Η εξέλιξη
την οποία προσέλαβε η διαβόητη «υπόθεση Novartis» μετά την ηχηρή δικαστική απόφαση για την αποκάλυψη των ονομάτων
των κουκουλοφόρων μαρτύρων είναι μια καλή αφορμή για να αποφασίσει το πολιτικό
μας σύστημα να αποκαταστήσει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών για την οποία
μίλησε πρώτος ο Αριστοτέλης και την συνόψισε ο Μοντεσκιέ την περίοδο του Ευρωπαϊκού
Διαφωτισμού.
Το υποτιθέμενο μεγαλύτερο
σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους κατέληξε να είναι μάλλον η
μεγαλύτερη πολιτική σκευωρία όλων των εποχών. Και ο λόγος που συνέβη αυτό ήταν
διότι μια συνήθης υπόθεση μικροδιαφθοράς γιατρών, από εκείνες στις οποίες
καταφεύγουν φαρμακευτικές εταιρίες όταν θέλουν να προωθήσουν τα σκευάσματα που
παράγουν, εργαλειοποιήθηκε και έγινε αντικείμενο ακραίας κομματικής
εκμετάλλευσης.
Με στόχο να εξοντώσει τους πολιτικούς της
αντιπάλους, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιστράτευσε σκανδαλοθήρες της συμφοράς οι
οποίοι έστησαν μια παράσταση η οποία από μακριά φώναζε ότι δεν βασίζονταν σε
στοιχεία ή έστω ενδείξεις ενοχής και δεν ήταν περισσότερο από προϊόν μια
κακοστημένης ενορχήστρωσης από ευφάνταστους και μισαλλόδοξους σεναριογράφους
που ήθελαν να εκδικηθούν όποιον πολιτικό αντίπαλο αντιστρατευόταν το «σχέδιο»
της τότε κυβέρνησης για παράταση της παραμονής της στην εξουσία.
Άλλωστε, πολύ πριν καταρρεύσει ως
χάρτινος πύργος η «υπόθεση Novartis»
είχαν διαφανεί οι αθέμιτες σκοπιμότητες που είχαν επενδυθεί σε αυτήν. Απροκάλυπτα
και ως μη όφειλε, ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος
επισκεπτόταν τον Άρειο Πάγο για να πιέσει τις δικαστικές αρχές να στείλουν το
γρηγορότερο τον φάκελο της υπόθεσης στη Βουλή ώστε να κρεμαστούν στα μανταλάκια
οι πλέον επιφανείς αντίπαλοι της τότε κυβέρνησης.
Ενώ στο ενδιάμεσο είχε στηθεί έξω
από το Μέγαρο Μαξίμου παράσταση με κεντρικό πρωταγωνιστή τον γνωστό και μη
εξαιρετέο «Ρασπούτιν» Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, ο οποίος από αρχηγός της ΕΥΠ επί
κυβέρνησης Καραμανλή προβιβάστηκε σε αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης και…
Διαφάνειας επί των… ένδοξων ημερών της διακυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου.
Το γεγονός ότι, όπως επισημάναμε από αυτή τη στήλη την προηγούμενη εβδομάδα, όταν ο Αλέξης Τσίπρας έσπευσε να διαψεύσει ότι εξέφρασε τη συγγνώμη του προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ουδείς από τους ενορχηστρωτές της σκευωρίας δεν μεταμελήθηκε για τις αθλιότητες με τις οποίες δηλητηρίασαν την κοινή γνώμη, συνιστά ίσως την καλύτερη εξήγηση για την πορεία προς την κατάρρευση στην οποία κινείται έκτοτε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η επένδυση στη σκανδαλοθηρία,
όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, απεδείχθη απολύτως ανεπαρκής για
να καλύψει τα μεγάλα προβλήματα που προκαλούσαν στους άμοιρους Έλληνες πολίτες οι
αλλοπρόσαλλες πολιτικές της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα, η οποία ξεκίνησε ως
πούρα αντιμνημονιακή προτού να εφαρμόσει το πιο σκληρό -και μάλλον αχρείαστο-
τρίτο Μνημόνιο, μετατρέποντας σε «ναι» το «όχι» που έβαλαν τους οπαδούς τους να
ψηφίσουν στο ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα.
Παρατηρώντας, ωστόσο, την μεγάλη
εικόνα, διαπιστώνει κανείς ότι μία από τις μεγάλες και χρόνιες παθογένειες της
σύγχρονης Ελληνικής Δημοκρατίας είναι ότι το πολιτικό δυναμικό της χώρας δεν
περιορίζεται στα καθήκοντα της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας που
ανήκουν στη δικαιοδοσία του. Επιμένει, αντιθέτως, να διεκδικεί για τον εαυτό
του αρμοδιότητες που στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες του δυτικού κόσμου ανήκουν
στη δικαστική εξουσία.
Πρωτίστως η νομοθεσία για την ποινική
ευθύνη των υπουργών που σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος εμπλέκει τους
απαρτίζοντες τη νομοθετική εξουσία στα χωράφια της δικαστικής εξουσίας, αλλά
και το συναφές ζήτημα της βουλευτικής ασυλίας, η οποία, ανεξαρτήτως του λόγου
για τον οποίο ζητείται, αίρεται μόνον με απόφαση της κοινοβουλευτικής
πλειοψηφίας, συνιστούν δύο σοβαρούς λόγους αλλοίωσης της αρχής διάκρισης των
εξουσιών.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για
μια -κατά τα φαινόμενα- βολική κατάσταση την οποία εκμεταλλεύονται όσοι
βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας, αγνοώντας φυσικά ότι αυτές δεν είναι αιώνιες. Από
τον συγκεκριμένο «πειρασμό», κακά τα ψέματα, δεν απέχουν ούτε οι σημερινοί
υπουργοί, όπως μαρτυρούν δύο πολύ πρόσφατα κρούσματα θεσμικού αλαλούμ τα οποία,
μπορεί να μην είναι εφάμιλλα των έργων και των ημερών του «Ρασπούτιν»,
καταδεικνύουν, όμως, την σύγχυση που μαστίζει την πολιτική ζωή της χώρας.
Τις προηγούμενες ημέρες ο
υπουργός Μεταφορών Χρήστος Σταϊκούρας επισκέφθηκε αυτοπροσώπως τον Άρειο Πάγο για
να καταθέσει την τρίτη (!) κατά σειράν μήνυση που σχετίζονταν με περιστατικά τα
οποία αφορούν την ασφάλεια του σιδηροδρόμου. Ο ίδιος προέβη σε δηλώσεις αλλά
απέφυγε να διευκρινίσει ποιος είναι ο ρόλος που ζητεί να διαδραματίσει η εισαγγελεύς
του Αρείου Πάγου κυρία Γεωργία Αδειλίνη και πως μπορεί μια ανώτατη δικαστικός
λειτουργός να διασφαλίσει την ασφαλή κυκλοφορία των τρένων.
«Θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι σε κάθε
κατεύθυνση, εργαζόμαστε μεθοδικά και επίμονα, προκειμένου να βελτιώσουμε και να
ενισχύσουμε την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών και να αναβαθμίσουμε την
ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Σε αυτήν την προσπάθεια παίγνια με
οποιαδήποτε στόχευση δεν γίνονται αποδεκτά. Οφείλουμε όλοι μας να μην είμαστε
υπεράνω αξιολόγησης, ελέγχου και εφαρμογής του νόμου», ισχυρίστηκε ο κ.
Σταϊκούρας αποχωρώντας από το κτήριο του Αρείου Πάγου. Και όποιος κατάλαβε,
κατάλαβε...
Τις ίδιες μέρες πληροφορηθήκαμε, από
τηλεοπτικές συνεντεύξεις του ίδιου, ότι ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης επικοινώνησε
προσωπικά με μια γιατρό από τη Λέσβο η οποία προέβαινε σε μαζικές μεταμεσονύκτιες
συνταγογραφήσεις φαρμάκων προς συγγενικά της πρόσωπα ζημιώνοντας το ελληνικό
δημόσιο με πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.
Είναι απορίας άξιον γιατί ένας
υπουργός, ο οποίος διαπιστώνει ακραία κατασπατάληση δημόσιων πόρων, επιλέγει να
επικοινωνήσει με τον παραβάτη και δεν περιορίζεται στην άσκηση των θεσμικών
αρμοδιοτήτων του που είναι, αφενός, να λάβει αυθωρεί και παραχρήμα τα προβλεπόμενα
διοικητικά μέτρα για να σταματήσει η παρανομία, όπως η άμεση παύση της
δυνατότητας για συνταγογράφηση, αν όχι και η αποβολή από το δημόσιο σύστημα,
και, αφετέρου, να απευθυνθεί στις εισαγγελικές αρχές, καλώντας τες να
κινητοποιηθούν άμεσα για τα περαιτέρω.
Η επερχόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση
αποτελεί τη μεγάλη ευκαιρία για να ξεκαθαριστεί άπαξ δια παντός ότι ο ρόλος των
κυβερνήσεων και των υπουργών τους είναι να κυβερνούν. Ενώ το καθήκον της
απονομής της Δικαιοσύνης αποτελεί αποκλειστική υποχρέωση των εισαγγελικών και δικαστικών
λειτουργών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου