Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

Ο Ντελόρ, ο Σόιμπλε και ποιος ζημίωσε περισσότερο τον ελληνικό λαό


Είναι αξιομνημόνευτη η συγκυρία της ταυτόχρονης εκδημίας δύο σημαντικών ευρωπαϊκών προσωπικοτήτων όπως ήταν ο Γάλλος σοσιαλιστής πολιτικός Ζακ Ντελόρ και ο Γερμανός χριστιανοδημοκράτης Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που ο καθένας τους σημάδεψε με διαφορετικό τρόπο την πορεία προς την ενοποίηση της Ευρώπης.

Μπορεί ο ένας να εκπροσώπησε, λόγω της ιδεολογίας του, αλλά κατά βάση χάριν της εποχής που κατείχε το αξίωμα του προέδρου της Κομισιόν (1985-1995), τη «γαλαντόμο» Ευρώπη των επιδοτήσεων η οποία πάσχιζε να πετύχει την οικονομική και νομισματική ενοποίησή της (ΟΝΕ), ενώ ο άλλος, για αντίστοιχους -ιδεολογικούς αλλά και συγκυριακούς- λόγους, από τη θέση του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας (2009-2017) λειτούργησε ως θεματοφύλακας της διαφύλαξης της ενότητας της ευρωζώνης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αμφότεροι άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμα τους στη δημιουργία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.    

Για όποιον επιθυμεί να κινηθεί πέρα από τα ρηχά στερεότυπα τα οποία οδήγησαν πολλούς συμπατριώτες μας να εξακοντίζουν ακόμη και αυτές τις μέρες ύβρεις και κατάρες, κυρίως κατά του Σόιμπλε, τον οποίο συγκεκριμένοι εγχώριοι πολιτικοί είχαν δαιμονοποιήσει, φορτώνοντάς του την απόλυτη ευθύνη για όλα τα δεινά που πέρασε ο ελληνικός λαός την περίοδο των Μνημονίων και ισχυριζόμενοι ότι όλα αυτά συνέβησαν επειδή «ο Γερμαναράς μισούσε τους Έλληνες», οι δύο αυτοί θάνατοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια καλή αφορμή για να κοιταχθούμε στον καθρέφτη της εθνικής μας αυτογνωσίας.

Αν το κάνουμε, είναι βέβαιο ότι θα καταφέρουμε να αντικρύσουμε κατάματα την πραγματικότητα η οποία μας περιβάλλει τα τελευταία σαράντα και κάτι χρόνια που κατέχουμε το μοναδικό ιστορικό προνόμιο να μετέχουμε σε ένα πολύ σημαντικό για την ιστορία της ανθρωπότητας συλλογικό επίτευγμα που είναι το κεκτημένο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, υπό τη σκέπη του οποίου βρήκαν εθελοντικά καταφύγιο τόσα πολλά και διαφορετικά έθνη τα οποία νωρίτερα πολεμούσαν μεταξύ τους με κάθε αφορμή.

Μερικά μάλλον αντιδημοφιλή και άβολα ερωτήματα ίσως θα μας βοηθούσαν να ξεδιαλύνουμε πολλές από τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες που κυριάρχησαν τα προηγούμενα χρόνια στον φορτισμένο δημόσιο διάλογο που αναπτύχθηκε στη χώρα μας. Διάλογο, ο οποίος στην πραγματικότητα επέφερε το ακριβώς αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: αντί να μας απαλλάξει από την λιτότητα που υποτίθεται ότι ήταν προϊόν σοϊμπλικής έμπνευσης, οδήγησε σε παράταση της ασφυκτικής μνημονιακής μέγγενης, η οποία ήταν, σε χρονική διάρκεια, αλλά και απώλεια εθνικού εισοδήματος, τέτοια που καμία άλλη χώρα δεν γνώρισε. 

«Θύματα» του λαϊκισμού της Αριστεράς, της Δεξιάς, ου μην αλλά, σε κάποιες περιπτώσεις, και του Κέντρου, βολευθήκαμε σε κατασκευασμένα αφηγήματα για… «τους ξένους που μας μισούν», αυτοαναγορηθήκαμε σε… «περιούσιο λαό που όλοι μας ζηλεύουν» και δεν μπήκαμε ποτέ στον κόπο να αναζητήσουμε απαντήσεις σε πολύ κρίσιμες ερωτήσεις, μερικές από τις οποίες είναι οι ακόλουθες:      

-Που κατέληξε ο πακτωλός με τα δισεκατομμύρια ευρώ που εισέρρευσαν στη χώρα την περίοδο των «πακέτων Ντελόρ»; Πόσα εξ αυτών κατευθύνθηκαν σε υποδομές ή έγιναν παραγωγικές επενδύσεις, λειτουργώντας πολλαπλασιαστικά για την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας; Και πόσα, αντιθέτως, έπεσαν στον πίθο των Δαναΐδων με τα εισαγόμενα καταναλωτικά αγαθά που δεν συνεισέφεραν σχεδόν ούτε ίχνος εγχώριας προστιθέμενης αξίας;    

-Πόσο βιώσιμη ήταν η πρωτόγνωρη ευημερία της «χρυσής» δεκαετίας 1998-2008; Και ποιος μας επέβαλε να μην αρκεστούμε στις αφειδείς κοινοτικές επιδοτήσεις, αλλά να καταφύγουμε επιπλέον και σε έναν φρενήρη κρατικό και ιδιωτικό δανεισμό, ο οποίος ήταν αδύνατο να εξυπηρετηθεί με τους ρυθμούς με τους οποίους κινούνταν;  

-Ποιος ευθύνεται περισσότερο για την κατάρρευση που -μοιραία μάλλον- ακολούθησε; Απετέλεσε, άραγε, ρίζα του κακού η βεβιασμένη είσοδος μας στην ΟΝΕ και η συνακόλουθη υιοθέτηση του ευρώ μαζί με την πρώτη ομάδα των χωρών που εντάχθηκε στο πρωτοφανές εγχείρημα του ενιαίου νομίσματος χωρίς ενιαία οικονομική πολιτική; Ή, μήπως, έφταιξε το γεγονός ότι δεν μπήκε ποτέ φρένο στη «δημιουργική λογιστική», όπως ευσχήμως αποκαλούνταν τότε η απόκρυψη των πραγματικών στατιστικών στοιχείων που αποτύπωναν την εικόνα της ελληνικής οικονομίας; 

Είναι πολύ εύκολο να ενοχοποιούμε τους… άλλους, με βάση και τη γνωστή ρήση του Ζαν Πολ Σαρτρ σύμφωνα με την οποία «η κόλαση είναι οι άλλοι». Μπορούμε να κατηγορούμε τον Ντελόρ ότι «ευθύνεται που μας… κακόμαθε με τα πακέτα του». Και την ίδια ώρα δεν έχουμε πρόβλημα να ξιφουλκούμε κατά του Σόιμπλε, ο οποίος μας διαμήνυσε από κάποια στιγμή και ύστερα ότι «δανεικά τέλος», κάτι το οποίο, ούτως ή άλλως, μας το είχαν πει νωρίτερα οι αγορές. 

Αν, βεβαίως, θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, πρέπει να παραδεχθούμε ότι επί των ημερών που «βασίλευε» ο Σόιμπλε στο Eurogroup εμείς και νέα δανεικά πήραμε για να εξυπηρετήσουμε τα παλαιότερα χρέη μας, αλλά είχαμε και το μοναδικό προνόμιο να μας γίνει το μεγαλύτερο «κούρεμα» χρέους που έχει γίνει ποτέ σε οποιαδήποτε άλλη χώρα στην παγκόσμια ιστορία. 

Ξέρω, ξέρω ότι όλα αυτά εξακολουθούν να μην γίνονται αποδεκτά από μια μερίδα του ελληνικού λαού, η οποία -είτε από αφέλεια, είτε από σκοπιμότητα- είχε πειστεί ότι «τα Μνημόνια τελειώνουν με έναν νόμο και ένα άρθρο» και, εν συνεχεία, «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν». Το ευχάριστο, όμως, είναι ότι η μερίδα αυτή των συμπολιτών μας, που κάποτε αναμφισβήτητα πλειοψηφούσε, στις μέρες μας δείχνει να περιορίζεται. 

Χρόνο με τον χρόνο μειώνονται σταθερά εκείνοι που αρέσκονται να αποδίδουν όλα τα δεινά που μας ταλανίζουν σε ξένους πολιτικούς, όπως ο Ντελόρ με τα «πακέτα» του ή ο Σόιμπλε με την, κατά τον Μαξ Βέμπερ, «γερμανική προτεσταντική ηθική» η οποία χωρίς αμφιβολία τον χαρακτήριζε, αλλά αυτό δεν είχε να κάνει με το πως έβλεπε τους Έλληνες. Τους ίδιους αυστηρούς κανόνες ήθελε να επιβάλλει προς όλους και σίγουρα και προς τους συμπατριώτες του.  

