Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

Ο Ντελόρ, ο Σόιμπλε και ποιος ζημίωσε περισσότερο τον ελληνικό λαό


Είναι αξιομνημόνευτη η συγκυρία της ταυτόχρονης εκδημίας δύο σημαντικών ευρωπαϊκών προσωπικοτήτων όπως ήταν ο Γάλλος σοσιαλιστής πολιτικός Ζακ Ντελόρ και ο Γερμανός χριστιανοδημοκράτης Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που ο καθένας τους σημάδεψε με διαφορετικό τρόπο την πορεία προς την ενοποίηση της Ευρώπης.

Μπορεί ο ένας να εκπροσώπησε, λόγω της ιδεολογίας του, αλλά κατά βάση χάριν της εποχής που κατείχε το αξίωμα του προέδρου της Κομισιόν (1985-1995), τη «γαλαντόμο» Ευρώπη των επιδοτήσεων η οποία πάσχιζε να πετύχει την οικονομική και νομισματική ενοποίησή της (ΟΝΕ), ενώ ο άλλος, για αντίστοιχους -ιδεολογικούς αλλά και συγκυριακούς- λόγους, από τη θέση του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας (2009-2017) λειτούργησε ως θεματοφύλακας της διαφύλαξης της ενότητας της ευρωζώνης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αμφότεροι άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμα τους στη δημιουργία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.    

Για όποιον επιθυμεί να κινηθεί πέρα από τα ρηχά στερεότυπα τα οποία οδήγησαν πολλούς συμπατριώτες μας να εξακοντίζουν ακόμη και αυτές τις μέρες ύβρεις και κατάρες, κυρίως κατά του Σόιμπλε, τον οποίο συγκεκριμένοι εγχώριοι πολιτικοί είχαν δαιμονοποιήσει, φορτώνοντάς του την απόλυτη ευθύνη για όλα τα δεινά που πέρασε ο ελληνικός λαός την περίοδο των Μνημονίων και ισχυριζόμενοι ότι όλα αυτά συνέβησαν επειδή «ο Γερμαναράς μισούσε τους Έλληνες», οι δύο αυτοί θάνατοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια καλή αφορμή για να κοιταχθούμε στον καθρέφτη της εθνικής μας αυτογνωσίας.

Αν το κάνουμε, είναι βέβαιο ότι θα καταφέρουμε να αντικρύσουμε κατάματα την πραγματικότητα η οποία μας περιβάλλει τα τελευταία σαράντα και κάτι χρόνια που κατέχουμε το μοναδικό ιστορικό προνόμιο να μετέχουμε σε ένα πολύ σημαντικό για την ιστορία της ανθρωπότητας συλλογικό επίτευγμα που είναι το κεκτημένο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, υπό τη σκέπη του οποίου βρήκαν εθελοντικά καταφύγιο τόσα πολλά και διαφορετικά έθνη τα οποία νωρίτερα πολεμούσαν μεταξύ τους με κάθε αφορμή.

Μερικά μάλλον αντιδημοφιλή και άβολα ερωτήματα ίσως θα μας βοηθούσαν να ξεδιαλύνουμε πολλές από τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες που κυριάρχησαν τα προηγούμενα χρόνια στον φορτισμένο δημόσιο διάλογο που αναπτύχθηκε στη χώρα μας. Διάλογο, ο οποίος στην πραγματικότητα επέφερε το ακριβώς αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: αντί να μας απαλλάξει από την λιτότητα που υποτίθεται ότι ήταν προϊόν σοϊμπλικής έμπνευσης, οδήγησε σε παράταση της ασφυκτικής μνημονιακής μέγγενης, η οποία ήταν, σε χρονική διάρκεια, αλλά και απώλεια εθνικού εισοδήματος, τέτοια που καμία άλλη χώρα δεν γνώρισε. 

«Θύματα» του λαϊκισμού της Αριστεράς, της Δεξιάς, ου μην αλλά, σε κάποιες περιπτώσεις, και του Κέντρου, βολευθήκαμε σε κατασκευασμένα αφηγήματα για… «τους ξένους που μας μισούν», αυτοαναγορηθήκαμε σε… «περιούσιο λαό που όλοι μας ζηλεύουν» και δεν μπήκαμε ποτέ στον κόπο να αναζητήσουμε απαντήσεις σε πολύ κρίσιμες ερωτήσεις, μερικές από τις οποίες είναι οι ακόλουθες:      

-Που κατέληξε ο πακτωλός με τα δισεκατομμύρια ευρώ που εισέρρευσαν στη χώρα την περίοδο των «πακέτων Ντελόρ»; Πόσα εξ αυτών κατευθύνθηκαν σε υποδομές ή έγιναν παραγωγικές επενδύσεις, λειτουργώντας πολλαπλασιαστικά για την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας; Και πόσα, αντιθέτως, έπεσαν στον πίθο των Δαναΐδων με τα εισαγόμενα καταναλωτικά αγαθά που δεν συνεισέφεραν σχεδόν ούτε ίχνος εγχώριας προστιθέμενης αξίας;    

-Πόσο βιώσιμη ήταν η πρωτόγνωρη ευημερία της «χρυσής» δεκαετίας 1998-2008; Και ποιος μας επέβαλε να μην αρκεστούμε στις αφειδείς κοινοτικές επιδοτήσεις, αλλά να καταφύγουμε επιπλέον και σε έναν φρενήρη κρατικό και ιδιωτικό δανεισμό, ο οποίος ήταν αδύνατο να εξυπηρετηθεί με τους ρυθμούς με τους οποίους κινούνταν;  

-Ποιος ευθύνεται περισσότερο για την κατάρρευση που -μοιραία μάλλον- ακολούθησε; Απετέλεσε, άραγε, ρίζα του κακού η βεβιασμένη είσοδος μας στην ΟΝΕ και η συνακόλουθη υιοθέτηση του ευρώ μαζί με την πρώτη ομάδα των χωρών που εντάχθηκε στο πρωτοφανές εγχείρημα του ενιαίου νομίσματος χωρίς ενιαία οικονομική πολιτική; Ή, μήπως, έφταιξε το γεγονός ότι δεν μπήκε ποτέ φρένο στη «δημιουργική λογιστική», όπως ευσχήμως αποκαλούνταν τότε η απόκρυψη των πραγματικών στατιστικών στοιχείων που αποτύπωναν την εικόνα της ελληνικής οικονομίας; 

Είναι πολύ εύκολο να ενοχοποιούμε τους… άλλους, με βάση και τη γνωστή ρήση του Ζαν Πολ Σαρτρ σύμφωνα με την οποία «η κόλαση είναι οι άλλοι». Μπορούμε να κατηγορούμε τον Ντελόρ ότι «ευθύνεται που μας… κακόμαθε με τα πακέτα του». Και την ίδια ώρα δεν έχουμε πρόβλημα να ξιφουλκούμε κατά του Σόιμπλε, ο οποίος μας διαμήνυσε από κάποια στιγμή και ύστερα ότι «δανεικά τέλος», κάτι το οποίο, ούτως ή άλλως, μας το είχαν πει νωρίτερα οι αγορές. 

Αν, βεβαίως, θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, πρέπει να παραδεχθούμε ότι επί των ημερών που «βασίλευε» ο Σόιμπλε στο Eurogroup εμείς και νέα δανεικά πήραμε για να εξυπηρετήσουμε τα παλαιότερα χρέη μας, αλλά είχαμε και το μοναδικό προνόμιο να μας γίνει το μεγαλύτερο «κούρεμα» χρέους που έχει γίνει ποτέ σε οποιαδήποτε άλλη χώρα στην παγκόσμια ιστορία. 

Ξέρω, ξέρω ότι όλα αυτά εξακολουθούν να μην γίνονται αποδεκτά από μια μερίδα του ελληνικού λαού, η οποία -είτε από αφέλεια, είτε από σκοπιμότητα- είχε πειστεί ότι «τα Μνημόνια τελειώνουν με έναν νόμο και ένα άρθρο» και, εν συνεχεία, «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν». Το ευχάριστο, όμως, είναι ότι η μερίδα αυτή των συμπολιτών μας, που κάποτε αναμφισβήτητα πλειοψηφούσε, στις μέρες μας δείχνει να περιορίζεται. 

Χρόνο με τον χρόνο μειώνονται σταθερά εκείνοι που αρέσκονται να αποδίδουν όλα τα δεινά που μας ταλανίζουν σε ξένους πολιτικούς, όπως ο Ντελόρ με τα «πακέτα» του ή ο Σόιμπλε με την, κατά τον Μαξ Βέμπερ, «γερμανική προτεσταντική ηθική» η οποία χωρίς αμφιβολία τον χαρακτήριζε, αλλά αυτό δεν είχε να κάνει με το πως έβλεπε τους Έλληνες. Τους ίδιους αυστηρούς κανόνες ήθελε να επιβάλλει προς όλους και σίγουρα και προς τους συμπατριώτες του.  

Κακά τα ψέματα, λοιπόν, υπαίτιοι για την όποια ζημία έχει υποστεί η χώρα μας δεν είναι οι ξένοι αλλά οι εγχώριοι πολιτικοί. Με άλλα λόγια, και για να μην αποποιούμεθα των ευθυνών μας, για τα καλά και τα κακά που μας συμβαίνουν υπαίτιοι είμαστε εμείς οι ίδιοι μέσω των επιλογών που κάνουμε με την ψήφο μας κάθε τέσσερα χρόνια και όχι μόνον. 

Ας αφήσουμε, λοιπόν, τον Ντελόρ και τον Σόιμπλε να αναπαυθούν εν ειρήνη και να τους κρίνει η Ιστορία η οποία συνήθως είναι ακριβοδίκαιη. Και εμείς ας ασχοληθούμε με τα του οίκου μας.

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

Ο νόμος για την… εφαρμογή των νόμων που εκκρεμεί από τον καιρό του Ροΐδη


         Αντιπαρατέθηκαν, σύμφωνα με κάποιες διαρροές από την τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, ο αρμόδιος για τον Αθλητισμό αναπληρωτής υπουργός Γιάννης Βρούτσης με τον έχοντα την ευθύνη του ίδιου χαρτοφυλακίου μέχρι τον περασμένο Ιούνιο Λευτέρη Αυγενάκη. 

Λέγεται ότι ο τελευταίος ενοχλήθηκε επειδή ο συνάδελφός του στην κυβέρνηση όταν αναφερόταν στη νομοθεσία για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας μνημόνευε τις ρυθμίσεις που είχε νομοθετήσει επί των ημερών της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ο Σταύρος Κοντονής και παρέλειψε κάθε αναφορά σε όσα έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή κατόπιν εισηγήσεων του κ. Αυγενάκη. Και τα οποία έγιναν ενόσω ο κ. Βρούτσης ήταν είτε μέλος της ίδιας κυβέρνησης ή κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της κυβερνητικής παράταξης.

Δεν έγινε γνωστό πως δικαιολόγησε την παράλειψή του ο νυν πολιτικά υπεύθυνος για τα αθλητικά δρώμενα στη χώρα, αλλά αν ήθελε να ήταν ειλικρινής με τον εαυτό του θα απαντούσε θαρρετά στον προκάτοχό του ότι δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο μόνος υφυπουργός Αθλητισμού που τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχουν περάσει από τη Βουλή «δρακόντειες» διατάξεις κατά της βίας στα γήπεδα και γύρω από αυτά, διατάξεις οι οποίες όμως, εκτός του ότι είναι περίπου ίδιες μεταξύ τους, έχουν και ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό: ποτέ δεν εφαρμόστηκαν. 

Από τις αρχές του τρέχοντος αιώνα και την εποχή της κυβέρνησης Σημίτη εξαγγέλθηκαν ή και νομοθετήθηκαν πάμπολλες φορές μέτρα όπως η εγκατάσταση καμερών στα γήπεδα για να εντοπίζονται οι πρωταγωνιστές των επεισοδίων, η ονομαστικοποίηση των εισιτήριων και ο έλεγχος της εισόδου στους αθλητικούς χώρους, ο ισόβιος αποκλεισμός για όσους συμμετέχουν σε επεισόδια βίας εντός και εκτός των σταδίων, η διάλυση των συνδέσμων οπαδών που λειτουργούν άλλοτε ως στρατοί των ομάδων και άλλοτε ως εγκληματικές οργανώσεις, στρατολογώντας νέους και υποθάλποντας κάθε είδους παραβατικά στοιχεία με δέλεαρ τα φθηνά εισιτήρια, την ικανοποίηση του «ανήκειν» και την (συγ)κάλυψη μικρών ή μεγαλύτερων εγκλημάτων.

Στην πορεία των ετών δεν υπήρξε κυβέρνηση -προμνημονιακή, μνημονιακή ή μεταμνημονιακή, δεξιά, αριστερή ή κεντρώα, αυτοδύναμη ή συνεργασίας- που να απέφυγε την πεπατημένη και να μην έκανε έπειτα από κάποιο νέο κρούσμα βίας μεγαλόστομες εξαγγελίες οι οποίες κατέτειναν στη στερεότυπη δήθεν δέσμευση ότι «αυτή τη φορά το μαχαίρι θα φθάσει στο κόκκαλο». 

Δεν βρέθηκε, ωστόσο, ούτε μία κυβέρνηση που να κάνει τη μάλλον αυτονόητη παραδοχή: «αρκετά πια με την ψήφιση καινούργιων νόμων, είναι ώρα να εφαρμόσουμε τους υπάρχοντες». O «νόμος Λιάνη», ο «νόμος Ορφανού», ο «νόμος Κοντονή», ο «νόμος Αυγενάκη» και κάποιοι ακόμη, που κανείς πια δεν θυμάται, είχαν ακριβώς την ίδια κατάληξη: δεν εφαρμόστηκαν ποτέ! 

Η ψήφιση νόμων οι οποίοι δεν εφαρμόζονται δεν αφορά φυσικά αποκλειστικά και μόνον την οπαδική βία. Το φαινόμενο είναι γενικευμένο και εκτείνεται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Οι αριθμοί, εξάλλου, είναι απολύτως αποκαλυπτικοί. Στα 49 χρόνια που παρήλθαν από τη Μεταπολίτευση του 1974, η Βουλή των Ελλήνων έχει ψηφίσει συνολικά 5.080 νόμους, γεγονός που ίσως και να αποτελεί ρεκόρ σε πανευρωπαϊκό, αν όχι και σε παγκόσμιο επίπεδο. 

Όπερ σημαίνει ότι κάθε χρόνο ψηφίζονται από το ελληνικό Κοινοβούλιο περισσότεροι από 100 νόμοι. Ή, με άλλα λόγια, κάθε εβδομάδα που περνάει προστίθεται στο δικαιικό μας σύστημα δύο νεότεροι νόμοι. Μάλιστα, οι περισσότεροι εξ αυτών συνοδεύονται από την πρόβλεψη για δεκάδες προεδρικά διατάγματα ή υπουργικές αποφάσεις που πρέπει να εκδοθούν για να εφαρμοστούν. Και που τις περισσότερες φορές ή δεν εκδίδονται ή και, αν εκδίδονται, στην πράξη παραμένουν ανεφάρμοστοι οι ψηφισθέντες από τη Βουλή νόμοι.

Αλλά από την άλλη, μη βιαστεί κανείς να υποστηρίξει ότι μιλάμε για «σημεία των καιρών». Δυστυχώς, δυστυχέστατα, το φαινόμενο ανατρέχει σε βάθος χρόνου και έρχεται από το μακρύ παρελθόν του νεοελληνικού κράτους. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πριν από πολλές δεκαετίες, ένας από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες και δημοσιογράφους του 19ου αιώνα, ο οξυδερκέστατος Εμμανουήλ Ροΐδης είχε διατυπώσει την περίφημη ρήση, σύμφωνα με την οποία: «Εις νόμος απαιτείται εις αυτήν τη χώραν, ο οποίος να επιτάσσει την εφαρμογήν όλων των υπολοίπων νόμων».

