Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2018

Δεν είναι βιδωμένοι στις καρέκλες, είναι κολλημένοι!



«Αν όχι τώρα, πότε; Αν όχι εμείς, ποιοι;», ήταν ένα από τα αλήστου μνήμης συνθήματα που επιστράτευσε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 για να δείξει την αποφασιστικότητα με την οποία ήθελαν τα στελέχη του να διεκδικήσουν την εξουσία, την οποία, εν τέλει, κατέκτησαν. Και την κατέκτησαν μάλλον ευκολότερα από ό,τι και οι ίδιοι υπολόγιζαν, ίσως διότι οι προκάτοχοί τους στα αξιώματα ήταν εξοικειωμένοι με την εναλλαγή στις καρέκλες.
Η ευκολία, μάλιστα, με την οποία τους παραδόθηκεη πολυπόθητη, όπως δείχνει και το συγκεκριμένο σύνθημα, εξουσία πρέπει να είναι η βασική αιτία της άμετρης αλαζονείας με την οποία πολιτεύονται έκτοτε οι σημερινοί κυβερνώντες. Κάνουν και λένε τα πάντα, αλλά και τα αντίθετά τους, χωρίς να ενδιαφέρονται για τις συνέπειες ούτε των πράξεων ούτε των παραλείψεων τους.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, κυρίως από όσους άλλαξαν στρατόπεδο, εγκαταλείποντας τον ΣΥΡΙΖΑ και τα θέλγητρα της καρέκλας, δεν δείχνουν το παραμικρό ίχνος ευθιξίας –τσίπας, κατά το κοινώς λεγόμενο- όταν «συλλαμβάνονται» είτε να παρεκτρέπονται, παραβιάζοντας κανόνες, νόμους, αρχές ή αξίες, είτε να είναι παντελώς ανακόλουθοι με όσα υποστήριζαν στο πρόσφατο ή στο απώτερο παρελθόν.
Τα γεγονότα που συνθέτουν την τραγωδία με τις πυρκαγιές στην Ανατολική Αττική ήρθαν να επιβεβαιώσουν όλα όσα καταμαρτυρούν στους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τα τρία τελευταία χρόνια οι επικριτές της σημερινής κυβέρνησης για την απαράμιλλη λαγνεία με την οποία έχουν προσκολληθεί στην εξουσία. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι δεν ορρωδούν προ ουδενός.
Είναι, στην πραγματικότητα, διατεθειμένοι να πουν και να κάνουν ο,τιδήποτε για να αποφύγουν την ανάληψη των εγκληματικών ευθυνών με τις οποίες βαρύνονται. Επιχειρούν να κρύψουν την ανικανότητά τους πίσω από αστείες δικαιολογίες για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που δεν έχουν καμία σχέση με τις μοναδικές αστοχίες που έλαβαν χώρα στη Ραφήνα, στον Μαραθώνα και στο Μάτι όταν ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά.
Καθυβρίζουν ξεδιάντροπα τα μέσα ενημέρωσης που επιμένουν να παρουσιάζουν τα γεγονότα όπως είναι και όχι όπως τα επιθυμεί η κυβερνητική προπαγάνδα. Και δεν αντιμετωπίζουν καμία δυσκολία στο να καταφύγουν σε γελοίους ισχυρισμούς για υποτιθέμενες «ασύμμετρες απειλές» που στο παρελθόν οι ίδιοι καυτηρίαζαν με αυστηρότητα, ψέγοντας όσους τις επικαλούνται.
Αποτελούν, αναμφίβολα, «case study» τα όσα περιέλαμβανε η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ όταν μετά τις φονικές πυρκαγιές που είχαν εκδηλωθεί το 2007 στην Ηλεία η τότε κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή είχε επικαλεστεί τα ίδια που επικαλέστηκε ο Αλέξης Τσίπρας το πρώτο βράδυ μετά το ξέσπασμα  της πύρινης λαίλαπας στην Ανατολική Αττική.  
«Την ώρα που εκατοντάδες συμπολίτες μας δίνουν μάχη για τη ζωή τους αβοήθητοι, καλό θα ήταν οι κυβερνητικοί παράγοντες αντί να σχεδιάζουν την επικοινωνιακή άμυνα της κυβέρνησης ανακαλύπτοντας “ασύμμετρες απειλές” και αόρατους εχθρούς, να ασχολούνται με την αντιμετώπιση της καταστροφής», είχε υποστηρίξει το νυν κυβερνών κόμμα.
Και με καυστικό, ου μην αλλά και… προφητικό, τρόπο είχε συμπληρώσει: «Η μόνη προφανής ασυμμετρία αυτή τη στιγμή είναι η ανικανότητα της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τον εφιάλτη από τη μια και οι εξαιρετικές της επιδόσεις σε επικοινωνιακά ευρήματα από την άλλη».
Τούτων δοθέντων, είναι μάλλον αυταπάτη να περιμένει κανείς ότι θα μπορούσε να εκφραστεί, όπως συνήθως συμβαίνει σε άλλες χώρες, ευθιξία ώστε να αναληφθούν πολιτικές ευθύνες και να υποβληθούν παραιτήσεις, για την εκατόμβη ων ζωών που χάθηκαν τόσο άδικα στις πρόσφατες πυρκαγιές.
«Αν ψάχνετε άνθρωπο βιδωμένο στην καρέκλα, δεν θα τον βρείτε σε μένα», υποστήριξε σε μια συνέντευξή του ο υπουργός Νίκος Τόσκας που είναι ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές στο φιάσκο του συντονισμού των δυνάμεων πυρόσβεσης που κατέληξε στην πολύνεκρη τραγωδία.
Φοβούμενος, όμως, μήπως εκληφθεί η φράση του ως υπαινιγμός παραίτησης έσπευσε να… καλύψει τα νώτα του. «Είμαι υποχρεωμένος να παλέψω σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές, να σβήσουν και οι υπόλοιπες φωτιές», συνέχισε για να καταλήξει: «Αυτή η κυβέρνηση παλεύει σαν σύνολο για να αντιμετωπίσει τις δύσκολες καταστάσεις. Βιδωμένος στην καρέκλα δεν είναι κανένας μας, ούτε εγώ».
Έχει, μάλλον, δίκιο ο κ. Τόσκας, ο… ξεχωριστός αυτός πολιτικός που σύμφωνα με το επίσημο βιογραφικό του, που είναι ανηρτημένο στον ιστότοπο τη Βουλής, «συμμετείχε σε αντιστασιακή ομάδα πριν την είσοδό του στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1971» (sic!) και την ίδια χρονιά –με τη Χούντα ακόμη στην εξουσία- τον δέχθηκαν στις τάξεις των αξιωματικών του Στρατού στον οποίο έκανε ο ίδιος καριέρα.
Ούτε ο ίδιος, ούτε οι άλλοι συνάδελφοί μου στην κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι βιδωμένοι στις καρέκλες. Δεν είναι βιδωμένοι, γιατί αν ήταν θα μπορούσε να τους… ξεβιδώσει κάποιος. Είναι κολλημένοι, έτσι ώστε να μην μπορεί να τους αποσπάσει κανείς. Και εκεί θα μείνουν όσο τα καταφέρουν.
Ως τότε θα αγνοούν τα θύματα, τα αποκαΐδια και τις στάχτες που προκαλούν η παροιμιώδης ανικανότηταπου τους χαρακτηρίζει και συνοδεύεται από την πρωτοφανήστα παγκόσμια πολιτικά χρονικά δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων έλλειψη ευθιξίας.

Τρίτη 24 Ιουλίου 2018

Ασύμμετρη ανικανότητα!




Όσο ακραία και αν ήταν τα καιρικά φαινόμενα που ενέσκηψαν στην Αττική και προκάλεσαν την ανείπωτη τραγωδία με τους δεκάδες, μέχρι στιγμής, νεκρούς, ακόμη πιο ακραία είναι η ανικανότητα των ανθρώπων που μας κυβερνούν και στους οποίους ανήκει πρωτίστως η ευθύνη για να συντονίσουν τις προσπάθειες για τον περιορισμό των συνεπειών της πύρινης λαίλαπας τόσο για το φυσικό περιβάλλον όσο και για τις ανθρώπινες ζωές.
Μόνον και μόνον το θέαμα του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα να μπαίνει στο συντονιστικό κέντρο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας στο Χαλάνδρι και να προσπαθεί μπροστά στις κάμερες να επιβεβαιώσει τα σενάρια συνωμοσίας που λίγες ώρες πριν είχε ο ίδιος «ρίξει στην πιάτσα» από το Μόσταρ της Βοσνίας, δείχνει το μέγεθος της απύθμενης ελαφρότητας με την οποία χειρίζονται οι άνθρωποι αυτοί ακόμη και τις πιο σοβαρές υποθέσεις.
