Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Δίχως άλλοθι



Με αρκετή απλοχεριά οι Έλληνες ψηφοφόροι έδωσαν στον Αλέξη Τσίπρα σχεδόν ό,τι τους ζήτησε.
Μπορεί το κόμμα του να μην κατέκτησε την αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που επιζητούσε στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση, η ετυμηγορία, όμως, της κυριακάτικης κάλπης είναι τέτοια που ισοδυναμεί με αυτοδυναμία για τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα εκλογικό αποτέλεσμα που αναδεικνύει τον 40χρονο πολιτικό σε πανίσχυρο πρωθυπουργό, ο οποίος, εφόσον πραγματικά το θελήσει, θα έχει λυμένα τα χέρια του για να προχωρήσει σε όλες εκείνες τις μεγάλες αλλαγές τις οποίες για διαφόρους λόγους δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να κάνουν οι προκάτοχοί του.
«Και ελάχιστα να κάνει από όσα υποσχέθηκε, πάλι καλά θα είναι…», ήταν η σχεδόν στερεότυπη επωδός για ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων που με διαφορετική πολιτική προέλευση προσέτρεξαν και ψήφισαν -μάλλον τον κ. Τσίπρα και όχι το κόμμα του- για να «απαλλαγούν» από όσους κυβέρνησαν τα προηγούμενα χρόνια και η παραμονή τους στην εξουσία ταυτίστηκε στη συνείδηση των πολλών με τα αποτελέσματα της ανυπόφορης ύφεσης.   
Η εκ πρώτης όψεως οριακή πλειοψηφία που διαθέτει το πλειοψηφούν κόμμα στη νέα Βουλή, από μειονέκτημα που φαντάζει κατ΄ αρχήν, μπορεί άνετα να μετατραπεί σε απόλυτο πλεονέκτημα που θα του δώσει την ευκαιρία και τη δύναμη στο νέο πρωθυπουργό να μην υποκύψει σε καμία εσωκομματική ή άλλη πίεση και να προχωρήσει αταλάντευτα προς τα μπρος, υπερνικώντας τα όποια εμπόδια ορθωθούν στον δρόμο του.
Η ποικιλία των επιλογών, άλλωστε, που έχει για να συνάψει τις απαραίτητες κάθε φορά πολιτικές συμμαχίες ώστε να προχωρήσει τις προγραμματικές προτεραιότητες και τους υπόλοιπους σχεδιασμούς του, του δίνει μεγάλη ελευθερία κινήσεων που, αν την χρησιμοποιήσει με σύνεση, μόνον οφέλη μπορεί να προσδοκά.
Είναι στην απόλυτη ευχέρεια του κ. Τσίπρα να επιδιώξει τη διακομματική συνεννόηση για τα μείζονα ζητήματα, επιλέγοντας συναινετικές διαδικασίες και πρωτοβουλίες διακομματικού διαλόγου με όλες τις πολιτικές δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου.
Μπορεί, για παράδειγμα, να επιχειρήσει να συνομιλήσει με τη Νέα Δημοκρατία, τερματίζοντας το ιδιότυπο εμφυλιοπολεμικό κλίμα της τελευταίας μνημονιακής πενταετίας που σκιάζει την ελληνική πολιτική ζωή και εμποδίζει τον πρωθυπουργό να συνομιλεί με τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Έχει, επίσης, τη δυνατότητα να συγκροτήσει ένα κυβερνητικό σχήμα με ευρύτερη στήριξη, όπως δήλωνε προεκλογικά ότι ήταν στις προθέσεις του να κάνει, ανεξαρτήτως του αν είχε ή όχι αυτοδυναμία. Μπορεί, λοιπόν, να επιλέξει συμμαχία τόσο με τους ΑΝ.ΕΛ., όσο και με το Ποτάμι ή το ΠΑΣΟΚ, χωρίς κατ΄ ανάγκη να μοιραστεί μαζί τους τα «οφίτσια» που αναλογούν στη νέα εξουσία.
