Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φόροι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φόροι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Για τους Έλληνες εφοπλιστές είναι… εθελοντική ακόμη και η πληρωμή του ΕΝΦΙΑ;

    Στο περιθώριο του ετήσιου Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός που συνήλθε τον περασμένο μήνα, προκάλεσε τεράστια αίσθηση το γεγονός ότι 260 εκατομμυριούχοι και δισεκατομμυριούχοι, που ανήκουν στους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη, υπέγραψαν κοινό κείμενο με το οποίο διαπίστωναν τη συνεχή διεύρυνση των ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος και διατύπωναν το αίτημα για επιβολή περισσότερων φόρων στους έχοντες και κατέχοντες.

Πριν καταλήξουν στο εντυπωσιακό «φορολογήστε μας!», υπογράμμιζαν ότι το αίτημά τους δεν είναι καθόλου «ριζοσπαστικό», αλλά στην ουσία σηματοδοτεί την «επιστροφή στην κανονικότητα». Κι αυτό, διότι, όπως επεσήμαιναν, με αυτόν τον τρόπο ο ακραίος και μη παραγωγικός πλούτος «μετατρέπεται σε επένδυση για ένα κοινό, δημοκρατικό μέλλον». 

Στην πραγματικότητα, βεβαίως, η συντριπτική πλειονότητα όσων υπέγραψαν το συγκεκριμένο κείμενο διαθέτουν τεράστιες περιουσίες για τις οποίες δεν έχουν «εργαστεί» οι ίδιοι. Επρόκειτο κυρίως για κληρονόμους, που για τον πλούτο τον οποίο κατέχουν εργάστηκαν οι γονείς ή και οι παππούδες τους.

Χωρίς να μειώνεται η σημασία της έκκλησης των πλουσίων δεύτερης και τρίτης γενιάς για να φορολογηθούν από τα κράτη στα οποία ανήκει αυτή η αρμοδιότητα, η αλήθεια είναι ότι η πρώτη γενιά των κάθε είδους «αυτοδημιούργητων» επιχειρηματιών διαθέτει αναμφισβήτητα μεγαλύτερη… ταύτιση με τον πλούτο που απέκτησαν. 

Τρανή απόδειξη αποτελούν τα όσα έρχονται στο φως τις τελευταίες ημέρες με αφορμή το αποτρόπαιο φονικό που έλαβε χώρα την περασμένη Δευτέρα στους κόλπους της εφοπλιστικής οικογένειας που έχει την έδρα της στη Γλυφάδα.

Μία από τις άκρως εντυπωσιακές λεπτομέρειες που ήρθαν στο φως ήταν το χειρόγραφο κείμενο ενός εκ των ιδρυτών της εταιρείας, στο οποίο, προ τριακονταετίας, γινόταν λόγος για «πληθώρα χρημάτων, που πράγματι δεν ξέρουμε πού να τα ξοδέψουμε»(!). 

Ο συντάκτης του επίμαχου κειμένου με έναν μάλλον προφητικό τρόπο για τα μελλούμενα προειδοποιούσε: «Όλοι μας ας αναλογισθούμε ότι το επόμενο στάδιο μετά από εδώ θέλει μεγάλη προσοχή, σύνεση και αυτοκριτική, διότι είναι ακριβώς το στάδιο που επειδή τα έχουμε όλα και τόσο πλούσια, ούτε ο Θεός, ούτε η συνείδησή μας δεν μας επιτρέπει να έχουμε παράπονο, διότι, αν μετά από όλα αυτά έχουμε παράπονο, είναι τόσο άδικο που μπορεί να μας οδηγήσει σε ζημία της εταιρείας ή και, το χειρότερο, της υγείας μας».

Κι όμως, τρεις δεκαετίες μετά αφότου η συγκεκριμένη εφοπλιστική εταιρία και οι άνθρωποί της, που δεν ήξεραν πώς να ξοδέψουν τα χρήματα τα οποία τόσο αναπάντεχα είχαν συσσωρεύσει, γίνεται γνωστό ότι δεν πλήρωναν ούτε καν τον ΕΝΦΙΑ που αντιστοιχούσε στα ακίνητα τα οποία κατείχαν.

Η υπόθεση μάλιστα γίνεται ακόμη πιο προκλητική αν ληφθεί υπόψιν ότι η μη καταβολή του αναλογούντος φόρου για την κατοχή ακίνητης περιουσίας αφορούσε την ιδιοκτησία επί του εμβληματικού νησιωτικού συμπλέγματος των Πεταλιών, το οποίο βρίσκεται στα νότια της Εύβοιας και απασχολεί συχνά πυκνά την επικαιρότητα εξαιτίας της πολύχρονης διαμάχης ανάμεσα στη συγκεκριμένη εφοπλιστική οικογένεια (Καρνέση) και άλλη (την οικογένεια Εμπειρίκου) με σημαντικά μεγαλύτερη παράδοση στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις.

Από την εποχή κατά την οποία υπεγράφη η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), με την οποία κατοχυρώθηκε νομικά το δικαίωμα χρήσης της ρωσικής σημαίας από Έλληνες πλοιοκτήτες, όπως και η ναυπήγηση πλοίων μεγάλου εκτοπίσματος, ο εμπορικός στόλος των Ελλήνων αναπτύχθηκε θεαματικά και αναμφίβολα συνέβαλε αποφασιστικά αρχικά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ελληνικού Έθνους και εν συνεχεία στην οικονομική ανάπτυξη του νεοσύστατου νεοελληνικού Κράτους.

Στην πορεία των χρόνων, ωστόσο, οι μετέπειτα Έλληνες εφοπλιστές άρχισαν να αποστασιοποιούνται από τη νοοτροπία η οποία διακατείχε και χαρακτήριζε τους πλοιοκτήτες της περιόδου της Παλιγγενεσίας. Ιδιαίτερα μετά τον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρόλο που ο ελληνόκτητος εμπορικός στόλος κατέχει σταθερά μια από τις πρώτες θέσεις στην κατάταξη της παγκόσμιας ναυτιλίας, τα άμεσα οφέλη για την ελληνική οικονομία είναι από ανύπαρκτα έως πενιχρά.

