Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 27 Μαΐου 2022

Τι θα αλλάξει αν οι Τούρκοι πουν «γιοκ» στον Ερντογάν;

Μπορεί η γειτονική μας Τουρκία να μην αποτελεί υπόδειγμα κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, πλην, όμως, με εξαίρεση κάποια διαλείμματα κατά τα οποία την εξουσία σφετερίζονταν ο Στρατός, με ανοικτά ή συγκεκαλυμμένα πραξικοπήματα, οι πολιτικές δυνάμεις που ασκούν τη διακυβέρνηση της μεγάλης και τόσο αντιφατικής αυτής χώρας προκύπτουν από εκλογές. 

Ο 68χρονος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό για σχεδόν 30 χρόνια. Αρχικά ως υποψήφιος δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, αξίωμα στο οποίο αναδείχθηκε το μακρινό 1994, εν συνεχεία, από το 2002, ως αρχηγός κόμματος και υποψήφιος πρωθυπουργός και, από το 2014, ως υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έχει μέχρι τώρα καταφέρει να κερδίζει τη λαϊκή ψήφο κάθε φορά που τη διεκδικεί. 

Στην αρχή, μάλιστα, της καριέρας του είχε, λόγω των ισλαμιστικών απόψεων τις οποίες ενστερνιζόταν από νέος, αντιμετωπίσει διώξεις, κάτι που ο ίδιος επεφύλαξε αργότερα για αρκετούς από τους αντιπάλους του. Ανεξάρτητα, ωστόσο, αν οι περισσότεροι Κούρδοι βουλευτές αντί για την αίθουσα της Εθνοσυνέλευσης, «φιλοξενούνται» σε κελιά φυλακών, η αλήθεια είναι ότι και την εποχή που διωκόμενος ήταν ο Ερντογάν, αλλά και αργότερα που έγινε ο ίδιος διώκτης, είναι οι κάλπες στις οποίες ψηφίζουν οι Τούρκοι που καθορίζουν τις εξελίξεις στη γείτονα.

Όλες αυτές οι επισημάνσεις έχουν τη σημασία τους και χρειάζονται να λαμβάνονται υπόψιν στη δική μας χώρα κάθε φορά που θέλουμε να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε τα τεκταινόμενα στην Άγκυρα, στην Κωνσταντινούπολη και, εν γένει, στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου. Απλοϊκότητες του τύπου ότι «έχουμε να κάνουμε με ένα ημιδικτατορικό καθεστώς που διοικείται από την ενός ανδρός αρχή», δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν ηγείται όλα αυτά τα χρόνια της Τουρκίας επειδή πείθει τους Τούρκους ότι είναι ικανότερος από τους αντιπάλους του. Και, άρα, για να συνεχίσει να ηγείται θα πρέπει να κερδίσει τις επόμενες προεδρικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες να γίνουν τον επόμενο Ιούνιο.

Μέχρι τώρα ο Τούρκος Πρόεδρος έβγαινε νικητής από όλες τις αναμετρήσεις στις οποίες λάμβανε μέρος προβάλλοντας ως μεγάλο «ατού» του τη βελτίωση της οικονομικής καθημερινότητας του μέσου συμπατριώτη του. Μπορεί ο πρώην κουλουράς στα σοκάκια της Κωνσταντινούπολης να έχει συσσωρεύσει -ο ίδιος και ο περίγυρος του- αμύθητα πλούτη, ήταν η βελτίωση στη ζωή τους, την οποία είδαν επί των ημερών του οι Τούρκοι, που τον έκαναν να είναι δημοφιλής και να του συγχωρούνται τόσες και τόσες παρασπονδίες.