Οι επιλογές που θα κάνει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ τόσο στο μοντέλο διακυβέρνησης όσο και στα πρόσωπα που θα χρησιμοποιήσει –κομματικά στελέχη ή επιστήμονες με γνώση και πολιτική βούληση για αλλαγές;- θα αποτελέσουν ένα καθοριστικό πρώτο δείγμα γραφής το οποίο θα αξιολογηθεί τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και διεθνώς.
Γιατί, κακά τα ψέματα, άλλο πράγμα είναι η επιμονή στα μονοδιάστατα διχαστικά σχήματα του παρελθόντος –«αντιμνημονιακοί» ενάντια στους «μνημονιακούς»- και εντελώς διαφορετικά μηνύματα μπορεί να εκπέμψει ο προσανατολισμός της νέας εξουσίας στην αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων που προβάλουν ενόψει της σκληρής διαπραγμάτευσης με τους εταίρους και δανειστές που είναι υποχρεωμένη να ξεκινήσει άμεσα η κυβέρνηση.
Μετά τη θριαμβική νίκη της Κυριακής, οι λεπτές εσωκομματικές ισορροπίες που διαμορφώνονται στον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να είναι το μόνο εμπόδιο που προβάλει στην πορεία που έχει χαράξει ο κ. Τσίπρας για να γίνει, εκτός από ικανός και, ένας αποτελεσματικός ηγέτης.
Όντας στην αντιπολίτευση τα προηγούμενα χρόνια, επέδειξε ταλέντο στην υπέρβαση των ενδοκομματικών αντιθέσεων, επιτυγχάνοντας σε μεγάλο βαθμό την ομογενοποίηση του  κόμματός του, το οποίο -ως εκ της φύσεως του, καθότι αποτελεί δημιούργημα πολλών συνιστωσών- είχε προβλήματα ενιαίας έκφρασης.
Αν το ταλέντο του κ. Τσίπρα, ο οποίος δεκαπλασίασε τη δύναμη του κόμματός του μέσα σε μια εξαετία, μπορεί να λειτουργήσει εξίσου αποτελεσματικά και τώρα που καλείται να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες, μένει να αποδειχθεί το αμέσως επόμενο διάστημα που θα αρχίσουν να… ηχούν τα εσωκομματικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ.
Εκείνο που είναι βέβαιο -και μάλλον δεν χρειάζεται να περιμένει κανείς να αποδειχθεί- είναι ότι ο κ. Τσίπρας δεν έχει τον χρόνο με το μέρος του και πρέπει να κινηθεί άμεσα για τον σχηματισμό κυβέρνησης και την έναρξη των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους της χώρας. Όπως είναι βέβαιο ότι ο νέος πρωθυπουργός δεν διαθέτει κανένα απολύτως άλλοθι για τυχόν παλινωδίες στην ξεκάθαρη εντολή να προχωρήσει δυναμικά που του έδωσε τόσο απλόχερα η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας.
Θα τολμήσει;

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Τέλος εποχής;



Αν πιστέψει κανείς τους φανατικούς οπαδούς της μιας πλευράς, τούτη την Κυριακή πέφτει μια… φασιστική κυβέρνηση. Αντιθέτως, αν δώσει βάση στα λεγόμενα των έξαλλων της άλλης πλευράς, από τη Δευτέρα η χώρα θα έχει μια… κομμουνιστική κυβέρνηση.
Δυστυχώς, όμως, για όσους είτε, πράγματι, πίστευαν είτε, απλώς, προπαγάνδιζαν για ψηφοθηρικούς λόγους όλα αυτά τα απίθανα, και ευτυχώς για όλους τους νουνεχείς πολίτες, οι οποίοι ούτε τρόφιμα αποθήκευσαν, ούτε χρήματα έκρυψαν σε στρώματα και μαξιλάρια, κανένα από τα πιο πάνω εφιαλτικά ενδεχόμενα δεν πρόκειται να συμβεί.
            Η Ιστορία, άλλωστε, διδάσκει ότι καμία πραγματικά φασιστική κυβέρνηση δεν ανατράπηκε πουθενά στον κόσμο μέσα από εκλογές. Γιατί απλά οι φασίστες δεν κάνουν εκλογές. Τις καταργούν. Όπως επίσης ποτέ και πουθενά δεν εγκαθιδρύθηκε κομμουνιστικό καθεστώς μέσα από κοινοβουλευτικές διαδικασίες και με στήσιμο κάλπης.
Γι΄ αυτό και πέρα από όσα βαρύγδουπα ειπώθηκαν το προηγούμενο διάστημα για τη σημασία που έχουν οι κάλπες της 25ης Ιανουαρίου, ας μου επιτραπεί να προσθέσω την εκτίμηση ότι η συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά για να αποτελέσει ένα ιστορικό ορόσημο που χωρίζει δύο εποχές.
Όλα δείχνουν ότι με τη διαφαινόμενη ήττα της απερχόμενης κυβέρνησης κλείνει η πλέον διχαστική φάση στην ελληνική πολιτική ζωή της τελευταίας τεσσαρακονταετίας που εγκαταστάθηκε στη χώρα μαζί με το Μνημόνιο. Για πολλούς -ενδογενείς, κυρίως, λόγους- οι κυβερνήσεις της τελευταίας πενταετίας στάθηκαν ανίκανες να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες προκλήσεις με τις οποίες ήρθαν αντιμέτωπες.
Που, πραγματικά, έφταιξαν οι πολιτικές ηγεσίες που διαχειρίστηκαν τα πράγματα; Παλινώδησαν; Λιποψύχησαν; Έμειναν από δυνάμεις; Δεν βρήκαν τις κατάλληλες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες; Σε ό,τι και αν από όλα αυτά αναζητήσει κάποιος τις αιτίες του φάσματος που προβάλει μπροστά μας, περιορισμένη, ίσως, σημασία θα έχουν τα όποια ευρήματα. Πολύ περισσότερο που οι παράγοντες που διαμορφώνουν τόσο περίπλοκες καταστάσεις δεν είναι σχεδόν ποτέ μονοδιάστατοι.
Στο τέλος εποχής, εξάλλου, που σηματοδοτούν τούτες οι κάλπες, μεγαλύτερη, μάλλον, αξία έχει να επιχειρήσει κάποιος να ανιχνεύσει τη νέα εποχή που προβάλει στον ορίζοντα. Μια εποχή που, τουλάχιστον στην πρώτη φάση, μοιραία μοιάζει με την προηγούμενη, αφού έρχεται ως συνέχεια της και η χώρα, θέλοντας και μη, θα κινείται λίγο ως πολύ στο ίδιο μνημονιακό πλαίσιο, ακόμη και αν απαγορευτεί δια… νόμου η εφεξής χρήση της λέξης «μνημόνιο» και των παραγώγων της.
            Αν, όμως, το πλαίσιο είναι ίδιο, τότε τι είναι εκείνο που ορίζει τη νέα εποχή, μπορεί να αναρωτηθεί, ευλόγως, ο καθένας. Το «νέο», εν προκειμένω, είναι η προσγείωση στην πραγματικότητα. Είναι το τέλος της αυταπάτης. Είναι η επερχόμενη αναγνώριση από ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού αυτής της χώρας ορισμένων απλών και αυτονόητων πραγμάτων. Όπως, για παράδειγμα, ότι ούτε «είμαστε υπό την κατοχή της Μέρκελ», ούτε «μας ψεκάζουν και, γι΄ αυτό, ψηφίζαμε ως τώρα… φιλομνημονιακά».
            Χωρίς να αποκλείεται να εξακολουθήσουν αρκετοί συνέλληνες να αμφισβητούν το τέλος των ψεκασμών, παρά την αντιμνημονιακή ψήφο που αναμένεται να δώσουν, πλειοψηφικά, οι Έλληνες εκλογείς, είναι, ωστόσο, πολύ πιθανό τώρα που τις τύχες της χώρας πρόκειται να αναλάβουν ομοϊδεάτες της κυρίας Ραχήλ Μακρή να αντιληφθούν αρκετά περισσότεροι συμπατριώτες μας ότι ο ήχος από τα νταούλια, όσο δυνατός και αν είναι, δεν μπορεί να ενεργοποιήσει τις εκτυπωτικές μηχανές του νομισματοκοπείου.
Όσο, λοιπόν, και αν οι ωδίνες από τον τοκετό της νέας εποχής μοιάζουν δύσκολες, από τη στιγμή που ο ελληνικός λαός ήθελε να τελειώσει με αυτό που είχε και να δοκιμάσει κάτι άλλο, δεν υπήρχε δύναμη που μπορούσε να αλλάξει τη βούληση του. Διαμορφώθηκαν έτσι οι συνθήκες που η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας, αντί για αυτονόητη νοητική διαδικασία, μετατράπηκε σε επώδυνη κοινωνική αναγκαιότητα.
Ας είναι, όμως... Οι λαοί έχουν δικαίωμα και στις σωστές και στις λάθος αποφάσεις, όπως και στους πειραματισμούς. Αυτό, άλλωστε, είναι το μεγαλείο της Δημοκρατίας. Και είμαστε υποχρεωμένοι να το σεβόμαστε, ακόμη και όταν διαφωνούμε με την κυρίαρχη βούληση και τις συνέπειές της.

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Η τέχνη του να βγάζεις «από τη μύγα ξίγκι»



            Δεν είναι ασύνηθες στις προεκλογικές περιόδους να λέγονται από όσους πολιτεύονται και διεκδικούν την εξουσία και… «μερικές κουβέντες παραπάνω». Θα περίμενε, ωστόσο, κανείς ότι μετά τις τόσες διαψεύσεις που βιώσαμε την τελευταία πενταετία, οι πολιτικοί μας ταγοί να ήταν πιο μετρημένοι, κυρίως σε μείζονα και επείγοντα ζητήματα τα οποία θα τα βρουν μπροστά τους την επομένη των εκλογών.
            Διάβαζα, για παράδειγμα, την Κυριακή τις θέσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα για το χρέος, όπως τις διατύπωνε στην «Καθημερινή» και, ειλικρινά, αναρωτιόμουν τι είναι προτιμότερο: να τα πιστεύει όλα αυτά ο εν δυνάμει επόμενος πρωθυπουργός της Ελλάδας ή απλά να καλλιεργεί προσδοκίες, που ξέρει ότι δεν θα εκπληρωθούν, αλλά μέχρι να έρθει η ώρα των κρίσιμων αποφάσεων, θα έχει τον χρόνο για να προσγειώσει στην πραγματικότητα τις βαρύγδουπες εξαγγελίες;
            Έχει ενδιαφέρον, άλλωστε, ότι οι πιο πρόσφατες θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη διευθέτηση του χρέους απέχουν αρκετά από τις προηγούμενες που μιλούσαν για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους και άλλα ηχηρά παρόμοια, τα οποία πλέον δεν λέγονται ρητά αλλά υπονοούνται, επειδή ενδεχομένως ακόμη και έτσι λειτουργούν ψηφοθηρικά, αφού υπαινίσσονται… ηρωική διάθεση για σύγκρουση με τους δανειστές.
            Ας δούμε, όμως, ασχολίαστα, κατ΄ αρχήν, ποιες είναι οι τωρινές θέσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ. «Όσο το δημόσιο χρέος της χώρας παραμένει δυσθεώρητο, μη βιώσιμο και η εξυπηρέτησή του δυσβάστακτη, τότε ούτε αξιόπιστη και βιώσιμη δημοσιονομική εξυγίανση μπορεί να υπάρξει, ούτε βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά ούτε και η δυνατότητα για συστηματική χρηματοδότηση από τις αγορές με λογικούς όρους», αναφέρει αυτολεξεί ο κ. Τσίπρας.
            Και συμπληρώνει: «Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη βιωσιμότητα του χρέους και την υπερχρέωση της Ευρωζώνης με “Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για το Χρέος”, με βάση τη Διάσκεψη του Λονδίνου το 1953, γίνονται αντικείμενο διαλόγου στην Ευρώπη και δημόσιας αποδοχής, όχι μόνον από προοδευτικούς οικονομολόγους και την ευρωπαϊκή Αριστερά, αλλά από συντηρητικές κυβερνήσεις, όπως της Ιρλανδίας, διά στόματος του υπουργού Οικονομικών».