Αλλά και όταν από τους πυροσβέστες και τους άλλους ειδικούς σε θέματα πολιτικής προστασίας, «κάηκαν» οι συνωμοσιολογικές θεωρίες που πήγαν να καλλιεργηθούν στο σαθρό έδαφος των δήθεν πολλών ταυτόχρονων εστιών, επιστρατεύθηκε η θεωρία της «ασύμμετρης απειλής» στην οποία καταφεύγουν όλοι όσοι δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν τίποτε απολύτως από όσα προβλέπονται σε αυτές τις καταστάσεις τόσο για την πρόληψη όσο και για την καταστολή.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η «συνδρομή» του πρωθυπουργού στην όλη υπόθεση δεν ήταν παρά η παρουσία του μπροστά στο σόου της ανοικτής στις τηλεοπτικές κάμερες διυπουργικής συνεδρίασης, καθώς και οι δηλώσεις στις οποίες προέβη αμέσως, δηλώσεις οι οποίες δεν είχαν σχέση με την ήδη γνωστή δραματική κατάσταση που είχαν πληροφορηθεί όλοι όσοι παρακολουθούσαν τα καθυβριζόμενα από τους κυβερνώντες μέσα ενημέρωσης τα οποία στην πλειονότητά τους στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων.    
Το ακόμη πιο τραγικό, όμως, είναι ότι, ενώ βοούσε ο τόπος ότι είχε αρχίσει το μακάβριο έργο της περισυλλογής σορών από τα καμμένα, ο κ. Τσίπρας έκανε πως δεν ήξερε τίποτε για το φρικτό αποτέλεσμα που είχε ήδη συντελεστεί. Και, αντ΄ αυτού, επιδιδόταν σε… συστάσεις προς τους πολίτες από τις πληγείσες περιοχές να μην είναι –αν είναι δυνατόν!- παράτολμοι ώστε να προστατεύσουν τις ζωές τους.
Τον είχε ενημερώσει προφανώς ο ανεκδιήγητος αναπληρωτής υπουργός Υγείας που έπαιζε με το κινητό του στη διάρκεια της υποτιθέμενης σύσκεψης και ο οποίος δεν αποκλείεται εκείνη την ώρα να συνέχιζε το μοναδικό έργο που ξέρει και που δεν είναι άλλο από την ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σχολίων κατά των λειτουργών των μέσων ενημέρωσης επειδή προσπαθούσαν να επιβεβαιώσουν από το ΕΚΑΒ τις πληροφορίες που μιλούσαν για απώλειες ανθρώπινων ζωών.
Μετά ταύτα δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση που ο κ. Τσίπρας έφυγε, όπως ακριβώς είχε προσέλθει –«σινάμενος, κουνάμενος», όπως λέει ο λαός μας σε αυτές τις περιπτώσεις- από το Συντονιστικό της Πυροσβεστικής. Και χρειάστηκε να φθάσουμε στις 2 το πρωί για να βγει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και να αρχίσει, σχεδόν τραυλίζοντας, να παραδέχονται τα θύματα που πριν προσπαθούσαν –γιατί άραγε;- να κρύψουν όσο ήταν σε εξέλιξη η… πρωθυπουργικού επιπέδου επικοινωνιακή φιέστα.   
Όσο και αν δεν έχει έρθει ακόμη η ώρα του απολογισμού και του καταλογισμού των ευθυνών για την ανείπωτη τραγωδία, είναι μερικές σκέψεις που σίγουρα παίρνουν από το μυαλό όλων: περισσότερο ασύμμετρο και από τις ακραίες καιρικές συνθήκες ή το βολικό σε αυτές τις περιστάσεις άλλοθι της κλιματικής αλλαγές, είναι το φαινόμενο της πολιτικής ανικανότητας.
Όταν μάλιστα, η ασύμμετρη αυτή πολιτική ανικανότητα, την οποία βιώνουμε σε πολλούς τομείς, συναντάται με την ασύλληπτη συνωμοσιολογία και την δίχως όρια επικοινωνιακή διαχείριση των πάντων, τα αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την τραγωδία.
Διότι, όταν ο πρωθυπουργός μετέχει σε επιτελικές συσκέψεις μπροστά σε κάμερες, προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι «θύμα συνωμοσιών» –κατά την προσφιλή μέθοδο και άλλων προκατόχων του…- και κρύβει την ήδη γνωστή στους πολίτες πραγματικότητα, ποιός θα πάρει πάνω του την υπόθεση του συντονισμού για την ανακούφιση των πολιτών και την απομείωση των συνεπειών της τραγωδίας; 

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

Περιοδεύων θίασος σε διεθνή και εγχώρια τουρνέ



Οι δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Άμυνας Πάνου Καμμένου από την έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες ότι η Συμφωνία των Πρεσπών «δεν θα εφαρμοστεί ποτέ» επειδή ο ίδιος θεωρεί ότι «δεν θα περάσει από τη Βουλή της ΠΓΔΜ, ούτε από το δημοψήφισμα στη γειτονική χώρα», υπό άλλες συνθήκες θα προκαλούσαν σάλο. Στη συγκεκριμένη συγκυρία, όμως, δεν ήταν παρά ένα ακόμη επεισόδιο στον μακρόσυρτο πολιτικό τραγέλαφο τον οποίο ζούμε τα τελευταία χρόνια.
Την ώρα που ο επικεφαλής της κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, παρίστατο στη Σύνοδο Κορυφής της Ατλαντικής Συμμαχίας για να υπογραμμίσει την ιδιαίτερη σημασία που δίνει στη συμφωνία που συνομολόγησε με τον ομόλογό του στα Σκόπια Ζόραν Ζάεφ, ο παρακαθήμενος συγκυβερνήτης του δεν είχε καμία δυσκολία να ισχυριστεί τα ακριβώς αντίθετα από όσα εκείνος προωθούσε.
«Μπορεί να μαζεύουν προσκλήσεις και να φωτογραφίζονται, αλλά στο ΝΑΤΟ δεν πρόκειται να μπουν όσο χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδονία», διατεινόταν ο κ. Καμμένος. Και αυτό σε μια στιγμή που δημοσιοποιούνταν το προσχέδιο συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ με το οποίο χαιρετίζεται «η ιστορική συμφωνία μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων στο θέμα του ονόματος». Συμφωνία που όλοι, πλέον, αναγνωρίζουν ότι ανοίγει διάπλατα τον ευρωατλαντικό δρόμο των γειτόνων είτε με το νεοαποκτηθέν όνομα «Βόρεια Μακεδονία» είτε ως FYROM.
Με μια τόσο κακοστημένη παράσταση που έστησαν οι δύο κυβερνητικοί εταίροι για καθαρά μικροκομματικούς λόγους οι οποίοι σχετίζονται με την κατανομή ρόλων –ο καθένας να απευθύνεται στο εναπομείναν δικό του ακροατήριο- είναι απορίας άξιον πως μπορεί να αναμένουν ότι θα τους πάρει στα σοβαρά κάποιος από τους υπόλοιπους ηγέτες που μετέχουν στη Σύνοδο.
Μπροστά σε αυτό το αστείο και συνάμα θλιβερό θέαμα που όμοιο δεν πρέπει να έχει υπάρξει στα παγκόσμια πολιτικά χρονικά, καθώς ποτέ άλλοτε δύο πολιτικοί από την ίδια χώρα και την ίδια κυβέρνηση δεν έχουν εμφανιστεί σε ένα τόσο υψηλού επιπέδου διεθνές forum να υποστηρίζουν ο ένας τα ακριβώς αντίθετα από τον άλλο, δύσκολα θα πειστούν ξένοι αξιωματούχοι, όπως η καγκελάριος Μέρκελ, να ανταποκριθούν στο αίτημα της ελληνικής πλευράς για άσκηση πίεσης προς την Άγκυρα ώστε να απελευθερωθούν οι δύο στρατιωτικοί μας που εξακολουθούν να κρατούνται παράνομα στην Αδριανούπολη.
Πριν από περίπου τρεις μήνες, εξάλλου, ανακοινωνόταν πομπωδώς το αίτημα για μεσολάβηση στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που είχε απευθύνει τηλεφωνικώς ο κ. Τσίπρας στον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, αίτημα το οποίο, παρά τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν, δεν έφερε αποτέλεσμα γιατί ο νέο-Σουλτάνος της Άγκυρας επικαλέστηκε τις απερίσκεπτες υποσχέσεις του Έλληνα πρωθυπουργού για παράδοση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών οι οποίοι κατέφυγαν στη χώρα μας μετά το αμφιλεγόμενο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016.
Μέχρι προχθές, άλλωστε, η κυβέρνηση «κρατούσε μούτρα» στον Τούρκο Πρόεδρο και ο Έλληνας πρωθυπουργός επί σχεδόν τέσσερις μήνες δεν σήκωνε το τηλέφωνο να μιλήσει μαζί του. Και όχι μόνον αυτό. Χρησιμοποίησε το βήμα της γενικής συνέλευσης του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος για να επιτεθεί στην πρώην υπουργό Ντόρα Μπακογιάννη επειδή πήγε στην τελετή ορκωμοσίας του Τούρκου Προέδρου, ισχυριζόμενος ότι «η επίλυση των διαφορών μας με την Τουρκία δεν χρειάζεται κανέναν αυτόκλητο καλοθελητή» και «ούτε συμβάλλει σε τίποτα η παρουσία Ελλήνων πολιτικών σε φιέστες στην Άγκυρα».
Αίφνης, όμως, μια μέρα μετά το υβρεολόγιο κατά της Μπακογιάννη, που κλιμακώθηκε με non paper από τα υπόγεια του Μαξίμου, γινόταν γνωστό ότι επίκεται συνάντηση Τσίπρα - Ερντογάν στις Βρυξέλλες, δείγμα ότι «τα μούτρα» στον Τούρκο ξεχάστηκαν επειδή προφανώς διεφάνη ο κίνδυνος ότι μπορούσε να κλέψει κάποιος άλλος τη δόξα της απελευθέρωσης των δύο Ελλήνων κρατούμενων. Διότι, όπως όλα δείχνουν, το θέμα δεν είναι η απελευθέρωσή τους –αν ήταν θα ζητούσαν από την πρώην υπουργό να κάνει κι εκείνη ό,τι μπορεί- αλλά ποιος θα καρπωθεί το (μικρο-)κομματικό όφελος.
Και ενώ τα πρώτα ονόματα του κυβερνητικού θιάσου έδιναν την αλλοπρόσαλλη παράσταση των Βρυξελλών, με τον έναν να εκθειάζει και τον άλλο να καταδικάζει τη συμφωνία των Πρεσπών, το εγχώριο φιλοθεάμον κοινό δεν… έμενε παραπονεμένο. Την ίδια ώρα ένα άλλο «μπουλούκι», προερχόμενο από τον ίδιο θίασο και εκτελώντας εντολές του θιασάρχη που μετείχε στη διεθνή τουρνέ, ανέβαζε στο θέατρο της Βουλής ένα ακόμη πιο κακοπαιγμένο έργο. Ένα έργο το οποίο αφορούσε εν γένει τις εκλογές που φαίνεται ότι έχουν γίνει ο εφιάλτης των κυβερνώντων.
Για πρώτη φορά στα κοινοβουλευτικά χρονικά -δεν θα αφήσει κανένα ρεκόρ για ρεκόρ που να μην καταρρίψει το συνονθύλευμα που παριστάνει τη κυβέρνηση- υποβλήθηκε τροπολογία με την οποία αναιρείται κεντρική ρύθμιση ενός από τα πιο πολυδιαφημισμένα νομοσχέδια της τελευταίας περιόδου. Διότι αυτό ακριβώς γίνεται με την τροπολογία που επαναφέρει τη χρονική σύμπτωση των ευρωεκλογών με τις αυτοδιοικητικές κάλπες και που το νομοσχέδιο του υπουργού Εσωτερικών Π. Σκουρλέτη στο οποίο ενσωματώνεται όριζε το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή την αποσύνδεση.
Τι έκανε ο κ. Σκουρλέτης που από πρωταγωνιστής βρέθηκε κομπάρσος αποδεχόμενος βουλευτική τροπολογία που τον «άδειαζε»; Ό,τι ακριβώς είχε κάνει όταν ως υπουργός Εργασίας ανακοίνωνε την κατάθεση νομοσχεδίου που ανέβαζε τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ. Και ό,τι έπραξε όταν ως υπουργός Ενέργειας διέψευδε την πώληση μονάδων της ΔΕΗ κάνοντας λόγο για «μπίζνες» χωρίς αυτό να τον εμποδίσει να δώσει αργότερα θετική ψήφο.
Εξάλλου, τόσο ο κ. Σκουρλέτης όσο και οι περισσότεροι που συμμετέχουν στον κυβερνητικό θίασο, ρόλους υποδύονται. Αλλιώς δεν εξηγείται ότι έχουν ξεπεράσει κάθε όριο αμοραλισμού, κάνοντας σχεδόν σε όλα τα θέματα τα ακριβώς αντίθετα από όσα έλεγαν. Είτε παλαιότερα, είτε τώρα.

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

Οι βαρύτατες συνέπειες της 5ης Ιουλίου



            Τρία χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη μεγαλύτερη πολιτική φαρσοκωμωδία που έχουμε ζήσει σε αυτή τη χώρα και που δεν είναι άλλη από το διαβόητο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015. Μια φαρσοκωμωδία που δεν ξέρει κανείς ποιοι πρέπει να κλαίνε και ποιοι να γελάνε σε μια τέτοια επέτειο. Και που το πιθανότερο είναι ότι από τον ιστορικό του μέλλοντος θα καθιερωθεί ως ισοδύναμο της «Πρωταπριλιάς» και ως συνώνυμο της απόλυτης πολιτικής εξαπάτησης ενός λαού από την εκλεγμένη ηγεσία του.
Με την απόσταση της τριετίας, που παρήλθε από το ιστορικό αυτό ορόσημο της κορύφωσης των, εν πολλοίς, συνειδητών ψευδαισθήσεων και αυταπατών, θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον να μπορούσε κανείς να καταγράψει τα συναισθήματα του μεγάλου πλήθους που είχε βγει στους δρόμους τόσο την παραμονή της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος για να αποθεώσει όσους τον καλούσαν να ψηφίσει «Όχι» όσο και το βράδυ της έκδοσης του συντριπτικού αποτελέσματος όταν πλήθος λαού κατέκλυσε τις ανά την ελληνική επικράτεια πλατείες για να πανηγυρίσει την εντυπωσιακή πλειοψηφία με την οποία είχε γίνει δεκτή η απαίτηση των κυβερνώντων.
Πόσοι, άραγε, εξακολουθούν να θεωρούν ότι η στάση στην οποία τους κατηύθυναν οι ιθύνοντες της τότε εξουσίας ήταν πράξη αντίστασης κατά των δανειστών και έκφρασης εθνικής υπερηφάνειας; Και πόσοι, αντιστοίχως, είναι όσοι έχουν συνειδητοποιήσει πλήρως το εύρος της ιστορικά πρωτοφανούς απάτης την οποία υπέστησαν από μια άφρονα ηγεσία; Μια άφρονα ηγεσία η οποία, όπως έδειξε η συνέχεια, δεν ήξερε ούτε τι ήθελε ούτε τι ζητούσε από τους εταίρους ούτε τι καλούσε τους Έλληνες να κάνουν.
Διότι, κακά τα ψέματα, στην πραγματικότητα ο ελληνικός λαός κλήθηκε να απορρίψει μια πρόταση των εταίρων και δανειστών της χώρας αλλά λίγες μέρες μετά οι εισηγητές της απόρριψης –σε απόλυτη αντίθεση με ότι είχαν ψηφίσει οι πολίτες- αποδέχονταν μια πολύ χειρότερη συμφωνία, οι επιπτώσεις της οποίας ήταν βαρύτατες για την ελληνική οικονομία αλλά και για την καθημερινότητα ενός εκάστου των Ελλήνων.
Οι επιπτώσεις, άλλωστε, εκείνης της παρανοϊκής πρωτοβουλίας έχουν αφήσει βαθιά σημάδια στο σώμα της ελληνικής οικονομίας. Είναι ο πλήρης αφελληνισμός του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Είναι η μεταβίβαση του ελέγχου του μεγαλύτερου μέρους της δημόσιας περιουσίας στους πιστωτές. Είναι τα καταστροφικά capitalcontrols. Είναιη επιπλέον και με κάθε μέσο φοροαφαίμαξη των πάντων.Είναι οι νέες εισοδηματικές περικοπές σε εργαζόμενους και συνταξιούχους που θα συνεχιστούν και μετά το τέλος του τρίτου και σκληρότερου μνημονιακού προγράμματος.
