«Νέα υφεσιακά μέτρα δεν θα δεχθούμε…»,
είναι η κυβερνητική επωδός που συνοδεύει τις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις με
τους εταίρους και αφορούν ουσιαστικά την εξασφάλιση της δανειοδότησης της
ελληνικής οικονομίας την οποία, υποτίθεται ότι, δεν… θέλαμε και γι΄ αυτό οι
ιθύνοντες του οικονομικού επιτελείου διεκήρυσσαν την άρνηση να δεχθούν τις
«τοξικές» δόσεις της δανειακής σύμβασης και συνυπέγραφαν την επιστροφή των 11,5
δισ. του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που προοριζόταν για την
ανακεφαλαίωση των τραπεζών.
Δεν έχουν, φυσικά, άδικο να
αποκηρύσσουν την ύφεση, η οποία είναι αποδεδειγμένο και εμπειρικά διαπιστωμένο
από την προηγούμενη εξαετία ότι πλήττει περισσότερο τους οικονομικά αδύνατους.
Με τη διαφορά, όμως, ότι οι νέοι κυβερνώντες με τις πράξεις τους, αλλά, κυρίως,
με τις παραλείψεις τους, κατάφεραν να προκαλέσουν εκείνο που, υποτίθεται ότι,
ήθελαν να αποφύγουν: την επιστροφή της ύφεσης, η οποία, πλέον, κάνει παντού
εμφανή τα σημάδια της.
Δεν χρειάζεται να περιμένει κάποιος
τις επίσημες στατιστικές καταγραφές και τις αναλύσεις των στοιχείων για την
οικονομική δραστηριότητα ώστε να πειστεί ότι η σταθεροποίηση και η ελαφρά τάση
ανάκαμψης που καταγράφηκε την προηγούμενη χρονιά έχει ήδη αναστραφεί. Μια απλή,
άλλωστε, βόλτα στην πασχαλινή αγορά είναι ικανή να πείσει και τον πλέον «άπιστο
Θωμά» για τη βαριά ατμόσφαιρα που επικρατεί στην πραγματική οικονομία.
Είναι, ειλικρινά, να απορεί κανείς
πως δεν αντιλαμβάνονται στην κυβέρνηση ότι ισχυρότερο υφεσιακό μέτρο δεν μπορεί
να υπάρξει από την αδράνεια και την απραξία στην οποία έχει καταδικαστεί τους
τελευταίους μήνες η ελληνική οικονομία, αρχικά με την προεκλογική αβεβαιότητα
και εν συνεχεία με τη μετεκλογική παράλυση που είναι διάχυτη παντού.
Τους σχεδόν δυόμιση μήνες που είναι
στα πράγματα η νέα κυβέρνηση έχει βρεθεί χρόνος για να ασχοληθούν τα στελέχη
της με τόσα άλλα πράγματα που θα μπορούσαν να περιμένουν λίγο ακόμη. Όπως, για
παράδειγμα, η… αποσυμφόρηση των φυλακών ή η κατάργηση των Προτύπων σχολείων και
η… επανεγγραφή στα Πανεπιστήμια των «αιώνιων» φοιτητών.
Το ίδιο διάστημα, αντιθέτως, αν εξαιρεθούν οι… εργώδεις
προσπάθειες του… ακάματου υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης να επαναφέρει στο
δημόσιο όσους ο ίδιος και το δικηγορικό του γραφείο είχαν αναλάβει να
υπερασπιστούν τα προηγούμενα χρόνια, δεν βρέθηκε χρόνος ούτε να συζητηθεί, ούτε
πολύ περισσότερο να νομοθετηθεί, ένα, έστω, μέτρο που να οδηγεί στη δημιουργία
θέσεων εργασίας, που είναι η μόνη μέθοδος για την καταπολέμηση της ύφεσης.
Ποιος εχέφρων άνθρωπος, αλήθεια, πιστεύει ότι στις προτεραιότητες
της ελληνικής Βουλής είναι, σε αυτή τη φάση, να συστήσει «κολοβή» Εξεταστική
για το πως οδηγηθήκαμε στο Μνημόνιο ή, ακόμη χειρότερα, να συγκροτήσει (με
πρόσωπα αμφιβόλου, τουλάχιστον για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, επιστημοσύνης) Επιτροπή
για τη διαγραφή του δημοσίου χρέους;
Σκέφθηκε, άραγε, κανείς, πόσο πιο φιλολαϊκό θα ήταν -και,
πρωτίστως, πιο αποτελεσματικό για χιλιάδες νέους- αν η Πρόεδρος της Βουλής ηγείτο
–παραλλήλως, έστω, με την πρωτοβουλία για τη διαγραφή του χρέους- μιας
καμπάνιας κατά της ανεργίας και υπέρ της δημιουργίας θέσεων εργασίας;
Σε μια περίοδο που η υπόλοιπη Ευρώπη εκμεταλλεύεται τη μοναδική,
ίσως, θετική οικονομική συγκυρία που δημιουργούν τα αντιυφεσιακά μέτρα
ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα ιστορικά χαμηλά
επιτόκια που επικρατούν παγκοσμίως, η υποχώρηση στις διεθνείς τιμές των
καυσίμων και η υποτίμηση του ευρώ, η Ελλάδα κινείται -μόνη αυτή!- προς την
αντίθετη κατεύθυνση της επώδυνης οικονομικής αιμορραγίας που προκαλεί η
συνεχιζόμενη απώλεια θέσεων εργασίας.
Υπάρχει εξήγηση γι΄ αυτό το παράδοξο; Ή θα το φορτώσουμε κι
αυτό στους… ξένους, με ή χωρίς Εξεταστική Επιτροπή;