            Ακόμη και αν καλόπιστα συμφωνούσε κανείς με την πρώτη επισήμανση του κ. Τσίπρα, ότι δηλαδή το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο (ζήτημα, ωστόσο, για το οποίο υπάρχει ισχυρός αντίλογος), πώς θα μπορούσε να δεχθεί τη δεύτερη; Από πού, άραγε, προκύπτει ότι γίνεται αντικείμενο διαλόγου και δημόσιας αποδοχής η -πολύ ωραία, κατά τα άλλα- ιδέα του κόμματός του για την Ευρωπαϊκή Διάσκεψη;
Πόσοι και ποιοι είναι αυτοί οι περίφημοι «προοδευτικοί οικονομολόγοι»; Τι εκπροσωπεί η Αριστερά στην Ευρώπη και σε ποια θεσμικά όργανα λήψης αποφάσεων έχει βαρύνοντα λόγο; Πόσο μετράει η γνώμη του Ιρλανδού υπουργού Οικονομικών, ο οποίος (χωρίς να είναι βέβαιο ότι τα έχει πει ακριβώς έτσι, αλλά και αν τα είπε –και μακάρι) δεν είναι παρά ένας από τους 18 του Eurogroup; Και γιατί επικαλούμαστε τον Ιρλανδό και όχι τον Ισπανό ομόλογό του που μας θύμισε προ ημερών ότι η –επίσης «φαλιρισμένη»- χώρα του μας έχει δανείσει 26 δισ. ευρώ και τα θέλει πίσω;
            Έχω την αίσθηση ότι και σε αυτό το ζήτημα, όπως σε αρκετά άλλα, οι επιτελείς της Κουμουνδούρου επιχειρούν να βγάλουν «από τη μύγα ξίγκι». Είναι μια ωραία και αποδοτική μέθοδος όταν είσαι στη βολή που σου εξασφαλίζει η αντιπολίτευση, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ισχύει το ίδιο όταν βρίσκεσαι με το ένα πόδι στην εξουσία. Πόσω μάλλον όταν επίκειται να βρεθείς και με τα δύο.
Γιατί είναι εύκολο, π.χ., να συγκεντρώνεις ανέξοδες υποσχέσεις στήριξης, όπως τις παραμονές των τελευταίων ευρωεκλογών που κάθε τρεις και λίγο ακούγαμε για… στρατιές διανοούμενων –τύπου Ζίζεκ- που στήριζαν τον κ. Τσίπρα, χωρίς αυτό να έχει κάποιο σπουδαίο αντίκρισμα στην πανευρωπαϊκή κάλπη.
Και, πάντως, είναι εντελώς διαφορετικό να βρεθείς αντιμέτωπος με τους δανειστές σε ένα διεθνές όργανο και την ώρα που μπαίνει στο τραπέζι η αναδιάρθρωση του χρέους, με πιθανή επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και μείωση του ήδη χαμηλού επιτοκίου, εσύ να πρέπει νωρίτερα να εξηγήσεις στους συνομιλητές σου τις –ας ελπίσουμε μόνον προεκλογικές- θεωρίες για τον ζουρνά και τον πεντοζάλη…
Μέχρι τότε, η απορία που προσωπικά θα με τρώει -για το χρέος και όχι μόνον- είναι: Πρόκειται για (σκόπιμη) προεκλογική παραπλάνηση ή διακατέχονται από (άδολη) άγνοια κινδύνου που τους κάνει να πιστεύουν ότι μπορεί να κυβερνήσουν βγάζοντας «από τη μύγα ξίγκι»;

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

Η προεκλογική… τούρλα και οι τερατογενέσεις



            Οι προεκλογικές περίοδοι κρύβουν συχνά μεγάλες παγίδες, κυρίως για τους πολιτευόμενους με τα κόμματα εξουσίας, τα οποία, όταν δεν έχουν σαφείς και προσδιορισμένες προγραμματικές θέσεις, αφήνουν ελεύθερο το πεδίο σε κάθε υποψήφιο που κυνηγάει τον σταυρό να διατυπώνει -είτε από άγνοια ή από διάθεση να μη δυσαρεστήσει κανέναν- τη δική του προσωπική άποψη επί παντός του επιστητού.