Κακά τα ψέματα, λοιπόν, υπαίτιοι για την όποια ζημία έχει υποστεί η χώρα μας δεν είναι οι ξένοι αλλά οι εγχώριοι πολιτικοί. Με άλλα λόγια, και για να μην αποποιούμεθα των ευθυνών μας, για τα καλά και τα κακά που μας συμβαίνουν υπαίτιοι είμαστε εμείς οι ίδιοι μέσω των επιλογών που κάνουμε με την ψήφο μας κάθε τέσσερα χρόνια και όχι μόνον. 

Ας αφήσουμε, λοιπόν, τον Ντελόρ και τον Σόιμπλε να αναπαυθούν εν ειρήνη και να τους κρίνει η Ιστορία η οποία συνήθως είναι ακριβοδίκαιη. Και εμείς ας ασχοληθούμε με τα του οίκου μας.

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

Ο νόμος για την… εφαρμογή των νόμων που εκκρεμεί από τον καιρό του Ροΐδη


         Αντιπαρατέθηκαν, σύμφωνα με κάποιες διαρροές από την τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, ο αρμόδιος για τον Αθλητισμό αναπληρωτής υπουργός Γιάννης Βρούτσης με τον έχοντα την ευθύνη του ίδιου χαρτοφυλακίου μέχρι τον περασμένο Ιούνιο Λευτέρη Αυγενάκη. 

Λέγεται ότι ο τελευταίος ενοχλήθηκε επειδή ο συνάδελφός του στην κυβέρνηση όταν αναφερόταν στη νομοθεσία για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας μνημόνευε τις ρυθμίσεις που είχε νομοθετήσει επί των ημερών της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ο Σταύρος Κοντονής και παρέλειψε κάθε αναφορά σε όσα έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή κατόπιν εισηγήσεων του κ. Αυγενάκη. Και τα οποία έγιναν ενόσω ο κ. Βρούτσης ήταν είτε μέλος της ίδιας κυβέρνησης ή κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της κυβερνητικής παράταξης.

Δεν έγινε γνωστό πως δικαιολόγησε την παράλειψή του ο νυν πολιτικά υπεύθυνος για τα αθλητικά δρώμενα στη χώρα, αλλά αν ήθελε να ήταν ειλικρινής με τον εαυτό του θα απαντούσε θαρρετά στον προκάτοχό του ότι δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο μόνος υφυπουργός Αθλητισμού που τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχουν περάσει από τη Βουλή «δρακόντειες» διατάξεις κατά της βίας στα γήπεδα και γύρω από αυτά, διατάξεις οι οποίες όμως, εκτός του ότι είναι περίπου ίδιες μεταξύ τους, έχουν και ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό: ποτέ δεν εφαρμόστηκαν. 

Από τις αρχές του τρέχοντος αιώνα και την εποχή της κυβέρνησης Σημίτη εξαγγέλθηκαν ή και νομοθετήθηκαν πάμπολλες φορές μέτρα όπως η εγκατάσταση καμερών στα γήπεδα για να εντοπίζονται οι πρωταγωνιστές των επεισοδίων, η ονομαστικοποίηση των εισιτήριων και ο έλεγχος της εισόδου στους αθλητικούς χώρους, ο ισόβιος αποκλεισμός για όσους συμμετέχουν σε επεισόδια βίας εντός και εκτός των σταδίων, η διάλυση των συνδέσμων οπαδών που λειτουργούν άλλοτε ως στρατοί των ομάδων και άλλοτε ως εγκληματικές οργανώσεις, στρατολογώντας νέους και υποθάλποντας κάθε είδους παραβατικά στοιχεία με δέλεαρ τα φθηνά εισιτήρια, την ικανοποίηση του «ανήκειν» και την (συγ)κάλυψη μικρών ή μεγαλύτερων εγκλημάτων.

Στην πορεία των ετών δεν υπήρξε κυβέρνηση -προμνημονιακή, μνημονιακή ή μεταμνημονιακή, δεξιά, αριστερή ή κεντρώα, αυτοδύναμη ή συνεργασίας- που να απέφυγε την πεπατημένη και να μην έκανε έπειτα από κάποιο νέο κρούσμα βίας μεγαλόστομες εξαγγελίες οι οποίες κατέτειναν στη στερεότυπη δήθεν δέσμευση ότι «αυτή τη φορά το μαχαίρι θα φθάσει στο κόκκαλο». 

Δεν βρέθηκε, ωστόσο, ούτε μία κυβέρνηση που να κάνει τη μάλλον αυτονόητη παραδοχή: «αρκετά πια με την ψήφιση καινούργιων νόμων, είναι ώρα να εφαρμόσουμε τους υπάρχοντες». O «νόμος Λιάνη», ο «νόμος Ορφανού», ο «νόμος Κοντονή», ο «νόμος Αυγενάκη» και κάποιοι ακόμη, που κανείς πια δεν θυμάται, είχαν ακριβώς την ίδια κατάληξη: δεν εφαρμόστηκαν ποτέ! 

Η ψήφιση νόμων οι οποίοι δεν εφαρμόζονται δεν αφορά φυσικά αποκλειστικά και μόνον την οπαδική βία. Το φαινόμενο είναι γενικευμένο και εκτείνεται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Οι αριθμοί, εξάλλου, είναι απολύτως αποκαλυπτικοί. Στα 49 χρόνια που παρήλθαν από τη Μεταπολίτευση του 1974, η Βουλή των Ελλήνων έχει ψηφίσει συνολικά 5.080 νόμους, γεγονός που ίσως και να αποτελεί ρεκόρ σε πανευρωπαϊκό, αν όχι και σε παγκόσμιο επίπεδο. 

Όπερ σημαίνει ότι κάθε χρόνο ψηφίζονται από το ελληνικό Κοινοβούλιο περισσότεροι από 100 νόμοι. Ή, με άλλα λόγια, κάθε εβδομάδα που περνάει προστίθεται στο δικαιικό μας σύστημα δύο νεότεροι νόμοι. Μάλιστα, οι περισσότεροι εξ αυτών συνοδεύονται από την πρόβλεψη για δεκάδες προεδρικά διατάγματα ή υπουργικές αποφάσεις που πρέπει να εκδοθούν για να εφαρμοστούν. Και που τις περισσότερες φορές ή δεν εκδίδονται ή και, αν εκδίδονται, στην πράξη παραμένουν ανεφάρμοστοι οι ψηφισθέντες από τη Βουλή νόμοι.

Αλλά από την άλλη, μη βιαστεί κανείς να υποστηρίξει ότι μιλάμε για «σημεία των καιρών». Δυστυχώς, δυστυχέστατα, το φαινόμενο ανατρέχει σε βάθος χρόνου και έρχεται από το μακρύ παρελθόν του νεοελληνικού κράτους. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πριν από πολλές δεκαετίες, ένας από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες και δημοσιογράφους του 19ου αιώνα, ο οξυδερκέστατος Εμμανουήλ Ροΐδης είχε διατυπώσει την περίφημη ρήση, σύμφωνα με την οποία: «Εις νόμος απαιτείται εις αυτήν τη χώραν, ο οποίος να επιτάσσει την εφαρμογήν όλων των υπολοίπων νόμων».

Τόσες δεκαετίες αφότου διατυπώθηκε η συγκεκριμένη έκφραση του Ροΐδη, τα πράγματα μοιάζουν σαν να παραμένουν ίδια και απαράλλαχτα. Οπότε μάλλον δεν πρέπει να εκπλησσόμεθα που το επόμενο διάστημα θα ψηφιστεί ένας ακόμη νόμος για την καταπολέμηση της οπαδικής βίας. Διότι ο κ. Βρούτσης δεν πρέπει να… υστερήσει των προκατόχων του. 

Ο νόμος για την… εφαρμογή των νόμων, μάλλον θα αργήσει πολύ ακόμη…

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023

Η κωλοτούμπα του Όρμπαν, η ευρωπαϊκή διεύρυνση και ο κίνδυνος της Ακροδεξιάς


Υποθέτω ότι δεν εξεπλάγησαν πολλοί -στις Βρυξέλλες, αλλά και διεθνώς- από την… αριστοτεχνική κωλοτούμπα που έκανε ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν διευκολύνοντας την ιστορική απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να ξεκινήσουν ενταξιακές διαδικασίες με την πολύπαθη Ουκρανία και την εξίσου απειλούμενη από τον ρωσικό επεκτατισμό Μολδαβία.

Είναι άλλωστε γνωστό, τουλάχιστον στη χώρα μας, αλλά όχι μόνον, ότι οι λαϊκιστές ηγέτες της εποχής μας, στους οποίους κατέχει περίοπτη θέση ο αυταρχικός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, αποδεικνύεται στην πράξη ότι είναι οι πιο ευλύγιστοι στις κυβιστήσεις τις οποίες κάνουν ακόμη και εκεί που λίγοι αναμένουν. Στην έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν πολλές φορές υποδεχθεί υποτιθέμενους «λύκους» που μερικές ώρες έφυγαν από τη συνεδρίαση μεταμορφωμένοι σε «αρνάκια». 

Ο «αιρετικός» κ. Όρμπαν, ο οποίος εμφανίζεται χρόνια τώρα ως μόνιμος αντιρρησίας στις αποφάσεις της ευρωπαϊκής ηγεσίας για μείζονα θέματα κοινοτικής αλληλεγγύης, όπως οι κοινές πολιτικές για το Μεταναστευτικό ή για την αντιμετώπιση της πανδημίας, τους τελευταίους είκοσι μήνες εμφανίζεται να εξυπηρετεί με κάθε τρόπο τα συμφέροντα του Βλαντίμιρ Πούτιν, αντιτασσόμενος με όλα τα μέσα στην ευρωπαϊκή στήριξη προς την Ουκρανία.

Την κρίσιμη ώρα, όμως, αποχώρησε ηθελημένα από τη συνεδρίαση των Ευρωπαίων ηγετών για να ληφθεί, χωρίς το βέτο που απειλούσε ότι θα θέσει, η απόφαση που άνοιξε τον ευρωπαϊκό δρόμο για δύο χώρες οι οποίες ξεπήδησαν από την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού και τα τελευταία χρόνια η Μόσχα απειλεί την εδαφική τους ακεραιότητα και την ίδια την εθνική τους υπόσταση.

Υπό αυτή τη συνθήκη, είναι κατ΄ αρχήν πολύ θετικό που η μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια άνοιξε τις αγκάλες της για να δεχθεί στους κόλπους της έθνη τα οποία σε διαφορετική περίπτωση θα αντιμετώπιζαν μείζονα προβλήματα επιβίωσης. Από την άλλη, όμως, ο δρόμος που θα πρέπει να ακολουθήσουν αυτές οι χώρες μέχρι να έρθει η ώρα της ένταξής τους, θα είναι αναμφίβολα πολύ μακρύς.

Δεν είναι μόνον ότι οι ίδιες απέχουν θεσμικά πάρα πολύ από αυτό που συνηθίσαμε να λέμε «ευρωπαϊκό κεκτημένο», όπως, εξάλλου, συμβαίνει και με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, που παρότι ξεκίνησαν νωρίτερα βρίσκονται ακόμη μακριά από τον στόχο της ένταξης. Το δικαιολογημένο βέτο το οποίο, με αφορμή την «υπόθεση Μπελέρη», έθεσε η Αθήνα στις συνομιλίες των Βρυξελλών με τα Τίρανα αποτελεί μια επιπλέον ένδειξη για τα εμπόδια που ορθώνονται στη μελλοντική ευρωπαϊκή διεύρυνση, καθώς στη γειτονική μας χώρα έννοιες όπως το «κράτος δικαίου» είναι μάλλον άγνωστες. 

Ο κομμουνιστικός αυταρχισμός που βίωσαν αυτές οι χώρες, σε συνδυασμό με την αρπαγή των πλουτοπαραγωγικών πόρων που ακολούθησε μετά την κατάρρευση της καθεστηκυίας τάξης, έχει δυστυχώς αφήσει έντονο αποτύπωμα στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή τους που δεν μπορεί να συγκριθεί με την αντίστοιχη κρατών τα οποία ανήκαν στον δυτικό κόσμο ή είχαν εντονότερες επιρροές από τις δυτικές αξίες, όπως, π.χ., η Σλοβενία, η Κροατία και οι βαλτικές δημοκρατίες οι οποίες ενσωματώθηκαν ευκολότερα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Κακά τα ψέματα, όμως, ο μεγαλύτερος κίνδυνος όχι μόνον για την ευρωπαϊκή διεύρυνση, αλλά και για την ίδια την ευστάθεια του ήδη υπάρχοντος ευρωπαϊκού οικοδομήματος, είναι εγγενής και προέρχεται από την σημαντική ενίσχυση των λαϊκίστικων - αντιευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων της Άκρας Δεξιάς σε χώρες με ειδικό πολιτικό βάρος όπως είναι η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ολλανδία, η Αυστρία και άλλες.

Οι ευρωεκλογές του ερχόμενου Ιουνίου θα είναι ίσως οι πλέον καθοριστικές των πολλών τελευταίων δεκαετιών. Στις επερχόμενες ευρωκάλπες θα δοκιμαστούν σκληρά οι υπολογισμοί για τις μελλοντικές εξελίξεις που κάνουν οι συστημικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής ηγεσίας οι οποίες χρόνια τώρα διανέμουν, συνήθως συναινετικά, τα αξιώματα και τους ρόλους ανάμεσα στους κεντροδεξιούς, στους σοσιαλδημοκράτες και στους φιλελεύθερους πολιτικούς.

Αν όμως, όπως δείχνουν πολλές δημοσκοπήσεις, στις ευρωεκλογές του Ιουνίου πάρουν το πάνω χέρι δυνάμεις από τη «Μαύρη Δεξιά», την οποία -ατύπως προς το παρόν- συγκροτούν η Λεπέν στη Γαλλία, η Μελόνι στην Ιταλία, ο Βίλντερς στην Ολλανδία, η Εναλλακτική για τη Γερμανία, το αυστριακό «Κόμμα της Ελευθερίας» και οι ομοϊδεάτες τους σε άλλες χώρες που… ομνύουν στα εθνικά κράτη, προτάσσοντας τις εθνικές ταυτότητες, οι εύθραυστες ευρωπαϊκές ισορροπίες που διαμορφώνονται τα τελευταία χρόνια θα απειληθούν με ανατροπή.

Αν, εν ολίγοις, επιβεβαιωθούν οι δυσοίωνες προβλέψεις των ερευνών της κοινής γνώμης για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, τότε όχι μόνον δεν θα δούμε την ευρωπαϊκή οικογένεια να μεγαλώνει, όπως προοιωνίζεται η (χθεσινή) απόφαση για την έναρξη ενταξιακών συνομιλιών με την Ουκρανία και την Μολδαβία, ως αντίδοτο στην πουτινική επιθετικότητα, αλλά, αντιθέτως, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η οποία απετέλεσε τον αποφασιστικό παράγοντα που εγγυήθηκε την πολύχρονη ειρήνη και ευημερία στη «γηραιά ήπειρο», θα τεθεί ολοκληρωτικά εν αμφιβόλω.

Μας χωρίζουν λιγότερο από έξι μήνες από τις ευρωκάλπες του Ιουνίου. Το διάστημα αυτό θα κριθούν πολλά που θα καθορίσουν όχι μόνον τα πρόσωπα που θα αναλάβουν να ασκήσουν την ευρωπαϊκή ηγεσία για τα επόμενα χρόνια, αλλά συνολικά το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ας είμαστε, τουλάχιστον, προετοιμασμένοι για όλα τα πιθανά ενδεχόμενα. 

Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2023

Ερντογάν ήταν και… πέρασε (στη μνήμη του Χρήστου Ζαχαράκι)

            Η ακροτελεύτια παράγραφος της βασικότερης από τις συμφωνίες που υπεγράφησαν κατά τη χθεσινή ολιγόωρη παραμονή στην ελληνική πρωτεύουσα του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήταν άκρως αποκαλυπτική για την ουσία των πραγμάτων πίσω από σκηνικό της υποτιθέμενης ελληνοτουρκικής προσέγγισης που στήθηκε με την άφιξη στα μέρη μας του ενδεδυμένου τον μανδύα του… ειρηνόφιλου «Σουλτάνου».

«Αυτή η Διακήρυξη δεν αποτελεί διεθνή συμφωνία, δεσμευτική για τα Μέρη κατά το διεθνές δίκαιο. Καμία πρόνοια της Διακήρυξης αυτής δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι παράγει νομικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τα Μέρη», είναι αυτολεξεί η παράγραφος με την οποία κλείνει η αποκληθείσα «Διακήρυξη των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας».

