Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 28 Μαΐου 2021

Σε ποια «κανονικότητα» θα μας… επιστρέψει το τέλος της πανδημίας;

 

Θα χρειαστεί μάλλον πολύς ακόμη χρόνος για να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα αναφορικά με τις επιπτώσεις που θα επιφέρει η πανδημία του κορωνοϊού τόσο στην καθημερινότητα όλων μας όσο και ευρύτερα στη διαμόρφωση των νέων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών που  αφήνει πίσω της η τεράστια αυτή δοκιμασία που επηρέασε ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Ένας βασικός λόγος για τον οποίο δεν μπορούμε να είμαστε κατηγορηματικοί για τις συνέπειες είναι αναμφισβήτητα  το γεγονός ότι η πανδημία είναι ακόμη εδώ και, όπως όλα δείχνουν, οι περιορισμοί που μας επέβαλε θα μας συνοδεύουν για αρκετό διάστημα, έστω και αν είναι πιο χαλαροί. Εξ ου και από τα μέχρι στιγμής δεδομένα το μόνο βέβαιο είναι ότι το αύριο που μας περιμένει θα είναι διαφορετικό από το χθες.

Ως εκ τούτου, μάλλον σωστά πράττουν όσοι απορρίπτουν τον ισχυρισμό περί «επιστροφής στην κανονικότητα» που θα επιφέρει το τέλος της πανδημίας. Και αντ΄ αυτού προτιμούν τον όρο «νέα κανονικότητα» που αποτυπώνει ίσως καλύτερα τις προοπτικές που διανοίγονται και οι οποίες, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα διαφέρουν σημαντικά από τον κόσμο που άφησε πίσω της η εμφάνιση του κορωνοϊού τον Νοέμβριο του 2019 στην Κίνα και τον Φεβρουάριο του 2020 στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο.

Όπως και να έχει, πάντως, νομίζω ότι έχουν αρχίσει να γίνονται ορατά κάποια πρώτα ενδεικτικά στοιχεία που θα χαρακτηρίζουν τον νέο κόσμο που αργά ή γρήγορα θα ανατείλει όταν θα περάσει σε δεύτερο πλάνο η πανδημία. Το πρώτιστο από αυτά νομίζω ότι είναι ο θρίαμβος τον οποίο κατήγαγε η επιστημονική γνώση απέναντι στον συνασπισμό δυνάμεων που συνέπτυξαν ο διεθνής κομπογιαννιτισμός με την παγκόσμια ημιμάθεια.

Χρειάζεται, άλλωστε, να εθελοτυφλεί πλέον κανείς για να μην αναγνωρίσει ότι η λύση του δράματος, το οποίο βιώνει όλος ανεξαιρέτως ο πλανήτης, έρχεται μόνον μέσα από τους μαζικούς εμβολιασμούς. Οι χώρες που έχουν προχωρήσει γρήγορα τα εμβολιαστικά τους προγράμματα βλέπουν τα κρούσματα, τις νοσηλείες αλλά και τους θανάτους να υποχωρούν με ραγδαίους ρυθμούς, γεγονός που τους επιτρέπει να προχωρούν με μεγαλύτερη ταχύτητα στο άνοιγμα των οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων.

Ένα δεύτερο, εξίσου σημαντικό, συμπέρασμα που έχει προκύψει ως τώρα είναι ο θρίαμβος του συλλογικού έναντι του ατομικού. Είτε προσεγγίζει κανείς την πανδημία από υγειονομική είτε από οικονομική σκοπιά, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι και στις δύο διαστάσεις του προβλήματος οι μόνες αποτελεσματικές λύσεις προκύπτουν από τη συνολική κοινωνική δράση που πολλές φορές απαιτεί παγκόσμια κινητοποίηση.

Ποιος, για παράδειγμα, μπορεί να παραβλέψει ότι όσοι στα πέρατα της οικουμένης προσβλήθηκαν από τον ιό, είτε ήταν πλούσιοι, είτε φτωχοί, αναζήτησαν νοσηλεία για την Covid-19 στα δημόσια συστήματα υγείας; Και ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι αν δεν άνοιγαν τα κρατικά «πουγκιά», με τρόπο που ποτέ στο παρελθόν δεν έχει γίνει, οι οικονομίες όλων των χωρών θα είχαν καταρρεύσει; 

Χωρίς αμφιβολία, λοιπόν, η συσσωρευμένη επιστημονική γνώση και η συντονισμένη συλλογική δράση αποτέλεσαν τους δύο αποφασιστικούς παράγοντες που συνέβαλαν στον έλεγχο της πανδημίας. Τα όσα προηγήθηκαν τους τελευταίους 18 μήνες που συμβιώνουμε με αυτόν τον απειλητικό εφιάλτη δείχνουν ότι οι συνέπειες για την ανθρωπότητα θα ήταν ανυπολόγιστα δυσμενέστερες αν είχαν κερδίσει το παιχνίδι οι αμφισβητίες της επιστήμης και οι θιασώτες των ατομικών λύσεων.