            Με αφορμή μια σειρά από απίθανες εξαγγελίες γύρω από τις οποίες περιστρέφεται τις τελευταίες ημέρες ο δημόσιος διάλογος, θυμήθηκα τον απίστευτο ανταγωνισμό που είχε ξεσπάσει πριν από τις κάλπες του 2004 για τη μονιμοποίηση των χιλιάδων συμβασιούχων που υπηρετούσαν τότε στο Δημόσιο.
Το ζήτημα είχε ανακινηθεί από την ηγεσία της τότε ελάσσονος αντιπολίτευσης, δηλαδή του Συνασπισμού, που, επικαλούμενη το ευρωπαϊκό δίκαιο, ισχυριζόταν ότι έπρεπε να υπογράψουν συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και εργαζόμενοι με ελάχιστη προϋπηρεσία που είχαν προσληφθεί για συγκεκριμένο έργο που στο μεταξύ είχε εκλείψει.
            Αρχικά, μάλιστα, τα δύο, τότε, κόμματα εξουσίας, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, που κυβερνούσε, και η Νέα Δημοκρατία, που ήταν εν αναμονή κυβέρνηση, εμφανίζονταν κάπως διστακτικά στην υιοθέτηση του αιτήματος. Όχι από πολιτική συστολή, αλλά γιατί μόλις έναν χρόνο νωρίτερα είχαν ψηφίσει από κοινού την αναθεώρηση της σχετικής συνταγματικής διάταξης, που προέβλεπε, πλέον, ρητά την απαγόρευση των μονιμοποιήσεων υπαλλήλων που είχαν προσληφθεί χωρίς τα κριτήρια που καθόριζε το ΑΣΕΠ.
            Το Σύνταγμα και οι περιορισμοί του, όμως, αποδείχθηκαν… λεπτομέρειες μόλις τη σκυτάλη πήραν τα τηλεοπτικά πρωινάδικα. Ο ένας μετά τον άλλο οι υποψήφιοι των δύο κομμάτων εξουσίας αναγνώριζαν το «δίκαιο» των συμβασιούχων στη μονιμότητα, παρότι στη συντριπτική τους πλειονότητα είχαν προσληφθεί από το «παράθυρο» και χωρίς αντικειμενικά κριτήρια.
Στο παιχνίδι μπήκαν και οι ίδιοι οι αρχηγοί των μεγαλύτερων κομμάτων, Γιώργος Παπανδρέου και Κώστας Καραμανλής, που διαγκωνίστηκαν επίσης ποιος θα υποσχεθεί τις περισσότερες μονιμοποιήσεις. Το ότι ήταν άγνωστο πόσοι ακριβώς ήταν οι προς μονιμοποίηση συμβασιούχοι, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να υπολογιστεί το οικονομικό κόστος με το οποίο επιφορτιζόταν το δημόσιο από το συλλήβδην «βόλεμα», ούτε που απασχόλησε κανέναν.
Η κυβέρνηση της ΝΔ που ανέλαβε μετά τις εκλογές, προσπάθησε με διάφορα προσκόμματα να περιορίσει τον αριθμό των μονιμοποιήσεων, αλλά η βεντάλια των προεκλογικών υποσχέσεων είχε ανοίξει τόσο πολύ, που ήταν, πλέον, αδύνατον να μπει φρένο ακόμη και σε κραυγαλέες περιπτώσεις προσώπων που είχαν διοριστεί στην αρχή συμβασιούχοι και κατόπιν μόνιμοι με πλαστά δικαιολογητικά.
Η συνέχεια είναι, λίγο ως πολύ, γνωστή. Χρειάστηκε να χρεοκοπήσει η χώρα, να επιμείνουν πεισματικά οι τροϊκανοί στην ανάγκη μείωσης του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων για να αναζητηθούν οι φάκελοι όσων μονιμοποιήθηκαν και να ελεγχθούν τα στοιχεία που είχαν υποβάλει, ώστε να απολυθούν κάποιοι λίγοι ως «επίορκοι» για να πάψουν να πιέζουν οι… άκαρδοι δανειστές.