Δεν είναι, όμως, εμφανείς μόνον στην οικονομία οι συνέπειες από το ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου και την συνακόλουθη απροκάλυπτη πλαστογράφηση της βούλησης των πολιτών. Είναι εξίσου, αν όχι και περισσότερο, βαθιά τα σημάδια που αφήνει στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου.
Είναι, πρωτίστως, τα σημάδια που δημιούργησε ο διχασμός της κοινωνίας με την αδιάκοπη προσπάθεια να πειστούν οι πολίτες ότι όποιος δεν συμφωνεί με την κυβέρνηση είναι εχθρός του λαού και πρέπει να δαιμονοποιηθεί με τη χρήση κάθε θεμιτού και αθέμιτου μέσου, αρκεί να εξυπηρετούνται, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, μικροκομματικές σκοπιμότητες.
Και είναι, επιπροσθέτως, ο εθισμός στο ψέμα που επιχειρείται με τη διαρκή διαστρέβλωση της πραγματικότητας και την εμπέδωση της αντίληψης ότι «όλα επιτρέπονται» στο όνομα του υποτιθέμενου «ηθικού πλεονεκτήματος» που οι ίδιοι οι κυβερνώντες απένειμαν αυθαιρέτως στους εαυτούς τους. 
Τα όσα, άλλωστε, διαμείβονται αυτές τις μέρες στην πολιτική ζωή του τόπου είναι άκρως χαρακτηριστικά τόσο για τη διχαστική λογική που επιχειρείται να επιβληθεί όσο και για την αέναη συνέχιση της κοροϊδίας των Ελλήνων και την ατελεύτητη υποτίμηση της νοημοσύνης τους.
Δίνουν «γη και ύδωρ»σε όλα τα μέτωπα, από το Σκοπιανό και το χρέος έως το Μεταναστευτικό και τα εξοπλιστικά, εκλιπαρώντας του εταίρους και δανειστές να τους επιτρέψουν να «πουλήσουν καθρεφτάκια και χάντρες στους ιθαγενείς» με υποσχέσεις περί δήθεν «καθαρής εξόδου από τα Μνημόνια» και μετάθεσης της περικοπής των συντάξεων για μετά τις εκλογές ώστε να επιπέσουν επί των κεφαλών της επόμενης κυβέρνησης.
Μέσα σε αυτό το κλίμα το μόνο που μπορεί να αποδειχθεί παρήγορο είναι η πεποίθηση από την οποία φαίνεται να διακατέχονται αρκετοί από τους κυβερνώντες οι οποίοι δείχνουν να πιστεύουν ότι, αφού η απάτη της 5ης Ιουλίου 2015 δεν τους στοίχισε εκλογικά στις κάλπες που στήθηκαν λίγους μήνες αργότερα, μπορούν να συνεχίσουν στο διηνεκές την κοροϊδία των πολιτών.
Αν όντως αυτή είναι η επικρατούσα αντίληψη στο συνονθύλευμα που παριστάνει το κυβερνητικό σχήμα, τότε μπορεί να ελπίζεται ότι ίσως αποδειχθεί καθοριστικός ο πειρασμός να δοκιμάσουν και πάλι την ετυμηγορία της κάλπης σε αυτή τη φάση που δεν τους βγαίνει τίποτε.
Αν το κάνουν πράγματι, είτε από άγνοια κινδύνου είτε από υπερβολική, λόγω αλαζονείας, εμπιστοσύνη στους εαυτούς τους, τότε υπάρχει η ελπίδα μέσα στις τόσες αρνητικές επιπτώσεις της 5ης Ιουλίου να προκύψει και μια θετική συνέπεια.
Και για όσους τυχόν έχουν αμφιβολίες για το αποτέλεσμα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης οι επιστήμονες που μελετούν απροκατάληπτα και σε βάθος τις όχι και τόσο εμφανείς μεταβολές στην ελληνική κοινωνία επισημαίνουν ότι οι έξωθεν επιβολές που κορυφώθηκαν με το Μεταναστευτικό και το Μακεδονικό έχουν δοκιμάσει τα υπαρξιακά όρια των Ελλήνων σε βαθμό πολύ πιο σημαντικό από τη μνημονιακή φτωχοποίηση που υπέστησαν την τελευταία οκταετία.