Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Η… ματαιότητα της μομφής και η κρίση για τους κρίνοντες


Στην πολιτική καθημερινότητα γίνονται πολύ συχνά πράγματα τα οποία, παρόλο που είναι προφανώς μάταια, δεν μπορεί κανείς να τα αποφύγει, ιδίως αν είναι επαγγελματίας του είδους και έχει επιλέξει να ακολουθήσει την πεπατημένη.

Πάρτε για παράδειγμα τις διάφορες συναθροίσεις κομματικών οργάνων, στις οποίες μαζεύονται οι ίδιοι και οι ίδιοι άνθρωποι που, μάλιστα, κατά τεκμήριο συμφωνούν μεταξύ τους και αναλώνονται σε χειροκροτήματα προς τον ομιλητή, ο οποίος συνήθως είναι ο αρχηγός τους με τον οποίο ουδείς διαφωνεί.

Η όλη τελετουργία στήνεται αποκλειστικά και μόνον για το τηλεοπτικό θεαθήναι και πιο συγκεκριμένα για να επιλέξουν οι δημοσιογράφοι μια ατάκα που θα παίξει στα δελτία ειδήσεων και θα γίνει τίτλος σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Έναν τέτοιο χαρακτήρα είναι σαφές πως είχε, για όποιον τουλάχιστον διέθετε τον χρόνο και την υπομονή να την παρακολουθήσει, η πρωτοβουλία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλει πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση με αφορμή το πολυσυζητημένο θέμα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων.

Με εξαίρεση ίσως λίγους πολύ θερμοκέφαλους φανατικούς, δεν μπορώ να φανταστώ άλλους και κυρίως ανθρώπους με στοιχειώδη κοινό νου που να θεώρησαν ότι πλησίαζε η ώρα να πέσει η κυβέρνηση όταν είδαν τον Αλέξη Τσίπρα να βγαίνει το πρωί της περασμένης Τρίτης από τα γραφεία της ΑΔΑΕ με τον γνωστό φάκελο ανά χείρας και το βράδυ της ίδιας μέρας να προαναγγέλλει έξω από το Προεδρικό Μέγαρο ότι την επομένη ημέρα θα δημοσιοποιούσε το περιεχόμενό του από το βήμα της Βουλής.

Δεν ήταν μόνον που τα στοιχεία του φακέλου τον οποίο κρατούσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είχαν διαρρεύσει στα φιλικά του μέσα λίγο μετά την αναχώρησή του από τα γραφεία της ανεξάρτητης αρχής, που είναι ταγμένη να… διασφαλίζει το απόρρητο των επικοινωνιών, ήταν πολύ περισσότερο που το ίδιο βράδυ η κυβέρνηση προέτρεπε επισήμως, δια του εκπροσώπου της Γιάννη Οικονόμου, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλει πρόταση μομφής (δυσπιστίας).

Κακά τα ψέματα, όμως, παρόλο που ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ είχε χάσει το momentum του πολιτικού αιφνιδιασμού, που είναι συνήθως εκείνο που δίνει υπόσταση σε τέτοιες κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες, η πρόταση μομφής, την οποία εντέλει υπέβαλε ο κ. Τσίπρας, ήταν πλέον μονόδρομος. Ήταν μια πρόταση, την οποία δεν μπορούσε να ματαιώσει, ακόμη και αν ο ίδιος ήταν βέβαιος -που ήταν!- για το προεξοφλημένο αποτέλεσμά της.

Με βάση τις εγχώριες, αλλά και τις διεθνείς, κοινοβουλευτικές παραδόσεις, οι προτάσεις δυσπιστίας αποκτούν πολιτικό νόημα σε δύο περιπτώσεις:

*Πρώτον όταν μια κυβέρνηση αντιμετωπίζει ζητήματα εσωτερικής συνοχής, και

*Δεύτερον, όταν βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση.

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, καμία από τις δύο προϋποθέσεις δεν φαίνεται να εκπληρώνεται.

Η «επένδυση» στελεχών και υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ στη διαφοροποίηση «καραμανλικών» και «σαμαρικών» βουλευτών, ήταν εξ αρχής μια απόλυτη ψευδαίσθηση που κατέληξε φρούδα ελπίδα.