Ευλόγως, λοιπόν, νομίζω ότι προβάλει το εξής ερώτημα: Εφόσον δεν πρόκειται για συμφωνία η οποία να δεσμεύει σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο έστω εκείνους που την υπέγραψαν και επίσης δεν παράγει νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις για κανένα από τα δύο μέρη, μήπως τελικά η αξία αυτού του κειμένου δεν αξίζει ούτε καν το χαρτί που τυπώθηκε για να μπουν οι υπογραφές των δύο ηγετών; 

Όποιος, άλλωστε, διάβασε απροκατάληπτα την τόσο καλά προετοιμασμένη συνέντευξη την οποία παραχώρησε ο Τούρκος Πρόεδρος στην «Καθημερινή» την παραμονή της άφιξης του στην Ελλάδα, θεωρώ ότι δεν πρέπει να του έμεινε η παραμικρή αμφιβολία ότι η αναθεωρητική ατζέντα των γειτόνων μας παραμένει αμετάβλητη, αν δεν έχει αναβαθμιστεί κιόλας.

Διαβάζοντας τη συνέντευξη, πέρα από τις εύηχες γαλιφιές του τύπου «φίλε μου Κυριάκο…», που τόσο εύκολα διαδέχθηκε το «Μητσοτάκης γιοκ», μού ήρθαν κατά νου οι απόψεις για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ενός από τους εμβληματικότερους και εμπειρότερους Έλληνες διπλωματικούς των τελευταίων δεκαετιών, του Χρήστου Ζαχαράκι, ο οποίος -κατά σύμπτωση- άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο την περασμένη Κυριακή, δηλαδή λίγα εικοσιτετράωρα πριν από την έλευση του Τούρκου Προέδρου στην Αθήνα.

Παρότι πέρασαν περισσότερα από είκοσι χρόνια, είναι ακόμη ζωντανή στη μνήμη μου η απαισιόδοξη ματιά του για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων την οποία εξέφραζε αφήνοντας άφωνη μια ομήγυρη επισκεπτών που είχε βρεθεί στις Βρυξέλλες ενόσω εκείνος ήταν ευρωβουλευτής. 

Έχοντας διανύσει μια 35χρονη ευδόκιμη θητεία με υπηρεσίες στα πιο κρίσιμα διπλωματικά πόστα, όπως η Λευκωσία, η Ουάσιγκτον, το ΝΑΤΟ και τα Ηνωμένα Έθνη, ο αείμνηστος Ζαχαράκις τοποθετήθηκε το 1999 από τον Κώστα Καραμανλή σε εκλόγιμη θέση του ευρωψηφοδελτίου της Νέας Δημοκρατίας, παρόλο που όλοι τότε θα… στοιχημάτιζαν ότι ήταν πιο κοντά στην παράταξη του ΠΑΣΟΚ.

Η μεταπήδησή του από το διπλωματικό σώμα στην ενεργό πολιτική, ωστόσο, δεν αλλοίωσε επ΄ ουδενί τις πεποιθήσεις του, γεγονός που ίσως εξηγεί και το ότι δεν μακροημέρευσε στα πολιτικά αξιώματα τα οποία είδαμε κατά καιρούς να καταλαμβάνονται από πρόσωπα που ούτε κατά διάνοια διέθεταν τις δικές του ικανότητες και εμπειρίες. 

Σε μια περίοδο κατά την οποία η ελληνική εξωτερική πολιτική βολόδερνε ανάμεσα στις αυταπάτες των «ζεϊμπέκικων» και στις ψευδαισθήσεις των «κουμπαριών» με τον νεοείσακτο τότε στην τουρκική πολιτική σκηνή Ερντογάν, ο έμπειρος διπλωμάτης επέμενε, κόντρα στο ρεύμα της εποχής, να υποστηρίζει ότι η Άγκυρα έχει μακροπρόθεσμη επεκτατική στρατηγική που αντιστρατεύεται ευθέως τα ελληνικά συμφέροντα και τα κατοχυρωμένα από το διεθνές δίκαιο κυριαρχικά μας δικαιώματα.

Αν και προσωπικά αποκρούω τις «τουρκοφαγικές» διαθέσεις διάφορων συνήθως άκαπνων υπερπατριωτών, αισθάνομαι την ανάγκη, κάνοντας σπονδή στη μνήμη του Χρήστου Ζαχαράκι, να αναγνωρίσω ότι στην εικοσαετία που διέρρευσε έκτοτε οι προκλήσεις των γειτόνων μας όχι μόνον δεν περιορίστηκαν, όπως πολλοί αφελώς προεξοφλούσαν, αλλά, αντιθέτως, κλιμακώθηκαν. 

Δεν είναι μόνον ότι παραμένει ενεργό το διαβόητο casus belli σε περίπτωση άσκησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, το οποίο ομόφωνα ψήφισε η Τουρκική Εθνοσυνέλευση το μακρινό 1995 επί της πρωθυπουργίας της Τανσού Τσιλέρ. Ούτε οι αμφισβητήσεις του αναφαίρετου δικαιώματος μας να εξοπλίζουμε τα νησιά, κάτι που κάθε εχέφρων άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι αποτελεί απολύτως αμυντική και διόλου επιθετική κίνηση. 

Είναι και πολλά άλλα που προστέθηκαν στην πορεία του χρόνου, με κορυφαίο ίσως το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο. Αλλά και την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, τη ρητορική του «θα έρθουμε ξαφνικά μια νύχτα» και των πυραύλων που «φθάνουν για να πλήξουν την Αθήνα», τους ισχυρισμούς για τις υποτιθέμενες «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, τις αυξανόμενες παραβιάσεις του εναερίου χώρους μας με υπερπτήσεις πολεμικών αεροπλάνων ακόμη και πάνω από κατοικημένα νησιά. 

Παρόλο που τους τελευταίους μήνες περιορίστηκαν αυτές οι προκλήσεις, ουδείς μπορεί να ισχυριστεί βασίμως ότι δεν πρόκειται για τίποτε περισσότερο από τακτικούς ελιγμούς που υπακούουν στη συγκυρία των εντυπώσεων την οποία θέλει να δημιουργήσει η ηγεσία της γείτονος. Γι΄ αυτό και χρόνια τώρα επιμένει σε συμφωνίες – «πακέτο» των υποτιθέμενων ελληνοτουρκικών διαφορών, πακέτο το οποίο είναι υπερφορτωμένο με μονομερείς απαιτήσεις. 

Υπό αυτή την έννοια, δεν ξέρω σε ποιους απευθυνόταν ο Τούρκος Πρόεδρος όταν υποστήριζε ότι Έλληνες και Τούρκοι «είμαστε αδέλφια που καμιά φορά τσακωνόμαστε», η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν μπορώ να φανταστώ ότι έπεισε πολλούς είτε στη χώρα μας είτε διεθνώς. 

Καλώς, λοιπόν, υποδεχθήκαμε τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που τα είπε μπροστά και πίσω από τις κάμερες με την ελληνική πολιτική ηγεσία, την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου και τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή έτσι επιβάλει η διπλωματική αβρότητα και η καλή εικόνα στο διεθνές στερέωμα. Αλλά ως εκεί. 

Κακά τα ψέματα, «αδέλφια» με τον Ερντογάν και τους συμπατριώτες του δεν είμαστε. Ούτε πρόκειται να γίνουμε. Είμαστε, όμως, γείτονες που, υπό προϋποθέσεις, μπορούμε να συνεννοηθούμε. Αρκεί να υπάρχει αμοιβαία βούληση η οποία να οδηγεί πράγματι σε κατάσταση «καζάν, καζάν» (σ.σ.: win win), που λένε και στη γλώσσα του Ερντογάν. 

Μέχρι τότε εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε έτοιμοι για όλα, να οργανώνουμε την άμυνα μας και να συνάπτουμε τις συμμαχίες μας που θα μας διατηρούν ισχυρούς.

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023

Να τους… κλείσουμε όλους μέσα, αλλά σε ποιες φυλακές;


Ο Παλαιστίνιος Σιρχάν Σιρχάν, ο οποίος καταδικάστηκε για τη δολοφονία του υποψήφιου για την προεδρία των ΗΠΑ Ρόμπερτ Κένεντι το μακρινό 1968, παραμένει κρατούμενος στις φυλακές της Καλιφόρνιας, εκτίοντας ποινή ισόβιας κάθειρξης, όπως μετατράπηκε η αρχική καταδίκη του σε θάνατο.

Τα επανειλημμένα αιτήματα για αποφυλάκιση που έχει υποβάλει ο 79χρονος πλέον κατάδικος απορρίπτονται διότι οι αρμόδιες αμερικανικές αρχές θεωρούν ότι, παρότι κρατείται επί 55 ολόκληρα χρόνια, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου για να αφεθεί ελεύθερος. Βλέπετε σε κάποιες χώρες ισχύει η ρήση που φημολογείται ότι έχει βγει από τα χείλη Έλληνα πολιτικού, ο οποίος λέγεται ότι, αναφερόμενος στους πρωταίτιους του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1967, είχε πει «όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια».

Στην πράξη, βεβαίως, η καταδίκη σε ισόβια από την ελληνική Δικαιοσύνη σχεδόν ποτέ ως τώρα δεν ξεπέρασε την εικοσαετή παραμονή στις φυλακές. Και δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι αν ήταν στην Ελλάδα ο καταδικασμένος για τη δολοφονία του δεύτερου διάσημου πολιτικού από την οικογένεια Κένεντι, που έπεσε νεκρός από τα πυρά ενός οπλοφόρου με αμφιλεγόμενα κίνητρα και ενδεχομένως άγνωστους ηθικούς αυτουργούς, θα είχε αποκτήσει την ελευθερία του εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες.

Η περίπτωση του Παλαιστίνιου Σιρχάν δεν είναι η μόνη που δείχνει ότι η Ελλάδα και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στον αντίποδα της μεταχείρισης την οποία «απολαμβάνουν» όσοι παραβιάζουν τον νόμο, δικάζονται και καταδικάζονται είτε για ήπια πλημμελήματα είτε για βαριά κακουργήματα. 

Με τη δικαιολογία ή και κάποιες φορές το πρόσχημα ότι η κατάσταση στις ελληνικές φυλακές, που μαστίζονται κυρίως από τον υπερπληθυσμό των κρατουμένων, είναι αφόρητη και μόνον σε σωφρονισμό δεν οδηγεί, στη δική μας χώρα, εδώ και πάνω τρεις δεκαετίες ψηφίζονται νόμοι για την αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης.

Με αποκορύφωμα την αλλαγή των Ποινικών Κωδίκων, που ψηφίστηκε στο άψε σβήσε λίγο πριν επικυρωθεί από τη λαϊκή ετυμηγορία η παράδοση της διακυβέρνησης της χώρας από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στη ΝΔ, υιοθετήθηκαν από τις περισσότερες κυβερνήσεις ρυθμίσεις οι οποίες οδήγησαν σε αποποινικοποίηση αδικημάτων, παραγραφές διώξεων και δραστικές μειώσεις των ποινών που επιβάλλονται και πολύ περισσότερο εκείνων που εκτίονται.

Με τον τρόπο αυτό γίναμε επανειλημμένα μάρτυρες καταστάσεων στις οποίες ειδεχθείς εγκληματίες (παιδεραστές, έμποροι ναρκωτικών, «άνθρωποι της νύκτας», εκβιαστές, μεγαλοκαταχραστές του δημοσίου πλούτου και άλλοι), κυρίως όταν είχαν εκπροσώπηση από επώνυμους και ακριβούς νομικούς παραστάτες, δεν πέρασαν ποτέ το κατώφλι των φυλακών ή, όταν το πέρασαν, έμειναν εκεί για δυσανάλογα μικρό χρονικό διάστημα.

Παρά ταύτα, ούτε τα καταστήματα κράτησης στη χώρα μας απηλλάγησαν από τον ασφυκτικό συνωστισμό, ούτε οι τρόφιμοι τους γλύτωσαν από τις απάνθρωπες συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι από όσους εκτίουν ποινές και δεν διαθέτουν τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για να βελτιώσουν τη διαβίωση τους πίσω από τα κάγκελα. 

Κακά τα ψέματα, οι περισσότεροι κρατούμενοι στις ελληνικές φυλακές αντί να σωφρονίζονται, όπως υποτίθεται ότι είναι ο λόγος του εγκλεισμού τους, αποφυλακίζονται έχοντας κάνει εντατικά μεταπτυχιακά μαθήματα στην παραβατικότητα.

Συχνά, άλλωστε, συμμορίες που δρουν στον έξω κόσμο συντονίζονται μέσα από τις φυλακές, αφού μπορεί τύποις να ισχύουν περιορισμοί στις επικοινωνίες αλλά όποιος διαθέτει τους ανάλογους πόρους δεν δυσκολεύεται να αποκτήσει απεριόριστη πρόσβαση σε συνεργούς εκτός φυλακής.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ουδείς νομίζω ότι μπορεί να αρνηθεί ότι το υφιστάμενο σύστημα απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας πάσχει. Και πάσχει, μάλιστα, βαρύτατα. Είναι στην πραγματικότητα ο «μεγάλος ασθενής» της ελληνικής Πολιτείας, καθώς για μια σειρά από λόγους (πολιτικούς και κοινωνιολογικούς) ο τρόπος με τον οποίο απονέμεται το δίκαιο δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και στις απαιτήσεις της πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας. 

Γι΄ αυτό και η λύση στο πολύπτυχο αυτό πρόβλημα δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Και το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται να βρεθεί με μόνη την επαύξηση των ποινών την οποία προωθεί η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης.

Έχει γίνει άραγε κάποια μελέτη για το που θα «φιλοξενηθούν» όλοι αυτοί οι οποίοι, με βάση τις ρυθμίσεις που πομπωδώς ανακοίνωσε ο κ. Γιώργος Φλωρίδης, δεν θα αφήνονται πλέον ελεύθεροι αλλά θα οδηγούνται στις φυλακές; Ακόμη και αν είναι δημοσιογράφοι που θα καταδικαστούν πρωτοδίκως για το αμφιλεγόμενο αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης. 

Η σημερινή κυβέρνηση πασχίζει από τις πρώτες εβδομάδες της συγκρότησής της να μεταφέρει στον Ασπρόπυργο τις φυλακές του Κορυδαλλού, χωρίς ακόμη να έχει καταφέρει τίποτε περισσότερο από την προκήρυξη του διαγωνισμού για την οικοδόμηση του νέου κτιριακού συγκροτήματος στην πρώην «αμερικανική ευκολία».

Έχω την αίσθηση ότι δεν μπορεί να διανοηθεί κανείς τι θα συμβεί αν ισχύσουν οι ρυθμίσεις Φλωρίδη και αρχίσουν ανακριτές, εισαγγελείς και δικαστές να στέλνουν σωρηδόν στη «στενή» κάθε είδους παραβάτες που μπορεί να βαρύνονται ακόμη και για εξ αμελείας τροχαία ατυχήματα. 

Τα πράγματα προοιωνίζονται να γίνουν ακόμη χειρότερα από τη στιγμή που η τωρινή κυβέρνηση αποφάσισε η ευθύνη των φυλακών να έχει περάσει από το υπουργείο Δικαιοσύνης στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης.

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τα δύο αυτά χαρτοφυλάκια -της Δικαιοσύνης και της «Δημόσιας Τάξης» που το δεύτερο σπανίως συναντάται- είναι ενιαία ακριβώς για να μην υπάρχει αντιπαράθεση ανάμεσα σε αυτούς που αποφασίζουν τις κρατήσεις και σε εκείνους που τις υλοποιούν. 

Εδώ τα πράγματα είναι αλλιώς και ας ακούμε χρόνια τώρα το υπουργείο Δημόσιας Τάξης να κατηγορεί τους δικαστές ότι αφήνουν ελεύθερους ή ρίχνουν ποινές χάδι στους εγκληματίες, την ίδια ώρα που το υπουργείο Δικαιοσύνης αντιτείνει ότι η Αστυνομία ευθύνεται που συντάσσει ελλιπείς και χωρίς στοιχεία δικογραφίες που δεν είναι ικανές να επιφέρουν καταδίκες των παρανόμων. Για να μην αναφερθούμε στους υφ΄ όρων απολυόμενους που, όπως αποδείχθηκε πρόσφατα, είναι στη… διακριτική τους ευχέρεια αν θα τους τηρήσουν, αφού κανείς δεν τους ελέγχει.

Να τους κλείσουμε μέσα, λοιπόν, όλους τους παραβάτες, αλλά σε ποιες φυλακές; Μήπως, εν τέλει, το πρόβλημα είναι πιο πολύπλοκο από τους εύηχους λαϊκισμούς για «μηδενική ανοχή στο έγκλημα»;

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2023

Σε ποιον ανήκουν οι έδρες και ποιοι είναι οι «αποστάτες»

«Oι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος», ορίζει ρητά και απερίφραστα το Σύνταγμα της Ελλάδος (άρθρο 51, παραγρ. 2) και κάποιος πρέπει να αναλάβει να το πει στον Στέφανο Κασσελάκη, ο οποίος μάλλον το αγνοεί, παρότι εξέπνευσε το δίμηνο της περιόδου χάριτος που είχε ζητήσει ο ίδιος για να μάθει να εκφράζεται στα ελληνικά και να έχει έγκυρη άποψη για την πολιτική μας πραγματικότητα.

Αν το ήξερε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως αν το σεβόταν, δεν θα ζητούσε, ούτε ο ίδιος, ούτε ο περίγυρος του που λειτουργεί και ως υποβολέας, να παραδώσουν τις έδρες οι βουλευτές που εγκαταλείπουν το κόμμα του επειδή αισθάνονται ότι έχουν διαρραγεί οι πολιτικοί, ψυχολογικοί και ανθρώπινοι δεσμοί που είχαν μαζί του.