Με δικαιολογία ή και πρόσχημα ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανεβάσουν στα πλοία τους την οποιαδήποτε «σημαία ευκαιρίας», οι Έλληνες εφοπλιστές αρνούνται να πληρώσουν στο ελληνικό Κράτος τη φορολογία η οποία αναλογεί στις συχνά αδιανόητες προσόδους που εξασφαλίζουν. Όποια κυβέρνηση των τελευταίων ετών διανοήθηκε να επιχειρήσει τη στοιχειώδη φορολόγησή τους βρέθηκε αντιμέτωπη με την απειλή ότι θα δει την ελληνική σημαία να υποστέλλεται και τις εταιρίες που έχουν έδρα την Ελλάδα να «μεταναστεύουν» στο Σίτυ του Λονδίνου ή αλλού που είχαν θεωρητικά τουλάχιστον εξασφαλισμένα περισσότερα προνόμια φοροαπαλλαγών.

Όλες οι κυβερνήσεις της μνημονιακής περιόδου ήρθαν αντιμέτωπες με την πίεση των εταίρων και δανειστών της χώρας να προχωρήσουν στη φορολόγηση των Ελλήνων εφοπλιστών. Καμία, ωστόσο, εξ αυτών δεν κινήθηκε αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ ούτε οι κατά τα άλλα άτεγκτοι «θεσμοί» φάνηκε να επιμένουν μέχρι τέλους όπως, π.χ., έκαναν με τις περικοπές των εισοδημάτων των άμοιρων μισθωτών ή και άλλων επαγγελματιών.

Από την εποχή της κυβέρνησης Σαμαρά, αλλά και μετέπειτα της διακυβέρνησης Τσίπρα – Καμένου, όλοι βολεύτηκαν με την κατ΄ αποκοπήν φορολόγηση των Ελλήνων εφοπλιστών όχι με βάση τα εισοδήματα ενός εκάστου, αλλά με ένα εφάπαξ ποσό το οποίο οριζοντίως και επί της ουσίας απολύτως εθελοντικά καλούνταν κάθε φορά να καταβάλουν. Με έναν τρόπο που θύμιζε επαιτεία του τύπου «ό,τι προαιρείσθε».

Μοιραία, λοιπόν, προϊόντος του χρόνου, οι εφοπλιστικές εταιρίες συνήθισαν να μην πληρώνουν ούτε καν τον ΕΝΦΙΑ για τα ακίνητα που κατέχουν, κάτι που αν το κάναμε όλοι εμείς οι απλοί πολίτες που έχουμε στην κατοχή μας ένα διαμερισματάκι στα Πατήσια ή μια παλαιά οικία που κληρονομήσαμε στο τελευταίο… κουτσοχώρι της ελληνικής επικράτειας θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης και κατασχέσεων.

Γιατί άραγε;

Για τους Έλληνες εφοπλιστές είναι… εθελοντική ακόμη και η πληρωμή του ΕΝΦΙΑ;

Στο περιθώριο του ετήσιου Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός που συνήλθε τον περασμένο μήνα, προκάλεσε τεράστια αίσθηση το γεγονός ότι 260 εκατομμυριούχοι και δισεκατομμυριούχοι, που ανήκουν στους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη, υπέγραψαν κοινό κείμενο με το οποίο διαπίστωναν τη συνεχή διεύρυνση των ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος και διατύπωναν το αίτημα για επιβολή περισσότερων φόρων στους έχοντες και κατέχοντες.

Πριν καταλήξουν στο εντυπωσιακό «φορολογήστε μας!», υπογράμμιζαν ότι το αίτημά τους δεν είναι καθόλου «ριζοσπαστικό», αλλά στην ουσία σηματοδοτεί την «επιστροφή στην κανονικότητα». Κι αυτό, διότι, όπως επεσήμαιναν, με αυτόν τον τρόπο ο ακραίος και μη παραγωγικός πλούτος «μετατρέπεται σε επένδυση για ένα κοινό, δημοκρατικό μέλλον».

Στην πραγματικότητα, βεβαίως, η συντριπτική πλειονότητα όσων υπέγραψαν το συγκεκριμένο κείμενο διαθέτουν τεράστιες περιουσίες για τις οποίες δεν έχουν «εργαστεί» οι ίδιοι. Επρόκειτο κυρίως για κληρονόμους, που για τον πλούτο τον οποίο κατέχουν εργάστηκαν οι γονείς ή και οι παππούδες τους.

Χωρίς να μειώνεται η σημασία της έκκλησης των πλουσίων δεύτερης και τρίτης γενιάς για να φορολογηθούν από τα κράτη στα οποία ανήκει αυτή η αρμοδιότητα, η αλήθεια είναι ότι η πρώτη γενιά των κάθε είδους «αυτοδημιούργητων» επιχειρηματιών διαθέτει αναμφισβήτητα μεγαλύτερη… ταύτιση με τον πλούτο που απέκτησαν. Τρανή απόδειξη αποτελούν τα όσα έρχονται στο φως τις τελευταίες ημέρες με αφορμή το αποτρόπαιο φονικό που έλαβε χώρα την περασμένη Δευτέρα στους κόλπους της εφοπλιστικής οικογένειας που έχει την έδρα της στη Γλυφάδα.

Μία από τις άκρως εντυπωσιακές λεπτομέρειες που ήρθαν στο φως ήταν το χειρόγραφο κείμενο ενός εκ των ιδρυτών της εταιρείας, στο οποίο, προ τριακονταετίας, γινόταν λόγος για «πληθώρα χρημάτων, που πράγματι δεν ξέρουμε πού να τα ξοδέψουμε»(!). 

