Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καρνέσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καρνέσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Για τους Έλληνες εφοπλιστές είναι… εθελοντική ακόμη και η πληρωμή του ΕΝΦΙΑ;

    Στο περιθώριο του ετήσιου Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός που συνήλθε τον περασμένο μήνα, προκάλεσε τεράστια αίσθηση το γεγονός ότι 260 εκατομμυριούχοι και δισεκατομμυριούχοι, που ανήκουν στους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη, υπέγραψαν κοινό κείμενο με το οποίο διαπίστωναν τη συνεχή διεύρυνση των ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος και διατύπωναν το αίτημα για επιβολή περισσότερων φόρων στους έχοντες και κατέχοντες.

Πριν καταλήξουν στο εντυπωσιακό «φορολογήστε μας!», υπογράμμιζαν ότι το αίτημά τους δεν είναι καθόλου «ριζοσπαστικό», αλλά στην ουσία σηματοδοτεί την «επιστροφή στην κανονικότητα». Κι αυτό, διότι, όπως επεσήμαιναν, με αυτόν τον τρόπο ο ακραίος και μη παραγωγικός πλούτος «μετατρέπεται σε επένδυση για ένα κοινό, δημοκρατικό μέλλον». 

Στην πραγματικότητα, βεβαίως, η συντριπτική πλειονότητα όσων υπέγραψαν το συγκεκριμένο κείμενο διαθέτουν τεράστιες περιουσίες για τις οποίες δεν έχουν «εργαστεί» οι ίδιοι. Επρόκειτο κυρίως για κληρονόμους, που για τον πλούτο τον οποίο κατέχουν εργάστηκαν οι γονείς ή και οι παππούδες τους.

Χωρίς να μειώνεται η σημασία της έκκλησης των πλουσίων δεύτερης και τρίτης γενιάς για να φορολογηθούν από τα κράτη στα οποία ανήκει αυτή η αρμοδιότητα, η αλήθεια είναι ότι η πρώτη γενιά των κάθε είδους «αυτοδημιούργητων» επιχειρηματιών διαθέτει αναμφισβήτητα μεγαλύτερη… ταύτιση με τον πλούτο που απέκτησαν. 

Τρανή απόδειξη αποτελούν τα όσα έρχονται στο φως τις τελευταίες ημέρες με αφορμή το αποτρόπαιο φονικό που έλαβε χώρα την περασμένη Δευτέρα στους κόλπους της εφοπλιστικής οικογένειας που έχει την έδρα της στη Γλυφάδα.

Μία από τις άκρως εντυπωσιακές λεπτομέρειες που ήρθαν στο φως ήταν το χειρόγραφο κείμενο ενός εκ των ιδρυτών της εταιρείας, στο οποίο, προ τριακονταετίας, γινόταν λόγος για «πληθώρα χρημάτων, που πράγματι δεν ξέρουμε πού να τα ξοδέψουμε»(!). 

Ο συντάκτης του επίμαχου κειμένου με έναν μάλλον προφητικό τρόπο για τα μελλούμενα προειδοποιούσε: «Όλοι μας ας αναλογισθούμε ότι το επόμενο στάδιο μετά από εδώ θέλει μεγάλη προσοχή, σύνεση και αυτοκριτική, διότι είναι ακριβώς το στάδιο που επειδή τα έχουμε όλα και τόσο πλούσια, ούτε ο Θεός, ούτε η συνείδησή μας δεν μας επιτρέπει να έχουμε παράπονο, διότι, αν μετά από όλα αυτά έχουμε παράπονο, είναι τόσο άδικο που μπορεί να μας οδηγήσει σε ζημία της εταιρείας ή και, το χειρότερο, της υγείας μας».

Κι όμως, τρεις δεκαετίες μετά αφότου η συγκεκριμένη εφοπλιστική εταιρία και οι άνθρωποί της, που δεν ήξεραν πώς να ξοδέψουν τα χρήματα τα οποία τόσο αναπάντεχα είχαν συσσωρεύσει, γίνεται γνωστό ότι δεν πλήρωναν ούτε καν τον ΕΝΦΙΑ που αντιστοιχούσε στα ακίνητα τα οποία κατείχαν.