Δεν υπάρχει βουλευτής που να έχει εκλεγεί με κάποιο κόμμα και να είναι διατεθειμένος λίγες βδομάδες πριν από την προκήρυξη των εκλογών να αποσκιρτήσει από την παράταξη με την οποία εξελέγη.

Πολύ περισσότερο όταν αυτή η παράταξη προηγείται σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις και στην κοινωνία δεν έχουν διαμορφωθεί συνθήκες που να προοιωνίζονται πολιτική αλλαγή.

Συμπερασματικά, η πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης ήταν μια αναμφισβήτητα μάταιη πρωτοβουλία. Μάταιη υπό την έννοια ότι ήταν καταδικασμένη να αποτύχει.

Αν η σκοπιμότητα της πρόκλησης της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης εξαντλείται στην πληροφόρηση της κοινής γνώμης ότι η κυβέρνηση έχει εμπλακεί σε αντιθεσμικές και ενδεχομένως παράνομες διαδικασίες, έχει καλώς. Ως εκεί όμως.

Διότι, κατά τα λοιπά, είναι ακραία αντιφατικό την ίδια ώρα που ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί την έκφραση του Ελευθερίου Βενιζέλου σύμφωνα με την οποία «υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας», στελέχη του κόμματος από το ίδιο το βήμα της Βουλής να μιλούν για «διεφθαρμένους εισαγγελείς» που έθεσαν στο αρχείο υποθέσεις που κινήθηκαν από τους ίδιους σε βάρος πολιτικών τους αντιπάλων.

Θα πρέπει κάποια στιγμή σε αυτόν τον τόπο να συμφωνήσουμε όλοι ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε τη Δικαιοσύνη, όπως πολύ σωστά δήλωνε πριν από λίγο καιρό ο κ. Τσίπρας έξω από το γραφείο του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και να μην το κάνουμε αυτό επιλεκτικά.

Δεν γίνεται να θεωρείται αδέκαστος ο Χρήστος Ράμμος επειδή έγινε πρόεδρος ανεξάρτητης αρχής κατόπιν εισηγήσεως του γνωστού και μη εξαιρετέου Δημήτρη Παπαγγελόπουλου και να στοχοποιείται ανελέητα ο Ισίδωρος Ντογιάκος επειδή ανέλαβε το αξίωμα του με πρόταση του νυν υπουργού Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα.

Αναμφίβολα και οι κρίνοντες κρίνονται για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. Αλλά με τα ίδια μέτρα και σταθμά. Και όχι με απολύτως ιδιοτελή κριτήρια.

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2023

Το «χούι», η «ενέργεια» και τα… νεκροταφεία των αναντικατάστατων

«Το χούι της πολιτικής εγκαταλείπει τον πολιτικό έξι μήνες μετά τον θάνατο του…», είναι ένα από τα αποφθέγματα που χρησιμοποιούνται στην εγχώρια δημόσια ζωή για να περιγράψουν την προσκόλληση που επιδεικνύουν πολλοί συνάνθρωποι μας οι οποίοι, γοητευμένοι από την αίσθηση (συχνά και ψευδαίσθηση) εξουσίας που δίνει η ενασχόληση με τα κοινά, δεν πτοούνται από τις αποτυχίες τους, επιμένοντας εφ΄ όρου ζωής να διεκδικούν αξιώματα και κάνοντας το παν για να καταφέρουν να μείνουν προσκολλημένοι ισοβίως στις καρέκλες τους.

Στον αντίποδα αυτής της νοοτροπίας, η οποία -κακά τα ψέματα- δεν αποτελεί αποκλειστικά και μόνον ελληνικό φαινόμενο, ήρθε η γενναία απόφαση της πρωθυπουργού της Νέας Ζηλανδίας Τζασίντα Άρντερν να ανακοινώσει ότι δεν θα ζητήσει την ανανέωση της θητείας της επειδή αισθάνεται ότι δεν διαθέτει τα ανάλογα αποθέματα ενέργειας για εργαστεί με τους ίδιους ρυθμούς για ακόμη τέσσερα χρόνια.

«Είμαι άνθρωπος. Οι πολιτικοί είναι άνθρωποι. Δίνουμε ό,τι μπορούμε για όσο μπορούμε και μετά έρχεται η ώρα», είπε η 42χρονη Άρντερν. «Και για μένα ήρθε η ώρα. Ξέρω τι χρειάζεται αυτή η δουλειά. Και ξέρω ότι δεν έχω πια αρκετή ενέργεια για να αντεπεξέλθω» συμπλήρωσε η Νεοζηλανδή πολιτικός η οποία όταν πριν από τέσσερα χρόνια ανέλαβε τα ηνία της χώρας της ήταν μια από τις νεότερες ηγέτες στον πλανήτη και εξακολουθεί να ανήκει σε αυτή την κατηγορία.

Ορισμένοι έσπευσαν να αποδώσουν την απόσυρση της κ. Άρντερν στις αρνητικές δημοσκοπήσεις για την παράταξη των Εργατικών, της οποίας ηγείται, που βλέπουν το φως ενόψει των επόμενων εκλογών στην απομακρυσμένη αυτή χώρα της Ωκεανίας που είναι προγραμματισμένες για τον προσεχή Οκτώβριο.

Ακόμη και έτσι, όμως, αν είναι, η σημειολογία τόσο της πρωτοβουλίας της όσο και των δηλώσεών της δεν παύει να αποτελεί ένα σπάνιο παράδειγμα αυτογνωσίας και εξανθρωπισμού της πολιτικής.

Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου είναι πάμπολλα τα παραδείγματα των πολιτικών οι οποίοι θεωρούν την Πολιτική ισόβιο «επάγγελμα». Και, ως εκ τούτου, μέχρι το βαθύ γήρας δεν εννοούν να παραδώσουν οικειοθελώς τη σκυτάλη ακόμη και όταν είναι πασιφανές ότι έχει εξαντληθεί προ πολλού όχι μόνον η… ενέργειά τους, αλλά και η πίστωση χρόνου που τους έχουν διαθέσει οι πολίτες.

Είναι άκρως χαρακτηριστική η επιμονή του Τζο Μπάιντεν και του Ντόναλντ Τραμπ, που αμφότεροι διάγουν το ύστερο μέρος της όγδοης δεκαετίας της ζωής τους, να αποτελέσουν το δίδυμο των μονομάχων οι οποίοι θα διεκδικήσουν το προεδρικό αξίωμα των ΗΠΑ για την περίοδο 2024-2028.

Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δείχνουν να αρκούνται σε όσα -θετικά ή αρνητικά- είχαν να προσφέρουν στην πρώτη θητεία τους.

Ο Αμερικανός νυν Πρόεδρος Μπάιντεν έχει γεννηθεί το 1942 και εξελέγη πρώτη φορά Γερουσιαστής το 1973, δηλαδή επτά χρόνια προτού να έρθει στον κόσμο η υπό παραίτηση Νεοζηλανδή πρωθυπουργός. Αλλά και ο προκάτοχός του, που θέλει να πάρει ρεβάνς και να τον διαδεχθεί στον Λευκό Οίκο, δεν πάει πίσω.

Ο πρώην πρόεδρος Τραμπ γεννήθηκε το 1946 και, εφόσον (παρ΄ ελπίδα!) πετύχει να επανεκλεγεί, θα μείνει στον Λευκό Οίκο έως ότου θα οδεύει προς τα 83 έτη της ζωής του, σχεδόν τα διπλάσια από τον χρόνο παραίτησης της κ. Άρντερν.

Είναι αλήθεια ότι στην πολιτική και εν γένει στην ενασχόληση με τα κοινά δεν μπορεί να μπαίνει ένα συγκεκριμένο όριο ηλικίας πάνω από το οποίο δεν θα μπορεί κάποιος να διεκδικήσει τη λαϊκή ψήφο για να αναλάβει κάποιο αξίωμα.

Από την άλλη, όμως, ισχύει και το «ουδείς αναντικατάστατος». Ή, όπως πολύ εύστοχα είχε επισημάνει ο Στρατηγός Σαρλ Ντε Γκωλ, ο οποίος διετέλεσε επί δεκαετία Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, «τα νεκροταφεία είναι γεμάτα από αναντικατάστατους».

Η νοοτροπία του αναντικατάστατου, από την οποία εμφορούνται πολλοί άνθρωποι σε διάφορους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, είναι μάλλον εντονότερη στην πολιτική ζωή η οποία αποτελεί έναν κατ΄ εξοχήν χώρο στον οποίο αναζητούν ρόλους ύπαρξης κάθε λογής φιλόδοξοι, ου μην αλλά και ματαιόδοξοι που συμπεριφέρονται ως εάν ο κόσμος ολόκληρος να περιστρέφεται γύρω τους.