Επειδή, όμως, στην πολιτική αλλά και στη ζωή όλα έχουν κάποια στιγμή ένα τέλος, φαίνεται ότι, υπό προϋποθέσεις, το τέλος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι μακριά. Η Τουρκία του 2022 αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα. Το νόμισμα της χώρας, η λίρα, καταρρέει. Ο πληθωρισμός τρέχει με ασύλληπτους ρυθμούς που έχω την αίσθηση ότι ο πληθυσμός καμίας δυτικής χώρας δεν θα μπορούσε να ανεχτεί. Τα φαραωνικά έργα που μέχρι πρότινος ήταν η ατμομηχανή της ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας, τώρα έχουν γίνει η παγίδα της ερντογανικής οικονομικής πολιτικής.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Τούρκος Πρόεδρος θα αποχαιρετίσει την εξουσία εφόσον στις επόμενες εκλογές βρεθεί αντιμέτωπος με έναν από τους δημοφιλείς δημάρχους της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου ή της Άγκυρας Μανσούρ Γιαβάς. Τα πράγματα είναι κάπως πιο αισιόδοξα για τον Ερντογάν εφόσον επιμείνει να είναι υποψήφιος ο αντιδημοφιλής αρχηγός του ρεπουμπλικανικού λαϊκού κόμματος (CHP) Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.

Όλα όσα βλέπουμε να διαδραματίζονται τις τελευταίες μέρες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι απολύτως συμβατά με αυτό το σκηνικό. Το «Μητσοτάκης γιοκ» που εκστόμισε, όχι για πρώτη φορά, ο Ερντογάν μετά την πρόσφατη πολυσήμαντη επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σχετίζεται άμεσα με τις εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας. Είναι προφανές ότι ο Τούρκος Πρόεδρος προσπαθεί να βρει διέξοδο στα συσσωρευμένα αδιέξοδά του με την κατακόρυφη ύψωση των απειλητικών τόνων κατά της Ελλάδας.

Το γεγονός, μάλιστα, ότι η χώρα μας -με την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση να βρίσκονται, ευτυχώς, στο ίδιο μήκος κύματος- αποφεύγει να μπει στον λεκτικό καβγά που μεθοδευμένα φαίνεται να προσπαθεί να πυροδοτήσει η ηγεσία της γείτονος, δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την ήδη δυσχερή θέση στην οποία έχει περιέλθει ο Ερντογάν.

Όσο και αν είναι ελεγχόμενα τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης, θα βρεθεί κάποιος αρθρογράφος που θα συγκρίνει την αποθεωτική υποδοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον με την αδυναμία του Τούρκου Προέδρου να πετύχει όχι πρόσκληση στον Λευκό Οίκο ή, πολύ περισσότερο, στο Καπιτώλιο, αλλά ένα απλό τηλεφώνημα από τον Τζο Μπάιντεν για να του παραπονεθεί που επί των ημερών του βγήκε η Τουρκία από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των αεροσκαφών F-35 και δεν ανάβει πράσινο φως για την αναβάθμιση των τουρκικών F-16 όπως έχει γίνει ήδη με τα ελληνικά.

Όπως και να έχει, πάντως, μπορεί σωστά να ευχόμαστε οι Τούρκοι να πουν «γιοκ» στον αλαζόνα Ερντογάν όταν στηθούν κάλπες στη γείτονα, αλλά δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες ότι τα πράγματα θα αλλάξουν δραστικά όταν και αν χάσει τις εκλογές ο σημερινός Πρόεδρος της Τουρκίας. Ποιος ξεχνά, άλλωστε, ότι ο εισβολέας της Κύπρου Μπουλέντ Ετσεβίτ ανήκε στην ίδια παράταξη με εκείνους που ευελπιστούμε ότι μπορεί να κατανικήσουν τον Ερντογάν; 

Οι ελπίδες της Ελλάδας δεν μπορεί παρά να εναποτίθενται στις συμμαχίες που συνάπτει, στην ισχύ που η ίδια διαθέτει και στην αποφασιστικότητα της ηγεσίας και του λαού της.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

Είναι τελικά κακό ή καλό να είσαι «προβλέψιμος»;