Η υπόθεση μάλιστα γίνεται ακόμη πιο προκλητική αν ληφθεί υπόψιν ότι η μη καταβολή του αναλογούντος φόρου για την κατοχή ακίνητης περιουσίας αφορούσε την ιδιοκτησία επί του εμβληματικού νησιωτικού συμπλέγματος των Πεταλιών, το οποίο βρίσκεται στα νότια της Εύβοιας και απασχολεί συχνά πυκνά την επικαιρότητα εξαιτίας της πολύχρονης διαμάχης ανάμεσα στη συγκεκριμένη εφοπλιστική οικογένεια (Καρνέση) και άλλη (την οικογένεια Εμπειρίκου) με σημαντικά μεγαλύτερη παράδοση στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις.

Από την εποχή κατά την οποία υπεγράφη η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), με την οποία κατοχυρώθηκε νομικά το δικαίωμα χρήσης της ρωσικής σημαίας από Έλληνες πλοιοκτήτες, όπως και η ναυπήγηση πλοίων μεγάλου εκτοπίσματος, ο εμπορικός στόλος των Ελλήνων αναπτύχθηκε θεαματικά και αναμφίβολα συνέβαλε αποφασιστικά αρχικά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ελληνικού Έθνους και εν συνεχεία στην οικονομική ανάπτυξη του νεοσύστατου νεοελληνικού Κράτους.

Στην πορεία των χρόνων, ωστόσο, οι μετέπειτα Έλληνες εφοπλιστές άρχισαν να αποστασιοποιούνται από τη νοοτροπία η οποία διακατείχε και χαρακτήριζε τους πλοιοκτήτες της περιόδου της Παλιγγενεσίας. Ιδιαίτερα μετά τον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρόλο που ο ελληνόκτητος εμπορικός στόλος κατέχει σταθερά μια από τις πρώτες θέσεις στην κατάταξη της παγκόσμιας ναυτιλίας, τα άμεσα οφέλη για την ελληνική οικονομία είναι από ανύπαρκτα έως πενιχρά.

Με δικαιολογία ή και πρόσχημα ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανεβάσουν στα πλοία τους την οποιαδήποτε «σημαία ευκαιρίας», οι Έλληνες εφοπλιστές αρνούνται να πληρώσουν στο ελληνικό Κράτος τη φορολογία η οποία αναλογεί στις συχνά αδιανόητες προσόδους που εξασφαλίζουν. Όποια κυβέρνηση των τελευταίων ετών διανοήθηκε να επιχειρήσει τη στοιχειώδη φορολόγησή τους βρέθηκε αντιμέτωπη με την απειλή ότι θα δει την ελληνική σημαία να υποστέλλεται και τις εταιρίες που έχουν έδρα την Ελλάδα να «μεταναστεύουν» στο Σίτυ του Λονδίνου ή αλλού που είχαν θεωρητικά τουλάχιστον εξασφαλισμένα περισσότερα προνόμια φοροαπαλλαγών.

Όλες οι κυβερνήσεις της μνημονιακής περιόδου ήρθαν αντιμέτωπες με την πίεση των εταίρων και δανειστών της χώρας να προχωρήσουν στη φορολόγηση των Ελλήνων εφοπλιστών. Καμία, ωστόσο, εξ αυτών δεν κινήθηκε αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ ούτε οι κατά τα άλλα άτεγκτοι «θεσμοί» φάνηκε να επιμένουν μέχρι τέλους όπως, π.χ., έκαναν με τις περικοπές των εισοδημάτων των άμοιρων μισθωτών ή και άλλων επαγγελματιών.

Από την εποχή της κυβέρνησης Σαμαρά, αλλά και μετέπειτα της διακυβέρνησης Τσίπρα – Καμένου, όλοι βολεύτηκαν με την κατ΄ αποκοπήν φορολόγηση των Ελλήνων εφοπλιστών όχι με βάση τα εισοδήματα ενός εκάστου, αλλά με ένα εφάπαξ ποσό το οποίο οριζοντίως και επί της ουσίας απολύτως εθελοντικά καλούνταν κάθε φορά να καταβάλουν. Με έναν τρόπο που θύμιζε επαιτεία του τύπου «ό,τι προαιρείσθε».

Μοιραία, λοιπόν, προϊόντος του χρόνου, οι εφοπλιστικές εταιρίες συνήθισαν να μην πληρώνουν ούτε καν τον ΕΝΦΙΑ για τα ακίνητα που κατέχουν, κάτι που αν το κάναμε όλοι εμείς οι απλοί πολίτες που έχουμε στην κατοχή μας ένα διαμερισματάκι στα Πατήσια ή μια παλαιά οικία που κληρονομήσαμε στο τελευταίο… κουτσοχώρι της ελληνικής επικράτειας θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης και κατασχέσεων.

Γιατί άραγε;