Στις εκλογές οι οποίες θα διεξαχθούν σε λίγους μήνες στη χώρα μας, το πιθανότερο είναι ότι μεταξύ των πολιτικών αρχηγών που διεκδικούν τη λαϊκή ψήφο μόνον ένας θα είναι ο αδιαμφισβήτητος νικητής. Όλοι οι άλλοι θα έχουν κατά τεκμήριο ηττηθεί αφού δεν θα έχουν ευοδωθεί οι στόχοι τους οποίους έχουν θέσει.

Πόσοι, αλήθεια, εξ αυτών θα ακολουθήσουν το παράδειγμα της Νεοζηλανδής πρωθυπουργού; Το πιθανότερο είναι ότι ουδείς θα κάνει κάτι ανάλογο. Παρόλο που όλοι τους -συμπεριλαμβανομένου του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος σε λίγες μέρες συμπληρώνει τα 44 του- είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία από την Τζασίντα Άρντερν.

Εκτός και αν στην Ελλάδα υπάρχουν και αναντικατάστατοι… εκτός νεκροταφείων.

Λέτε;

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

Σεβασμό στους νεκρούς, αλλά με ζωντανή την ιστορική μνήμη

 

Από την εποχή που ο Σοφοκλής συνέγραψε την εμβληματική τραγωδία «Αντιγόνη» για να στηλιτεύσει την ύβρι του βασιλιά Κρέοντα, ο οποίος είχε απαγορεύσει την ταφή του αδελφού της κεντρικής ηρωίδας του έργου, ο σεβασμός στους νεκρούς υπήρξε συστατικό στοιχείο της αρχαιοελληνικής παράδοσης που μεταλαμπαδεύτηκε στον δυτικό πολιτισμό και έγινε κοινό κτήμα του σύγχρονου πολιτισμένου κόσμου.

Στην πορεία των αιώνων που παρήλθαν έκτοτε, πρόσωπα ή και ολόκληροι λαοί που είτε ενέταξαν είτε όχι στην Παιδεία τους τα μηνύματα της «Αντιγόνης», «εκπαιδεύτηκαν» να εκδηλώνουν σεβασμό σε όλους όσοι εγκαταλείπουν τα εγκόσμια. Έτσι, ακόμη και σε κάποιους από τους πιο φονικούς πολέμους, οι αντιμαχόμενες πλευρές συνομολογούν εκεχειρία στις συγκρούσεις τους με στόχο να θάψουν τους νεκρούς τους.

Υπό αυτή την έννοια είναι παντελώς ακατανόητο το πάθος και το μένος με το οποίο μια πλειάδα συνελλήνων εκφράζεται αυτές τις μέρες για την εκδημία του τελευταίου (τέως) βασιλιά της Ελλάδας Κωνσταντίνου. Όπως -βεβαίως, βεβαίως- και η αντίστοιχη φιλοδυναστική λαγνεία που κάποιοι άλλοι επιχειρούν να καλλιεργήσουν για προφανείς ιδιοτελείς σκοπούς που σχετίζονται με ιδεοληψία ου μην αλλά και με ψηφοθηρία.

Παρότι μας χωρίζει σχεδόν μισός αιώνας αφότου ο ελληνικός λαός με το ιστορικό δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 τερμάτισε το καθεστώς της Βασιλείας, ορισμένοι αμετανόητα επιμένουν να συντηρούν το διχαστικό πνεύμα παλαιότερων εποχών για το οποίο ο λαός μας κατέβαλε βαρύτατο τίμημα τόσο σε αδελφοκτόνο αίμα όσο, πολύ περισσότερο, σε συλλογική οικονομική ευημερία, αφού η χώρα δέσμια των εμφύλιων αντιπαραθέσεων έμεινε πίσω την ώρα που οι άλλοι κάλπαζαν προς το μέλλον.