Ο συντάκτης του επίμαχου κειμένου με έναν μάλλον προφητικό τρόπο για τα μελλούμενα προειδοποιούσε: «Όλοι μας ας αναλογισθούμε ότι το επόμενο στάδιο μετά από εδώ θέλει μεγάλη προσοχή, σύνεση και αυτοκριτική, διότι είναι ακριβώς το στάδιο που επειδή τα έχουμε όλα και τόσο πλούσια, ούτε ο Θεός, ούτε η συνείδησή μας δεν μας επιτρέπει να έχουμε παράπονο, διότι, αν μετά από όλα αυτά έχουμε παράπονο, είναι τόσο άδικο που μπορεί να μας οδηγήσει σε ζημία της εταιρείας ή και, το χειρότερο, της υγείας μας».

Κι όμως, τρεις δεκαετίες μετά αφότου η συγκεκριμένη εφοπλιστική εταιρία και οι άνθρωποί της, που δεν ήξεραν πώς να ξοδέψουν τα χρήματα τα οποία τόσο αναπάντεχα είχαν συσσωρεύσει, γίνεται γνωστό ότι δεν πλήρωναν ούτε καν τον ΕΝΦΙΑ που αντιστοιχούσε στα ακίνητα τα οποία κατείχαν.

Η υπόθεση μάλιστα γίνεται ακόμη πιο προκλητική αν ληφθεί υπόψιν ότι η μη καταβολή του αναλογούντος φόρου για την κατοχή ακίνητης περιουσίας αφορούσε την ιδιοκτησία επί του εμβληματικού νησιωτικού συμπλέγματος των Πεταλιών, το οποίο βρίσκεται στα νότια της Εύβοιας και απασχολεί συχνά πυκνά την επικαιρότητα εξαιτίας της πολύχρονης διαμάχης ανάμεσα στη συγκεκριμένη εφοπλιστική οικογένεια (Καρνέση) και άλλη (την οικογένεια Εμπειρίκου) με σημαντικά μεγαλύτερη παράδοση στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις.

Από την εποχή κατά την οποία υπεγράφη η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), με την οποία κατοχυρώθηκε νομικά το δικαίωμα χρήσης της ρωσικής σημαίας από Έλληνες πλοιοκτήτες, όπως και η ναυπήγηση πλοίων μεγάλου εκτοπίσματος, ο εμπορικός στόλος των Ελλήνων αναπτύχθηκε θεαματικά και αναμφίβολα συνέβαλε αποφασιστικά αρχικά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ελληνικού Έθνους και εν συνεχεία στην οικονομική ανάπτυξη του νεοσύστατου νεοελληνικού Κράτους.

Στην πορεία των χρόνων, ωστόσο, οι μετέπειτα Έλληνες εφοπλιστές άρχισαν να αποστασιοποιούνται από τη νοοτροπία η οποία διακατείχε και χαρακτήριζε τους πλοιοκτήτες της περιόδου της Παλιγγενεσίας. Ιδιαίτερα μετά τον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρόλο που ο ελληνόκτητος εμπορικός στόλος κατέχει σταθερά μια από τις πρώτες θέσεις στην κατάταξη της παγκόσμιας ναυτιλίας, τα άμεσα οφέλη για την ελληνική οικονομία είναι από ανύπαρκτα έως πενιχρά.

Με δικαιολογία ή και πρόσχημα ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανεβάσουν στα πλοία τους την οποιαδήποτε «σημαία ευκαιρίας», οι Έλληνες εφοπλιστές αρνούνται να πληρώσουν στο ελληνικό Κράτος τη φορολογία η οποία αναλογεί στις συχνά αδιανόητες προσόδους που εξασφαλίζουν. 

Όποια κυβέρνηση των τελευταίων ετών διανοήθηκε να επιχειρήσει τη στοιχειώδη φορολόγησή τους βρέθηκε αντιμέτωπη με την απειλή ότι θα δει την ελληνική σημαία να υποστέλλεται και τις εταιρίες που έχουν έδρα την Ελλάδα να «μεταναστεύουν» στο Σίτυ του Λονδίνου ή αλλού που είχαν θεωρητικά τουλάχιστον εξασφαλισμένα περισσότερα προνόμια φοροαπαλλαγών.

Όλες οι κυβερνήσεις της μνημονιακής περιόδου ήρθαν αντιμέτωπες με την πίεση των εταίρων και δανειστών της χώρας να προχωρήσουν στη φορολόγηση των Ελλήνων εφοπλιστών. Καμία, ωστόσο, εξ αυτών δεν κινήθηκε αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ ούτε οι κατά τα άλλα άτεγκτοι «θεσμοί» φάνηκε να επιμένουν μέχρι τέλους όπως, π.χ., έκαναν με τις περικοπές των εισοδημάτων των άμοιρων μισθωτών ή και άλλων επαγγελματιών.

Από την εποχή της κυβέρνησης Σαμαρά, αλλά και μετέπειτα της διακυβέρνησης Τσίπρα – Καμένου, όλοι βολεύτηκαν με την κατ΄ αποκοπήν φορολόγηση των Ελλήνων εφοπλιστών όχι με βάση τα εισοδήματα ενός εκάστου, αλλά με ένα εφάπαξ ποσό το οποίο οριζοντίως και επί της ουσίας απολύτως εθελοντικά καλούνταν κάθε φορά να καταβάλουν. Με έναν τρόπο που θύμιζε επαιτεία του τύπου «ό,τι προαιρείσθε».

Μοιραία, λοιπόν, προϊόντος του χρόνου, οι εφοπλιστικές εταιρίες συνήθισαν να μην πληρώνουν ούτε καν τον ΕΝΦΙΑ για τα ακίνητα που κατέχουν, κάτι που αν το κάναμε όλοι εμείς οι απλοί πολίτες που έχουμε στην κατοχή μας ένα διαμερισματάκι στα Πατήσια ή μια παλαιά οικία που κληρονομήσαμε στο τελευταίο… κουτσοχώρι της ελληνικής επικράτειας θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης και κατασχέσεων.

Γιατί άραγε;

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2019

Αλλάζουν οι συνθήκες όταν είσαι «μέσα στον χορό»…



Η επικείμενη Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για έναν -πολύ πρόωρο, είναι η αλήθεια- απολογισμό της κυβερνητικής δράσης, καθώς συμπληρώνονται δύο μήνες από την εκλογική νίκη της 7ης Ιουλίου.
Τα στελέχη και οι συνεργάτες της κυβέρνησης Μητσοτάκη μπήκαν με μεγάλη φούρια στο πολιτικό τερέν, πασχίζοντας να (απο-)δείξουν τους προεκλογικούς ισχυρισμούς τους ότι ήταν πανέτοιμοι να αναλάβουν τη διακυβέρνηση.
Σε αυτό το πλαίσιο και επιδιώκοντας εύκολες επικοινωνιακές νίκες, επιδόθηκαν από την πρώτη στιγμή σε μια -μάλλον αγχώδη- προσπάθεια να πείσουν για την προετοιμασία την οποία είχαν στα χρόνια που βρίσκονταν στην αντιπολίτευση.
Με αποτέλεσμα, όμως, παρότι δεν ήταν καινούργιοι στο «κουρμπέτι»να μην καταφέρουν να αποφύγουν κάποιες αστοχίες που μάλλον δεν δικαιολογούνται από ανθρώπους οι οποίοι δεν κάθονταν πρώτη φορά σε υπουργικούς θώκους.
Το ζήτημα, για παράδειγμα, της ΔΕΗ και οι δεσμευτικές δηλώσεις των πρώτων κυβερνητικών ημερών ότι θα βρεθεί –μαγική;- λύση χωρίς να επιβαρυνθούν οι καταναλωτές, είναι μια απόδειξη τόσο για την έλλειψη προετοιμασίας όσο και για τη σπουδή να ειπωθούν πράγματα που ακούγονται ευχάριστα από τους ψηφοφόρους. 
Η εκ των υστέρων απόπειρα να δικαιολογηθεί η υποχρεωτική αλλαγή πλεύσης στη δρομολογούμενη λύση μέσω της επίκλησης των δεδομένων ευθυνών της προηγούμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, δυστυχώς δεν πείθουντην κοινή γνώμη.
Οι άνθρωποι οι οποίοι στελεχώνουν ένα κόμμα εξουσίας οφείλουν να ξέρουν τι πρόκειται να παραλάβουν. Πόσω μάλλον τι παρέλαβαν, όταν μετά τις εκλογές έσπευδαν να κάνουν βεβιασμένες, όπως αποδείχθηκε, ανακοινώσεις. Και αν δεν ήξεραν, δεν υπήρχε κανείς απολύτως λόγος να δεσμεύονται ότι δεν θα αναπροσαρμοστούν τα τιμολόγια της ΔΕΗ.
Αλλά και μιλώντας γενικώς, πέραν, δηλαδή, της συγκεκριμένης ανακολουθίας, διαπιστώνει κανείς ότι τα χρονοδιαγράμματα που οι ίδιοι οι κυβερνώντες έθεσαν στους εαυτούς τους ήταν πολύ αυστηρά. Και γι΄ αυτό αποδείχθηκαν ανεφάρμοστα.
Υποτίθεται, για να μιλήσουμε και πάλι με συγκεκριμένα παραδείγματα, ότι μήνες, αν όχι και χρόνια, πριν από τις εκλογές τα στελέχη της ΝΔ είχαν έτοιμα τα πρώτα νομοθετήματα της νέας διακυβέρνησης: πρώτον, για την αναδιάρθρωση του Δημοσίου, δεύτερον, για τη νέα φορολογική πολιτική με τους μειωμένους συντελεστές και, τρίτον, το αναπτυξιακό νομοσχέδιο με την καθιέρωση κινήτρων για την προσέλκυση επενδύσεων και την άρση των γραφειοκρατικών και άλλων εμποδίων που ορθώνονται στον δρόμο των επενδυτών.
Τι απεδείχθη στην πράξη; Απεδείχθη ότι, κακά τα ψέματα, δεν υπήρξε καμία –σοβαρή τουλάχιστον- προετοιμασία. Ή, και αν υπήρχε κάτι, η… ξεροκέφαλη πραγματικότηταβάλθηκε να δικαιώσει τη λαϊκή ρήση που λέει ότι «όσοι είναι έξω από τον χορό πολλά τραγούδια ξέρουν…»
Ας τα πάρουμε με τη σειρά για να μην θεωρηθεί ότι υπερβάλουμε ή αδικούμε τα κυβερνητικά στελέχη. Κατ΄ αρχάς, το νομοσχέδιο για το λεγόμενο«επιτελικό κράτος» πήγε τσάτρα – πάτρα στη Βουλή και, χάρις μάλλον στον… «βολονταρισμό» του καθηγητή Γιώργου Γεραπετρίτη, ψηφίστηκε κατά παράβαση των ίδιων των πρακτικών καλής νομοθέτησης που καθιερώνονται με τις δικές του διατάξεις.
Έπειτα, το φορολογικό νομοσχέδιο «τεμαχίστηκε», έτσι ώστε να προηγηθούν οι εύκολες ρυθμίσεις για τον ΕΝΦΙΑ και τις 120 δόσεις, που εν πολλοίς είχαν προετοιμαστεί από τους προηγούμενους, ενώ οι πιο δύσκολες διατάξεις μετατέθηκαν για αργότερα, γιατί απαιτούσαν περισσότερη προεργασία, όπως και διαβούλευση με εταίρους και δανειστές.
Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα για το πλέον κρίσιμο κυβερνητικό νομοθέτημα, το αναπτυξιακό νομοσχέδιο που αποτελεί τον πυλώνα πάνω στον οποίο θα πρέπει να «ακουμπήσει» ολόκληρο το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης. Διότι, όπως οι ίδιοι έχουν διακηρύξει και η λογική επιτάσσει, χωρίς ένα αναπτυξιακό σοκ, που θα προκληθεί από νέες επενδύσεις, η χώρα θα μείνει καθηλωμένη στην αναιμική ανάπτυξη των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ και δεν θα υπάρξουν ούτε φοροελαφρύνσεις ούτε νέες δουλειές.
Στο υπουργείο Ανάπτυξης, αντί να στρωθούν στη δουλειά και να συντάξουν ένα εφαρμόσιμο νομοσχέδιο με κανόνες για όλους και κίνητρα για την νεοφυή επιχειρηματικότητα, εστίασαν τις δυνάμεις τους σε πρωτοβουλίες με εξασφαλισμένη πρόσκαιρη δημοσιότητα, όπως οι παρεμβάσεις για να σωθούν εταιρίες που οι μέτοχοί τους δεν θέλουν να σώσουν.
Κάπως έτσι, το πολυαναμενόμενο αναπτυξιακό νομοσχέδιο, το οποίο ήθελε πως και πως ο ίδιος ο πρωθυπουργός να πάρει μαζί του στον ευρωπαϊκό γύρο ταξιδιών που έκανε πρόσφατα και να ανακοινώσει, αν όχι την ψήφισή του, τουλάχιστον την κατάθεσή του στη Βουλή το επερχόμενο Σαββατοκύριακο της ΔΕΘ, δεν έχει πάρει ακόμη τη μορφή νομοθετικού κειμένου.
Στην πραγματικότητα πάει από αναβολή σε αναβολή. Και το επιβεβαίωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, ο οποίος, σε σχετική ερώτηση, έδωσε την εξής απάντηση: «Το αναπτυξιακό νομοσχέδιο είναι ένα πραγματικά μεγάλο νομοσχέδιο. Καταλαμβάνει πάρα πολλά πεδία της πολιτικής και θα τεθεί σε διαβούλευση αυτές τις ημέρες. Ενδεχομένως και αυτή την εβδομάδα. Αν δεν είναι αυτή την εβδομάδα, θα είναι Δευτέρα ή Τρίτη αμέσως μετά τη ΔΕΘ...».
Σίγουρα, «δεν… έπεσε η ζάχαρη στο νερό» επειδή θα καθυστερήσουν μερικές ακόμη εβδομάδες πράγματα που έπρεπε να γίνουν χρόνια νωρίτερα. Αυτό, όμως, που έχει σημασία είναι να κατανοήσουν οι κυβερνώντες είναι ότι πρέπει να μιλούν λιγότερο και να πράττουν περισσότερα.
Δεν παρίσταται καμία ανάγκη να κάνουν πρόωρα ανακοινώσεις για κινήσεις και πρωτοβουλίες για τις οποίες δεν έχουν την απαραίτητη προετοιμασία. Διότι, αν αυτό ήταν ανεκτό όταν ήταν στην αντιπολίτευση, δεν ισχύει το ίδιο τώρα που είναι στην κυβέρνηση.
Μπορεί, προς στιγμήν, όλες αυτές οι μικρές αστοχίες να μην τους κοστίζουν επικοινωνιακά, επειδή διαθέτουν μεγάλο πολιτικό απόθεμα και η κριτική που δέχονται από την αντιπολίτευση δεν τους πλήττει, με την πάροδο του χρόνου, όμως και κυρίως όταν θα τελειώσει ο μήνας του πολιτικού μέλιτος που απολαμβάνουν, όλα αυτά θα λειτουργήσουν σωρευτικά.
Έμπειροι είναι και το ξέρουν!

