίαστοι.

Τι είδους υποχρεωτικότητα, άραγε, θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε μια τέτοια περίπτωση; Ενδεχομένως όσοι το πρότειναν να είχαν κατά νου ένα είδος… εθελοντικής υποχρεωτικότητας. Κάτι τέτοιο, όμως, αν ήταν εφικτό να λειτουργήσει θα το είχαν εφαρμόσει και κάπου αλλού στον πλανήτη.

Όπως σε καμία άλλη χώρα δεν θα έμενε χωρίς συνέπειες η προκλητική πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Γρεβενών να αφαιρεί προκλητικά και μπροστά στις κάμερες τις μάσκες των πιστών που τον πλησίαζαν για να ασπαστούν το χέρι του. Η πράξη του ήταν, χωρίς αμφιβολία, παράνομη και καταδικαστέα, αλλά ουδείς από την κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση αισθάνθηκε την ανάγκη να πάρει θέση και να αποδοκιμάσει τη συμπεριφορά του που βάζει σε κίνδυνο τους εκκλησιαζόμενους οι οποίοι κατά τεκμήριο ανήκουν στις πλέον ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού.

Αντίστοιχης λογικής είναι και οι πιο πρόσφατοι ισχυρισμοί σύμφωνα με τους οποίους χαρακτηρίζεται «ρατσιστικό» και «διχαστικό» επιχείρημα να γίνεται λόγος για «πανδημία των ανεμβολίαστων», επειδή οι τελευταίοι μπορεί να… νιώσουν άβολα. Παρόλο που η έκφραση έχει χρησιμοποιηθεί πάμπολλες φορές από ξένους πολιτικούς ηγέτες, όπως ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπάιντεν (που, όπως και να έχει, δεν τον λες και ρατσιστή), μόνον στην Ελλάδα αποτέλεσε αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης.

Είναι και αυτό ένα ακόμη επεισόδιο στο σίριαλ του ξεστρατίσματος που βιώνουμε αρκετά χρόνια. Και το οποίο οι συνθήκες της πανδημίας επανέφεραν στο προσκήνιο. Στο τέλος- τέλος, η έλλειψη σεβασμού στους κανόνες, που αποτελεί προστάδιο της ανομίας, έχει πολλές μορφές, ενώ συχνά ισχύει η αρχαιοελληνική ρήση «εξ όνυχος τον λέοντα»…

Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

Δυναμικές μειοψηφίες κολλημένες στη μιζέρια του χθες


            Για όσους ενδεχομένως δεν το πληροφορήθηκαν, που φαντάζομαι είναι η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, έχει αξία να μάθουν ότι η Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ) κάλεσε τους καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης, τους οποίους υποτίθεται ότι εκπροσωπεί, να μην εμφανιστούν στα σχολεία μετά τη δίμηνη ανάπαυλα που τους επέβαλε η πανδημία του κορωνοϊού.
            «Προκηρύσσουμε 3ωρη στάση εργασίας για την Τετάρτη 6 Μαΐου για τις 3 πρώτες ώρες του ημερήσιου και του εσπερινού ωραρίου και καλούμε τις ΕΛΜΕ να προκηρύξουν 3ωρες στάσεις εργασίας για το υπόλοιπο του ωραρίου ως πρώτο βήμα αντίδρασης τόσο για το άνοιγμα των σχολείων όσο και για το κατατεθέν νομοσχέδιο», διαβάζουμε αυτολεξεί στην ανακοίνωση που είναι ανηρτημένη στην ιστοσελίδα της Ομοσπονδίας.
            Είναι μια ανακοίνωση πραγματικό «περιβόλι παραδοξολογίας» που ξεκινά από τον τίτλο της, καθώς επιγράφεται ως «Πρόγραμμα δράσης της ΟΛΜΕ για την επαναλειτουργία των σχολείων», ενώ εκείνο το οποίο στην ουσία (επι-)ζητεί είναι να μην ανοίξουν τα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Είναι ένα κείμενο το οποίο βρίθει στρεψοδικιών και προσχηματικών υπεκφυγών μέσω των οποίων επιχειρείται να δώσουν άλλοθι σε όσους καλόμαθαν και δεν θέλουν να επιστρέψουν στη δουλειά τους.
Κατηγορεί, για παράδειγμα, η ανακοίνωση της ΟΛΜΕ το υπουργείο Παιδείας ότι «εξακολουθεί να μην παίρνει κανένα μέτρο προκειμένου να ικανοποιηθούν τα αιτήματα υγειονομικής προστασίας, όπως αυτά εκφράστηκαν στο υπόμνημα της ΟΛΜΕ (30.4.20) και ταυτόχρονα καλεί τους εκπαιδευτικούς, με οδηγία που εστάλη Σάββατο βράδυ, να παρουσιαστούν στα σχολεία τους στις 6 Μαΐου, παρότι η σχετική ΚΥΑ αναφέρει ρητά ότι τα σχολεία παραμένουν κλειστά μέχρι τις 10 Μαΐου».
Ευλόγως, λοιπόν, αναρωτιέται κάθε εχέφρων άνθρωπος: Τι είναι εκείνο που τους ενόχλησε; Επειδή η οδηγία βγήκε σαββατόβραδο; Ή επειδή φοβούνταν ότι θα εύρισκαν κλειστά τα σχολεία αν μετέβαιναν σε αυτά πριν τις 10 Μαΐου; Και επιπλέον: Αν δεν πάνε νωρίτερα οι εκπαιδευτικοί πως θα προετοιμαστεί το έδαφος για να ληφθούν μέτρα για την υγειονομική προστασία διδασκόντων και διδασκομένων όταν θα ανοίξουν τα σχολεία; Ποιος θα κάνει την προετοιμασία; Η Νίκη Κεραμέως ή η Σοφία Ζαχαράκη;
Με την επόμενη, ωστόσο, άκρως «σχοινοτενή» πρόταση της ανακοίνωσης της ΟΛΜΕ –που ελπίζει κανείς να μην την έγραψε και να μην τη διάβασε, πριν εκδοθεί, εκπαιδευτικός που διδάσκει φιλολογικά μαθήματα- δεν μένουν πολλές απορίες για τις πραγματικές προθέσεις. Θαυμάστε την, όπως ακριβώς είναι γραμμένη και δημοσιευμένη, χωρίς περαιτέρω σχόλια:    
«Παρά τις δηλώσεις αρκετών λοιμωξιολόγων, που θεωρούν επικίνδυνη την επαναλειτουργία των σχολείων, παρά τις ελλείψεις σε ατομικά μέτρα προστασίας (μάσκες, γάντια, αντισηπτικά) στα σχολεία, παρά το γεγονός ότι στα περισσότερα σχολεία δεν έχουν γίνει απολυμάνσεις, παρά το ότι δεν υπάρχουν οι απαραίτητες κτιριακές υποδομές (αίθουσες με τα απαραίτητα τετραγωνικά μέτρα), παρά το ότι δεν έχουν προβλεφθεί άδειες για τους εκπαιδευτικούς που έχουν ασθένειες που δεν συμπεριλαμβάνονται στο ΦΕΚ του ΥΠΕΣ ή άτομα που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες στο άμεσο οικογενειακό τους περιβάλλον, ούτε υπάρχει μέριμνα για τις άδειες ειδικού σκοπού των αναπληρωτών, το ΥΠΑΙΘ καλεί τους εκπαιδευτικούς νωρίτερα στα σχολεία και επιμένει στο άνοιγμα Γυμνασίων και Α και Β Λυκείου, παρά την αντίθετη πρόταση της ΟΛΜΕ».
Τα προσχήματα και οι υπεκφυγές κορυφώνονται αμέσως μετά όταν εκφράζεται ανησυχία επειδή οι καθηγητές που θα πάνε στα σχολεία θα σταματήσουν την τηλεκπαίδευση. «Η απόφαση του ΥΠΑΙΘ να καλέσει τους εκπαιδευτικούς να παραστούν στα σχολεία από τις 6 Μαΐου ακυρώνει στην πράξη την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, αποκλείοντας τους μαθητές του Γυμνασίου και Α και Β Λυκείου από κάθε μαθησιακή διαδικασία για 2 βδομάδες», ισχυρίζονται. Και δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να κλάψει ή να γελάσει με αυτή τη στρεψόδικη «επιχειρηματολογία».
Το γεγονός ότι ο πρόεδρος και η πλειοψηφία της διοίκησης της ΟΛΜΕ ανήκουν στην προσκείμενη στη Νέα Δημοκρατία συνδικαλιστική παράταξη δεν έχει καμία σημασία. Άλλωστε, όποιος κάνει μια μικρή περιήγηση στην ιστοσελίδα της Ομοσπονδίας, που δημοσιεύει τις ανακοινώσεις όλων των παρατάξεων, δυσκολεύεται να αντιληφθεί το ιδεολογικό υπόβαθρο ενός εκάστου των συνδικαλιστών.
Λίγο ως πολύ, δεξιοί ή ακροαριστεροί συνδικαλιστές, όλοι τους χρησιμοποιούν πανομοιότυπη φρασεολογία. Σε βαθμό που όταν διαβάζεις τις απόψεις τους δεν μπορείς να διακρίνεις αν εμφορούνται από φιλελεύθερες ιδέες ή αν διακατέχονται από… εμμονές υπέρ της «δικτατορίας του προλεταριάτου».
Σχεδόν χωρίς εξαίρεση, όλες τους οι δηλώσεις και οι ανακοινώσεις χαρακτηρίζονται από ακατάσχετες γκρίνιες, μίζερη άρνηση, στείρες διαμαρτυρίες και οπισθοδρομικές καταγγελίες. Αντιθέτως, πουθενά δεν συναντά κάποιος δημιουργική διεκδίκηση που να προωθεί τη χαρά της διδασκαλίας και να εκφράζει τη διάθεση που ξέρουμε ότι έχουν αρκετοί εκπαιδευτικοί, οι οποίοι αδημονούν να βρεθούν το συντομότερο κοντά στους μαθητές τους.
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις πολέμησαν και πολεμούν από κοινού κάθε απόπειρα αξιολόγησης του έργου που προσφέρει κάθε εκπαιδευτικός. Ενώ δέχονται ευχαρίστως κάθε κατεδαφιστική προσπάθεια που θέτει εκ ποδών την αξιοκρατία και προωθεί τη λογική της ήσσονος προσπάθειας από καθηγητές και μαθητές.    
Παρά ταύτα, δεν μπορώ να φανταστώ ότι αυτή η ισοπεδωτική εικόνα που αναδύεται από τις απόψεις και τις θέσεις της ΟΛΜΕ αντιπροσωπεύει το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας, ακόμη και αν οι αποφάσεις της Ομοσπονδίας είναι συνήθως ομόφωνες, αφού όλες οι παρατάξεις που την απαρτίζουν ακολουθούν την ίδια συνδικαλιστική μανιέρα.
Θέλω να πιστεύω ότι η διοίκηση της ΟΛΜΕ προέκυψε από τις γνωστές πολιτικάντικες διαδικασίες τις οποίες ακολουθούν συνήθως οι δυναμικές μειοψηφίες που είναι κολλημένες στο μίζερο παρελθόν.
Το γεγονός, άλλωστε, ότι η πραγματική συμμετοχή των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης στις κινητοποιήσεις της ΟΛΜΕ κινείται σε μονοψήφια ποσοστά, αποδεικνύει ότι έχουμε να κάνουμε με έναν αυτοαναφορικό μηχανισμό που δεν έχει καμία σχέση ή σύνδεση με την ελληνική κοινωνία η οποία επιδεικνύει υψηλή διάθεση προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα που φέρνει η εποχή του κορωνοϊού.

Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Αντιπολίτευση του… Νηπιαγωγείου


Στις περισσότερες χώρες στις οποίες ξεκίνησαν διαδικασίες άρσης του απαγορευτικού, όπως σωστά εισηγήθηκε ο καθηγητής Γιώργος Μπαμπινιώτης να αποκαλούμε το lockdown, το οποίο καθιερώθηκε για την αναχαίτιση του κορωνοϊού, το άνοιγμα των σχολικών δομών άρχισε από τις μικρότερες τάξεις, δηλαδή από τα Δημοτικά και τα Νηπιαγωγεία.
Ο λόγος που αποφασίστηκε αυτό είναι μάλλον απλός: οι γονείς των περισσότερων παιδιών που είναι μέχρι 12 ετών είναι εργαζόμενοι και πρέπει να επιστρέψουν στις δουλειές τους, αφού πάρουν οι ίδιοι και τα παιδιά τους τις απαραίτητες προφυλάξεις για να μην προσβληθούν ή να μεταδώσουν τον ιό.
Για λόγους που δεν είναι πολύ κατανοητοί, αλλά που ενδεχομένως μπορεί να εξηγηθούν από όσα θα περιγράφουμε πιο κάτω, στη δική μας χώρα η απόφαση της κυβέρνησης ήταν να ακολουθηθεί η αντίστροφη πορεία: να ανοίξουν, δηλαδή, πρώτα τα Γυμνάσια και τα Λύκεια και να ακολουθήσουν αργότερα τα Δημοτικά και τα Νηπιαγωγεία.
Τι το ήθελε όμως, να το προαναγγείλει; Με το που έγινε γνωστό κάτι τέτοιο, η καθεύδουσα μετά την αστοχία των voucher αξιωματική αντιπολίτευση, αίφνης ξύπνησε και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, παρασυρμένη προφανώς και από τις εσωτερικές βολές για ανυπαρξία τις οποίες δέχεται από ακραία εσωκομματικά στοιχεία τύπου Πολάκη και Κυρίτση, αποφάσισε να κάνει… επίδειξη ύπαρξης.
Τη Δευτέρα, λοιπόν, και ενώ επέκειντο οι κυβερνητικές ανακοινώσεις για την άρση της καραντίνας, άρχισαν οι διαρροές από την Κουμουνδούρου για τις… ανησυχίες που αισθανόταν ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας για το άνοιγμα των σχολείων.    
«Σύμφωνα με σχετική ενημέρωση, ο κ. Τσίπρας εξέφρασε την ανησυχία και τις έντονες επιφυλάξεις του, που διατυπώνονται τόσο από τους γονείς όσο και από πολλά μέλη της επιστημονικής κοινότητας δημοσίως, για την κυβερνητική απόφαση να ανοίξουν εν μέσω πανδημίας -για μόλις είκοσι μέρες- όλα τα σχολεία και δη τα δημοτικά και τα γυμνάσια», ανέφεραν την ίδια μέρα δεκάδες ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.
«Σημείωσε χαρακτηριστικά», διαβάζουμε στις ίδιες διαρροές, που την επόμενη ημέρα έγιναν βασικό θέμα στην «Αυγή», «ότι τα σχολεία δεν μπορούν και δεν πρέπει να συγχέονται με το σταδιακό άνοιγμα της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ πρόσθεσε πως οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης, χώρες οι οποίες μάλιστα κάνουν μαζικά διαγνωστικά τεστ για τον ιό και έχουν καλύτερη εικόνα της διασποράς του στην κοινότητα, δεν προχωρούν στο άνοιγμα των σχολείων».
Το να ρωτήσει κανείς σε ποιες χώρες της Ευρώπης δεν άνοιξαν τα σχολεία, όταν συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο και μπορεί να το διαπιστώσει ο οιοσδήποτε έχει έναν γνωστό του σε ευρωπαϊκή χώρα, είναι μάλλον άδικος χαμένος κόπος.
Όπως εξίσου άδικος χαμένος κόπος θα ήταν να ζητήσει κανείς να μάθει ποια μέλη της επιστημονικής κοινότητας –εξαιρουμένων, βεβαίως, ορισμένων συνδικαλιστών- είχαν αντίθετη άποψη από την ομόφωνη απόφαση της Επιστημονικής Επιτροπής του υπουργείου Υγείας στην οποία, με μόνον μια λευκή ψήφο, τα υπόλοιπα 25 μέλη της εισηγήθηκαν το άνοιγμα των σχολείων. Υπό το φως, βεβαίως, και των νέων επιδημιολογικών δεδομένων στα οποία αναφέρθηκε αναλυτικά την Τετάρτη ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας.
Άλλωστε, χωρίς να θέλουμε να κάνουμε δίκη προθέσεων, την πραγματική προαίρεση και στόχευση που είχε η διαρροή περί των πεποιθήσεων του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, την αποκάλυπταν την ίδια μέρα φιλικά προς εκείνον μέσα ενημέρωσης, τα οποία μιλούσαν για «κίνηση ματ του Αλέξη Τσίπρα».
Εκτιμούσαν ότι η πρωτοβουλία του θα αποτελούσε «νίκη για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης» αν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης άλλαζε την κατ΄ αρχήν απόφαση για τα Δημοτικά σχολεία. Όπως και έγινε με την ανακοίνωση την επομένη ότι «Δημοτικά και νηπιαγωγεία παραμένουν κλειστά» και «ενδέχεται να ανοίξουν την 1η Ιουνίου και μόνο αν είμαστε απολύτως σίγουροι ότι η πορεία της επιδημίας βαίνει καθοδικά».
Παρά ταύτα, το «ματ», το οποίο επεδίωκε. μάλλον δεν το πήρε τελικά ο Αλέξης Τσίπρας. Διότι η κυβέρνηση, φρονίμως ποιούσα, ματαίωσε την παρτίδα σκακιού που αποπειράθηκε να παίξει ο τέως πρωθυπουργός στις πλάτες των ανησυχούντων γονέων, κάνοντας αντιπολίτευση που είναι για το… πολιτικό Νηπιαγωγείο.
Άλλωστε, σε καμία σοβαρή χώρα του κόσμου, η αντιπολίτευση δεν κοντράρει την κυβέρνηση για το ποια σχολεία θα ανοίξουν και πότε. Αυτά είναι θέματα που εισηγούνται οι  αρμόδιες επιστημονικές επιτροπές και τα κόμματα δεν μπορούν να έχουν λόγο επ΄ αυτού. Εκτός και αν πιστεύουν τις ανοησίες του Διαδικτύου ότι –άκουσον, άκουσον!- τα σχολεία ανοίγουν για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εκλογικά κέντρα για τις αιφνιδιαστικές κάλπες που απεργάζονται στο Μέγαρο Μαξίμου. 
Ειλικρινά, δεν ξέρω γιατί δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι σε τέτοιες περιόδους, δεν είναι καθόλου κακό οι πολιτικές δυνάμεις να σιωπούν όταν δεν έχουν να πουν κάτι που να τους διαφοροποιεί πολιτικά.
Άραγε, είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούν ότι το άγχος τους για τις εκλογές τελικά τους φθείρει; Ούτε καταλαβαίνουν ότι η σχετική φοβία τους, όπως εκφράστηκε μετά την τελευταία συνεδρίαση της Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί, σε τελευταία ανάλυση, να μετατραπεί σε… αυτοεκπληρούμενη προφητεία;