Χωρίς την παραμικρή διάθεση εκ μέρους μου να δικαιολογηθούν όλες οι κινήσεις και οι πρωτοβουλίες εκείνων που αποχωρούν από την Κουμουνδούρου, ειλικρινά απορώ πως θα μπορούσαν να έμεναν κάτω από την ίδια στέγη πολιτικά στελέχη τα οποία επικρίνονται από την ηγετική ομάδα του κόμματός τους ότι λειτουργούν ως «πέμπτη φάλαγγα».

Το ότι οι αποχωρούντες είχαν νωρίτερα χρησιμοποιήσει βαρύτατες εκφράσεις (περί Τραμπ, Μπέπε Γκρίλλο, φυτευτού αρχηγού κλπ) δεν αρκεί για να δικαιολογηθεί η επιθετικότητα με την οποία αντέδρασε η ομάδα Κασσελάκη που έχει να ηνία στην Κουμουνδούρου. Διότι, όποια άποψη και αν έχει κανείς για την κυβερνητική θητεία του Ευκλείδη Τσακαλώτου, δύσκολα θα μπορούσε να τον φανταστεί να παραμένει στις «γραμμές» ενός κόμματος που ο αρχηγός του δηλώνει δημοσίως ότι «η εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνούσε με Τσακαλώτους και Κατρούγκαλους έχει λήξει».

Υπό αυτό το πρίσμα, χρειάζεται πολύ μεγάλο θράσος για να χαρακτηρίζει κάποιος «αποστάτες» βουλευτές που ανεξαρτητοποιούνται από ένα κόμμα που δεν τους θέλει και δεν το θέλουν. Το θράσος γίνεται απύθμενο όταν αυτούς τους χαρακτηρισμούς εκστομίζουν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είναι το κόμμα που επιδόθηκε στη μαζικότερη αποστασία βουλευτών της μεταπολιτευτικής περιόδου. Και το έκανε με μοναδική επιδίωξη να διατηρηθεί στην εξουσία σχηματίζοντας κυβέρνηση – «κουρελού» με πολιτικά ρετάλια που προσεταιρίστηκε από σχεδόν όλες τις πτέρυγες της Βουλής.

Για όσους ενδεχομένως διαθέτουν κοντή μνήμη, ή απλώς δεν θυμούνται, χρειάζεται να επισημανθεί το γεγονός ότι, για να σχηματιστεί η πλειοψηφία η οποία επέτρεψε τον Ιανουάριο του 2019 να περάσει από τη Βουλή η περίφημη Συμφωνία των Πρεσπών και να μην πέσει η τότε κυβέρνηση, ο Αλέξης Τσίπρας διέλυσε τις κοινοβουλευτικές ομάδες των ΑΝΕΛ και του Ποταμιού και έπληξε τη συμπαράταξη ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ αποσπώντας τον Θ. Θεοχαρόπουλο.

Νωρίτερα είχε ανενδοίαστα ενσωματώσει στο κόμμα του βουλευτές που είχαν αποσκιρτήσει από τους ΑΝΕΛ, την Ένωση Κεντρώων (ποιος θυμάται την κυρία Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου;), αλλά ακόμη και από τη Νέα Δημοκρατία: η κυρία Κατερίνα Παπακώστα έγινε με απόφαση του κ. Τσίπρα η πρώτη και μόνη βουλευτής που είχε εκλεγεί με την αξιωματική αντιπολίτευση και έγινε στην ίδια κοινοβουλευτική περίοδο υφυπουργός με το αντίπαλο κυβερνών κόμμα!

Κακά τα ψέματα, μετά τη διαβόητη «Αποστασία» της περιόδου 1965 – 1966, οπότε ανετράπη ο εκλεγμένος πρωθυπουργός και οι βουλευτές της πλειοψηφίας, ενδίδοντας σε εξαγορές, στήριξαν άλλες κυβερνητικές λύσεις, ο μόνος πρωθυπουργός ο οποίος διατήρησε το αξίωμα του χάρις σε αποστάτες ήταν ο Αλέξης Τσίπρας.

«Αποστασία», άλλωστε, για να μην χάνουμε την έννοια των λέξεων και της πολιτικής ορολογίας, είναι όταν κάποιοι αποσπώνται από την παράταξή τους και περνούν στην απέναντι πολιτική όχθη στηρίζοντας την εξουσία των αντιπάλων τους.

Ανεξάρτητα, πάντως, από την προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη που ρητά κατοχυρώνει το δικαίωμα των βουλευτών να «αντιπροσωπεύουν το Έθνος» και, άρα, να πολιτεύονται χωρίς να δίνουν λόγο όχι μόνον στο κόμμα με το οποίο κατέβηκαν στις εκλογές, αλλά ούτε καν στους ψηφοφόρους που τους ψήφισαν, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αποστασία στην περίπτωση των 9+2 μελών της Εθνικής Αντιπροσωπείας οι οποίοι εξελέγησαν τον περασμένο Ιούνιο με τον ΣΥΡΙΖΑ και σχεδιάζουν να σχηματίσουν τις επόμενες ημέρες τη δική τους Κοινοβουλευτική Ομάδα.

Είναι αναφαίρετο δικαίωμα τους, το οποίο δεν θα μπορούσε να τους αμφισβητηθεί ακόμη και αν επέλεγαν να παραμείνουν ανεξάρτητοι. Όπως και να έχει, τα καταστατικά των κομμάτων που, σε κάποιες περιπτώσεις, περιέχουν ρυθμίσεις με τις οποίες επιχειρείται να δεσμευτούν οι βουλευτές ότι θα παραιτούνται της έδρας τους όταν έρχονται σε διαφωνία με την ηγεσία τους, δεν έχουν την παραμικρή αξία.

Αυτό ισχύει πρωτίστως από νομικής άποψης, γεγονός που βεβαίως καθιστά απλά κουρελόχαρτα διάφορες δήθεν υπεύθυνες δηλώσεις που υποχρεώνονται να υπογράψουν υποψήφιοι βουλευτές -όχι μόνον από τον ΣΥΡΙΖΑ- κυρίως πριν από τις εκλογές.

Αλλά και από την ηθική και πολιτική διάσταση του θέματος, στις περισσότερες περιπτώσεις το δίκαιο είναι με το μέρος των βουλευτών και όχι των κομματικών ηγεσιών. Πολύ περισσότερο που δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι τα κόμματα στη χώρα μας, μάλλον χωρίς εξαίρεση, λειτουργούν με τήρηση των κανόνων της δημοκρατικής λειτουργίας. Και αυτό δεν αφορά μόνον το κόμμα του κ. Κασσελάκη.

Δυστυχώς, ο «κανόνας» που ισχύει στην πράξη ακόμη και για κόμματα, όπως ο -προ Κασσελάκη- ΣΥΡΙΖΑ, στα οποία ήταν εμφανής η λειτουργία τάσεων και ομαδοποιήσεων, στο τέλος εκείνος που αποφασίζει είναι ο αρχηγός. Εκείνος καθορίζει τη γραμμή και συγκροτεί την ηγετική ομάδα. Προνόμιο του θεωρείται η στελέχωση των ψηφοδελτίων, αλλά και η σύγκληση των κομματικών οργάνων. Για να μην αναφερθούμε στις αντιδημοκρατικές φαεινές ιδέες της «παρέας Κασσελάκη» περί εσωτερικών δημοψηφισμάτων για την επιβολή πειθαρχικών ποινών ή περί «Πολιτικού Κέντρου», που έρχονται και πάνε κατά πως βολεύουν την «παρέα».

Είναι, λοιπόν, ώρα να σταματήσει η «καραμέλα» περί «αποστατών» που έτσι κι αλλιώς είναι λιωμένη γιατί ουδείς την παίρνει στα σοβαρά. Οι πολίτες όταν πηγαίνουν στις κάλπες δεν ψηφίζουν μόνον κόμματα. Επιλέγουν και βουλευτές οι οποίοι πρέπει να έχουν άποψη και προσωπικότητα. Και να μην είναι απλώς «στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα…».

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2023

«Του λιτλ, του λέιτ*», που λέμε και στην… Ήπειρο!

Ήταν, θεωρώ, θέμα χρόνου και το πλήρωμά του φαίνεται ότι ήρθε αυτές τις μέρες που ξεκίνησε η μεγάλη φυγή στελεχών από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος δεν θα μπορούσε παρά να κατρακυλήσει στην τρίτη θέση στη σειρά κατάταξης των κομμάτων, χωρίς μάλιστα να αποκλείεται η δυναμική των επερχόμενων εξελίξεων να τον οδηγήσει ακόμη πιο κάτω στην ευρωκάλπη του προσεχούς Ιουνίου. 