Στα δικά μας κοινοβουλευτικά θέσμια δεν συνηθίζεται οι αντιπολιτευόμενοι πολιτικοί να χειροκροτούν τους κυβερνητικούς. Όπως φυσικά και το αντίθετο. Γι΄ αυτό και μόνον ως χαριτολόγημα -που τέτοιο ήταν, είναι η αλήθεια- μπορεί να εκληφθεί το… «παράπονο» ότι στη δική μας Βουλή τον χειροκροτούν μόνον από το δικό του κόμμα που εξέφρασε από το βήμα του Κογκρέσου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης όταν είδε απέναντί του να πετάγονται σαν ελατήρια από τα έδρανά τους όλοι οι παριστάμενοι βουλευτές και γερουσιαστές για να τον χειροκροτήσουν όρθιοι.

Για την ιστορία, άλλωστε, του πράγματος, μπορώ να μαρτυρήσω -καθώς ήμουν παρών- ότι στην ίδια ακριβώς συνεδρίαση όταν λίγο νωρίτερα ανακοινώθηκε η είσοδος στην αίθουσα της Αντιπροέδρου των ΗΠΑ Καμάλα Χάρις, η οποία προεδρεύει ex officio στη Γερουσία, χειροκρότησαν μόνον οι ομοϊδεάτες της Δημοκρατικοί, ενώ οι Ρεμπουπλικανοί δεν αντέδρασαν. Το ίδιο, εξάλλου, γίνεται και στα περισσότερα δημοκρατικά Κοινοβούλια που απαρτίζονται από κυβερνητικές πλειοψηφίες και αντιπολιτευόμενες μειοψηφίες.

Στις δημοκρατίες τα πράγματα είναι μάλλον απλά και ξεκάθαρα: οι πλειοψηφίες κυβερνούν, οι μειοψηφίες ελέγχουν και αναλόγως με τον τρόπο που ο καθένας ασκεί το καθήκον του κρίνεται από τους πολίτες στις εκλογές. Είναι, λοιπόν, άλλο πράγμα μια πολιτική παράταξη να μην χειροκροτεί την αντίπαλό της και άλλο να προσπαθεί να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα που βοά μπροστά στα μάτια όλων.

Καλώς ή κακώς, στις μέρες μας υπάρχουν τόσο πολλοί δίαυλοι πληροφόρησης που και ο τελευταίος πολίτης, ο οποίος θέλει να αναζητήσει τα γεγονότα για να διαμορφώσει δική του άποψη επ΄ αυτών, έχει πρόσβαση σε τόσες πολλές πηγές που δεν είναι εύκολο να παραπλανηθεί. Υπό αυτό το πρίσμα, αναρωτιέται κάποιος πως μπορεί να δικαιολογηθούν κάποιοι χαρακτηρισμοί στελεχών της αντιπολίτευσης για την ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, όπως, για παράδειγμα, το «διασκεδαστική» που χαρακτήρισε ο Πάνος Σκουρλέτης για να εξηγήσει τον ενθουσιασμό με τον οποίο υποδέχτηκε το ακροατήριο των Αμερικανών γερουσιαστών και βουλευτών τα λεγόμενα του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Στην πολιτική, όπως και στη ζωή, δεν υπάρχουν μόνον το άσπρο και το μαύρο, ο θρίαμβος και η καταστροφή. Υπάρχουν, αρκετές ενδιάμεσες καταστάσεις οι οποίες δεν περιγράφονται μόνον με τα «ζήτω» και τα «κάτω». Η αλήθεια είναι ότι οι απλοϊκές προσεγγίσεις αυτού του είδους είναι πολύ εύκολο να εκτοξεύονται αφού δεν προϋποθέτουν προσπάθεια για ψύχραιμη και ουσιαστική επεξεργασία των δεδομένων. Έτσι, με ευκολία επιστρατεύονται ισχυρισμοί περί «προβλέψιμης» εξωτερικής πολιτικής που διατυπώνονται με έναν τρόπο τόσο αρνητικό που δίνει την εντύπωση πως πρόκειται για κάτι πάρα πολύ καταστροφικό.