Δίχως αμφιβολία, η μεγάλη πλειονότητα των σημερινών Ελλήνων δεν έχει μνήμες από τις εποχές οι οποίες σημαδεύτηκαν από τη διαμάχη των φιλοβασιλικών με τους αντιβασιλικούς. Ενώ και οι -μάλλον αφελείς- πολιτικές πρωτοβουλίες του προσφάτως εκλιπόντος τελευταίου -και, ως εκ τούτου, τέως- μονάρχη της Ελλάδος αποτελούν μακρινές αναμνήσεις ακόμη και για τη μικρή μειοψηφία όσων τις έζησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Όπως και να έχει, η σημερινή ελληνική πραγματικότητα σε τίποτε δεν θυμίζει την περίοδο που ο 25ετής κληρονομικός μονάρχης οδηγούσε, τον Ιούλιο του 1965, σε παραίτηση τον εκλεγμένο πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, ούτε την εποχή που, δύο χρόνια αργότερα, ο ίδιος όρκιζε τους σφετεριστές της εξουσίας -και της δικής του, εν τέλει!- χουντικούς αξιωματικούς.

Κακά τα ψέματα, όσο γραφική είναι η απόπειρα των λίγων νοσταλγών του βασιλικού θεσμού να ωραιοποιήσουν το άκρως προβληματικό παρελθόν της ελληνικής δυναστείας, άλλο τόσο άστοχοι και έξω από κάθε λογική είναι οι υπαινικτικοί ισχυρισμοί ότι το δημοκρατικό πολίτευμα που εγκαθιδρύθηκε μετά τη Μεταπολίτευση μπορεί να τεθεί σε διακινδύνευση επειδή η ελληνική Πολιτεία συναίνεσε στη διευκόλυνση των οικείων του τέως βασιλιά να κηδέψουν τον άνθρωπό τους με τον τρόπο που οι ίδιοι θεωρούν προσήκοντα.

Καθώς συμπληρώνονται, πλέον, 49 χρόνια από την αποκατάσταση της, η Δημοκρατία στην Ελλάδα είναι πολύ ισχυρή για να χρειάζεται να καταφεύγει κάποιος σε απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς προκειμένου να την υπερασπιστεί.

Γι΄ αυτό και όσοι με πάθος επιμένουν να μιλούν για «Γλίξμπουργκ», αμφισβητώντας το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού που οι ίδιοι αναγνωρίζουν σε όλους τους υπολοίπους, δεν νομίζω ότι προσφέρουν θετική υπηρεσία στο δημοκρατικό πολίτευμα. Το αντίθετο θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος. Καταβάλλουν προσπάθειες να συντηρήσουν φοβικά σύνδρομα που ουδόλως αντιστοιχούν στην εποχή μας.

Καλώς ή κακώς, για τους περισσότερους σύγχρονους Έλληνες, ο εκλιπών Κωνσταντίνος και τα μέλη της οικογενείας του αντιμετωπίζονταν και εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως «celebrity’s» οι οποίοι δεν συνιστούν κίνδυνο για τη δημοκρατική τάξη στη χώρα.

Προφανώς θα ήταν εντελώς διαφορετικές οι εντυπώσεις που θα δημιουργούνταν στην κοινή γνώμη εφόσον υιοθετούνταν το αίτημα κάποιων ότι έπρεπε να γίνει δημοσία δαπάνη η κηδεία του τέως βασιλιά, ο οποίος είκοσι χρόνια πριν, το 2002, είχε αποσπάσει από το ελληνικό Δημόσιο το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 13,7 εκατομμυρίων ευρώ, που του επιδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως αποζημίωση για τη λεγόμενη «βασιλική περιουσία» η οποία περιήλθε στο Δημόσιο.

Και δυστυχώς παραμένει ως τις μέρες μας πλήρως ανεκμετάλλευτη.

Ο θάνατος του τελευταίου μονάρχη που γνώρισε αυτή η χώρα, έστω και αν βασίλεψε για μόλις τρία χρόνια και αυτό συνέβη πριν από έξι δεκαετίες, συνιστά μια καλή ευκαιρία για να κλείσουν οριστικά και αμετάκλητα αρκετοί λογαριασμοί του παρελθόντος.

Με βάση, λοιπόν, τη μακραίωνη παράδοση που πρωτοκαθιερώθηκε σε τούτα τα χώματα και ισχύει σε όλη τη δημοκρατική υφήλιο είναι ιερό το δικαίωμα όλων των ανθρώπων να τιμούν τους νεκρούς τους, χωρίς διάκριση σε «γαλαζοαίματους» ή σε… κοινούς θνητούς.