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Σπούδασε, στ΄ αλήθεια, μηχανικός ο κ. Τσίπρας;



            Σε μια -μάλλον πρόσκαιρη…- κρίση ειλικρίνειας ο Αλέξης Τσίπρας παραδέχθηκε στην τελευταία ομιλία του στη Βουλή ότι «και εμείς φέραμε αρνητικά μέτρα, δεν το αρνούμεθα». Μόνον που η παραδοχή αυτή δεν ήταν παρά ένας φραστικός ελιγμός που στόχο είχε να βρει έρεισμα για να επιδοθεί στην προσφιλή του τακτική της παραβίασης της κοινής λογικής.
Η συνέχεια, άλλωστε, ήταν αποκαλυπτική για όλους όσοι δεν παρασύρονται από τις βερμπαλιστικές ικανότητες του κ. Τσίπρα. «Ο συνολικός λογαριασμός, η σούμα για όσους ξέρουν να μετράνε και έχουν βγάλει και τα πανεπιστήμια τα καλά που έχετε βγάλει εσείς, είναι 65 δισεκατομμύρια ευρώ αρνητικά μέτρα στην πενταετία των δικών σας μνημονιακών χρόνων», είπε απευθυνόμενος στον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκο Μητσοτάκη. 
 «Τα αρνητικά μέτρα που πήραμε εμείς ήταν κοντά στα 9 δισεκατομμύρια ευρώ, όταν εσείς σε μια πενταετία πήρατε 65 δισεκατομμύρια ευρώ», συμπλήρωσε. Και με την ίδια… ιερά οργή, με την οποία χρωμάτισε τη φωνή του, πρόσθεσε: «Τι έρχεστε να συγκρίνετε σε αυτήν εδώ την αίθουσα; Τα 65 δισεκατομμύρια ευρώ με τα 9 δισεκατομμύρια ευρώ; Ποιο είναι βαρύτερο και μεγαλύτερο;».
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον κ. Τσίπρα τα δημοσιονομικά μέτρα είναι θέμα βάρους ή μεγέθους και αφού τα ζυγίσουμε ή τα μετρήσουμε μπορούμε να αποφανθούμε ποια είναι πιο βαριά ή πιο μεγάλα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), για τον οποίο η υπουργός του κυρία Θεανώ Φωτίου νόμιζε μέχρι πρότινος –και είπε από τη συχνότητα της ΕΡΤ- ότι ήταν φόρος επιχειρήσεων και ότι η κυβέρνησή της θα τον μείωνε.
Την άνοιξη του 2010 και λίγο πριν μπούμε στο πρώτο Μνημόνιο η τότε κυβέρνηση Παπανδρέου αύξησε κατά δύο μονάδες τον υψηλό συντελεστή του ΦΠΑ που από το 19% πήγε στο 21%. Η αύξηση αυτή απεδείχθη ανεπαρκής για τη σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή που επέβαλαν στη χώρα οι δανειστές αμέσως μετά την ένταξη στο χρηματοδοτικό μηχανισμό που δημιουργήθηκε από την ευρωζώνη για να αποφευχθεί η άτακτη χρεοκοπία της χώρας μας. Και έτσι από την 1η Ιουλίου του 2010 έγινε μια ακόμη μεγάλη αύξηση που εκτόξευσε τον συντελεστή στο 23%.
Πράγματι, λοιπόν κατά την πρώτη μνημονιακή περίοδο ο ΦΠΑ αυξήθηκε κατά τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες, γεγονός πρωτοφανές και αξιομνημόνευτο για το οποίο υπήρξαν πολλές διαμαρτυρίες με πιο ισχυρές εκείνες των στελεχών και της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που ολοφύρονταν για την… αντιλαϊκή αναλγησία των τότε κυβερνώντων. Θα περίμενε, φυσικά, κατόπιν τούτου όταν οι διαμαρτυρόμενοι θα έρχονταν στα πράγματα ότι θα μείωναν τον ΦΠΑ και θα επανέφεραν τον συντελεστή τους στην προτέρα κατάσταση.
Αμ δε! Όχι μόνον δεν μειώθηκε ο ΦΠΑ, αλλά, αντίθετα, τον Μάιο του 2016, ο μεν ανώτατος συντελεστής αυξήθηκε κατά μία επιπλέον μονάδα, πηγαίνοντας στο 24%, οι δε υπόλοιποι αναπροσαρμόστηκαν. Μια σειρά προϊόντων και υπηρεσιών, ακόμη και ευρείας λαϊκής κατανάλωσης, μετατάχθηκαν από τους χαμηλούς συντελεστές στον υψηλό, ο οποίος έκτοτε ισχύει και στη νησιωτική Ελλάδα που ως τότε απολάμβανε ειδικό καθεστώς με χαμηλότερες επιβαρύνσεις από εκείνες της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Αν πάρουμε, λοιπόν, τοις μετρητοίς την… αριθμητική «λογική» του κ. Τσίπρα τότε θα πρέπει να συνομολογήσουμε ότι το σκορ στον αγώνα αύξησης του ΦΠΑ που έδωσαν οι «μνημονιακοί» κόντρα στους «αντιμνημονιακούς» ήταν 4-1. Είναι έτσι όμως; Προφανώς όχι. Από τη στιγμή που το 1% προστίθεται στο 4%, τότε η, κατά την πρωθυπουργική έκφραση, «σούμα» είναι 5% για τους «αντιμνημονιακούς», καθώς απεδείχθη στην πράξη ότι οι «μνημονιακοί» με την αύξηση του 4% ήταν πιο… φειδωλοί στην αντιλαϊκότητα.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την προπαγανδιστική μηχανή που έχει στηθεί για τις υπόλοιπες φορολογικές επιβαρύνσεις που όλες ανεξαιρέτως πήραν την ανιούσα την τελευταία τετραετία. Όπως, βεβαίως, και για τις περικοπές των συντάξεων που σε πείσμα των υποσχέσεων ότι θα τις αποκαθιστούσαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, δίνοντας πίσω και την περίφημη 13η σύνταξη η οποία καταργήθηκε τα πρώτα μνημονιακά χρόνια.
Αντιδρώντας στην κριτική για τη λαίλαπα του «νόμου Κατρούγκαλου», που δεν άφησε σχεδόν καμία σύνταξη ανεπηρέαστη, οι κυβερνώντες ισχυρίζονται: «Ναι, αλλά οι προηγούμενοι τις είχαν μειώσει δώδεκα φορές…». Είναι η μόνιμη επωδός τους η οποία έχει βεβαίως ακουστεί δεκάδες φορές και από τα χείλη του πρωθυπουργού, επειδή, προφανώς, ο ίδιος και οι συνεργάτες του νομίζουν ότι απευθύνονται σε αφελείς. Σε πολίτες, δηλαδή, που δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι και… μισή φορά όταν κόβει κανείς τις συντάξεις όταν έχουν προηγηθεί και μένουν ως έχουν οι 12 προηγούμενες περικοπές, τότε είναι σαν ο τελευταίος να τις κόβει… δωδεκάμισι φορές και όχι… μισή.
Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος προικισμένος με τη δυνατότητα να κάνει σύνθετες σκέψεις για να αντιληφθεί αυτή την απλή αυτή αλήθεια. Άρα το αναμενόμενο είναι ότι ο κ. Τσίπρας που είναι απόφοιτος του Μετσόβιου Πολυτεχνείου έχει αυτή τη δυνατότητα. Αν λάβουμε, ωστόσο, υπόψη μας ότι το δίπλωμα του μηχανικού το οποίο διαθέτει δεν τον εμπόδισε να μιλάει για… «στροφή 360 μοιρών», τότε ίσως δικαιολογούνται πολλά από όσα λέει: από τη διαφορά της Λέσβου με τη… Μυτιλήνη έως τον Μεσαίωνα που είναι… ένας άλλος αιώνας.
Πτυχίο μηχανικού έλαβε, όπως και μεταπτυχιακό τίτλο, τον οποίο -όλως τυχαίως- επόπτευσαν πρόσωπα που συνδέθηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ. Τις σπουδές του, όμως, τις έκανε κανονικά ή ασχολούνταν ολημερίς με τις καταλήψεις και την προετοιμασία της πολιτικής του καριέρας;

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Πανάκριβα δίδακτρα για αμφίβολη μάθηση