Είναι όμως έτσι; Μπορεί και πρέπει μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, όπως είναι η Ελλάδα, να διακηρύσσει τις αρχές της ασκούμενης από την πλευρά της εξωτερικής πολιτικής, όπως κάθε φορά επιτάσσουν τα συμφέροντα και οι συμμαχίες της; Ή μήπως είναι προτιμότερο να αλλάζει συνεχώς τους προσανατολισμούς της και να κινείται με την τακτική του «κατά πως φυσάει ο άνεμος»; Το δίλημμα, λοιπόν, κατά βάση είναι το εξής: προβλέψιμη σταθερότητα ή πολιτική του ανεμουρίου που θέλει να τα βάζουμε κατά πάντων και μετά να παραπονούμαστε ότι δεν έχουμε κανέναν μαζί μας; 

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που στη χώρα μας επικαλούνται τον «απρόβλεπτο» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως προτεινόμενο υπόδειγμα για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Γοητεύονται από το διπλό παιχνίδι που παίζει στην ουκρανική κρίση.

Επαινούν τα τσαλίμια που χρόνια τώρα κάνει βρίζοντας τη μια μέρα το Ισραήλ και συγκρουόμενος την επομένη με την Σαουδική Αραβία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, πριν πάει σχεδόν ως ικέτης για συμφιλίωση μόλις βρει τα δύσκολα και αισθανθεί το κόστος της απομόνωσης. Θαυμάζουν το «ανατολίτικο παζάρι», όπως οι ίδιοι οι θαυμαστές χαρακτηρίζουν, στο οποίο επιδίδεται με αφορμή τις αιτήσεις της Σουηδίας και της Φινλανδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ επειδή θεωρούν ότι έτσι θα κάμψει τις αντιρρήσεις του Κογκρέσου στην άρση του εμπάργκο για προμήθεια αεροσκαφών F-16 και F-35 που με τόσο πάθος διεκδικεί.

Μόνον, όμως, που όλοι όσοι επικαλούνται την απρόβλεπτη πολιτική του Ερντογάν δεν μπορούν -ή δεν θέλουν- να αντιληφθούν ότι η Ελλάδα δεν είναι και -ευτυχώς- δεν πρόκειται να γίνει Τουρκία. Οι λόγοι είναι πολλοί. Είναι γεωστρατηγικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, αλλά κυρίως αισθητικοί. Συγκριτικά με την Ελλάδα, η γειτονική μας υπερέχει σημαντικά σε μέγεθος, αλλά και σε γεωστρατηγική θέση. Πουθενά αλλού.

Οι «απρόβλεπτες», όμως, πολιτικές που ακολούθησε η ηγεσία της τα τελευταία χρόνια, δεν μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι εξυπηρέτησαν τον στόχο της Άγκυρας να βρεθεί στο ευρωπαϊκό κατώφλι. Ούτε, βεβαίως, οι Τούρκοι πολίτες ευνοήθηκαν επειδή η χώρα τους ανέπτυξε στρατεύματα κατοχής όπου μπόρεσε: από τη Συρία έως τη Λιβύη. Κάθε άλλο. Ο πληθωρισμός που κατατρώει τα εισοδήματα των Τούρκων είναι έξι φορές μεγαλύτερος από τον δικό μας. Και εκτοξεύθηκε στα ύψη προτού ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Αλλά αν θέλουμε να το δούμε κι αλλιώς, νομίζω ότι η Ελλάδα όταν ήταν «απρόβλεπτη» -π.χ. όταν διενεργούσε δημοψήφισμα που κανείς δεν γνώριζε που στόχευε- βρέθηκε στην άκρη του γκρεμού. Ο υποχρεωτικός ρεαλισμός στον οποίο -εκούσα, άκουσα- άσκησε η προηγούμενη κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τον περισσότερο προβλέψιμο ρεαλισμό που με σχέδιο και μέθοδο ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση, άλλαξαν άρδην τη διεθνή εικόνα της χώρας.

Όποιος διαφωνεί δεν έχει παρά να (ξανα)δεί το βίντεο με την ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, η οποία, χωρίς υπερβολή, αποτελεί έναν μοναδικό ύμνο στο ασύγκριτο και διαχρονικό μεγαλείο του Ελληνισμού, το οποίο είναι προβλέψιμα πρωτοποριακό, ενισχύει τους συμμαχικούς δεσμούς που χρειάζεται η χώρα και βελτιώνει, κατά το δυνατόν, τη συλλογική ευημερία των πολιτών της.

Παρασκευή 13 Μαΐου 2022

Ο Ανδρέας, ο Μαρκ Τουέιν και η πίστη στην πατρίδα ή στην κυβέρνηση

Σε μια συγκυρία κατά την οποία στη διεθνή ειδησεογραφία κυριαρχούν οι ιστορικές αποφάσεις δύο παραδοσιακά «αδέσμευτων» και ειρηνόφιλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως είναι η Φινλανδία και η Σουηδία, να ζητήσουν να μπουν κάτω από την αμυντική ομπρέλα του ΝΑΤΟ, στη χθεσινή συνεδρίαση του ελληνικού Κοινοβουλίου οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις «σκοτώνονταν» για την ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία με επιχειρηματολογία που έδειχνε να ανασύρεται από το χρονοντούλαπο παλαιότερων δεκαετιών.

Όποιος άκουγε τη συζήτηση έμενε έκπληκτος και μόνον από το γεγονός ότι… πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντιπαράθεση είχαν οι αναφορές στον αλήστου μνήμης Πιουριφόι και στους χειρισμούς τους οποίους έκανε πριν από τρεις και τέσσερις δεκαετίες ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ανεξαρτήτως από ποια άποψη μπορεί να έχει κάποιος για την εξωτερική πολιτική του αείμνηστου ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, είναι απορίας άξιον πως μπορεί υπεύθυνοι πολιτικοί ηγέτες της εποχής μας να αναζητούν αναλογίες σε περιόδους οι οποίες δεν έχουν καμία απολύτως συνάφεια με τη σημερινή παγκόσμια πραγματικότητα.

Ο κόσμος γύρω μας αλλάζει με ασύλληπτες ταχύτητες, το γεωστρατηγικό περιβάλλον των ημερών μας είναι εντελώς διαφορετικό και δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα προηγούμενο και στη Βουλή των Ελλήνων κυριάρχησε το αν είχε δίκιο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που χαρακτήριζε «Ιανό» τον Ανδρέα Παπανδρέου ή αν ο τελευταίος σωστά έλεγε «έξω οι βάσεις του θανάτου» προτού η κυβέρνησή του υπογράψει, τη δεκαετία του ΄80, νέα συμφωνία για την παραμονή των αμερικανικών βάσεων στη χώρα.

Δεν μπορώ να ξέρω πώς ακριβώς διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος στη Φινλανδία και στη Σουηδία, αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ ότι στη Στοκχόλμη και στο Ελσίνκι επικαλούνται λόγια και κινήσεις του Ούλοφ Πάλμε για να αξιολογήσουν τις πρωτοβουλίες της σημερινής πρωθυπουργού Μαγκνταλένα Άντερσον και να (επι)κρίνουν την απόφαση της ίδιας και της Φινλανδής ομολόγου της Σάνα Μάριν να υποβάλουν αίτημα για ένταξη των χωρών τους στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.