Εξίσου ιερό, όμως, είναι και το δικαίωμα όλων ημών να διατηρούμε ζωντανή την ιστορική μνήμη και να διακηρύττουμε με απόλυτη κατηγορηματικότητα και ανάλογη ψυχραιμία ότι η κληρονομική μοναρχία είναι ένα καθεστώς που η εφαρμογή του επέφερε δεινά στον τόπο μας και, σε κάθε περίπτωση, δεν συνάδει με την εποχή μας.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

Ποιον συμφέρει η προεκλογική πόλωση;


Το «ποδαρικό» στην ακραία κομματική πόλωση που έκαναν τις προηγούμενες ημέρες ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης και ο μέχρι πρότινος εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Νάσος Ηλιόπουλος θα αμέμενε κανείς ότι θα ακολουθείτο από ένα τσουνάμι αντιδράσεων από το πολιτικό δυναμικό, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τους λεγόμενους διαμορφωτές της κοινής γνώμης.

Δύο από τα υπερπροβεβλημένα στελέχη των κομμάτων εξουσίας αντάλλαξαν ύβρεις –«είσαι κλόουν», «είστε άθλια υποκείμενα»- και αν οι οικοδεσπότες του τηλεοπτικού πρωινάδικου που τους «φιλοξενούσε» τους άφηναν αχαλιναγώγητους ουδείς γνωρίζει που θα κατέληγαν. Φεύ, όμως!

Ο άγριος καβγάς που είχαν μπροστά στις κάμερες αντιμετωπίστηκε ως κάτι σύνηθες. Ούτε οι ηγεσίες των κομμάτων τους τούς κάλεσαν να δώσουν εξηγήσεις. Ούτε φυσικά οι ίδιοι ένοιωσαν την ανάγκη να απολογηθούν για τη συμπεριφορά την οποία είχαν και την εικόνα που παρουσίασαν.

Με κυνικότητα, μάλιστα, μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι δεν αποκλείεται και ο ένας και ο άλλος να έφυγαν από τα τηλεοπτικά στούντιο ικανοποιημένοι για τη στάση τους. Είναι, άλλωστε, σαφές για τους παροικούντες στην Ιερουσαλήμ της εγχώριας πολιτικής ζωής, ότι οι τηλεοπτικοί καβγάδες είναι σχεδόν πάντοτε άκρως αποδοτικοί για τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους.

Οι οποίοι συχνά μόλις κλείνουν οι κάμερες φεύγουν… αγκαλιασμένοι από τα τηλεοπτικά πλατό.

Κακά τα ψέματα, οι φανατικοί οπαδοί, ανεξαρτήτως παρατάξεως, αρέσκονται στις επιθετικές συμπεριφορές που επιδεικνύονται τα στελέχη των κομμάτων που υποστηρίζουν. Έτσι όσο πιο εριστικός προς τους αντιπάλους του είναι κάποιος πολιτικός, τόσο πιο δημοφιλής γίνεται στους απαρτίζοντες τον κομματικό πυρήνα.

Μπορεί την ίδια ώρα να γίνεται απεχθής σε όλους τους υπολοίπους, που είτε είναι μετριοπαθείς και νουνεχείς πολίτες, είτε ανήκουν στους φανατικούς της άλλης πλευράς, αλλά αυτό δεν εμποδίζει την εκτίναξη των προσωπικών του μετοχών στο εσωτερικό του κομματικού χρηματιστήριου.

Θα μπορούσε, μάλιστα, χωρίς μεγάλη δόση υπερβολής να υποστηρίξει κανείς ότι όσο απεχθέστερος γίνεται κάποιος στα μάτια του αντίπαλου οπαδικού ακροατηρίου τόσο μετατρέπεται σε ολοένα και μεγαλύτερο αντικείμενο λατρείας για τους οπαδούς του δικού του χώρου. Τα παραδείγματα είναι πολλά τόσο από παλαιότερες πολιτικές περιόδους όσο και από την τρέχουσα που τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα.