Τόσες δεκαετίες αφότου διατυπώθηκε η συγκεκριμένη έκφραση του Ροΐδη, τα πράγματα μοιάζουν σαν να παραμένουν ίδια και απαράλλαχτα. Οπότε μάλλον δεν πρέπει να εκπλησσόμεθα που το επόμενο διάστημα θα ψηφιστεί ένας ακόμη νόμος για την καταπολέμηση της οπαδικής βίας. Διότι ο κ. Βρούτσης δεν πρέπει να… υστερήσει των προκατόχων του. 

Ο νόμος για την… εφαρμογή των νόμων, μάλλον θα αργήσει πολύ ακόμη…

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023

Η κωλοτούμπα του Όρμπαν, η ευρωπαϊκή διεύρυνση και ο κίνδυνος της Ακροδεξιάς


Υποθέτω ότι δεν εξεπλάγησαν πολλοί -στις Βρυξέλλες, αλλά και διεθνώς- από την… αριστοτεχνική κωλοτούμπα που έκανε ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν διευκολύνοντας την ιστορική απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να ξεκινήσουν ενταξιακές διαδικασίες με την πολύπαθη Ουκρανία και την εξίσου απειλούμενη από τον ρωσικό επεκτατισμό Μολδαβία.

Είναι άλλωστε γνωστό, τουλάχιστον στη χώρα μας, αλλά όχι μόνον, ότι οι λαϊκιστές ηγέτες της εποχής μας, στους οποίους κατέχει περίοπτη θέση ο αυταρχικός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, αποδεικνύεται στην πράξη ότι είναι οι πιο ευλύγιστοι στις κυβιστήσεις τις οποίες κάνουν ακόμη και εκεί που λίγοι αναμένουν. Στην έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν πολλές φορές υποδεχθεί υποτιθέμενους «λύκους» που μερικές ώρες έφυγαν από τη συνεδρίαση μεταμορφωμένοι σε «αρνάκια». 

Ο «αιρετικός» κ. Όρμπαν, ο οποίος εμφανίζεται χρόνια τώρα ως μόνιμος αντιρρησίας στις αποφάσεις της ευρωπαϊκής ηγεσίας για μείζονα θέματα κοινοτικής αλληλεγγύης, όπως οι κοινές πολιτικές για το Μεταναστευτικό ή για την αντιμετώπιση της πανδημίας, τους τελευταίους είκοσι μήνες εμφανίζεται να εξυπηρετεί με κάθε τρόπο τα συμφέροντα του Βλαντίμιρ Πούτιν, αντιτασσόμενος με όλα τα μέσα στην ευρωπαϊκή στήριξη προς την Ουκρανία.

Την κρίσιμη ώρα, όμως, αποχώρησε ηθελημένα από τη συνεδρίαση των Ευρωπαίων ηγετών για να ληφθεί, χωρίς το βέτο που απειλούσε ότι θα θέσει, η απόφαση που άνοιξε τον ευρωπαϊκό δρόμο για δύο χώρες οι οποίες ξεπήδησαν από την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού και τα τελευταία χρόνια η Μόσχα απειλεί την εδαφική τους ακεραιότητα και την ίδια την εθνική τους υπόσταση.

Υπό αυτή τη συνθήκη, είναι κατ΄ αρχήν πολύ θετικό που η μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια άνοιξε τις αγκάλες της για να δεχθεί στους κόλπους της έθνη τα οποία σε διαφορετική περίπτωση θα αντιμετώπιζαν μείζονα προβλήματα επιβίωσης. Από την άλλη, όμως, ο δρόμος που θα πρέπει να ακολουθήσουν αυτές οι χώρες μέχρι να έρθει η ώρα της ένταξής τους, θα είναι αναμφίβολα πολύ μακρύς.

Δεν είναι μόνον ότι οι ίδιες απέχουν θεσμικά πάρα πολύ από αυτό που συνηθίσαμε να λέμε «ευρωπαϊκό κεκτημένο», όπως, εξάλλου, συμβαίνει και με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, που παρότι ξεκίνησαν νωρίτερα βρίσκονται ακόμη μακριά από τον στόχο της ένταξης. Το δικαιολογημένο βέτο το οποίο, με αφορμή την «υπόθεση Μπελέρη», έθεσε η Αθήνα στις συνομιλίες των Βρυξελλών με τα Τίρανα αποτελεί μια επιπλέον ένδειξη για τα εμπόδια που ορθώνονται στη μελλοντική ευρωπαϊκή διεύρυνση, καθώς στη γειτονική μας χώρα έννοιες όπως το «κράτος δικαίου» είναι μάλλον άγνωστες. 

Ο κομμουνιστικός αυταρχισμός που βίωσαν αυτές οι χώρες, σε συνδυασμό με την αρπαγή των πλουτοπαραγωγικών πόρων που ακολούθησε μετά την κατάρρευση της καθεστηκυίας τάξης, έχει δυστυχώς αφήσει έντονο αποτύπωμα στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή τους που δεν μπορεί να συγκριθεί με την αντίστοιχη κρατών τα οποία ανήκαν στον δυτικό κόσμο ή είχαν εντονότερες επιρροές από τις δυτικές αξίες, όπως, π.χ., η Σλοβενία, η Κροατία και οι βαλτικές δημοκρατίες οι οποίες ενσωματώθηκαν ευκολότερα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Κακά τα ψέματα, όμως, ο μεγαλύτερος κίνδυνος όχι μόνον για την ευρωπαϊκή διεύρυνση, αλλά και για την ίδια την ευστάθεια του ήδη υπάρχοντος ευρωπαϊκού οικοδομήματος, είναι εγγενής και προέρχεται από την σημαντική ενίσχυση των λαϊκίστικων - αντιευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων της Άκρας Δεξιάς σε χώρες με ειδικό πολιτικό βάρος όπως είναι η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ολλανδία, η Αυστρία και άλλες.