            Πάνω που ετοιμάζεται κανείς να πάρει βαθιά ανάσα, εκφράζοντας ανακούφιση για τη διαφαινόμενη συνάντηση της νεοφώτιστης κυβέρνησης με την πραγματικότητα, συμβαίνει κάτι και η διάχυτη εντύπωση του αποκαρδιωτικού “δεν μας σώζει τίποτε...” επανέρχεται για να διαλύσει κάθε προσδοκία ότι πλησιάζει το τέλος της ατέρμονης δοκιμασίας που βιώνουμε.
            Εκεί που, εξαντλώντας όλη την καλή προαίρεση, την οποία μπορεί να έχει κάποιος που δεν αρέσκεται στο χοντρό δούλεμα, λες “καινούργιοι είναι, που θα πάει, θα μάθουν...”, διαπιστώνεις αίφνης ότι τα... δίδακτρα που απαιτείται να καταβληθούν είναι πανάκριβα και το αποτέλεσμα της μάθησης προδιαγράφεται ως απολύτως αμφίβολο.  
            Χρειάστηκε, για παράδειγμα, να παρέλθει ένας ολόκληρος μήνας από την περιώνυμη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου και να μεσολαβήσουν δεκάδες ερ(εθ)ιστικές  συνεντεύξεις του υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη σε διεθνή μέσα ενημέρωσης για να αποφασίσει η ελληνική κυβέρνηση να αντιδράσει στον αργό θάνατο στον οποίο με βεβαιότητα οδηγείται η ελληνική οικονομία, εξαιτίας, από τη μια, της δικαιολογημένης φυγής κεφαλαίων από τις εγχώριες τράπεζες και, από την άλλη, της πιστωτικής ασφυξίας που ομοθυμαδόν μας επεφύλαξαν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί.
            Γιατί, άραγε, έπρεπε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας να αφήσει όλον αυτόν τον χρόνο να περάσει για να αναλάβει να συντάξει τη λίστα των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων, όπως του υπέδειξε το περίφημο ευρωπαϊκό “διευθυντήριο”, στο οποίο, για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, κατέφυγε τις προηγούμενες μέρες; Που πήγαν αλήθεια οι... όρκοι πίστης στην ισοτιμία των ευρωπαϊκών χωρών και στην “Ευρώπη των λαών”; Και με ποιο ηθικό ανάστημα θα διαμαρτυρηθούμε για την μονοκρατορία των Γερμανών όταν στις επόμενες συνεδριάσεις του Eurogroup ή όποιου άλλου ευρωπαϊκού οργάνου οι Έλληνες αντιπρόσωποι θα βρεθούν απομονωμένοι;
            Από τα πολύ μεγάλα, λοιπόν, όπως είναι οι κρίσιμες διαπραγματεύσεις με τους εταίρους και δανειστές της χώρας για την παραμονή της Ελλάδας σε ευρωπαϊκή τροχιά, ως τα σχετικά μικρότερα καθημερινά ζητήματα, η εικόνα του απαράσκευου και αλαζονικού μικρομεγαλισμού που αποπνέει το κυβερνητικό σχήμα είναι, λίγο ως πολύ, ίδια. Το εμβληματικό moto του “πρώτη φορά...” το οποίο με κάθε ευκαιρία προβάλλεται κινδυνεύει να μεταβληθεί στο πιο σύντομο ανέκδοτο της εποχής μας. 
            Επιδερμικά χοντροκομμένοι επικοινωνιακοί χειρισμοί που μαρτυρούν αδιαφορία για την ουσία των πραγμάτων και τις επιπτώσεις από πράξεις, όπως οι απειλές για... κατακλυσμό της Ευρώπης από τζιχαντιστές, αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά μας, ή και παραλείψεις, όπως η εξαγγελθείσα πολιτική έναντι των κάθε είδους ταραξιών που χρειάστηκε να φθάσουν ως την πόρτα του γραφείου και τον περίβολο της οικίας του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα για να επιτραπεί στην Αστυνομία να πράξει το αυτονόητο.
            Επικίνδυνοι πειραματισμοί, αδιανόητες προχειρότητες και ασυγχώρητη έλλειψη επεξεργασμένων θέσεων σε καίρια ζητήματα, όπως είναι η Παιδεία, που ως πρώτο μέλημα επελέγη η... πάταξη της αριστείας, ή το Μεταναστευτικό, όπου κατά απολύτως εξωθεσμικό τρόπο υπαγόρευε πολιτική ένα πρόσωπο, η κυρία Τασία Χριστοδουλοπούλου, που μόλις το περασμένο Σάββατο... κατάφερε να ορκιστεί και ας ελπίσουμε να μην ανατρέψει την ήδη ανατραπείσα πολιτική της, αρχίζοντας να αφήνει και πάλι ασύδοτους τους παράνομους μετανάστες που έχουν αρχίσει ξανά να συλλαμβάνουν οι αστυνομικές αρχές...
            Ας είναι, όμως. Αν επρόκειτο πραγματικά να μάθουν από τις δοκιμές που κάνουν, έστω “στου κασίδη το κεφάλι”, χαλάλι τους, που λέει ο λόγος. Μικρό το κακό, αν έστω και τώρα αντιληφθούν, π.χ., ότι η άρνηση πληρωμής φόρων από έχοντες είναι αντικοινωνική πράξη και το κράτος, αν θέλει να υφίσταται, θα πρέπει να τους στείλει την εφορία, όπως απείλησε η -άκουσον, άκουσον!- κυρία Νάντια Βαλαβάνη του κινήματος “δεν πληρώνω”.
            Ίσως και να μη χάλασε ο κόσμος που τους πήρε δύο μήνες για να ψηφίσουν δύο νομοσχέδια και παρ΄ όλα αυτά το ένα εκ των δύο ψηφίστηκε με κατεπείγουσα διαδικασία, ενώ το περιεχόμενο αμφοτέρων σε τίποτε δεν διέφερε από τις γνωστές “κουρελούδες” του παρελθόντος με τις δεκάδες άσχετες τροπολογίες για τις οποίες τόσος θόρυβος γινόταν τα προηγούμενα χρόνια.
            Θα μπορούσε να δείξει κανείς ανοχή ακόμη και στην... ανυπότακτη αψήφιση των πρωθυπουργικών οδηγιών για τα βουλευτικά αυτοκίνητα, αν ήταν όλα αυτά για να μάθουν οι κυβερνώντες ότι έχουν παρέλθει οι εποχές που εκτόξευαν αντιμνημονιακές φλυαρίες και ορισμένοι έκλειναν -με το αζημίωτο...- μέσα από τα τηλεοπτικά πρωινάδικα εργολαβικά δικαστικής συμπαράστασης στα θύματα του Μνημονίου.   
            Είναι, όμως, έτσι; Μαθαίνουν, όντως, από τα πειράματα στα οποία επιδίδονται; Δεν είμαι βέβαιος. Τα περιβόητα, άλλωστε, non paper, με τα οποία βομβαρδίζεται καθημερινά η κοινή γνώμη, δεν δείχνουν τέτοια πρόθεση. Αντιθέτως, εκπέμπουν μια αυτάρεσκη βεβαιότητα που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για να ελπίσει κανείς ότι δεν έχουμε να κάνουμε με... ανεπίδεκτους μαθήσεως.