Τυχάρπαστα πρόσωπα που δημιουργούν θόρυβο γύρω από το όνομα τους, ξεχωρίζουν χωρίς να διαθέτουν κανένα απολύτως χάρισμα πέραν ίσως του θράσους και της συγκρουσιακής ορμής που επιδεικνύουν.

Στον αντίποδα, σοβαροί άνθρωποι με επαγγελματικές περγαμηνές και διακρίσεις που έχουν προτάσεις να καταθέσουν και αρθρώνουν ουσιαστικό πολιτικό λόγο δυσκολεύονται να σπάσουν το φράγμα της αποσιώπησης με το οποίο έρχονται αντιμέτωποι επειδή δεν θορυβούν και, ως εκ τούτου, «δεν κάνουν νούμερα», ικανά να τους εξασφαλίσουν περισσότερες προσκλήσεις για τηλεοπτικές εμφανίσεις.

Δεν είναι τυχαίος, εξάλλου, ο πολύ περιορισμένος αριθμός των πολιτικών στελεχών που καλούνται στις ουκ ολίγες τηλεοπτικές εκπομπές.

Με υπαιτιότητα άλλοτε των υπευθύνων των εκπομπών που απευθύνουν τις προσκλήσεις και άλλοτε των επικοινωνιακών επιτελείων των κομμάτων που επιλέγουν τους εκπροσώπους που στέλνουν στα τηλεοπτικά πάνελ, το βασικό κριτήριο επιλογής είναι τις περισσότερες φορές η κακώς εννοούμενη μαχητικότητα.

Τα προηγούμενα χρόνια που ήταν χρόνια μεγάλης πολιτικής έντασης, αρχικά εξαιτίας της πίεσης που ασκήθηκε από τις μνημονιακές πολιτικές σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα και εν συνεχεία λόγω της οξύτητας που πυροδότησε η διχαστική στρατηγική της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, τα έξαλλα και… ζοχαδιακά πολιτικά στελέχη κέρδιζαν κατά κράτος εξοβελίζοντας από το πεδίο όσους επιχειρούσαν να πάρουν αποστάσεις από τα εύπεπτα λαϊκίστικα αφηγήματα για τους «καλούς» της μιας πλευράς και το «απόλυτο καλό» της άλλης όχθης.

Εκείνα που έθρεψαν τη «Χρυσή Αυγή» και καλλιέργησαν τον «χρυσαυγητισμό».

Παρά ταύτα, πάντως, και καθώς βαθμιαία η Ελλάδα επιστρέφει -με αργούς ρυθμούς είναι η αλήθεια- στην κανονικότητα είναι απορίας άξιον αν η μακρά προεκλογική περίοδος που διανύουμε -και η οποία έχει ακόμη μακρύ δρόμο μπροστά της- αποτελεί το κατάλληλο πλαίσιο για να συνεχίζεται αενάως η τοξική αντιπαράθεση. Διότι μπορεί οι φιλέριδες πολιτικοί, οι οποίοι είτε είναι έτσι από τη φύση τους είτε παίζουν αυτό τον ρόλο, να αφιονίζουν το φανατικό κοινό της μιας ή της άλλης παράταξης, την ίδια στιγμή, όμως, απωθούν όλους όσοι δεν υποστηρίζουν τυφλά και άκριτα μια παράταξη.

Αν, μάλιστα, επιβεβαιωθεί η υπόθεση ότι στις επερχόμενες εκλογές, περισσότερο ίσως από όλες τις προηγούμενες, οι πολίτες χωρίς ιδιαίτερη κομματική ταύτιση θα είναι εκείνοι που με την επιλογή την οποία θα κάνουν στις κάλπες θα κρίνουν την έκβαση του αποτελέσματος, τότε η χρησιμότητα των στελεχών που ποντάρουν στον φανατισμό γίνεται όλο πιο περιορισμένη.

Διότι μπορεί η πόλωση, η οξύτητα και η τοξικότητα που προκαλούν να βοηθούν τους ίδιους, που «τρώνε από τα έτοιμα», σαρώνοντας τους σταυρούς των φανατικών, είναι, όμως, αμφίβολη η συνεισφορά τους στην προσέλκυση άλλων ψηφοφόρων.

Όποια ηγεσία το συνειδητοποιήσει γρηγορότερα και το εφαρμόσει αποτελεσματικότερα θα είναι πιθανότατα εκείνη που θα βγει κερδισμένη.