Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κουβέλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κουβέλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Στας δυσμάς του βίου τους…



            Φανταστείτε λίγο το σκηνικό στο Μέγαρο Μαξίμου: Ο Αλέξης Τσίπρας κάθεται στην κορυφή του τραπεζιού συσκέψεων του πρωθυπουργικού γραφείου και ζητάει από τους συνεργάτες του να του προτείνουν πρόσωπα για τον ανασχηματισμό τη κυβέρνησης με τον οποίο θέλει να σηματοδοτήσει το «ιστορικό» πέρασμα από τη μνημονιακή στη μεταμνημονιακή Ελλάδα.
            «Την Κατερίνα Νοτοπούλου, πρόεδρε!», αναφωνεί πρώτος ο πιο θαρραλέος από τους συνεργάτες. «Είναι νέα, όμορφη και αριστερή», επιχειρηματολογεί. Ο Τσίπρας, όμως, δείχνει να μην πείθεται. Το ύφος του μαρτυρά ότι επιθυμεί κάτι πιο εντυπωσιακό. «Το βρήκα. Υπάρχει και άλλη Κατερίνα που μπορούμε να υπουργοποιήσουμε», πετάγεταινα πειάλλος πρωθυπουργικός συνεργάτης. «Δεν είναι τόσο νέα, αλλά η επιλογή της θα κάνει πάταγο…», εξηγεί ο ίδιος, προκαλώντας ενθουσιασμό στους παρευρισκόμενους μόλις τους «αποκάλυψε» ότι εννοούσε την… Κατερίνα Παπακώστα.
            Κάπως έτσι το γαϊτανάκι με τις φαεινές ιδέες του πρωθυπουργικού επιτελείου φαίνεται να έφθασε στην ανάσυρση της «χιλιοτραγουδισμένης» Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου, στην ανακάλυψη της «ξεχωριστής οντότητας» που ακούει στο όνομα Μυρσίνη Ζορμπά, στην επανάκαμψη στο κυβερνητικό σχήμα της«πολυθρύλητης» Μαρίνας Χρυσοβελώνη και στην αναβάθμιση του χαρισματικούηγέτη Φώτη Κουβέλη. Μία προς μία και όλες μαζί «χρυσές εφεδρείες» της ελληνικής πολιτικής ζωής που αναλαμβάνουν το τιτάνιο έργο της  επιστροφής της χώρας στην κανονικότητα και της οικονομίας της στην απογειωτική ανάκαμψη.
            Ας μην παραπονούμεθα, όμως. Ο ίδιος, άλλωστε, ο κ. Τσίπραςμάς είχε προϊδεάσει για τις προθέσεις του με το περιβόητο διάγγελμα, με το οποίο κήρυξε την έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια. «Η Ιθάκη είναι μόνον η αρχή», είχε –εν είδει… απειλής- ισχυριστεί. Τη συνέχεια τη βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Με έναν ανασχηματισμό παραλυτικών ισορροπιών, χωρίς κανένα απολύτως έρμα και δίχως την παραμικρή συνοχή που χαρακτηρίζουν το πολυπληθές συνονθύλευμα του οποίου ηγείται. Και το οποίο φαντάζει παντελώς ανίκανο να υπηρετήσει οποιοδήποτε αφήγημα: μεταμνημονιακό, αριστερό, σοσιαλδημοκρατικό ή ο,τι άλλο μπορεί να βγάζει νόημα.
            Γι΄ αυτό και ο δικαιολογημένος χλευασμόςμε τον οποίο υποδέχθηκετο πανελλήνιο –μια περιήγηση στα αμήχανα φιλοκυβερνητικά μέσα είναι αρκετή- τις ανούσιες αλλαγές που ανακοίνωσε ο κ. Τσίπρας. Η πολυήμερη προετοιμασία που υποτίθεται ότι έκαναν στο Μέγαρο Μαξίμου δεν είχε άλλο αποτέλεσμα παρά μόνον την αύξηση του αριθμού των μελών του υπουργικού συμβουλίου, αφού ο πρωθυπουργός δείχνει πλέον «όμηρος» των λεπτών ισορροπιών που τον κρατούν στην εξουσία και αιχμάλωτος των επιλογών του σφιχταγκαλιάσματός του με τον Πάνο Καμμένο.
Είναι προφανές ότι δεν διαθέτει πλέον την ισχύ ή την εξουσία ούτε καν για να επιχειρήσει να ανακατέψει την εσωκομματική τράπουλα. Δεν μπορεί να μετακινήσει του βαρώνους του κόμματος του. Ούτε καταφέρνει να προσελκύσει κάποια σοβαρή προσωπικότητα από άλλον πολιτικό χώρο ή και εξωκομματικούς για να στελεχώσει την κυβέρνησή του. Μοιραία, λοιπόν, υποτάσσεται στην ανάγκη να αποφύγει την ανατροπή του από τον κ. Καμμένο ή οιονδήποτε άλλον. Και βολεύεται με τα περιτρίμματα που επιστρατεύει από τα αζήτητα της πολιτικής.
Η κατάληξη την οποία προοιωνίζεται ότι θα έχει αυτός ο χωρίς προηγούμενο αμοραλιστικός γάμος συμφέροντος ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ του κ. Τσίπρα και στους ΑΝΕΛ του κ. Καμμένου δεν πρέπει να εκπλήσσει. Και σίγουρα δεν εκπλήσσει όσους δεν γοητεύθηκαν από τις βερμπαλιστικές αρλούμπες των προηγούμενων χρόνων για «αριστερά πρόσημα» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια που ήταν σαφές ότι δεν τα πίστευαν ούτε εκείνοι που τα εκστόμιζαν.
Για να πούμε, όμως, και του στραβού το δίκιο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο κ. Τσίπρας δεν πρωτοτυπεί ιδιαιτέρως. Όλες οι κυβερνήσεις του πρόσφατου και του απώτερου παρελθόντος όταν βρίσκονται «στας δυσμάς του βίου τους», λίγο ως πολύ, με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρονται. «Ξύνουν τον πάτο του βαρελιού», επιστρατεύοντας όποιο απολειφάδι της πολιτικής θα μπορούσε να τους δώσει θεωρητικές ελπίδες για μακροημέρευση στην εξουσία.
Παρότι, όμως, αυξάνουν σε αριθμό ρεκόρ τα υπουργικά οφίτσια που μοιράζουν, όπως έκανε τώρα ο κ. Τσίπρας, σπάζοντας κάθε προηγούμενη επίδοση τουλάχιστον της μνημονιακής περιόδου, το αποτέλεσμα είναι το ακριβώς αντίθετο του αναμενομένου. Αντί να βελτιωθεί το κλίμα και να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος στόχος της ανάκαμψης, δυσχεραίνεται η ατμόσφαιρα και επιταχύνεται η πορεία προς την πτώση.
Το έργο το έχουμε δει να επαναλαμβάνεται πολλές φορές στο παρελθόν από πιο νουνεχείς πολιτικούς. Σκεφτείτε τι αναμένεται τώρα που έχουμε να κάνουμε με έναν ετερόκλητο θίασο του οποίου τα μέλη, με ελάχιστες εξαιρέσεις,διακρίνονται για τις φαντασιώσεις, τις ψευδαισθήσεις και τις ομολογημένες αυταπάτες τους. Αλίμονό μας!

Πέμπτη 19 Απριλίου 2018

Πόσο «απρόβλεπτος» είναι ο Ερντογάν και πόσο ο Τσίπρας;


            Ένας βασικός κανόνας της πολιτικής θέλει τις κυβερνήσεις να προκηρύσσουν πρόωρες εκλογές μόνον όταν έχουν τη βεβαιότητα ότι θα κερδίσουν. Και ένας βασικός κανόνας της οικονομίας είναι ότι οι λεγόμενες «αγορές» προεξοφλούν τις πιο πολλές φορές το αποτέλεσμα της κάλπης η οποία στήνεται πριν από τον προκαθορισμένο χρόνο.
            Αν οι δύο αυτοί κανόνες ισχύουν και σε «ειδικού τύπου» καθεστώτα, όπως αυτό που έχει εγκατασταθεί στη γειτονική Τουρκία, τότε ο εκλογικός αιφνιδιασμός που επεφύλαξε στους πολιτικούς αντιπάλους του ο «νεο-Σουλτάνος» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δημιουργεί μια χαραμάδα ελπίδας για μελλοντική αποκλιμάκωση της υψηλής έντασης που βιώνουμε το τελευταίο διάστημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
            Η αλήθεια είναι ότι ο -κατά τα άλλα «απρόβλεπτος»- Ερντογάν ακολούθησε εν τέλει την πεπατημένη και πήγε σε εκλογές όπως προέβλεπαν αρκετοί αναλύοντας την πολεμική έξαψη που εδώ και καιρό επικρατεί στην Άγκυρα και η οποία κορυφώθηκε αφενός με την εισβολή στη Συρία και αφετέρου με τη συνεχή εκτόξευση απειλών για χρήση βίας κατά της Ελλάδας και της Κύπρου.
Τόσο οι ισχυρισμοί υψηλόβαθμων αξιωματούχων για αφαίρεση τις προηγούμενες ημέρες σημαίας από ελληνική βραχονησίδα, όσο, πολύ περισσότερο, η τελευταία προκλητική δήλωση για την κυριαρχία στα Ίμια, η οποία έγινε μόλις λίγη ώρα προτού ανακοινωθεί η 24η Ιουνίου ως η ημερομηνία προσφυγής στις πρόωρες κάλπες, επιβεβαίωσαν όσους διέβλεπαν πίσω από την κινητικότητα και τη ρητορική του Ερντογάν προθέσεις για να προλειανθεί το έδαφος που θα επέτρεπε στον τελευταίο να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων στο εσωτερικό της χώρας του.  
Όπως και να έχει, το βέβαιο είναι ότι η δική μας πλευρά θα πρέπει να οπλιστεί με μεγάλη υπομονή για το διάστημα της προεκλογικής περιόδου που θα διατρέχει την ιδιότυπη πολιτική ζωή που υπάρχει στη γειτονική χώρα, όπου τον τελευταίο ενάμισι χρόνο, με αφορμή ή πρόσχημα το (υποτιθέμενο) πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016, έχουν καταπνιγεί οι περισσότερες αντιπολιτευτικές φωνές.
Και θα πρέπει μάλλον να… ευχόμαστε οι δημοσκοπήσεις να δείχνουν άνετη επικράτηση για τον νυν -και αεί;- Πρόεδρο έτσι ώστε ο ίδιος και οι συνεργάτες του να ρίξουν κάπως τους πολεμικούς τόνους που χρησιμοποιούν εναντίον της χώρας μας, αναλογιζόμενοι, ενδεχομένως, ότι τα ήρεμα νερά στο Αιγαίο μπορεί να σταματήσουν την κατακρύλα της τουρκικής οικονομίας.
Ο θετικός, άλλωστε, πρώτος αντίκτυπος που είχε στην πολύπαθη τουρκική λίρα η ανακοίνωση των πρόωρων εκλογών ήταν μια σαφής ένδειξη ότι ο κόσμος της οικονομίας επιθυμεί να επικρατήσουν συνθήκες σταθερότητας στη γείτονα τις οποίες, καλώς ή κακώς, στην παρούσα φάση ο μόνος που μπορεί να τις εξασφαλίσει είναι ο Ερντογάν. Εξάλλου, είτε μας αρέσει είτε όχι, οι αντίπαλοί του είναι, δυστυχώς, περισσότερο πολεμοκάπηλοι από εκείνον και διαγ(κ)ωνίζονται για το ποιος θα φανεί πιο πολεμοχαρής.
Επειδή, όμως, δεν πρέπει να τρέφουμε ψευδαισθήσεις και αυταπάτες ότι μπορεί ο Ερντογάν να μεταμορφωθεί και από «γεράκι του πολέμου» να γίνει «περιστέρι της ειρήνης», διακυβεύοντας το πολιτικό του μέλλον και πιθανότατα την ίδια την υπόστασή του, δεν χρειάζεται να βγει λάθος μήνυμα και να νομίσει κανείς ότι μειώθηκαν οι κίνδυνοι από το γεγονός ότι προκηρύχθηκαν εκλογές στη γειτονική χώρα.
Οι τουρκικές διεκδικήσεις εις βάρος ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι πολύ παλαιές και εκείνο που τις διαφοροποιεί σε σχέση με το παρελθόν είναι ότι το τελευταίο διάστημα αναβαθμίστηκαν χάρις και σε μια σειρά αφελείς χειρισμούς της δικής μας πλευράς η οποία συμβαίνει να έχει στη διακυβέρνησή της ένα συνονθύλευμα προσώπων που λειτουργούν κατά τρόπον που παραπέμπει στη ρήση ότι «δεν γνωρίζει η αριστερά τι ποιεί η δεξιά».
Διότι αν είναι μια φορά προβλέψιμος ο Ερντογάν, είναι πολύ περισσότερο ο Αλέξης Τσίπρας ο οποίος ελάχιστα απέχει από την εποχή που με δήθεν ιερή οργή αναρωτιόνταν αν «έχει σύνορα η θάλασσα». Και με την ίδια αφελή άγνοια κινούνται ο ίδιος και οι συνεργάτες του όταν καταφέρονται κατά των νεαρών από τους Φούρνους που ύψωσαν σημαίες στις ακατοίκητες βραχονησίδες υποστηρίζοντας ότι «δεν μπορούν ιδιώτες να ασκούν εξωτερική πολιτική».
Για να ασκηθεί εξωτερική πολιτική από ιδιώτες θα πρέπει να μην έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους εκείνοι που είναι επιφορτισμένοι με αυτό το καθήκον. Και, κακά τα ψέματα, αυτό ακριβώς ζούμε εδώ και πολύ καιρό, καθώς άλλα λέει και πράττει ο υπουργός Άμυνας Πάνος Καμμένος, άλλα ο νεοφώτιστος αναπληρωτής του Φώτης Κουβέλης, άλλα ο υπουργός Εξωτερικών και άλλα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Όλοι αυτοί φλυαρούν με αντικρουόμενες κρίσεις και εκτιμήσεις για γεγονότα και καταστάσεις χωρίς ούτε μια φορά να έχουν καθίσει γύρω από το ίδιο τραπέζι…
Υ.Γ.: Α, και με την ευκαιρία ξέρει κανείς τι έχει απογίνει εκείνο το «Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας» για το οποίο -εν χορδαίς και οργάνοις- κλήθηκε στο Μαξίμου ο Σταύρος Θεοδωράκης για να δώσει τα φώτα του στον κ. Τσίπρα; Μάλλον θα ξαναβγεί στο προσκήνιο όταν εκτιμηθεί ότι η δημιουργία του δημιουργεί προβλήματα στην αντιπολίτευση. Προβλέψιμα πράγματα, δηλαδή.

Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Ο…θεός της Ελλάδος να βάλει το χέρι του!



Θα είναι ευχής έργο να είναι σοβαροί και έμπειροι οι διπλωματικοί υπάλληλοι της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα που είναι επιφορτισμένοι με την υποχρέωση της αποδελτίωσης των δηλώσεων τις οποίες κάνουν οι έλληνες αξιωματούχοι.
Διότι μόνον έτσι μπορεί να ελπίζουμε ότι αξιολογούν σωστά τη βαρύτητα των όσων ακούγονται από το πρωί ως το βράδυ στους τηλεοπτικούς δέκτες της ελλαδικής επικρατείας από κάθε λογής εγχώριους πολιτικάντηδες που σηκώνουν τους τόνους της αντιπαράθεσης για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης.
Όταν, για παράδειγμα, συντάσσουν έκθεση για τις δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών σύμφωνα με τις οποίες «η Τουρκία γνωρίζει ότι δεν μπορεί να κερδίσει τυχόν πόλεμο στο Αιγαίο Πέλαγος καθότι η Ελλάδα διαθέτει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις», θα πρέπει να ενημερώνουν τους προϊσταμένους τους ότι πρόκειται για τον Γιώργο Κατρούγκαλο.
Θα πρέπει, δηλαδή, να επισημαίνουν ότι είναι λεγόμενα του πολιτικού ο οποίος, ενώ κατακρεουργούσε τις συντάξεις της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων,διαβεβαίωνε με απαράμιλλο αμοραλισμό και μοναδική κυνικότητα τους συνταξιούχους ότι δεν θα υποστούν μειώσεις αλλά αντιθέτως θα δουν σταδιακά τα εισοδήματά τους να αυξάνονται.
Όση αξία είχαν εκείνες οι διαβεβαιώσεις για τις συντάξεις,άλλη τόση έχουν και όλα όσα λέει τώρα για τα ελληνοτουρκικά μιλώντας με τη γνωστή δικηγορίστικη αμετροέπεια που τον διακρίνει και η οποία του επιτρέπει να εκφράζει απόψεις επί παντός του επιστητού αδιαφορώντας για τις συνέπειες που έχουν οι ισχυρισμοί του.
Δυστυχώς, όμως, δεν είναι ο κ. Κατρούγκαλος το μόνο κυβερνητικό στέλεχος το οποίο, επιδιώκοντας, τάχατες, να καθησυχάσει την εγχώρια κοινή γνώμη, ρίχνει λάδι στη φωτιά και ακολουθεί τη φρενίτιδα της φραστικής αντιπαράθεσης που σκόπιμα καλλιεργείται από την ηγεσία της Άγκυρας.
Από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος προ ημερών υποστήριζε από τα Ψαρά ότι «αν η Τουρκία θελήσει να κάνει θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο, θα είναι σαν να πυροβολεί τα πόδια της», έως τον υπουργό Εθνικής Άμυνας Πάνο Καμμένο, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία να απαντά στις προκλήσεις των απέναντι με ισχυρισμούς του τύπου«αν έχουν τα κότσια, ας τολμήσουν να αμφισβητήσουν έστω και ένα χιλιοστό», η ελληνική πολιτική ηγεσία φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται ότι ο διαγ(κ)ωνισμός των ψευτοπαληκαρισμών δεν είναι προς όφελος της δικής μας πλευράς.
Ακόμη και όταν η εκτόξευση απειλών γίνεται για να απαντηθούν υπερβολές που διατυπώνονται στην Άγκυρα και στην Κωνσταντινούπολη, το αποτέλεσμα είναι εις βάρος των συμφερόντων μας. Η Ελλάδα είναι ευρωπαϊκή χώρα και η υπεράσπιση των δικαίων της δεν μπορεί να γίνεται με ανέξοδες απειλές που μας εξισώσουν με τον ταραξία της περιοχής που όλοι ξέρουν ότι είναι η Τουρκία.
Οι συνεχείς προκλήσεις που δεχόμαστε το τελευταίο διάστημα δεν αντιμετωπίζονται παρά μόνον με σοβαρότητα, ψυχραιμία και αποτελεσματικότητα που επιβάλλεται να χαρακτηρίζουν τις κινήσεις και τις πρωτοβουλίες της ελληνικής πλευράς. Το πρόσφατο ανακοινωθέν της Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την αποδοκιμασία των εταίρων μας προς τη γείτονα, μπορεί να μην επιλύει -και πώς θα μπορούσε άλλωστε;- τα προβλήματα που μας δημιουργεί η τελευταία, αναμφισβήτητα, όμως, είχε πολλαπλάσια σημασία από τους λεονταρισμούς των Ελλήνων υπουργών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, εξάλλου, ότι θα επιμεριστεί κυρίως στη χώρα μας η ζημιά που μπορεί να προκληθεί από τη συνεχή όξυνση και πολύ περισσότερο από ένα πιθανό θερμό επεισόδιο, το οποίο θα προέλθει είτε «από ατύχημα», όπως προειδοποιεί ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ, είτε από κακόβουλη τουρκική ενέργεια. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η Τουρκία βρίσκεται από καιρό σε εμπόλεμη κατάσταση, ενώ οι ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών της έχουν υποστεί βάναυσους περιορισμούς. Και, είτε το θέλουμε είτε όχι, η απώλεια της ανθρώπινης ζωής δεν έχει εκεί την ίδια επίπτωση που έχει στα δικά μας μέρη.
Γι΄ αυτούς και για πολλούς άλλους λόγους, με κυριότερο ίσως ότι, σε αντίθεση με την τουρκική, η ελληνική οικονομία ζει και αναπνέει χάρις στον τουρισμό, επιβάλλεται να επικρατήσει νηφαλιότητα από τη δική μας πλευρά και να μπει φρένο στις αμετροεπείς δηλώσεις αξιωματούχων. Το φρόνημα των Ελλήνων δεν τονώνεται με υπερφίαλους -και «υπερτροφικούς», όπως θα έλεγε ο Φώτης Κουβέλης πριν υποπέσει και ο ίδιος στον ίδιο πειρασμό- βερμπαλισμούς. Αλλά με αρραγές εσωτερικό μέτωπο, με εγρήγορση και ετοιμότητα, καθώς και με τις κατάλληλες διπλωματικές συμμαχίες που εδράζονται στα κοινά συμφέροντα και όχι σε ψευδαισθήσεις και αυταπάτες.
Για να συμβεί, όμως, κάτι τέτοιο, εκείνο που πρωτίστως χρειάζεται είναι να πάψουμε να έχουμε στα πράγματα το σημερινό σκορποχώρι και να αποκτήσουμε μια σοβαρή και υπεύθυνη κυβέρνηση που τα στελέχη της θα έχουν ενιαία γραμμή και στάση. Έως ότου γίνει αυτό, ας ευχηθούμε ο... θεός της Ελλάδος να βάλει το χέρι του.

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2018

Τελευταίες μέρες της Πομπηίας


Αν «ο πόλεμος είναι πολύ σημαντικό πράγμα για να τον αφήσουμε στους στρατηγούς», όπως έλεγε ο Ζορζ Κλεμανσό, ο πολιτικός που οδήγησε τη Γαλλία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πόσο, αλήθεια, ασφαλής μπορεί να αισθάνεται ο καθείς σε αυτή τη χώρα με την ηγεσία που εγκατέστησε ο Αλέξης Τσίπρας στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας;
Η πρωτοφανής διακωμώδηση που γνώρισε από την πρώτη στιγμή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης η τοποθέτηση του Φώτη Κουβέλη σε θέση υφισταμένου του Πάνου Καμμένου, συνιστά ίσως το πλέον παραστατικό δείγμα της γενικευμένης θεσμικής κατάπτωσης που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Και αποτελεί συνάμα το μέτρο της εκτεταμένης ανυποληψίας που χαρακτηρίζει το πολιτικό δυναμικό που διαχειρίζεται τις τύχες του τόπου.
Με ποια, άραγε, κριτήρια ένας συνταξιούχος πολιτικός, ο οποίος έκλεισε την πολιτική του δράστη αποδοκιμαζόμενος ηχηρά από τους πολίτες, επιβραβεύεται με την ανάθεση του χαρτοφυλακίου του αναπληρωτή υπουργού Άμυνας; Ποια είναι τα προσόντα που διαθέτει και τα οποία τον έκαναν κατάλληλο για αυτό το αξίωμα; Ξέρει από όπλα; Έχει εμπειρίες από το Στράτευμα; Απέκτησε κάποια διάκριση, πέραν ίσως της δικηγορικής του ιδιότητας;
Τα ερωτήματα είναι προφανώς ρητορικά διότι ακόμη και οι φανατικότεροι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ μπορούν εύκολα να αναγνωρίσουν το προφανές που είναι ότι εκείνο που μέτρησε στην απόφαση του κ. Τσίπρα δεν είναι παρά η προσπάθειά του να στείλει το μήνυμα ότι όποιος προσκολλάται στην κυβέρνηση και κολακεύει την ηγεσία της μπορεί να ελπίζει σε ανταποδοτικά ωφελήματα.
Γιατί, κακά τα ψέματα, όσο και αν είναι ανεξήγητο για όσους κατά καιρούς είχαν εντελώς άλλη εικόνα για τον πρώην πρόεδρο της ΔΗΜΑΡ, το μόνο για το οποίο διακρίθηκε ο κ. Κουβέλης την τελευταία τριετία ήταν οι απροσδόκητοι έπαινοι που επεφύλασσε προς τους κυβερνώντες και η διαρκής προσπάθεια την οποία κατέβαλε ώστε να γίνει αρεστός προς αυτούς, εκφράζοντας θέσεις και απόψεις που δεν θύμιζαν σε τίποτε το δικό του παρελθόν.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η περίπτωση Κουβέλη αν έχει κάποια ουσιαστική αξία είναι επειδή καταδεικνύει τα αδιέξοδα ενώπιον των οποίων βρίσκεται η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Και, αναμφισβήτητα, δεν είναι η μόνη ένδειξη ότι έχουμε να κάνουμε με ένα συνονθύλευμα που λειτουργεί όπως λειτουργούσαν οι κάτοικοι στις τελευταίες ημέρες της Πομπηίας.
Η καθυστερημένη αποπομπή του ζεύγους Αντωνοπούλου – Παπαδημητρίου κατέδειξε την απόλυτη έλλειψη πολιτικών ανακλαστικών που χαρακτηρίζει πλέον τους ενοίκους του Μεγάρου Μαξίμου. Το ίδιο επίσης μαρτυρά η δυστοκία να βρεθεί ένα φρέσκο και δυναμικό πρόσωπο για να αναλάβει το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Ανάπτυξης που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει ο ελληνοαμερικανός καθηγητής χωρίς καν να έχει καταφέρει να προσελκύσει στη χώρα ούτε… μισό επενδυτή.
Χρειάστηκε να παρέλθουν σχεδόν δύο εικοσιτετράωρα για να αποφασίσει ο κ. Τσίπρας να χρίσει διάδοχο του Δ. Παπαδημητρίου τον αντιπρόεδρο Γ. Δραγασάκη. Και είναι ειλικρινά απορίας άξιον τι περισσότερο μπορεί να προσφέρει τώρα με το επιπλέον υπουργικό χαρτοφυλάκιο που δεν μπόρεσε να προσφέρει τα τρία χρόνια της αντιπροεδρίας. Εκτός και αν τον εμπόδιζε ο Παπαδημητρίου αλλά δεν το έλεγε περιμένοντας να αποκαλυφθεί η… απληστία της συζύγου του που την οδήγησε να εισπράττει επίδομα ενοικίου.
Το μόνο βέβαιο συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι ο κ. Τσίπρας δεν είναι πλέον σε θέση ούτε ανασχηματισμό της κυβέρνησης του να κάνει, αφού δεν μπόρεσε να μετακινήσει κανένα από τα στελέχη του υπουργικού του συμβουλίου, με εξαίρεση τον παραιτηθέντα Γ. Μουζάλα. Διατήρησε στις καρέκλες τους ακόμη και πρόσωπα τα οποία κατά γενική ομολογία δεν έχουν προσφέρει απολύτως τίποτε, τοποθετώντας έναν επιπλέον υφυπουργό στο υπουργείο Πολιτισμού, επειδή δεν μπορούσε να διώξει την υπουργό Λυδία Κονιόρδου.
Συνήθως, όμως, έτσι συμβαίνει με τις κυβερνήσεις που βρίσκονται σε φάση αποδρομής. Συμπεριφέρονται όπως οι κάτοικοι της Πομπηίας οι οποίοι, παρά τα προμηνύματα του Βεζούβιου, συνέχιζαν τη ράθυμη και εύθυμη ζωή τους μέχρι που θάφτηκε κάτω από τη λάβα του ηφαιστείου.

Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Οι αυτάρεσκες αυταπάτες του κ. Κουβέλη



Δεν χρειάζεται να είναι γίνει κανείς κυνικός για να αναγνωρίσει ένα αυτονόητο χαρακτηριστικό της μάχης για τα πολιτικά αξιώματα που –διαχρονικά και μάλλον διατοπικά- αποτελεί ένα πολύ σκληρό «άθλημα», το οποίο δεν διέπεται, τις περισσότερες φορές, από κανόνες καλής συμπεριφοράς και αστικής ευγένειας.
Στις προεκλογικές περιόδους, ειδικότερα, και, πολύ περισσότερο, όταν τα διακυβεύματα της εκλογικής επερχόμενης αναμέτρησης αφορούν την κατάκτηση της εξουσίας, η αδυσώπητη μάχη δίνεται με ακόμη μεγαλύτερη σκληρότητα και χωρίς αβροφροσύνες. Το δόγμα που επικρατεί, είτε αφορά ανταγωνισμούς κομμάτων είτε διαμάχες προσώπων, είναι ένα: «ο θάνατος σου, η ζωή μου». 
Ο Φώτης Κουβέλης είναι ένας πολύ έμπειρος πολιτικός. Και, εξ αυτού, είναι μάλλον βέβαιο ότι, ανεξαρτήτως αν ο ίδιος μετήλθε ή όχι αθέμιτων πρακτικών κατά την πολυετή πολιτική του διαδρομή, τουλάχιστον έχει γνώση του τρόπου με τον οποίο παίζεται το «παιχνίδι». Εκείνος που έχει το «πάνω χέρι» τα θέλει όλα δικά του. Αντιθέτως, όποιος δεν διαθέτει διαπραγματευτική δύναμη είτε υποχωρεί και δέχεται τους όρους του ισχυρού είτε αποχωρεί και πάει σπίτι του...
Υπό αυτή την έννοια, δεν κατανοώ γιατί ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, όπως διαβάζω δεξιά και αριστερά, παραπονείται στους συνεργάτες του ότι «τον εξαπάτησαν» από τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή δεν δέχονται τους όρους τους οποίους θέτει ο ίδιος για την εκλογική συνεργασία ανάμεσα σε ένα κόμμα που τα στελέχη του πιστεύουν ότι καλπάζει ακάθεκτο για την  αυτοδύναμη διακυβέρνηση και σε ένα άλλο που όλοι βλέπουν ότι ψυχορραγεί.
Δεν έχει γίνει λεπτομερώς γνωστό τι ειπώθηκε στη συνομιλία που είχε με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, πριν από την εκλογή Προέδρου και ποιες διαβεβαιώσεις έλαβε. Αλλά, ό,τι και αν ειπώθηκε, πόσο δύσκολο είναι να αντιληφθεί ο κ. Κουβέλης ότι η ισχύς που διέθετε πριν από τις 29 Δεκεμβρίου, όταν ήταν επικεφαλής μιας κοινοβουλευτικής ομάδας που είχε καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις, δεν υφίσταται πλέον;
Και μόνο το γεγονός ότι από την Κουμουνδούρου τρέναραν την ανακοίνωση της συνεργασίας για μετά την τρίτη ψηφοφορία για την προεδρική εκλογή, που ήταν βέβαιο ότι οι εξελίξεις θα έτρεχαν γοργά, έπρεπε να αποτελέσει για τον κ. Κουβέλη ένα ισχυρό προειδοποιητικό σήμα. Το ότι δεν τον αποκαλούσαν, πλέον, «Τσιριμώκο» ή «Καρατζαφέρης της Αριστεράς», δεν συνιστά επαρκή λόγο για να θολώσει η κρίση του.
Φαίνεται, όμως, ότι το προειδοποιητικό σήμα που εξέπεμπε η καθυστέρηση δεν έφθασε ποτέ στην Αγίου Κωνσταντίνου. Όπως δεν είχε φθάσει και το μήνυμα της ηχηρής λαϊκής αποδοκιμασίας για τα «μπρος πίσω» της ηγετικής ομάδας της ΔΗΜΑΡ που συνιστούσε το συντριπτικό 1,2% της ευρωκάλπης του περασμένου Μαΐου.
Όπως και να έχει, πάντως, γίνεται μάλλον σαφές ότι με το διαφαινόμενο ναυάγιο της επανασύνδεσης της ΔΗΜΑΡ με τον ΣΥΡΙΖΑ ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να καταρριφθούν αναδρομικά οι αυτάρεσκες αυταπάτες με τις οποίες πορεύτηκε ο κ. Κουβέλης τα τελευταία τέσσερα χρόνια που οι πολιτικές συγκυρίες του έδωσαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας.
Εγκατέλειψε τον «αντιευρωπαϊκό» ΣΥΡΙΖΑ, την άνοιξη του 2010, που η χώρα συγκλονιζόταν από την έναρξη της εφαρμογής του Μνημονίου. Οδήγησε τον τόπο σε δεύτερες εκλογές, αρνούμενος, μετά την αναμέτρηση του Μαΐου του 2012, να κάνει, ίσως και με καλύτερους όρους, αυτό που έκανε ενάμιση μήνα αργότερα, συμμετέχοντας στην τρικομματική συγκυβέρνηση που σχηματίστηκε τον Ιούνιο.
Έφυγε από την κυβέρνηση, σχεδόν πριν συμπληρωθεί χρόνος από τη συγκρότησή της, χωρίς ποτέ να εξηγήσει επαρκώς τους λόγους που τον οδήγησαν σε μια τέτοια απόφαση. Στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει πολιτικοί του φίλοι συμμετείχαν κανονικά στη διανομή των οφιτσίων με το απαράδεκτο σύστημα «4-2-1». Ενώ ο ίδιος δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ ούτε για την αθέτηση της, ούτως ή άλλως, γενικόλογης προγραμματικής συμφωνίας ούτε για την αντιθεσμική λειτουργία της κυβέρνησης που οι αποφάσεις της λαμβάνονταν από τους τρεις αρχηγούς και όχι από το υπουργικό συμβούλιο.
Υπονόμευσε όλες τις προσπάθειες για την ενότητα της Κεντροαριστεράς, στην οποία, κατά τα άλλα, τοποθετούσε το κόμμα του, διεκδικώντας να είναι ο εν Ελλάδι εκπρόσωπος των ευρωσοσιαλιστών. Και μετά την ήττα των ευρωεκλογών, αντί να αναλάβει την ευθύνη για το δυσμενές αποτέλεσμα, επεδίωξε και πέτυχε την παραμονή του στην ηγεσία της υπό διάλυση ΔΗΜΑΡ.
Από το καλοκαίρι ως το φθινόπωρο, μετέβαλε επανειλημμένα τη θέση του για την προεδρική εκλογή, αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά, ακόμη και όταν διαβεβαίωνε ότι δεν ενδιαφερόταν προσωπικά για το αξίωμα, και παίρνοντας, εν τέλει, την απόφαση να οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές για να ανοίξει, όπως έλεγε, ο δρόμος για «προοδευτική διακυβέρνηση».
Δικαίωμά του προφανώς. Όπως, φυσικά, είναι και… δικαίωμα των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ να του ζητούν «δήλωση (αντιμνημονιακής) μετανοίας» για να του επιτρέψουν να μπει στα ψηφοδέλτια τους, κατερχόμενος, αυτός ο παρ΄ ολίγον Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με «σταυρό» για να μετρηθεί και η «πραμάτεια» που φέρνει πίσω.        
Αν υπάρχει ένα επιμύθιο σε όλα αυτά είναι ότι η περίπτωση του κ. Κουβέλη αποτελεί αυτό που οι Αγγλοσάξονες λένε case study. Μια περίπτωση που θα πρέπει να μελετηθεί εις βάθος από πανεπιστημιακά τμήματα της Πολιτικής –και όχι μόνον- Επιστήμης για να διακριβωθεί πως οι αυτάρεσκες αυταπάτες μπορούν να καταστρέψουν έναν πολιτικό που έδειχνε και θα μπορούσε να πάει ψηλά.

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Προαναγγελία παράδοσης ή power game;



Για όσους στοιχειωδώς παρακολουθούσαν τις δηλώσεις που έκανε το τελευταίο διάστημα ο Ευάγγελος Βενιζέλος, η εξέλιξη με την επίσπευση της προεδρικής εκλογής δεν αποτέλεσε «κεραυνό εν αιθρία». Και ας διέψευδε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, όποιον τον ρωτούσε, δημόσια ή κατ΄ ιδίαν, αν είχε στο μυαλό του τη φυγή προς τις εκλογές όταν επανειλημμένως έλεγε ότι η όποια συμφωνία με τους πιστωτές θα τεθεί στην κρίση του ελληνικού λαού.
Εξίσου σαφές ήταν για όσους είχαν γνώση των τεκταινομένων στο πρωθυπουργικό μέγαρο ότι «κάτι ετοίμαζε» ο Αντώνης Σαμαράς, όταν συχνά, τελευταία, έλεγε σε συνομιλητές του «περνάω τις χειρότερες μέρες της ζωής μου», χωρίς να κρύβει την κούραση που τον βάρυνε, ακόμη και όταν κατευόδωνε τους επισκέπτες του γραφείου του με το αισιόδοξο μήνυμα «εγώ θα το γυρίσω το παιχνίδι».
Αυτές οι δύο εικόνες εξηγούν, ως ένα βαθμό, το υψηλό ρίσκο που ανέλαβαν ο Αντώνης Σαμαράς και ο Ευάγγελος Βενιζέλος με την απόφασή τους να ορίσουν την προεδρική εκλογή πριν από την όποια συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές της χώρας, μια απόφαση που είναι ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες.
Κάποιοι έσπευσαν να πουν ότι η πρωτοβουλία που πήραν δεν είναι παρά ένα παιχνίδι εκβιασμού προς τους βουλευτές που δεν θέλουν εκλογές για να πειθαναγκαστούν να ψηφίσουν Πρόεδρο ώστε να αποφευχθούν οι πρόωρες κάλπες και να μην πάνε σπίτι τους ή στις δουλειές του (όποιοι έχουν τέτοιες…) ενάμιση χρόνο νωρίτερα.
Άλλοι πάλι μίλησαν για μια καλοστημένη «παγίδα» προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του, τα οποία, μέχρι πρότινος, υποστήριζαν ότι η κυβέρνηση και τα μέτρα θα πάρει και εκλογές θα υποχρεωθεί να προκηρύξει, προεξοφλώντας ότι οι δύο κυβερνητικοί εταίροι θα συνέχιζαν να κάνουν τη «βρώμικη δουλειά» και αφού θα έβγαζαν το κάρο από τη λάσπη, λοιδωρούμενοι από τους «ατσαλάκωτους» θα τους παρέδιδαν και το όχημα της εξουσίας.
Τι από τα δύο είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα; Πρόκειται, όντως, για μια ουσιαστική προαναγγελία παράδοσης της διακυβέρνησης στην αξιωματική αντιπολίτευση, μαζί με την καυτή «πατάτα» της επαναδιαπραγμάτευσης της όποιας συμφωνίας συνομολογηθεί ως τις 18 Οκτωβρίου με τους εταίρους και πιστωτές; Ή, απλώς, είμαστε μάρτυρες ενός πολύ σκληρού power game στο οποίο αποφάσισαν να παίξουν, ίσως και εκ του ασφαλούς, δύο έμπειροι πολιτικοί, οι οποίοι ξέρουν με ποιους αναμετρώνται;
Από την τροπή που θα πάρουν τα πράγματα το επόμενο εικοσαήμερο θα φανούν οι πραγματικές προθέσεις των κυρίων Σαμαρά και Βενιζέλου, ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης. Αν, πραγματικά, παλέψουν για να ανατρέψουν τους  αριθμητικούς συσχετισμούς που είναι εις βάρος τους, αφού, κακά τα ψέματα, η περίφημη «προεδρική πλειοψηφία», υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν υπάρχει, τότε θα δείξουν ότι δεν έχουν στόχο να παραδώσουν την εξουσία για να αποφύγουν τα δύσκολα που έχουν μπροστά τους.
Η γκάμα των κινήσεων που μπορούν να κάνουν για να ανατρέψουν τα δυσμενή δεδομένα είναι μεγάλη. Από το να ανοίξουν το κλειστό σύστημα εξουσίας που έχει εγκαθιδρυθεί στο Μέγαρο Μαξίμου, μέχρι να κάνουν τη μεγάλη υπέρβαση και να καλέσουν σε διάλογο για το πρόσωπο του υποψήφιου Προέδρου –και όχι μόνον- τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Και κυρίως εκείνους των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Πάνο Καμμένο και της Δημοκρατικής Αριστεράς Φώτη Κουβέλη, οι οποίοι δεν ευνοούνται από τις κάλπες «εξπρές» που θα στηθούν εφόσον η παρούσα Βουλή δεν εκλέξει τον επόμενο Ανώτατο Άρχοντα.
Αντιθέτως, αν συνεχίσουν να μένουν απαθείς στις εκκλήσεις που ήδη έγιναν από πολλές πλευρές για συναινετικά ανοίγματα είτε προς την κατεύθυνση μιας συμφωνίας για τον χρόνο των εκλογών, είτε προς τον σχηματισμό, εφόσον υπάρχουν οι απαραίτητες δυνάμεις, μιας κυβέρνησης ειδικού σκοπού με ευρύτερη στήριξη, θα φανεί ξεκάθαρα ότι αποφάσισαν να παραδώσουν την εξουσία στον ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πραγματικότητα, θα πρόκειται για μια πράξη… αντεκδίκησης απέναντι στον τρόπο που πολιτεύθηκε ως τώρα η αξιωματική αντιπολίτευση και έχοντας, ενδεχομένως, κατά νου ότι θα πάρουν πολύ σύντομα την ρεβάνς μπροστά στα αδιέξοδα που θα σωρεύσει στη νέα εξουσία η σύγκρουση της εύκολης υποσχεσιολογίας με την αδυσώπητη πραγματικότητα.
Μπορεί μια τέτοια στάση να μοιάζει δικαιολογημένη, κυρίως από την πλευρά του κ. Βενιζέλου, αλλά δεν νομίζω ότι είναι… δίκαιη. Στο βαθμό, φυσικά, που υπάρχει δικαιοσύνη στην Πολιτική.