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Πως… γλυτώσαμε από την εξέγερση των «goldenboys»

Κλαυθμοί, οδυρμοί και ολολυγμοί κατέκλυσαν τα τηλεοπτικά πλατό και τις ραδιοφωνικές συχνότητες μόλις έγινε γνωστή η αποτρόπαια «είδηση» της φορολόγησης των παροχών σε είδος.
Ασυγκράτητοι σχολιαστές μυκτήριζαν την ανάλγητη γενική γραμματέα Δημοσίων Εσόδων που απελτόμησε την αδιανόητη πράξη να εκδώσει εγκύκλιο για την εφαρμογή –άκουσον, άκουσον!-ενός ψηφισμένου εδώ και ενάμισι χρόνο που τροποποιούσε ένα καθεστώς που ισχύει διεθνώς και που στη χώρα μας έχει θεσμοθετηθεί πριν από περίπου μια εικοσαετία.
Ακούγοντάς τους είχες την εντύπωση ότι θα άνοιγε το καταπέτασμα του ουρανού και η χώρα που άντεξε τόσα και τόσα –Μνημόνια, τρόικες, χειροκροτητές των απολύσεων δημοσίων υπαλλήλων και θαυμαστές της αυστηρότητας του Τόμσεν- θα πληττόταν από ώρα σε ώρα από σεισμούς και καταποντισμούς που θα ενέσκηπταν αν δεν κινητοποιούνταν άμεσα η κυβέρνηση να πάρει πίσω την καταστρεπτική εγκύκλιο της κυρίας Σαββαΐδου.
Δεν ήξερε κανείς τι να πρωτοθαυμάσει. Το μέγεθος της άγνοιας για τα στοιχειώδη;Ή τη χυδαιότητα της αντικοινωνικότητας που εξέπεμπε η απροκάλυπτηπαραδοχή ότι ένα τέτοιο μέτρο μπορεί και να αφορούσε τους ίδιους ως κατόχους εταιρικού κινητού τηλεφώνου;
«Στις 17 μονάδες θα πάει σήμερα κιόλας η διαφορά ανάμεσα στα δύο κόμματα εξουσίας», “έκοβε” ο ένας, ελεεινολογώντας την κυβέρνηση που τολμά να ζητεί και ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, την ώρα που ο άλλος “έραβε”με υποδείξεις –κλισέ «να πιάσουν, επιτέλους, τους φοροφυγάδες και να πάψουν να επιβαρύνουν τα συνήθη φορολογικά υποζύγια».
Μέσα στη βεβαιότητα της ασύγγνωστης ημιμάθειας τους, ούτε οι ελεεινολογούντες, ούτε οι μυαλοπώληδες μπορούσαν να διανοηθούν ότι η φορολόγηση των παροχών σε είδος αποτελεί ένα μέτρο στοιχειώδους κοινωνικής δικαιοσύνης που, αν εφαρμοστεί σωστά, μπορεί να συμβάλει στην πάταξη της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής.      
Η υποκατάσταση του φορολογητέουεισοδήματος με (αφορολόγητες) παροχές άλλου είδους,οι οποίες διαδέχθηκαν τα «μαύρα» του απώτερου παρελθόντος, είναι ένα από τα συνήθη «τερτίπια» που χρησιμοποιούν μεγαλοστελέχη επιχειρήσεων για να μειώσουν τη φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση τους,επ΄ ωφελεία και της εταιρίας στην οποία εργάζονται.
Συνομολογούν ένα μέρος των αποδοχών τους να τους παρέχεται σε είδος, π.χ. πληρωμή ενοικίου, διάθεση ιδιωτικού οχήματος, εταιρική πιστωτική κάρτα για αγορές, σε τρόπον ώστε το μεν στέλεχος να απαλλάσσεται γι΄ αυτό το επιπλέον εισόδημα από φόρους και εισφορές, η δε εταιρία να καταγράφει τις συγκεκριμένες δαπάνες στα επιχειρηματικά της έξοδα και να επωφελείται μέσω και της εμφάνισης μικρότερων φορολογητέων κερδών.
Δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία για την έκταση του φαινομένου, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, περιορίζεται σε κάποια υψηλόβαθμα στελέχη από εκείνα που παλαιότερα αποκαλούνταν «goldendoys». Με σαφήνεια, όμως, μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι η φορολόγηση παροχών αυτού του είδους –που νομοθετικά προβλέπεται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 90- δεν αφορά τη μεγάλη μάζα των όλο και λιγότερο εργαζομένων σε αυτή τη χώρα.
Γι΄ αυτό και έχω την εντύπωση ότι αποτελεί μέγιστη πρόκληση για μια κοινωνία,η οποία απαρτίζεται από ενάμισι εκατομμύριο ανέργους και από σχεδόν άλλους τόσους που δουλεύουν απλήρωτοι επί πολλούς μήνες, να ακούει –κατά τεκμήριο καλοπληρωμένους- σχολιαστές να καλούν τους πολίτες σε… εξέγερση για να αποτραπεί η φορολόγηση των μεγαλοστελεχών.