Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

Είναι τελικά χρήσιμο το «πόθεν έσχες» των πολιτικών;

 

«Περί προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου», τιτλοφορούνταν ο πρώτος νόμος για το λεγόμενο «πόθεν έσχες» που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου (ν. 4351/1964), υποχρεώνοντας τους πολιτικούς πρώτης γραμμής να δηλώνουν την προέλευση των εισοδημάτων που αποκτούν και των περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν.

«Αποτελεί επίμονο αίτημα του ελληνικού λαού η ηθική εξυγίανση του δημοσίου βίου και σε αυτό το αίτημα ανταποκρίνεται το υποβαλλόμενον σχέδιον νόμου», αναφερόταν στην εισηγητική έκθεση του νομοθετήματος που αν εξαιρέσει κανείς το ολίγον βαρύγδουπο ύφος των διατυπώσεων που περιείχε, θα μπορούσε με μικρές παραλλαγές να περιλαμβάνεται και σε ένα νομοσχέδιο των ημερών μας.

«Στην Ελλάδα τόσο οι δημόσιοι άνδρες, όσο και το Σώμα της διοικήσεως κοσμούνται από αρετή», συνέχιζε σε πιο καθαρευουσιάνικο τέμπο η ίδια έκθεση. Και με μια μάλλον ηθικοπλαστικού περιεχομένου διαπίστωση, πρόσθετε: «Σπάνιαι είναι αι περιπτώσεις καταχρήσεως της εξουσίας και αθεμίτου πλουτισμού. Αλλά αυτοί πρέπει να κολάζονται αυστηρώς προς προστασίαν της τιμής του πολιτικού κόσμου».

Κατά τη διάρκεια των 57 χρόνων που παρήλθαν έκτοτε, αναμφισβήτητα συντελέστηκαν μεγάλες αλλαγές τόσο στην ελληνική κοινωνία όσο και στα εγχώρια και στα διεθνή πολιτικά ήθη. Δεν είναι, ωστόσο, καθόλου βέβαιο ότι η καθιέρωση του θεσμού του «πόθεν έσχες» συνέβαλε στην προστασία της τιμής του πολιτικού κόσμου από τη γενικευμένη καχυποψία του μέσου πολίτη που θέλει την πλειονότητα όσων «θητεύουν» στην κεντρική πολιτική σκηνή να πλουτίζουν αθέμιτα, κάνοντας κατάχρηση των αξιωμάτων τους.

Η καχυποψία των πολιτών περί της ύπαρξης αργυρώνητων πολιτικών βρίσκει φυσικά έρεισμα σε κρούσματα χρηματισμού που αποκαλύφθηκαν κατά καιρούς. Ο βασικός, όμως, τροφοδότης της πεποίθησης πολλών συνελλήνων ότι «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας» ήταν και παραμένει ο εν πολλοίς αδιαφανής τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται ο θεσμός του «πόθεν έσχες» που δεν βοηθάει στην διαφοροποίηση των επίορκων πολιτικών από εκείνους που ασκούν ευόρκως τα καθήκοντα και δεν ενδίδουν στους πειρασμούς του εύκολου πλουτισμού.

Παρόλο που τις τελευταίες δεκαετίες έγιναν πάμπολλες απόπειρες για να πάψουν οι ετήσιες δηλώσεις που κατατίθενται στη Βουλή να συνιστούν μια απλή παράθεση των δηλούμενων εισοδημάτων και των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων, στην πράξη δεν άλλαξαν πολλά πράγματα. Το βάρος εξακολουθεί να βρίσκεται στο «έσχες», ενώ παραμένει υποβαθμισμένο το «πόθεν», με αποτέλεσμα να είναι πολύ σπάνιες οι φορές που κάποιος επίορκος πολιτικός να αποκαλύφθηκε από τον ενδελεχή έλεγχο εκείνων που δήλωσε.

Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι το 2012 που η χώρα είχε μπει στη μνημονιακή μέγγενη και ο πολιτικός κόσμος βαλλόταν συλλήβδην για τη χρεωκοπία της χώρας, με πρωτοβουλία του πρώην Προέδρου της Βουλής Απόστολου Κακλαμάνη ψηφίστηκε νόμος (4065/2012) που προέβλεπε αναδρομικό έλεγχο των εισοδημάτων και της περιουσίας για όλους όσοι διετέλεσαν μετά το 1974 πρωθυπουργοί, αρχηγοί κομμάτων, υπουργοί, υφυπουργοί. Ο έλεγχος ξεκίνησε αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς προαπαιτούμενο για την ουσιαστική έρευνα ήταν το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών σε Ελλάδα και εξωτερικό όλης της αφρόκρεμας της ελληνικής πολιτικής σκηνής.

Δυόμισι χρόνια αργότερα η υπόθεση έκλεισε αδόξως με την ψήφιση τροπολογιών που τροποποιούσαν και στην ουσία απενεργοποιούσαν τον νόμο για τον αναδρομικό έλεγχο που θα έδειχνε ποιοι έγιναν πλουσιότεροι και ποιοι φτωχότεροι μέσω της ενασχόλησης με την πολιτική. Το παράδοξο, μάλιστα, είναι ότι σε αυτό το περίτεχνο κουκούλωμα δεν αντέστη ούτε καν η διαβόητη «τρόικα» παρόλο που οι σχετικές ρυθμίσεις είχαν περιληφθεί σε ένα από τα γνωστά πολυνομοσχέδια – «σκούπα» με μέτρα που επέβαλαν οι δανειστές προκειμένου να μας δώσουν μια από τις δόσεις της βοήθειας με την οποία κρατήθηκε όρθια η χώρα.

Παρά, πάντως, τον προσχηματικό τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται στη χώρα μας ο θεσμός του «πόθεν έσχες», η χρησιμότητά του δεν παύει να ισχύει. Μπορεί στις ετήσιες δηλώσεις που υποβάλλουν πολιτικοί αρχηγοί, υπουργοί, βουλευτές και ευρωβουλευτές, περιφερειάρχες και δήμαρχοι να μην είναι διόλου ευδιάκριτες οι μίζες που εισπράττονται από τους επίορκους, αλλά και έτσι βγαίνουν κάποια συμπεράσματα. Ακόμη και αν δεν είναι πάντοτε ολοκληρωμένα, αποκαλύπτουν συχνά υποκριτικές συμπεριφορές που αλλιώς δεν θα διαπιστώνονταν.             

Αν δεν υπήρχε, για παράδειγμα, το «πόθεν έσχες» δεν θα μαθαίναμε για τον πολιτικό αρχηγό που αφιονίζει το κοινό του κατά της Γερμανίας αλλά διατηρεί τις… αμύθητες τραπεζικές του καταθέσεις στην Deutschebank. Επίσης χωρίς αυτές τις υποτυπώδεις, έστω, δηλώσεις δεν θα πληροφορούμαστε για τις… αριστερές συλλογές ακινήτων προκειμένου να ενοικιαστούν σε ΜΚΟ για τη φιλοξενία μεταναστών. Ούτε θα είχαμε γνώση για το γεγονός ότι κάποιοι που έπαιζαν το επικίνδυνο παιχνίδι της εξόδου από την ευρωζώνη διατηρούσαν τις καταθέσεις τους στο ασφαλές περιβάλλον των πιστωτικών ιδρυμάτων της αλλοδαπής.

Μπορεί, λοιπόν, το «πόθεν έσχες» να μην προστατεύει την… τιμή του πολιτικού κόσμου, όπως το οραματίστηκαν όσοι προσπάθησαν να το καθιερώσουν πριν από σχεδόν έξι δεκαετίες. Και ίσως γι΄ αυτό εδώ και κάποια χρόνια επιλέγεται –τι σύμπτωσή!- η δημοσιοποίησή τους να γίνεται στα τέλη Ιουλίου και στις αρχές Αυγούστου που ο περισσότερος κόσμος είναι σε διακοπές και το ενδιαφέρον για την πολιτική ατονεί. 

Μπορεί, επίσης, σε πλείστες όσες περιπτώσεις οι δηλώσεις που υποβάλουν ορισμένοι από τους πολιτικούς μας ταγούς να μην ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα, επειδή, για παράδειγμα, οι αγορές ακινήτων δεν ανταποκρίνονται στις τιμές της αγοράς, οι συμπεριφορές τους, ωστόσο, δεν εκμηδενίζουν τη χρησιμότητα του «πόθεν έσχες».  

Στο τέλος, τέλος τίποτε δεν πάει χαμένο. Και κάθε εχέφρων πολίτης μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.

 

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

Στην εποχή των τεράτων…

 

«Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος κόσμος πασχίζει να γεννηθεί. Τώρα είναι η εποχή των τεράτων», έγραψε πριν από σχεδόν έναν αιώνα ο ιταλός αριστερός διανοητής Αντόνιο Γκράμσι, περιγράφοντας ίσως με τον πιο παραστατικό τρόπο την αιώνια διαπάλη ανάμεσα στο παλαιό, το οποίο αντιστέκεται και επιμένει, και στο νέο, το οποίο επέρχεται και μοιραία κάποια στιγμή θα επικρατήσει.

Θυμήθηκα τα λόγια του Γκράμσι, καθώς συμμετείχα στην πρωινή τηλεοπτική εκπομπή του Open στην οποία εμφανίστηκε συνδικαλιστής για να καταγγείλει ότι οι συνάδελφοί του εργαζόμενοι στα ΚΕΠ δεν εξυπηρετούν τους νέους 18 έως 25 ετών που απευθύνονται εκεί για να εκδώσουν τα αποκαλούμενα «freedom pass» που αντιστοιχούν στην προπληρωμένη χρεωστική κάρτα των 150 ευρώ την οποία δικαιούνται όσοι από τη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα εμβολιάζονται.

Η καταγγελία του συνδικαλιστή δεν στρεφόταν φυσικά κατά των συναδέλφων του, αλλά κατά του… ανάλγητου κράτους το οποίο, σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, είχε παραλείψει να στείλει σχετική εγκύκλιο (σ.σ.: τι ωραία λέξη βγαλμένη από το βαθύ παρελθόν της ελληνικής γραφειοκρατίας;) και είχε περιοριστεί να κάνει ανακοινώσεις από τα μέσα ενημέρωσης.

Από πρώτης άποψης, μάλιστα, η συνδικαλιστική διαμαρτυρία φαινόταν εύλογη, ακόμη και αν αφορούσε μια μικρή μερίδα δικαιούχων των «freedom pass» και συγκεκριμένα όσους δεν διαθέτουν κωδικούς taxisnet με τους οποίους θα μπορούσαν οι ίδιοι εύκολα και από το κινητό τηλέφωνο τους να ολοκληρώσουν την όλη διαδικασία, κάτι που έχουν κάνει πολλές χιλιάδες άλλοι νέοι.

 Όπως, όμως, απεδείχθη αμέσως μετά, ο συνδικαλιστής μάλλον δεν είχε ασχοληθεί επί της ουσίας με το αντικείμενο της καταγγελίας του, παρόλο που εκπροσωπούσε έναν κλάδο ο οποίος τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχει γίνει συνώνυμο της μείωσης της ταλαιπωρίας που συνήθως βιώνουμε όλοι μας στις δημόσιες υπηρεσίες.

Διότι, αν το είχε κάνει, θα ήξερε ότι οι συνάδελφοί του είχαν ήδη διεκπεραιώσει περί τις 4.500 τέτοιες υποθέσεις, όπως ανέφερε αμέσως μετά ο υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης Γιώργος Γεωργαντάς, ο οποίος παρενέβη στην ίδια εκπομπή για να (υπο-)δείξει ότι στη διαδικτυακή πλατφόρμα υπάρχει ένδειξη που αφορά την είσοδο σε αυτήν των εργαζομένων στα ΚΕΠ.  

Οι τελευταίοι, άλλωστε, σε πλείστες όσες περιπτώσεις, τόσο παλαιότερα όσο, πολύ περισσότερο, την περίοδο της πανδημικής κρίσης, έχουν συνδράμει τους πολίτες οι οποίοι είτε δεν έχουν ευχέρεια χρήσης των ψηφιακών μέσων είτε αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες που δεν μπορούν να υπερβούν οι ίδιοι.

Είναι νομίζω εύκολο να αντιληφθεί κανείς ποια θα ήταν η επιδημιολογική εικόνα που θα επικρατούσε στη χώρα αν δεν είχαν προχωρήσει τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια οι ψηφιακές συναλλαγές και η εξ αποστάσεως διεκπεραίωση πάμπολλων δραστηριοτήτων που στο παρελθόν απαιτούσαν αυτοπρόσωπη παρουσία και πολύωρη αναμονή στις ουρές των τραπεζών, της εφορίας, των ασφαλιστικών ταμείων και εν γένει υπηρεσιών που σχετίζονται με το Δημόσιο αλλά και με τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.

Εύκολα επίσης μπορεί να υπολογίσει κάποιος πόσο διαφορετική θα ήταν η εικόνα της σημερινής κυβέρνησης στην κοινή γνώμη αν η ομάδα που συγκρότησε ο Κυριάκος Πιερρακάκης στο υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης συνέχιζε να κυνηγάει διαστημικές χίμαιρες και φαντασιακούς εμπρηστές–επετειακή μέρα που είναι σήμερα- στο Μάτι, όπως έκαναν οι προκάτοχοι του στο ίδιο πόστο και δεν έπεφτε με τα μούτρα στην προσπάθεια για την πάταξη της περιττής και κοστοβόρας γραφειοκρατίας μέσω του ψηφιακού εκσυγχρονισμού.

Δεν είναι, άλλωστε, υπερβολή να υποστηριχθεί ότι στη διάρκεια της τελευταίας διετίας ο μόνος τομέας στον οποίο οι πολίτες είδαν απτές αλλαγές στην καθημερινότητά τους είναι ακριβώς αυτός. Σχεδόν για κάθε ζήτημα που ανακύπτει σχετικά με την εξυπηρέτηση του πολίτη, η λύση αναζητείται μέσω της εμπλοκής του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης: από τα SMS της καραντίνας και τη συμμετοχή στο εμβολιαστικό πρόγραμμα και από την επικαιροποίηση των προσωπικών στοιχείων μας στις τράπεζες, μέσω της πλατφόρμας KYC Know your customers») έως την επιτάχυνση της διαδικασίας έκδοσης συντάξεων ή κτηματογράφησης των περιουσιακών δικαιωμάτων στην ελληνική επικράτεια.

Χωρίς διάθεση να τα ισοπεδώσουμε όλα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι στον τομέα τους ψηφιακού εκσυγχρονισμού τα δύο τελευταία χρόνια έγιναν αρκετά περισσότερα συγκριτικά με προηγούμενες περιόδους. Ο Πιερρακάκης και οι συν αυτώ δεν επανεφηύραν την πυρίτιδα ούτε ανακάλυψαν εκ νέου την Αμερική. Πορεύτηκαν σε δρόμους που άλλοι άνοιξαν πρωτύτερα τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας. Αλλά το έκαναν με σχέδιο και προσήλωση, με συνέπεια και συνέχεια και προπαντός με μετρήσιμη αποτελεσματικότητα.

Μένουν, ωστόσο, να γίνουν πάρα πολλά ακόμη ώστε να αρθεί ανυπολόγιστος αριθμός από αχρείαστα εμπόδια που ορθώνονται μπροστά μας, κάνοντας δύσκολη τη ζωή όλων όσοι ζούμε και εργαζόμαστε στην Ελλάδα. Και όπως κατέδειξε η αφορμή γι΄ αυτό το κείμενο που ήταν η καταγγελία του συνδικαλιστή, χρειάζεται ακόμη μεγάλος αγώνας για να κατανικηθεί η παλαιά και κακώς εννοούμενη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, σύμφωνα με την οποία «δεν γίνεται τίποτε αν δεν το λέει η εγκύκλιος».