Ο λογαριασμός από τον ψηφοθηρικό ανταγωνισμό της προεκλογικής περιόδου του 2004 ήταν ιδιαίτερα βαρύς και επέπεσε επί των κεφαλών μας με ό,τι ακολούθησε πέντε χρόνια μετά. Εκείνο, όμως, το σκληρό πάθημα, που δεν ήταν ούτε το πρώτο, ούτε, δυστυχώς, το τελευταίο, δεν φαίνεται να έγινε μάθημα αφού τα ίδια φαινόμενα τα βλέπουμε να επαναλαμβάνονται…
Πάρτε το παράδειγμα με τον ΕΝΦΙΑ και τη σύγχυση που προκαλούν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που για να γίνουν φιλολαϊκότεροι από τους κυβερνητικούς υπόσχονται την κατάργησή του φόρου, χωρίς, όμως, κανείς τους να είναι σε θέση να πει πότε και πως θα πάψουμε να τον πληρώνουμε. Η έλλειψη, από τη μια, σαφούς εναλλακτικού σχεδίου και η άγνοια, από την άλλη, που γίνεται προφανής από το γεγονός ότι λίγοι δείχνουν να ξέρουν ότι οι εναπομείνασες δύο δόσεις του συγκεκριμένου φόρου αφορούν υποχρέωση του 2013, ενώ από την άνοιξη θα αρχίσουμε να πληρώνουμε για το 2014, οδηγεί τραγελαφικές δηλώσεις.
Ανάλογα με τη διάθεση από την οποία διακατέχεται ή την «πίεση» που δέχεται από τους συνομιλητές του, το κάθε στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που συνεντευξιάζεται λέει «το κοντό του και το μακρύ του». Κάποιοι κρύβονται πίσω από βαρύγδουπες εξαγγελίες για «Σεισάχθεια». Άλλοι «κλείνουν το μάτι» σε όσους, αν και έχουν, δεν πληρώνουν, αδιαφορώντας ότι αυτό τινάζει στον αέρα τον προϋπολογισμό που οι ίδιοι θα κληθούν να διαχειριστούν. Οι πιο «γαλαντόμοι» τάζουν την άμεση κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και την υποκατάστασή του από νέο φόρο επί της μεγάλης ακίνητης περιουσίας, το ύψος της οποίας, όμως, το προσδιορίζει ο καθένας κατά βούληση.
Αν ήταν μόνον ο ΕΝΦΙΑ, ίσως να ήταν μικρό και το συνολικό κακό. Η γενική πλειοδοσία σε ό,τι ακούγεται ευχάριστα κα το προεκλογικό «στρογγύλεμα» των θέσεων ώστε να ικανοποιούνται… όλοι ή, τέλος πάντων, όσο γίνεται περισσότεροι, επεκτείνεται, δυστυχώς, σχεδόν παντού. Και, φυσικά, δεν αφορά μόνον τον ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι ένα στρογγύλεμα και μια πλειοδοσία που τη συναντάμε  από την ευρυχωρία των διαβεβαιώσεων ότι δεν θα περιοριστεί το κυνήγι, ή, πολύ περισσότερο, τα συνεχή μπρος - πίσω για την παράταση του Μνημονίου, έως, ακόμη χειρότερα, τη… νέα «Κυριακή της Ορθοδοξίας» που κήρυξε, αιφνιδίως, ο Αντώνης Σαμαράς αναστηλώνοντας τις εικόνες στο δημαρχείο Φιλιατών, που, από ό,τι ξέρω, -γιατί είναι η γενέτειρά μου- κανείς («εικονομάχος» ή άλλος) δεν τις είχε κατεβάσει…
Υπομονή και κουράγιο για τις δέκα μέρες της προεκλογικής τούρλας που απομένουν. Και ελπίδα να αποφύγουμε τις επαπειλούμενες τερατογενέσεις.