Το αστείο(;) είναι ότι υπήρξαν δημοσιεύματα στη χώρα μας που χαρακτήριζαν «αντιδημοκρατική» τη στάση τους. Το ό,τι οι υπογράφοντες αυτά τα δημοσιεύματα τάσσονται συγκεκαλυμένα ή και ανοικτά υπέρ της εισβολής του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία και ζητούν να τερματιστεί η αντίσταση των Ουκρανών στην καταπάτηση τη ανεξαρτησίας τους, προφανώς μόνον τυχαία δεν είναι…

Επιστρέφοντας, ωστόσο, στα δικά μας και στη σφοδρή χθεσινή αντιπαράθεση στη Βουλή για το περιεχόμενο που έχει η Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) Ελλάδας-ΗΠΑ, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η κατάρτισή της άρχισε επί των ημέρων της προηγούμενης κυβέρνησης και η οριστικοποίησή της έγινε από τη σημερινή, χωρίς, όμως, ουσιώδεις αποκλίσεις από τα τετελεσμένα της προηγούμενης περιόδου. Ακόμη και αν δεν πάρει κάποιος τοις μετρητοίς όσα έχει κατά καιρούς δηλώσει ο απελθών πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ για την αγαστή συνεργασία που είχε με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δύσκολα μπορεί να αρνηθεί ότι άλλαξαν πολλά πράγματα στην εξωτερική πολιτική μετά την κυβερνητική αλλαγή του 2019.

Για του λόγου το αληθές, μάλιστα, αρκεί να ανατρέξει κανείς στα λεγόμενα από τον κ. Τσίπρα στην περί ης ο λόγος κοινοβουλευτική συζήτηση. «Ναι, πράγματι, επί ΣΥΡΙΖΑ έγιναν πάρα πολύ ουσιαστικά βήματα», είπε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για να συμπληρώσει: «Είχαμε απόλυτη αίσθηση της ευθύνης να υπερασπιστούμε την εθνική γραμμή και είχαμε πατριωτική αίσθηση της ευθύνης και προχωρήσαμε σε επιλογές που ενίσχυσαν τον ρόλο της χώρας διεθνώς και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα».

Απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό, συνέχισε λέγοντας: «Ξέρετε πολύ καλά ότι επί ΣΥΡΙΖΑ καθιερώθηκε ο στρατηγικός διάλογος και το σχήμα 3+1. Επί ΣΥΡΙΖΑ προωθήθηκε και στηρίχθηκε όσο ποτέ άλλοτε ο αγωγός EastMed. Επί ΣΥΡΙΖΑ πέρασε το EastMed Act που πίεζε το State Department για πρώτη φορά να καταγράψει τις τουρκικές παραβιάσεις και να άρει το εμπάργκο όπλων στην Κύπρο. Επί ΣΥΡΙΖΑ προχώρησαν επενδύσεις αμερικανικές όπως το FSRU που εγκαινιάσατε προχθές. Καλά κάνατε και το εγκαινιάσατε, αλλά είπατε “δικό μας έργο”. Επί ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε αυτό. Μαζί με τον Μπορίσοφ το υπογράψαμε». 

Και δεν έμεινε εκεί: «Εγκαινιάσατε και τα Ναυπηγεία της Σύρου. Επί ΣΥΡΙΖΑ έγινε και αυτό το έργο», πρόσθεσε για να συνοψίσει ο ίδιος: «Η Ελλάδα και κάθε Έλληνας πρωθυπουργός, κύριε Μητσοτάκη, οφείλει να διαπραγματεύεται με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ενίσχυση των διμερών μας σχέσεων, αλλά σε αμοιβαία επωφελή βάση. Για εμάς αμοιβαία επωφελής βάση συνεργασίας στον τομέα της άμυνας είναι η εξασφάλιση ανταλλαγμάτων και εγγυήσεων σε σχέση με τα αμυντικά συμφέροντα της χώρας».

Το καλύτερο όλων, ωστόσο, ήταν όταν ο κ. Τσίπρας -άθελά του, κατά τα φαινόμενα- επικαλέστηκε την ίδια ακριβώς ρήση του Μαρκ Τουέιν που είχε χρησιμοποιήσει λίγο νωρίτερα ο κ. Μητσοτάκης. «Πατριωτισμός σημαίνει πίστη στην πατρίδα πάντα, πίστη στην κυβέρνηση μόνο όταν το αξίζει», ήταν η επίμαχη φράση στην οποία, όμως, οι δύο αρχηγοί… κατάφεραν να δώσουν διαφορετική ερμηνεία. Ο μεν πρωθυπουργός είπε ότι στο θέμα της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας «συμπίπτουν και ισχύουν απόλυτα και οι δύο αυτές προϋποθέσεις». Ο δε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αντέτεινε ότι «εσείς αποδεικνύετε, μέρα με τη μέρα, ότι δεν το αξίζετε».

Για να αποδειχθεί, έτσι, πως όταν ένας πολιτικός θέλει να διαφωνήσει, μπορεί να το κάνει ακόμη και όταν συμφωνεί…

Παρασκευή 6 Μαΐου 2022

Η βολική καρικατούρα και ο λογαριασμός που θα πληρωθεί

Όποιος πάρει τοις μετρητοίς την καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ και προσέλθει την μεθεπόμενη Κυριακή στην ψηφοφορία για την επανεκλογή του Αλέξη Τσίπρα για να βάλει στην κάλπη, αντί για ψηφοδέλτιο, τον λογαριασμό του ρεύματος, κινδυνεύει να έχει την τύχη εκείνων που σήκωναν παλαιότερα τις μπάρες των διοδίων και μετά έτρεχαν στα δικαστήρια για να καταβάλουν με πρόστιμο το αντίτιμο για τις διελεύσεις των οχημάτων τους, το οποίο είχαν νωρίτερα αρνηθεί επηρεασμένοι από όσους τους είχαν παρασύρει στο κίνημα «δεν πληρώνω».

Το σύνθημα «στις 15 Μαΐου ψηφίζουμε όλοι και τους στέλνουμε πίσω τον λογαριασμό», το οποίο λανσάρει τις τελευταίες ημέρες η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θεωρώντας ότι έτσι θα προσελκύσει περισσότερους ψηφοφόρους, δείχνει ότι οι απαρτίζοντες το επιτελείο της Κουμουνδούρου έχουν μάλλον στερέψει από πρωτοτυπία, όχι μόνον σε υλοποιήσιμες προτάσεις, που ποτέ δεν ήταν το δυνατό τους σημείο, αλλά ακόμη και στη συνθηματολογία στην οποία, κακά τα ψέματα, διακρίνονταν για τη φαντασία τους.

Είναι, υπό αυτές τις συνθήκες, απορίας άξιον ποιος είχε τη φαεινή ιδέα ένα κόμμα που διεκδικεί την εξουσία να επικεντρώσει στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού την καμπάνια του με την οποία υποτίθεται ότι σκοπεύει να αποδείξει ότι αποτελεί πλειοψηφία στην ελληνική κοινωνία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εξωφρενικοί λογαριασμοί που φθάνουν τις τελευταίες πολλές εβδομάδες στα περισσότερα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις της χώρας αποτελούν τη βασική πηγή της δυσφορίας και σε κάποιες περιπτώσεις και της αγανάκτησης που αισθάνονται οι πολίτες.

Την ίδια ώρα, όμως, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι η πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μην πληρώνονται από τους πολίτες οι φουσκωμένοι λογαριασμοί δεν συνιστά εναλλακτική πρόταση για τη διακυβέρνηση. Ακόμη και αν ήταν η κυβέρνηση αποκλειστικά υπεύθυνη για την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, που δεν νομίζω ότι μπορεί κάποιος να το ισχυριστεί βασίμως, το «δεν πληρώνω» από έχοντες και μη έχοντες έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι λύση.

Έπειτα, μάλιστα, από τα μέτρα που ανακοίνωσε την Πέμπτη ο πρωθυπουργός για τους λογαριασμούς του ρεύματος, ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να χάσει να χάσει κατά κράτος στο επικοινωνιακό πεδίο. «Επένδυσε» -λανθασμένα, όπως αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά- στην εκτίμηση ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν θα τολμούσε να λάβει τις απαιτούμενες αποφάσεις για την ανακούφιση της κοινωνίας από τα δυσβάστακτα βάρη που επωμίζεται τόσο από την ενεργειακή κρίση όσο και από τις γενικότερες πληθωριστικές πιέσεις που προϋπήρχαν ως απότοκα της πανδημίας και επιδεινώθηκαν με τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Πρόκειται στην πραγματικότητα για το γνωστό λάθος το οποίο επανειλημμένα έχει διαπράξει τα τελευταία χρόνια η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία, αντί του Κυριάκου Μητσοτάκη, αντιπολιτεύεται μια βολική καρικατούρα -ένα «σκιάχτρο» που η ίδια κατασκευάσει. Μόνον όμως που το κατασκευασμένο «σκιάχτρο» δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, όπως τουλάχιστον τη βιώνει η πλειοψηφία της κοινωνίας.

Από την εποχή που ο κ. Τσίπρας όντας ακόμη πρωθυπουργός, αδιαφορούσε πλήρως για τα συντριπτικά εις βάρος του δημοσκοπικά ευρήματα και δήλωνε βέβαιος ότι δεν υπήρχε «ούτε μία περίπτωση στο εκατομμύριο» να χάσει τις εκλογές από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει προσκολλημένη σε μια εικόνα των πραγμάτων που βολεύει την ίδια. Έχει παγιδευτεί σε ένα -μάλλον ιδεοληπτικού τύπου- αφήγημα ότι έχει απέναντι της μια ανάλγητη κυβέρνηση η οποία αντιστρατεύεται το δικό της συμφέρον και παύει κόντρα στα συμφέροντα όσων την ψήφισαν και προσδοκά να την ξαναψηφίσουν.

Το αποτέλεσμα των λανθασμένων εκτιμήσεων για τις προθέσεις της κυβέρνησης είναι ότι ο πήχης τον οποίο της βάζει η αξιωματική αντιπολίτευση δεν είναι μόνον υπερβάσιμος, αλλά της δίνει και το πλεονέκτημα να εμφανίζεται ταυτόχρονα ως υπεύθυνη και κοινωνικά ευαίσθητη. Το καταδεικνύει το γεγονός ότι, την ώρα που ο κ. Τσίπρας ζητούσε να μην πληρώνεται η διαβόητη «ρήτρα αναπροσαρμογής», ο κ. Μητσοτάκης όχι μόνον την απενεργοποίησε για το μέλλον αλλά δεσμεύθηκε και να επιστραφούν στους καταναλωτές ένα μέρος των επιπλέον χρημάτων τα οποία πλήρωσαν εξαιτίας της.

Σε αντίθεση με τον πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ Νίκο Ανδρουλάκη, ο οποίος διατύπωσε προτάσεις, όπως το πλαφόν στις τιμές λιανικής τιμής της ενέργειας, που συνάδουν με τα λογικά ευρωπαϊκά δεδομένα, η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης προτίμησε να καταφύγει στις λαϊκίστικου τύπου μαξιμαλιστικές υπερβολές, οι οποίες μπορεί να ακούγονται ευχάριστα από ένα μέρος των ψηφοφόρων, πλην όμως, δεν πείθουν την πλειοψηφία της κοινωνίας που μάλλον έχει αποκτήσει… ανοσία σε υποσχέσεις για παραδείσιες καταστάσεις που θα προκύψουν αίφνης «με ένα νόμο και με ένα άρθρο».

Όπως και να έχει, πάντως, ο λογαριασμός δεν θα αργήσει να έρθει και να απαιτεί την πληρωμή του. Το κόστος θα το διαπιστώσουμε στις προσεχείς έρευνες της κοινής γνώμης, που κάποιοι έχουν αρχίσει ήδη να φοβούνται. Η πληρωμή, όμως, του τιμήματος, το οποίο αντιστοιχεί στον καθέναν, θα γίνει στις επόμενες εκλογές. Και τότε το «δεν πληρώνω» δεν θα μετρήσει...