Οι ευρωεκλογές του ερχόμενου Ιουνίου θα είναι ίσως οι πλέον καθοριστικές των πολλών τελευταίων δεκαετιών. Στις επερχόμενες ευρωκάλπες θα δοκιμαστούν σκληρά οι υπολογισμοί για τις μελλοντικές εξελίξεις που κάνουν οι συστημικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής ηγεσίας οι οποίες χρόνια τώρα διανέμουν, συνήθως συναινετικά, τα αξιώματα και τους ρόλους ανάμεσα στους κεντροδεξιούς, στους σοσιαλδημοκράτες και στους φιλελεύθερους πολιτικούς.

Αν όμως, όπως δείχνουν πολλές δημοσκοπήσεις, στις ευρωεκλογές του Ιουνίου πάρουν το πάνω χέρι δυνάμεις από τη «Μαύρη Δεξιά», την οποία -ατύπως προς το παρόν- συγκροτούν η Λεπέν στη Γαλλία, η Μελόνι στην Ιταλία, ο Βίλντερς στην Ολλανδία, η Εναλλακτική για τη Γερμανία, το αυστριακό «Κόμμα της Ελευθερίας» και οι ομοϊδεάτες τους σε άλλες χώρες που… ομνύουν στα εθνικά κράτη, προτάσσοντας τις εθνικές ταυτότητες, οι εύθραυστες ευρωπαϊκές ισορροπίες που διαμορφώνονται τα τελευταία χρόνια θα απειληθούν με ανατροπή.

Αν, εν ολίγοις, επιβεβαιωθούν οι δυσοίωνες προβλέψεις των ερευνών της κοινής γνώμης για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, τότε όχι μόνον δεν θα δούμε την ευρωπαϊκή οικογένεια να μεγαλώνει, όπως προοιωνίζεται η (χθεσινή) απόφαση για την έναρξη ενταξιακών συνομιλιών με την Ουκρανία και την Μολδαβία, ως αντίδοτο στην πουτινική επιθετικότητα, αλλά, αντιθέτως, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η οποία απετέλεσε τον αποφασιστικό παράγοντα που εγγυήθηκε την πολύχρονη ειρήνη και ευημερία στη «γηραιά ήπειρο», θα τεθεί ολοκληρωτικά εν αμφιβόλω.

Μας χωρίζουν λιγότερο από έξι μήνες από τις ευρωκάλπες του Ιουνίου. Το διάστημα αυτό θα κριθούν πολλά που θα καθορίσουν όχι μόνον τα πρόσωπα που θα αναλάβουν να ασκήσουν την ευρωπαϊκή ηγεσία για τα επόμενα χρόνια, αλλά συνολικά το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ας είμαστε, τουλάχιστον, προετοιμασμένοι για όλα τα πιθανά ενδεχόμενα. 

Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2023

Ερντογάν ήταν και… πέρασε (στη μνήμη του Χρήστου Ζαχαράκι)

            Η ακροτελεύτια παράγραφος της βασικότερης από τις συμφωνίες που υπεγράφησαν κατά τη χθεσινή ολιγόωρη παραμονή στην ελληνική πρωτεύουσα του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήταν άκρως αποκαλυπτική για την ουσία των πραγμάτων πίσω από σκηνικό της υποτιθέμενης ελληνοτουρκικής προσέγγισης που στήθηκε με την άφιξη στα μέρη μας του ενδεδυμένου τον μανδύα του… ειρηνόφιλου «Σουλτάνου».

«Αυτή η Διακήρυξη δεν αποτελεί διεθνή συμφωνία, δεσμευτική για τα Μέρη κατά το διεθνές δίκαιο. Καμία πρόνοια της Διακήρυξης αυτής δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι παράγει νομικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τα Μέρη», είναι αυτολεξεί η παράγραφος με την οποία κλείνει η αποκληθείσα «Διακήρυξη των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας».

Ευλόγως, λοιπόν, νομίζω ότι προβάλει το εξής ερώτημα: Εφόσον δεν πρόκειται για συμφωνία η οποία να δεσμεύει σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο έστω εκείνους που την υπέγραψαν και επίσης δεν παράγει νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις για κανένα από τα δύο μέρη, μήπως τελικά η αξία αυτού του κειμένου δεν αξίζει ούτε καν το χαρτί που τυπώθηκε για να μπουν οι υπογραφές των δύο ηγετών; 

Όποιος, άλλωστε, διάβασε απροκατάληπτα την τόσο καλά προετοιμασμένη συνέντευξη την οποία παραχώρησε ο Τούρκος Πρόεδρος στην «Καθημερινή» την παραμονή της άφιξης του στην Ελλάδα, θεωρώ ότι δεν πρέπει να του έμεινε η παραμικρή αμφιβολία ότι η αναθεωρητική ατζέντα των γειτόνων μας παραμένει αμετάβλητη, αν δεν έχει αναβαθμιστεί κιόλας.

Διαβάζοντας τη συνέντευξη, πέρα από τις εύηχες γαλιφιές του τύπου «φίλε μου Κυριάκο…», που τόσο εύκολα διαδέχθηκε το «Μητσοτάκης γιοκ», μού ήρθαν κατά νου οι απόψεις για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ενός από τους εμβληματικότερους και εμπειρότερους Έλληνες διπλωματικούς των τελευταίων δεκαετιών, του Χρήστου Ζαχαράκι, ο οποίος -κατά σύμπτωση- άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο την περασμένη Κυριακή, δηλαδή λίγα εικοσιτετράωρα πριν από την έλευση του Τούρκου Προέδρου στην Αθήνα.

Παρότι πέρασαν περισσότερα από είκοσι χρόνια, είναι ακόμη ζωντανή στη μνήμη μου η απαισιόδοξη ματιά του για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων την οποία εξέφραζε αφήνοντας άφωνη μια ομήγυρη επισκεπτών που είχε βρεθεί στις Βρυξέλλες ενόσω εκείνος ήταν ευρωβουλευτής. 

Έχοντας διανύσει μια 35χρονη ευδόκιμη θητεία με υπηρεσίες στα πιο κρίσιμα διπλωματικά πόστα, όπως η Λευκωσία, η Ουάσιγκτον, το ΝΑΤΟ και τα Ηνωμένα Έθνη, ο αείμνηστος Ζαχαράκις τοποθετήθηκε το 1999 από τον Κώστα Καραμανλή σε εκλόγιμη θέση του ευρωψηφοδελτίου της Νέας Δημοκρατίας, παρόλο που όλοι τότε θα… στοιχημάτιζαν ότι ήταν πιο κοντά στην παράταξη του ΠΑΣΟΚ.

Η μεταπήδησή του από το διπλωματικό σώμα στην ενεργό πολιτική, ωστόσο, δεν αλλοίωσε επ΄ ουδενί τις πεποιθήσεις του, γεγονός που ίσως εξηγεί και το ότι δεν μακροημέρευσε στα πολιτικά αξιώματα τα οποία είδαμε κατά καιρούς να καταλαμβάνονται από πρόσωπα που ούτε κατά διάνοια διέθεταν τις δικές του ικανότητες και εμπειρίες. 

Σε μια περίοδο κατά την οποία η ελληνική εξωτερική πολιτική βολόδερνε ανάμεσα στις αυταπάτες των «ζεϊμπέκικων» και στις ψευδαισθήσεις των «κουμπαριών» με τον νεοείσακτο τότε στην τουρκική πολιτική σκηνή Ερντογάν, ο έμπειρος διπλωμάτης επέμενε, κόντρα στο ρεύμα της εποχής, να υποστηρίζει ότι η Άγκυρα έχει μακροπρόθεσμη επεκτατική στρατηγική που αντιστρατεύεται ευθέως τα ελληνικά συμφέροντα και τα κατοχυρωμένα από το διεθνές δίκαιο κυριαρχικά μας δικαιώματα.

Αν και προσωπικά αποκρούω τις «τουρκοφαγικές» διαθέσεις διάφορων συνήθως άκαπνων υπερπατριωτών, αισθάνομαι την ανάγκη, κάνοντας σπονδή στη μνήμη του Χρήστου Ζαχαράκι, να αναγνωρίσω ότι στην εικοσαετία που διέρρευσε έκτοτε οι προκλήσεις των γειτόνων μας όχι μόνον δεν περιορίστηκαν, όπως πολλοί αφελώς προεξοφλούσαν, αλλά, αντιθέτως, κλιμακώθηκαν. 

Δεν είναι μόνον ότι παραμένει ενεργό το διαβόητο casus belli σε περίπτωση άσκησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, το οποίο ομόφωνα ψήφισε η Τουρκική Εθνοσυνέλευση το μακρινό 1995 επί της πρωθυπουργίας της Τανσού Τσιλέρ. Ούτε οι αμφισβητήσεις του αναφαίρετου δικαιώματος μας να εξοπλίζουμε τα νησιά, κάτι που κάθε εχέφρων άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι αποτελεί απολύτως αμυντική και διόλου επιθετική κίνηση. 

Είναι και πολλά άλλα που προστέθηκαν στην πορεία του χρόνου, με κορυφαίο ίσως το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο. Αλλά και την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, τη ρητορική του «θα έρθουμε ξαφνικά μια νύχτα» και των πυραύλων που «φθάνουν για να πλήξουν την Αθήνα», τους ισχυρισμούς για τις υποτιθέμενες «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, τις αυξανόμενες παραβιάσεις του εναερίου χώρους μας με υπερπτήσεις πολεμικών αεροπλάνων ακόμη και πάνω από κατοικημένα νησιά. 

Παρόλο που τους τελευταίους μήνες περιορίστηκαν αυτές οι προκλήσεις, ουδείς μπορεί να ισχυριστεί βασίμως ότι δεν πρόκειται για τίποτε περισσότερο από τακτικούς ελιγμούς που υπακούουν στη συγκυρία των εντυπώσεων την οποία θέλει να δημιουργήσει η ηγεσία της γείτονος. Γι΄ αυτό και χρόνια τώρα επιμένει σε συμφωνίες – «πακέτο» των υποτιθέμενων ελληνοτουρκικών διαφορών, πακέτο το οποίο είναι υπερφορτωμένο με μονομερείς απαιτήσεις. 

Υπό αυτή την έννοια, δεν ξέρω σε ποιους απευθυνόταν ο Τούρκος Πρόεδρος όταν υποστήριζε ότι Έλληνες και Τούρκοι «είμαστε αδέλφια που καμιά φορά τσακωνόμαστε», η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν μπορώ να φανταστώ ότι έπεισε πολλούς είτε στη χώρα μας είτε διεθνώς. 

Καλώς, λοιπόν, υποδεχθήκαμε τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που τα είπε μπροστά και πίσω από τις κάμερες με την ελληνική πολιτική ηγεσία, την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου και τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή έτσι επιβάλει η διπλωματική αβρότητα και η καλή εικόνα στο διεθνές στερέωμα. Αλλά ως εκεί. 

Κακά τα ψέματα, «αδέλφια» με τον Ερντογάν και τους συμπατριώτες του δεν είμαστε. Ούτε πρόκειται να γίνουμε. Είμαστε, όμως, γείτονες που, υπό προϋποθέσεις, μπορούμε να συνεννοηθούμε. Αρκεί να υπάρχει αμοιβαία βούληση η οποία να οδηγεί πράγματι σε κατάσταση «καζάν, καζάν» (σ.σ.: win win), που λένε και στη γλώσσα του Ερντογάν. 

Μέχρι τότε εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε έτοιμοι για όλα, να οργανώνουμε την άμυνα μας και να συνάπτουμε τις συμμαχίες μας που θα μας διατηρούν ισχυρούς.

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023

Να τους… κλείσουμε όλους μέσα, αλλά σε ποιες φυλακές;


Ο Παλαιστίνιος Σιρχάν Σιρχάν, ο οποίος καταδικάστηκε για τη δολοφονία του υποψήφιου για την προεδρία των ΗΠΑ Ρόμπερτ Κένεντι το μακρινό 1968, παραμένει κρατούμενος στις φυλακές της Καλιφόρνιας, εκτίοντας ποινή ισόβιας κάθειρξης, όπως μετατράπηκε η αρχική καταδίκη του σε θάνατο.

Τα επανειλημμένα αιτήματα για αποφυλάκιση που έχει υποβάλει ο 79χρονος πλέον κατάδικος απορρίπτονται διότι οι αρμόδιες αμερικανικές αρχές θεωρούν ότι, παρότι κρατείται επί 55 ολόκληρα χρόνια, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου για να αφεθεί ελεύθερος. Βλέπετε σε κάποιες χώρες ισχύει η ρήση που φημολογείται ότι έχει βγει από τα χείλη Έλληνα πολιτικού, ο οποίος λέγεται ότι, αναφερόμενος στους πρωταίτιους του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1967, είχε πει «όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια».

Στην πράξη, βεβαίως, η καταδίκη σε ισόβια από την ελληνική Δικαιοσύνη σχεδόν ποτέ ως τώρα δεν ξεπέρασε την εικοσαετή παραμονή στις φυλακές. Και δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι αν ήταν στην Ελλάδα ο καταδικασμένος για τη δολοφονία του δεύτερου διάσημου πολιτικού από την οικογένεια Κένεντι, που έπεσε νεκρός από τα πυρά ενός οπλοφόρου με αμφιλεγόμενα κίνητρα και ενδεχομένως άγνωστους ηθικούς αυτουργούς, θα είχε αποκτήσει την ελευθερία του εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες.

Η περίπτωση του Παλαιστίνιου Σιρχάν δεν είναι η μόνη που δείχνει ότι η Ελλάδα και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στον αντίποδα της μεταχείρισης την οποία «απολαμβάνουν» όσοι παραβιάζουν τον νόμο, δικάζονται και καταδικάζονται είτε για ήπια πλημμελήματα είτε για βαριά κακουργήματα. 

Με τη δικαιολογία ή και κάποιες φορές το πρόσχημα ότι η κατάσταση στις ελληνικές φυλακές, που μαστίζονται κυρίως από τον υπερπληθυσμό των κρατουμένων, είναι αφόρητη και μόνον σε σωφρονισμό δεν οδηγεί, στη δική μας χώρα, εδώ και πάνω τρεις δεκαετίες ψηφίζονται νόμοι για την αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης.

Με αποκορύφωμα την αλλαγή των Ποινικών Κωδίκων, που ψηφίστηκε στο άψε σβήσε λίγο πριν επικυρωθεί από τη λαϊκή ετυμηγορία η παράδοση της διακυβέρνησης της χώρας από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στη ΝΔ, υιοθετήθηκαν από τις περισσότερες κυβερνήσεις ρυθμίσεις οι οποίες οδήγησαν σε αποποινικοποίηση αδικημάτων, παραγραφές διώξεων και δραστικές μειώσεις των ποινών που επιβάλλονται και πολύ περισσότερο εκείνων που εκτίονται.

Με τον τρόπο αυτό γίναμε επανειλημμένα μάρτυρες καταστάσεων στις οποίες ειδεχθείς εγκληματίες (παιδεραστές, έμποροι ναρκωτικών, «άνθρωποι της νύκτας», εκβιαστές, μεγαλοκαταχραστές του δημοσίου πλούτου και άλλοι), κυρίως όταν είχαν εκπροσώπηση από επώνυμους και ακριβούς νομικούς παραστάτες, δεν πέρασαν ποτέ το κατώφλι των φυλακών ή, όταν το πέρασαν, έμειναν εκεί για δυσανάλογα μικρό χρονικό διάστημα.

Παρά ταύτα, ούτε τα καταστήματα κράτησης στη χώρα μας απηλλάγησαν από τον ασφυκτικό συνωστισμό, ούτε οι τρόφιμοι τους γλύτωσαν από τις απάνθρωπες συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι από όσους εκτίουν ποινές και δεν διαθέτουν τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για να βελτιώσουν τη διαβίωση τους πίσω από τα κάγκελα. 

Κακά τα ψέματα, οι περισσότεροι κρατούμενοι στις ελληνικές φυλακές αντί να σωφρονίζονται, όπως υποτίθεται ότι είναι ο λόγος του εγκλεισμού τους, αποφυλακίζονται έχοντας κάνει εντατικά μεταπτυχιακά μαθήματα στην παραβατικότητα.

Συχνά, άλλωστε, συμμορίες που δρουν στον έξω κόσμο συντονίζονται μέσα από τις φυλακές, αφού μπορεί τύποις να ισχύουν περιορισμοί στις επικοινωνίες αλλά όποιος διαθέτει τους ανάλογους πόρους δεν δυσκολεύεται να αποκτήσει απεριόριστη πρόσβαση σε συνεργούς εκτός φυλακής.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ουδείς νομίζω ότι μπορεί να αρνηθεί ότι το υφιστάμενο σύστημα απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας πάσχει. Και πάσχει, μάλιστα, βαρύτατα. Είναι στην πραγματικότητα ο «μεγάλος ασθενής» της ελληνικής Πολιτείας, καθώς για μια σειρά από λόγους (πολιτικούς και κοινωνιολογικούς) ο τρόπος με τον οποίο απονέμεται το δίκαιο δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και στις απαιτήσεις της πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας. 

Γι΄ αυτό και η λύση στο πολύπτυχο αυτό πρόβλημα δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Και το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται να βρεθεί με μόνη την επαύξηση των ποινών την οποία προωθεί η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης.

Έχει γίνει άραγε κάποια μελέτη για το που θα «φιλοξενηθούν» όλοι αυτοί οι οποίοι, με βάση τις ρυθμίσεις που πομπωδώς ανακοίνωσε ο κ. Γιώργος Φλωρίδης, δεν θα αφήνονται πλέον ελεύθεροι αλλά θα οδηγούνται στις φυλακές; Ακόμη και αν είναι δημοσιογράφοι που θα καταδικαστούν πρωτοδίκως για το αμφιλεγόμενο αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης. 

Η σημερινή κυβέρνηση πασχίζει από τις πρώτες εβδομάδες της συγκρότησής της να μεταφέρει στον Ασπρόπυργο τις φυλακές του Κορυδαλλού, χωρίς ακόμη να έχει καταφέρει τίποτε περισσότερο από την προκήρυξη του διαγωνισμού για την οικοδόμηση του νέου κτιριακού συγκροτήματος στην πρώην «αμερικανική ευκολία».

Έχω την αίσθηση ότι δεν μπορεί να διανοηθεί κανείς τι θα συμβεί αν ισχύσουν οι ρυθμίσεις Φλωρίδη και αρχίσουν ανακριτές, εισαγγελείς και δικαστές να στέλνουν σωρηδόν στη «στενή» κάθε είδους παραβάτες που μπορεί να βαρύνονται ακόμη και για εξ αμελείας τροχαία ατυχήματα. 

Τα πράγματα προοιωνίζονται να γίνουν ακόμη χειρότερα από τη στιγμή που η τωρινή κυβέρνηση αποφάσισε η ευθύνη των φυλακών να έχει περάσει από το υπουργείο Δικαιοσύνης στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης.

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τα δύο αυτά χαρτοφυλάκια -της Δικαιοσύνης και της «Δημόσιας Τάξης» που το δεύτερο σπανίως συναντάται- είναι ενιαία ακριβώς για να μην υπάρχει αντιπαράθεση ανάμεσα σε αυτούς που αποφασίζουν τις κρατήσεις και σε εκείνους που τις υλοποιούν. 

Εδώ τα πράγματα είναι αλλιώς και ας ακούμε χρόνια τώρα το υπουργείο Δημόσιας Τάξης να κατηγορεί τους δικαστές ότι αφήνουν ελεύθερους ή ρίχνουν ποινές χάδι στους εγκληματίες, την ίδια ώρα που το υπουργείο Δικαιοσύνης αντιτείνει ότι η Αστυνομία ευθύνεται που συντάσσει ελλιπείς και χωρίς στοιχεία δικογραφίες που δεν είναι ικανές να επιφέρουν καταδίκες των παρανόμων. Για να μην αναφερθούμε στους υφ΄ όρων απολυόμενους που, όπως αποδείχθηκε πρόσφατα, είναι στη… διακριτική τους ευχέρεια αν θα τους τηρήσουν, αφού κανείς δεν τους ελέγχει.

Να τους κλείσουμε μέσα, λοιπόν, όλους τους παραβάτες, αλλά σε ποιες φυλακές; Μήπως, εν τέλει, το πρόβλημα είναι πιο πολύπλοκο από τους εύηχους λαϊκισμούς για «μηδενική ανοχή στο έγκλημα»;