Όλα, εξάλλου, μαρτυρούν ότι δεν είναι ούτε πρόσκαιρο ούτε συγκυριακό το πέρασμα του ΠΑΣΟΚ στη δεύτερη θέση έπειτα από ένδεκα ολόκληρα χρόνια, όπως κατεγράφη στην πρώτη δημοσκόπηση η οποία είδε το φως της δημοσιότητας μετά τα ρήγματα που προκάλεσε ο «τσαμπουκάς» του Στέφανου Κασσελάκη και όσων τον πλαισιώνουν κατά τη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ το περασμένο Σαββατοκύριακο. 

Μπορεί η ίδια η Χαριλάου Τρικούπη να μην κάνει και… τόσα πολλά για να ανατραπεί ο συσχετισμός των δυνάμεων ανάμεσα στα αντιπολιτευόμενα κόμματα, το έργο της διάλυσης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης φαίνεται ότι το έχουν αναλάβει οι τωρινοί «ένοικοι» της Κουμουνδούρου.

Τα δηλητηριώδη βέλη που ανταλλάσσουν ο ουρανοκατέβατος νέος αρχηγός και οι συν αυτώ με τους εσωκομματικούς αμφισβητίες τους, οι οποίοι ο ένας μετά τον άλλον παίρνουν την άγουσα προς την έξοδο, δείχνουν ότι στο συνονθύλευμα που είχε συνασπιστεί γύρω από την προοπτική εξουσίας, που τους έδινε παλαιότερα ο Αλέξης Τσίπρας, δεν υπάρχει πλέον καμία συγκολλητική ουσία ικανή να μπορεί να το κρατήσει ενιαίο. 

Το ενδιαφέρον, πάντως, είναι ότι, σε αντίθεση με εκείνους που μένουν, σχεδόν όλοι όσοι φεύγουν δείχνουν σα να έχουν μεταμορφωθεί και να προσχωρούν στο πεδίο της λογικής. Τα κείμενα αποχώρησης που υπογράφουν οι περισσότεροι μπορεί να έχουν αρκετές σάλτσες, όπως τους κατηγόρησε ο Κασσελάκης, πλην όμως διαθέτουν συνοχή και κάνουν παραδοχές για τις οποίες, ακόμη και αν διαφωνείς μαζί τους, δεν μπορείς να πεις ότι απέχουν από την πραγματικότητα. 

Αναγνωρίζουν, για παράδειγμα, ότι δεν ήταν όλα καλώς καμωμένα από τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε όταν ήταν στην εξουσία είτε όταν πέρασε στην αντιπολίτευση. Παραδέχονται τις λάθος αναγνώσεις και τις απλοϊκές ερμηνείες σύμφωνα με τις οποίες οι πολίτες εξαπατήθηκαν και γι΄ αυτό καταψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ. Και -το κυριότερο που, αν θέλετε, δείχνει ότι αφήνουν πίσω την παράνοια της κατασκευής μιας πλαστής πραγματικότητας που μόνον οι ίδιοι έβλεπαν- δεν αμφισβητούν τις δημοσκοπήσεις, όπως συνέβαινε χρόνια τώρα, που τις εμφάνιζαν ως δήθεν συνωμοσία του «συστήματος» το οποίο τάχατες τούς πολεμούσε.

Την ίδια ώρα οι σφοδρές αντιπαραθέσεις γύρω από τον άθλιο ρόλο που διαδραμάτιζαν και εξακολουθούν να διαδραματίζουν τα πολυποίκιλα Συριζοτρόλ αναδεικνύουν το σαθρό πεδίο μέσα από το οποίο ξεπήδησε ένας αλλοπρόσαλλος κομματικός σχηματισμός, όπως ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2012 - 2023, που δεν κατάφερε να γειωθεί με την ελληνική κοινωνία επειδή το πάνω χέρι σε αυτόν είχαν δυνάμεις του πολιτικού περιθωρίου.

Είναι οι δυνάμεις που στο παρελθόν πολεμούσαν με ανοίκειες μεθόδους τους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μόλις αισθάνθηκαν ότι απειλούνταν από «εσωτερικούς εχθρούς» δεν δυσκολεύτηκαν να εξαπολύσουν τις ίδιες δολοφονικές επιθέσεις χαρακτήρων ενάντια στους μέχρι χθες «συντρόφους» τους.

Ο πόλεμος, εξάλλου, ο οποίος ξέσπασε αυτές τις μέρες γύρω από το διαβόητο «μαξιλάρι» των 37 δισ. ευρώ ήταν μια απτή απόδειξη των δύο… κόσμων που στέγαζε μέχρι πρότινος η αξιωματική αντιπολίτευση. Από τη μια είναι οι αρειμάνιοι πολακιστές, που «όλα τα σφάζουν και όλα τα μαχαιρώνουν» χωρίς να έχουν πρόβλημα να καταφύγουν σε ανέξοδους βερμπαλισμούς ότι δήθεν κάποιοι κακοί μέσα στην κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν επέτρεψαν να μοιραστούν χρήματα στον λαό για να έχουν ακόμη την κυβέρνηση.

Από την άλλη, αντιπαρατάσσονται, έστω με καθυστέρηση, κάποιοι όψιμοι ρεαλιστές που προσπαθώντας να διαφυλάξουν την αξιοπρέπειά τους υποστηρίζουν ότι το αποκαλούμενο «μαξιλάρι» δεν ήταν χρήματα που μπορούσαν να μοιραστούν επειδή στην πραγματικότητα ήταν «λύτρα» τα οποία έπρεπε να μείνουν να μείνουν ανέπαφα για να μπορεί να συνεχίζεται απρόσκοπτα ο δανεισμός του ελληνικού δημοσίου. (Σ.Σ.: Μέχρι και με τον γνωστό και μη εξαιρετέο Πάνο Λάμπρου είχα επ΄ αυτού μια πολλή λογική συζήτηση τις προηγούμενες ημέρες στο στούντιο της εκπομπής «Συνδέσεις» της ΕΡΤ που μας φιλοξένησε και τους δύο).

Τις επικίνδυνες ατραπούς που ανοίγονται από τις επιλογές της ομάδας Κασσελάκη φαίνεται να αντιλήφθηκε με μεγάλη καθυστέρηση και ο τέως αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος μέχρι τώρα τηρούσε μια αιδήμονα σιωπή, επειδή ίσως -με «μακιαβελικού τύπου», όπως λένε ορισμένοι- υπολογισμούς πίστευε ότι η νέα ηγετική ομάδα θα δούλευε για την υστεροφημία του και θα εξοβέλιζε όσους αμφισβητούσαν ότι ήταν ο ένας και μοναδικός δημιουργός του κόμματός του.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο κ. Τσίπρας, ο οποίος δεν αντιδρούσε στις επανειλημμένες εκκλήσεις παλαιών συνεργατών του να διαψεύσει ότι δήθεν είχε πέσει θύμα εσωτερικών αμφισβητήσεων, αισθάνθηκε την ανάγκη να παρέμβει μόλις αντιλήφθηκε ότι με τη φόρα που έχουν πάρει οι… «σκιτζήδες» οι οποίοι κατέλαβαν τον 7ο όροφο της Κουμουνδούρου θα αποδομήσουν πλήρως τον ίδιο προσωπικά και την όποια κληρονομιά τούς άφησε. Αν πιστέψουμε, άλλωστε, τις διαρροές συνομιλητών του, «έχει τρομάξει κι ο ίδιος από αυτά που βλέπει να εκτυλίσσονται».

Μόνον, όμως, που -από αδυναμία χαρακτήρα, άραγε, ή από ταπεινό υπολογισμό;- ο Αλέξης Τσίπρας καθυστέρησε πάρα πολύ να παρέμβει. Με αποτέλεσμα οι κινήσεις τις οποίες κάνει πλέον παρασκηνιακά να θυμίζουν τη φράση «too little, too late». Το ποτάμι της δρομολογημένης διάλυσης του ΣΥΡΙΖΑ δεν γυρίζει πίσω. Ίσως διότι δεν του έπρεπε τίποτε λιγότερο. Κυρίως επειδή η ελληνική κοινωνία φαίνεται διατεθειμένη να κλείσει και τους τελευταίους λογαριασμούς που άνοιξαν την περίοδο της μνημονιακής επέλασης.

*Είναι η ελληνική γραφή της αγγλικής έκφρασης «too little, too late», η οποία, για όσους ενδεχομένως δεν το ξέρουν, σημαίνει «τόσο λίγα και τόσο αργά» (όπως λέμε και στην… Ήπειρο όταν μεταφράζουμε τη δική μας ρήση «καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια»…).

 

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2023

Η υστεροφημία του Σημίτη και ο επικήδειος του Ελ. Βενιζέλου

Ο μέγας Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος κατά γενική ομολογία υπήρξε ένας από τους ευφυέστερους ανθρώπους που κυβέρνησαν την Ελλάδα, είναι ο μόνος πολιτικός ηγέτης παγκοσμίως που εκφώνησε τον δικό του «επικήδειο» από το βήμα της Βουλής τέσσερα χρόνια πριν από τον θάνατό του.

Ήταν Απρίλιος του 1932 και σε μια πολιτική αψιμαχία που είχε με τον παλαιό του συνεργάτη Αλέξανδρο Παπαναστασίου, ο οποίος εκείνη την περίοδο ηγείτο δικού του αντιπολιτευόμενου κόμματος με την επωνυμία «Αγροτικόν και Εργατικόν», ο 68χρονος Ελευθέριος Βενιζέλος, που διήνυε τους τελευταίους μήνες της πολυετούς θητείας του στην πρωθυπουργία, παίρνοντας αφορμή και από το γεγονός ότι στην ίδια συνεδρίαση είχε προηγηθεί το πολιτικό μνημόσυνο ενός παλαιότερου πολιτικού για τον οποίο όλοι είχαν μιλήσει με θερμά λόγια, περιέγραψε όσα πίστευε ότι θα έλεγαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι μετά τον θάνατο του.

«Είμαι βέβαιος ότι όταν αποθάνω ένας από τους λόγους που θα απαγγελθεί, θα είναι και από τους καλύτερους, θα είναι εκείνος που θα εκφωνηθεί από τον αρχηγόν του Αγροτικού και Εργατικού Κόμματος», είπε. Αιφνιδιασμένος ο Παπαναστασίου, που ήταν νεώτερος κατά 12 χρόνια του Βενιζέλου, αντέδρασε λέγοντας ότι μπορεί να συμβεί το αντίθετο και να είναι ο Βενιζέλος που θα εκφωνήσει τον δικό του επικήδειο. Ο ξεχωριστός πολιτικός από την Κρήτη, όμως, αφού ευχήθηκε να μην συμβεί αυτό, συνέχισε προβλέποντας όσα ο ίδιος θεωρούσε ότι θα έλεγε ο Παπαναστασίου στον επικήδειο που θα εκφωνούσε μπροστά στη σορό του.

«Ο προκείμενος νεκρός, αγαπητοί φίλοι, ήτο ένας αληθινός άνδρας, με μεγάλο θάρρος, με αυτοπεποίθησιν και δι’ εαυτόν και διά τον λαόν, τον οποίον εκλήθη να κυβερνήση», ανέφερε. «Ίσως έκαμε πολλά σφάλματα, αλλά ποτέ δεν του απέλειπε το θάρρος, ποτέ δεν υπήρξε μοιρολάτρης, διότι ποτέ δεν επερίμενε από την μοίραν να ίδη την χώραν του προηγμένην», συνέχισε. «Αλλά έθεσε εις την υπηρεσίαν της όλον το πυρ που είχε μέσα του, κάθε δύναμιν ψυχικήν και σωματικήν».

Θυμήθηκα αυτό το ιδιαίτερα ενδιαφέρον ιστορικό στιγμιότυπο με αφορμή τη σπάνια εκδήλωση η οποία οργανώθηκε την περασμένη Δευτέρα για να τιμηθούν ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτη και η μεγάλη προσφορά του στη χώρα, καθώς, όσα επιμέρους αρνητικά στοιχεία και αν αναζητήσει κανείς για να την μειώσει, είναι δύσκολο να βρει βάσιμα επιχειρήματα για να αμφισβητήσει τη μεγάλη αλήθεια που είναι ότι η Ελλάδα της περιόδου 1996-2004 βρέθηκε στο απώγειο της οικονομικής, κοινωνικής και θεσμικής ανάπτυξης της.

Χωρίς να παραβλέπονται λάθη, αστοχίες και ατολμίες, που μόνον σε… αγγελικούς κόσμους αποφεύγονται, αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι ποτέ πριν, αλλά ούτε φυσικά και μετά, η χώρα δεν είχε κάνει μέσα σε μια οκταετία τόσο σημαντικά άλματα προς την πολυεπίπεδη ευημερία της. Ο ρόλος του Κώστα Σημίτη ήταν καθοριστικός ως προς αυτό. Διότι ακόμη και οι πιο σφοδροί επικριτές του δεν μπορούν να αρνηθούν ότι, για να θυμηθούμε τα λόγια του Βενιζέλου, «δεν υπήρξε μοιρολάτρης» και «ποτέ δεν επερίμενε από την μοίραν να ίδη την χώραν του προηγμένην».

Είναι, υπό αυτή την έννοια, πολύ σημαντικό ότι ο Κώστας Σημίτης έγινε ο πρώτος Έλληνας πολιτικός ηγέτης που τιμήθηκε εν ζωή. Βλέπετε στη χώρα μας μέχρι τώρα ο «κανόνας» που ισχύει επιβάλει ότι για να τιμηθεί το έργο ενός οποιουδήποτε πολιτικού χρειάζεται πρώτα να περάσει στο «επέκεινα». Όπως τόσο εύστοχα υπαινίχθηκε ο μέγας Βενιζέλος με τον πρόωρο δικό του «επικήδειο» τον οποίο έβαλε στο στόμα του Παπαναστασίου.

Κακά τα ψέματα, ανήκει στις «παραδόσεις» της εγχώριας πολιτικής ζωής -ίσως και εν γένει της ζωής στην χώρα μας- το φαινόμενο σύμφωνα με το οποίο οι αρετές και τα χαρίσματα των πολιτικών -και εν γένει των ανθρώπων- να αναγνωρίζονται και συχνά να υπερτονίζονται αφού πρώτα οι ίδιοι εγκαταλείψουν τον… μάταιο τούτο κόσμο. Σχεδόν ποτέ η υστεροφημία τους δεν ενεργοποιείται, όπως θα ήταν λογικό, όσο είναι στην ενέργεια ή έστω μόλις εγκαταλείψουν το αξίωμά τους, παρά μόνον όταν φύγουν από τη ζωή.

Γι΄ αυτό και όσοι οργάνωσαν την εκδήλωση για τον Σημίτη -τα εύσημα πιστώνονται στο «Δίκτυο» της Άννας Διαμαντοπούλου-, πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα, προσέφεραν υπηρεσίες. Όχι μόνον διότι άνοιξαν καινούργιους δρόμους και μπορεί να δούμε και στο μέλλον να τιμώνται εν ζωή και άλλοι πολιτικοί ταγοί που όντως το αξίζουν και χρειάζεται να αποτελέσουν παράδειγμα για τους νεώτερους.

Αλλά κυρίως επειδή ανέδειξαν τις διαχωριστικές γραμμές που χρόνια τώρα διαμορφώνονται στην ελληνική κοινωνία ανάμεσα σε όσους βλέπουν την πολιτική ως αντιπαράθεση απόψεων και ιδεών και σε εκείνους που προτιμούν την τοξική σύγκρουση, επιλέγουν τις ύβρεις αντί του διαλόγου και καταφεύγουν σε λαϊκίστικες διχαστικές κορώνες.

Όπως και να έχει, δεν νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία για το ποιος κέρδισε ανάμεσα στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκης, ο οποίος επέλεξε να είναι με εκείνους που τίμησαν τον Κώστα Σημίτη, δίνοντας το «παρών» του και χειροκροτούμενος στην εκδήλωση της περασμένης Δευτέρας, και στον νεόκοπο αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανο Κασσελάκη που οι μέντορές του του επέβαλαν να ακυρώσει τελευταία στιγμή την παρουσία του στην εκδήλωση και την επομένη να επιδοθεί σε ένα… «πολάκειου» τύπου υβριστικό κρεσέντο, το περιεχόμενο του οποίου δεν επιβεβαιωνόταν καν από τα στοιχεία που ο ίδιος εκ των υστέρων επικαλέστηκε για την εξέλιξη του χρέους.

Αν έχουν, άλλωστε, την ίδια κατάληξη και οι επόμενες «μονομαχίες» των δυό τους, ίσως αποδειχθεί πολύ πιο σύντομα από το αναμενόμενο ότι ο Κασσελάκης αδίκως πήγε στην Αμερική για να… φέρει χειμερινά ρούχα. Για τη δική του προσωπική υστεροφημία ήταν ίσως καλύτερα να μην είχε πάει. Και εφόσον πήγε, καλύτερα να μην είχε γυρίσει. Εκτός και αν φιλοδοξία του ήταν να γίνει η αιχμή του δόρατος του «πολακισμού», ο οποίος ευτυχώς πνέει τα λοίσθια.

Αξέχαστος, πάντως, θα μείνει κι έτσι…