Ακόμη και τώρα, άλλωστε αν οι προηγμένες οικονομικά χώρες, οι οποίες προνομιακά εμβολιάζουν τους πληθυσμούς τους, δεν μεριμνήσουν για να προμηθευτούν ικανές ποσότητες εμβολίων και τα φτωχότερα κράτη του πλανήτη, ο κορωνοϊός δεν πρόκειται να υποχωρήσει και οι συνέπειες της πανδημίας δεν θα περιοριστούν μόνον εκεί. Βαρύτατες επίσης θα είναι οι συνέπειες αν το κράτος αποσύρει τη στήριξή του στην απασχόληση και στο επιχειρείν με τον ίδιο ξαφνικό τρόπο με τον οποίο την παρείχε όταν ξέσπασε η πανδημία.

Γι’ αυτό και εφόσον επιθυμούμε όντως να αποδειχθεί βιώσιμη η «νέα κανονικότητα», η οποία θα προκύψει στη μετα-Covid περίοδο, δεν μπορεί παρά να απορρίψουμε τις αντιεπιστημονικές δοξασίες και τους αντικοινωνικούς ατομισμούς. Και να κάνουμε οδηγούς μας την επιστημοσύνη και το συλλογικό πνεύμα. Μόνον έτσι τα παθήματα της πανδημίας θα μας γίνουν μαθήματα.

Παρασκευή 21 Μαΐου 2021

 

Μια ενδιαφέρουσα έκπληξη επεφύλαξε την περασμένη Τετάρτη στους θεατές της, η εκπομπή της ΕΡΤ 1 «Μουσικό Κουτί» που κοσμεί τη δημόσια τηλεόραση. Ο τραγουδοποιός Νίκος Πορτοκάλογλου, ο οποίος, μαζί με την ταλαντούχα τραγουδίστρια Ρένα Μόρφη, παρουσιάζει την εκπομπή, είχε φιλοξενούμενο τον ομότεχνό του Σταμάτη Κραουνάκη, για τον οποίο όποια άποψη κι αν έχει κανείς, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι είναι ένας χαρισματικός καλλιτέχνης.

Στη διάρκεια της εκπομπής, λοιπόν, όταν ήρθε η ώρα να πει ένα αγαπημένο του τραγούδι, ο Κραουνάκης επέλεξε το φορτισμένο «θα περάσει κι αυτό…», το οποίο όταν το έγραψε τέτοιες μέρες πριν από έξι χρόνια ο Πορτοκάλογλου είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από μια πλειάδα οπαδών της τότε κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ που το είχαν θεωρήσει… αντικαθεστωτικό και υπονομευτικό για τη μακροημέρευση εκείνης της αλλοπρόσαλλης συγκυβέρνησης.

Έχει, νομίζω, σημασία, να θυμηθούμε τους στίχους του συγκεκριμένου τραγουδιού που είχε προκαλέσει τη μήνη των τότε κυβερνώντων που δεν ήθελαν να αιωρείται στην ατμόσφαιρα ούτε καν υπαινιγμός ότι, όπως συνήθως συμβαίνει στις δημοκρατικές χώρες, δεν ήταν αιώνια η εξουσία που μόλις είχαν αποκτήσει.

«Δεν κοιμάμαι πια τις νύχτες κι ανεβάζω πυρετό, δηλητήριο στο αίμα τρικυμία στο μυαλό. Κάποιος θέλει να με σώσει μ’ ένα φάρμακο φριχτό, ίσως και να με σκοτώσει αν τολμήσω ν’ αρνηθώ», ανέφερε το πρώτο κουπλέ του άσματος που ακολουθούνταν από το ρεφρέν: «Θα περάσει κι αυτό, θα περάσει η ζωή, θα περάσεις κι εσύ, θα περάσω κι εγώ».

«Θέλω να στο τραγουδήσω, θέλω να το μοιραστώ, το ηφαίστειο να σβήσω που μου καίει το λαιμό. Διχασμένη μου πατρίδα, διχασμένη μου καρδιά, μεσ’ τα ερείπια σε είδα να μετράμε τη ζημιά», έλεγε το δεύτερο κουπλέ για να ακολουθήσει και πάλι το ρεφρέν: «Θα περάσει κι αυτό, θα περάσει η ζωή, θα περάσεις κι εσύ, θα περάσω κι εγώ».

«Πέφτει γύρω μου σκοτάδι ή εγώ είμαι τυφλός κι όποιος βγαίνει απ’ το κοπάδι εφιάλτης και εχθρός. Είναι η πόλη μου καμένη, ειν’ η χώρα μου μισή, νικητές και νικημένοι όλοι χάσαμε μαζί», συνέχιζε το τρίτο κουπλέ και το τραγούδι έκλεινε με το ρεφρέν: «Θα περάσει κι αυτό, θα περάσει η ζωή, θα περάσεις κι εσύ, θα περάσω κι εγώ».

Με την απόσταση των χρόνων, είναι λογικό να δυσκολεύεται κάποιος να αντιληφθεί τι ακριβώς ήταν εκείνο που είχε αφιονίσει τόσους συμπατριώτες μας που εκφράζονταν με τόσο πάθος και μισαλλοδοξία σε βάρος όσων είχαν διαφορετική από τη δική τους άποψη και δεν ενστερνίζονταν τις λαϊκίστικες απλοϊκότητες του τύπου «θα καταργήσουμε τα Μνημόνια με ένα νόμο και με ένα άρθρο» και «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν».

Το πιο παράδοξο, μάλιστα, είναι πως, όπως μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κανείς με μια σύντομη περιήγηση στο Διαδίκτυο, εκείνο που είχε περισσότερο ενοχλήσει ήταν το μάλλον συμφιλιωτικό σημείωμα με το οποίο ο Πορτοκάλογλου συνόδευε το άσμα του: «Αφιερωμένο από καρδιάς σε όλους μας με την ευχή να θυμόμαστε πιο συχνά ότι και “εμείς” και οι “άλλοι” είμαστε όλοι ταξιδιώτες στο ίδιο καράβι…», έγραφε ο τραγουδοποιός.

Το τι ειπώθηκε και γράφηκε τότε εναντίον του είναι ασύλληπτο. Μύδροι επί μύδρων. Και επιθέσεις επί επιθέσεων. Δεν του συγχωρούσαν, λέει, το γεγονός ότι «δεν κινητοποιήθηκε με τέτοιο πείσμα και σπουδή να γράψει πολιτικότροπο τραγούδι ούτε όταν άρχισε η χώρα να καταρρέει, όταν χάσαμε τις δουλειές μας, όταν πύκνωναν οι άνεργοι και μαζί τα ασφυκτικά οικονομικά μέτρα, όταν θερμαίνονταν οι διαδηλώσεις, όταν άρχισαν οι αυτοκτονίες, όταν ισοπεδώνονταν ζωές και άλλαζαν συνθήκες».

Αντιθέτως, όπως διατείνονταν οι επικριτές του, εκείνος «όταν συνέβαιναν όλα αυτά συνιστούσε ψυχραιμία, αυτοκριτική και ομαδική ανάληψη ευθυνών» και «σε συνέντευξή του αποκάλεσε “λαϊκίστικο σύνθημα το ότι οι πολιτικοί μας είναι διεφθαρμένοι που μας καταπιέζουν”». Αυτά τότε. Διότι τώρα, έξι χρόνια μετά, ήταν χάρμα ιδέσθαι να ακούει κανείς τον διαπρύσιο υπερασπιστή εκείνης της συγκυβέρνησης Σταμάτη Κραουνάκη να τραγουδά από τη συχνότητα της δημόσιας τηλεόρασης το πάλαι ποτέ επάρατο «θα περάσει κι αυτό».

Παλαιότερα, κάποιοι είχαν υποστηρίξει ότι ο αιματηρός και αδελφοκτόνος Εμφύλιος Πόλεμος της περιόδου 1945-1949 έληξε ουσιαστικά όταν συναντήθηκαν και έδωσαν τα χέρια οι δύο πρωταγωνιστικές μορφές του: ο επικεφαλής του εθνικού στρατού στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος και ο αρχηγός του αντάρτικου ΔΣΕ Μάρκος Βαφειάδης.

Η συνάντηση Τσακαλώτου -Βαφειάδη έγινε το 1984 και τα μέσα ενημέρωσης της εποχής κατέγραψαν τον εξής διάλογο που είχαν οι δύο άνδρες: «Κάναμε λάθος τότε», είπε ο στρατηγός Τσακαλώτος και ο καπετάν Μάρκος απάντησε: «Μάλλον, στρατηγέ μου». Για να συμπληρώσουν και οι δύο για τα θύματα του εμφυλίου: «Ήταν όλοι καλοί Έλληνες».

Εκείνο το ιστορικό τετ α τετ πανηγυρίστηκε από όλες τις πλευρές, παρόλο που, μόλις δύο χρόνια πριν, όταν η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου είχε αναγνωρίσει και τη συμμετοχή της Αριστεράς στην Εθνική Αντίσταση, η αξιωματική αντιπολίτευση του Ευάγγελου Αβέρωφ είχε αντιδράσει με οξύτητα και είχε αποχωρήσει από τη Βουλή.

Όσο και αν οι αναλογίες δεν είναι ευθείες, η συνύπαρξη του Κραουνάκη με τον Πορτοκάλογλου στη δημόσια τηλεόραση ήταν μια εξίσου καλή στιγμή της ελληνικής ιστορίας όσο και η χειραψία Τσακαλώτου – Βαφειάδη. Και μακάρι να αποτελέσει το έναυσμα για να αφήσουμε οριστικά πίσω μας τις διχαστικές λογικές του χθες με τις εντάσεις και τους «ψόφους»…

Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Ποιος θα βάλει τάξη στη ζούγκλα του Εργασιακού;

 

Αν υπάρχει ένα σημείο επαφής ανάμεσα στους υποστηρικτές και στους επικριτές του νομοσχεδίου για τις εργασιακές σχέσεις το οποίο, έπειτα από πολύμηνη κυοφορία, παρουσίασε η ηγεσία του αρμόδιου υπουργείου Εργασίας, αυτό δεν είναι άλλο από την παραδοχή ότι το τοπίο που επικρατεί στη χώρα μας θυμίζει ζούγκλα.

Για όποιον δεν εθελοτυφλεί, η κατάσταση που επικρατεί στην εγχώρια αγορά εργασίας δεν περιποιεί τιμή. Ούτε στα κόμματα, ούτε στα συνδικάτα, ούτε συνολικά στην κοινωνία μας. Κακά τα ψέματα, τα φαινόμενα εργοδοτικής αυθαιρεσίας, κυρίως στις πολλές μικρές επιχειρήσεις που απαρτίζουν την κατακερματισμένη ελληνική οικονομία, είναι πολύ συχνά. Και στις περισσότερες περιπτώσεις γίνονται ανεκτά, αφενός, λόγω της υψηλής ανεργίας και, αφετέρου, εξαιτίας της εγγενούς ανεπάρκειας των ελεγκτικών μηχανισμών να εκπληρώσουν τον ρόλο τους.

Δεν νομίζω ότι μπορεί κάποιος από τους νυν ή και τους πρώην κυβερνώντες να ισχυριστεί βασίμως ότι το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), όπως αποκαλείται την τελευταία 12ετία η πάλαι ποτέ «Επιθεώρηση Εργασίας», ανταποκρίνεται στη βασική αποστολή του που είναι «να ελέγχει όλες τις επιχειρήσεις/εκμεταλλεύσεις ως προς την τήρηση και εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας».

Βοηθούσης και της οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών, δεν είναι, δυστυχώς, σπάνιες οι φορές που η 8ωρη απασχόληση και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη μεγαλύτερη, δηλώνεται ως 4ωρη εργασία. Με προφανή στόχο να καταβληθούν μικρότερες από τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές. Εννοείται ότι τη διαφορά την καρπώνεται ο εργοδότης, ο οποίος, με τον τρόπο αυτό, εκτός των άλλων, νοθεύει τον υγιή ανταγωνισμό, κάνοντας δυσχερέστερη τη θέση όχι μόνον των ίδιων των εργαζομένων του αλλά και των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στον ίδιο κλάδο και επιμένουν να είναι νομοταγείς.

Σε ακραίες περιπτώσεις έχουν καταγγελθεί ακόμη και υποθέσεις εργαζομένων που οδηγούνται σε ΑΤΜ τραπεζών για να αναλάβουν χρήματα που τους καταβλήθηκαν επειδή τα δικαιούνταν ως νόμιμες αμοιβές, αλλά, παρά ταύτα, υποχρεώνονται να τα επιστρέψουν επειδή οι εργοδότες τους δεν συμφωνούσαν με το θεσπισμένο επίπεδο αμοιβών. Για διάφορους, ωστόσο, λόγους που έχουν κυρίως να κάνουν με την αναξιοπιστία και την αναποτελεσματικότητά τους, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί της Πολιτείας δεν καταφέρνουν να επιβάλουν τη νομιμότητα και να τιμωρήσουν τους προκλητικούς παραβάτες.

Τούτων δοθέντων, ουδείς μπορεί να αρνηθεί την αναγκαιότητα παρέμβασης στις υφιστάμενες συνθήκες εργασιακής ζούγκλας που αναμφισβήτητα επικρατούν στην ελληνική αγορά εργασίας. Το ερώτημα, όμως, που ανακύπτει από τις οξύτατες αντιπαραθέσεις τις οποίες έχει προκαλέσει, πριν καν γίνει γνωστό το περιεχόμενό του, το νομοσχέδιο που ετοίμασε ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης, είναι αν δίνει τις απαιτούμενες απαντήσεις στα προβλήματα με τα οποία είναι αντιμέτωποι οι πραγματικά εργαζόμενοι και όχι τα κατά βάση επαγγελματικά στελέχη που απαρτίζουν τις διοικήσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Δυστυχώς, η ένθεν κακείθεν ένταση, με την οποία διεξάγεται μέχρι στιγμής ο δημόσιος διάλογος για τις αλλαγές τις οποίες φιλοδοξεί να επιφέρει το κυβερνητικό νομοθέτημα, δεν επιτρέπει να δοθούν νηφάλιες απαντήσεις στα ερωτήματα αν από τις ρυθμίσεις που προτείνονται ευνοούνται οι εργαζόμενοι, όπως διατείνεται η κυβέρνηση, ή αν ικανοποιούνται οι εργοδότες, όπως επιμένουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ο πραγματικός υπαίτιος του συγκρουσιακού κλίματος που εκ των πραγμάτων έχει δημιουργεί είναι δύσκολο να υποδειχθεί.

Διότι όσο δίκιο έχουν όσοι υποστηρίζουν ότι είναι αβάσιμοι οι ισχυρισμοί περί καθιέρωσης «εργασιακού Μεσαίωνα» από τη στιγμή που είναι οριακές οι μεταβολές στην προϋπάρχουσα διευθέτηση του χρόνους της 40ωρης εβδομαδιαίας εργασίας, άλλο τόσο δίκιο έχουν όσοι επιχειρηματολογούν ότι «η κυβέρνηση καταφεύγει στη μέθοδο του καρότου και του μαστιγίου».

Πώς αλλιώς, άλλωστε, μπορεί να εξηγηθεί ότι με το ίδιο νομοσχέδιο θεσπίζονται κάποιες (λίγες;) ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους, όπως η καθιέρωση της ψηφιακής κάρτας εργασίας ή η επέκταση των γονικών αδειών και στους πατέρες, αλλά την ίδια ώρα ο πυρήνας του κατατείνει στη μείωση του εργασιακού κόστους;

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η συνθήκη που οδήγησε στη μεταπολεμική οικονομική ευημερία την οποία γρηγορότερα ή αργότερα απόλαυσαν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν στηρίχθηκε στη συμπίεση των εισοδημάτων των εργαζομένων, αλλά στη ισορροπημένη κατανομή του αυξανόμενου πλούτου που κάθε φορά συνομολογούσαν οι κοινωνικοί εταίροι. Στις περισσότερες των περιπτώσεων η δικαιότερη κατανομή των εισοδημάτων τροφοδοτούσε την αυξημένη ζήτηση καταναλωτικών αγαθών και έδινε ώθηση στην ανάπτυξη.

Γι΄ αυτό και αν πράγματι η κυβέρνηση ενδιαφέρεται, όπως υποστηρίζει, «για τα πραγματικά συμφέροντα των πραγματικά εργαζομένων», στις νομοθετικές πρωτοβουλίες που θα καταλήξει εν τέλει για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, δεν έχει παρά να ρίξει το βάρος της στην ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών για την προστασία των συμφερόντων αφενός των εργαζομένων και αφετέρου της υγιούς επιχειρηματικότητας, η οποία ανθεί όταν οι εργαζόμενοί της δρουν δημιουργικά επειδή είναι ικανοποιημένοι.

Ιδού, λοιπόν, πεδίον δόξης λαμπρό. Τόσο για την κυβέρνηση που διατυμπανίζει ότι πρόθεσή της είναι να βάλει τάξη στην εργασιακή ζούγκλα. Όσο και για την αντιπολίτευση που προσπαθεί να πείσει ότι «κόπτεται» για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων.