Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλιβιζάτος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλιβιζάτος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

Ο «δεν είμαι ανόητος» που «πιάνει πουλιά στον αέρα»



«Θα ήμουν ανόητος αν πίστευα ότι ένας ιστορικός πολιτικός χώρος μπορεί ή να λεηλατηθεί ή να εξαϋλωθεί. Θα ήμουν, όμως, ακόμα πιο ανόητος εάν ήταν αυτή η στρατηγική μου επιλογή», υποστήριξε ο Αλέξης Τσίπρας την περασμένη Δευτέρα μιλώντας στην εκδήλωση «Ευημερία για όλους σε μία βιώσιμη Ευρώπη» που οργάνωσε ο περίγυρος του με στόχο να εμφανίσει μια εικόνα διεύρυνσης της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ.
Αναφερόταν φυσικά στον χώρο του Κέντρου και πιο συγκεκριμένα στο ΠΑΣΟΚ, που ακόμη και φανατικοί φίλοι και οπαδοί του πρωθυπουργού που βρίσκονταν στο ακροατήριό του, όπως ο Ευάγγελος Αντώναρος, ο Θανάσης Παπαχριστόπουλος ή ο γνωστός τραγουδιστής Θέμης Αδαμαντίδης, «χρυσές εφεδρείες» για τη μελλοντική στελέχωση της κυβέρνησης, μπορούσαν να αντιληφθούν ότι αποτελούσε τον στόχο της πολυδιαφημισμένης αυτής εκδήλωσης.
Με τη γνωστή, ωστόσο, άνεση η οποία του επιτρέπει να λέει τα πάντα και τα αντίθετά τους, αδιαφορώντας για το αν και στις δύο περιπτώσεις κινδυνεύει να πέσει έξω, ο κ. Τσίπρας, συμπλήρωσε: «Για να υπάρξει προοπτική και πιθανότητα προοδευτικής διακυβέρνησης την επόμενη μέρα, χρειάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα της αριστεράς να βρει συμμάχους κόμματα της κεντροαριστεράς ή και του δημοκρατικού κέντρου».
Αυτονόητα πράγματα από μια άποψη, τα οποία, όμως, δεν μπορεί να μην εκπλήσσεται κανείς όταν τα ακούει από τα χείλη του πολιτικού ανδρός ο οποίος έχει δώσει εντελώς διαφορετικά δείγματα γραφής. Και που, παρά ταύτα, δεν δυσκολεύεται τώρα να πει: «Αν κάτι επιθυμούμε με αυτή τη στρατηγική μας, και δεν το κρύβουμε, είναι όχι να αλώσουμε, να λεηλατήσουμε, να εξαϋλώσουμε ή όπως αλλιώς μπορούν να μας κατηγορήσουν, αλλά να πείσουμε. Να πείσουμε ότι πρέπει να αλλάξουν στρατηγική…». Οι άλλοι, εννοείται και ο ίδιος που καταποντίζεται σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης.
Τι να θυμηθεί και τι να ξεχάσει κανείς; Τους χαρακτηρισμούς περί «κυβέρνησης Πινοσέτ» που είχαν δοθεί στο υπουργικό σχήμα του Γιώργου Παπανδρέου; Ή τη συνέχεια σύμφωνα με την οποία μια πλειάδα στελεχών εκείνης της κυβέρνησης βρήκαν ο ένας μετά τον άλλο φιλόξενη στέγη στον ΣΥΡΙΖΑ και στην κυβέρνησή του; Τις λοιδωρίες κατά της Φώφης Γεννηματά και τη στοχοποίηση του Ευάγγελου Βενιζέλου και του Ανδρέα Λοβέρδου; Ή την απόπειρα διαπόμπευσης του Κώστα Σημίτη με το άνοιγμα των λογαριασμών του (που ακόμη δεν μάθαμε τι έκρυβαν);
Ποιος, εξάλλου, μπορεί να πιστέψει, ότι από τα δέκα εκατομμύρια των Ελλήνων επελέγησαν να γίνουν υφυπουργοί του Αλέξη Τσίπρα ο Θάνος Μωραΐτης και ο Άγγελος Τόλκας επειδή αξιολογήθηκαν και κρίθηκαν ότι ήταν οι κατάλληλοι άνθρωποι στην κατάλληλη θέση; Προφανώς, ούτε η Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου που δεν κρύβει τον θαυμασμό της για τα ηγετικά προσόντα του Αλέξη Τσίπρα και του γράφει, μάλιστα, τραγούδια.
Θα μπορούσε να παραθέσει κάποιος πληθώρα επιχειρημάτων και να επικαλεστεί πάμπολλα περιστατικά για να υποστηρίξει ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν εννοεί σχεδόν τίποτε από όσα λέει. Ούτε για το πώς πραγματικά βλέπει τον χώρο του Κέντρου. Ούτε για το ποιες είναι οι πραγματικές του προθέσεις. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η διάσωσή του από την επερχόμενη συντριβή την οποία ό0λα δείχνουν ότι δεν θα μπορέσει να αποφύγει στις κάλπες του Μαΐου. Και γι΄ αυτό κλαψουρίζει που το Κίνημα Αλλαγής ζητεί –για λόγους δικής τους περιχαράκωσης απέναντι στην επαπειλούμενη λεηλασία- την στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ  
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, και χωρίς καμία διάθεση για δίκη προθέσεων, στο Μαξίμου και στην Κουμουνδούρου δεν «δίνουν δεκάρα τσακιστή» για «να βρουν συμμάχους κόμματα της κεντροαριστεράς ή και του δημοκρατικού κέντρου». Αν, όντως, ήταν αυτός ο στόχος τους, ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ δεν θα κυβερνούσαν επί τέσσερα χρόνια με τους ΑΝΕΛ και δεν θα γαντζωνόταν στην κυβερνητικές καρέκλες επιστρατεύοντας κάθε λογής πολιτικό απολειφάδι, χωρίς καμία αξιολόγηση της προγενέστερης πολιτικής διαδρομής του.
Εκείνος που έδωσε εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά στο δίπολο «μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί», δεν δυσκολεύτηκε να προσεταιριστεί στελέχη που ψήφισαν όλα τα Μνημόνια. Περιμάζεψε ανυπόληπτα πολιτικά πρόσωπα και υπουργοποίησε ανθρώπους που για το μόνο που μπορεί να περάσουν στην ιστορία είναι για τις ανακολουθίες των λόγων τους και για τα όσα καταμαρτυρούσαν στον ΣΥΡΙΖΑ πριν τους εκμαυλίσει με τις καρέκλες της εξουσίας.
Αν, πάντως, «δεν είναι ανόητος», όπως διατείνεται ο ίδιος και όντως «πιάνει πουλιά στον αέρα», όπως επείσθη ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος που τον συνάντησε μια φορά στο Μέγαρο Μαξίμου, θα πρέπει να ξέρει ότι οι λεγόμενες «διευρύνσεις» δεν έχουν σώσει καμία μεταπολιτευτική κυβέρνηση ως τώρα, ακόμη και όταν γίνονται με προσωπικότητες χωρίς δύσκολα θα τους παραλλήλιζε κανείς με την Κατερίνα Παπακώστα ή τη Μυρσίνη Ζορμπά.
Στα τέλη της δεκαετίας του 70, για παράδειγμα, το στελεχιακό δυναμικό της Νέας Δημοκρατίας των Κωνσταντίνου Καραμανλή  και Γεωργίου Ράλλη εμπλουτίστηκε με προσωπικότητες όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Θανάσης Κανελλόπουλος, αλλά αυτό δεν απέτρεψε τον θρίαμβο του επελαύνοντος ΠΑΣΟΚ. Όπως δεν έκοψε το 2004 τον δρόμο του Κώστα Καραμανλή προς την εξουσία η ακόμη πιο εντυπωσιακή πρωτοβουλία του Γιώργου Παπανδρέου να εντάξει ταυτοχρόνως στα ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ τους Στέφανο Μάνο, Ανδρέα Ανδριανόπουλο, Μίμη Ανδρουλάκη και Μαρία Δαμανάκη.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις το εκλογικό σώμα μετέφρασε τις «μετεγγραφές» ως απόπειρα υφαρπαγής της ψήφου του και αντέδρασε αναλόγως. Λέτε τώρα να δελεαστεί και να μην κάνει το ίδιο με τους «γεφυροποιούς» σαν τον Νίκο Μπίστη, τον Γιάννη Ραγκούση και την Μαρία Ρεπούση; Κοντός ψαλμός αλληλούια…

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Ζητείται Έλληνας… Ρέντσι

«Από πλευράς προσέλευσης πήγαμε πάρα πολύ καλά. Δεν σας κρύβω, όμως, ότι ήταν πολλά τα άσπρα μαλλιά. Από αυτή την άποψη, θέλει πολλή δουλειά. Να πείσουμε ότι αυτή η κίνηση είναι όντως η πιο νεανική που υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα», σχολίασε ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, που ήταν ένας από τους συμμετέχοντες στην εκδήλωση της περασμένης Δευτέρας που οργάνωσε η πρωτοβουλία των «58» για την ενοποίηση της Κεντροαριστεράς.

Ο καθηγητής Αλιβιζάτος είναι 64 ετών και η δική του ηλικία μάλλον αποτελούσε τον μέσο όρο όσων βρέθηκαν εκείνο το βράδυ στο θέατρο Ακροπόλ, όπου κυριαρχούσαν οι… «ασπρομάλληδες». Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης διάγει το 77ο έτος και ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων Παπανδρέου Παρασκευάς Αυγερινός είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερος του, για να αναφερθούμε σε δύο από τους πλέον επιφανείς πολιτικούς της «παλαιάς φρουράς» που η παρουσία τους σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως.

Ο επίσης παρών στην εκδήλωση πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος μπορεί να κλείνει… μόλις τα 57 του στην αρχή του νέου χρόνου, αλλά η έντονη παρουσία του στα πολιτικά πράγματα την τελευταία 25ετία τον καθιστά δυσανάλογα μεγαλύτερο από τη βιολογική του ηλικία, χαρακτηριστικό που βαραίνει και πολλούς ακόμη πολιτικούς της γενιάς του αλλά και της αμέσως προηγουμένης, όπως ο -απών από την περί ης ο λόγος σύναξη- 65χρονος πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Φώτης Κουβέλης.

Το ίδιο βράδυ στη γειτονική μας Ιταλία ο Ματέο Ρέντσι, άρτι εκλεγείς στην ηγεσία του μεγαλύτερου κόμματος της ιταλικής Κεντροαριστεράς, του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως λέγεται τώρα το μετεξελιγμένο -πάλαι ποτέ- Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα του Παλμίρο Τολιάτι και του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, παρουσίαζε τη νέα 12μελή γραμματεία του κόμματός του που απαρτίζεται από πέντε άνδρες και επτά γυναίκες με μέσο όρο ηλικίας τα 35 έτη.

Μόλις στα 38 του και έχοντας στο ενεργητικό του μια πετυχημένη θητεία δημάρχου στη Φλωρεντία, ο Ματέο Ρέντσι κινητοποίησε την περασμένη Κυριακή δυόμισι εκατομμύρια Ιταλούς, οι οποίοι πήγαν στις εσωκομματικές κάλπες που έστησε το Δημοκρατικό Κόμμα και τον ανέδειξαν πανηγυρικά στην ηγεσία της Κεντροαριστεράς, παρά τις επιφυλάξεις που διατηρούσε απέναντι του ο παραδοσιακός μηχανισμός του κόμματός του.

Σε μια γερασμένη, όσο και η Ελλάδα, χώρα, στην οποία ο νυν πρόεδρος της Δημοκρατίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο έχει την ηλικία του Παρασκευά Αυγερινού και ο μέχρι πριν από ένα χρόνο πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι, που είναι συνομήλικος του Κώστα Σημίτη, δεν λέει να το βάλει κάτω, ο Ρέντσι με μια επιθετική προεκλογική καμπάνια επέμεινε στο ανανεωτικό εγχείρημα που σηματοδοτούσε η υποψηφιότητά του και βγήκε νικητής, παρότι πριν από περίπου ένα χρόνο είχε χάσει στην κούρσα των προκριματικών εκλογών για την πρωθυπουργία από τον «γκρίζο» Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι.

«Ξεκινάμε μια νέα πορεία. Η γενιά που ήταν στο γυμνάσιο όταν έπεσε το τείχος του Βερολίνου, αναλαμβάνει το πηδάλιο», είπε ο μεταρρυθμιστής δήμαρχος της Φλωρεντίας στις πρώτες δηλώσεις μετά την εκλογή του στη θέση του γενικού γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος με ποσοστό 69%, για να συμπληρώσει: «Θα ζητήσουμε τη βοήθεια των γηραιότερων, αλλά η ευθύνη, τώρα, είναι δική μας».

Επιστρέφοντας στα δικά μας, δεν μπορεί παρά να νοιώσει κανείς απογοήτευση αναλογιζόμενος ότι τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στο ευρύτερο πολιτικό στερέωμα μοιάζουν να είναι στα πράγματα όχι μόνον από την πτώση του τείχους στην πάλαι ποτέ διαιρεμένη γερμανική πρωτεύουσα, αλλά ίσως και από την ίδια την ανοικοδόμησή του, στην οποία το δυναμικό ορισμένων, τουλάχιστον, εγχώριων πολιτικών δυνάμεων ευχαρίστως, αν ήταν στο χέρι τους, θα συνέβαλαν να… ξανακτιστεί.

Γιατί, βλέπετε, το ζήτημα της ποιότητας του πολιτικού προσωπικού, δεν είναι μόνον ηλικιακό, είναι μάλλον πολύ περισσότερο θέμα νοοτροπιών που μοιάζουν εμπεδωμένες στις ηγετικές ομάδες των παλαιών αλλά και των νεοπαγών κομμάτων της ελληνικής πολιτικής που, παρά την κρίση, παραμένουν προσκολλημένα στο παρελθόν. Και δεν θέλουν να αλλάξουν σε τίποτε, καθοδηγώντας, μάλιστα, την ελληνική κοινωνία προς την ίδια κατεύθυνση και αναπαράγοντας το ίδιο μοντέλο που οδήγησε στη χρεωκοπία και στην απαξίωση της πολιτικής.

Υπό αυτή την έννοια, η επικράτηση του Ματέο Ρέντσι δεν είναι μόνον σημαντική επειδή ο ίδιος είναι 38άρης και πλαισιώνεται από συνομηλίκους του. Είναι πολύ περισσότερο για τα μηνύματα που εξέπεμψε κατά του πολιτικού κατεστημένου της χώρας και της γραφειοκρατίας που δεν διακρίνει τους ανθρώπους που κρύβονται πίσω από τους αριθμούς. Και πάνω από όλα για το ευδιάκριτο δείγμα γραφής που είχε να επιδείξει, ασκώντας την εξουσία στο Δήμο του με πρωτοβουλίες πέρα από τα καθιερωμένα, που έφθασαν μέχρι τη μείωση του προσωπικού τους στο μισό. Αυτά ήταν που τον έφεραν στην κορυφή της ιταλικής πολιτικής σκηνής και τον καθιστούν κεντρικό πρωταγωνιστή στις πολιτικές εξελίξεις που αργά ή γρήγορα θα υπάρξουν στην, επίσης χειμαζόμενη από την κρίση, γειτονική χώρα.

«Ο κόσμος είναι κουρασμένος και απογοητευμένος. Δεν έχει πίστη. Εγώ πιστεύω στην αλλαγή, και γι' αυτό κάνω πολιτική, επειδή εξακολουθώ να πιστεύω ότι όλα μπορούν να αλλάξουν», είπε ο Ματέο Ρέντσι. Και είμαι βέβαιος ότι πολλοί Έλληνες θα ήθελαν να ακούσουν το ίδιο από τον μελλοντικό ηγέτη της χώρας τους. Αρκεί να τους έπειθε ότι τα εννοεί και να έχει, έστω, προσπαθήσει να τα κάνει πράξη στον προγενέστερο βίο του.

(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 12.12.2013)