Ίσως είναι και αυτό ένα απτό στοιχείο που μαρτυρεί ότι βρισκόμαστε στην, κατά τον Γκράμσι, «εποχή των τεράτων», αφού, παραφράζοντάς τον ιταλό διανοητή, πρέπει να παραδεχθούμε ότι μπορεί το νέο να γεννήθηκε, πλην, όμως, όπως όλα δείχνουν γύρω μας, μη εξαιρουμένης και της περιορισμένης συμμετοχής στα εμβολιαστικά προγράμματα παγκοσμίως, το παλαιό πασχίζει να μείνει ακόμη ζωντανό.

Με κάθε τρόπο και με όλα τα μέσα!

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

Ο σταυρός και η σημαία που… κολλάνε με τα εμβόλια;

 

 

            Πλημμύρισαν το Σύνταγμα και η Ομόνοια την περασμένη Πέμπτη από ένα πλήθος συμπολιτών μας που αισθάνθηκε την ανάγκη να διαμαρτυρηθεί για την απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει αφενός την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού για κάποιες ελάχιστες κατηγορίες εργαζομένων και αφετέρου να θεσπίσει περιορισμούς για την πρόσβαση σε κοινόχρηστους χώρους διασκέδασης και αναψυχής όσων επιμένουν να παραμένουν ανεμβολίαστοι.

            Το παράδοξο δεν είναι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι –τέσσερις με πέντε χιλιάδες κατά τα φαινόμενα και τους επίσημους υπολογισμούς- σηκώθηκαν από τους καναπέδες για να διατρανώσουν την αντίθεσή τους απέναντι σε έναν «αόρατο εχθρό», που προφανώς δεν είναι ο ιός που έχει αναστατώσει στις ζωές όλων, αλλά κάτι αδιόρατο που το αποκαλούν «νέα τάξη πραγμάτων», «τσιπάκι του Μπιλ Γκέιτς», «παγκόσμιο πείραμα», «χούντα Μητσοτάκη» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια. Ανάλογες κινητοποιήσεις, άλλωστε, έχουμε δει σε πολλές άλλες γωνιές του πλανήτη με αντίστοιχα συνθήματα – εξαιρουμένου, βεβαίως, εκείνου για τη… «χούντα Μητσοτάκη» που προσαρμόζεται στις τοπικές παραλλαγές («χούντα Μακρόν», «χούντα Μπάιντεν» και πάει λέγοντας….).     

Είναι, όμως, μεγάλο παράδοξο να βλέπει κανείς τους συμμετέχοντες σε αυτές τις… λαοσυνάξεις να κραδαίνουν ελληνικές σημαίες και σταυρούς, λες και είχαν βγει στους δρόμους για να υπερασπιστούν την πατρίδα και τη θρησκεία. Από την άλλη, ωστόσο, αυτή η παραδοξότητα αποτελεί ίσως και την καλύτερη απόδειξη για το πόσο συγκεχυμένα είναι τα πράγματα στο μυαλό των ανθρώπων οι οποίοι αντιδρούσαν παλαιότερα στα περιοριστικά μέτρα για την εξάπλωση της πανδημίας, πατώντας τις μάσκες στο Σύνταγμα, και κάνουν τώρα το ίδιο με τη δαιμονοποίηση του εμβολιαστικού προγράμματος.

Διότι, ακόμη και αν οποιοσδήποτε εχέφρων άνθρωπος θέλει να δείξει στοιχειώδη κατανόηση προς όσους προτάσσουν την -αναμφίβολα υπερβολική- ανησυχία για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων, σίγουρα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παράλογη σύνδεση τους με τον πατριωτισμό και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ενός εκάστου. Οι μισοί και παραπάνω Έλληνες που έχουν ήδη εμβολιαστεί -5.364.957 έκαναν ήδη τουλάχιστον τη μία δόση- δεν είναι ούτε λιγότερο πατριώτες, ούτε λιγότεροι Χριστιανοί από εκείνους οι οποίοι για δικούς τους λόγους –φόβο, ανασφάλεια, παραπληροφόρηση ή απλή εμμονή- διστάζουν ή αρνούνται να προσέλθουν στα εμβολιαστικά κέντρα.

Έχουν γραφεί πολλά και έχουν ειπωθεί περισσότερα για τον υποτιθέμενο διχασμό που προκαλούν οι αποφάσεις για τον διαχωρισμό ανάμεσα σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους. Ορισμένοι διατείνονται ότι τα μέτρα διαχωρισμού φουντώνουν το «κίνημα» του αρνητισμού. Η διεθνής εμπειρία, ωστόσο, που θα πρέπει να αποτελεί τη σταθερή πυξίδα για την ερμηνεία όσων συμβαίνουν και στη χώρα μας, δεν επιβεβαιώνει αυτές τις εικοτολογίες. Σχεδόν παντού στον κόσμο –από το Ισραήλ έως τη Βρετανία και από τη Γαλλία έως τις ΗΠΑ, για να αναφερθούμε κυρίως σε χώρες που έχουν επάρκεια εμβολίων- παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο: ο ρυθμός προόδου των εμβολιασμών φρενάρει περίπου όταν εμβολιάζεται ο μισός πληθυσμός της κάθε χώρας.

Με άλλα λόγια, όπως σε πολλές άλλες παραμέτρους που αφορούν την πανδημία του κορωνοϊού, έτσι και στον αναγκαίο καθολικό εμβολιασμό που θα μπορούσε να μας απαλλάξει από αυτή τη μάστιγα, ουδείς έχει βρει τη χρυσή συνταγή. Από την μια άκρη του κόσμου ως την άλλη, της… Κούβας συμπεριλαμβανομένης, οι ίδιες τάσεις κυριαρχούν και, λίγο ως πολύ, οι ίδιες νοοτροπίες επικρατούν. Πάνω κάτω, τα ίδια προβλήματα καλούνται να επιλύσουν οι κυβερνήσεις και με τον ίδιο ανορθολογισμό βρίσκονται αντιμέτωποι οι πολίτες που πασχίζουν να προστατευθούν από την επέλαση του απειλητικού ιού.

Παρά ταύτα, θα είναι λάθος να πιστέψει κάποιος ότι οι παραδοχές αυτές οδηγούν στην παραίτηση από τον διπλό συλλογικό αγώνα που χρειάζεται να δώσουν οι σύγχρονες κοινωνίες, αφενός, για να περιοριστούν οι συνέπειες από το επιδημιολογικό φορτίο, που θα όλα δείχνουν ότι θα αργήσει να μας απαλλάξει από την παρουσία του, και, αφετέρου, για να πειστεί ο σκληρός πυρήνας των αρνητών ότι η πανδημία δεν απειλεί ούτε την πατρίδα ούτε τη θρησκεία του καθενός μας. Απειλεί τις ζωές όλων μας και περισσότερο εκείνων που παραμένουν πεισματικά ανεμβολίαστοι.

Το καλύτερο που έχουν να κάνουν όσοι αντιδρούν είναι να υποστείλουν τις σημαίες και τους σταυρούς και να δουν την πραγματικότητα κατάματα. Κανείς δεν πρόκειται να τους εμβολιάσει με το ζόρι. Οπότε μπορούν να παραμείνουν ανεμβολίαστοι χωρίς να παριστάνουν τους πατριώτες ή να επικαλούνται τα θεία. Εκείνο, όμως, που δεν μπορούν να αποφύγουν, τόσο οι ίδιοι οι αρνητές όσο και οι κάθε είδους «δικαιωματιστές», που δηλώνουν αλληλέγγυοι, μιλώντας εν ονόματι, δήθεν, της αποφυγής του διχασμού, είναι η αναγνώριση ότι στις οργανωμένες κοινωνίες επικρατεί μια άγραφη, αλλά καθοριστική για τη συμβίωσή μας, συνθήκη σύμφωνα με την οποία η ελευθερία του ενός σταματάει εκεί που αρχίζει η ελευθερία των άλλων.

Επειδή, λοιπόν είναι πλέον πασιφανές ότι η «ελευθερία» όσων επιμένουν να μη θέλουν να εμβολιαστούν πλήττει βάναυσα έως θανάσιμα την ελευθερία όλων όσοι εμβολιαστήκαμε, οι αρνούμενοι δεν έχουν παρά να συμβιβαστούν με αυτή τη συνθήκη. Ή εμβολιάζονται ή περιορίζονται. Τόσο απλά, τόσο καθαρά!