Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Η μομφή, μομφή… δεν έχει. Ή μήπως έχει;

«Τον πήρε παραμάζωμα τον Μητσοτάκη ο Τσίπρας» αποφάνθηκε ένα στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που στο παρελθόν διετέλεσε βουλευτής σε μια ανάρτηση την οποία έκανε εν θερμώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μόλις ολοκληρώθηκε η ομιλία που εκφώνησε στη Βουλή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη συζήτηση επί της πρότασης μομφής που κατέθεσε ο ίδιος.

«Ανελέητο σφυροκόπημα σε Μητσοτάκη και κυβέρνηση ΝΔ», παιάνιζαν την ίδια στιγμή τα φίλα προσκείμενα στον ΣΥΡΙΖΑ μέσα ενημέρωσης. Επειδή, όμως, θα ακολουθούσε η ομιλία του πρωθυπουργού, ένας εκ των εκπροσώπων Τύπου της Κουμουνδούρου έσπευσε να δώσει γραμμή, ή ίσως και να προκαταλάβει όλους εκείνους που δεν παρακολουθούσαν απευθείας την κοινοβουλευτική συνεδρίαση, με την εξής διαπίστωση: «Θλιβερή η εικόνα του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή να προσπαθήσει να απαντήσει στον οδοστρωτήρα Τσίπρα».

Κι όλα αυτά γιατί; Για να δικαιολογηθεί η διαπίστωση με την οποία είχε νωρίτερα ξεκινήσει την ομιλία του ο Αλέξης Τσίπρας: «Έχετε τελειώσει πολιτικά κύριε Μητσοτάκη!», ήταν η άποψη που εξ αρχής εξέφρασε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ πριν αρχίσει να εκπέμπει τον γνωστό, αλλά και τόσο αντιφατικό εξάψαλμο κατά των μέσων ενημέρωσης. «Όσο υπάκουα είναι», ισχυρίστηκε «τόσο μεγαλύτερη χρηματοδότηση παίρνουν», αγνοώντας ότι και τα περισσότερα από τα μέσα που τον υποστηρίζουν δεν αδικήθηκαν από τα κονδύλια της πανδημίας.

Απέφυγε, βεβαίως, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ να μπει στον κόπο να παραθέσει κάποιο σχετικό στοιχείο που να δικαιολογεί τα λεγόμενά του. Διότι αν το έκανε, θα έπρεπε να βρει ένα τουλάχιστον σοβαρό επιχείρημα που να δικαιολογεί το λαϊκιστικό, ου μην αλλά και συνωμοσιολογικό, αφήγημα του. Ένα στην πραγματικότητα καταφανώς κατασκευασμένο αφήγημα που σχετίζεται με την προφανή πολιτική κακοδαιμονία με την οποία είναι αντιμέτωπος που τον κάνει να κοιμάται και να ξυπνάει με την εκτίμηση ότι φταίνε τα μέσα ενημέρωσης τα οποία ευλόγως διέγνωσαν ότι η πρόταση μομφής την οποία υπέβαλε ο κ. Τσίπρας στην παρούσα φάση δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την αναζήτηση μιας σανίδας σωτηρίας από τα εμφανή προβλήματα με τα οποία είναι αντιμέτωπος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι αναφαίρετο δικαίωμα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αξιοποιεί όλα τα διαθέσιμα όπλα που του δίνουν το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής για να επιτεθεί στην κυβέρνηση και να εκθέσει τις ανεπάρκειες των πολιτικών της και τις αστοχίες των στελεχών της. Μόνον, όμως, που ακόμη και σε όσους δεν αρέσκονται στη δίκη προθέσεων, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητες οι σκοπιμότητες που υποκρύπτονται πίσω από τις πρωτοβουλίες και τις κινήσεις κάθε πολιτικής παράταξης.

Στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και οι πιο φιλικά διακείμενοι προς την Κουμουνδούρου δεν μπορούν να συγκαλύψουν το αυταπόδεικτο γεγονός ότι το έναυσμα για την πρόταση μομφής του κ. Τσίπρα δεν ήταν ο χιονιάς της περασμένης Δευτέρας και το… σπασμένο τηλέφωνο ανάμεσα στους ιθύνοντες της Αττικής Οδού και την ηγεσία της Πολιτικής Προστασίας που είχε ως αποτέλεσμα την απερίγραπτη ταλαιπωρία χιλιάδων οδηγών στον βαρυφορτωμένο από τα χιόνια περιφερειακό αυτοκινητόδρομο της πρωτεύουσας. 

Άλλωστε, ακόμη και οι λιγότερο προσεκτικοί τηλεθεατές της, κατά τα λοιπά, γενικευμένης κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης που εκτυλίχθηκε το προηγούμενο τριήμερο στο ελληνικό Κοινοβούλιο δεν δυσκολεύτηκαν να αντιληφθούν ότι ο λόγος που στήθηκε όλο αυτό το σκηνικό είχε να κάνει με την διπλή πίεση που δέχεται το τελευταίο διάστημα ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. 

Μια πίεση που προέρχεται αφενός από την δημοσκοπική απειλή που προκαλεί για κείνον η (αδιαμφισβήτητη) εκτίναξη της επιρροής του Κινήματος Αλλαγής – ΠΑΣΟΚ μετά την εκλογή στην ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη και αφετέρου από την αδυναμία του κ. Τσίπρα να επιβάλει τις βουλήσεις του στο εσωκομματικό δυναμικό της παράταξης του που εμφορείται από τις ιδέες που είχε το νυν κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης όταν αποτελούσε μια περιθωριακή πολιτική δύναμη.

Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι τυχαίο ότι ο κ. Τσίπρας στην καταληκτική του ομιλία αφιέρωσε λιγότερο χρόνο στις ατχοχίες και στις αρρυθμίες που σχετίζονταν με το πρόβλημα της κακοκαιρίας, μένοντας, μάλιστα, σχεδόν άφωνος για τις ευθύνες των υπευθύνων της Αττικής Οδού, που η περιρρέουσα φημολογία θέλει να ανήκουν στον κύκλο των… συνομιλητών του. Αντιθέτως, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ αφιέρωσε ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος της αγόρευσης του στην (απέλπιδα;) προσπάθεια του υπόδικου τηλεπαρουσιαστή Μένιου Φουρθιώτη να αποδείξει ότι ήταν συνομιλητής κυβερνητικών στελεχών.

Όσο επιλήψιμο, όμως, κι αν είναι (που είναι!), ότι σοβαροί κατά τα λοιπά υπουργοί της κυβέρνησης βρίσκονταν σε διάλογο με ανθρώπους σαν τον Φουρθιώτη (σ.σ.: η στήλη είναι αναφερθεί επικριτικά και στο παρελθόν στο… ψοφοδεές πολιτικό πρόσωπο το οποίο κάνει υποκλίσεις στις υπερφίαλες απαιτήσεις τηλεπερσόνων που κινούνται στον υπόκοσμο της υποτιθέμενης «ενημέρωσης»), η κατάσταση αυτή επ΄ ουδενί δεν δικαιώνει την υποβολή της πρότασης μομφής από τον κ. Τσίπρα. 

Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, δεν είναι μόνον που καμία κυβέρνηση δεν έχει πέσει μέχρι τώρα από την κατάθεση πρόταση δυσπιστίας, όπως με βάση την επίσημη κοινοβουλευτική ορολογία αποκαλείται η «μομφή». Είναι πολύ περισσότερο που η υποβολή της μομφής δεν δικαιώθηκε από το επιχειρήματα που επιστρατεύθηκαν για να τη στηρίξουν. Άλλωστε, ποιος εχέφρων άνθρωπος μπορεί να ενστερνιστεί την άποψη της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι «έχει τελειώσει πολιτικά» ο Κυριάκος Μητσοτάκης;

Σε πείσμα, λοιπόν, των βαρύγδουπων ισχυρισμών για «παραμάζωμα», «ανελέητο σφυροκόπημα» και «οδοστρωτήρα Τσίπρα», η πρωτοβουλία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατέληξε σε μια άνευ προηγουμένου άσφαιρη ομοβροντία. Και αυτό διότι μπορεί να είναι να είναι εύκολο να μέμφεσαι κάποιον, αλλά αν αυτό γίνεται χωρίς επαρκή δικαιολογητική βάση, τότε ο κίνδυνος η μομφή να γίνει μπούμερανγκ είναι πολύ μεγάλος. 

Το πιθανότερο, δε, είναι ότι οι επόμενες δημοσκοπήσεις, των οποίων τα ευρήματα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αμφισβητηθούν από την αξιωματική αντιπολίτευση, θα το δείξουν!

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

Τι(ς) πταίει; Οι δομές ή τα πρόσωπα;

«Δεν είναι θέμα προσώπων, είναι θέμα δομών», καταλήγει η επωδός με την οποία τοποθετούνται τα -λιγοστά είναι αλήθεια- κυβερνητικά στελέχη που διαθέτουν την τόλμη(;) να βγουν δημόσια και να μιλήσουν για τα πολύ μεγάλα προβλήματα που προκάλεσε στην πρωτεύουσα η κακοκαιρία η οποία ξέσπασε τη Δευτέρα, αλλά οι συνέπειες της είναι ορατές ακόμη και σήμερα, τέσσερις μέρες μετά, καθώς σε κεντρικές οδούς της πόλης παραμένουν εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα και τα περισσότερα πεζοδρόμια είναι αδιάβατα

Η αλήθεια είναι ότι η στάση των νυν κυβερνώντων συνιστά μια κάποια πρόοδο σε σχέση με τη συμπεριφορά κάποιων προκατόχων τους οι οποίοι στο πρόσφατο παρελθόν είχαν βρεθεί στη δίνη πολύνεκρων τραγωδιών και δήλωναν εντελώς αστόχαστα ότι έψαχναν να βρουν που έγινε το μεγάλο λάθος και δεν το εύρισκαν. Τώρα αναγνωρίζονται μεν τα λάθη, πλην όμως δεν προσωποποιούνται οι ευθύνες αφού ενοχοποιούνται οι δομές και όχι τα πρόσωπα.

Αρκεί, όμως, αυτό; Και κυρίως όσοι την επικαλούνται έχουν αναρωτηθεί αν αυτή η προφανής υπεκφυγή ισοπεδώνει και βάζει στο ίδιο τσουβάλι όσους με φιλότιμο έκαναν τη δουλειά τους με εκείνους που δείχνουν προκλητική αδιαφορία ή και ανικανότητα να ανταποκριθούν στοιχειωδώς στις υποχρεώσεις του ρόλου, της θέσης και του αξιώματος τους; Οι διαφορετικές, για παράδειγμα, εικόνες που βλέπουν όλοι οι πολίτες στους δρόμους ακόμη και όμορων Δήμων είναι το απόλυτο μέτρο που δείχνει ποιοι έκαναν τη δουλειά τους και ποιοι όχι.

Με άλλα λόγια, τις ίδιες δομές και πάνω κάτω τους ίδιους πόρους διαθέτουν όλοι οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης της ευρύτερης πρωτεύουσας. Το αν κάποιοι τοπικοί άρχοντες επιλέγουν να προμηθευτούν εκχιονιστικά μηχανήματα, πυροσβεστικά οχήματα, υδροφόρες και απορριμματοφόρα, την ίδια ώρα που άλλοι κατευθύνουν τον προϋπολογισμό τους στις προσκλήσεις δημοφιλών αοιδών ή σε άλλες δράσεις που δίνουν ευκαιρίες στον δήμαρχο να κάνει το… κομμάτι του, είναι κάτι το οποίο έχει να κάνει κυρίως με τα πρόσωπα.

Γιατί, άραγε, στην προκειμένη περίπτωση δεν ισχύει η περίφημη «ατομική ευθύνη» την οποία τόσες φορές επικαλέστηκαν όσοι τα ρίχνουν τώρα στις «δομές»; Άλλωστε, οι δομές της Πολιτικής Προστασίας άλλαξαν πριν από περίπου έναν χρόνο με νόμο που εισηγήθηκε στη Βουλή ο Νίκος Χαρδαλιάς, ο οποίος λίγους μήνες αργότερα άλλαξε και ο ίδιος επειδή ενέσκηψαν οι καταστροφικές πυρκαγιές του περασμένου Αυγούστου.

Κανείς δεν μπορεί να υποτιμά τη σημασία που έχει η οργάνωση των υπηρεσιών του Δημοσίου, όπως και του ιδιωτικού τομέα, που είναι επιφορτισμένες με την αντιμετώπιση είτε των φυσικών καταστροφών είτε άλλων ζητημάτων που έχουν να κάνουν με την καθημερινότητα των πολιτών. Τα οργανογράμματα, τα καθηκοντολόγια και οι ξεκαθαρισμένες αρμοδιότητες αποτελούν την αναγκαία συνθήκη, η οποία, όμως, δεν είναι ικανή να δώσει αποτελεσματικές λύσεις. Αν ίσχυε, άλλωστε, το πρώτο, τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά: θα αντέγραφε κάποιος τις καλές πρακτικές που εφαρμόζουν άλλες χώρες, θα τις προσάρμοζε στα ελληνικά δεδομένα και θα ήταν όλα τέλεια!

Όλα αυτά, όμως, είναι καλά στη θεωρία γιατί στην πράξη αυτός που κάνει τη διαφορά δεν είναι παρά ο ανθρώπινος παράγοντας και κυρίως όταν επιλέγονται οι κατάλληλοι άνθρωποι στην κατάλληλη θέση. Επιλογές που πρέπει να γίνονται με κριτήρια και όχι μόνον επειδή πρέπει να συμπληρωθούν τα κουτάκια στα power point που ετοιμάζουν ψυχαναγκαστικοί τεχνοκράτες.

Το μεγάλο πάθημα της πανδημίας, εξάλλου, θα έπρεπε να είχε γίνει μάθημα. Στη θεωρία έχουν πάει όλα καλά. Αντιγράψαμε τα πρωτόκολλα που ισχύουν διεθνώς και θεωρητικώς υπερδιπλασιάστηκαν οι ΜΕΘ που έφθασαν στα διεθνή πρότυπα. Μόνον, όμως, που πρόκειται για σκέτα κτίρια. Δομές, δηλαδή, που στην ουσία ήταν κουφάρια πολυτελείας, αφού ποτέ δεν στελεχώθηκαν με το κατάλληλο εξειδικευμένο προσωπικό (εντατικολόγους, πνευμονόλογους, αναισθησιολόγους κ.ά.).

Το αποτέλεσμα είναι ότι από τις ΜΕΘ, οι οποίες, με βάση τους αριθμούς που έδειχναν τα power point, ήταν υπεραρκετές, να έχουν εξέλθει μόλις 4.000 συνέλληνες που νοσηλεύθηκαν εκεί τους τελευταίους 23 μήνες με κορωνοϊό. Την ίδια περίοδο οι ανθρώπινες απώλειες από επιπλοκές της Covid-19 ήταν υπερπενταπλάσιες, αφού η θνητότητα στις υποστελεχωμένες ΜΕΘ του ελληνικού εθνικού συστήματος υγείας είναι από τις υψηλότερες στις προηγμένες χώρες.

Καλές, λοιπόν, και αναγκαίες είναι οι δομές. Καλύτεροι, όμως, και περισσότερο χρήσιμοι οι άνθρωποι που επιλέγονται και αξιολογούνται κάθε φορά αν είναι κατάλληλοι για το έργο που αναλαμβάνουν. Και ο νοών νοείτω!

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2022

Ας μη μας κουνούν το δάκτυλο…

Την περασμένη Τρίτη έγιναν εκλογές για την ανάδειξη αντιπροέδρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Μεταξύ των (επαν)εκλεγέντων ήταν και δύο Έλληνες ευρωβουλευτές: η Εύα Καϊλή από το Κίνημα Αλλαγής και ο Δημήτρης Παπαδημούλης από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ο τρόπος με τον οποίο υποδέχτηκαν τα μέσα ενημέρωσης ήταν εντελώς διαφορετικός. Η πλειονότητα των μέσων -στην Ελλάδα και διεθνώς- στάθηκε στην εκλογή από τον πρώτο γύρο της Εύας Καϊλή και έγραψε ότι ο επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ εξελέγη δέκατος τρίτος και σχεδόν… καταϊδρωμένος, αφού χρειάστηκε να γίνουν τρεις κατά σειράν ψηφοφορίες μέχρις ότου καταφέρει να λάβει την απαιτούμενη πλειοψηφία.

«Αντιπρόεδρος με το 75% των ψήφων της Ευρωβουλής», πανηγύριζαν το ίδιο βράδυ και την επόμενη μέρα τα προσκείμενα στην αξιωματική αντιπολίτευση μέσα τα οποία κάτω από την φωτογραφία του κ. αντιπροέδρου προσέθεταν: «Μεγάλη προσωπική επιτυχία». Εννοείται του κ. Παπαδημούλη. Μέσα στο κείμενο εύρισκε κανείς πιο κάτω, κάτι ως ειρήσθω εν παρόδω, ότι είχε εκλεγεί και η Καϊλή χωρίς να δίνονται διευκρινίσεις για το σε ποιον γύρο συνέβη αυτό και ούτε αν η σειρά κατάταξης της ήταν ή όχι επιτυχία της. 

Δεν είναι η πρώτη φορά που τα μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζουν διαφορετικά το ίδιο γεγονός. Και εξίσου βέβαιον είναι ότι δεν θα είναι και η τελευταία. Είτε πρόκειται για κάτι τόσο ανούσιο, όπως το προκείμενο με την οριακή εκλογή του κ. Παπαδημούλη, είτε για πολύ σοβαρότερα ζητήματα. Τα μέσα ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά, «βλέπουν» με τον δικό τους τρόπο τα γεγονότα. Όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους πολίτες – αναγνώστες, τηλεθεατές και ακροατές- που τα παρακολουθούν και τα προτιμούν ή δεν τα προτιμούν.

Υπό αυτή την έννοια, το ποιες ειδήσεις μεταδίδει ένα μέσο ενημέρωσης και ο τρόπος με τον οποίο τις αξιολογεί και τις μεταδίδει είναι θέμα που σχετίζεται άμεσα με την αναγνωσιμότητα, την ακροαματικότητα και τη θεαματικότητα που έχει. Αν διαστρεβλώνει τα γεγονότα ή τα παρουσιάζει με τους παραμορφωτικούς της κομματικής ή όποιας άλλης προπαγάνδας, το μόνο σίγουρο αποτέλεσμα που θα έχει είναι να το εγκαταλείψει το κοινό του. Το έργο το έχουμε δει πάμπολλες φορές στο παρελθόν και θα το δούμε και στο μέλλον.

Οι αυταπόδεικτες αυτές αλήθειες, οι οποίες ισχύουν σε ολόκληρη την υφήλιο από τη ημέρα που η μετάδοση των πληροφοριών έπαψε να γίνεται από στόμα σε στόμα και μετατράπηκε σε επαγγελματική υπόθεση, αμφισβητούνται εντόνως την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας από ένα συγκεκριμένο «σύστημα» το οποίο δεν μπορεί να ανεχθεί τη διαφορετική άποψη ή να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι μπορεί κάποιος να σκέπτεται αλλιώς χωρίς κάτι τέτοιο να αποτελεί προϊόν διαστρεβλωτικής ιδιοτέλειας. Επειδή ενδεχομένως όσοι σκέπτονται έτσι κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια ή έχουν ως πρότυπο την ομοιομορφία που επιβάλουν αυταρχικά καθεστώτα. 

Στα χρόνια της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ όποιο μέσο ενημέρωσης ή μεμονωμένος δημοσιογράφος διανοούνταν να ασκήσει κριτική, την επόμενη στιγμή καθίστατο στόχος με ανοίκειους χαρακτηρισμούς που εκτοξεύονταν εναντίον του. Αποκορύφωμα της απόπειρας ποδηγέτησης ήταν ο νόμος για τις τηλεοπτικές άδειες, όπως και η Εξεταστική Επιτροπή για τα οικονομικά των μέσων ενημέρωσης στην οποία οι κλήσεις για κατάθεση έγιναν με επιλεκτικά κριτήρια και προφανή στόχο να εκτεθούν όσοι καλούνταν προς εξέταση.

Οι εξαιρέσεις που έγιναν ήταν κραυγαλέες, με πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα τον γνωστό εκδότη που, όπως αποκαλύπτεται τώρα, άφησε πίσω του μια αμύθητης αξίας περιουσία που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την εμφανή επαγγελματική του δραστηριότητα. Παρότι υπήρξαν πολλές αφορμές (λίστα Lagarde, Panama Papers, διαφημιστική δαπάνη των προηγούμενων χρόνων κ.ά.) που μπορούσαν να κάνουν τις ελεγκτικές αρχές να ασχοληθούν μαζί του, έμεινε μέχρι τέλους στο απυρόβλητο ίσως γιατί ως κήνσορας της επιστροφής στη δραχμή δεν αποτελούσε σοβαρή απειλή για την ΣΥΡΙΖΑϊκή εξουσία. 

Η πραγματική επιδίωξη, άλλωστε, ήταν άλλη. Έπρεπε πάση θυσία να ενοχοποιηθούν και να αφανιστούν όλοι όσοι πήγαιναν κόντρα στο κυρίαρχο αφήγημα εκείνης της περιόδου. Και προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος, όλα τα μέσα ήταν επιτρεπτά. Με ψευδομάρτυρες, όπως οι δήθεν «προστατευόμενοι» στην υπόθεση Novartis, που οι καταθέσεις τους έβλεπαν το φως της δημοσιότητας σε φίλια μέσα πριν καν δοθούν, και με κάθε είδους απίθανες κατασκευές, όπως οι διαβόητες κρύπτες με τα στοιχεία πίσω από τις γυψοσανίδες του ΚΕΕΛΠΝΟ, δεν δίστασαν να επιστρατεύσουν μεθόδους που παρέπεμπαν ευθέως σε πολιτικό υπόκοσμο. 

Το αδιαμφισβήτητο φιάσκο στο οποίο οδηγήθηκαν η μια μετά την άλλη οι υποτιθέμενες «καθαρτήριες» απόπειρες της περιόδου 2015-2019, ωστόσο, δεν φαίνεται να συνέτισαν τους εμπνευστές του διαχωρισμού των ΜΜΕ σε αρεστά και μη. 

Αντί μετά τις εκλογές να αλλάξουν ρότα και να δουν πόσο τους κόστισε ο φαντασιακός κόσμος στον οποίο ζούσαν όταν ήταν «στα πράγματα», συνεχίζουν ακάθεκτοι την ίδια κοντόφθαλμη στρατηγική. 

Η εμφανής δημοσκοπική τους κακοδαιμονία εξακολουθεί να αποδίδεται στον (…αργυρώνητο) ρόλο των μέσων ενημέρωσης. Έτσι κάθε φορά που τα τελευταία επισημαίνουν τις άβολες αλήθειες οι οποίες ανακύπτουν από την τρέχουσα επικαιρότητα, επικρίνονται ως «πετσωμένα». Μια τουλάχιστον αστεία επίκριση αν λάβει κανείς υπόψη του τα πραγματικά μεγέθη της περιλάλητης «λίστας Πέτσα» με την οποία υποτίθεται ότι η σημερινή κυβέρνηση καταφέρνει να ελέγξει το τοπίο της ενημέρωσης. 

Το γεγονός ότι τα μέσα που υιοθετούν τις δικές τους προσεγγίσεις βολοδέρνουν, επειδή δεν βρίσκουν ακροατήριο, ούτε που τους απασχολεί. Αμετανόητοι, συνεχίζουν να κουνούν απειλητικά το δάχτυλο, παρόλο που τους παίρνουν όλο και λιγότεροι στα σοβαρά…

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2022

Τα ελληνικά ΑΕΙ και οι βολικές…παιδικές ασθένειες της Μεταπολίτευσης


            Τα όσα διαδραματίστηκαν τις προηγούμενες ημέρες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας αποτελούν αναμφισβήτητα την επιτομή της πολυσύνθετης παθογένειας η οποία ταλανίζει δεκαετίες τώρα την τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας. 

Η απεχθής πράξη του ξυλοδαρμού ενός διδάσκοντα του ΟΠΑ από ομάδα κουκουλοφόρων επανέφερε στην επικαιρότητα την εκτεταμένη ανομία που επικρατεί στον χώρο των ελληνικών ΑΕΙ. Είναι, κακά τα ψέματα, μια ανομία, η οποία δεν αφορά και δεν περιορίζεται μόνον στους μπαχαλάκηδες οι οποίοι δρουν ανεξέλεγκτα μέσα στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο καταλαμβάνοντας χώρους, στήνοντας «στέκια» και ξυλοφορτώνοντας όποιον διαφωνεί μαζί τους ή αμφισβητεί την παράνομη δράση τους. 

Χωρίς, ωστόσο, επ΄ ουδενί να αποτελεί άλλοθι ή ελαφρυντικό για την συμπεριφορά τους, πολύ περισσότερο που δεν ξέρουμε τα πραγματικά κίνητρα τους και τους ενδεχόμενους εντολείς τους, οι κουκουλοφόροι, οι οποίοι εισέβαλαν στην αίθουσα της πρώην ΑΣΟΕΕ για να επιτεθούν στον καθηγητή και στους φοιτητές που κινήθηκαν για να τον υπερασπιστούν, ανέδειξαν και την άλλη όψη της παθογένειας που αφορά τους διδάσκοντες. 

Είναι η όψη που εξηγεί, ίσως, και τους λόγους για τους οποίους στα ελληνικά Πανεπιστήμια, αντί για το άσυλο στη διακίνηση των ιδεών, όπως συμβαίνει σε όλο τον δημοκρατικό κόσμο, επικρατεί το καθεστώς της ασυλίας την οποία απολαμβάνουν κάθε λογής δυναμικές μειοψηφίες που με όπλο την θρασύτητα επιβάλλουν τη δική τους «νομιμότητα». 

Ο καθηγητής που έπεσε θύμα των κουκουλοφόρων βρισκόταν σε πολύχρονη δικαστική αντιδικία με (νυν και πρώην) συναδέλφους του για ζητήματα που δεν σχετίζονται με το ακαδημαϊκό έργο τους. Το ακριβώς αντίθετο μάλιστα. Όπως αποκαλύπτεται, και ο μεν και οι δε ήταν επί χρόνια συνεταίροι σε επιχείρηση που είχαν ανοίξει στη Ρουμανία και η οποία αποτελούσε την κύρια επαγγελματική τους δραστηριότητα. Χωρίς αυτό να αποτελεί εμπόδιο για να διεκδικούν και να παίρνουν και (άλλες) αμειβόμενες θέσεις στον δημόσιο τομέα.

Ευλόγως αναρωτιέται κανείς αν για τους συγκεκριμένους πανεπιστημιακούς το διδακτικό και ερευνητικό έργο, που θεωρητικά αποτελεί το βασικό καθήκον για το οποίο μισθοδοτούνται από το Δημόσιο, μπορεί να ήταν κάτι περισσότερο από πάρεργο. 

Το δυστύχημα, όμως, είναι ότι η περίπτωσή τους δεν αποτελεί εξαίρεση. Στην πραγματικότητα για έναν μεγάλο αριθμό Ελλήνων πανεπιστημιακών, η ιδιότητα του καθηγητή ΑΕΙ αποτελεί απλό εφαλτήριο για να εξυπηρετήσουν τις εξωπανεπιστημιακές τους υποχρεώσεις (επιχειρηματικές, συμβουλευτικές, κ.λπ.) που είναι και οι πλέον προσοδοφόρες. 

 Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι απορίας άξιο αν υπάρχει χρόνος ή και διάθεση για να ασκήσουν παράλληλα και τα διοικητικά καθήκοντα τα οποία διεκδικούν στο πλαίσιο της αρχής για διοικητική αυτοτέλεια των Ιδρυμάτων τους. Μια αυτοτέλεια, όμως, την οποία απαιτούν να έχουν χωρίς αυτή να συνοδεύεται και από την υποχρέωση για χρηστή και αποτελεσματική διοίκηση των πανεπιστημιακών πραγμάτων και πολύ περισσότερο από δημόσια λογοδοσία. 

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι το λεγόμενο «Στέκι του Βιολογικού» στο ΑΠΘ λειτουργούσε επί 34 συναπτά έτη. Προσπαθήστε, παρακαλώ, να το κάνετε εικόνα, συνειδητοποιώντας ότι εκείνοι που πρώτοι κατέλαβαν τον συγκεκριμένο χώρο βρίσκονται πλέον στην έκτη δεκαετία της ζωής τους και, ενδεχομένως, ετοιμάζονται να… συνταξιοδοτηθούν.

Δυστυχώς, όμως, όλα αυτά τα χρόνια δεν βρέθηκε καμία πανεπιστημιακή διοίκηση που να απαιτήσει την αποκατάσταση της νομιμότητας. Αν όχι για ο,τιδήποτε άλλο, τουλάχιστον για λόγους αρχής, όπως είναι η παιδευτική διαδικασία την οποία, μεταξύ των άλλων, είναι υποχρεωμένα και οφείλουν να υπηρετούν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα. 

Ορισμένοι μπορεί να ισχυριστούν ότι οι πανεπιστημιακοί είναι άμοιροι ευθυνών επειδή δεν υπήρχε η ανάλογη πολιτική βούληση για να δοθούν λύσεις από τις πολλές κυβερνήσεις όλων αυτών των χρόνων. Δεν είναι ακριβώς έτσι, όμως. Διότι στις επανειλημμένες -ειλικρινείς ή μη- κυβερνητικές απόπειρες να μπει μια τάξη, οι πρώτοι που προέβαλαν προσκόμματα ήταν οι πανεπιστημιακοί που είχαν την ευθύνη διοίκησης των ιδρυμάτων τους.

Από βόλεμα, συμβιβασμό ή φόβο, σχεδόν πάντα αντιτάσσονται σε κάθε εκσυγχρονιστική προσπάθεια που διαταράσσει τις υφιστάμενες (αν)ισορροπίες μέσα στα ΑΕΙ. Την ίδια ώρα είναι μάλλον μετρημένοι στα δάκτυλα των χεριών οι πανεπιστημιακοί που τόλμησαν να πάνε κόντρα στο ρεύμα και να τα βάλουν με τις ομάδες της ανομίας που θέλουν επιβάλουν τις βουλήσεις τους. 

Από την άλλη, βεβαίως, δεν μπορεί να παραβλεφθεί η ατολμία των κυβερνήσεων να πάρουν όλα εκείνα τα μέτρα που θα κάνουν τα πανεπιστήμια κυψέλες ελεύθερης διακίνησης όλων των ιδεών και εργαστήρια καινοτόμων ερευνών. Διότι στο τέλος – τέλος, οι φορολογούμενοι πολίτες εκλέγουν τις κυβερνήσεις για να δημιουργήσουν εκείνο το πλαίσιο που θα κάνει τα χρήματα τους να πιάνουν τόπο. 

Στην πράξη, ωστόσο, ελάχιστα έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες προς αυτή την κατεύθυνση. Ακόμη και η σημερινή κυβέρνηση, που είχε δημιουργήσει υψηλές προσδοκίες, ελάχιστα έκανε για να εκπληρώσει τις προεκλογικές της υποσχέσεις. Η πολυδιαφημισμένη πανεπιστημιακή αστυνομία, παρόλο που δεν αποτελεί πανάκεια, παραμένει ακόμη «στα χαρτιά», ίσως για να μας θυμίζει ότι είναι πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν για να θεραπευτούν οι παθογόνες καταστάσεις που επικρατούν στα ελληνικά Πανεπιστήμια.

Ορισμένοι κάνουν λόγο για τις… παιδικές ασθένειες της Μεταπολίτευσης που κληρονομήθηκαν από την επτάχρονη δικτατορία και τον αυταρχισμό των προηγούμενων δεκαετιών. Ακόμη και έτσι αν είναι, όμως, το κακό παρατράβηξε και αυτή η κατάσταση δεν πάει άλλο. Ο ρόλος των Πανεπιστημίων πρέπει να επαναπροσδιοριστεί και να ευθυγραμμιστεί με τα διεθνώς κρατούντα. 

        Η διάλυση των κάθε λογής «στεκιών» που έχουν στηθεί σε πολλά ιδρύματα είναι μόνον ένα από τα μέτρα που θα ανατρέψουν τη δυσμενή πραγματικότητα. Χρειάζεται να γίνουν και πολλά άλλα, ανάμεσα στα οποία σίγουρα περιλαμβάνεται και η μετατροπή των καθηγητών σε πραγματικούς διδάσκοντες που ενδιαφέρονται για τα Ιδρύματα που τους πληρώνουν και δεν αδιαφορούν για τα εκεί τεκταινόμενα.

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022

Με τέτοιους βουλευτές δεν μπορεί να ηγείσαι στην… Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση

 Την ημέρα που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου δήλωνε ότι… «η Ελλάδα ηγείται στην Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση», ο μητροπολίτης Ζακύνθου Διονύσιος προέβαινε σε μια ασυνήθιστη ενέργεια, απευθύνοντας επιστολή τον πρωθυπουργό διαμαρτυρόμενος για τη στάση του εκλεγμένου με τη Νέα Δημοκρατία βουλευτή της περιοχής του Διονύση Ακτύπη ο οποίος επέλεξε να επισκεφτεί μοναστήρια του νησιού στα οποία κατοικοεδρεύουν μοναχοί που αρνούνται να εμβολιαστούν.

Η ενέργεια του συγκεκριμένου Ιεράρχη έχει ιδιαίτερη αξία διότι ο κ. Διονύσιος είναι ένας από τους ελάχιστους μητροπολίτες της ελλαδικής Εκκλησίας που υποστήριξαν εξ αρχής και σθεναρά το εμβολιαστικό πρόγραμμα κατά της μάστιγας του κορωνοϊού. Ο ίδιος μάλιστα έδειξε ξεχωριστό σθένος καθιερώνοντας κυρώσεις κατά των κληρικών της μητρόπολης του που «αποδείχθηκαν απειθείς, παρά τις συστάσεις και τις αγωνιώδεις οδηγίες του Ποιμενάρχου περί της ανάγκης εμβολιασμού και μη χειραγωγήσεως των πιστών σε αντιεπιστημονικές συμπεριφορές».

Ανάμεσα στις «κυρώσεις» που επέβαλε ο Μητροπολίτης ήταν και το «εμπάργκο» των επισκέψεων στα μοναστήρια που διαβιούν αντιεμβολιαστές μοναχοί. Ο κυβερνητικός βουλευτής, όμως, που είναι και ο μοναδικός εκπρόσωπος της Ζακύνθου στην Εθνική Αντιπροσωπεία, όχι μόνον επέλεξε να ξεκινήσει τις περιοδείες του, επ΄ ευκαιρία του νέου χρόνου, από τα συγκεκριμένα μοναστήρια αλλά τις διαφήμισε κιόλας με αναρτήσεις φωτογραφιών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που τον έδειχναν να ψάλλει και να ποζάρει δίπλα σε μοναχούς και μοναχές που φυσικά δεν φορούσαν μάσκες.

Δικαίως του λόγου, κατόπιν αυτού ο Μητροπολίτης απευθύνθηκε στον πρωθυπουργό για να καταγγείλει ότι ο κ. Ακτύπης υπονομεύει τον αγώνα υπέρ του εμβολιασμού «Όταν εμείς δίνουμε καθημερινά και με μεγάλο κόστος τη μάχη να πείσουμε για την αναγκαιότητα του εμβολιασμού, τιμωρώντας και επιβάλλοντας αυστηρές κυρώσεις στους αντιεμβολιαστές ιερείς και μοναχούς, προκειμένου να απαλλαγεί η πατρίδα μας από την πανδημία, ο βουλευτής Ζακύνθου μεταβαίνει στα μοναστήρια τα οποία εμείς δεν επισκεπτόμεθα, συντρώγοντας με αρνητές μοναχούς και παριστάνοντας τον ιεροψάλτη, προκαλώντας έτσι το δίκαιο αίτημα της απογοήτευσης, σε όσους δίνουν την άνιση μάχη αυτές τις κρίσιμες ώρες», έγραψε ο κ. Διονύσιος.

Ο γαλάζιος βουλευτής, ο οποίος μάλιστα συμβαίνει να είναι και γιατρός, προσπάθησε, εκ των υστέρων, να… δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Υποστήριξε ότι βρέθηκε σε μια από τις μονές που φωτογραφίστηκε ως ψάλτης –την πρώτη Κυριακή του νέου έτους- επειδή αντιμετώπιζε... πρόβλημα εισροής υδάτων σε κάποιο από τα κτίρια της. Καθώς, όμως, φαίνεται ότι και ο ίδιος αντελήφθη την αδυναμία του επιχειρήματος του, δεν δίστασε να το ρίξει και στη… συνωμοσιολογία. Ισχυρίστηκε ότι ο σάλος που ξέσπασε για την πρωτοβουλία του, την οποία είναι αλήθεια ότι έσπευσαν να εκμεταλλευθούν οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις της περιοχής, προήλθε δήθεν από κάποιους που ενοχλούνται από την… καθαρτήρια δράση του.

«Προσωπικά εκτιμώ πως οι τοποθετήσεις μου το τελευταίο διάστημα αναφορικά με τα ζητήματα του Ναυαγίου Ζακύνθου έχουν θίξει, τελικά σε πολύ μεγάλο βαθμό, τα συμφέροντα πολλών», έγραψε ο βουλευτής στην απαντητική του δήλωση. Παρέλειψε, ωστόσο, να μπει στον κόπο να εξηγήσει ποιοι είναι αυτοί οι «πολλοί» που έχουν συμφέροντα στο Ναυάγιο και αν ανάμεσά τους περιλαμβάνει και τον διαμαρτυρόμενο Μητροπολίτη. Αναφέρει επίσης ότι ο «υπεύθυνος» (;) της μιας από τις μονές είναι εμβολιασμένος. Χωρίς να διευκρινίζει τι συμβαίνει με τους υπολοίπους και κυρίως με όσους ήταν δίπλα του χωρίς μάσκες στις φωτογραφίες που ο ίδιος δημοσιοποίησε.

Παρά το γεγονός ότι όσο και αν έψαξα δεν βρήκα –και ελπίζω να μην τον αδικώ- μια δήλωση του κ. Ακτύπη που να στηρίζει την προσπάθεια του Μητροπολίτη της περιοχής του να τιθασεύσει το αντιεμβολιαστικό πνεύμα που έχει εκδηλωθεί στις τάξεις των ρασοφόρων, οφείλω να ομολογήσω ότι η στάση του συγκεκριμένου βουλευτή δεν αποτελεί την εξαίρεση αλλά μάλλον τον κανόνα μεταξύ των στελεχών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κυβερνώντος κόμματος.

Ενόσω, άλλωστε, διαδραματίζονταν όλη αυτή η αντιδικία στο νησί της Ζακύνθου, λίγο βορειανατολικότερα, στο Μεσολόγγι, λάμβανε χώρα ένας απίστευτος συναγωνισμός των τοπικών βουλευτών της ΝΔ για το ποιος θα εκθειάσει εντονότερα τον εκλιπόντα Μητροπολίτη Αιτωλίας και Ακαρνανίας, ο οποίος έχασε αυτές τις μέρες την ζωή του από επιπλοκές του κορωνοϊού και όσο ζούσε ήταν μεταξύ των διαπρύσιων αρνητών για ό,τιδήποτε σχετιζόταν με την πανδημία: το lockown, τις μάσκες και τους εμβολιασμούς.

Δύο σχετικά νέοι πολιτικοί, ο 55χρονος υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Σπήλιος Λιβανός και ο 47χρονος πρώην υφυπουργός Κώστας Καραγκούνης, γόνοι και οι δύο οικογενειών με παράδοση στην πολιτική, ανταγωνίστηκαν μεταξύ τους στον εγκωμιασμό του μακαριστού Ιεράρχη, χωρίς να βρουν και να προσθέσουν στις επαινετικές δηλώσεις τους έστω μια φράση για τον αρνητικό ρόλο που είχε ο συγκεκριμένος Ιεράρχης καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας, υποχρεώνοντας ακόμη και την Ιερά Σύνοδο να τον καλέσει σε απολογία.

Η στάση τους γίνεται ακόμη πιο λυπηρή αν αναλογιστεί κανείς ότι και οι δύο περί ων ο λόγος Αιτωλοακαρνάνες πολιτικοί έχουν νοσήσει από κορωνοϊό και, κατά δήλωσή τους, σώθηκαν επειδή είχαν εμβολιαστεί. Ειδικά ο κ. Καραγκούνης, ο οποίος με βάση τα λεγόμενα του νόσησε πολύ βαριά και χρειάστηκε να νοσηλευτεί, είχε περιγράψει με μελανά χρώματα τον φόβο που τον κυριάρχησε όταν χρειάστηκε να βάλει μάσκα οξυγόνου.

Το ερώτημα που ευλόγως ανακύπτει είναι γιατί ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να επαναλάβουν στον θερμό αποχαιρετισμό που έκαναν στον εκλιπόντα Μητροπολίτη κάτι από όσα οι ίδιοι έζησαν. Ή έστω μια προτροπή υπέρ του εμβολιασμού και της τήρησης των υγειονομικών κανόνων. Αλλά και γενικότερα δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κάποιος τον λόγο για τον οποίο μέχρι τώρα κανένας κυβερνητικός βουλευτής δεν στάθηκε στο πλευρό των λίγων Ιεραρχών που στήριξαν το εμβολιαστικό πρόγραμμα και δεν βρήκε μια λέξη αποδοκιμασίας για εκείνους που παραβίαζαν προκλητικά τους κανόνες φθάνοντας στο σημείο να κατεβάζουν τις μάσκες των πιστών που ήθελαν να τους ασπαστούν το χέρι.

Είναι κρίμα να το διαπιστώνει κανείς, αλλά με τέτοιους (κοντόφθαλμα ψηφοθήρες και εξόφθαλμα ψοφοδεείς) βουλευτές ούτε ανοίγματα στο Κέντρο μπορεί να ισχυρίζεται κανείς ότι κάνει, ούτε, πολύ περισσότερο, να θεωρεί ότι βρίσκεται σε χώρα που είναι στην… ηγεσία της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης.